Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 8



«Τι εννοείς, να τον κρύψουμε;»

Ήταν οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα του Ρέο, σχεδόν έναν αιώνα πριν, όταν άκουσε το σχέδιο του Μάτου για τον Τσανγιόλ.
Οι δυο τους κάθονταν στις όχθες της ροδακινένιας λίμνης, ένα δροσερό απόγευμα, απολαμβάνοντας ένα από τα καλύτερα μπράντυ της κάβας του δαίμονα.
«Νομίζω πως ήμουν αρκετά ακριβής και ξεκάθαρος» διαμαρτυρήθηκε ο μάγος. «Να μείνει στην Τσαγιέρα μέχρι να έρθει η μέρα που θα μπορεί να ξαναβγεί και να είναι ελεύθερος από τον Αυτοκράτορα· και τον κάθε Αυτοκράτορα, τώρα που το σκέφτομαι.»
«Κυκλοφορούν τόσες πολλές ανοησίες μέσα σε όσα μου είπες, που δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω.»
«Είμαι σίγουρος πως θα βρεις ένα σημείο.»
«Για αρχή, πώς θα κρυφτεί μέσα στην Τσαγιέρα; Ο Αυτοκράτορας έχει τόσους καλούς μάγους και μαγισσες στη διάθεσή του. Και αυτοί, απολύτως πιθανότατα, έχουν στη διάθεσή τους ρούχα και τρίχες και αντικείμενα του πολεμιστή σου. Εάν δεν έχουν το πτώμα του μέχρι τη διορία που σου έδωσαν ή εάν δεν επιβεβαιώσουν με κάποιο ξόρκι ότι είναι νεκρός, θα τον βρουν μέσα σε λίγες μέρες, αν όχι ώρες. Για να μη συζητήσω ότι διακινδυνεύεις και την αποκάλυψη της πραγματικής χρήσης της Τσαγιέρας μας σε όλον τον κόσμο.»
«Θεωρείς ότι δεν το σκέφτηκα αυτό;»
«Θα απαντούσα πως θεωρώ αδιανόητο να μην το σκέφτηκες· αλλά σκέφτομαι κι εγώ μήπως, επειδή ο Αυτοκράτορας έχει απαγάγει την κόρη σου, δε σκέφτεσαι διόλου ψύχραιμα.»
Ο Μάτου κάγχασε. 
«Δε θα τον βάλουμε απλά στην Τσαγιέρα· θα τον σφραγίσω εκεί μέσα. Η παρουσία του θα εξαφανιστεί τελείως από τον κόσμο μου.»
«Μπορείς να το κάνεις αυτό!;» 
«Έφτιαξα μια ξεχωριστή διάσταση χωροχρόνου μέσα σε μια μαντεμένια τσαγιέρα. Εσύ τι λες;»
«Κι ύστερα λένε ότι εμείς οι Δαίμονες είμαστε επικίνδυνοι...» σφύριξε ενυπωσιασμένος ο Ρέο.
«Και όταν ο Αυτοκράτορας πεθάνει – ή ακόμα καλύτερα, όταν η ίδια η μοναρχία πεθάνει – θα τον βγάλω πάλι, για να ζήσει ελεύθερος.»
«Ακούς τι λες; Αυτό μπορεί να πάρει χρόνια και χρόνια!»
«Οι τωρινοί επαναστάτες μπορεί να είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν, αλλά η φλόγα άναψε. Ακόμα κι αν ο Αυτοκράτορας καταπνίξει την εξέγερσή τους στο αίμα, δε μπορεί πια να σταματήσει την ελπίδα τους για μια άλλη, πιο όμορφη πραγματικότητα.»
«Ωχ, άρχισες πάλι τα δικά σου.»
«Η δημοκρατία είναι ήδη εδραιωμένη σε πολλές από τις κοντινές μας χώρες. Ο εικοσαετής μας πόλεμος θα σβήσει σύντομα, καθώς δύο από τις γείτονές μας έχουν ήδη καθαιρέσει ή εκτελέσει τους δικούς τους μονάρχες, που έπαιζαν με τις μοίρες των λαών τους και τις φαντασιώσεις τους για επέκταση, ενώ εκείνοι ξάπλωναν και κοιμούνταν γαλήνιοι στα ακριβότερα μετάξια. Είμαι αισιόδοξος πως θα καταφέρουμε κι εμείς το ίδιο, σύντομα» αναστέναξε ο Μάτου.
«Ναι, ναι, μου τα αραδιάζεις αυτά κάθε μέρα εδώ και μήνες.»
«Και τότε...» ο μάγος τον αγνόησε και συνέχισε «... ο Τσανγιόλ, ο λατρεμένος του λαού, θα είναι εκεί για να βοηθήσει τη χώρα να λουστεί στον ζεστό ήλιο της ελευθερίας και της ειρήνης.»
«Ένας πολεμιστής θα βοηθήσει την ειρήνη. Χα!»
«Ένας άνθρωπος που αναγκάστηκε να πιάσει το σπαθί για να επιβιώσει. Ένας άνθρωπος που κέρδισε δεκάδες μάχες, αλλά τις περισσότερες με τα λόγια του και με τακτικές που κρατούσαν το σπαθί αυτό θηκαρωμένο· και που έσωσε περισσότερες ζωές απ’όσες πήρε. Εχθρών και φίλων.»
«Υπάρχουν κι άλλοι αμέτρητοι, καλύτεροι από αυτόν. Χωρίς σπαθιά. Αυτούς γιατί δεν τους κρύβεις μέχρι να ετοιμαστεί το ζεστό μπάνιο της χώρας στην ελευθερία και την ειρήνη;» ειρωνεύτηκε ο Δαίμονας.
Ο Μάτου τον κοίταξε αμίλητος για λίγο.
«Ούτε αυτόν θα τον έκρυβα, αν δεν αναγκαζόμουν να ανακατευτώ στα εγκόσμια» είπε τελικά. «Αν δεν μπλέκονταν αναγκαστικά οι μοίρες μας, ξέρεις. Αλλά τώρα που μπλέχτηκαν... σιχαίνομαι να με εκβιάζουν, ξέρεις.»
«Ξέρω.»
«Το παιδί κινδυνεύει και εγώ έδωσα υπόσχεση στη γυναίκα μου. Δεν πρόκειται να σπάσω την υπόσχεση στη γυναίκα μου και, άρα, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να υποκύψω στον εκβιασμό» είπε θλιμμένα, αλλά αμέσως μειδίασε συνωμοτικά. «Αλλά, τουλάχιστον, θα το κάνω όπως θέλω εγώ.»
«Δεν το έχεις ξανακάνει αυτό που σκέφτηκες. Αν δεν κάνεις σωστά τη μαγεία σου και δεν πετύχει η σφραγίδα, το παιδί σου θα πεθάνει.»
«Θα την κάνω σωστά.»
«Μπορείς απλά να τον σκοτώσεις. Κανονικά δηλαδή.»
«Δε μπορώ. Δε θέλω. Δε μπορώ να σκοτώσω κάποιον, δε γίνεται.»
«Στα τόσα χρόνια ζωής σου, δεν έχεις σκοτώσει ούτε έναν!;» ρώτησε εντυπωσιασμένος ο δαίμονας.
«Στα τόσα χρόνια φιλίας και συζητήσεων που μετράμε, θα το ήξερες αν το είχα κάνει» απάντησε προσβεβλημένος ο μάγος.
«Δεν το έχεις κάνει ούτε για να σώσεις τη ζωή σου ή κάποιου άλλου;»
«Όχι.»
«Ναι, αλλά τώρα;»
«Τώρα... ακόμα κι αν ήθελα, ακόμα κι αν το είχα κάνει στο παρελθόν, τώρα δεν είναι ο ίδιος ο Τσανγιόλ που απειλεί τη ζωή μου ή κάποιου άλλου.»
«Κατανοώ το όλο μπέρδεμα. Μα δε μπορείς να το ζυγίσεις σαν επιλογή, ούτε για χάρη του παιδιού σου;»
Ο Μάτου δεν απάντησε.
Ο Ρέο ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το μπράντυ του.
«Διακινδυνεύεις τα πάντα, όχι μόνο την Τσαγιέρα. Αν η περίφημη δημοκρατία σου είναι να έρθει κάποια μέρα, υπάρχουν κι άλλοι να τη στηρίξουν. Ούτως ή άλλως, με τον Τσανγιόλ κλεισμένο εδώ μέσα, άλλοι θα τη στηρίξουν όπως και να’χει. Κι αυτός θα βγει... γιατί; Απλά για να τον χειροκροτήσουν, ενώ δεν έκανε τίποτε απολύτως;»
«Έχει κάνει ήδη πολλά για την ιδέα της δημοκρατίας.»
«Να του δώσεις συγχαρητήρια και να του προσφέρεις έναν γρήγορο, τιμητικό θάνατο. Και να κρατήσεις ζωντανή τη μνήμη του ως υποστηρικτή της δημοκρατίας, για τις επόμενες γενιές. Α! Και να μη δώσεις την ευκαιρία στον Αυτοκράτορα να ατιμάσει το πτώμα του. Ορίστε, στα βόλεψα όλα. Πόσα περισσότερα να ζητήσει κάποιος στην κατάστασή του; Πόσα περισσότερα να προσφέρει κάποιος στη δική σου;»
«Σιχαίνομαι να με εκβιάζουν» είπε πάλι ο μάγος.
«Διακινδυνεύεις τα πάντα» επανέλαβε και ο Δαίμονας.
«Με εμπιστεύεσαι Ρέο;»
«Εμπιστεύομαι τις ικανότητές σου, νομίζω αυτό είναι προφανές» έδειξε ολόγυρά τους, τον κόσμο πέρα από τους κόσμους και των δύο. «Για την κρίση σου σε αυτή την περίπτωση... δεν είμαι καθόλου σίγουρος.»
«Να είσαι.»
«Μου ζητάς να υπομείνω έναν ζωντανό στη συνείδησή μου. Για μέρες, μήνες, ίσως χρόνια. Αν ήταν άρρωστος ή ετοιμοθάνατος, θα μπορούσα να το διαχειριστώ. Αλλά έναν υγιή και ακμαίο άνθρωπο, με καθαρό μυαλό και σκέψεις... πώς μου ζητάς να υπομείνω τέτοιο βάσανο;»
«Σου ζητώ μια χάρη. Στο όνομα της ειλικρινούς και μακραίωνης φιλίας μας.»
«Μπορείς να μου εγγυηθείς ότι θα τα καταφέρει η σφραγίδα σου να τον κρατήσει κρυφό απ’όλους;»
«Μπορώ.»
«Και ότι θα τον πάρεις άμεσα από ‘δω μέσα, αν δεις ότι δεν τον αντέχω άλλο;»
«Εννοείται. Δε θα έκανα ποτέ τίποτα και σκόπιμα, για να βλάψω όσα φτιάξαμε μαζί. Αυτό σου το ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό.»
Ο Ρέο ξεφύσηξε ανήσυχος και κοίταξε τη λίμνη. 
«Πού είναι τώρα ο πολεμιστής σου;»
«Έχω στείλει να τον καλέσουν. Θα είναι στην έπαυλη αύριο.»
«Κι αν δε θέλει να μπει εδώ μέσα;»
«Θα δω τι θα κάνω τότε.»
«Αν δε θέλει, θα πρέπει να τον σκοτώσεις στ’αλήθεια. Η ζωή του παιδιού σου-»
«-μπορώ να τον φέρω εδώ μέσα με το ζόρι.»
«Ένας ζωντανός πάνω στη συνείδησή μου και με το ζόρι. Χα! Δε μου ζητάς απλά μια χάρη Μάτου. Μου ζητάς να υποφέρω!»
«Ας δούμε πρώτα αν θα δεχτεί από μόνος του.»
«Ας δούμε...» αναστέναξε πάλι ο Ρέο.

***

«Και; Τι έγινε τελικά;» ρώτησε η Φαλάκ. «Δέχτηκε να μπει μόνος του;»
«Παραδόξως, ναι» απάντησε ο δαίμονας. «Ο Μάτου τον έφερε εδώ μέσα δοκιμαστικά, για να του δείξει τον κόσμο μας. Φαινόταν σίγουρος πως ο Τσανγιόλ δε θα είχε αντίρρηση να κρυφτεί εδώ μέσα· κάτι του είχε πει – όταν ήταν ακόμα στην έπαυλη – για κάποιο όνειρο που είχε λίγο καιρό πριν· ένα όνειρο που ήταν αυτό το μέρος, χωρίς να το ξέρει καν.»
Η Φαλάκ ανατρίχιασε, σκεπτόμενη τα προηγούμενα συμπεράσματα της Γκιούλι – και πώς, καμιά τους δεν είχε πετύχει στις υποθέσεις τους αλλά, ακόμα πιο τρομακτικά, κάτι άλλο, ακόμα πιο υπερφυσικό, είχε συνδέσει τις μοίρες των δύο ανδρών πριν ακόμα συναντηθούν.
«Αλλά ναι, όλα πήγαν καλά.»
«Τι εννοείς; Τίποτα δεν πήγε καλά. Ο Αυτοκράτορας πέθανε και η μοναρχία έπεσε λίγα χρόνια μετά, μα ο Τσανγιόλ έμεινε φυλακισμένος εδώ μέσα!»
«Προφανώς, αυτό δεν ήταν μέρος του σχεδίου μας.»
«Τι άλλο συνέβη;»
«Συνέβη...» πετάχτηκε η Κλέουσα πικραμένη «... ότι οι μάγοι και οι μάγισσες καταλήγουν πάντα να κάνουν βλακείες, όσο κι αν θέλουν να το παίζουν ανώτεροι από άλλους ανθρώπους.»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, Κλέουσα γλυκιά μου» βιάστηκε να απαντήσει ο Ρέο. «Ο Μάτου δεν ήθελε να καταλήξει έτσι η κατάσταση.»
«Δεν είπα ότι οι βλακείες τους γίνονται όλες ηθελημένα.»
«Αυτό που έγινε αγαπητή Φαλάκ, είναι ότι, αφού μαθεύτηκε ότι ο Τσανγιόλ είχε ‘πεθάνει’ και αφού οι μάγοι και οι μάγισσες του Αυτοκράτορα επιβεβαίωσαν αυτόν τον ‘θάνατο’, ο σιχαμένος μονάρχης δεν κράτησε την υπόσχεσή του· δεν ελευθέρωσε την κόρη του Μάτου. Ήθελε να την κρατήσει για πάντα και να αναγκάσει επιτέλους τον πανίσχυρο μάγο – που τόσο τον αγνοούσε και τον κατέκρινε επιδεικτικά όλη του τη ζωή – να τον υπηρετεί.»
«Και ο Μάτου θύμωσε» συμπέρανε η Φαλάκ.
Ο Ρέο ένευσε καταφατικά. 
«Ο Μάτου, στην προσπάθειά του να βρει την κόρη του, χρησιμοποίησε πολλή και ισχυρή από τη μαγεία του.»
«Χρησιμοποίησε όλη τη μαγεία του» διόρθωσε η Κλέουσα.
«Από την αγωνία του να τη βρει και να τη σώσει. Δεν ήθελε να το κάνει» επέμεινε ο Ρέο.
«Σιχαινόταν να τον εκβιάζουν» μουρμούρισε η Φαλάκ.
«Όταν κατάφερε να τη φέρει πάλι κοντά του...» συνέχισε ο Ρέο, συμπονετικά «... είχε απομείνει ένα ετοιμοθάνατο, θλιβερό κουφάρι. Η μαγεία του είχε σβήσει. Όλα είχαν πάει τρομερά λάθος.»
«Αλλά τον πρόλαβες ζωντανό. Τον έφερες εδώ μέσα ζωντανό.»
«Μόλις που τα κατάφερα. Ήταν απλά μια τελευταία, τυχερή στιγμή. Η κόρη του έμενε μαζί του και είχε αποφασίσει να μείνει μαζί του μέχρι να πεθάνει. Και δεν ήξερε τίποτα για εμένα ή την Τσαγιέρα ή το σχέδιό μας για τον Τσανγιόλ.»
«Η μικρή δεν είχε καθόλου μαγεία» χασκογέλασε η Κλέουσα. «Παρ’όλο που και οι δύο γονείς της κουβαλούσαν κιλά και κιλά δυνάμεων μέσα στις φλέβες τους.»
«Έδιωξε την κόρη του για λίγο από το σπίτι...» την αγνόησε ο Ρέο «... για να καταφέρει να κρύψει την Τσαγιέρα· για να μην τη βρουν οι μάγοι του Αυτοκράτορα, που σίγουρα θα εισέβαλλαν στην έπαυλη όταν θα μάθαιναν για τον θάνατό του.»
«Αλλά δε μπορούσε να ελευθερώσει πια τον Τσανγιόλ» είπε η Φαλάκ. «Δεν είχε πια μαγεία για να σπάσει τη σφραγίδα που τον κρατούσε εδώ μέσα.»
«Μια σφραγίδα που θα ανταποκρινόταν μόνο στη δική του μαγεία και κανενός άλλου.»
«Όπως είπα πριν» επέμεινε η Κλέουσα. «Μάγοι και βλακείες.»
«Αν δεν είχε φτιάξει έτσι τη σφραγίδα, δε θα μπορούσε να είναι σίγουρος ότι ο Τσανγιόλ θα παρέμενε κρυμμένος από τα μάτια άλλων μάγων» την κοίταξε αυστηρά ο Ρέο.
«Γιατί όμως τον έφερες εδώ μέσα ζωντανό;» τους διέκοψε η Φαλάκ. «Υποθέτω πως και ο ίδιος, αφού πέθαινε – όταν και όπως θα ήταν αυτό – η συνείδησή του θα ερχόταν εδώ μέσα. Γιατί δεν τον άφησες να πεθάνει κανονικά;»
    Ο Ρέο φάνηκε να αφαιρείται για λίγες στιγμές. Και επανήλθε μετά από λίγο, με μια απότομη, βαθιά ανάσα.
«Μου είχε ζητήσει να μην εμφανιστώ καθόλου, όσο ήταν η Ζούρι στο σπίτι. Το κορίτσι ήξερε για τους γονείς της αλλά είχε μεγαλώσει μακριά τους σχεδόν από μωρό, μακριά από μαγείες και υπερφυσικά πράγματα, με την αληθινή της ταυτότητα κρυμμένη σχεδόν απ’όλους.»
«Η μάνα της πέθανε στη γέννα» πετάχτηκε πάλι η Κλέουσα. «Όσο ήταν έγκυος, είχαν συμβεί πολλά που τους έκαναν να φοβούνται για την μελλοντική της ασφάλεια. Και πριν ξεψυχήσει, τον έβαλε να της υποσχεθεί πως το παιδί θα ζούσε ασφαλές, μακριά τους.»
«Ήταν πολύ επικίνδυνο να είναι κοντά τους, πράγματι» συμφώνησε ο Ρέο. «Ειδικά αφού η ίδια δεν είχε μαγεία και ο τελευταίος Αυτοκράτορας ήταν από τους πιο... επιθετικούς που είχε γνωρίσει ο Μάτου. Τέλος πάντων. Πέρασε μέρες άρρωστος και βασανισμένος.»
«Για τον Τσανγιόλ;»
«Για όλα. Ήταν δύσκολο μετά από δυόμισι αιώνες να αποδεχτεί ότι θα έσβηνε τόσο άδοξα και από δικό του φταίξιμο, εκείνος που ήταν πάντα τόσο ισχυρός και ικανός και προσεκτικός. Αλλά ναι· ομολογουμένως, βασανιζόταν κυρίως για τον Τσανγιόλ. Είχε ξοδέψει τα τελευταία ίχνη της μαγείας του για να κρύψει και πάλι την ύπαρξη της Ζούρι από τους μάγους του παλατιού. Για να την κρύψει από όλους μας, για να είμαστε ειλικρινείς. Και μετά... δεν είχε μείνει τίποτα· και κανείς για να μπορέσει να τον βοηθήσει να σπάσει τη σφραγίδα. Όλο της το ξόρκι ήταν βασισμένο στο δικό του αίμα.»
«Και η Ζούρι είχε το αίμα του, αλλά όχι τη μαγεία» επανέλαβε η Φαλάκ.
«Ναι. Ο συνδυασμός αυτός ήταν απαραίτητος, έτσι όπως είχε φτιάξει ο Μάτου το ξόρκι της σφραγίδας.»
«Όπως είπα και πριν» πετάχτηκε η Κλέουσα. «Βλακείες.»
«Αχ, αγαπητή μου Φαλάκ... τον κοιτούσα να κοιμάται όσο κοιμόταν και η Ζούρι και δεν υπήρχε κίνδυνος να με πετύχει σε κάποιον διάδρομο του σπιτιού. Τον έβλεπα να στριφογυρίζει από εφιάλτες και να αναρωτιέται υποσυνείδητα πώς θα μπορούσε να βοηθήσει.»
«Και όταν η μικρή έλειψε για λίγο και ο Μάτου έκρυψε την Τσαγιέρα, ο Ρέο τον έκλεψε και τον έφερε εδώ μέσα» είπε η Κλέουσα και γέμισε πάλι με μπράντυ τα ποτήρια τους.
Ο Δαίμονας την κοίταξε έκπληκτος. 
«Επιτέλους λατρεμένη μου, προσπαθώ να πω μια ιστορία!»
«Με έχεις κουράσει· και το κορίτσι είναι έξυπνο. Νομίζω, έχει ήδη συμπεράνει πώς πήγε η όλη κατάσταση.»
Η Φαλάκ χαμογέλασε αμήχανα. 
«Είναι αλήθεια πως κατάλαβα γενικά τι συνέβη. Αλλά ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί έφερε τον Μάτου ζωντανό εδώ μέσα. Αν ήλπιζαν σε οποιαδήποτε άλλη λύση για το πρόβλημα του Τσανγιόλ, είχαν όλη την αιωνιότητα να τη βρουν.»
«Είδες;» ο Ρέο κοίταξε την Κλέουσα ενοχλημένος. «Αν δεν παρουσιαστούν οι πληροφορίες με μια σειρά, οποιαδήποτε συμπεράσματα μένουν ελλειπή ή λανθασμένα!»
«Πφφφ, δε μπορώ τα μελοδραματικά σου» είπε η χλωμή γυναίκα και γύρισε στην Φαλάκ, προτρέποντάς την με ένα νεύμα να πιει κι άλλο. «Οι συνειδήσεις εδώ μέσα διατηρούν, ναι μεν, τις αναμνήσεις τους· ξέρουν ποιοι και ποιες ήταν ή τι έκαναν. Αλλά όχι ακριβώς.»
«Τι εννοούμε, όχι ακριβώς;»
«Με τον θάνατο έρχεται η ανυπαρξία. Οι Δαίμονες όμως, παρακάμπτουν την ανυπαρξία και κρατούν τις ανθρώπινες συνειδήσεις αιώνια, μακριά από τη φυσική τους πορεία προς την ανυπαρξία. Και για να μπορέσουν να το κάνουν αυτό, πρέπει να θολώσουν κάπως τις ανθρώπινες συνειδήσεις. Όχι να τις διαστρεβλώσουν ή να τις σβήσουν τελείως, αλλά να τις κάνουν πιο... ελαφριές, ας πούμε. Να μπορέσει το ανθρώπινο μυαλό να διαχειριστεί την αιωνιότητα, χωρίς το βάρος της αντίληψης του χρόνου. Κατάλαβες;»
«Νομίζω.»
«Θολώνοντας τη συνείδηση – για να διαχειριστεί την άχρονη υπαρξή της μέσα στον Δαίμονα – θολώνουν κι άλλα πράγματα. Δε σβήνουν, ξαναλέω. Αλλά θολώνουν. Όπως οι μνήμες όσων αφήνουν πίσω τους. Όπως τα βάρη της προηγούμενης ζωής τους.»
Το βλέμμα της Φαλάκ φώτισε ξαφνικά. 
«Όπως το βάρος του Τσανγιόλ!»
Η Κλέουσα ένευσε. 
«Και η υποχρέωση να τον σώσει ο Μάτου.»
«Ήθελα το μυαλό του καθαρό» συνέχισε ο Ρέο. «Προσηλωμένο στον στόχο μας και όχι μόνιμα μεθυσμένο από την αιώνια ζωή στο ονειρεμένο χωριό μας.»
«Μα, προφανώς, δεν έχετε βρει άλλη λύση. Ίσως, τελικά, γιατί πράγματι δεν υπάρχει.»
«Μα η ελπίδα, κορίτσι, είναι το τελευταίο πράγμα που σβήνει» η Κλέουσα σήκωσε επιδεικτικά το σκελετωμένο δάχτυλό της. «Σε ανθρώπους και Δαίμονες, απ’ότι βλέπεις. Ποιος μπορούσε να πει με απόλυτη σιγουριά, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένας άλλος τρόπος και κανένας άλλος μάγος ή μάγισσα, που θα μπορούσε να κάνει ό,τι δεν κατάφερε ο Μάτου;»
«Μα-»
«-με απόλυτη σιγουριά. Μπορείς να πεις τις λέξεις που ετοιμάζεσαι να πεις, με απόλυτη σιγουριά;»
Η Φαλάκ δεν απάντησε.
Η Κλέουσα ένευσε. 
«Και έτσι, ο Ρέο τον πήρε και τον έφερε εδώ μέσα. Και ο Μάτου δεν έφερε αντίρρηση. Κι εκείνος δεν ήθελε να τα παρατήσει. Ήθελε να ελπίζει ότι θα έβρισκαν τρόπο να βοηθήσουν τον πολεμιστή. Και έτσι, η κόρη του Μάτου επέστρεψε εκείνο το απόγευμα σε μια άδεια έπαυλη· και έφυγε, μια μέρα μετά, νομίζοντας πως ο πατέρας της είχε πεθάνει όσο εκείνη έλειπε και το σώμα του είχε εξαφανιστεί όπως εξαφανίστηκε και η μαγεία του. Δεν ήταν ανήκουστο για μάγους να κανονίζουν από τα νιάτα τους τέτοια ξόρκια για μετά το θάνατό τους.»
«Και προσπαθούν ακόμα να βρουν τρόπο να γλιτώσουν τον Τσανγιόλ.»
«Περίπου.»
«Τι εννοείς περίπου;»
Η Κλέουσα έκανε νόημα στον Ρέο να συνεχίσει και εκείνος υπάκουσε.
«Ε, ναι... λοιπόν, όπως καταλαβαίνεις, η Τσαγιέρα έπρεπε να κρυφτεί. Να μην πέσει στα χέρια του Αυτοκράτορα.»
«Ναι, καταλαβαίνω.»
«Αλλά αυτό σήμαινε πως έμεινε κρυμμένη από όλους. Μέχρι που ήρθες εσύ και η Γκιούλι, μέχρι που ένιωσα τη μαγεία των Αληθινόματών σας... δεν είχε πατήσει άνθρωπος το πόδι του στην έπαυλη για πολύ, πολύ καιρό. Ίσως μερικοί άσχετοι ανά τις δεκαετίες, που ήθελαν απλά να δουν το περίφημο στοιχειωμένο σπίτι ή την περίφημη κατοικία του Μέγα Μάτου. Και κάποιοι μάγοι αμφιβόλου επιπέδου και ισχύος. Δε θα εμφανιζόμουν ποτέ μπροστά σε τέτοιους.»
«Μα και βέβαια» ειρωνεύτηκε η Κλέουσα.
«Λατρεμένη μου, είναι σοβαρή αυτή η συζήτηση που κάνουμε με την αγαπητή Φαλάκ.»
«Η ουσία είναι ότι πολλοί πέρασαν από εδώ» ανέλαβε πάλι εκείνη τις εξηγήσεις. «Μα ούτε ένας ή μία, που να είναι αρκετά άξιος για να του αποκαλύψουν την αληθινή φύση της Τσαγιέρας ή να τους είναι χρήσιμος με οποιονδήποτε τρόπο για να ελευθερώσουν τον Τσανγιόλ. Κι όλα τα νέα πλάσματα ή φαντάσματα που ήρθαν να μείνουν μέσα ή γύρω από την έπαυλη σε αυτόν τον τελευταίο αιώνα, μπορούσαν μόνο να μοιραστούν βασικές πληροφορίες για τον κόσμο που κυλούσε και προχωρούσε έξω από την Τσαγιέρα· μα τίποτα ουσιώδες. Τα λέω καλά;»
«Αυτή η μανία σου να μου χαλάς τις διηγήσεις μου... θα έρθει κάποια στιγμή που θα γίνει πραγματικά ανυπόφορη.»
Η Κλέουσα χαμογέλασε και πάλι το ανατριχιαστικό, κούφιο της χαμόγελο.
«Έχουν περάσει πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια και αυτή η στιγμή ακόμα να φτάσει. Θα το διακινδυνεύσω.»
«Μα, εσείς δεν είπατε πριν ότι δεν υπάρχει τρόπος να ελευθερωθεί ο Τσανγιόλ; Καταλαβαίνω την ανάγκη να φύγετε από την έπαυλη και να μην είστε απομονωμένοι – και άρα την ανάγκη να βρείτε κάποιον έμπιστο να σας βοηθήσει κρατώντας και το μυστικό σας. Αλλά, είπες Κλέουσα, ότι δεν ήρθε και κανένας που να μπορούσε να βοηθήσει με τον Τσανγιόλ. Γιατί το είπες αυτό;»
«Θεωρητικά, υπάρχει τρόπος να ελευθερωθεί. Αλλά δεν ξέρουμε αν υπάρχει αυτός ο τρόπος.»
«Δεν κατάλαβα τίποτα.»
«Ορίστε, είδες; Όλο για εμένα παραπονιέσαι και τώρα την μπέρδεψες εσύ.»
«Ρέο, καλέ μου, σε παρακαλώ.»
«Απλά, λέω.»
«Να σου εξηγήσω κορίτσι. Η Ζούρι έφυγε από εδώ. Η Ζούρι μπορεί να έκανε παιδιά και εγγόνια.» «Τα οποία μπορεί να κληρονόμησαν τη μαγεία του Μάτου» συνέχισε η Φαλάκ. «Ναι, τώρα κατάλαβα. Δεν ξέρετε τι απέγινε η Ζούρι, αλλά υπάρχει η ελπίδα.»
«Το τελευταίο πράγμα που σβήνει» επανέλαβε ο Ρέο. «Και το να είμαι ξανά κοντά στις κοινωνίες των ανθρώπων, μου προσφέρει ναι μεν απόδραση από τη μοναξιά της έπαυλης και καινούριες ψυχές για την Τσαγιέρα μου, αλλά και μια ευκαιρία να ψάξω για τη Ζούρι και τους απογόνους της.» 
«Έχεις γνωστούς να σε βοηθήσουν;»
«Έχω άπειρους γνωστούς, που δεν ξέρουν καν πού βρίσκομαι τους τελευταίους δυόμισι αιώνες. Και θέλω να παραμείνει έτσι.»
«Όμως αυτό δε βοηθάει το σκοπό σου.»
«Έχω κι άλλους τρόπους να μάθω αυτά που θέλω, όταν είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους. Θα χρειαστεί περισσότερη οργάνωση και χρόνο, σίγουρα, για να μη με πάρει χαμπάρι κανείς. Αλλά είναι μια ελπίδα. Άλλωστε, μπορεί να σταθούμε τυχεροί, όπως και με εσάς. Κανείς μας δεν περίμενε – δε φανταζόταν καν – δυο κορίτσια όπως εσείς να εμφανιστούν στην έπαυλη· αλλά, να που έγινε.»
«Και μια που το ανέφερε...» μουρμούρισε η Κλέουσα «... τι κάνατε αλήθεια εσείς οι δύο εκεί έξω; Ο Ρέο είναι τόσο ενθουσιασμένος που ήρθατε και τον πήρατε από το ερείπιο, που δε θέλει να σας πιέζει με δήθεν άβολες ερωτήσεις.»
«Είναι άβολη ερώτηση!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
«Αλήθεια; Ήταν άβολο να αναρωτηθείς τι κάνουν δυο Αληθινόματες – δύο! και χωρίς μαγεία δική τους και με επικοινωνούντα Αληθινόματα! – σε ένα μέρος που είχε να πατήσει οποιοσδήποτε αξιόλογος για σχεδόν έναν αιώνα;»
«Μα ήταν Αληθινόματα σε θνητές. Δεν είχα λόγο να ανησυχώ.»
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Φαλάκ.
«Το καταλαβαίνω ότι δεν είχες λόγο να ανησυχείς, αλλά δεν είχες και λόγο να τους αποκαλύψεις την ύπαρξή μας, χωρίς να ξέρεις απολύτως τίποτα γι’αυτές. Κατανοούσαμε όλοι εδώ μέσα, εδώ και πολλές δεκαετίες, ότι κανένας άξιος λόγου δε θα ερχόταν στο άδειο ερείπιο – ακόμα κι αν ελπίζαμε. Ό,τι δεν έκλεψαν οι άνθρωποι του Αυτοκράτορα μετά τον θάνατο του Μάτου, δεν είχε καμία ουσιαστική αξία για όσους είχαν μαγεία.»
«Προφανώς το ξέρω λατρεμένη μου. Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις.»
«Θα μου πει κανείς τι σημαίνει αυτό για τα Αληθινόματα και τις θνητές;»
«Δεν υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος να βρεθεί κάποιος, που να μας είναι χρήσιμος, στην έπαυλη. Ούτε καν σαν αξιοθέατο δεν αξίζει το ρημάδι, εδώ και πολύ, πολύ καιρό. Κι εσύ, με όλες τις χιλιάδες των χρόνων σου, δεν ήθελες να τις κάνεις να νιώσουν άβολα;»
«Θα μου εξηγήσει κάποιος τι συζητάτε!;» φώναξε σχεδόν η Φαλάκ, γέρνοντας το σώμα της ανάμεσά τους.
Ο Ρέο την κοίταξε ξαφνικά απορημένος, σα να μην είχε καταλάβει καθόλου την παρουσία της, πόσο μάλλον τις ερωτήσεις της.
«Η Κλέουσα παραπονιέται γιατί δε σας ρώτησα τον λόγο που βρεθήκατε στην έπαυλη.»
«Ναι, το κατάλαβα αυτό.»
«Τι δεν κατάλαβες δηλαδή; Της είπα τον λόγο. Τον ξέρει ήδη τον λόγο.»
«Ότι είμαστε θνητές χωρίς δική μας μαγεία, με Αληθινόματα.»
«Ακριβώς.»
Η Φαλάκ ανασηκώθηκε πάλι στη θέση της.
«Αλλά... γιατί ήταν το Αληθινόματό μας ο λόγος να μας εμπιστευτείς εξαρχής, αν όχι να μάθεις για εμάς;» 
Ο Ρέο ανασηκώθηκε κι εκείνος, ακόμα πιο απορημένος. 
«Μα... γιατί ένας μάγος ή μάγισσα μπορεί να αποκτήσει Αληθινόματο με διάφορους τρόπους. Μια απλή θνητή όμως, το αποκτά μόνο αν το πλάσμα που της το δώσει, της το χαρίσει με ειλικρινή ευγνωμοσύνη και αγάπη· αν της το χαρίσει έχοντας επιβεβαιώσει, πέραν πάσης αμφιβολίας, την αγνή της καρδιά και την καθαρή της συνείδηση.»
«Μα με ρώτησες πώς το απέκτησα, όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Αν ήξερες, γιατί με ρώτησες;»
«Έχω τη γενική ιδέα για το πώς το απέκτησες, κι εσύ και η αγαπητή Γκιούλι. Όμως, δεν ήξερα την ακριβή ιστορία. Αλήθεια, ήθελα να μάθω. Αυτές οι ιστορίες είναι από τις πιο συγκινητικές που μπορεί να ακούσει οποιοσδήποτε, από οποιονδήποτε κόσμο.»
«Μα, ακόμα κι αν είχα αγνή καρδιά και καθαρή συνείδηση όταν μου το έδωσαν, μπορεί να είχα αλλάξει μέχρι να σε γνωρίσω.»
«Αν ήταν έτσι, κορίτσι...» επενέβη η Κλέουσα «... το Αληθινόματό σου θα είχε σαπίσει προ πολλού και με αρκετά βασανιστικό τρόπο.»
Τα μάτια της Φαλάκ γούρλωσαν σχεδόν αφύσικα.
«Α. Δεν το ήξερες και αυτό. Δεν το ήξερε και αυτό» μουρμούρισε ο Ρέο στην Κλέουσα.
«Το κατάλαβα και μόνη μου πριν από εσένα, σε ευχαριστώ» του απάντησε εκείνη. «Συγγνώμη κορίτσι· νομίζαμε ότι το ήξερες.»
«Όχι, δεν ήξερα...»
«Μα στο είπα πως δεν ήξερε.»
«Είπαμε, το κατάλαβα.»
«Και τότε γιατί της το ξαναείπες;»
«Μπορείς να πάψεις σε παρακαλώ;»
«Κατάλαβα» είπε η Φαλάκ, ακόμα εμφανώς αναστατωμένη. «Αν αλλάξω ως άνθρωπος, θα σαπίσει. Και βασανιστικά. Οπότε, καλό είναι να μην αλλάξω. Μάλιστα...»
«Είσαι ήδη σαράντα χρονών, αγαπητή μου. Έχεις περάσει ολίγον τι, τα μισά της θνητής ζωής σου. Μπορούμε να υποθέσουμε με σχετική ασφάλεια, πως δεν έχεις και πολύ χρόνο να αλλάξεις τόσο πολύ, που να επηρρεάσεις το Αληθινόματο. Πιθανότατα θα σαπίσεις εσύ ολόκληρη, ως νεκρή, πριν σαπίσει αυτό.»
«Μπράβο Ρέο.»
«Τι έκανα πάλι;»
Η Κλέουσα τον αγνόησε και χτύπησε τα παραμορφωμένα δάχτυλά της· ο κοφτός ήχος τράβηξε την προσοχή της Φαλάκ.
«Ωραία. Και τώρα, για πες· τι κάνατε τελικά οι δυο σας εκεί έξω; Και τι σας έκανε να εμπιστευτείτε κι εσείς έναν Δαίμονα; Να πάρετε την Τσαγιέρα από την κρυψώνα της, να μην την αποκαλύψετε σε κανέναν άλλον και να τον ακολουθήσεις εσύ εδώ μέσα, χωρίς καμία σιγουριά για τα λόγια ή τα κίνητρά του;»
Η Φαλάκ σκέφτηκε για λίγο. 
«Η Γκιούλι δεν τον εμπιστεύθηκε αμέσως. Δεν τον εμπιστεύεται ακόμα.»
«Χμ. Κι άλλο έξυπνο κορίτσι. Ίσως το μόνο τελικά· για εσένα, αμφιταλαντεύομαι όσο προχωράει η γνωριμία μας.»
«Εγώ... δεν ξέρω. Ήξερα ότι μου έλεγε αλήθεια.»
«Πώς το ήξερες;»
«Δεν ξέρω. Αλλά το ήξερα. Μέσα μου, το ήξερα. Δε μου έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο. Αλλά ήμουν σίγουρη.»
«Όλα πάνε περίφημα μέχρι τώρα, Κλέουσα!» φώναξε συγχυσμένος ο Ρέο. «Κανείς δε θέλει να πειράξει κανέναν. Γιατί πρέπει να είσαι ακόμα ξινή;»
«Γιατί το ‘μέσα μου το ήξερα’ δεν είναι ικανοποιητική απάντηση. Ειδικά από μια απλή θνητή, χωρίς μαγεία. Τι κάνατε εκεί έξω κορίτσι; Γιατί ήρθατε στην έπαυλη του Μάτου μετά από έναν αιώνα εγκατάλειψης; Τι θέλατε να βρείτε;»
«Τίποτα.»
«Ούτε αυτό είναι απάντηση. Ήρθατε για κάποιον λόγο.»
«Αλήθεια, δε θέλαμε να βρούμε τίποτα συγκεκριμένο.»
«Τότε, γιατί ήσασταν εκεί;»
Η Φαλάκ πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Δεν το πιστεύω ότι θα πω τις λέξεις που θα πω, μετά απ’όσα είδα και άκουσα εδώ μέσα. Δεν ξέρω αν κι εσείς θα με πιστέψετε ή πώς στο καλό συμβαίνουν ή συνδέονται όλα αυτά με εμένα, αλλά... ήρθα για τον Τσανγιόλ. Έψαχνα τι απέγινε στ’αλήθεια ο Τσουέ Τσανγιόλ.»
Το ποτήρι του Ρέο έπεσε από το χέρι του. Οι άδειες κόγχες της Κλέουσας άνοιξαν διάπλατα· άρπαξε το μπουκάλι και ήπιε μια μεγάλη γουλιά.
«Μίλα κορίτσι· και γρήγορα, γιατί πρέπει να πάω στα πρόβατα σε λίγο.»
«Ποια πρόβατα;» ρώτησε η Φαλάκ, ακόμα πιο μπερδεμένη από πριν.
«Μίλα» είπε επιτακτικά και ο Ρέο και άρπαξε το μπουκάλι από τα χέρια της Κλέουσας.


συνεχίζεται

Artwork: Wajang Kulit shadow puppets, Java, Indonesia

*Wajang (or Wayang) Kulit, is a traditional form of shadow puppet theatre play, originating from the Indonesian island of Java. Wajang refers to the entire dramatic show. Sometimes the leather puppet itself is referred to as Wajang.

Comments

Popular posts from this blog

The Silent Suppers: The First

The Silent Suppers: The Third

Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 18