Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 20
Ο Οφν ξύπνησε εκείνο το πρωί, όπως πάντα· ανυπόμονος και πεινασμένος. Ξεκόλλησε το σώμα του από τα βάθη της καμινάδας του σπιτιού και κύλησε φαρδύς πλατύς στο τζάκι του μεγάλου υπνοδωματίου. Κατέβηκε χοροπηδηχτά μέχρι την κουζίνα – γεμίζοντας, βέβαια, το πάτωμα στάχτη και πίσσα – όπου βρίσκονταν η Αμπούγια με τη Μάριαμ. Η δεύτερη μάθαινε στην πρώτη, επιτέλους, να φτιάχνει τα περίφημα κουλουράκια της. Ο Οφν τράβηξε μια γερή ρουθουνιά από την υπέροχη μυρωδιά – ποτέ δεν έπαψε να τον εκπλήσσει η σχεδόν τρομακτική ικανότητα του Μάτου, να έχει ταιριάξει τόσο τέλεια τις καθημερινότητες των νεκρών και των ζωντανών – και προσπάθησε να κλέψει λίγη από τη ζύμη, πριν η Αμπούγια τον διώξει γελώντας δυνατά, δήθεν σπρώχνοντάς τον με τη σκούπα.
Πέρασε από το καθιστικό, όπου μελετούσαν ο μάγος με τον Ρέο.
«Σήμερα θα τον ξυπνήσουμε;» τους ρώτησε ενθουσιασμένος. «Και με καλά νέα;»
Ο Μάτου ένευσε αρνητικά.
«Το τελευταίο μας σχέδιο δε δούλεψε τελικά» μουρμούρισε απογοητευμένος.
«Όμως...» είπε ο Δαίμονας εύθυμα «... έχουν ήδη περάσει πενήντα χρόνια! Θα πιάσουμε την περίπτωση των απογόνων της Ζούρι.»
«Άρα, αυτό μας απέμεινε μόνο; Τα παιδιά της Ζούρι;»
«Μέχρι τώρα, θα έχει σίγουρα και μερικά εγγόνια· ίσως και δισέγγονα!» επέμεινε στην αισιοδοξία του Ο Ρέο. «Οι πιθανότητές μας θα έχουν αυξηθεί δραματικά!»
«Ναι Οφν, αυτό μόνο» παραδέχτηκε ο Μάτου, σκυθρωπός. «Οι γνώσεις μου για τη μαγεία και τις λειτουργίες της έφτασαν, αλοίμονο, στο όριό τους. Το ίδιο και οι δυνατότητες του Ρέο εδώ μέσα.»
«Μα ο Ρέο είναι σα θεός της Τσαγιέρας! Κι εσύ ο ισχυρότερος μάγος που υπήρξε ποτέ!»
«Και πάλι μικρέ μου· όλα έχουν τα όριά τους.»
«Και πού ξέρουμε ότι έχουν μαγεία οι απόγονοι της Ζούρι;» διαμαρτυρήθηκε ξανά ο Οφν. «Πού ξέρουμε ότι ζουν στην ίδια περιοχή που ζούσε εκείνη; Πώς θα μάθουμε οτιδήποτε γι’αυτούς, χωρίς να αποκαλύψουμε γιατί τους ψάχνουμε; Πώς θα μάθουμε οτιδήποτε για οτιδήποτε, όταν πρέπει να προσέχουμε τα πάντα, ακόμα κι όσοι μπορούμε να μπαινοβγαίνουμε στην Τσαγιέρα όποτε θέλουμε;»
«Θα πάρει λίγο χρόνο παραπάνω, αφού θα πρέπει να κινούμαστε προσεκτικά για να διαφυλάξουμε την αλήθεια της Τσαγιέρας» απάντησε ο Ρέο, ακόμα χαμογελαστός. «Αλλά θα τα καταφέρουμε!»
Ο Οφν ξεφύσηξε, φανερά εκνευρισμένος ξαφνικά.
«Ίσως και να μην αξίζει να διαφυλάξουμε την αλήθεια της Τσαγιέρας τελικά» μονολόγησε.
Οι δύο άντρες τον κοίταξαν έκπληκτοι.
«Απλά λέω» συνέχισε εκείνος. «Φτιάξατε αυτό το μέρος για να ζούμε όλοι ευτυχισμένοι. Φτάνουμε πέντε δεκαετίες, που δεν είμαστε όλοι ευτυχισμένοι εδώ μέσα.»
«Η ευτυχία δεν είναι ποτάμι, Οφν, να κυλάει συνέχεια» τον επέπληξε ο Ρέο.
«Αχ, μη μου αρχίζεις τις φιλοσοφίες σου, σε παρακαλώ. Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Εκτός από τους νεκρούς, που θυμούνται και ξεχνάνε ό,τι τύχει κάθε μέρα, κανείς στην Τσαγιέρα δε μπορεί να αγνοεί συνέχεια τα βάσανα του Τσανγιόλ. Ακόμα κι οι νεκροί θα επηρρεαστούν κάποια στιγμή, να μου το θυμηθείς.»
«Και γι’αυτό προσπαθούμε να τον ελευθερώσουμε» πετάχτηκε ο Μάτου, κοιτάζοντάς τον αυστηρά.
«Τι πειράζει να αποκαλύψουμε έστω σε έναν την Τσαγιέρα; Κάποιον σημαντικό της σημερινής εποχής και ισχυρό. Που να μπορεί να μας βοηθήσει άμεσα· και που να μπορεί να κρατήσει το μυστικό μας. Καλύτερα να είναι από τον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο. Δεν είχες και πολλούς ανθρώπους να εμπιστεύεσαι όταν ήσουν ζωντανός· πόσο μάλλον τώρα, που είσαι δήθεν πεθαμένος πενήντα χρόνια.»
«Και ποιον θα πρότεινες;»
«Εγώ; Πού ξέρω εγώ από αυτά;»
«Ακριβώς» τον επέπληξε ο μάγος. «Δεν έχεις ιδέα.»
«Δεν έχω ιδέα γι’αυτά· αλλά έχω ιδέα γι’άλλα» γρύλισε ο καλικάντζαρος.
«Τι εννοείς;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ.»
«Όχι δεν ξέρω.»
«Δεν ξέρεις ότι κάτι μου έμεινε κι εμένα από τη μαγεία των ανθρώπων;»τόνισε τις τελευταίες λέξεις ο Οφν και τον κοίταξε επίμονα.
Ο μάγος γούρλωσε τα μάτια του.
«Τι εννοείς μικρέ;» ρώτησε ο Ρέο, που δεν είχε παρατηρήσει το πρόσωπο του φίλου του, διαστρεβλωμένο ξαφνικά από οργή. «Τι σκέφτηκες;»
«Σκέφτηκα ότι οι απόγονοι της Ζούρι δεν είναι ο μόνος τρόπος να ελευθερωθεί ο Τσανγιόλ» απάντησε ο Οφν, μειδιάζοντας αυτάρεσκα.
Και ξαφνικά, ένιωσε τη γλώσσα του να πρήζεται και να γεμίζει το στόμα του. Ήταν αδύνατον να αρθρώσει οποιαδήποτε άλλη λέξη. Για πρώτη φορά στη ζωή του, από τότε που τον υιοθέτησαν η Αμπούγια και ο Μάτου ως νεαρό και άπειρο καλικαντζαράκι, συνειδητοποίησε πόσο λάθος ήταν να μοιραστεί μαζί τους το αληθινό του όνομα. Η σύντομη Διαταγή Σιωπής του μάγου – μια λέξη μόνο, ψιθυριστή, μέσα από τα δόντια του – έπεσε πάνω του σα βράχος· και γκρέμισε, σε μια στιγμή, τους αιώνες που είχαν ζήσει μαζί, σαν φίλοι και οικογένεια.
«Ποιον άλλο τρόπο ξέρεις εσύ, που δεν έχουμε σκεφτεί εμείς;» ρώτησε ο Δαίμονας, κοιτάζοντας τώρα μπερδεμένος και τους δύο – καθώς ο καλικάντζαρος βούρκωνε χωρίς λόγο και ο μάγος φαινόταν τώρα, πλήρως ανεπηρέαστος από αυτά τα πρωτοφανή λόγια.
Ο Οφν περίμενε για λίγο, μέχρι να υποχωρήσει η επίδραση της σύντομης Διαταγής. Κι ύστερα, όταν πια η γλώσσα του μαζεύτηκε στις κανονικές της διαστάσεις, έγλειψε τα ρυτιδιασμένα χείλη του και αναστέναξε παραιτημένος.
«Απλά...» είπε τελικά «... εννοούσα ότι δε μπορεί, οι απόγονοι της Ζούρι να είναι ο μόνος τρόπος. Δε μπορώ να το δεχτώ, εννοούσα. Απλά» συμπλήρωσε και κοίταξε ξανά τον Μάτου, απολύτως προδομένος.
Κάτι είχε σπάσει πλήρως μέσα του, πια. Κάτι που τον έκανε να πάψει να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε, παρά μόνο για τον εαυτό του. Όπως θα έπρεπε να είναι, ως σωστός καλικάντζαρος, πριν η αγάπη της Αμπούγια φυτρώσει μέσα του μια τεράστια καρδιά· και πριν ο Μάτου – απόψε – την κάνει χίλια κομμάτια.
«Δεν υπάρχει λόγος να απογοητευόμαστε!» φώναξε πάλι εύθυμα ο Ρέο, κουνώντας τα χέρια του για να ξορκίσει το βαρύ κλίμα. «Είπαμε, θα πάρει χρόνο· αλλά θα τα καταφέρουμε!»
«Ναι, σωθήκαμε» απάντησε ο καλικάτζαρος χαμηλόφωνα. «Εσύ πρέπει να είσαι πάντα αβάσταχτα προσεκτικός όταν βγαίνεις από την Τσαγιέρα, με τόση ενέργεια που εκπέμπεις σε όλο τον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο. Με το ζόρι μπορείς να μιλάς στα άχρηστα πνεύματα και τα κατώτερα πλάσματα, που τριγυρνούν γύρω από την έπαυλη. Θα μας πάρει άλλα τόσα χρόνια, ίσως και περισσότερα.»
«Ας είναι. Το σημαντικό είναι να ελευθερωθεί ο Τσανγιόλ.»
Ο Οφν τέντωσε το σώμα του.
Αφού δε νοιάζεστε εσείς, χέστηκα κι εγώ.
«Αν δεν ελευθερωθεί μέχρι την επόμενη Γιορτή του Τσαγιού, απαιτώ να τον ξυπνήσουμε.»
«Χα! Απαιτείς κιόλας!; Εσύ, ένας μικρός καλικάτζαρος; Σε εμένα, έναν πανίσχυρο Δαίμονα;»
«Είχαμε πει, θα μου μάθει καινούρια τραγούδια!»
«Δε νιώθω καλά όταν είναι ξύπνιος, τι δεν καταλαβαίνεις!;» φώναξε και ο Ρέο.
«Αφού τον συμπαθείς κι εσύ!»
«Τι σχέση έχει αυτό, με το ότι μου ανακατεύει τη συνείδηση όταν είναι ξύπνιος!;»
«Μα δε μπορείς να τον έχεις συνέχεια κοιμισμένο, εσύ το είπες!»
«Θα τον έχω όσο μπορώ, για να μας γλιτώσω όλους από την παράνοια!»
«Σκατά πανίσχυρος Δαίμονας είσαι!»
«Κι εσύ σκατά καλικάτζαρος, που μου θες να τραγουδάς κιόλας, ενώ έπρεπε απλά να κάθεσαι στη γωνιά σου, να τρως και να μαζεύεις κουτσομπολιά!»
«Θα πάψετε επιτέλους!;» φώναξε ξαφνικά η Κλέουσα, που μόλις είχε μπει στο σπίτι και στεκόταν στην είσοδο του καθιστικού.
Δίπλα της, η Αμπούγια, τους κάρφωνε με το αυστηρό της βλέμμα. Η Μάριαμ στεκόταν πίσω τους, ανήσυχη.
«Οφν, πήγαινε μια βόλτα έξω από την Τσαγιέρα» είπε ήρεμα, σκουπίζοντας τα χέρια της από τις ζύμες.
«Μα, κυρα-Αμπούγια μου, με λέει-!»
«-δε με νοιάζει τι σε λέει. Πήγαινε.»
Ο Ρέο τον κοίταξε με ένα πλάγιο, αυτάρεσκο βλέμμα.
«Κι εσύ...» κοίταξε εκείνον τώρα η Αμπούγια, κάνοντάς τον να μαζευτεί στη θέση του. «Θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα από το να προσβάλλεις ένα πλάσμα που έχω σαν παιδί μου, μπροστά μου, μέσα στο σπίτι μου.»
«Μάλιστα, αγαπητή μου Αμπούγια. Ζητώ συγγνώμη.»
«Όχι από εμένα.»
Ο Ρέο τον κοίταξε πάλι, αυτή τη φορά διστακτικά.
«Συγγνώμη.»
«Κι εγώ» απάντησε συνοφρυωμένα ο Οφν.
«Και αν δε βρούμε άμεσα λύση για να ελευθερώσουμε τον Τσανγιόλ, θα τον ξυπνήσουμε ξανά» συνέχισε η Αμπούγια.
«Μα-»
«-δεν τελείωσα, Ρέο.»
«Μάλιστα.»
«Και θα τον ρωτήσουμε, ως συνήθως, αν θέλει να μείνει για λίγο ξύπνιος. Δε μ’ενδιαφέρουν οι δυσκολίες σου όταν είναι ξύπνιος. Ως πανίσχυρος Δαίμονας, φρόντισε να τις διαχειριστείς.»
«Μάλιστα.»
«Και δε με ενδιαφέρουν και τα τραγούδια σου» απευθύνθηκε πάλι στον Οφν. «Δε θα τον ξυπνήσουμε για να παριστάνεις εσύ τον τενόρο. Θα τον ξυπνήσουμε για να ενημερωθεί για το τι συμβαίνει και να τον ρωτήσουμε αν θέλει, ίσως για λίγο, να συνεχίσει αυτήν την κάποια ζωή που έχει εδώ μέσα. Ως συνήθως.»
«Μάλιστα κυρα-Αμπούγια μου.»
«Ο Τσανγιόλ είναι ένας αθώος άνθρωπος, που μόνο υποφέρει και περιμένει» συνέχισε· και κοίταξε αυστηρά τον σύντροφό της.
«Μα, αγάπη μου...» πετάχτηκε ο Μάτου «... το έκανα για τη Ζούρι μας!»
«Τα κίνητρά σου δεν ελαφρύνουν το βασανιστήριο του Τσανγιόλ. Σωστά;»
Ο Μάτου απλά ένευσε, πικραμένος.
«Σωστά τα λέω Κλέουσα;» επέμεινε η Αμπούγια.
Η Κλέουσα της χαμογέλασε.
«Χρόνια είχες να επιδείξεις τόσο καθαρή σκέψη, μέσα στη νεκρική σου θολούρα» απάντησε, κοιτώντας την με περηφάνια. «Σίγουρα δε θα κρατήσει πολύ· αλλά τα λες περίφημα.»
«Ευχαριστώ. Λοιπόν· Οφν, πήγαινε πάρε τη Μουκόντι και βγες έξω. Μη γυρίσεις πριν τη δύση. Ρέο και Μάτου, επιστρέψτε άμεσα σε αυτά που οργανώνετε εκεί, στο τραπέζι· και μη σας δω να σηκώνετε κεφάλι, αν δεν έχετε βρει τρόπο να εντοπίσουμε τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι» μουρμούρισαν όλοι.
Πέρασε από το καθιστικό, όπου μελετούσαν ο μάγος με τον Ρέο.
«Σήμερα θα τον ξυπνήσουμε;» τους ρώτησε ενθουσιασμένος. «Και με καλά νέα;»
Ο Μάτου ένευσε αρνητικά.
«Το τελευταίο μας σχέδιο δε δούλεψε τελικά» μουρμούρισε απογοητευμένος.
«Όμως...» είπε ο Δαίμονας εύθυμα «... έχουν ήδη περάσει πενήντα χρόνια! Θα πιάσουμε την περίπτωση των απογόνων της Ζούρι.»
«Άρα, αυτό μας απέμεινε μόνο; Τα παιδιά της Ζούρι;»
«Μέχρι τώρα, θα έχει σίγουρα και μερικά εγγόνια· ίσως και δισέγγονα!» επέμεινε στην αισιοδοξία του Ο Ρέο. «Οι πιθανότητές μας θα έχουν αυξηθεί δραματικά!»
«Ναι Οφν, αυτό μόνο» παραδέχτηκε ο Μάτου, σκυθρωπός. «Οι γνώσεις μου για τη μαγεία και τις λειτουργίες της έφτασαν, αλοίμονο, στο όριό τους. Το ίδιο και οι δυνατότητες του Ρέο εδώ μέσα.»
«Μα ο Ρέο είναι σα θεός της Τσαγιέρας! Κι εσύ ο ισχυρότερος μάγος που υπήρξε ποτέ!»
«Και πάλι μικρέ μου· όλα έχουν τα όριά τους.»
«Και πού ξέρουμε ότι έχουν μαγεία οι απόγονοι της Ζούρι;» διαμαρτυρήθηκε ξανά ο Οφν. «Πού ξέρουμε ότι ζουν στην ίδια περιοχή που ζούσε εκείνη; Πώς θα μάθουμε οτιδήποτε γι’αυτούς, χωρίς να αποκαλύψουμε γιατί τους ψάχνουμε; Πώς θα μάθουμε οτιδήποτε για οτιδήποτε, όταν πρέπει να προσέχουμε τα πάντα, ακόμα κι όσοι μπορούμε να μπαινοβγαίνουμε στην Τσαγιέρα όποτε θέλουμε;»
«Θα πάρει λίγο χρόνο παραπάνω, αφού θα πρέπει να κινούμαστε προσεκτικά για να διαφυλάξουμε την αλήθεια της Τσαγιέρας» απάντησε ο Ρέο, ακόμα χαμογελαστός. «Αλλά θα τα καταφέρουμε!»
Ο Οφν ξεφύσηξε, φανερά εκνευρισμένος ξαφνικά.
«Ίσως και να μην αξίζει να διαφυλάξουμε την αλήθεια της Τσαγιέρας τελικά» μονολόγησε.
Οι δύο άντρες τον κοίταξαν έκπληκτοι.
«Απλά λέω» συνέχισε εκείνος. «Φτιάξατε αυτό το μέρος για να ζούμε όλοι ευτυχισμένοι. Φτάνουμε πέντε δεκαετίες, που δεν είμαστε όλοι ευτυχισμένοι εδώ μέσα.»
«Η ευτυχία δεν είναι ποτάμι, Οφν, να κυλάει συνέχεια» τον επέπληξε ο Ρέο.
«Αχ, μη μου αρχίζεις τις φιλοσοφίες σου, σε παρακαλώ. Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Εκτός από τους νεκρούς, που θυμούνται και ξεχνάνε ό,τι τύχει κάθε μέρα, κανείς στην Τσαγιέρα δε μπορεί να αγνοεί συνέχεια τα βάσανα του Τσανγιόλ. Ακόμα κι οι νεκροί θα επηρρεαστούν κάποια στιγμή, να μου το θυμηθείς.»
«Και γι’αυτό προσπαθούμε να τον ελευθερώσουμε» πετάχτηκε ο Μάτου, κοιτάζοντάς τον αυστηρά.
«Τι πειράζει να αποκαλύψουμε έστω σε έναν την Τσαγιέρα; Κάποιον σημαντικό της σημερινής εποχής και ισχυρό. Που να μπορεί να μας βοηθήσει άμεσα· και που να μπορεί να κρατήσει το μυστικό μας. Καλύτερα να είναι από τον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο. Δεν είχες και πολλούς ανθρώπους να εμπιστεύεσαι όταν ήσουν ζωντανός· πόσο μάλλον τώρα, που είσαι δήθεν πεθαμένος πενήντα χρόνια.»
«Και ποιον θα πρότεινες;»
«Εγώ; Πού ξέρω εγώ από αυτά;»
«Ακριβώς» τον επέπληξε ο μάγος. «Δεν έχεις ιδέα.»
«Δεν έχω ιδέα γι’αυτά· αλλά έχω ιδέα γι’άλλα» γρύλισε ο καλικάντζαρος.
«Τι εννοείς;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ.»
«Όχι δεν ξέρω.»
«Δεν ξέρεις ότι κάτι μου έμεινε κι εμένα από τη μαγεία των ανθρώπων;»τόνισε τις τελευταίες λέξεις ο Οφν και τον κοίταξε επίμονα.
Ο μάγος γούρλωσε τα μάτια του.
«Τι εννοείς μικρέ;» ρώτησε ο Ρέο, που δεν είχε παρατηρήσει το πρόσωπο του φίλου του, διαστρεβλωμένο ξαφνικά από οργή. «Τι σκέφτηκες;»
«Σκέφτηκα ότι οι απόγονοι της Ζούρι δεν είναι ο μόνος τρόπος να ελευθερωθεί ο Τσανγιόλ» απάντησε ο Οφν, μειδιάζοντας αυτάρεσκα.
Και ξαφνικά, ένιωσε τη γλώσσα του να πρήζεται και να γεμίζει το στόμα του. Ήταν αδύνατον να αρθρώσει οποιαδήποτε άλλη λέξη. Για πρώτη φορά στη ζωή του, από τότε που τον υιοθέτησαν η Αμπούγια και ο Μάτου ως νεαρό και άπειρο καλικαντζαράκι, συνειδητοποίησε πόσο λάθος ήταν να μοιραστεί μαζί τους το αληθινό του όνομα. Η σύντομη Διαταγή Σιωπής του μάγου – μια λέξη μόνο, ψιθυριστή, μέσα από τα δόντια του – έπεσε πάνω του σα βράχος· και γκρέμισε, σε μια στιγμή, τους αιώνες που είχαν ζήσει μαζί, σαν φίλοι και οικογένεια.
«Ποιον άλλο τρόπο ξέρεις εσύ, που δεν έχουμε σκεφτεί εμείς;» ρώτησε ο Δαίμονας, κοιτάζοντας τώρα μπερδεμένος και τους δύο – καθώς ο καλικάντζαρος βούρκωνε χωρίς λόγο και ο μάγος φαινόταν τώρα, πλήρως ανεπηρέαστος από αυτά τα πρωτοφανή λόγια.
Ο Οφν περίμενε για λίγο, μέχρι να υποχωρήσει η επίδραση της σύντομης Διαταγής. Κι ύστερα, όταν πια η γλώσσα του μαζεύτηκε στις κανονικές της διαστάσεις, έγλειψε τα ρυτιδιασμένα χείλη του και αναστέναξε παραιτημένος.
«Απλά...» είπε τελικά «... εννοούσα ότι δε μπορεί, οι απόγονοι της Ζούρι να είναι ο μόνος τρόπος. Δε μπορώ να το δεχτώ, εννοούσα. Απλά» συμπλήρωσε και κοίταξε ξανά τον Μάτου, απολύτως προδομένος.
Κάτι είχε σπάσει πλήρως μέσα του, πια. Κάτι που τον έκανε να πάψει να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε, παρά μόνο για τον εαυτό του. Όπως θα έπρεπε να είναι, ως σωστός καλικάντζαρος, πριν η αγάπη της Αμπούγια φυτρώσει μέσα του μια τεράστια καρδιά· και πριν ο Μάτου – απόψε – την κάνει χίλια κομμάτια.
«Δεν υπάρχει λόγος να απογοητευόμαστε!» φώναξε πάλι εύθυμα ο Ρέο, κουνώντας τα χέρια του για να ξορκίσει το βαρύ κλίμα. «Είπαμε, θα πάρει χρόνο· αλλά θα τα καταφέρουμε!»
«Ναι, σωθήκαμε» απάντησε ο καλικάτζαρος χαμηλόφωνα. «Εσύ πρέπει να είσαι πάντα αβάσταχτα προσεκτικός όταν βγαίνεις από την Τσαγιέρα, με τόση ενέργεια που εκπέμπεις σε όλο τον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο. Με το ζόρι μπορείς να μιλάς στα άχρηστα πνεύματα και τα κατώτερα πλάσματα, που τριγυρνούν γύρω από την έπαυλη. Θα μας πάρει άλλα τόσα χρόνια, ίσως και περισσότερα.»
«Ας είναι. Το σημαντικό είναι να ελευθερωθεί ο Τσανγιόλ.»
Ο Οφν τέντωσε το σώμα του.
Αφού δε νοιάζεστε εσείς, χέστηκα κι εγώ.
«Αν δεν ελευθερωθεί μέχρι την επόμενη Γιορτή του Τσαγιού, απαιτώ να τον ξυπνήσουμε.»
«Χα! Απαιτείς κιόλας!; Εσύ, ένας μικρός καλικάτζαρος; Σε εμένα, έναν πανίσχυρο Δαίμονα;»
«Είχαμε πει, θα μου μάθει καινούρια τραγούδια!»
«Δε νιώθω καλά όταν είναι ξύπνιος, τι δεν καταλαβαίνεις!;» φώναξε και ο Ρέο.
«Αφού τον συμπαθείς κι εσύ!»
«Τι σχέση έχει αυτό, με το ότι μου ανακατεύει τη συνείδηση όταν είναι ξύπνιος!;»
«Μα δε μπορείς να τον έχεις συνέχεια κοιμισμένο, εσύ το είπες!»
«Θα τον έχω όσο μπορώ, για να μας γλιτώσω όλους από την παράνοια!»
«Σκατά πανίσχυρος Δαίμονας είσαι!»
«Κι εσύ σκατά καλικάτζαρος, που μου θες να τραγουδάς κιόλας, ενώ έπρεπε απλά να κάθεσαι στη γωνιά σου, να τρως και να μαζεύεις κουτσομπολιά!»
«Θα πάψετε επιτέλους!;» φώναξε ξαφνικά η Κλέουσα, που μόλις είχε μπει στο σπίτι και στεκόταν στην είσοδο του καθιστικού.
Δίπλα της, η Αμπούγια, τους κάρφωνε με το αυστηρό της βλέμμα. Η Μάριαμ στεκόταν πίσω τους, ανήσυχη.
«Οφν, πήγαινε μια βόλτα έξω από την Τσαγιέρα» είπε ήρεμα, σκουπίζοντας τα χέρια της από τις ζύμες.
«Μα, κυρα-Αμπούγια μου, με λέει-!»
«-δε με νοιάζει τι σε λέει. Πήγαινε.»
Ο Ρέο τον κοίταξε με ένα πλάγιο, αυτάρεσκο βλέμμα.
«Κι εσύ...» κοίταξε εκείνον τώρα η Αμπούγια, κάνοντάς τον να μαζευτεί στη θέση του. «Θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα από το να προσβάλλεις ένα πλάσμα που έχω σαν παιδί μου, μπροστά μου, μέσα στο σπίτι μου.»
«Μάλιστα, αγαπητή μου Αμπούγια. Ζητώ συγγνώμη.»
«Όχι από εμένα.»
Ο Ρέο τον κοίταξε πάλι, αυτή τη φορά διστακτικά.
«Συγγνώμη.»
«Κι εγώ» απάντησε συνοφρυωμένα ο Οφν.
«Και αν δε βρούμε άμεσα λύση για να ελευθερώσουμε τον Τσανγιόλ, θα τον ξυπνήσουμε ξανά» συνέχισε η Αμπούγια.
«Μα-»
«-δεν τελείωσα, Ρέο.»
«Μάλιστα.»
«Και θα τον ρωτήσουμε, ως συνήθως, αν θέλει να μείνει για λίγο ξύπνιος. Δε μ’ενδιαφέρουν οι δυσκολίες σου όταν είναι ξύπνιος. Ως πανίσχυρος Δαίμονας, φρόντισε να τις διαχειριστείς.»
«Μάλιστα.»
«Και δε με ενδιαφέρουν και τα τραγούδια σου» απευθύνθηκε πάλι στον Οφν. «Δε θα τον ξυπνήσουμε για να παριστάνεις εσύ τον τενόρο. Θα τον ξυπνήσουμε για να ενημερωθεί για το τι συμβαίνει και να τον ρωτήσουμε αν θέλει, ίσως για λίγο, να συνεχίσει αυτήν την κάποια ζωή που έχει εδώ μέσα. Ως συνήθως.»
«Μάλιστα κυρα-Αμπούγια μου.»
«Ο Τσανγιόλ είναι ένας αθώος άνθρωπος, που μόνο υποφέρει και περιμένει» συνέχισε· και κοίταξε αυστηρά τον σύντροφό της.
«Μα, αγάπη μου...» πετάχτηκε ο Μάτου «... το έκανα για τη Ζούρι μας!»
«Τα κίνητρά σου δεν ελαφρύνουν το βασανιστήριο του Τσανγιόλ. Σωστά;»
Ο Μάτου απλά ένευσε, πικραμένος.
«Σωστά τα λέω Κλέουσα;» επέμεινε η Αμπούγια.
Η Κλέουσα της χαμογέλασε.
«Χρόνια είχες να επιδείξεις τόσο καθαρή σκέψη, μέσα στη νεκρική σου θολούρα» απάντησε, κοιτώντας την με περηφάνια. «Σίγουρα δε θα κρατήσει πολύ· αλλά τα λες περίφημα.»
«Ευχαριστώ. Λοιπόν· Οφν, πήγαινε πάρε τη Μουκόντι και βγες έξω. Μη γυρίσεις πριν τη δύση. Ρέο και Μάτου, επιστρέψτε άμεσα σε αυτά που οργανώνετε εκεί, στο τραπέζι· και μη σας δω να σηκώνετε κεφάλι, αν δεν έχετε βρει τρόπο να εντοπίσουμε τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι» μουρμούρισαν όλοι.
***
Ο μικρόσωμος καλικάτζαρος πετάχτηκε έξω από την Τσαγιέρα και περίμενε υπομονετικά, μέχρι να διαλυθεί το υπερφυσικό κουκούλι γύρω του. Ύστερα, τινάχτηκε ολόκληρος σα βρεγμένο σκυλί και έμεινε για λίγο ξαπλωμένος, κοιτώντας ανέκφραστα τον απογευματινό ουρανό μέσα από τη μισογκρεμισμένη στέγη της βιβλιοθήκης της έπαυλης.
Είχε μόλις αρχίσει να χιονίζει. Το ανθρώπινο μάτι δε θα μπορούσε να το διακρίνει ακόμα, μα τώρα έπεφταν οι πρώτες, οι πιο μικροσκοπικές, οι πιο όμορφες νιφάδες. Ο Οφν σιχαινόταν τον χειμώνα, μα λάτρευε τις χιονονιφάδες. Όταν ο Ρέο αποφάσισε να υπάρχει μια κάποια ιδέα ελαφριάς εναλλαγής εποχών στην Τσαγιέρα, ο καλικάντζαρος είχε παρακαλέσει γονατιστός τον Μάτου να μη φτιάξει πολύ κρύο τον χειμώνα· αλλά, αν μπορούσε, να δημιουργήσει τις πιο πολλές και ανθεκτικές χιονονιφάδες που θα άντεχε η μαγεία του σε αυτή τη νέα διάσταση. Και ήταν μια τέτοια μέρα, πριν χρόνια στην Τσαγιέρα, όταν ο μαγικός χειμώνας είχε βάψει τα πάντα γκρίζα και μαβιά και όταν οι μαγικές νιφάδες χόρευαν στον ψεύτικο ουρανό, που ο Τσανγιόλ του είχε μάθει για πρώτη φορά να τραγουδάει. Τα μάτια του Οφν γέμισαν πηχτά δάκρυα· και τα δάκρυα κύλησαν αργά στα σκαμμένα μάγουλά του, καθώς ο αληθινός ήλιος κατηφόριζε στον αληθινό ουρανό.
Ξαφνικά, τα μάτια του έπιασαν κίνηση στ’αριστερά, στην παλιά πολυθρόνα του Μάτου. Κάτι – κάποιος; – προσπαθούσε να βολευτεί εκεί, χωρίς να δίνει σημασία στο μυξιασμένο κλάμα του καλικάντζαρου. Ο Οφν ανασηκώθηκε, σχεδόν προσβεβλημένος· τα πνεύματα ή τα πλάσματα γύρω και μέσα στην έπαυλη, δεν πλησίαζαν ποτέ τα εναπομείναντα έπιπλα ή αντικείμενα.
Σύρθηκε βιαστικά και μετά χοροπήδησε και πέρασε πάνω από το μικρό τοιχίο, που είχε απομείνει από τον έναν τοίχο της βιβλιοθήκης. Προσγειώθηκε στο μαλακό χώμα έξω από το κτίριο και έμεινε για λίγο ακίνητος, προσπαθώντας να καταλάβει αν το άγνωστο κάτι – ή κάποιος – τον είχαν πάρει χαμπάρι.
«Δε μας καταλαβαίνει, καλικαντζαράκι» είπε ξαφνικά μια γυναικεία φωνή κοντά του. «Δεν ξέρω αν μας βλέπει καν.»
Ο Οφν τινάχτηκε έντρομος· του πήρε μια στιγμή να αναγνωρίσει τη νεαρή γυναίκα, που στεκόταν λίγα βήματα πέρα από το τοιχίο. Τα μακριά, ξανθά μαλλιά της και το πλουμιστό της φόρεμα, ανέμιζαν ελαφρά από ένα ανύπαρκτο αεράκι.
«Γιαφίρα; Τι κάνεις εδώ; Ποτέ δεν πλησιάζεις την έπαυλη.»
«Δεν την πλησιάζω συχνά.»
«Ναι, ναι. Γιατί την πλησίασες τώρα; Ποιος είναι αυτός εκεί μέσα;»
Η νεαρή γυναίκα αναστέναξε.
«Είχα καιρό να μιλήσω. Έκανες καιρό να βγεις από ‘κει μέσα» είπε κι έδειξε στην κατεύθυνση του κρυφού ντουλαπιού.
«Μερικές εβδομάδες μόνο. Τι σου φταίω εγώ, που δε σε ακούει και δε σε καταλαβαίνει άλλος εκτός από εμένα;»
«Δεν είπα ότι φταις.»
«Μου φαίνεται, δεν έχεις όρεξη για συζήτηση.»
«Ντροπή, καλικαντζαράκι. Ξέρεις πως έχω πάντα όρεξη για συζήτηση.»
«Όχι αυτή που θέλω εγώ όμως.»
«Η υπομονή είναι αρετή, ξέρεις.»
«Δεν θέλω να υπομένω οτιδήποτε· και κανείς δε θα έπρεπε να το θέλει αυτό.»
Η Γιαφίρα τον κοίταξε θλιμμένα. Ο Οφν ανασηκώθηκε αμήχανα στη θέση του.
«Ξέρω ότι δεν έχεις άλλον να μιλάς» είπε συνοφρυωμένα.
«Ναι» του απάντησε ανέκφραστα.
«Και ότι δε φταίω εγώ· αλλά δε φταις κι εσύ.»
«Ναι.»
«Και ότι κάνεις υπομονή μέχρι να βγαίνω τέλος πάντων· δεν είπα ότι δεν το καταλαβαίνω. Απλά δε μου αρέσει.»
«Δεν είπα ότι η υπομονή είναι ευχάριστη, για κανέναν.»
«Όλοι είστε φιλόσοφοι σήμερα...» μουρμούρισε.
«Όλοι;»
«Δεν έχει σημασία. Πες μου τι θες να πούμε, πριν μου πεις γι’αυτόν εκεί μέσα.»
«Δε θέλω να πούμε κάτι συγκεκριμένο. Μόνο χάρηκα που σε είδα.»
«Άρα, να πούμε γι’αυτόν εκεί μέσα;»
«Να πούμε» συμφώνησε ήρεμα η Γιαφίρα και μετά έμεινε σιωπηλή.
Ο Οφν έγειρε το κεφάλι του και κούνησε ελαφρά το χέρι του για να της τραβήξει την προσοχή.
«Άρα...» είπε, σχεδόν απολογητικά «... ποιος είναι;»
«Η Θλίψη 52886.»
«Η ποια;»
«Κοίτα την.»
Ο Οφν ανασηκώθηκε ακόμα περισσότερο πίσω από το τοιχίο και κοίταξε διστακτικά την πολυθρόνα. Μπορούσε τώρα να διακρίνει καλύτερα, την απροσδιόριστη σκιά, που είχε στην κορφή της μεγάλα, λαμπερά μάτια – και που έμοιαζε, ίσως, κάποιες στιγμές, με παιδί, με σγουρά, φουντωτά μαλλιά.
«Πώς γίνεται να υπάρχει εδώ τέτοιο πλάσμα, με μορφή και επίσημο τίτλο και αριθμό; Αυτά τα δίνουν μόνο τα Σοφά Πλάσματα. Πότε ήρθε;»
«Πριν λίγες μέρες. Και της τα έδωσε, πράγματι, το Σοφό Πλάσμα της επικράτειάς μας.»
«Το δικό μας Σοφό Πλάσμα; Αποκλείεται. Αυτή η Θλίψη θα έπρεπε να είχε γεννηθεί εδώ. Δεν έχει γεννηθεί εδώ.»
«Και βέβαια έχει γεννηθεί εδώ. Με τα χρόνια, έγινε πολύ βαριά για να την κουβαλάει στην πλάτη του ο άνθρωπος που τη γέννησε. Κι έτσι, κατέβηκε από την πλάτη του ανθρώπου και ήρθε εδώ που γεννήθηκε· για να πάρει μορφή, τίτλο και αριθμό.»
«Και να πεθάνει.»
«Όπως γίνεται πάντα με τα πλάσματα-συναισθήματα» συμφώνησε η Γιαφίρα.
«Και πότε γεννήθηκε εδώ δηλαδή; Κοντεύω δυο αιώνες που μένω εδώ και δεν ξέρω κανέναν σε αυτό το σπιτικό – όταν ήταν σπιτικό – που να μπορούσε να γεννήσει τέτοια Θλίψη.»
«Αλήθεια, δεν ξέρεις, καλικαντζαράκι; Κοίτα τη καλύτερα. Δε βρήκε μόνο το μέρος όπου γεννήθηκε αλλά και το συγκεκριμένο σημείο – σχεδόν ανήκουστο, μετά από τόσον καιρό σε εγκαταλελειμμένο μέρος. Είναι πολύ τυχερή Θλίψη. Σύντομα θα πάρει την καθαρή της μορφή και δε θα χρειαστεί να υποφέρει για πολύ μόνη της, εκτός της πλάτης της κυράς της. Μέχρι το πρωί θα έχει σβήσει.»
Ο Οφν κάρφωσε το βλέμμα του ξανά στη σκιά, που κουνιόταν και άλλαζε πάνω στην πολυθρόνα, σα γεμάτο καζάνι που το ζάλιζαν δυο και τρεις κουτάλες. Τα λαμπερά μάτια κατέβηκαν λίγο πιο κάτω, τα φουντωτά μαλλιά έμοιαζαν πιο αληθινά. Πίσω από το υπερφυσικό σκοτάδι, άρχισε να εμφανίζεται σκούρο, απαλό δέρμα· ρόδινα χείλη και όμορφα δόντια· μια πλατιά, εντυπωσιακή μύτη. Και μετά-
«... ένα ανοιχτόχρωμο, τοξοτό σημάδι πάνω από τα πυκνά της φρύδια» μονολόγησε, σχεδόν απελπισμένος ξαφνικά. «Αχ, Ζούρι...» ψιθύρισε· και τα πηχτά του δάκρυα κύλησαν ξανά.
«Γιατί κλαις; Δεν είναι κακό που κατέβηκε η Θλίψη από την πλάτη της Ζούρι. Αλλιώς, θα τη σκότωνε.»
«Ναι, ξέρω» απάντησε ο Οφν, σκουπίζοντας γρήγορα το πρόσωπό του. «Αλλά, σκέφτομαι... πώς να μεγάλωσε τόσο πολύ; Και τι θα κάνει τώρα η Ζούρι χωρίς τη θλίψη της;»
«Δε θα τη νιώθει.»
«Ναι, αλλά δεν πρέπει να είναι έτσι. Οι άνθρωποι πρέπει να τα νιώθουν αυτά τα πράγματα. Τώρα δε θα νιώθει τίποτα.»
«Πρέπει να τα νιώθουν, όταν μπορούν να τα κουβαλάνε χωρίς κίνδυνο για τη ζωή τους.»
«Ξέρω, ξέρω. Αλλά κι όταν δεν τα νιώθουν καθόλου, είναι κι αυτό επικίνδυνο.»
«Ε, τι να κάνουμε· κάπως έπρεπε να γίνει κάτι. Και είναι καλό που αυτή η Θλίψη αγαπούσε τόσο πολύ την κυρά της, για να επιλέξει να κατέβει από την πλάτη της.»
«Πώς τα έμαθες εσύ όλα αυτά;»
«Το καημένο το κορίτσι προσπαθούσε να βρει κάποιον να μιλήσει, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στην έπαυλη. Ήταν ακόμα ενθουσιασμένη και περήφανη από τη συνάντησή της με το Σοφό μας Πλάσμα και έλεγε την ιστορία της ξανά και ξανά σε όλες τις νεκρομαϊμούδες της έπαυλης, χωρίς να περιμένει αντίδραση ή απάντηση. Σταμάτησε να μιλάει, μόνο όταν ανακάλυψε την πολυθρόνα.»
«Συνάντηση με το Σοφό Πλάσμα; Ήρθε εδώ η Ντονιάγου!;»
«Όχι βέβαια, καλικαντζαράκι! Τι ανοησίες είναι αυτές που λες, κοτζάμ υπεραιωνόβιος!; Πήρε την υπόσταση και τον αριθμό της στο σπίτι της Ντόνι και ύστερα εμφανίστηκε εδώ! Τα πλάσματα-συναισθήματα παίρνουν την υπόσταση και τον αριθμό τους μόνο στις κατοικίες των Σοφών Πλασμάτων, όλοι το ξέρουν αυτό!»
«Ίσως το ξέρουν πολλοί· σίγουρα όχι όλοι» τόνισε ο Οφν. «Κι εσύ, Γιαφίρα, παρ’ότι αποκλεισμένη σε αυτό το μέρος για τόσους αιώνες και απομονωμένη από οποιαδήποτε επικοινωνία με οποιονδήποτε άλλον εκτός από εμένα, είσαι – πέρα από κάθε προσδοκία – γνώστης πραγμάτων και πληροφοριών, που δεν ξέρουν ούτε τα πιο έμπειρα πλάσματα όλων των κόσμων.»
«Ακούγεσαι σα να το συνειδητοποίησες μόλις, αυτό.»
«Νομίζω πως ναι. Και ίσως να έπρεπε να είμαι πιο προσεκτικός μαζί σου.»
«Φοβάσαι μήπως αποκαλύψω όλα όσα ξέρω για εσένα; Τώρα, μετά από τόσες δεκαετίες γνωριμίας, σου ήρθε αυτή η σκέψη;»
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ.»
«Ήξερα για εσένα πριν ακόμα γνωριστούμε.»
«Και πάλι.»
«Κι ακόμα κι αν ήθελα να τα αποκαλύψω, κανείς δε με ακούει και δε με καταλαβαίνει, εκτός από εσένα. Είσαι ο μοναδικός μου φίλος.»
«Αν είναι αλήθεια αυτό.»
«Δε λέω ποτέ ψέμματα, καλικαντζαράκι.»
«Αν είναι αλήθεια και αυτό.»
«Θες να μάθεις για τη Θλίψη ή όχι;»
Ο Οφν αναστέναξε.
«Δε βαριέσαι» είπε τελικά. «Όλοι τα έχουν κάνει μαντάρα, χειρότερα από εμένα· γιατί να νιώθω εγώ ενοχές, αν μας πάρουν χαμπάρι;»
«Καλά τα λες.»
«Φοβάμαι πως δε θες απλά να με κάνεις να νιώσω ασφαλής· και ξέρεις ήδη, ακριβώς τι εννοούσα με τα τελευταία μου λόγια.»
«Έτσι είναι.»
Ο Οφν ανατρίχιασε και τινάχτηκε κοφτά στη θέση του.
«Άντε πες» μουρμούρισε τελικά. «Και, τώρα που το σκέφτομαι, αν η Θλίψη 52886 ήρθε τώρα εδώ... σημαίνει ότι κατέβηκε τώρα από την πλάτη της κυράς της.»
«Σωστά.»
«Αυτό σημαίνει ότι η Ζούρι είναι ακόμα ζωντανή.»
«Σωστά.»
«Μα θα είναι, ούτως ή άλλως, κοντά στον φυσικό της θάνατο, μετά από τόσα χρόνια. Γιατί να γίνει όλη αυτή η διαδικασία τελικά;»
«Γιατί η Ζούρι δεν είναι κοντά στο θάνατο.»
«Δεν είναι δυνατόν.»
***
«Δεν είναι δυνατόν...» μουρμούρισε ο Μάτου περπατώντας νευρικά, μακριά από το χωριό και όλους τους υπόλοιπους.
«Κι όμως» απάντησε συμπονετικά ο Οφν, ακολουθώντας τον βιαστικά.
«Είσαι σίγουρος ότι αυτό εννοούσε η Θλίψη, όταν σου μίλησε;»
«Απολύτως, ναι, όταν μου μίλησε» απάντησε ο καλικάντζαρος διστακτικά. «Μιλούσε σε όλους δηλαδή. Δηλαδή, ήταν πολύ ενθουσιασμένη και περήφανη από τη συνάντησή της με τη Ντονιάγου· που της έδωσε δηλαδή υπόσταση και αριθμό. Και μιλούσε σε όλους. Κι εγώ ήμουν εκεί· και τα είπε και σε εμένα, ναι.»
Ο μάγος δεν έδωσε καμία σημασία στην αμηχανία του, βυθισμένος στις σκέψεις του.
«Δε μπορεί να είναι ακόμα ζωντανή.»
«Κι όμως» επανέλαβε ο καλικάντζαρος.
«Δε μπορεί να μην έκανε παιδιά.»
«Η Θλίψη 52886 το είπε ξεκάθαρα. Η Ζούρι προσπάθησε πολλές φορές, με δυο-τρεις διαφορετικούς συζύγους. Καμία εγκυμοσύνη της δεν προχώρησε αρκετά.»
«Δε μπορεί να μην υπάρχουν απόγονοι» επέμεινε ο μάγος. «Το σώμα της ήταν απολύτως υγιές. Την έλεγξα εξ’ολοκλήρου, όταν την απελευθέρωσα από τον Αυτοκράτορα.»
«Και της Αμπούγια το σώμα ήταν υγιές, αλλά παιδιά δεν έκανε.»
«Έκανε.»
«Ναι. Μετά από πολλές απόπειρες· και την επαναλαμβανόμενη βοήθεια της μαγείας σας. Και όταν ήταν ήδη πάνω από διακοσίων χρονών.»
«Αυτό λες να είναι; Η Ζούρι δεν έκανε παιδιά επειδή δεν έχει δική της μαγεία; Και έχει παρατείνει τη ζωή της, με ξένα φίλτρα και ξόρκια, μέχρι να μπορέσει να κάνει;»
«Πού να ξέρω γιατί αποφάσισε να μπλέξει με ξένες μαγείες, για να παραμείνει ζωντανή και ακμαία; Αν είναι για να κάνει παιδί όμως, δε θα τα καταφέρει· ειδικά με ξένη μαγεία. Αυτό το ξέρει μέχρι και το πιο άσχετο πλάσμα του κόσμου μας. Δε θα κάνει παιδιά· δε θα φτάσει καν στην ηλικία της μάνας της.»
«Μα, αν δεν υπάρχουν απόγονοι... πώς θα βγάλουμε τον Τσανγιόλ από ‘δω μέσα;»
«Νομίζω πως δεν καταλαβαίνεις τι συζητάμε. Η κόρη σου, το παιδί σου· είναι ζωντανή.»
«Και βέβαια καταλαβαίνω. Αλλά αυτό που μας καίει τώρα είναι ο Τσανγιόλ.»
«Καθόλου δε μας καίει ο Τσανγιόλ. Θα πεις στον Ρέο ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος, εκτός από αυτόν τον μοναδικό, που νομίζει ότι σας έχει απομείνει· και θα λυθούν όλα. Το σημαντικό είναι να ξαναδείς το παιδί σου και να μάθεις γιατί έχει ξεμείνει ζωντανή.»
«Αν βγω από την Τσαγιέρα, θα έχω μόνο λίγες ώρες ζωής. Δε θα προλάβω ούτε να βρω πού μένει τώρα πια η Ζούρι, πόσο μάλλον να την καλέσω κοντά μου και να λύσω τα δικά της προβλήματα.»
«Θα βρούμε τρόπο. Πες στον Ρέο την αλήθεια και-»
«-όχι, όχι» τον έκοψε ο μάγος. «Η αλήθεια δεν είναι επιλογή, ειδικά μετά από τόσον καιρό.»
«Καταλαβαίνω ότι δε θέλεις να θυμώσει μαζί σου.»
«Δε θα θυμώσει απλά.»
«Και πάλι· προσπάθησες να τα βολέψεις όλα, χωρίς να σε πάρει κανείς χαμπάρι. Ξόδεψες πενήντα χρόνια να τα βολέψεις όλα. Αλλά ο Τσανγιόλ έχει ήδη βασανιστεί από τα ψέμματά σου. Και δε μπορείς να τον βοηθήσεις αλλιώς.»
«Δεν έχεις ιδέα Οφν. Αν πω την αλήθεια, ο Ρέο θα καταστραφεί.»
«Σιγά μωρέ. Το πολύ πολύ να σαραβαλιαστεί για λίγο καιρό. Θα επανέλθει, έχει όλο τον χρόνο μπροστά του.»
«Δεν έχεις ιδέα!» φώναξε ο Μάτου και γύρισε να τον κοιτάξει, αληθινά οργισμένος.
Σφίχτηκε ολόκληρος και συνέχισε να μιλά μέσα από τα δόντια του.
«Θα χάσει όλα του τα πνεύματα, όλη του την ισχύ. Κι εγώ θα πεθάνω. Κι αν δεν πέθαινα, θα χάσω τον ίδιο. Δε θα μου ξαναμιλήσει ποτέ, ακόμα κι αν μπορούσα να ζήσω χιλιάδες χρόνια. Θα χάσω και την Αμπούγια. Δε μπορώ να χάσω τον Ρέο και την Αμπούγια.»
Ο Οφν πλησίασε τον μάγο και τον κοίταξε δίχως φόβο. Χτύπησε το πόδι του στο έδαφος.
«Τότε να μην του έλεγες ψέμματα.»
«Θα είχαμε άλλους τρόπους και τους απογόνους της Ζούρι, για να ελευθερώσουμε τον Τσανγιόλ» τον αγνόησε ο μάγος.
«Κι όμως, οι άλλοι τρόποι δε λειτούργησαν.»
«Θα έπρεπε να είχαν λειτουργήσει.»
«Ίσως σε άλλες συνθήκες. Όχι σε έναν τελείως καινούριο κόσμο, μέσα σε μια μαγική Τσαγιέρα.»
«Μπα, έγινες έμπειρος γνώστης μαγείας ξαφνικά;»
«Απλά επαναλαμβάνω τα δικά σας συμπεράσματα.»
Ο Μάτου πήρε μια βαθιά ανάσα· και συνέχισε να περπατάει.
«Δε μπορώ Οφν, τι δεν καταλαβαίνεις; Αν πω την αλήθεια, θα τα καταστρέψω όλα.»
«Τα είχες ήδη καταστρέψει· απλά δεν το παραδεχόσουν μέχρι τώρα.»
«Μα να καταστραφεί ολόκληρος κόσμος, μόνο για έναν άνθρωπο;»
«Έναν αθώο άνθρωπο, που σας εμπιστεύτηκε!»
«Και πάλι. Ένας τετράκις χιλιόχρονος Δαίμονας, να βρεθεί ανήμπορος και πλήρως εκτεθειμμένος ξαφνικά, για χάρη ενός τυχαίου ανθρώπου;»
«Ποιου τυχαίου; Εσύ ήθελες να τον βοηθήσεις εξαρχής!»
«Μη φωνάζεις!»
«Να μη λες βλακείες για να μη φωνάζω!»
«Μα πώς μου ζητάς να μας σκοτώσω όλους ξαφνικά;» τον παρακάλεσε ο Μάτου. «Δε σε νοιάζει που θα χάσεις την Αμπούγια και εμένα;»
«Η Αμπούγια χάνεται όλο και περισσότερο κάθε μέρα που περνάει. Είναι ήδη νεκρή, κοντά ογδόντα χρόνια. Την έζησα και τη λάτρεψα, στον έξω κόσμο και εδώ μέσα· κι αν είναι να φύγουν από πάνω μου οι ενοχές για τον Τσανγιόλ, για όσα ξέρω που θα μπορούσαν να σταματήσουν το βασανιστήριό του... θα σφίξω την καρδιά μου για να την αποχαιρετήσω· για τα καλά, αυτή τη φορά. Κι όσον αφορά εσένα... μετά από αυτό που μου έκανες πριν, είμαι πολύ, πολύ μεγαλόψυχος που όχι μόνο σου μιλάω ακόμα, αλλά προσπαθώ και να σε ξαναενώσω με το παιδί σου!»
«Όχι. Θα βρω άλλο τρόπο. Πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο, που δεν έχω σκεφτεί ακόμα.»
«Μετά από πενήντα χρόνια!;»
«Εδώ μέσα αλλοιώνεται το ζωντανό μου μυαλό, ακόμα και ελάχιστα. Τόσα χρόνια εδώ μέσα, σίγουρα αλλοιώνεται και μου ξέφυγε κάτι.»
«Δεν έχω αντίρρηση ότι αλλοιώνεται το μυαλό σου, αλλά όχι για τους λόγους που νομίζεις.»
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ, κανόνισε την πορεία σου. Πρέπει να πούμε την αλήθεια. Για χάρη όλων μας.»
«Δε μπορώ.»
«Να το κάνω εγώ.»
«Όχι βέβαια!»
«Ναι, αλλά τι θα γίνει;»
«Θα μου δώσεις λίγο χρόνο ακόμα.»
«Δεν έχουμε άλλο χρόνο. Ο Ρέο θα βγει να βολτάρει έξω από την Τσαγιέρα και θα δει τη Θλίψη. Θα μάθει ότι δεν υπάρχουν απόγονοι.»
«Μα εσύ είπες ότι η Θλίψη θα έχει πεθάνει μέχρι το πρωί.»
«Και ο Ρέο βγαίνει για βόλτα κάθε βράδυ, τον τελευταίο καιρό! Μπορεί να την προλάβει!»
«Θα τον κρατήσω εγώ εδώ μέσα. Θα τον απασχολήσω με δήθεν σχέδια για τους απογόνους.»
«Δε θα αφήσει τη βόλτα του για κάτι τέτοιο. Μπορεί και να τον κάνεις να υποψιαστεί ότι κάτι τρέχει, αν επιμείνεις.»
«Δώσε μου λίγη ώρα, θα σκεφτώ κάτι.»
«Δεν έχουμε ώρα και δεν έχω άλλη υπομονή. Κι εσύ έχεις χάσει τελείως το μυαλό και τη λογική σου! Πρέπει κάποιος, επιτέλους, να πει κάτι!» φώναξε ο Οφν και γύρισε να επιστρέψει στο χωριό.
«Οφν Μίριου του Νοτίου Φαραγγιού της Εοκατάριον» είπε ξαφνικά ο Μάτου, βλοσυρός.
Ο καημένος ο καλικάντζαρος, γύρισε και τον κοίταξε έντρομος.
«Μην το κάνεις ξανά. Αν το κάνεις ξανά, σου ορκίζομαι-»
Ο Μάτου χαμογέλασε αυτάρεσκα.
«Δε θα πεις κουβέντα σε κανέναν» συνέχισε τη Διαταγή του. «Και, εγώ κι εσύ, θα συμφωνήσουμε σε κάποιες αλλαγές στη ζωή μας, από ‘δω και πέρα.»
συνεχίζεται
Artwork: Ghosts and Goblins, 1860-89
Artist: Kawanabe Kyosai
Comments
Post a Comment