Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 20

Ο Οφν ξύπνησε εκείνο το πρωί, όπως πάντα· ανυπόμονος και πεινασμένος. Ξεκόλλησε το σώμα του από τα βάθη της καμινάδας του σπιτιού και κύλησε φαρδύς πλατύς στο τζάκι του μεγάλου υπνοδωματίου. Κατέβηκε χοροπηδηχτά μέχρι την κουζίνα – γεμίζοντας, βέβαια, το πάτωμα στάχτη και πίσσα – όπου βρίσκονταν η Αμπούγια με τη Μάριαμ. Η δεύτερη μάθαινε στην πρώτη, επιτέλους, να φτιάχνει τα περίφημα κουλουράκια της. Ο Οφν τράβηξε μια γερή ρουθουνιά από την υπέροχη μυρωδιά – ποτέ δεν έπαψε να τον εκπλήσσει η σχεδόν τρομακτική ικανότητα του Μάτου, να έχει ταιριάξει τόσο τέλεια τις καθημερινότητες των νεκρών και των ζωντανών – και προσπάθησε να κλέψει λίγη από τη ζύμη, πριν η Αμπούγια τον διώξει γελώντας δυνατά, δήθεν σπρώχνοντάς τον με τη σκούπα. Πέρασε από το καθιστικό, όπου μελετούσαν ο μάγος με τον Ρέο. «Σήμερα θα τον ξυπνήσουμε;» τους ρώτησε ενθουσιασμένος. «Και με καλά νέα;» Ο Μάτου ένευσε αρνητικά. «Το τελευταίο μας σχέδιο δε δούλεψε τελικά» μουρμούρισε απογοητευμέ...