Posts

Μπάιρα

Πρώτη νύχτα του Σόουιν, Σκωτία      Η Μόρβεν βρέθηκε ξαφνικά σ’ενα έρημο μέρος, σκοτεινό και θολωμένο από μια βαθιά νύχτα με υγρή ομίχλη. Δεν ένιωθε κρύο, παρ’όλο που δεν είχε πια την παχιά της κουβέρτα ούτε το μάλλινο παλτό της. «Τι συνέβη;» μονολόγησε ήρεμα, τόσο συνεπαρμένη που δεν είχε προλάβει να νιώσει πανικό. «Πού είμαι;» ρώτησε μια άλλη φωνή κοντά της. Γύρισε το κεφάλι της και είδε, μερικά βήματα μακριά της, μια αφύσικα πανύψηλη και μεγαλόσωμη γυναίκα, με κατάλευκα μακριά μαλλιά και δέρμα που γυάλιζε γαλάζιο και ραγισμένο σαν αρχαίος παγετώνας, να στέκεται ζαρωμένη και φοβισμένη, κοιτώντας νευρικά γύρω της. «Μόλις έφτασε σε αυτά τα μέρη» είπε η ηλικιωμένη από το Καλλόντεν, που στεκόταν ξαφνικά πίσω από τη Μόρβεν. «Ποια είναι; Πού είμαστε;» «Δεν είχε ιδέα τι της συνέβαινε» συνέχισε η ηλικιωμένη αγνοώντας την. «Μια μέρα και κάποιον μακρινό, ξεχασμένο αιώνα, ο προηγούμενος εαυτός της βρισκόταν στην πανάρχαια, καλοκαιρινή Ιβερία· κι ύστερα, την επόμενη νύχτα και μια χ...

Το Πράσινο Νησί του Καλοκαιριού

 Νύχτα του Σόουιν, 500 π.Κ.Ε.     Η Άρτις ξύπνησε κουρνιασμένη στην πρύμνη της βάρκας της. Τα τελευταία πράγματα που θυμόταν ήταν η παγωνιά και οι ανίκητοι άνεμοι του ωκεανού, το πανί που σκίστηκε και το κατάρτι που έσπασε σαν κλαράκι στην καταιγίδα. Τα μάλλινα ρούχα και η γούνα της είχαν γίνει μούσκεμα και το σώμα της είχε αρχίσει να κοκκαλώνει και να νεκρώνει ανεπανόρθωτα. Είχε χωθεί στην πρύμνη, κάτω από τα σχοινιά, παραιτημένη από κάθε προσπάθεια να ζήσει. Είχε παλέψει ξανά σα λυσσασμένο ζώο· και, όπως αμέτρητες φορές στο παρελθόν, είχε ηττηθεί.     Ανασηκώθηκε και απαλλάχθηκε από τα στεγνά ρούχα της, που την ίδρωναν κάτω από το ζεστό φως του ήλιου, πριν καν συνειδητοποιήσει ότι μπορούσε να κουνηθεί, ότι τα ρούχα ήταν στεγνά και ότι υπήρχε ζεστό, καλοκαιρινό φως. Πριν καν συνειδητοποιήσει ότι η βάρκα δεν παρασυρόταν πια από τα αιώνια κύματα και είχε προσαράξει σε μια λαμπερή, λευκή αμμουδιά· και μπροστά στα μάτια της, απλωνόταν ένα παραμυθένιο, καταπράσινο ν...

Μπεν Νέβις

 Νύχτα του Σόουιν, 102 π.Κ.Ε.     Η Μπρούντα ξετύλιξε τη γούνα από τους ώμους της και την τράβηξε αρκετά, για να σκεπάσει το μικρό ζώο που βρισκόταν κουρνιασμένο στην αγκαλιά της. Το Μπεν Νέβις είχε ήδη κρυφτεί σχεδόν ολόκληρο μέσα στις παγωμένες ομίχλες και τη σιωπή του επερχόμενου χειμώνα. Το κορίτσι έχωσε το σώμα του ακόμα περισσότερο ανάμεσα στις κρύες πέτρες για να προστατευτεί από τον καιρό και ευχήθηκε ξανά, να καταλάβαινε γρήγορα κάποιος ότι έλειπε από τη γιορτή και να ερχόταν να την πάρει από εκεί, πριν ανοίξουν οι πύλες του Αλλόκοσμου και την κλέψουν τα πλάσματα που θα πετάγονταν από ‘κει μέσα. «Αν είναι δυνατόν, τι κάνεις εδώ πέρα μικρή;»     Η σαγρή φωνή την έκανε να τιναχτεί από τον ύπνο της. Είχε κοιμηθεί ή αργοπέθαινε, εκτεθειμμένη και απροστάτευτη; «Μαμά;» «Ποια μαμά; Σε άφησε η μάνα σου να έρθεις εδώ πάνω στο βουνό, μόνη;» «Όχι, όχι...» η Μπρούντα έτριψε τα μάτια της και ανατρίχιασε ολόκληρη από το κρύο. «Η μαμά μου είναι νεκρή.» «Η Ιερή Φλόγα γ...

Γκλεν Κάλιχ

Νύχτα του Σόουιν, 651 Κ.Ε.     Η Ιόνα περπάτησε μόνη μέσα στο σκοτάδι για ώρες και ώρες, σέρνοντας τα βήματά της στο λασπωμένο χώμα της κοιλάδας Λίον. Το ποτάμι δίπλα της κυλούσε ορμητικό, φουσκωμένο από τις βροχές στο κατώφλι του χειμώνα. Τύλιγε και ξανατύλιγε τα ρούχα και τη γούνα γύρω από το σώμα της, προσπαθώντας να τα κρατήσει στεγνά και ζεστά. Έδενε και ξαναέδενε το σακί που γλιστρούσε από τους ώμους της, φορτωμένο με φαγητά και φυλαχτά.     Λίγο μετά τη δύση και καθώς το σκοτάδι πύκνωνε και το κρύο δυνάμωνε, παγώνοντας τα δάχτυλα των ποδιών της, μπήκε στην εσώτερη κοιλάδα Κάλιχ. Το κατάλαβε αμέσως· ο καιρός μαλάκωσε σαν από θαύμα και μπορούσε τώρα να αποκαλύψει τελείως το πρόσωπό της, θαμμένο μέσα στο μάλλινο σάλι που είχε στριφογυρίσει σφιχτά πάνω της. Το λιγοστό φεγγάρι σα να έλαμψε καθαρότερο στον ουρανό και η παγωμένη ομίχλη γύρω της σα να καθάρισε σε μια στιγμή. Δεν της πήρε πολλή ώρα να βρει αυτό που έψαχνε.     Είδε τις πέτρες από μακριά. Γυάλ...

Μπεν Χρούχαν

Νύχτα του Σόουιν, 1166 Κ.Ε.     Η Ντίρντρα βολεύτηκε ανάμεσα στους βράχους, στρώνοντας και τεντώνοντας την παχιά της γούνα, για να μη βραχούν τα ρούχα της από την υγρασία και την παγωνιά. Τόλμησε μια ματιά προς τα βάθη του δάσους. Οι φωνές και τα φώτα από τους δαυλούς των Δρυίδων, που έψελναν και χόρευαν στο κοντινότερο ξέφωτο, έσκιζαν τη νύχτα και τη σιωπή εδώ και ώρα, σκορπίζοντας το βαρύ πέπλο του Σόουιν σε όλη την περιοχή. Ακόμα πιο μακριά, πέρα από το δάσος, οι άνθρωποι από τα γύρω χωριά περίμεναν υπομονετικά στην κορυφή του λόφου για το άναμμα της Ιερής Φλόγας. «Τα κατάφερες» είπε μια βαθιά, αντρική φωνή πίσω της, που της φάνηκε σα να αντηχούσε σε όλον τον κόσμο – μα η Ντίρντρα ήξερε πια, πως ήταν η μόνη που μπορούσε να την ακούσει. Κράτησε, με πολύ κόπο, ακίνητο το σώμα της. «Δεν έχεις αλλάξει απόψε» απάντησε, απογοητευμένη, στη φωνή. «Δε θα ήταν σοφό να μιλήσω στη Μητέρα με τη θνητή μου μορφή.» «Ναι, έχεις δίκιο.» «Άλλωστε, αν τα καταφέρουμε, θα αλλάξεις εσύ.» «Κι αν ό...

Κορυβρέκαν

Νύχτα του Σόουιν, 1746 Κ.Ε.     Το φεγγάρι ταξίδευε ήδη για ώρα στον ουρανό, όταν η νεαρή Κλεμεντίνα Κάμπελ έφτασε στις όχθες του Στενού του Κορυβρέκαν. Οι λιγοστοί άνδρες του πατέρα της – που τη συνόδευσαν στο μακρινό ταξίδι από το σπίτι της φατρίας της, στην ενδοχώρα, μέχρι τα βόρεια του νησιού Σκάρμπα – αρνήθηκαν κατηγορηματικά να πάνε παραπέρα μαζί της, θεωρώντας την αναμφισβήτητα αποτρελαμένη από το πένθος. Σχεδόν τη φόρτωσαν σα σακί πάνω στο κατατρομαγμένο μουλάρι που είχαν πάρει μαζί τους στο πλοίο· και φρόντισαν τουλάχιστον να είναι καλά ντυμένη, τυλίγοντάς την με επιπλέον γούνες και έναν υπερμεγέθη, παχύ, μάλλινο σκούφο. Της έχωσαν και μερικούς σταυρούς στον κόρφο, πριν κάνουν μερικά βήματα πίσω και την κοιτάξουν λυπημένοι.     Η Κλεμεντίνα κάγχασε, κοιτάζοντάς τους υποτιμητικά. «Θα γυρίσω!» φώναξε εκνευρισμένη. «Κι εμείς δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να περιμένουμε, Κυρά μου» απάντησε στωικά ο επικεφαλής των ανδρών. «Αλλά δε θα έρθετε μαζί μου» επέμεινε εκ...

Κάλιαχ

Νύχτα του Σόουιν, Σκωτία, 2025 Κ.Ε.       Η Μόρβεν σήκωσε τον γιακά του παλτού της μέχρι πάνω από τη μύτη και τυλίχτηκε ακόμα πιο σφιχτά στην παχιά κουβέρτα που είχε φέρει μαζί της. Η νύχτα είχε μόλις πέσει πάνω από το θρυλικό πεδίο μάχης του Καλλόντεν, σκοτεινή και επώδυνη. Το φεγγάρι είχε αρχίσει να γεμίζει αργά· η λεπτή, λαμπερή λωρίδα στο δεξί του μέρος – κατά την τέταρτη μέρα της φάσης του Άυξοντος Μηνίσκου – το κρατούσε ακόμα στο 13% της φωτεινότητάς του. Η υγρασία βρισκόταν στο 67% και ο άνεμος έπιασε τα 4 μποφόρ σχεδόν αμέσως μετά τη δύση. Τα κόκκαλά της διαμαρτύρονταν έντονα εδώ και λίγη ώρα· κι ας ήταν ολόκληρη κουκουλωμένη σαν κρεμμύδι. Οι υπόλοιποι της παρέας χόρευαν και τραγουδούσαν χαμηλόφωνα, μερικές δεκάδες μέτρα μακριά της· οι εκτυφλωτικοί φακοί των κινητών τους έμοιαζαν με σπινταρισμένες πυγολαμπίδες.       Κι άλλες παρέες ήταν σκορπισμένες στον τεράστιο, ανοιχτό χώρο. Κάποιοι περπατούσαν, άλλοι κάθονταν και παρατηρούσαν τα αστέρ...