Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 18

    


    Όταν ξύπνησε ο Τσανγιόλ, η Μάριαμ στεκόταν από πάνω του κρατώντας το μπαστούνι του.
«Θέλεις να πάμε μια βόλτα;» του είπε γλυκά.
Για κάποιον λόγο, δεν της είπε ότι ήταν η πρώτη φορά στις τόσες δεκαετίες εκεί μέσα, που η μέση του δεν τον πονούσε. Ανασηκώθηκε, άπλωσε το χέρι του και το πήρε. Στηρίχτηκε πάνω του και στάθηκε όρθιος.
«Σου έχω ετοιμάσει για να πλυθείς. Έφερα φρέσκο νερό από τη λίμνη» συνέχισε εκείνη, προσπαθώντας να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της.
«Δε χρειαζόταν, θα το έκανα μόνος μου.»
«Ανοησίες· και βέβαια χρειαζόταν. Αν το έκανες μόνος σου, θα κουραζόσουν πριν ακόμα βγούμε και δε θα ευχαριστιόσουν τη βόλτα μας. Θέλω να ευχαριστηθείς τη βόλτα μας, τόσος κόσμος θα σε δει» του απάντησε και αμέσως μαζεύτηκε. «Δεν εννοώ... δηλαδή, αν θες, πάμε και βόλτα προς τους λόφους, δεν είναι ανάγκη να πάμε προς τη λίμνη.»
Ο Τσανγιόλ μειδίασε.
«Η Φαλάκ;»
«Έχει πάει με τον Ρέο στον πύργο.»
«Δέχτηκε να τους δει απόψε;»
«Ναι» του χαμογέλασε πλατιά.
«Και όλοι οι υπόλοιποι είναι ακόμα στη λίμνη;»
«Εκτός από όσους λίγους έχουν ήδη παραδοθεί στη λήθη, βέβαια. Κανείς δε θα φύγει από εκεί, αν δε μιλήσει ο Μάτου.»
«Οι Μηχανουργοί θα νιώθουν τόση μοναξιά τις τελευταίες μέρες» μονολόγησε θλιμμένα ο Τσανγιόλ. «Ας περάσουμε πρώτα από τα καταστήματα να τους επισκεφθούμε. Και ύστερα... ας πάμε στη λίμνη.»
«Αλήθεια; Αλήθεια, αγαπημένο μου παιδί!;»
«Αλήθεια.»
«Αχ, με κάνεις τόσο χαρούμενη! Νόμιζα πως είχες χάσει τις ελπίδες σου για πάντα!» φώναξε η Μάριαμ και τον αγκάλιασε σφιχτά.
    Ο Τσανγιόλ έγειρε λίγο, για να χωρέσει ολόκληρος στην αγκαλιά της μικροκαμωμένης γυναίκας, αγνοώντας τη θολούρα που είχε τυλίξει τη μορφή της στην επαφή με το σώμα του.
«Νομίζεις... πως υπάρχει χώρος για κάποιον σαν εμένα, σε αυτόν τον, τόσο ξένο μου πια, έξω κόσμο;» της ψιθύρισε.
Εκείνη του χάιδεψε στοργικά την πλάτη.
«Τσανγιόλ μου... νομίζω πως κάποιος σαν εσένα θα βρίσκει πάντα τον χώρο, σε οποιονδήποτε κόσμο.»
Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Νομίζεις...» είπε πάλι, συγκρατώντας με κόπο έναν λυγμό που όρμηξε ξαφνικά στην επιφάνεια «... ότι αξίζω έναν χώρο εκεί έξω;»
Η Μάριαμ απομακρύνθηκε αρκετά για να τον κοιτάξει και πάλι.
«Νομίζω πως, ακόμα κι αν θες να συνεχίσεις να τιμωρείς τον εαυτό σου με τις ενοχές μιας ζωής που ποτέ δεν διάλεξες ακριβώς, αξίζεις τουλάχιστον να το κάνεις ανάμεσα στους ζωντανούς.» 
Εκείνος μειδίασε ειρωνικά.
«Παίρνει λίγες μέρες για να ξεθολώσει η μνήμη σου από τη ρουτίνα της Τσαγιέρας, όταν ξυπνάω» είπε.
«Αλλά όταν ξεθολώνω, είμαι εδώ» του χαμογέλασε με κατανόηση.
«Σκέφτηκα για μια στιγμή, πως ίσως θα προλάβαινα να σου κλέψω μερικές λέξεις ψεύτικης παρηγοριάς.»
«Θα βοηθούσε καθόλου αν τα κατάφερνες;»
«Ποιος ξέρει...;» μονολόγησε και χτύπησε το μπαστούνι του στο πάτωμα. «Πάμε;»
«Και βέβαια πάμε· έχεις να οργανώσεις μια επανάσταση!»
«Ναι, ναι, πολύ αστείο.»
«Και από την άλλη, τόσο ταιριαστό» απάντησε εκείνη εύθυμα και βγήκε από το δωμάτιο μουρμουρίζοντας τραγουδιστά.

***

    Ο Ρέο βρέθηκε σ’ενα μικρό δωμάτιο, πλήρως άδειο από έπιπλα και άλλα αντικείμενα. Ένα στενό παράθυρο στα δεξιά του, προσέφερε ελάχιστο, γαλάζιο φως. Διέκρινε μια μικρή πόρτα πίσω του. Προσπάθησε να την ανοίξει, μα δεν τα κατάφερε. Άκουσε μόνο χοντρές αλυσίδες να κουδουνίζουν πάνω στο καιρισμένο ξύλο, από την άλλη πλευρά. 
Κοίταξε μπερδεμένος γύρω του. Φαινόταν να είναι μόνος, ενώ δεν έπρεπε. Μα, λίγο μετά, μια ανεπαίσθητη κίνηση σε μια σκοτεινή γωνία, τράβηξε την προσοχή του.
«Οφν;» ψιθύρισε.
«Μπα; Με θυμάσαι μετά από πενήντα χρόνια;» απάντησε εκνευρισμένα ο καλικάντζαρος.
«Μην είσαι έτσι. Δεν είχα κανέναν λόγο να πιστεύω ότι σου συνέβη κάτι, μέχρι τώρα. Εσύ είσαι που με άφησες τόση ώρα να αναρωτιέμαι τι κάνω εδώ μέσα, νομίζοντας ότι είμαι μόνος.»
«Εσύ με άφησες τόσα χρόνια και γκρινιάζεις για λίγα λεπτά, που χρειάστηκα για να αποδεχτώ ότι είσαι, επιτέλους, εδώ;»
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο, αγαπητέ μου» απάντησε ήρεμα ο Ρέο. 
«Ο σιχαμένος έχει χρησιμοποιήσει το αληθινό μου όνομα σε Διαταγή, για να με κρατάει φυλακισμένο και μακριά απ’όλους» ανταπάντησε ο Οφν.
«Ναι, το κατάλαβα.»
«Και συνέχεια γαβγίζει Διαταγές, ανάλογα το πώς θέλει να με βασανίσει κάθε φορά.»
«Βέβαια, δεν ήταν ανάγκη να βγάλεις δύο φρονιμίτες σου για να υπερβείς για λίγο τη Διαταγή· ένας θα έφτανε.»
«Ένας, θα έμοιαζε παράταιρος στο περιδέραιο της Αμπούγια, που εκτιμά τόσο την αρμονία σε όλα της. Ακόμα κι αν δεχόταν να χρησιμοποιήσει αυτόν τον έναν μόνο του, ο Μάτου θα το πρόσεχε αμέσως.»
«Ίσως.»
«Σίγουρα θα το πρόσεχε, άκου με που σου λέω. Έχουμε μείνει όλοι μας εδώ μέσα πολύ καιρό· δεν κάνουμε και τίποτε άλλο, παρά να ασχολούμαστε με τους ψυχαναγκασμούς του καθενός.»
«Είχα καταλάβει και από πριν ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν δεν ήρθες να με υποδεχτείς στην προηγούμενή μου επίσκεψη. Θα σε έβρισκα και χωρίς τα δόντια σου.»
«Πέρασαν πέντε δεκαετίες μέχρι να καταλάβεις ότι κάτι δεν πάει καλά, ηλίθιε Δαίμονα. Κι αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά με το κορίτσι από τον έξω κόσμο, θα έλιωνα εδώ μέσα δίχως καμία ελπίδα. Μην παριστάνεις ότι νοιάστηκες για εμένα ξαφνικά.»
«Ναι, αλλά οι φρονιμίτες σου ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχες, Οφν. Δεν έπρεπε-»
«-να τους χαραμίσω; Αυτό ήθελες να πεις; Δεν έπρεπε να τους χαραμίσω για να σώσω επιτέλους τη ζωή μου, τώρα που παρουσιάστηκε ίσως η μοναδική μου ευκαιρία να το κάνω; Σίγουρα δεν ήθελες να πεις αυτό, άχρηστε Δαίμονα. Γιατί αν σκόπευες να πεις αυτό, σου ορκίζομαι πως θα χώσω το χέρι μου στον οισοφάγο σου για να πάρω πίσω τα πολύτιμά μου δοντάκια, που προφανώς πάνε χαμένα μέσα στη σάπια σου ύπαρξη.»
Ο Ρέο χαμογέλασε νοσταλγικά.
«Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω» είπε, αλλά σοβάρεψε αμέσως και υποκλίθηκε βαθιά. «Και ζητώ ειλικρινά συγγνώμη, που άφησα τον εγωισμό μου απέναντι στον Μάτου να υπερβεί το αληθινό μου ενδιαφέρον για σένα, όπως και για όλα τα πλάσματα της Τσαγιέρας. Σε απογοήτευσα με τον χειρότερο τρόπο και αυτό είναι κάτι που είχα ορκιστεί να μην κάνω για κανέναν εδώ μέσα.»
Ο Οφν έκανε δυο βήματα μπροστά και βγήκε στο γαλάζιο ημίφως. Το σώμα του ήταν ταλαιπωρημένο και ζαρωμένο – περισσότερο από όσο ήταν εκ του φυσικού του – και το κάτω μέρος του προσώπου του ήταν γεμάτο ξεραμένο, σκούρο αίμα. Τα μάτια του ήταν πρησμένα από το κλάμα και ακόμα έσταζαν ποτάμι τα πηχτά του δάκρυα.
«Δεν κλαίω επειδή με συγκίνησες, κάθαρμα.»
«Το ξέρω» απάντησε χαμηλόφωνα ο Ρέο και σηκώθηκε πάλι.
«Αλήθεια; Ξέρεις; Ξέρεις τι σημαίνει να πρέπει να βγάλω με τα ίδια μου τα χέρια, τα πιο όμορφα, τα πιο ριζωμένα μου δόντια και χωρίς κανενός είδους αναισθησία ή ανακουφιστικό φίλτρο, για να είμαι σίγουρος ότι το βασανιστήριό μου θα μπορέσει να ακυρώσει, για λίγο, τη Διαταγή του ισχυρότερου μάγου των ανθρώπων;»
«Ξέρω τη διαδικασία, ναι.»
«Αλλά δεν έχεις ιδέα!»
«Αλλά δεν έχω ιδέα...» επανέλαβε υπάκουα ο Δαίμονας «... πόση δύναμη και κουράγιο χρειάστηκε για να το κάνεις στ’αλήθεια.»
«Γι’αυτά κλαίω. Για τα δόντια μου κλαίω! Για εμένα κλαίω!»
«Το ξέρω.»
«Κι αν δεν ήταν για χάρη του Τσανγιόλ, δεν θα είχες πάρει χαμπάρι τίποτα και θα με είχες εγκαταλείψει για πάντα!»
Ο Ρέο δεν απάντησε. Έσκυψε μόνο το κεφάλι του αυτή τη φορά, έχωσε τα χέρια του μέσα στα πέπλα και άρχισε να ψαχουλεύει. Όταν τα έβγαλε ξανά, άπλωσε το ένα προς τον Οφν· τα δυο του δόντια έλαμπαν, πεντακάθαρα και αιχμηρά, στην παλάμη του.
«Δεν τα θέλω» γρύλισε ο καλικάτζαρος. «Κράτα τα· να θυμάσαι την προδοσία σου, κάθε φορά που θα παριστάνεις τον μεγαλόψυχο θεό εδώ μέσα.»
Ο Ρέο έσφιξε τα χείλη του, συγκράτησε τα δικά του δάκρυα και έβαλε πάλι τα δόντια στα σωθικά του. Μα όσο είχε πάλι το κεφάλι του σκυμμένο, παρατήρησε κάτι στο πάτωμα του χώρου.
«Τώρα κατάλαβα που είμαστε» είπε χαμηλόφωνα. «Είχα δίκιο τελικά.»
«Για ποιο πράγμα;»
«Ο Μάτου σε φυλάκισε και σε Διέταξε σε σιωπή και απομόνωση, λόγω του Τσανγιόλ; Ξέρει πώς να ελευθερώσουμε τον Τσανγιόλ και δε θέλει να το μάθει κανένας άλλος; Και το ξέρεις κι εσύ;»
Ο Οφν σκούπισε ξαφνικά τα δάκρυά του και χαμογέλασε συνωμοτικά.
«Είσαι μεγάλος εγωιστής, Ρέο· αλλά ήσουν πάντα πανέξυπνος εγωιστής. Και δε σου λέω κουβέντα αν δε με ελευθερώσεις.»
Ο Δαίμονας τον πλησίασε και άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του, το ιδρωμένο, ξεφλουδισμένο του μέτωπο. Σχημάτισε ένα μικρό αλλά πολύπλοκο σύμβολο και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Οφν Μίριου του Νοτίου Φαραγγιού της Εοκατάριον...» απήγγειλε σχεδόν μηχανικά «... σε απαλλάσσω από κάθε Διαταγή του Μάτου Άμπουα της Δυτικής Ιλιάμα. Από εδώ και πέρα, θα είσαι γνωστός ως Οφν Μίριου του Νοτίου Φαραγγιού της Εοκατάριον και του Έκτου Υπογείου του Κόσμου και ο Μάτου Άμπουα της Δυτικής Ιλιάμα δε θα έχει καμία γνώση του νέου αληθινού ονόματός σου και καμία δύναμη επάνω σου. Από εδώ και πέρα, θα ξεχάσεις το αληθινό όνομα του Μάτου Άμπουα της Δυτικής Ιλιάμα και δε θα έχεις καμία δύναμη επάνω του.»
Ο καλικάντζαρος έγειρε απότομα πίσω, σα να τον είχε σπρώξει κάποιος με δύναμη. Ο Ρέο τον συγκράτησε για να μην πέσει.
«Έγινε; Είμαι ελεύθερος;»
«Έπρεπε να σε δέσω σε εμένα για να παρακάμψω τον Δεσμό σου με τον Μάτου.»
«Μου έδωσες καινούριο όνομα. Δε θέλω καινούριο όνομα.»
«Δεν υπήρχε άλλος τρόπος και το ξέρεις. Και δούλεψε, μόνο και μόνο γιατί είμαι τόσο περισσότερο πολύχρονος από τον Μάτου. Μόλις μου αποκαλύψεις όσα ξέρεις για τον Τσανγιόλ, θα σε ελευθερώσω πλήρως.»
«Με εκβιάζεις ήδη;»
«Απλά σε παρακαλώ. Δε θέλω να χρησιμοποιήσω Διαταγή. Τις αντιπαθώ πλήρως. Αλλά έχω υποσχεθεί πως θα κάνω τα πάντα για την απελευθέρωση του Τσανγιόλ και αυτή η υπόσχεση βαραίνει πολύ περισσότερο καιρό μέσα μου· ακόμα και από την προδοσία μου προς εσένα.»
«Σε σιχαίνομαι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.»
«Είμαι απολύτως σίγουρος πως αυτό δεν είναι αλήθεια, όταν ξέρουμε και οι δύο τι σου έκανε ο Μάτου, που υποτίθεται πως ήταν σαν πατέρας σου· που σου έσωσε κάποτε τη ζωή και σε μεγάλωσε με αγάπη και κατανόηση. Και, σε αντίθεση με εσένα, εγώ δε λέω ποτέ ψέμματα· ούτε χάριν δραματικής υπερβολής, όπως κάνεις εσύ τώρα. Δε με σιχαίνεσαι όσο λες. Και, παράλληλα, ξέρω ότι συμπαθείς πολύ και τον Τσανγιόλ. Πες μου, σε παρακαλώ. Όχι υπό την απειλή μιας νέας Διαταγής· αλλά υπό την ευτυχή ανάμνηση αυτού του επίσης βασανισμένου θνητού άνδρα, που σε έμαθε κάποτε να τραγουδάς.»
Το ύφος του Οφν μαλάκωσε ξαφνικά.
«Δε θα σου αρέσουν όσα θα σου πω.»
«Κι όμως, οφείλω να τα ακούσω.»
«Πολύ καλά» ξεφύσηξε ο καλικάντζαρος και έκατσε οκλαδόν. «Αρχικά, θα πρέπει να ξέρεις πως όλη η ιστορία με το κορίτσι με το Αληθινόματο από τον έξω κόσμο, δε θα οδηγήσει πουθενά.»
«Γιατί;»
«Γιατί δεν υπάρχουν απόγονοι του Μάτου.»
Ο Ρέο έκλεισε τα μάτια του σφιχτά και αναστέναξε.
«Το ήξερες;» ρώτησε έκπληκτος ο καλικάτζαρος.
«Το έμαθα πριν λίγες ώρες.»
«Κι όμως, φαίνεσαι να χλώμιασες. Περισσότερο από το συνηθισμένο, χαλασμένο σου χρώμα.»
«Μόνο σκέφτομαι... τι σημαίνει που κι εσύ το ήξερες· πιθανότατα για χρόνια.»
«Ναι, καλά· δεκαετίες, θες να πεις.»
Ο Ρέο γούρλωσε τώρα τα μάτια του, αληθινά έντρομος για μια στιγμή.
Έκατσε οκλαδόν απέναντι στον Οφν.
«Συνέχισε» είπε ψυχρά, προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή που αρχισε να φουντώνει μέσα του.

***

    Η Φαλάκ είχε κολλήσει την πλάτη της στον τοίχο του διαδρόμου και στεκόταν έτοιμη να χρησιμοποιήσει το μπαστούνι της ως όπλο, όσο ο Μάτου βοηθούσε την Αμπούγια να μαζέψει τις πέτρες από το διαλυμένο περιδέραιό της. Ξαφνικά, ο μάγος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ψηλά.
«Ο Δεσμός... έκοψε τον Δεσμό...» ψιθύρισε έντρομος. «Οφν! Οφν!!! Τι έκανες, άχρηστο πλάσμα!;» φώναξε μετά και γύρισε προς τη Φαλάκ.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της.
«Δεν ξέρω τίποτα» είπε και σήκωσε το μπαστούνι.
«Ήξερες για τη Ζούρι. Τι άλλο έχετε σχεδιάσει;»
«Για τη Ζούρι το έμαθα τώρ-μισό λεπτό. Ήξερες κι εσύ για τη Ζούρι!»
Ο Μάτου αναστέναξε και συνέχισε να μαζεύει πέτρες. Η Αμπούγια δεν τους έδινε καμία σημασία και απλά προσπαθούσε να ξανασυνθέσει το περιδέραιο· το βλέμμα της ήταν άδειο, όλες οι αισθήσεις της ξαφνικά αποκομμένες από το παρόν.
«Το ‘ξερα ότι δε φάνηκες στ’αλήθεια έκπληκτος όταν σου είπα γι’αυτήν! Γι’αυτό φυλάκισες τον Οφν; Για να μη μας πει για τη Ζούρι;»
«Ήρθες στην έπαυλη απλά για να ικανοποιήσεις την περιέργειά σου και τώρα, θα τα καταστρέψεις όλα...»
«Αλλά γιατί να τον φυλακίσεις γι’αυτό; Γιατί να μην ξέρει ο Ρέο για τη Ζούρι και να χαραμίσει δεκαετίες να ψάχνει ευκαιρία να βρει τους απογόνους σου;»
«Ένα απλό, θνητό κορίτσι που βρέθηκε ξαφνικά με Αληθινόματο και νομίζει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα...»
«Γιατί να μην του πεις κατευθείαν την αλήθεια και να συνεχίσετε να ψάχνετε μαζί, άλλον τρόπο να ελευθερώσετε τον Τσανγιόλ;»
«Θα πάψεις να μπλέκεσαι σε πράγματα που δε σε αφορούν;»
«Ήθελες να τον κρατάς απασχολημένο με την αναζήτηση βοήθειας για τους απογόνους; Για να μην προσέξει ότι μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι τρόποι;»
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος!!!» ούρλιαξε εκείνος ξαφνικά.
Η Αμπούγια κοκκάλωσε στη θέση της, αλλά δε σήκωσε τα μάτια της.
Η Φαλάκ ξεκόλλησε από τον τοίχο και περπάτησε κοντά του.
«Πάντα υπάρχει τρόπος. Μπορεί να είναι τρόπος που δε μας αρέσει ή δε μας βολεύει, αλλά πάντα υπάρχει.»
Ο Μάτου σηκώθηκε και στάθηκε βλοσυρός απέναντί της.
«Τι είσαι διατεθειμένη να κάνεις εσύ για τον Τσανγιόλ;»
«Τι εννοείς; Έκανα ήδη όσα μπορούσα.»
«Θα θυσίαζες την αγαπημένη φίλη σου, με το άλλο Αληθινόματο, αν ήταν ο μόνος τρόπος να τον ελευθερώσεις;»
«Δε στέκει αυτό που λες. Εγώ και η φίλη μου δεν έχουμε καμία σχέση-»
«-αν μάθαινες πως ήταν ο μόνος τρόπος για να βγάλεις έναν αθώο άνθρωπο από τη φυλακή του, που βασανίζεται εδώ και έναν αιώνα χωρίς να έχει φταίξει σε τίποτα... θα τη θυσίαζες;»
Η Φαλάκ έμεινε παγωμένη για μια στιγμή. Δεν είχε ιδέα αν μπορούσε – ή αν ήθελε – έστω και να σκεφτεί την απάντηση.
    Ξαφνικά, ένιωσε μια παρουσία πίσω της. Γύρισε και είδε τον Ρέο· και δίπλα του, ένα μικρόσωμο, ταλαιπωρημένο πλάσμα.
«Οφν;» ρώτησε διστακτικά. «Είσαι ο Οφν;»
«Πάμε αγαπητή μου» της είπε ανέκφραστα ο Δαίμονας, τυλίγοντας το χέρι του προστατευτικά στους ώμους του πλάσματος. «Δεν έχουμε άλλη δουλειά εδώ. Ξέρω τα πάντα.»
Ο Μάτου όρμηξε καταπάνω τους.
«Πώς τόλμησες να του πεις, καταραμένε καλικάντζαρε!;»  
Ο Ρέο σήκωσε το άλλο χέρι του και σταμάτησε τον μάγο.
«Εσύ πώς τόλμησες να μου κρύψεις κάτι τέτοιο;»
«Πώς μπορείς και με ρωτάς!; Πώς μπορούσα να σου πω!;»
Τα μάτια του Ρέο γέμισαν δάκρυα.
«Επειδή είμαι Δαίμονας, δε με εμπιστευόσουν να το κάνω; Επειδή με θεωρείς φίλο σου, δεν ήθελες να σε απογοητεύσω;»
Ο Μάτου γούρλωσε τα μάτια του· και ύστερα κατέρρευσε στο πάτωμα.
«Δεν έχει σημασία που είσαι Δαίμονας ή φίλος μου. Είσαι, πάνω απ’όλα, εσύ. Και γι’αυτό, ήμουν σίγουρος ότι θα το κάνεις χωρίς δισταγμό» είπε παραιτημένα και άρχισε να κλαίει γοερά.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Φαλάκ.
«Πάμε αγαπητή μου» επέμεινε ο Ρέο και ξεκίνησε να την τυλίγει με τα πέπλα του.
«Μισό λεπτό!» τραβήχτηκε εκείνη και πλησίασε ξανά τον Μάτου. «Η Ζούρι θέλει να σε δει.»
«Δεν υπάρχει τίποτα να δει» μουρμούρισε ο μάγος.
«Έχει υποβάλλει τον εαυτό της σε μια αφύσικα παρατεταμένη ζωή, ξέροντας ότι το δήθεν πνεύμα σου δεν έχει σβήσει, μόνο και μόνο με την ελπίδα να σε ξαναδεί και να σου μιλήσει.»
«Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Τι να της πω, πώς να της εξηγήσω;»
Η Φαλάκ τον άρπαξε θυμωμένη.
«Εσύ και η Αμπούγια την φέρατε σε αυτόν τον κόσμο! Και ύστερα την άφησες μόνη, γιατί δεν είχε τις μαγείες σας!»
«Για να την προστατέψω!»
«Την άφησες μόνη!» τον έσπρωξε ξανά πίσω η Φαλάκ. «Ήσουν ο ισχυρότερος μάγος του κόσμου και θα μπορούσες να κάνεις τα πάντα για χάρη της, αν ήθελες!»
«Την έδιωξα για να ζήσει ελεύθερη, πέρα από τις μαγείες ή το βάρος της συγγένειάς της με μένα ή την Αμπούγια» αναστέναξε. «Έκανα το καλύτερο που μπορούσα. Θυσίασα όλη μου την ύπαρξη για να την προστατέψω ξανά, όταν η δική μου πραγματικότητα απείλησε να καταπιεί τη δική της.»
«Τότε, κάντο και πάλι! Βγες εκεί έξω, να πεθάνεις όπως πρέπει, στην αγκαλιά της!»
Εκείνος έμεινε σιωπηλός για λίγο. 
«Δε μπορώ...» ψιθύρισε τελικά. 
Τα πέπλα του Ρέο τράβηξαν μαλακά τη Φαλάκ μακριά από τον Μάτου· εκείνη αφέθηκε, έκπληκτη και παραιτημένη μαζί. 
Ο Δαίμονας τη σήκωσε και πάλι στα χέρια του. Ο καλικάντζαρος έσφιξε στην αγκαλιά του το μπαστούνι της. Και έφυγαν σέρνοντας τα βήματά τους, αφήνοντας τον Μάτου να κλαίει βουβά και την Αμπούγια να μαζεύει ακόμα τις πέτρες από το πάτωμα.

***

    Οι δύο γυναίκες περπάτησαν για αρκετή ώρα ανάμεσα στα δέντρα του κτήματος, κάτω από το αδύναμο φως της νέας σελήνης. Το Αληθινόματο της Γκιούλι τραβούσε σα φάρος όλα τα πλάσματα του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο που ζούσαν στην περιοχή. Απόψε δεν τους έδωσε σημασία, πλήρως απορροφημένη στο να ανακαλύψει τη Μητέρα Κουκουβάγια· ξέροντας πως αν σταματούσε να χαιρετήσει το καθένα – και τελικά, ως συνήθως, να μπλεχτεί σε ατέλειωτες συζητήσεις μαζί τους – θα τους έπαιρνε το πρωί. Κι εκείνα τα καημένα ξεκίνησαν να την ακολουθούν, παλεύοντας να της τραβήξουν την προσοχή, νομίζοντας πως το Αληθινόματό της είχε χαλάσει. Πολύ σύντομα, έμοιαζαν με κάποιο από τα αιθέρια, φασαριόζικα μπουλούκια που τριγυρνούσαν, χωρίς σκοπό ή κατεύθυνση, στα βάθη των απομονωμένων δασών, τις νύχτες των ισημεριών και των ηλιοστασίων.
«Ίσως πρέπει να τους πεις ότι τους βλέπεις, αλλά ότι θα μιλήσετε μετά» είπε η Κλέουσα, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της αρκετά, για να ακουστεί πέρα από τις μουρμούρες του μικρού πλήθους στο κατόπι τους. 
«Τους το είπες εσύ ήδη, πολλές φορές.»
«Δε θα σταματήσουν αν δεν το ακούσουν από εσένα.»
«Αν πιάσω κουβέντα μαζί τους τώρα, δε θα ξεμπερδέψω ποτέ.»
«Δε χρειάζεται να πιάσετε κουβέντα. Απλά να τους το πεις και να συνεχίσουμε τον δρόμο μας με ηρεμία.»
«Σε όλα μου τα χρόνια, δεν έχω καταφέρει να μην παρασυρθώ σε παρανοϊκές και ανούσιες συζητήσεις μαζί τους, όσο κι αν νομίζω ότι είμαι προετοιμασμένη. Προτιμώ να μην το διακινδυνεύσω και να έχω όλη την προσοχή μου στραμμένη στο να βρω τη Μητέρα Κουκουβάγια.»
«Πώς μπορείς να έχεις όλη σου την προσοχή σε κάτι άλλο; Μιλάνε και κράζουν συνέχεια, μου προκαλούν πονοκέφαλο· και πάνε πολλοί αιώνες από την τελευταία φορά που είχα πραγματικό πονοκέφαλο.»
    Ξαφνικά, η Γκιούλι σταμάτησε να περπατά και έμεινε να κοιτάζει ένα νεαρό δέντρο μερικά μέτρα μπροστά τους. Η Κλέουσα σταμάτησε ένα βήμα παρακάτω. Το πλήθος των πλασμάτων κοκκάλωσε πίσω τους και η φασαρία έσβησε σταδιακά μέσα σε μερικές στιγμές.
«Τι είναι;» ψιθύρισε η Κλέουσα.
«Εκεί» έδειξε το δέντρο η Γκιούλι.
«Δε βλέπω τίποτα» επέμεινε η Κλέουσα, αλλά αμέσως χαμογέλασε. «Αυτό το δέντρο αποκλείεται να είναι πάνω από τριών ετών.»
«Ακριβώς» είπε η Γκιούλι. «Τα περισσότερα από τα κλαδιά του είναι ακόμα λεπτά και ευαίσθητα κλαράκια. Αλλά είναι φροντισμένο και καλοθρεμμένο. Θα έπρεπε να μεγαλώνουν τεντωμένα προς τα πάνω κι όχι να γέρνουν στα πλάγια, σα να κουβαλάνε αρρώστιες ή δεκαετίες πάνω τους.»
«Δεν κουβαλάνε αρρώστιες ούτε δεκαετίες» συμφώνησε η Κλέουσα, παρατηρώντας παράλληλα πως το πλήθος πίσω τους είχε εξαφανιστεί.
Η Γκιούλι στρέβλωσε το σώμα της σε μια περίεργη, βαθιά υπόκλιση.
«Σας εύχομαι μια καλή νύχτα, Μητέρα» σχεδόν φώναξε.
    Το πλάσμα που έψαχναν, εμφανίστηκε ξαφνικά σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Το τεράστιο σώμα της κουκουβάγιας, κουλουριασμένο επάνω στα κλαδιά του καημένου νεαρού δέντρου, δεν κουνήθηκε ούτε σπιθαμή. Το χάλκινο φτέρωμά της ιρίδισε και τα τρομακτικά, κατάλευκα μάτια της ανοιγόκλεισαν αργά.
«Ποια ενοχλητική είσαι εσύ απόψε;» είπε με βαθιά, σαγρή φωνή. «Το δεξί Μάτι-Που-Βλέπει ή το αριστερό;»
«Το δεξί, Μητέρα· και σας φέρνω και επισκέπτρια.»
«Εξαίσια. Θύμισέ μου, πότε είπα ότι δέχομαι επισκέπτες;»
«Υπέθεσα ότι τη συγκεκριμένη δε θα έχετε πρόβλημα να τη δεχτείτε, μια που είναι η αυθεντική Κλαίουσα Γυναίκα.»
Η Κλέουσα πλησίασε το δέντρο και άπλωσε το χέρι της προς την κουκουβάγια.
«Χαίρομαι που σε γνωρίζω νεαρή μου» είπε ήρεμα. «Δε θέλαμε να σε αναστατώσουμε. Χρειαζόμαστε μόνο μερικές απαντήσεις.»
Το πλάσμα έγειρε το κεφάλι της ελαφρά και μύρισε τη μαυροφορεμένη γυναίκα. Το φτέρωμά της ανασηκώθηκε και το κεφάλι της στριφογύρισε μερικές φορές, κάνοντας το καημένο το δέντρο να κουνηθεί πέρα-δώθε επικίνδυνα, σα φρέσκος μίσχος σε καταιγίδα.
«Πώς υπάρχεις ακόμα, αναλλοίωτη και αρτιμελής;» ρώτησε τελικά όταν κούρνιασε και πάλι. «Οι ιστορίες λένε ότι έζησες και πέθανες και ξαναξύπνησες ως η πρώτη του είδους σου, πριν χιλιάδες χρόνια. Και τι απαντήσεις μπορώ να δώσω εγώ σε μια θρυλική Κυρά κι Αρχόντισσα όπως εσύ;»
Η Κλέουσα χαμογέλασε.
«Δε θα φανταζόμουν άλλον πιο κατάλληλο να βρω εδώ, γι’ αυτό που θέλω να μάθω. Είσαι κι εσύ Κυρά ανάμεσα στους δικούς σου, Αρχόντισσα στο περιβόλι σου. Το είδος σου είναι το μόνο, εκτός από τα Σοφά και τα Αιώνια Πλάσματα, που μαθαίνει πράγματα και κρατάει μυστικά, που άλλα πλάσματα του κόσμου μας ούτε που φαντάζονται.»
«Είμαι αυτά που λες. Αλλά γιατί, κάποια σαν εσένα, να καταδέχεται μια απλή συνάντηση με μια Μητέρα Κουκουβάγια και να μην πάει στο Σοφό Πλάσμα της Επικράτειας, με όλες τις τυμπανοκρουσίες και τα πρωτόκολλα;»
«Μέχρι πριν λίγο, δεν είχες ιδέα ότι υπάρχω ακόμα. Λες να μου αρέσουν οι τυμπανοκρουσίες και τα πρωτόκολλα;»
«Και δε σε νοιάζει που το έμαθα τώρα; Ή που, υποθέτω, το ξέρουν ήδη και αυτοί οι καταραμένοι Δαίμονες που ήρθαν έξω από το περιβόλι μου πριν λίγο; Έτσι δεν είναι, Δεξί-Μάτι-Που-Βλέπει;» η Κουκουβάγια γύρισε τα λευκά της μάτια στην Γκιούλι. «Ξέρουν αυτά τα σιχαμένα αγρίμια για την Κλαίουσα; Έμαθα για δυο γυναίκες που συναντήθηκαν μαζί τους στα σύνορα, μαζί με τον Μούμπε. Και η δεύτερη δεν ήταν η άλλη ενοχλητική.»
«Έτσι είναι Μητέρα» απάντησε ανέκφραστα η Γκιούλι.
«Θα μπορούσα να στο απαντήσω κι εγώ αυτό» επενέβη η Κλέουσα, λίγο ενοχλημένη. «Δε χρειάζεται να με αγνοείς και να απευθύνεσαι στο θνητό κορίτσι. Είμαι ακόμα εδώ, μπροστά σου.»
«Ναι· κι αναρωτιέμαι ξαφνικά γιατί. Ήρθαν οι Δαίμονες και εμφανίστηκες από το πουθενά κι εσύ. Και θα απευθύνομαι στο θνητό κορίτσι όσο θέλω. Το θνητό κορίτσι είναι σχεδόν οικογένειά μου κι εσύ, αν και Κυρά και Αρχόντισσα, είσαι μια άγνωστή μου· που επιπλέον οι αρχαίοι θρύλοι τη μυρολογούν ως προάγγελο καταστροφής.»
«Οι Δαίμονες ήρθαν γιατί μυρίστηκαν άλλον Δαίμονα» είπε η Κλέουσα, λίγο βιαστικά. «Έκαναν λάθος· ήμουν εγώ που τους τράβηξα την προσοχή, ως πανάρχαιο πλάσμα με παλαιές επαφές με Δαίμονες. Αλλά θέλω να μάθω γιατί ψάχνουν τόσο επισταμένως αλλους δικούς τους και έχουν, προφανώς, ενεργούς συναγερμούς παντού.»
«Γιατί θες να το μάθεις αυτό;»
«Από περιέργεια» απάντησε η Κλέουσα, δήθεν αδιάφορα.
Η Κουκουβάγια έμεινε για λίγο σιωπηλή.
«Δε μου αρέσει που είσαι εδώ.»
«Το καταλαβαίνω.»
«Δεξί Μάτι-Που-Βλέπει, τι συμβαίνει; Γιατί είναι εδώ η Κλαίουσα; Χρειάζεται να πάω στο Σοφό μας Πλάσμα για βοήθεια;»
Η Γκιούλι πλησίασε το νεαρό δέντρο και τέντωσε και το δικό της χέρι προς την Κουκουβάγια. Χάιδεψε απαλά το σκούρο ράμφος της.
«Όλα είναι καλά, Μητέρα» είπε ήρεμα. «Είναι αδύνατον να σου αποκαλύψω τι συμβαίνει ακριβώς. Μόνο όμως γιατί δε θέλω, όχι γιατί δε μπορώ.»
«Βρισκόμαστε σε κίνδυνο;»
«Προσπαθούμε πολύ, να μην κινδυνεύσει κανείς.»
«Αυτή η Κλαίουσα έχει σίγουρα ξεστομίσει κάποιο ψέμα ανάμεσα στις λέξεις της.»
«Όχι για να μας ξεγελάσει.»
«Κι εσύ προσέχεις πολύ τις δικές σου.»
«Πάντα προσέχω τις λέξεις μου μαζί σας, Μητέρα.»
«Περισσότερο από πάντα. Γιατί;»
«Δεν το κάνουμε για κακό. Κι εγώ και η Κλαίουσα.»
«Προστατεύει κάποιον;»
«Πράγματι.»
«Κι εσύ το ίδιο;»
«Ομολογουμένως.»
«Προστατεύετε το ίδιο πρόσωπο;»
Η Γκιούλι δεν απάντησε.
«Δε μου αρέσει καθόλου αυτό που συμβαίνει.»
«Ούτε εμένα» απάντησε η Κλέουσα ήρεμα.  
«Και οι Δίδυμες θα μάθουν πολύ σύντομα ότι ήρθαν εδώ Δαίμονες. Θα ανησυχήσουν, θα ρωτήσουν γιατί.»
«Μητέρα...» επέμεινε η Γκιούλι «... σας ορκίζομαι στη φιλία μας, πως προσπαθούμε να κάνουμε μόνο καλό, για κάποιον που το αξίζει πραγματικά. Θα μιλήσω εγώ με τις Δίδυμες, αν χρειαστεί» είπε την τελευταία πρόταση, παλεύοντας να καταπνίξει τον τρόμο της για μια τέτοια πιθανή συνάντηση.
Η Κουκουβάγια ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα λευκά της μάτια. Κοίταξε και πάλι την Κλέουσα.
«Θα σας δώσω απάντηση σε ό,τι με ρωτήσετε· αν το ξέρω βέβαια.»
«Αν συμβαίνει κάτι και δεν το ξέρετε εσείς Μητέρα, τότε δε συμβαίνει.»
«Ναι, έτσι είναι» κάγχασε αυτάρεσκα.
«Ευχαριστούμε νεαρή μου» είπε η Κλέουσα.
«Όμως εσύ, θα μου χρωστάς χάρη.»
«Το φαντάστηκα» συνέχισε απρόθυμα.
«Προσωπική χάρη. Πέρα από πρωτόκολλα και τυμπανοκρουσίες.»
«Σύμφωνες· προσωπική χάρη.»
«Και αν κάνεις οτιδήποτε που θα βλάψει τα Μάτια-Που-Βλέπουν, θα σε κάνω να κλάψεις πραγματικά.»
«Το δέχομαι.»
Το τεράστιο πλάσμα πήδηξε και προσγειώθηκε στο έδαφος σα φτερό. Ακούμπησε τη μύτη του ράμφους της στο μέτωπο της Κλέουσας.
«Το συμβόλαιο έγινε» είπε ικανοποιημένη και συνέχισε αμέσως. «Οι Δαίμονες δεν έχουν ενεργούς συναγερμούς για όλο τον πληθυσμό τους. Ψάχνουν μόνο κάποιους που κρύβονται, από όσους δικούς τους κυκλοφορούν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι σε διάφορες διαστάσεις, πέρα από την άμεση επιρροή των Υπογείων του Κόσμου.»
«Γιατί; Έγινε κάποιο έγκλημα;»
«Όχι, όχι. Ο τελευταίος τους Βασιλιάς έσβησε πριν μερικά φεγγάρια και-»
«-κυρήχθηκαν οι Αγώνες Διαδοχής» την έκοψε η Κλέουσα και οι άδειες κόγχες της άνοιξαν διάπλατα. «Αγώνες Διαδοχής, μετά από χιλιάδες χρόνια...»
«Τραβάνε εδώ και καιρό, όπως καταλαβαίνεις. Έγινε το απαραίτητο ξεκαθάρισμα στα Υπόγεια· και έχουν μείνει μόνο όσοι ζουν ή κρύβονται ακόμα σε άλλα μέρη.»
«Μα γιατί να τους ψάχνουν ακόμα;» ρώτησε η Γκιούλι. «Όσοι κρύβονται – ή δεν ασχολούνται – ίσως δε θέλουν να αγωνιστούν για τη θέση. Θα μπορούσαν, μετά από λίγο καιρό απουσίας, να τους ανακοινώσουν ως ηττημένους και να συνεχίσουν.»
«Άλλα πλάσματα θα μπορούσαν, μικρή μου πολύξερη ενοχλητική. Μα οι κανόνες διαδοχής των Δαιμόνων είναι άλλο· είναι διάφοροι και περίεργοι, αλλά αυστηροί και απαράβατοι. Άρα, εφόσον κυρήχθηκαν Αγώνες, δε βγαίνει καινούριος ηγέτης αν δε συμμετάσχουν όλοι. Θα ψάχνουν για αιώνες αν χρειαστεί.»
«Και θα μείνουν χωρίς Βασιλιά ή Βασίλισσα για αιώνες;»
«Έχουν τρόπο να αυτοδιοικούνται για τα βασικά· και τη βοήθεια των Αρχόντων του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο σου, αν εγερθούν πιο πολύπλοκα προβλήματα.»
«Αν δε συμμετάσχουν όλοι» επανέλαβε η Κλέουσα, χαμηλόφωνα – σχεδόν, σα να προσπαθούσε να συγκρατηθεί για να μην κλάψει.
Το σώμα της Γκιούλι σφίχτηκε. Άπλωσε το χέρι της μακριά από την Κουκουβάγια και έσφιξε υποστηρικτικά τον ώμο της Κλέουσας. Ύστερα, έστρωσε τα ρούχα της και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Ευχαριστούμε Μητέρα» είπε και επανέλαβε την υπόκλισή της.
«Εγώ ευχαριστώ» απάντησε η Κουκουβάγια και ξαναπήδηξε στο δέντρο, όπου και κούρνιαξε ακόμα περισσότερο από πριν, σαν τεράστια φτερόμπαλα. «Προσωπική χάρη από την πρώτη, την αυθεντική Κλαίουσα...» μονολόγησε. «Αν μείνεις κι άλλο στο περιβόλι μας Αρχόντισσα, έλα να με ξαναδείς» μουρμούρισε και τους γύρισε την πλάτη.
Η Κλέουσα δεν την είχε ακούσει. Είχε ήδη αρχίσει να τρέχει προς το σπίτι, με την Γκιούλι να την ακολουθεί μερικά βήματα πιο πίσω.
    Κατέβηκαν στο υπόγειο, στο μικρό δωματιάκι όπου ήταν κρυμμένη η Τσαγιέρα. Η Κλέουσα πέρασε ελεύθερα μέσα από την κλειδωμένη πόρτα· η Γκιούλι ξεκλείδωσε βιαστικά και σχεδόν πετάχτηκε μέσα στον χώρο.
«Μη μπεις ακόμα» την παρακάλεσε, ανάβοντας τις λάμπες λαδιού που κρέμονταν στις τέσσερις γωνίες. «Πρέπει να συνεννοηθούμε πρώτα.»
«Δε θα έμπαινα, κορίτσι. Ξέρω πολύ καλύτερα από εσένα τι πρέπει και τι δεν πρέπει» απάντησε απότομα η μαυροφορεμένη γυναίκα.
Η Γκιούλι την κοίταξε έκπληκτη.
«Συγγνώμη» είπε η Κλέουσα και άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε μπροστά από ένα μεγάλο γραφείο, πάνω στο οποίο βρισκόταν η Τσαγιέρα, κοιτώντας το μαγικό αντικείμενο με αγωνία.
«Καταλαβαίνω. Κι εγώ ανησυχώ πολύ. Περισσότερο από όλους σας, από την πρώτη στιγμή.»
«Έχεις δίκιο.»
Η Γκιούλι αναστέναξε.
«Και αυτή η ανησυχία μου...» είπε, πιο ήρεμα «... έφερε απροσεξία και έκανα τη χαζομάρα με το Σοφό Πλάσμα της πρωτεύουσας. Που σημαίνει...» στάθηκε μπροστά στην Κλέουσα, αναγκάζοντάς την να σταματήσει να περπατά. «Πάρε μια ανάσα. Αν παίρνεις ανάσες. Δεν ξέρω τι κάνεις για να ηρεμήσεις.»
Η Κλέουσα μειδίασε και κοίταξε πάλι την Τσαγιέρα.
«Ελπίζω να βρήκαν λύση με τον Μάτου» είπε χαμηλόφωνα.
«Λες να τελείωσε η συνάντησή τους;»
«Ελπίζω πως ναι.»
«Λες να είχε δίκιο ο Ρέο για το μυστικό του Μάτου; Και να υπάρχει πράγματι κι άλλος τρόπος, εκτός από τους απογόνους που δεν υπάρχουν;»
Η Κλέουσα δε συνάντησε το βλέμμα της.
«Ο Ρέο είναι πάντα αισιόδοξος» είπε με αγάπη στη φωνή της. «Για μια φορά, θα επιλέξω να είμαι κι εγώ.»
Η Γκιούλι την κοίταξε με συμπόνοια.
«Αν δε βρήκαν λύση με τον Μάτου απόψε, αυτό σημαίνει πως η Φαλάκ πρέπει να μείνει κι άλλο εκεί μέσα.»
«Ή, αν επιλέξει να βγει, δε θα μπορέσει να ξαναμπεί» συμπλήρωσε η Κλέουσα και κοίταξε αφηρημένα το δωμάτιο. «Ο Ρέο δεν πρέπει να ξαναβγεί από την Τσαγιέρα για να την πάρει... τι είναι αυτά;» ρώτησε λίγο μετά, δείχνοντας διάφορα χαρτιά, σκορπισμένα στην άλλη άκρη του γραφείου.
«Όταν ήμασταν ακόμα στην πρωτεύουσα, πριν κάνω τη χαζομάρα με το Σοφό Πλάσμα της, είχα στείλει μήνυμα στις κόρες μου· να βρουν όλους τους ισχυρούς μάγους και μάγισσες, που ίσως θα μπορούσαν – και, κυρίως, θα δέχονταν – να μας βοηθήσουν να βρούμε τους απογόνους του Μάτου» απάντησε η Γκιούλι και πήρε το ένα χαρτί στα χέρια της. «Έκανα πολλές αναλύσεις για τη χρησιμότητα των ονομάτων της λίστας που έφτιαξαν και κάποιες πρώτες επαφές με μερικούς από αυτούς, πριν εμφανιστεί η ίδια η Ζούρι στην πόρτα μας.»
Άφησε το χαρτί δίπλα στην Τσαγιέρα.
Η Κλέουσα το χάζεψε αδιάφορα.
«Λοιπόν» είπε μετά από λίγο. «Δε χρειάζεται και καμιά τρομερή οργάνωση. Θα μπω, θα μάθω τι έγινε με τον Μάτου, θα ενημερώσω τον Ρέο για τη Διαδοχή και θα ξαναβγώ, για να σε βοηθήσω με όποιον εμφανιστεί στα σύνορά σου.»
«Κι εγώ θα αρχίσω να πίνω ό,τι βαρύ ποτό έχουμε εδώ μέσα, για να διαχειριστώ την επερχόμενη επίσκεψη και ανάκριση των Διδύμων. Μπορεί να τις κρατήσαμε μακριά μέχρι τώρα, αλλά η Κουκουβάγια είχε δίκιο. Τώρα μπλέκονται εμφανώς Δαίμονες στην υπόθεση· και δε θα το αφήσουν να περάσει έτσι, ειδικά για εμάς που περηφανευόμαστε προσωπική και στενή φιλία μαζί τους.»
«Ας μην προτρέχουμε. Ίσως όλα έχουν λυθεί ήδη· και μέχρι αύριο, η Φαλάκ θα βρίσκεται δίπλα σου μαζί με τον Τσανγιόλ.»
Η Γκιούλι την κοίταξε ανέκφραστη και ένευσε καταφατικά.
«Μμμναι. Εγώ θα αρχίσω να πίνω, καλού κακού» είπε τελικά.
Η Κλέουσα ξεφύσηξε σκεπτική.
«Κράτα λίγο και για εμένα» είπε κι εκείνη τελικά.
«Μπορείς να πιεις ποτό, που δεν είναι φτιαγμένο στην Τσαγιέρα;»
«Αν δεν έχει δουλέψει η αισιοδοξία του Ρέο, τώρα που τη χρειαζόμαστε όλοι πραγματικά... θα μπορέσω» είπε και εξαφανίστηκε.

***

    Κατέβηκαν τις σκάλες του πύργου αργά και μηχανικά. Ο Ρέο με τη Φαλάκ στην αγκαλιά του, ο Οφν με το μπαστούνι της στη δικιά του. Αμίλητοι, με σταθερό και βαρύ βήμα. Έφτασαν στην έξοδο και μπήκαν στη βάρκα. Τακτοποίησαν τη Φαλάκ στην πλώρη και έκατσαν στην πρύμνη. Το ανοιχτόχρωμο σκαρί άρχισε να κυλάει και πάλι στη λίμνη, αυτή τη φορά προς τις όχθες.
Το βλέμμα της Φαλάκ ήταν κατεβασμένο, άδειο.
Ο Ρέο είχε τα μάτια του καρφωμένα στους λόφους, πίσω από το σπίτι της Κλέουσας.
Ο Οφν κοιτούσε συγκινημένος τα πάντα γύρω του, επιτέλους από κοντά.
    Όταν έφτασαν στις όχθες, το πλήθος μαζεύτηκε γύρω τους· όλοι ανυπόμονοι να ακούσουν τι είχε συμβεί. Ο Τσανγιόλ βγήκε μπροστά τους.
Ο Δαίμονας τους απέφυγε όλους. Βοήθησε τη Φαλάκ να πατήσει στο έδαφος. Ο Οφν της έδωσε το μπαστούνι και ύστερα πετάχτηκε στους ώμους του Τσανγιόλ.
«Σε πεθύμησα, πόσο σε πεθύμησα!» του φώναξε, τρίβοντας το πρόσωπό του στον χείμαρρο των μαύρων μαλλιών.
«Οφν, είσαι καλά;» ρώτησε ο πολεμιστής, κοιτώντας όμως τον Ρέο.
Ο Δαίμονας συνάντησε για μια στιγμή το βλέμμα του.
«Πρέπει να φύγω» είπε μόνο, σπρώχνοντας ελαφρά τη Φαλάκ προς το μέρος του, που φαινόταν να μην αντιδρά σε τίποτα.
«Τι συνέβη; Τι έπαθε;»
«Τσανγιόλ, πρέπει να φύγω» επανέλαβε μόνο εκείνος και έφυγε τρέχοντας, ανοίγοντας δρόμο μέσα στο πλήθος όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Μου έλειψες, πόσο μου έλειψες!» συνέχισε να φωνάζει ο Οφν. «Πάμε, πάμε να τραγουδήσουμε!»
    Ο πολεμιστής έψαξε να βρει τη Μάριαμ. Στεκόταν ήδη πίσω του, μαζί με τον Σάγια. Τράβηξε μαλακά τον καλικάτζαρο από πάνω του και τους τον έδωσε.
«Πάμε σπίτι Οφν, εντάξει;»
«Μα, ναι, πάμε όπου θες!»
«Θες να πάρω το κορίτσι;» ρώτησε ο Σάγια.
«Θα κουβαλήσω εγώ τη δεσποινίς» πετάχτηκε ξαφνικά ο Όλαφ δίπλα τους.
Ο Τσανγιόλ του έδωσε μόνο το μπαστούνι και ύστερα σήκωσε τη Φαλάκ στην αγκαλιά του. Η Μάριαμ γούρλωσε τα μάτια της από φόβο για τη μέση του, μα δεν υπήρχε ίχνος πόνου στο βλέμμα ή την έκφρασή του. Το κεφάλι της Φαλάκ έγειρε βαρύ στον ώμο του. Τα χείλη του σφίχτηκαν και κοίταξε πλάγια τον πύργο.
«Τι συνέβη εκεί πάνω;» της ψιθύρισε.
Αλλά δεν πήρε απάντηση.

***

    Τα πνεύματα παρέμεναν στην όχθη της λίμνης. Δεν ήξεραν αν έπρεπε να μείνουν, μα ένιωθαν πως δεν ήταν ακόμα ώρα να φύγουν. Έπαιζαν, χόρευαν και τραγουδούσαν χαμηλόφωνα, λίγο αμήχανοι όλοι από την περίεργη κατάσταση του Ρέο και της Φαλάκ κατά την επιστροφή τους, μα χαρούμενοι τουλάχιστον για την επανεμφάνιση του Οφν – σημάδι πως, στ’αλήθεια, κάτι άλλαζε. 
Ο Ρέο περπατούσε με σιγουριά μέσα στο σκοτάδι. Πίσω του, μακριά, οι Μηχανουργοί έβαζαν σε λειτουργία τα χλωμά φώτα του χωριού και τα πολύχρωμα της, ακόμα στολισμένης, πλατείας. Και, καθώς τα βήματά του τον έφερναν όλο και πιο κοντά στην κορφή του λόφου, καθώς η νύχτα γέμιζε – ξανά, μετά από μέρες – με χρώματα και μελωδικές φωνές, ένιωθε ξαφνικά τον χρόνο να περπατά μαζί του, να ταξιδεύει μπροστά του αλλά πισωπατώντας· και τη μαγεία της Τσαγιέρας να στριφογυρίζει και να ανακατεύεται στο μυαλό και τα σωθικά του.
Σταμάτησε να περπατά. 
Ένα πλάσμα καθόταν ανάμεσα στα αγριόχορτα, λίγα μέτρα μακριά του. Έμοιαζε με μεγάλο βράχο, σκεπασμένο με σκούρα, παχιά γούνα, φτιαγμένη από τα νεφελώδη σπλάχνα του σύμπαντος, που ανέμιζε στο νυχτερινό αεράκι. Από την κορυφή της γούνας ξεπρόβαλε το πάνω μέρος ένος κατάλευκου κρανίου. Οι κόγχες του έμοιαζαν άδειες, αλλά καθρέπτιζαν τα φώτα στο βάθος και, κάπου κάπου, φανέρωναν στιγμιαία, αληθινά μάτια.
«Γι Αν-Τάν...» ψιθύρισε ο Δαίμονας και χαμογέλασε πλατιά.
«Τώρα τελευταία, συστήνομαι ως Γιόν-τεν» απάντησε εύθυμα το πλάσμα. «Μου το κόλλησε ένα μωράκι που δε μπορούσε να προφέρει σωστά το κανονικό μου όνομα· και το κράτησα.»
«Γιόν-Τεν; Αλήθεια;» ρώτησε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
«Θα το κρατήσω· για λίγο, δηλαδή. Σκέφτηκα... γιατί να μην το αλλάζω και από μόνος μου ανά καιρούς; Θα έχει πλάκα· για εμένα δηλαδή.»
«Ναι, θα έχει» ο Ρέο σκούπισε βιαστικά τα δάκρυα. «Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω, φίλε μου.»
«Πόσος καιρός πάει;»
«Πολύς.»
«Πολύς γιατί σου έλειψα ή στ’αλήθεια πολύς;»
«Στ’αλήθεια πολύς.»
«Ίσως τότε θα έπρεπε να σηκωθώ να σε αγκαλιάσω. Αλλά θα μου επιτρέψεις να μείνω λίγο ακόμα στη θέση μου. Νιώθω μια πρωτόγνωρη ζαλάδα· και πετάγονται διάφορες εικόνες, σα να βλέπω πολλά πράγματα μαζί, εκτός από αυτά που ξέρω ότι βρίσκονται μπροστά μου.»
«Καταλαβαίνω.»
«Καταλαβαίνεις γιατί δεν έχεις πρόβλημα που δε θα αγκαλιαστούμε ακόμα ή καταλαβαίνεις γιατί ξέρεις τον λόγο που μου συμβαίνει αυτό;»
Ο Ρέο χασκογέλασε και έκατσε δίπλα του.
«Είναι σα να μην έφυγες ποτέ» μουρμούρισε νοσταλγικά. 
«Πόσος καιρός είναι που έφυγα;» επέμεινε ο Γιόν-τεν.
«Πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια.»
Το σώμα του τινάχτηκε ελαφρά.
«Αυτό είναι... πολύ.»
«Πόσος καιρός πάει για εσένα;»
«Μερικές δεκαετίες νομίζω.»
«Χα! Μερικές δεκαετίες; Ούτε εγώ δε θυμάμαι τον Ρέο, που έχεις εσύ ακόμα στις αναμνήσεις σου.»
«Δε χρειάζεται να τον θυμάσαι. Εκπέμπεις ακόμα την ίδια ενέργεια με τον Ρέο που έχω εγώ στο μυαλό μου.»
«Αχ, Γιόν-τεν· ο πρώτος μου πραγματικός φίλος... το πρώτο πλάσμα στη ζωή μου, που είδε πέρα από τον Δαίμονα.»
«Αν με αναφέρεις ως τον πρώτο, τότε σίγουρα θα είχες την τύχη να γνωρίσεις κι άλλα πλάσματα που είδαν πέρα από τον Δαίμονα.»
«Ευτυχώς, ναι.»
«Ορίστε λοιπόν. Μια καλή ζωή.»
«Εσύ; Είχες μια καλή ζωή μέχρι σήμερα; Ξέρω πως δεν είναι εύκολο, όταν δεν ξέρεις πού θα βρεθείς και πόσο θα μείνεις, όταν η μορφή σου αλλάζει στα μάτια άλλων, αλλά... είχες αυτή την τύχη; Να βλέπουν οι άλλοι πέρα από την όποια εικόνα σου;»
Ο Γιόν-Τεν σκέφτηκε για λίγο.
«Η ύπαρξή μου δεν περιείχε ποτέ την πολυτέλεια του ευθύγραμμου χρόνου ή της σταθερής καθημερινότητας...» είπε τελικά και η γούνα του φούντωσε για μια στιγμή, σαν πορφυρή φλόγα στο σκοτάδι. «Όμως το βάθος των συναισθημάτων, μού χαρίστηκε απλόχερα· ίσως για να αντισταθμίσει την ρευστή μου πραγματικότητα. Δε χρειαζόταν ποτέ πολύς καιρός για να εκτιμήσω κάποιον ή να κρίνει κάποιος εμένα. Η καρδιά και το μυαλό μου αποκαλύπτονταν αβίαστα σε άλλους, όπως και τα δικά τους σε εμένα· είτε καλά είτε άσχημα. Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα... νομίζω πως ναι. Γνώρισα κι άλλα πλάσματα που αγάπησα ή με συμπάθησαν ειλικρινά.»
«Αυτό είναι καλό. Είναι υπέροχο.»
«Είναι. Και τώρα θα μου πεις γιατί εδώ που εμφανίστηκα, έχω αυτό το θέμα με τα μάτια μου; Φταίει το εδώ; Αλήθεια, τι και πού είναι το εδώ;»
Ο Ρέο χαμογέλασε πάλι.
«Το σπίτι μου, το μυαλό μου, εδώ και έναν αιώνα. Μια διάσταση, ξεχωριστή από οποιονδήποτε άλλο κόσμο, που κρατάει όλες μου τις ψυχές και τη συνείδησή μου.»
«Μπράβο Ρέο! Εντυπωσιακότατο! Είναι στριμωγμένη ανάμεσα σε άλλες διαστάσεις;»
«Είναι μέσα σε μια τσαγιέρα των ανθρώπων, φτιαγμένη από εξαίρετης ποιότητας μαντέμι, σκαλισμένη εξωτερικά με πολύχρωμα αστρονομικά σύμβολα και ενεργειακά σχέδια, εσωτερικό φίλτρο φτιαγμένο από σπάνιο γαλάζιο νεφρίτη, τέλεια σκαλισμένο στο χέρι για να θυμίζει πλέγμα από σύννεφα και ουράνιες φλόγες· και γυάλινο καπάκι, σκαλισμένο από κομμάτι που προέκυψε φυσικά από χτύπημα κεραυνού στην άμμο και ξεθάφτηκε πεντακάθαρο και λαμπερό στο χρώμα του ήλιου, σα να είχε επεξεργαστεί και τριφτεί για μήνες και μήνες. Α, και μερικά ξεχασμένα φύλλα τσαγιού Ντα-Χονγκ Πάο.»
«Ντα Χονγκ-Πάο; Μμμμ, πολυτέλειες.»
«Υποθέτω πως ναι.»
«Είναι πράγματι πολύ όμορφα» κοίταξε ο Γιόν-τεν γύρω τους.
«Και πού να δεις το μέρος και την υπέροχη λίμνη μας, στο φως της ημέρας.»
«Ελπίζω να προλάβω, πριν εξαφανιστώ ξανά.»
«Θα προλάβεις» απάντησε θλιμμένα ο Ρέο.
«Δεν είμαι σίγουρος αν θέλω να μάθω γιατί ακούγεσαι τόσο βέβαιος.»
«Δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να σου πω.»
Ο Γιόν-τεν ανακάθισε στη θέση του.
«Ακούγεται μοναδική αυτή η Τσαγιέρα» άλλαξε τη συζήτηση.
«Είναι μοναδική.»
«Εσύ την έφτιαξες;»
«Όχι βέβαια. Διάφοροι καταπληκτικοί τεχνίτες.»
«Και τη διάσταση;»
«Ένας πολύ ισχυρός μάγος των ανθρώπων.»
«Φίλος σου;» 
«Ήταν, ναι.»
«Είναι νεκρός πια; Είναι εδώ μέσα, μαζί σου;»
«Είναι εδώ μέσα, αλλά δεν είναι νεκρός.»
«Ένας ζωντανός μέσα στο μυαλό σου!; Νόμιζα, οι Δαίμονες το κάνουν αυτό όταν θέλουν να ξεγελάσουν ζωντανούς για να τους παραδώσουν την ψυχή τους μετά θάνατον, αλλά όχι για πολύ. Δεν τους αντέχετε τους ζωντανούς για πολύ μέσα στο μυαλό σας, σωστά;»
«Σωστά. Αλλά ο συγκεκριμένος ήταν λίγη ώρα μακριά από τον φυσικό του θάνατο, ούτως ή άλλως. Όπως φαίνεται τελικά, είναι πολύ πιο εύκολο να κρατήσουμε τέτοιους, ακόμα και για δεκαετίες ολόκληρες· ειδικά όταν έχουμε ήδη συμφωνήσει από πριν, να είμαστε μαζί για την αιωνιότητα.»
«Και τότε, γιατί δεν τον άφησες να πεθάνει;»
«Μεγάλη ιστορία.»
«Και δε θέλεις να μου την πεις;»
«Δε θέλω να χαραμίσω τον πολύτιμο χρόνο μας.»
«Απ’ότι κατάλαβα, έχουμε τουλάχιστον μέχρι το φως της ημέρας.»
«Και πάλι, προτιμώ να ακούσω και να πω άλλα πράγματα.»
«Ας επιστρέψουμε λοιπόν στα μάτια μου.»
Ο Ρέο τον κοίταξε πλάγια.
«Τα μάτια σου είναι εδώ» είπε διστακτικά.
«Προφανώς, αφού σε κοιτ- ααα.»
«Ναι.»
«Α, μάλιστα.»
«Ναι.»
«Έδωσα και τα δυο μου μάτια σε κάποιον άλλο;»
«Έδωσες, την ίδια στιγμή, από ένα σε δυο ανθρώπους. Η μία βρίσκεται εδώ μέσα.»
«Έχεις κι άλλον ζωντανό εδώ μέσα;»
«Νομίζω ότι δεν είναι αυτό, που συζητάμε τώρα.»
«Μεγάλη ιστορία;»
«Σε νοιάζει πιο πολύ η ιστορία από το ότι έδωσες τα μάτια σου;»
«Ελπίζω ότι αυτοί στους οποίους έδωσα τα μάτια μου, το άξιζαν.»
«Την ξέρεις την απάντηση.»
«Τα έχουν πολύ καιρό τα μάτια μου;»
«Πολύ.»
«Άρα, το άξιζαν.»
«Πολύ.»
«Αλλά στεναχωριέσαι γιατί αυτό μάλλον σημαίνει ότι, λίγο αφού έδωσα τα μάτια μου, πέθανα;»
«Εσύ δε στεναχωριέσαι γι’αυτό;»
«Υποθέτω πως ναι.»
«Υποθέτεις;»
«Κι εσύ θα πεθάνεις κάποια στιγμή και αυτό με στεναχωρεί πολύ. Αλλά όλοι θα πεθάνουμε κάποια στιγμή.»
«Γιόν-τεν, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, είσαι ήδη νεκρός.»
«Σε αυτό το χρονικό μονοπάτι, το δικό σας, ναι. Στο δικό μου όμως... μπορεί να περάσουν άλλα χίλια χρόνια για εμένα, μέχρι να επιστρέψω εδώ πίσω και να δώσω τα μάτια μου.»
«Μπορεί.»
Ο Γιόν-τεν έβγαλε ένα σκελετωμένο χέρι από τη γούνα του και το ακούμπησε μαλακά στον ώμο του Ρέο.
«Είμαστε εδώ, τώρα, φίλε μου» είπε και κοίταξε πάλι γύρω τους, παρατηρώντας κάθε λεπτομέρεια της Τσαγιέρας, κάτω από το αχνό, γαλάζιο ημίφως του νεφρίτη. «Σε αυτό το καταπληκτικό, μαγικό μέρος με αυτό το γλυκύτατο χωριουδάκι, που είναι σα ζωγραφιστό» συνέχισε και άνοιξε το βλέμμα του για να δει καλύτερα. «Με αυτό το πλήθος των καλλιτεχνών, που τόσο λάτρευες πάντα, στην όχθη της λίμνης, να γεμίζει τη νύχτα με όμορφες μελωδιές και μουσικές» γύρισε πάλι τα μάτια του σε άλλη κατεύθυνση. «Η Μουκόντι! Τι κάνει η Μουκόντι εδώ μέσα!;» τον ρώτησε χαρούμενα. 
Ο Ρέο χαμογέλασε νοσταλγικά.
«Όταν ολοκληρώθηκε η Τσαγιέρα, δεν ήθελα να την αφήσω μόνη της, ύστερα από τόσα που έχουμε περάσει μαζί.»
«Αχ, Μουκόντι! Τι υπέροχο πλάσμα!» αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Γιόν-Τεν. «Μπορούμε να πάμε να την ξαναδώ από κοντά; Μπορούμε;»
«Και βέβαια. Μόλις βγάλω από την Τσαγιέρα τον άνθρωπο που έχει το ένα μάτι σου και νιώσεις λίγο καλύτερα» απάντησε ο Ρέο και σηκώθηκε.
«Πόσα άλλα καταπληκτικά πράγματα κρύβεις εδώ μέσα;» μονολόγησε ο Γιόν-τεν και συνέχισε να χαζεύει γύρω του, δυναμώνοντας ακόμα περισσότερο την ισχύ των ματιών του. «Τι είναι αυτός ο πύργος, που χάνεται μέσα στα φύλλα του τσαγιού; Α, και νεκροπίθηκοι! Και έχεις κι άλλα σπίτια στην άλλη μεριά της λίμνης; Και τι είναι αυτή η στολισμένη πλατεία στο χωριό εδώ μπροστά μας; Και τι κάνουν οι ψυχές σου στην όχθη, είναι κάποια γιορτή τους; Πώς μετράτε τον χρόνο; Τον μετράτε;»
«Σε τι θες να πρωτοαπαντήσω;» γέλασε εύθυμα ο Ρέο.
«Και πώς έχεις εδώ μέσα τόσα πράγματα, φαγητά και άλλα αληθινά πράγματα, πέρα από τις σκέψεις της συνείδησής σου; Γιατί τα έχεις εδώ μέσα;»
«Θα σταματήσεις να σου πω ή απλά θα ρωτάς μέχρι το πρωί; Πρέπει να φύγω για λίγο.»
«Και τι είναι αυτό το σπιτάκι εδώ κοντά μας, εκτός του χωριού; Είναι δικό σου ή μένεις με τις ψυχές;» συνέχισε απτόητος ο Γιόν-τεν. «Και γιατί-» σταμάτησε απότομα και έπιασε το κεφάλι του.
«Ζαλίζεσαι πάλι;»
«Πάλι μπλέκεται η όραση μου με το μάτι που εδ- Ρέο;»
«Ναι;»
«Νόμιζα-δηλαδή, νομίζω ότι είδα έναν άνδρα ζωντανό. Είναι αυτός που έχει το δεύτερο μάτι μου;»
«Όχι. Και οι δύο που έχουν τα μάτια σου είναι γυναίκες.»
«Είναι ο μάγος σου; Αυτός που ήταν λίγο πριν το θάνατό του; Αλλά δε μπορεί· αυτός που είδα εγώ ήταν ακόμα ακμαίος. Πόσους ζωντανούς έχεις φορτωθεί εδώ μέσα;»
«Πώς ήταν αυτός που είδες;» ρώτησε διστακτικά ο Δαίμονας.
«Είχε σκούρα, μακριά μαλλιά. Όμορφο, ευγενικό βλέμμα· αλλά πονεμένο. Το πρόσωπό του κουβαλούσε πολλές εμπειρίες. Και μερικές ουλές.»
«Είμαστε περίπου στην περιοχή που ζήσαμε εμείς κάποτε, ξέρεις» ο Ρέο αναστέναξε. «Έχει αλλάξει βέβαια. Πάνε τα βαθιά, απάτητα δάση και οι δροσερές λίμνες. Ακόμα και ο Κόσμος Πίσω από τον Κόσμο έχει αλλάξει δραματικά. Και στον έξω κόσμο τώρα, ζούνε έναν αιώνα μετά την κατάλυση της Αυτοκρατορίας της Δυναστείας των Τάλο. Την ξέρεις αυτή την εποχή;»
«Την Αυτοκρατορία των Τάλο την ξέρω. Την πέτυχα σε ένα από τα ταξίδια μου. Τη σημερινή εποχή που λες, όχι. Πρωτη φορά βρίσκομαι σε αυτό το τώρα.»
Ο Ρέο αναστέναξε πάλι.
«Αυτός που είδες ήταν κάποτε Στρατηγός του Ίκοχας, του τελευταίου Αυτοκράτορα.»
«Αν, όμως, είμαστε έναν αιώνα μετά την κατάλυση της Αυτοκρατορίας... πώς είναι ακόμα ζωντανός;»
«Τον λένε Τσουέ Τσανγιόλ» απάντησε ο Ρέο και γύρισε την πλάτη του στον παλιό του φίλο.
«Και γιατί είναι ακόμα ζωντανός;» επέμεινε ο Γιόν-Τεν.
«Έμαθα γι’αυτόν πρώτη φορά πριν πολλά, πολλά χρόνια· από τον φίλο μου τον μάγο, που τα έμαθε από έναν ταξιδιώτη που ήρθε από κάποιο από τα ορεινά χωριά, που είχαν αποκλειστεί από τα εμπορικά περάσματα, λόγω ενός από τους διάφορους συνοριακούς πολέμους που έκανε ο Αυτοκράτορας.»
«Και;»
«Ο Στρατηγός και οι άνδρες του επέστρεφαν νικηφόροι στην πρωτεύουσα. Καθυστέρησαν να φτάσουν για εβδομάδες, γιατί σταμάτησαν να ανοίξουν πάλι τους δρόμους και να αφήσουν προμήθειες και χρήματα, από τα δικά τους, στα χωριά· μέχρι να ξανάρθουν οι έμποροι.»
«Καλό αυτό.»
Ο Ρέο σηκώθηκε και βημάτισε πέρα-δώθε.
«Αυτός ο ταξιδιώτης – και άλλοι μετά από αυτόν, που ήρθαν όταν άνοιξαν οι δρόμοι – έλεγαν ενθουσιασμένοι πώς τον έβλεπαν να αγνοεί τις διαταγές του Αυτοκράτορα για άμεση επιστροφή· και να τσακώνεται ανοιχτά με τον έπαρχο της περιοχής, για να βοηθήσει τους απλούς ανθρώπους σε εκείνα τα χωριά.»
«Ακούγεται καλός άνθρωπος.»
«Τότε, δεν είχα δώσει καθόλου σημασία. Ήταν ένας καλός άνθρωπος πίσω από το σπαθί... αλλά εγώ κι εσύ έχουμε γνωρίσει πολλούς τέτοιους.»
«Πράγματι.»
«Οι άνθρωποι τον ήξεραν με το όνομά του, ακόμα κι αν δεν τον είχαν δει ποτέ. Και τον ανέφεραν συχνά, σε συζητήσεις ή ακόμα και προσευχές.»
«Φαίνεται, θα είχε βοηθήσει πολλούς.»
«Δεν εξαγοράζεις ούτε εκφοβίζεις τέτοια αγάπη. Την κερδίζεις, μόνο· και σε βάθος χρόνου. Ακόμα κι αν όσα κάνεις γιγαντώνονται στόμα με στόμα, κάπως έχεις κάνει αυτά που χρειάζονται ως βάση για να γιγαντωθούν, καταλαβαίνεις;»
«Μα, ναι» συμφώνησε ξανά ο Γιόν-Τεν, λίγο μπερδεμένος με την επιμονή του φίλου του. «Κι εσύ φαίνεσαι να τον αγαπάς πολύ αυτόν τον άνθρωπο.»
«Ντρέπομαι να παραδεχτώ, πως δε μ’ενδιέφερε καθόλου στην αρχή, όσα νεώτερα κι αν μου αράδιαζε κατά καιρούς ο φίλος μου ο μάγος. Τα μισά δεν τα άκουγα καν· και αργότερα, που μου τα θύμιζε, ήταν σα να μου τα έλεγε πρώτη φορά.»
«Συμβαίνει κι αυτό. Γιατί νιώθεις τόσες ενοχές;»
«Ο Τσανγιόλ είχε τους καλύτερους διπλωμάτες να ταξιδεύουν μαζί του και τους πλήρωνε επιπλέον με δικά του χρήματα, κρυφά, για να αποφεύγει όσες περισσότερες μάχες μπορούσε· ακόμα κι αν ο Αυτοκράτορας είχε διατάξει ξεκάθαρα, να μην χάνεται πολύς χρόνος σε συζητήσεις και συμφωνίες. Όταν δεν απέφευγε τις μάχες, προσπαθούσε να κερδίζει ή να υποχωρεί όσο πιο αναίμακτα μπορούσε. Φρόντισε να εκπαιδευτεί από τους καλύτερους στην τέχνη της στρατηγικής, για να μπορεί να αναγκάζει τους αντιπάλους του να παραδίδονται το συντομότερο δυνατόν, με τις λιγότερες απώλειες και στις δύο πλευρές. Ακόμα κι ο πολεμοχαρής Αυτοκράτορας, δε θα μπορούσε να έχει αντίρρηση για κάτι τέτοιο, που θα κρατούσε γεμάτα τα θησαυροφυλάκιά του και πολυμελή τον στρατό του.»
«Κατανοώ τι μου λες. Και ξέρω ότι, για να μου τα λες εσύ, έτσι θα είναι. Δε χρειάζεται να προσπαθείς να με πείσεις.»
«Και ξέρεις...» συνέχισε ο Ρέο, αγνοώντας τον, «... μπήκε εξαρχης στον στρατό, μόνο για να επιβιώσει ο ίδιος και οι γονείς του. Ως πρόσφυγες δεν είχαν άλλη επιλογή· ζούσαν στα περιθώρια της κοινωνίας. Και πάλεψε να ανέλθει στον βαθμό του Στρατηγού όσο πιο γρήγορα μπορούσε – κάνοντας και υπομένοντας πράγματα που ο ίδιος χαρακτηρίζει εφιαλτικά – για να ζήσουν επιτέλους οι ταλαίπωροι γονείς του, λίγη καλή ζωή.»
«Ρέο, τι συμβαίνει;»
«Ο Τσουέ Τσανγιόλ έγινε το όνομα και η φλόγα της Επανάστασης της Τσαγιέρας.»
«Α, την ξέρω αυτήν. Είχα βρεθεί σε μια γειτονική χώρα, την εποχή που φούντωνε και είχε πρωτοπάρει το όνομά της στα χείλη των ανθρώπων.»
«Και ακόμα και μετά τα νέα για τον θάνατό του και τη φαινομενική αποτυχία της επανάστασης, έμεινε ο ψίθυρός του· που έριξε στο τέλος, ολόκληρη την Αυτοκρατορία.»
«Ποιον θάνατό του; Αφού είναι ακόμα ζωντανός.»
«Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
«Ρέο, είσαι καλά;»
«Και φρόντισε με τους άντρες του, πολύ μεθοδικά, να μην υποστηρίξουν ανοιχτά την Επανάσταση· για να προστατέψουν τις οικογένειές τους, το ξέρεις αυτό; Μέχρι να καταφέρουν να τις στείλουν κρυφά σε ασφαλή μέρη – και τους πήρε μήνες ολόκληρους – δεν είπε κανείς τους κουβέντα για το αν υποστήριζαν ή όχι τους δήθεν ταραξίες, μετά το δυστύχημα των εργατών του τσαγιού και τις αναταραχές που ακολούθησαν. Αφέθηκε πολλάκις να εξευτελιστεί και να παρουσιαστεί ως άβουλο πιόνι για χάρη όλων, ώστε να βοηθήσει πραγματικά τους επαναστάτες· αν όχι βοηθώντας τους άμεσα, τουλάχιστον για να μη χρειαστεί να βρεθεί απέναντί τους.»
«Ρέο.»
«Πόσες φορές εμφανίζεται ένας τέτοιος άνθρωπος, σε αυτή τη θέση και με αυτή την καρδιά, που να μπορεί πραγματικά να βοηθήσει να αλλάξουν οι συνθήκες;»
«Λίγες, αλλά Ρέο, τι συμβ-»
«-κι εγώ! Εγώ!» φώναξε ο Δαίμονας και χτύπησε το χέρι του στο στήθος του. «Εγώ αυτόν τον άνθρωπο τον πήρα και τον έκλεισα εδώ μέσα! Χωρίς να με νοιάζει η σημασία του, χωρίς να την καταλαβαίνω καν! Μόνο και μόνο για να βοηθήσω έναν δήθεν φίλο, που ήθελε να βλέπει και να κρίνει τους ανθρώπους από μακριά! Που είχε όλη τη μαγεία και τη δύναμη του κόσμου για να τον γκρεμίσει και να τον ξαναφτιάξει από την αρχή, αλλά δεν ήταν διατεθειμμένος να ξεκουνηθεί από τους τέσσερις τοίχους του, ούτε καν για να βοηθήσει το ίδιο του το παιδί! Καταλαβαίνεις!;»
Ο Γιόν-Τεν τον κοίταζε τώρα αμίλητος.
«Εγώ αυτόν τον άνθρωπο τον άφησα να υποφέρει για δεκαετίες εδώ μέσα! Και έτρωγα λαίμαργα τη θλίψη και την απελπισία του, παριστάνοντας ότι ήθελα να τον βοηθήσω αλλά δε μπορούσα! Και το μόνο που δε μπορούσα – και με τρόμο συνειδητοποιώ πως ίσως και να μην ήθελα – είναι να δω πέρα από τη μύτη μου και τη δήθεν φιλία μου! Και αυτό το καταραμένο όνειρο που είχα κάποτε, να φαντασιώνομαι ότι είμαι κάτι περισσότερο από τους άλλους Δαίμονες! Ότι εγώ ζω από την αγάπη και την τέχνη και όχι τα δάκρυα και τους εφιάλτες! Εγώ! Ακούς, Γι Αν-τάν; Κοίτα να δεις που ο Χλεχλές είναι μια χαρά σαδιστής όπως και οι υπόλοιποι! Ποιος γελάει τώρα αγαπημένο μου Τσεκούρι, ε; ε; Ε!;»
Ο Γιόν-τεν πετάχτηκε δίπλα του. Η θεόρατη γούνα έκλεισε γύρω τους και ιρίδισε μυριάδες αστέρια, σκεπάζοντας το γοερό κλάμα του Ρέο, πριν αντηχήσει σε ολόκληρη την Τσαγιέρα.
    Ένα λιπόσαρκο χέρι χώθηκε ξαφνικά στη γούνα και άγγιξε το μάγουλο του Ρέο, σκουπίζοντας απαλά τα δάκρυα. Το κλάμα έσβησε σταδιακά και ο Γιόν-τεν άνοιξε και πάλι την αγκαλιά του.
«Γεια σου νεαρέ» είπε η μαυροφορεμένη γυναίκα που στεκόταν μπροστά τους. «Είμαι η Κλέουσα. Εσύ πρέπει να είσαι ο Γι Αν-τάν.»
«Χρησιμοποιώ το Γιόν-Τεν τώρα.»
«Αλήθεια;» ρώτησε εκείνη, όσο πιο αδιάφορα μπορούσε να προσποιηθεί. «Γιόν-Τεν λοιπόν» συμφώνησε.
«Είσαι από αυτούς στη ζωή του, που είδαν πέρα από τον Δαίμονα;» τη ρώτησε εκείνος συμπονετικά, δείχνοντας διακριτικά τον Ρέο.
Εκείνη ένευσε καταφατικά και παρουσίασε το πιο όμορφο κούφιο της χαμόγελο.
Ο Γιόν-τεν αναστέναξε ανακουφισμένος.
«Ω, σ’ευχαριστώ που ήρθες. Δεν καταλαβαίνω τι του συνέβη.»
Η Κλέουσα έκανε ένα βήμα μπροστά και ανάγκασε τον Ρέο να την κοιτάξει.
Εκείνος έπεσε στη δική της αγκαλιά και έμοιαζε να λιώνει ολόκληρος πάνω της.
«Θα σου εξηγήσω εγώ τι έχει συμβεί μέχρι τώρα» είπε εκείνη και αναστέναξε. «Και ύστερα, ο λατρεμένος μας κουφιοκέφαλος, θα μας πει τι συνέβη απόψε· και τι τρομερό μας περιμένει από ‘δω και πέρα.» 


συνεχίζεται

Artwork: Resonance by Hiroko Lewis, mixed media, 21st century

Comments

Popular posts from this blog

The Silent Suppers: The First

The Silent Suppers: The Third

The Silent Suppers: The Last