Κορυβρέκαν
Νύχτα του Σόουιν, 1746 Κ.Ε.
Το φεγγάρι ταξίδευε ήδη για ώρα στον ουρανό, όταν η νεαρή Κλεμεντίνα Κάμπελ έφτασε στις όχθες του Στενού του Κορυβρέκαν. Οι λιγοστοί άνδρες του πατέρα της – που τη συνόδευσαν στο μακρινό ταξίδι από το σπίτι της φατρίας της, στην ενδοχώρα, μέχρι τα βόρεια του νησιού Σκάρμπα – αρνήθηκαν κατηγορηματικά να πάνε παραπέρα μαζί της, θεωρώντας την αναμφισβήτητα αποτρελαμένη από το πένθος. Σχεδόν τη φόρτωσαν σα σακί πάνω στο κατατρομαγμένο μουλάρι που είχαν πάρει μαζί τους στο πλοίο· και φρόντισαν τουλάχιστον να είναι καλά ντυμένη, τυλίγοντάς την με επιπλέον γούνες και έναν υπερμεγέθη, παχύ, μάλλινο σκούφο. Της έχωσαν και μερικούς σταυρούς στον κόρφο, πριν κάνουν μερικά βήματα πίσω και την κοιτάξουν λυπημένοι.
Η Κλεμεντίνα κάγχασε, κοιτάζοντάς τους υποτιμητικά.
«Θα γυρίσω!» φώναξε εκνευρισμένη.
«Κι εμείς δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να περιμένουμε, Κυρά μου» απάντησε στωικά ο επικεφαλής των ανδρών.
«Αλλά δε θα έρθετε μαζί μου» επέμεινε εκείνη.
«Μη μου ζητάς να οδηγήσω σε σίγουρο θάνατο τους άντρες που μου απέμειναν, για άλλον έναν μάταιο σκοπό, Κυρά μου.»
«Θα αφήσετε μια κοπέλα μόνη της μέσα στη νύχτα; Τόσο πολύ σας ράγισε το Καλλόντεν;»
«Η κοπέλα κυνηγούσε μόνη της ελάφια στα βαθιά δάση, από δώδεκα χρονώ. Το Σκάρμπα δεν είναι δα και καμιά πρόκληση για σένα. Κι αν χρειαστείς κάτι, οι οικογένειες στο νησί-»
«-αλλά είναι πρόκληση για εσάς.»
«Όχι το νησί· και το ξέρεις, Κυρά μου. Σε παρακαλώ-»
«-ναι, ναι, καλά» του γρύλισε και χτύπησε το μουλάρι στον πισινό, κραυγάζοντας.
Κι αυτό το δόλιο, ανακουφισμένο τώρα που πατούσε επιτέλους γη, έτρεξε χαρούμενο· μη μπορώντας να καταλάβει πού πήγαινε και πόσο θα μετάνιωνε και θα επιθυμούσε ξανά σε λίγη ώρα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το χειμωνιάτικο, μεθυσμένο αμπάρι του πλοίου.
Όταν έφτασε στο Στενό, η Κλεμεντίνα κατέβηκε αργά από το λαχανιασμένο ζώο. Καλόστρωσε τη γούνα στη ράχη του και πρόσθεσε άλλη μία από τις δικές της. Κοίταξε γύρω της για κανά μοναχικό δέντρο· το νησί δεν είχε και πολλά σε όλη την έκτασή του, πόσο μάλλον τόσο κοντά στην παγωμένη θάλασσα. Αναστέναξε. Έβγαλε ένα κομμάτι λινό από τα μεσοφόρια της και κάλυψε τα μάτια του μουλαριού, μήπως και έμενε στη θέση του. Προσπάθησε να υπολογίσει πόσο θα της έπαιρνε με τα πόδια, για να επιστρέψει στους άνδρες και το πλοίο, στην άλλη πλευρά του νησιού. Κι ύστερα, το βλέμμα της έπεσε στη Δίνη, που στριφογύριζε άγρια και ασταμάτητη μέσα στη νύχτα, ανάμεσα στο Σκάρμπα και το Τζούρα – το απέναντι νησί – έτοιμη να καταπιεί όποιον είχε το θράσος να την πλησιάσει. Όπως κατάπιε και το λασπωμένο Καλλόντεν το πτώμα του Μπρόντι, την περασμένη άνοιξη.
Το μουλάρι τινάχτηκε ξαφνικά στη θέση του. Πισωπάτησε και σκόνταψε στις πέτρες κι ύστερα άρχισε να στριφογυρίζει, ανήμπορο να δει προς τα πού να φύγει. Η Κλεμεντίνα προσπάθησε να αρπάξει το λουρί του και να το ησυχάσει, μα έμεινε κοκκαλωμένη με απλωμένα τα χέρια, αντικρύζοντας τον τεράστιο γκρίζο λύκο που βρισκόταν μόλις λίγα βήματα μακριά τους και τους κοιτούσε διόλου εντυπωσιασμένος, καθισμένος στα πίσω πόδια του.
«Α, μη φοβάσαι, δε δαγκώνει» είπε μια γυναίκα πίσω της.
«Δε χρειάζεται να με δαγκώσει» είπε τρέμοντας η Κλεμεντίνα. «Μπορεί απλά να με πατήσει.»
«Χα! Είσαι αστεία! Έχω χρόνια να δω αστεία θνητή. Ή μήπως είναι αιώνες;»
«Έχει σημασία;» ξανατόλμησε να συνεχίσει τη συζήτηση η Κλεμεντίνα, χαμηλώνοντας αργά – πολύ, πολύ αργά – τα χέρια της.
«Αν είναι μόνο χρόνια, καλά θα κάνεις να φύγεις όσο προλαβαίνεις κορίτσι. Δε μου αρέσει καθόλου να με κατασκοπεύουν όσο πλένω το ύφασμά μου· και ειδικά φέτος, που έφτασα τόσο νωρίς στο Κορυβρέκαν. Δε φτάνω συχνά τόσο νωρίς στο Κορυβρέκαν.»
«Κι αν είναι αιώνες;»
«Αιώνες από τι;»
«Από τότε που έχεις να δεις αστεία θνητή. Αυτό δε συζητούσαμε;»
«Α, ναι. Με έπιασες, το παραδέχομαι. Δε συναντώ συχνά και θνητούς που δεν τρέχουν απλά έντρομοι όταν με συναντούν, πόσο μάλλον να μου μιλήσουν. Πόσο μάλλον να έχουν το κουράγιο να συζητήσουν μαζί μου. Πόσο μάλλον να παρακολουθούν και τη συζήτησή μας. Με έπιασες, ναι.»
«Άρα, έχω κι άλλο επιχείρημα υπέρ μου. Είμαι και αστεία και τολμηρή για θνητή. Δε μπορεί να έχεις μόνο χρόνια να συναντήσεις τέτοιο συνδυασμό» είπε βιαστικά η Κλεμεντίνα, για να βγουν γρήγορα οι λέξεις πριν τα κάνει πάνω της. «Και τελικά;»
«Μμμ... αν είναι αιώνες και αν μιλάμε για τέτοιο συνδυασμό... ίσως και να σε αφήσω να κάτσεις να με κοιτάς, μέχρι να πλύνω στη Δίνη και να απλώσω τα χιόνια στον κόσμο. Αμίλητη όμως.»
Η κοπέλα μειδίασε. Ανασήκωσε περήφανα το σώμα της και γύρισε να κοιτάξει τη γυναίκα πίσω της. Ήταν πανύψηλη, πιο μεγάλη από τον γκρίζο λύκο. Φορούσε μια μακριά, σκούρα κάπα με κουκούλα. Είχε μακριά, λευκά μαλλιά, που ξεχύνονταν από την κουκούλα σαν τον αφρό γύρω από τη Δίνη. Είχε μόνο ένα μάτι, που έλαμπε γαλάζιο· εκεί που θα ήταν το άλλο, το δέρμα ήταν σφαλισμένο σφιχτά. Και το ραβδί της-
Το φεγγάρι ταξίδευε ήδη για ώρα στον ουρανό, όταν η νεαρή Κλεμεντίνα Κάμπελ έφτασε στις όχθες του Στενού του Κορυβρέκαν. Οι λιγοστοί άνδρες του πατέρα της – που τη συνόδευσαν στο μακρινό ταξίδι από το σπίτι της φατρίας της, στην ενδοχώρα, μέχρι τα βόρεια του νησιού Σκάρμπα – αρνήθηκαν κατηγορηματικά να πάνε παραπέρα μαζί της, θεωρώντας την αναμφισβήτητα αποτρελαμένη από το πένθος. Σχεδόν τη φόρτωσαν σα σακί πάνω στο κατατρομαγμένο μουλάρι που είχαν πάρει μαζί τους στο πλοίο· και φρόντισαν τουλάχιστον να είναι καλά ντυμένη, τυλίγοντάς την με επιπλέον γούνες και έναν υπερμεγέθη, παχύ, μάλλινο σκούφο. Της έχωσαν και μερικούς σταυρούς στον κόρφο, πριν κάνουν μερικά βήματα πίσω και την κοιτάξουν λυπημένοι.
Η Κλεμεντίνα κάγχασε, κοιτάζοντάς τους υποτιμητικά.
«Θα γυρίσω!» φώναξε εκνευρισμένη.
«Κι εμείς δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να περιμένουμε, Κυρά μου» απάντησε στωικά ο επικεφαλής των ανδρών.
«Αλλά δε θα έρθετε μαζί μου» επέμεινε εκείνη.
«Μη μου ζητάς να οδηγήσω σε σίγουρο θάνατο τους άντρες που μου απέμειναν, για άλλον έναν μάταιο σκοπό, Κυρά μου.»
«Θα αφήσετε μια κοπέλα μόνη της μέσα στη νύχτα; Τόσο πολύ σας ράγισε το Καλλόντεν;»
«Η κοπέλα κυνηγούσε μόνη της ελάφια στα βαθιά δάση, από δώδεκα χρονώ. Το Σκάρμπα δεν είναι δα και καμιά πρόκληση για σένα. Κι αν χρειαστείς κάτι, οι οικογένειες στο νησί-»
«-αλλά είναι πρόκληση για εσάς.»
«Όχι το νησί· και το ξέρεις, Κυρά μου. Σε παρακαλώ-»
«-ναι, ναι, καλά» του γρύλισε και χτύπησε το μουλάρι στον πισινό, κραυγάζοντας.
Κι αυτό το δόλιο, ανακουφισμένο τώρα που πατούσε επιτέλους γη, έτρεξε χαρούμενο· μη μπορώντας να καταλάβει πού πήγαινε και πόσο θα μετάνιωνε και θα επιθυμούσε ξανά σε λίγη ώρα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το χειμωνιάτικο, μεθυσμένο αμπάρι του πλοίου.
Όταν έφτασε στο Στενό, η Κλεμεντίνα κατέβηκε αργά από το λαχανιασμένο ζώο. Καλόστρωσε τη γούνα στη ράχη του και πρόσθεσε άλλη μία από τις δικές της. Κοίταξε γύρω της για κανά μοναχικό δέντρο· το νησί δεν είχε και πολλά σε όλη την έκτασή του, πόσο μάλλον τόσο κοντά στην παγωμένη θάλασσα. Αναστέναξε. Έβγαλε ένα κομμάτι λινό από τα μεσοφόρια της και κάλυψε τα μάτια του μουλαριού, μήπως και έμενε στη θέση του. Προσπάθησε να υπολογίσει πόσο θα της έπαιρνε με τα πόδια, για να επιστρέψει στους άνδρες και το πλοίο, στην άλλη πλευρά του νησιού. Κι ύστερα, το βλέμμα της έπεσε στη Δίνη, που στριφογύριζε άγρια και ασταμάτητη μέσα στη νύχτα, ανάμεσα στο Σκάρμπα και το Τζούρα – το απέναντι νησί – έτοιμη να καταπιεί όποιον είχε το θράσος να την πλησιάσει. Όπως κατάπιε και το λασπωμένο Καλλόντεν το πτώμα του Μπρόντι, την περασμένη άνοιξη.
Το μουλάρι τινάχτηκε ξαφνικά στη θέση του. Πισωπάτησε και σκόνταψε στις πέτρες κι ύστερα άρχισε να στριφογυρίζει, ανήμπορο να δει προς τα πού να φύγει. Η Κλεμεντίνα προσπάθησε να αρπάξει το λουρί του και να το ησυχάσει, μα έμεινε κοκκαλωμένη με απλωμένα τα χέρια, αντικρύζοντας τον τεράστιο γκρίζο λύκο που βρισκόταν μόλις λίγα βήματα μακριά τους και τους κοιτούσε διόλου εντυπωσιασμένος, καθισμένος στα πίσω πόδια του.
«Α, μη φοβάσαι, δε δαγκώνει» είπε μια γυναίκα πίσω της.
«Δε χρειάζεται να με δαγκώσει» είπε τρέμοντας η Κλεμεντίνα. «Μπορεί απλά να με πατήσει.»
«Χα! Είσαι αστεία! Έχω χρόνια να δω αστεία θνητή. Ή μήπως είναι αιώνες;»
«Έχει σημασία;» ξανατόλμησε να συνεχίσει τη συζήτηση η Κλεμεντίνα, χαμηλώνοντας αργά – πολύ, πολύ αργά – τα χέρια της.
«Αν είναι μόνο χρόνια, καλά θα κάνεις να φύγεις όσο προλαβαίνεις κορίτσι. Δε μου αρέσει καθόλου να με κατασκοπεύουν όσο πλένω το ύφασμά μου· και ειδικά φέτος, που έφτασα τόσο νωρίς στο Κορυβρέκαν. Δε φτάνω συχνά τόσο νωρίς στο Κορυβρέκαν.»
«Κι αν είναι αιώνες;»
«Αιώνες από τι;»
«Από τότε που έχεις να δεις αστεία θνητή. Αυτό δε συζητούσαμε;»
«Α, ναι. Με έπιασες, το παραδέχομαι. Δε συναντώ συχνά και θνητούς που δεν τρέχουν απλά έντρομοι όταν με συναντούν, πόσο μάλλον να μου μιλήσουν. Πόσο μάλλον να έχουν το κουράγιο να συζητήσουν μαζί μου. Πόσο μάλλον να παρακολουθούν και τη συζήτησή μας. Με έπιασες, ναι.»
«Άρα, έχω κι άλλο επιχείρημα υπέρ μου. Είμαι και αστεία και τολμηρή για θνητή. Δε μπορεί να έχεις μόνο χρόνια να συναντήσεις τέτοιο συνδυασμό» είπε βιαστικά η Κλεμεντίνα, για να βγουν γρήγορα οι λέξεις πριν τα κάνει πάνω της. «Και τελικά;»
«Μμμ... αν είναι αιώνες και αν μιλάμε για τέτοιο συνδυασμό... ίσως και να σε αφήσω να κάτσεις να με κοιτάς, μέχρι να πλύνω στη Δίνη και να απλώσω τα χιόνια στον κόσμο. Αμίλητη όμως.»
Η κοπέλα μειδίασε. Ανασήκωσε περήφανα το σώμα της και γύρισε να κοιτάξει τη γυναίκα πίσω της. Ήταν πανύψηλη, πιο μεγάλη από τον γκρίζο λύκο. Φορούσε μια μακριά, σκούρα κάπα με κουκούλα. Είχε μακριά, λευκά μαλλιά, που ξεχύνονταν από την κουκούλα σαν τον αφρό γύρω από τη Δίνη. Είχε μόνο ένα μάτι, που έλαμπε γαλάζιο· εκεί που θα ήταν το άλλο, το δέρμα ήταν σφαλισμένο σφιχτά. Και το ραβδί της-
***
«-ώπα, μισό λεπτό» είπε η Μόρβεν, μπερδεμένη ξαφνικά. «Εγώ γιατί το βλέπω γαλακτερό το ένα σας μάτι και η Κλεμεντίνα έβλεπε μόνο σφαλισμένο δέρμα;»
Η ηλικιωμένη γυναίκα την κοίταξε έκπληκτη.
«Γιατί διακόπτεις την ιστορία;»
«Μα είναι προφανές ότι η Κλεμεντίνα είδε εσάς, όπως σας βλέπω εγώ τώρα. Γιατί τα χαρακτηριστικά σας είναι διαφορετικά;»
«Είμαι διαφορετική όπως είμαι και ίδια, πάντα. Πώς διακόπτεις την ιστορία;»
«Και επίσης, πού ξέρετε εσείς τι έκανε η Κλεμεντίνα πριν σας συναντήσει; Και επίσης, γιατί μιλάτε για εσάς σα να μιλάτε για άλλη;»
«Γιατί λέω την ιστορία αλλά είμαι και η ιστορία. Είμαι η ιστορία όλων, όπως και η δική μου.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
«Κι εγώ δεν καταλαβαίνω πώς μπόρεσες να διακόψεις την-»
Η γυναίκα φάνηκε ξαφνικά να συνειδητοποιεί κάτι. Σηκώθηκε και πετάχτηκε σαν πέρδικα δίπλα ακριβώς στη Μόρβεν. Η νεαρή έγειρε τρομαγμένη προς τα πίσω.
«Δε με πιστεύεις ακόμα.»
«Τι εννοείτε;»
«Δεν πιστεύεις ποια είμαι.»
«Μα δε μου έχετε πει ποια είστε.»
«Όμως ξέρεις.»
«Όχι βέβαια.»
«Αλλά φοβάσαι να το παραδεχτείς.»
«Τι να παραδεχτώ;»
«Σε έπιασε το κλείδωμα του χρόνου μεταξύ μας, αλλά δε σε έπιασε το κλείδωμα της ιστορίας. Επειδή δε με πιστεύεις.»
«Μα δεν καταλαβαίνω τι λέτε.»
«Ξέρεις πολύ καλά τι λέω. Είσαι μορφωμένο κορίτσι και ξέρεις. Κατάλαβες πολύ καλά ότι κάτι συμβαίνει μεταξύ μας, που δε μπορείς να εξηγήσεις με όσα έμαθες από τους δασκάλους σου. Αλλά μπορείς να τα αποδεχτείς με όσα νιώθεις.»
«Δεν έχω ιδέα τι-»
«Φώναξε τους φίλους σου.»
«Τι;»
«Φώναξέ τους. Βγάλε κραυγή, ούρλιαξε. Κάνε κάτι για να έρθουν να σε βοηθήσουν.»
Η Μόρβεν δεν αντέδρασε. Έμεινε να κοιτάει έντρομη τη γυναίκα.
Κι εκείνη χαμογέλασε.
«Τώρα νιώθεις» είπε ικανοποιημένη. «Τώρα θα συνεχίσω την ιστορία· κι εσύ δε θα μπορέσεις να με διακόψεις ξανά, μέχρι να τελειώσω.»
***
-και το ραβδί της ήταν τόσο υπέροχα σκαλισμένο, που θα το ζήλευαν ακόμα και οι αρχαίοι Δρυίδες.
«Κι αν ο συνδυασμός γίνει ακόμα πιο ξεχωριστός;» ρώτησε, με περισσότερο θάρρος τώρα, η Κλεμεντίνα.
Και έριξε πίσω τη δική της κουκούλα και έβγαλε και τον σκούφο, που είχε καλύψει σχεδόν το μισό της πρόσωπο· αποκαλύπτοντας έναν δικό της χείμαρρο από κατακκόκινα μαλλιά – μα, πολύ περισσότερο, το δικό της, ένα μάτι.
Που έλαμπε καταγάλανο στο λιγοστό φως του φεγγαριού· ενώ εκεί που ήταν κάποτε το άλλο, το δέρμα ήταν ραμμένο σφιχτά, σφαλισμένο για πάντα.
«Πώς έχασες το μάτι σου;» ψιθύρισε αυστηρά η γυναίκα.
«Μου το πήρε μια Ανεράδα όταν ήμουν μωρό.»
«Πώς ήξερες ότι θα είμαι εδώ απόψε;»
«Η Ανεράδα μου ξεπλήρωσε τη χάρη που μου χρωστούσε εδώ και χρόνια.»
«Εγώ δεν είμαι Ανεράδα να σου κάνω τις χάρες.»
«Όμως σίγουρα δεν έχεις συναντήσει καμία θνητή σαν εμένα. Όχι για χρόνια ούτε για αιώνες. Ποτέ.»
«Ομολογουμένως.»
«Μπορώ τότε, να σου μιλήσω όσο πλένεις το ύφασμά σου; Πριν φέρεις τα χιόνια και φύγεις στον ουρανό;»
Η γυναίκα πλησίασε την Κλεμεντίνα, τόσο ώστε ο αχνός της ανάσας της να χαιδεύει το πρόσωπο της θνητής.
«Αλλά δε μπορώ να σου φέρω πίσω τον αγαπημένο σου.»
Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια της.
«Μα είναι το Σόουιν απόψε!» φώναξε παρακλητικά και έπεσε στα γόνατα. «Τι είναι για εσένα να μου τον αφήσεις, όταν θα έρθει να με επισκεφθεί;»
«Θα έρθει το πνεύμα του. Το σώμα του σαπίζει ακόμα στις ματωμένες λάσπες του Καλλόντεν.»
«Μα τι είναι για εσένα να βρεις και το σώμα!;»
«Δε μπορώ να βρω τίποτα ούτε να αφήσω τίποτα. Δεν ανακατεύομαι με τους νεκρούς.»
«Θα σου δώσω το μάτι που μου έχει απομείνει!»
«Τι να το κάνω; Μου είναι άχρηστο, όσο κι αν ταίριαξε η μοίρα τα πρόσωπά μας. Ακόμα κι μπορούσα να το πάρω και να το χρησιμοποιήσω, δεν έχω καμία σχέση με τους νεκρούς.»
«Εσύ δεν έχεις σχέση!; Εσύ, η Αρχόντισσα του Σόουιν και η Βασίλισσα του Χειμώνα!; Εσύ που δίνεις θάνατο και ζωή σε όλη την πλάση!; Που εξουσιάζεις τον καιρό και που κάνεις ό,τι θέλεις τους πανίσχυρους Γίγαντες του Πάγου!;»
Η γυναίκα πετάχτηκε ξαφνικά προς τα πίσω και γέλασε δυνατά.
«Τους Γίγαντες του Πάγου! Ακούς!;» απευθύνθηκε στον λύκο. «Λέει ότι κάνω ό,τι θέλω τους Γίγαντες του Πάγου!»
«Μα, είναι παιδιά σου!»
«Ακριβώς, νεαρή μου. Και θα σου πω την καταλληλότερη ιστορία γι’αυτό, που μου θύμισες τώρα με τις ανοησίες σου.»
«Δε θέλω ιστορία, θέλω τον Μπρόντι! Ξόδεψα τη χάρη μου από την Ανεράδα για τον Μπρόντι!»
«Κακώς. Η ιστορία είναι το μόνο που θα πάρεις και πολύ σού είναι» είπε ψυχρά η γυναίκα. «Και θα κρατήσεις και τη ζωή σου. Ορίστε, είδες τι καλή που είμαι;» συμπλήρωσε μειδιάζοντας.
Και κλείδωσε το χρόνο γύρω τους.
συνεχίζεται
Comments
Post a Comment