Πίσω από τα κάτοπτρα





*για διαγωνισμό διηγήματος με θέμα "Ανάσταση", ελεύθερη απόδοση του θέματος και περιορισμό λέξεων
 
 
 
       Το μικρό, γυναικείο καθρεφτάκι τρανταζόταν ανεπαίσθητα επάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο παράθυρο. Πάνω στο ασημένιο καπάκι του αντανακλούσε διαστρεβλωμένη, η ταμπέλα του μαγαζιού απέναντι. Η τηλεόραση έπαιζε στο αθόρυβο, το κινητό δίπλα στο καθρεφτάκι ήταν νεκρό από μπαταρία και το μόνο πράγμα που μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καλής ποιότητας στο μαγαζί απέναντι, ήταν η ηχομόνωση του. 
     Κι όμως, αυτό συνέχισε να δονείται και να κινείται αργά προς την άκρη του κομοδίνου. Έπεσε πάνω στη μοκέτα όρθιο, ακουμπώντας στο σημείο όπου βρισκόταν το κουμπάκι του. Ακούστηκε ένα ξερό κλικ και το καθρεφτάκι άνοιξε απότομα. Το τράνταγμα σταμάτησε και ο κιτρινισμένος σοβάς του ταβανιού αντικατοπτρίστηκε πάνω στο εσωτερικό γυαλί. Και μέσα από το μικρό, διαμέτρου λίγων εκατοστών, κάτοπτρο αναδύθηκαν αργά δυο γκρίζα δάχτυλα.
     Τους πήρε περίπου μισή ώρα να βγουν στο δωμάτιο. Τα σώματά τους τεντώθηκαν, στριφογύρισαν και διπλώθηκαν σε απίθανο, τρομακτικό βαθμό. Πετάχτηκαν σα σαπουνόφουσκες και για λίγο διαστέλλονταν και συστέλλονταν ανεξέλεγκτα σαν ξεχειλωμένη ζύμη, πριν σταθεροποιηθούν στις κανονικές τους διαστάσεις. 
 
      "Καπλέν Τρισμέγιστε, αυτό πόνεσε τόσο πολύ...νομίζω ότι ένιωσα τη γλώσσα μου να τρίβεται στα απόκρυφά μου. Καταραμένο, μικροσκοπικό πράγμα" μουρμούρισε ο άνδρας με το γκρίζο δέρμα. Κοίταξε μήπως το πολύτιμο παλτό του από φτερά παγωνιού, είχε υποστεί πανάκριβες ζημιές και ύστερα έστρωσε τα κοντά, ασημένια μαλλιά του.
"Δεν υπήρχε άλλος καθρέφτης εδώ μέσα, τι ήθελες να κάνω;" είπε εκνευρισμένη η γυναίκα που βγήκε δίπλα του, προσπαθώντας να τραβήξει τις άκρες του μαύρου φορέματος, που είχαν μπλεχτεί στο εσώρουχό της. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα, σα να είχαν χτενιστεί με συρματόβουρτσα. Είχε δέρμα σαν καλοψημμένο κεραμίδι και μάτια σαν σκούρο κρασί.
"Πώς είναι δυνατόν να μην έχει μέσα στο σπίτι της έναν κανονικό καθρέφτη;"
"Δεν έχω ιδέα. Δε λες πάλι καλά που βρήκαμε κι αυτό;"
      Ο άντρας κοίταξε γύρω τους. Στον απέναντι τοίχο κρεμόταν ένα μεγάλο, άδειο πλαίσιο και δεκάδες κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη απλώνονταν στο πάτωμα από κάτω του.
"Ναι, πάλι καλά" της απάντησε εκνευρισμένος. "Η δικιά σου τα έκανε ρημαδιό εδώ μέσα. Προφανώς έσπασε και τον καθρέφτη του μπάνιου."
"Δεν είναι δικιά μου...και να σου θυμίσω ότι αν δεν ήμουν εγώ, δε θα περνούσες ποτέ σε αυτόν τον κόσμο, μέσα από καλυμμένο καθρέφτη. Οι περισσότερες γυναίκες-οδηγοί της τάξης μου είναι νεκρές ή κοιμούνται εδώ και δεκαετίες σε λαγούμια τόσο βαθιά, που ακόμα κι εγώ δε μπορώ να τις αισθανθώ."
"Εγώ δεν ήθελα να περάσω από πουθενά. Εσύ ήθελες να βρεις αυτή την...Ιχνηλάτη ή πώς τη λένε."
"Είναι θαύμα ακόμα και το ότι αισθάνθηκα την παρουσία της στη δική μας πλευρά" τον αγνόησε η γυναίκα. "Τέτοια δύναμη, τέτοια ένταση...είναι η πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, που νιώθω πραγματικά ότι έχουμε μια ελπίδα να νικήσουμε τη Σαφόν."
"Εντυπωσιακό" απάντησε εκείνος αδιάφορα "αλλά, όσο κι αν σιχαίνομαι να ξανακάνω τόσο σύντομα το πέρασμα, πεθαίνω της πείνας. Πού είναι επιτέλους αυτή η γυναίκα;"
"Ίσως έχει βγει. Έχουν κι εδώ μέρη σαν τον Ζαχαρένιο Λάκκο, που δουλεύουν μόνο νύχτα και προσφέρουν διασκέδαση."
"Θα περιμένουμε λοιπόν...ελπίζω να έχει κάτι που να τρώγεται" μουρμούρισε και περπάτησε για να βγει από το δωμάτιο και να ψάξει την κουζίνα. Κοκκάλωσε μόλις έφτασε στην πόρτα.
"Άρμπα...;"
"Ναι;"
"Τρέχα" είπε με πνιχτή φωνή και τινάχτηκε προς το μπάνιο.
     Το αίμα είχε κυλήσει πάνω στα πλακάκια και είχε φτάσει στο χωλ, το ξύλινο πάτωμά του ήδη πότιζε βαθυκόκκινο. Παραπατώντας και γλιστρώντας, όρμηξαν πάνω από το σώμα μέσα στη μπανιέρα, που ήταν βυθισμένο σε μια λίμνη κόκκινου νερού. Τράβηξαν την κοπέλα και την ξάπλωσαν κάτω. Η Άρμπα έμεινε γονατισμένη από πάνω της, ενώ ο γκρι άνδρας σηκώθηκε και κοίταξε με αηδία το αίμα πάνω στα πολύχρωμα φτερά του παλτού του. Τα θρύψαλλα του καθρέφτη του μπάνιου γυάλιζαν μέσα στον νιπτήρα.
"Είναι ζωντανή;"
"Σκάσε Μιρό, πρέπει να ακούσω" του είπε αυστηρά. 
Ακούμπησε την αριστερή παλάμη της στο στήθος του πτώματος. Με το δεξί της χέρι καπάκωσε το δεξί της αυτί. Έκλεισε τα μάτια της και ψιθύρισε ακατανόητες λέξεις.
"Είναι ζωντανή;" επανέλαβε ψιθυριστά ο Μιρό, παίρνοντας μια πετσέτα για να σκουπίσει τις μπότες του, αλλά αμέσως έβρισε μέσα από τα δόντια του και την πέταξε κάτω. Είχε βραχεί ολόκληρος όταν την έβγαζαν και ήδη ένιωθε το νερό να ποτίζει τις κάλτσες του.
Η Άρμπα άφησε το αυτί της και απομάκρυνε το άλλο χέρι της από το κορίτσι. Κοίταξε το πάτωμα με άδειο βλέμμα. Και ύστερα με λύπηση τον Μιρό.
"Στο είχα πει ότι το δέρμα των Γλουφ δεν είναι αδιάβροχο" του είπε χαμηλόφωνα.
"Ναι, αλλά ποιος άλλος έχει τέτοιες μπότες σε όλη την Ιντάλια;" απάντησε εκείνος, χωρίς να έχει δει την αντίδρασή της.
"Τώρα πια κανείς δεν έχει τέτοιες μπότες. Σε λίγα λεπτά θα αρχίσουν να ζαρώνουν και να σου σφίγγουν τα πόδια. Ούτε για τα σκουπίδια δε θα κάνουν."
"Άρμπα, αντί να κοροϊδεύεις, δεν κοιτάς να δεις πώς θα τη σώσουμε;"
"Δεν έχει στραγγίξει όλο το αίμα της" είπε εκείνη, χαϊδεύοντας θλιμμένα το μάγουλο του κοριτσιού.
"Τέλεια! Κάνε τα δικά σου και ξαναβάλε και το υπόλοιπο από εδώ γύρω μέσα της-"
"-οι δικές μου ικανότητες είναι άχρηστες εδώ. Δεν είπα ότι είναι ζωντανή. Ακόμα κι αν ήταν, θα μου έπαιρνε ώρες να ξεχωρίσω όλο αυτό το αίμα που έχει μπλεχτεί με το νερό και να το ξαναβάλω μέσα της. Όμως δεν είναι ζωντανή. Είναι απολύτως νεκρή και δε μπορώ να κάνω τίποτα γι’αυτό."
     Ο Μιρό την κοίταξε τότε. Το πρόσωπό του σοβάρεψε. Παρατήρησε για πρώτη φορά τις κομμένες φλέβες στο εσωτερικό των καρπών του πτώματος.
"Γιατί να σε καλέσει και μερικές μέρες μετά να αυτοκτονήσει;" ψιθύρισε μπερδεμένος.
"Προφανώς δε με κάλεσε εδώ. Απλά αισθάνθηκα τις δυνάμεις της."
"Και πάλι..."
"Αν δεν ήξερε ποια είναι πραγματικά, αν νόμιζε ότι ήταν μια απλή κοπέλα από αυτόν τον κόσμο...το ξύπνημα των δυνάμεών της είναι πολύ πιθανό να την τρέλανε. Δεν έχουν μαγεία εδώ."
"Δεν καταλαβαίνω. Αν η τελευταία Ιχνηλάτης δε δολοφονήθηκε από τη Σαφόν στον πόλεμο πριν τόσους αιώνες...αν απλά η Σαφόν την πέταξε εδώ, γιατί να μην προσπαθήσει να..." μουρμούρισε, προσπαθώντας να βάλει σε σειρά τις σκέψεις του.
"...να επιστρέψει; Δεν είναι εύκολο για κάποιον, εκτός της τάξης μου, να ανοίξει πύλη ανάμεσα στους κόσμους. Ειδικά από αυτήν την πλευρά προς τη δική μας. Και ίσως να μην ήθελε να επιστρέψει, να φοβόταν. Εκείνοι οι μήνες του πολέμου ήταν εφιαλτικοί."
"Ναι, αλλά δεν έπρεπε τουλάχιστον να προειδοποιήσει τις απογόνους της για τις δυνάμεις που θα κληρονομούσαν;"
"Ίσως να το έκανε. Ίσως σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς μαγεία, καμιά απόγονός της να μην κληρονόμησε το χάρισμα. Μέχρι τώρα. Ίσως να το κληρονόμησαν και η γενιά της να μετράει κι άλλες αυτοκτονίες εκτός από αυτήν. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι αυτή η κοπέλα ηταν η μόνη που αισθάνθηκα εγώ."
Ο νεαρός άνδρας αναστέναξε.
"Και τώρα;"
     Ξαφνικά η Άρμπα κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι της, σα να σκέφτηκε κάτι. Σηκώθηκε και έστυψε το ματωμένο νερό από το φόρεμά της.
"Εγώ δε μπορώ να κάνω τίποτα. Ο Τζουν όμως ίσως μπορεί."
Ο Μιρό την κοίταξε επικριτικά.
"Άρμπα...ακόμα και η Σαφόν, που είναι ακόμα η Βασίλισσα και η δυνατότερη Νεκρομάντισσα στην Ιντάλια, επαναφέρει μόνο ανεγκέφαλα σώματα που περιφέρονται ασυνείδητα για να κάνουν το θέλημά της. Και ο Τζουν χωρίς τα μάτια του, έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του."
"Ακόμα κι αν ο ίδιος δε μπορεί να κάνει κάτι...αν υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος να την επαναφέρουμε, εκείνος θα τον ξέρει. Αν μπορέσουμε να σώσουμε την κοπέλα...οι δυνάμεις της είναι ο μόνος τρόπος να πάρει ο Τζουν πίσω τα μάτια του και να νικήσουμε τη Σαφόν."
"Άρμπα-"
"-φτιάξε μου ένα κουκούλι, να τη διατηρήσουμε μέχρι να φτάσουμε γρήγορα στο σπίτι του."
"Δεν ξέρω για το γρήγορα. Ο δρόμος από τους Κρεμαστούς Βράχους δεν είναι επιλογή πια. Ξεχνάς ότι η Σαφόν συνέλαβε τον Ιππότη Ιαγουάρο και κατέστρεψε την ιπτάμενη μηχανή του. Χωρίς αυτήν, αποκλείεται να περάσουμε από εκεί."
"Δεν ξεχνάω τίποτα. Η Σαφόν μπορεί να ανακάλυψε ότι το σπίτι του Τζουν είναι κάπου κοντά στους Βράχους και να συνέλαβε τον Ιαγουάρο για να μάθει πού ακριβώς. Αλλά δεν ξέρει ότι ο Ιαγουάρος αποκλείεται να προδώσει τον πραγματικό του βασιλιά. Και σίγουρα δεν ξέρει ότι υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι για το σπίτι. Και ο ένας από αυτούς είναι πιο σύντομος κι από τους Βράχους."
Ο Μιρό την κοίταξε στιγμιαία μπερδεμένος αλλά αμέσως γούρλωσε τα μάτια του.
"Αποκλείεται. Κανείς δεν περνάει τις Λίμνες τόσο κοντά στην πανσέληνο. Θα κάνουμε το γύρο από-"
"-αν κάνουμε το γύρο, θα πρέπει να περάσουμε από τουλάχιστον τρία φυλάκια. Και με ένα πτώμα στα χέρια μας, θα είναι σα να φωνάζουμε να μας συλλάβουν. Ούτε εμείς οι δυο δε μπορούμε να κρυφτούμε τόσο καλά."
"Προτιμώ τα φυλάκια από τα Φαντάσματα των Λιμνών, τόσο κοντά στην πανσέληνο."
"Θα πάμε από τις Λίμνες. Τα φαντάσματα δε θα μας ενοχλήσουν, έχω συμβόλαιο."
"Τι!; Μα τον Καπλέν, πότε έκανες συμβόλαιο και γιατί; Γιατί;" ψιθύρισε εκείνος με τρόμο, αρπάζοντας το χέρι της.
"Λέξη σε κανέναν, ούτε στον Τζουν. Δε χρειάζεται να ξέρει. Κουβέντα, αλλιώς θα φάω τα μέσα σου βραστά και θα βάλω το άδειο κουφάρι σου να πουλήσει το ίδιο σου το αίμα για σούπα στην Κρεαταγορά, κατάλαβες;" του είπε ψυχρά και αμέσως έσκυψε πάλι πάνω από την κοπέλα.
Ξεροκατάπιε έκπληκτος.
"Το κουκούλι Μιρό. Τώρα."
Άνοιξε το στόμα του και έβηξε αργά και αηδιαστικά, σα να προσπαθούσε να κάνει εμετό. Έφτυσε ένα πηχτό, ιριδίζον σάλιο στο μέγεθος ενός καρυδιού και ξεκίνησε να το ανοίγει και να το απλώνει με τα δάχτυλά του.
Και λίγο πριν το ξημέρωμα, με το τυλιγμένο πτώμα δεμένο στην πλάτη του Μιρό μπήκαν ξανά στην Ιντάλια. Το μέρος που, όσοι λιγοστοί άνθρωποι της Γης είχαν δει με τα μάτια τους, ανέφεραν ως τον Κόσμο Πίσω από τα Κάτοπτρα
 
      Ο κρυφός δρόμος για την κατοικία του Τζουν, ξεκινούσε από τις προπολεμικές κατακόμβες του Τάγματος των Πράσινων Μάγων. Οι λαθρέμποροι που τις χρησιμοποιούσαν για τις αγοραπωλησίες τους, δεν τους έδωσαν καμία σημασία. Μέσα από ένα γκρεμισμένο τοίχο, μπήκαν σε ένα ακόμα πιο κρυφό μονοπάτι, που κατέληγε στη σπηλιά των Γυμνών Αλεπούδων. Οι Αλεπούδες ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνες για όσους δε γνώριζαν τις συνήθειές τους αλλά η προγιαγιά του Μιρό καταγόταν από αυτή τη φυλή, όπως και ο δεύτερος σύζυγος της Άρμπα. Έδωσαν τα απαραίτητα διαπιστευτήρια και τη γλύτωσαν μόνο με μερικά περίεργα βλέμματα προς το υπερμεγέθες κουκούλι. και στην έξοδο της σπηλιάς αντίκρισαν τις Λίμνες, που γυάλιζαν σα φανταχτερό ύφασμα κάτω από το λευκό φως του φεγγαριού.
     Όταν το πόδι του βούτηξε μέσα στην πρώτη Λίμνη ο Μιρό ανατρίχιασε. Ήξερε περισσότερα απ’όσα θα ηθελε, για τις συμφωνίες των ζωντανών με τα Φαντάσματα. Αν ο Τζουν κατάφερνε να πάρει τα μάτια του πίσω και γινόταν πάλι ο θρυλικός Πανόπτης – ο πιο δυνατός και αγαπημένος βασιλιάς που είχε ποτέ η Ιντάλια – σίγουρα θα κατάφερνε να σπάσει το συμβόλαιο της Άρμπα, πριν λήξει ο χρόνος που προφανώς της είχαν ορίσει. Δεν ήξερε κανέναν άλλον να έχει καταφέρει κάτι τέτοιο, αλλά ο Τζουν σίγουρα θα μπορούσε. Χωρίς αμφιβολία. Σίγουρα.
      Ο Μιρό Σπιτερόλομιου, διάδοχος της ένδοξης γενιάς των Αραχνοειδών, κοίταξε την Πορφυρή Δούκισσα που περπατούσε μπροστά του. Τα μπερδεμένα μαλλιά της χάιδευαν απαλά το σβέρκο της. Όσο κι αν προσποιόταν πως απλά την υπέμενε τα τελευταία τρία χρόνιαγια χάρη της Επανάστασης έλεγε σε όλουςχωρίς την Άρμπα Λούσα στο πλάι του, δεν είχε κανέναν λόγο ύπαρξης.

     "Είμαι περίεργος να δω τι στο καλό κάνετε εδώ, τόσο σύντομα μετά τη σύλληψη του Ιαγουάρου. Και κουβαλώντας κάποιον που δεν έχει πάρει ανάσα εδώ και ώρες" μουρμούρισε εκνευρισμένος ο Τζουν, καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του.
      Το εντυπωσιακό του παράστημα με τους φαρδείς ώμους και τη λεπτή μέση, γέμιζε το χώρο. Φαινόταν πάντα νέος, αν και κουβαλούσε τουλάχιστον έξι αιώνες στην πλάτη του. Τα καστανά μαλλιά του έπεφταν ελεύθερα στην πλάτη του και τα ριχτά, γκρίζα ρούχα του έμοιαζαν με σύννεφα φουσκωμένα πριν την καταιγίδα.
Αλλά ο Μιρό, κάθε φορά που τον επισκέπτονταν χάζευε μόνο το σημείο του προσώπου που κάποτε βρίσκονταν τα μάτια του και σκεφτόταν Καπλέν Μεγαλοδύναμε, όλη η οργή της Σαφόν στον πόλεμο πριν τετρακόσια χρόνια, έπεσε πάνω σε αυτά τα μάτια.
     Κάποτε είχαν το χρώμα της φρέσκιας, βουτυρένιας καραμέλας, είχε δει προπολεμικά πορτραίτα. Μετά τη μάχη του με τη Νεκρομάντισσα απέμειναν κατάμαυρα χωρίς χιτώνα, ίριδα ή κόρη. Δυο καρβουνιασμένα αμύγδαλα, που αγκαλιάζονταν από έναν περίτεχνα σχηματισμένο, ουλώδη ιστό σα δαντελένια μάσκα, βγαλμένη από την πιο αρρωστημένη φαντασία κάποιας Ανώτερης Ερινύας.
ες να ξαναδείς επιτέλους το παλάτι σου και τα ορμητικά, ορειχάλκινα ποτάμια του; Να πάρεις πίσω ό,τι σου έκλεψαν;" απάντησε η Άρμπα.
Ο Τζουν σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος του και περίμενε αμίλητος. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα.
"Η Ιχνηλάτης Σιμπίλα δεν ξεψύχησε κάτω από το σπαθί της Σαφόν, όπως μας άφησε αυτή η σιχαμένη να πιστεύουμε. Εξορίστηκε στην Άλλη Πλευρά."
Περπάτησε αργά προς το μέρος της.
"Δεν ήθελα να σου πω κάτι πριν σιγουρευτώ. Την αισθάνθηκα μερικές μέρες πριν. Η Σαφόν δεν έχει καταλάβει τίποτα, οι κατάσκοποί μας στο παλάτι είναι βέβαιοι. Και προφανώς" είπε με ένα στραβό χαμόγελο "αυτή δεν είναι η Σιμπίλα."
"Μια απόγονος..." ψιθύρισε ο Τζουν, γονατίζοντας πάνω από την κοπέλα. "Αλλά, είναι νεκρή."
"Αδιαμφισβήτητα, εδώ και ώρες. Όπως το είπες στην αρχή. Έμπεν Γιάνσκε" διάβασε διστακτικά την τσαλακωμένη ταυτότητα, που έβγαλε από την τσέπη του φορέματός της. "Αυτοκτόνησε, πολύ πριν της δοθεί η ευκαιρία να ουρλιάξει βλέποντάς μας να βγαίνουμε από τον καθρέφτη της."
"Άρα...πώς ακριβώς θα μας χρησιμεύσει;"
"Αν βρεις ένα τρόπο να μην είναι πια νεκρή."

     Ο Μιρό καθόταν ξυπόλητος στο πάτωμα του σαλονιού.  
Η Άρμπα είχε δίκιο για τις ηλίθιες τις μπότες.  
Ο Τζουν καθόταν δίπλα του, εξαντλημένος και κατάχλωμος. Κάπνιζε ασταμάτητα κάτι στριφτά που του είχαν φέρει μήνες πριν, από το Ζαχαρένιο Λάκκο. Έξω, ο μεσημεριανός ήλιος έκαιγε γαλαζοκίτρινος ολόκληρη τη χώρα και εκείνοι κοιτούσαν παγωμένοι το μεγάλο, δρύινο τραπέζι στη μέση του καθιστικού.
      Η Έμπεν ήταν ξαπλωμένη πάνω του, τα καστανά μαλλιά της έπεφταν από τις άκρες του επίπλου σαν σκισμένο τραπεζομάντηλο. Ήταν καθαρή και ντυμένη. Η μαυρισμένη καρδιά της είχε γίνει τρεις κουταλιές της σούπας στάχτη. Η Άρμπα ήταν ξαπλωμένη δίπλα της. Η μισή από τη δική της καρδιά χτυπούσε μέσα στην Ιχνηλάτη τώρα. Η μισή από την υπέροχη, μεγάλη, μαγική καρδιά της προσπαθούσε εδώ και ώρες να κάνει το λιγοστό αίμα της Έμπεν να πολλαπλασιαστεί και να κυλήσει στις φλέβες της, δίνοντας της ξανά ζωή. Ζωή δανεισμένη.
     "Με τις δυνάμεις σου ως καταλύτη, είναι το μόνο που μπορώ να κάνω, έτσι όπως είμαι τώρα" είχε πει ο Τζουν στην Άρμπα. "Δεν ξέρω αν θα πετύχει, δεν το έχω επιχειρήσει ποτέ. Αν πετύχει και ζήσετε και οι δύο, θα κρατήσει εκατό ημέρες, ίσως λίγο παραπάνω. Η κοπέλα θα είναι όπως πριν, συνείδηση, αναμνήσεις, τα πάντα. Αν καταφέρουμε σε αυτό το χρόνο να πάρουμε τα μάτια μου πίσω, μπορώ να σας σώσω και τις δύο μόνιμα. Αν όχι-"
"-θα πετύχει. Και θα τα καταφέρουμε" είχε απαντήσει με σιγουριά εκείνη. "Τα λέμε σε λίγο μικρέ" ψιθύρισε στον Μιρό χαμογελώντας.
Είχαν περάσει σχεδόν πέντε ώρες από τότε. Και καμιά από τις δυο τους δεν είχε αφήσει έστω την υποψία μιας αναπνοής.
Δεν ξέρω αν θα πετύχει.
     Κοίταξε τον Τζουν, θυμωμένος και βουρκωμένος, έτοιμος να τον χτυπήσει μέχρι θανάτου που του έκλεψε την αγαπημένη του, πριν καν προλάβει να της πει πώς νιώθει.
Και ξαφνικά, με την άκρη του ματιού του έπιασε κίνηση επάνω στο τραπέζι, αλλά δεν τόλμησε να γυρίσει το βλέμμα του. "Τα κατάφερες...;" ψέλλισε μόνο, με τρεμάμενη φωνή.
Ο πρώην βασιλιάς σήκωσε, ανέκφραστος, από το πάτωμα ένα ποτήρι με καυτό κονιάκ, ανακατεμένο με τη στάχτη της καρδιάς της Έμπεν και το ήπιε μονορούφι, δένοντας το ξόρκι.
"Εκατό μέρες μικρέ" είπε με ένα θλιμμένο χαμόγελο. "Καλύτερα να βιαστούμε."

Α. Γάρδα
 
**Photo: Egyptian Pharaoh Adorned Heavy Metal Compact Mirror
    Photo credit: The Vintage Onion 2012

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση