Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 16




    Ήταν η Κλέουσα που τράβηξε αυτή τη φορά τη Φαλάκ, μέσα από το φρέσκο χώμα των λόφων της Τσαγιέρας.
Αφαίρεσε γρήγορα τα ξύλινα άκρα της, που είχαν σπάσει ξανά· τη φόρτωσε, μαζί με αυτά, σε μια μικρή καρότσα· και ξεκίνησε να την τραβάει στο μικρό μονοπάτι προς το σπίτι της.
«Πού είναι ο Ρέο;» ρώτησε η Φαλάκ, ζαλισμένη.
«Έφυγε αμέσως, μόλις επιβεβαίωσε ότι μεταφέρθηκες επιτυχώς εδώ μέσα. Συμβαίνουν πράγματα εδώ μέσα, εδώ και μέρες, που απαιτούν τη συνεχή προσοχή του. Πάμε σπίτι, να πλυθείς και να ξεκουραστείς.»
«Τι συμβαίνει εδώ μέσα;» ρώτησε η Φαλάκ κι έπιασε πάλι το κεφάλι της.
Η Κλέουσα την κοίταξε, ανήσυχη.
«Ίσως δεν έπρεπε να ξαναμπείς εδώ μέσα τόσο σύντομα. Είσαι η πρώτη, χωρίς μαγεία, που το επαναλαμβάνει τόσο σύντομα.»
«Θα είμαι καλά. Τι συμβαίνει εδώ;»
«Είσαι σίγουρη ότι δε σε παρακολουθεί κανείς στον κόσμο σου; Είχαμε πει να περιμένουμε μερικές εβδομάδες. Τι ήταν τόσο σημαντικό, που πίεσες τόσο πολύ τον Ρέο να σε ξαναφέρει τόσο σύντομα;»
«Κανείς δε μας παρακολουθεί» απάντησε η Φαλάκ, αποφεύγοντας την τελευταία ερώτηση. «Και δε μπορεί και κανείς να μας παρακολουθήσει άμεσα. Εκεί που μένουμε, εγώ και η Γκιούλι, έχουμε για φύλακα μια μαύρη Διαβολόγατα με χρυσά μουστάκια.»
«Μαύρη Διαβολόγατα και με χρυσά μουστάκια;» ρώτησε η Κλέουσα, έκπληκτη. «Αυτές είναι πιο ισχυρές και από τις ολόχρυσες Διαβολόγατες! Πού στο καλό τη βρήκατε και πώς την καταφέρατε να σας θεωρήσει αρκετά ικανές για να τη φροντίζετε;»
«Μεγάλη ιστορία.»
«Είναι στ’αλήθεια τυφλές και κουφές στον κόσμο σας, όπως λένε οι φήμες;»
«Ακούν τις λέξεις των ανθρώπων αλλά δεν τις καταλαβαίνουν. Και βλέπουν τους θνητούς ως σκιές μόνο. Αλλά δεν τους ξεφεύγει κανείς.»
«Πολύ θα ήθελα να δω τέτοιο πλάσμα από κοντά.»
«Αν τον γνώριζες, δε θα έκανες ποτέ μια τέτοια ευχή. Είναι το πιο ξινισμένο πλάσμα που ξέρω.»
«Τον συμπαθώ ήδη» μειδίασε η Κλέουσα.
«Τι συμβαίνει τελικά εδώ;»
«Τι συνέβη εκεί έξω;»
«Ίσως να είναι και ο Ρέο μπροστά, να μην τα ξαναλέω.»
Η Κλέουσα αναστέναξε και σταμάτησε για λίγο την καρότσα.
«Εδώ μέσα... υπήρξε μια παρεξήγηση με τον Τσανγιόλ. Νόμιζε για λίγο, πως ο Ρέο ήξερε πάντα τον τρόπο για να βγει και πως και ο Μάτου δεν έμενε απλά στον πύργο· αλλά ότι ήταν εκείνος φυλακισμένος του Ρέο, για να μην αποκαλύψει τα μυστικά του.»
«Γιατί το νόμιζε αυτό;»
«Γιατί κουράστηκε. Γιατί απελπίστηκε. Γιατί είναι πιο εύκολο για τους ανθρώπους να πιστεύουν τα χειρότερα για έναν Δαίμονα, παρά για έναν άνθρωπο. Αλλά, νομίζω, δεν το πιστεύει πια.»
«Και τότε; Ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Το πρόβλημα είναι ότι και ο Ρέο κουράστηκε. Όταν ο Τσανγιόλ τον κοίταξε, για πρώτη φορά σε εκατό χρόνια, με αληθινή, βαθιά δυσπιστία, κάτι ταράχτηκε μέσα του. Όπως εξαντλήθηκε η υπομονή του νεαρού μας πολεμιστή, έτσι εξανεμίστηκε και η δική του.»
«Τι έκανε;» ρώτησε έντρομη η Φαλάκ.
«Τίποτα δεν έκανε. Απλά σταμάτησε να εθελοτυφλεί, ότι όλα είναι καλά και ότι όλοι έχουν τις ίδιες καλές προθέσεις με εκείνον· και άφησε την αγάπη όλων για τον Τσανγιόλ και την ειλικρινή επιθυμία τους για την ελευθερία του, να στοχεύσουν αυτόν που πρέπει και όχι αυτόν που βολεύει.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
    Η Κλέουσα βοήθησε τη Φαλάκ να ανασηκωθεί. Κατεύθυνε το βλέμμα της προς τη λίμνη· και το πλήθος των πνευμάτων, που είχε κατακλύσει τις όχθες της.
«Τι κάνουν όλοι αυτοί εκεί κάτω;»
«Η Γιορτή του Τσαγιού δεν έγινε ποτέ. Όλα έμειναν όπως τα άφησες. Έχουν παρατήσει τα πάντα. Την καθημερινότητά τους, τις δουλειές τους. Ο Σάγια και η Μάριαμ μόνο, φτιάχνουν λίγο φαί κάθε μέρα, για τον Τσανγιόλ. Όσο επιφανειακά και παραστατικά ήταν όλα, εντούτις τα εγκατέλειψαν· και έχουν ενωθεί σχεδόν όλοι, μ’έναν κοινό σκοπό. Πολλοί δεν έχουν μνήμες από τις θνητές ζωές τους, εδώ και δεκαετίες ή ακόμα και αιώνες. Πολλές από τις μέρες τους εδώ μέσα περνούν σα σύννεφα· θολές και άπιαστες. Αλλά ο πόνος του Τσανγιόλ επιμένει ξαφνικά μέσα τους, πιο συμπαγής και αληθινός απ’όσα έζησαν ποτέ οι ίδιοι. Έχουν ήδη διαταρράξει την ισορροπία της Τσαγιέρας· κι αν συνεχίσουν έτσι, κινδυνεύει η ίδια τους η ύπαρξη και σύνδεση με τον Ρέο. Ούτε ο ίδιος θα μείνει άθικτος από αυτό, όσο κι αν τον συγκινεί η αφοσίωσή τους· όσο κι αν του χρησιμεύει τώρα η πίεσή τους.»
«Πίεση για ποιο πράγμα; Μα, τι στο καλό; Όλα βρήκαν να συμβούν αφότου βγήκα;»
Η Κλέουσα χαμογέλασε θλιμμένα.
«Ο Μάτου δέχτηκε να σας δει, εσένα και τον Ρέο, ακόμα και πριν τη διαμαρτυρία των πνευμάτων. Μα ο Ρέο έμαθε πράγματα, εντωμεταξύ· δηλαδή, υποψιάζεται πράγματα. Δηλαδή, έχει δίκιο να τα υποψιάζεται.»
«Τι εννοείς; Για τον Μάτου;»
«Ναι.»
«Τι πράγματα;»
«Θα σου πει ο ίδιος. Απλά έπρεπε να πάει λίγο, να ηρεμήσει το πλήθος στη λίμνη. Έχουν αρχίσει και μπαίνουν στο νερό και αφήνονται να τους παρασύρει η λήθη, για να πιέσουν τον Μάτου. Αλλά δεν είναι καλός τρόπος αυτός· και επηρρεάζει τη συνείδηση του Ρέο, περισσότερο απ’ότι, ίσως, τον Μάτου.»
«Να τον πιέσουν να κάνει τι;»
«Να μιλήσει» απάντησε η Κλέουσα χαμηλόφωνα, σα να μονολογούσε· και αμέσως κούνησε το κεφάλι της και κοίταξε τη Φαλάκ με ελπίδα. «Ελπίζω να επέμεινες να ξαναμπείς στην Τσαγιέρα, γιατί έχεις καλά νέα για τον Τσανγιόλ.»
Ήταν η Φαλάκ που αναστέναξε αυτή τη φορά.
«Έχω νέα, πράγματι» είπε διστακτικά.
«Αν πετύχουμε να μιλήσει και ο Μάτου-»
«-να μιλήσει για ποιο πράγμα;»
Η Κλέουσα ξεφύσηξε.
«Ω, τέλος πάντων· νομίζουμε ότι κρύβει κάτι, κάποιον τρόπο για να ελευθερωθεί ο Τσανγιόλ, που δε μοιράστηκε ποτέ με τον Ρέο.»
«Αλήθεια!;» σχεδόν φώναξε η Φαλάκ.
Η Κλέουσα σήκωσε τα χέρια της για να τη συγκρατήσει.
«Νομίζουμε. Βάσιμα, αλλά απλά νομίζουμε ακόμα. Μα, αν πάτε να τον δείτε και με τα δικά σου νέα, ελπίζουμε να δεχτεί να αποκαλύψει το δικό του μυστικό, για να προστατεύσει την ιδιωτικότητα των απογόνων του.»
«Να τους προστατεύσει απ’ότι θα πρέπει να κάνουν για να σπάσουν τη σφραγίδα, αν έχουν μαγεία;»
«Σου είπαμε ότι δεν είναι καθόλου τρομερό ή ύποπτο, αυτό που θα χρειαστεί να κάνουν.»
«Όμως, ίσως χρειαστεί να τους αναγκάσετε να το κάνουν, αν δε θέλουν.»
«Ο Ρέο δε μπορεί να αναγκάσει κανέναν ζωντανό να κάνει τίποτα, τα είπαμε και αυτά.»
«Εσύ όμως; Ή κάποιο άλλο φιλικό σας πλάσμα εδώ μέσα ή εκεί έξω;»
Η Κλέουσα δεν απάντησε αμέσως.
«Κανείς δεν πρόκειται να αναγκάσει κανέναν για οτιδήποτε. Και όλη η προσπάθειά μας με τους απογόνους, θα πρέπει να γίνει χωρίς να τους φανερώσουμε την ύπαρξη της Τσαγιέρας. Και αυτό, νομίζω, είναι το πιο σημαντικό για τον Ρέο. Αν οι απόγονοι δε θέλουν να μας βοηθήσουν και αν δεν τους πείσουμε μόνο με τη γενική ιδέα του να ελευθερώσουν κάποιον από κάποια μαγική σφραγίδα, δεν πρόκειται να επιλέξει να τους αναγκάσει, ακόμα και έμμεσα. Άρα, αν ο Μάτου κρύβει στ’αλήθεια κάτι... θα είναι συνταρακτικό για τον Ρέο και όλους μας· αλλά ίσως, καλύτερο από την εναλλακτική.»
Η Φαλάκ κοίταξε ανήσυχη προς τον πύργο.
«Αλήθεια, να ξέρει ο Μάτου κάτι, τόσον καιρό... και να αφήνει τον Τσανγιόλ να υποφέρει, χωρίς ενοχές;»
«Ο θυμός, όπως είπαμε, δε χωράει μέσα μας αυτή τη στιγμή. Απλά ελπίζουμε να έχουμε δίκιο.» 
«Ελπίζω κι εγώ να έχετε δίκιο» είπε η Φαλάκ και τα μάτια της βούρκωσαν. 
Αναστέναξε και ξάπλωσε πάλι πίσω.
Η Κλέουσα την κοίταξε πλάγια, πάνω από τον ώμο της· και ξεκίνησε να τραβάει και πάλι την καρότσα, χωρίς να μιλήσει παραπάνω.

***

    Η Γκιούλι πετάχτηκε έντρομη από τον μεσημεριανό της ύπνο, νιώθοντας κάτι να περπατάει στο πρόσωπό της. Έψαξε βιαστικά και δε βρήκε τίποτα. Σαν από κάπου μακριά, ακούστηκε ένας επιθετικός συριγμός ζώου.
Ζάρωσε τα χείλη της εκνευρισμένη· σφύριξε και άνοιξε το Αληθινόματό της.
«Μούμπε!» φώναξε, βλέποντας το μαύρο διαβολόγατο στο ταβάνι, ακριβώς πάνω από το κρεβάτι της, να μαζεύει βιαστικά τα μουστάκια του. «Πόσες φορές σου έχω πει να μη με ξυπνάς έτσι!;»
«Λατρεμένη μου Γκιούλικα, φως της ζωής μου, σου ζητώ ταπεινά συγγνώμη. Ξεχάστηκα, καθότι αναστατωμένος.»
«Τι έγινε, πάλι πεινάς;»
«Δεν ξέρω σε τι σε έμπλεξε αυτή η τρισκατάρατη δήθεν φίλη σου-»
«-άσε τις αηδίες, την λατρεύεις όσο κι εμένα.»
«Τι ιεροσυλία! Καμία άλλη δε λατρεύω όσο εσένα!»
«Λέγε, τι έγινε.»
«Δεν ξέρω γιατί σε άφησε μόνη σου μια τόσο δύσκολη στιγμή, η αλήτισσα-»
«-μίλα!»
Το γατί αναστέναξε, δήθεν έκπληκτο από τον τρόπο της, και στριφογύρισε στο ταβάνι.
«Την τελευταία ώρα...» είπε δραματικά «... τριγυρνούν διάφοροι περίεργοι, γύρω από την περιοχή μας. Δεν έχουν κάνει καμία κίνηση να πλησιάσουν ακόμα, αλλά ερευνούν τα συνορά μου ιδιαίτερα εξονυχιστικά.»
«Ωχ, μας πήραν χαμπάρι οι Δίδυμες» είπε ανήσυχη η Γκιούλι.
«Κοντά έπεσες. Το πρώτο γράμμα.»
«Τι λες μωρέ;»
«Όχι Δίδυμες. Δαίμονες.»

***

    Μερικές ώρες μετά, η Φαλάκ και η Κλέουσα περπατούσαν αργά, η μία δίπλα στην άλλη, το μονοπάτι που οδηγούσε από το σπίτι της δεύτερης προς το χωριό. Ο Μηχανουργός της είχε φτιάξει ένα δεύτερο ζευγάρι άκρα, όταν έμαθε ότι ξαναμπήκε στην Τσαγιέρα· και η Κλέουσα της τα έφερε σχεδόν τρέχοντας, για να μπορέσουν να φύγουν άμεσα μαζί. Ήταν προφανώς βιαστικά κατασκευασμένα, κι όμως εφάρμοζαν τέλεια πάνω της.
«Θα ήθελα να του κάνω ένα δώρο» μονολόγησε, λυγίζοντας και τεντώνοντας συνέχεια το χέρι της, δοκιμάζοντας τους ιμάντες που έσφιγγαν και χαλάρωναν τα προχειροφτιαγμένα ξύλινα δάχτυλα, χωρίς βέβαια τις προηγούμενες λεπτομέρειες που είχε αντιγράψει την πρώτη φορά, παρ’όλ’αυτά αδυνατώντας να πιστέψει ότι λειτουργούσαν τόσο καλά – ίσως και καλύτερα από τα αρχικά δικά της ή την πρώτη αντιγραφή τους. «Δεν είναι σωστό να μου έχει προσφέρει τόσο καλά προϊόντα και υπηρεσίες και να μην ανταμειφθεί με κάτι. Τι θα μπορούσα να του δώσω;»
«Δε χρειάζονται κάποιο αντικείμενο ή χρήματα προφανώς. Υποθέτω... λίγο από τον χρόνο σου; Με τον Ρέο, πάντα ευχαριστιόμαστε να τους κάνουμε παρέα, έστω και για λίγο. Μας ωφελεί πολύ η επαφή μαζί τους, η τόσο ξένη από λόγια ή προβλεπόμενες, ανθρωπομορφικές συμπεριφορές. Αλλά, έχουμε παρατηρήσει, ωφελεί και τους ίδιους· ανθίζουν, κυριολεκτικά.»
«Θα χαρώ να δώσω τον χρόνο μου λοιπόν» είπε εύθυμα η Φαλάκ, χτυπώντας με ενθουσιασμό στο σκληρό έδαφος, το παχύ ξύλο που της είχαν δανείσει για μπαστούνι. 
Και συνέχισαν να περπατούν αμίλητες, σαν υπνωτισμένες στον ρυθμό του μπαστουνιού, που αντηχούσε σταθερός και κοφτός στην ερημιά γύρω τους.
    Λίγο αργότερα, η Κλέουσα μείωσε τον ρυθμό της.
«Δεν έχω πει στον Ρέο πού πάμε» είπε χαμηλόφωνα. «Νομίζει ότι είσαι σπίτι μου και ξεκουράζεσαι, μέχρι να μιλήσετε με ηρεμία.»
«Το φαντάστηκα.»
«Και δε σε πειράζει;»
«Γιατί να με πειράζει; Ακόμα κι αν ο Ρέο είναι ο άρχοντας της Τσαγιέρας, σίγουρα θα υπάρχουν κάποια μη επικίνδυνα πράγματα, στα οποία δε χρειάζεται – και δεν πρέπει – να ανακατεύεται. Σωστά;»
«Σωστά» επανέλαβε η Κλέουσα και μειδίασε. «Ίσως... ίσως και να καταφέρει να πάτε να δείτε και τον Μάτου απόψε. Του έχει στείλει ήδη μήνυμα ότι μπήκες εκτάκτως.»
«Αυτό θα ήταν υπέροχο. Να ξεμπερδεύουμε με όλες τις συζητήσεις και τα μυστικά· και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε στην πράξη.»
    Σταμάτησαν μπροστά στη στενή εξώπορτα του μικρού σπιτιού. Η Κλέουσα χτύπησε την πόρτα, ήρεμα και δυνατά· ήταν ο Σάγια που τους άνοιξε.
«Κλέουσα! Δεσποινίς Φαλάκ! Τι ευχάριστη έκπληξη! Νόμιζα πως δε θα σας βλέπαμε ξανά στα μέρη μας, μέχρι το δείπνο με τον Μάτου» είπε και σχεδόν τις τράβηξε μέσα, ενθουσιασμένος.
«Ίσως να γίνει απόψε και το δείπνο» του είπε η Κλέουσα. «Ο Ρέο το προσπαθεί.»
«Τι σας φέρνει εδώ πέρα λοιπόν; Πέρα από τη στήριξή σας στον αγώνα μας;»
«Στον αγώνα σας;»
«Για να πάρουμε, επιτέλους, την αλήθεια από τον Μάτου· και να ελευθερώσουμε τον Τσανγιόλ.»
Η Φαλάκ αναστέναξε και του χαμογέλασε θλιμμένα. 
«Εσύ, πώς και δεν είσαι στη λίμνη;»
«Κάνουμε βάρδιες με τη Μίριαμ, για να τον ταίζουμε και να του κρατάμε παρέα.»
«Έχει βγει καθόλου από το δωμάτιό του;» ρώτησε η Κλέουσα αδιάφορα, ξέροντας ήδη την απάντηση.
«Η Μίριαμ του αφήνει φαγητό και καθαρά σεντόνια έξω από την πόρτα. Έχουμε μεταφέρει το κλειδοκύμβαλο στον διάδρομο, λίγο μετά την πόρτα του· και παίζει μουσική αρκετές φορές μέσα στη μέρα, μήπως και του κάνει καλό. Εγώ μπαίνω τα πρωινά και τα βράδια, μόνο για να γυρίσω τον μοχλό και βγαίνω αμέσως. Δε μας μιλά καθόλου, σχεδόν δε με κοιτάει.»
Η Φαλάκ κατευθύνθηκε προς τη σκάλα.
«Δε θα πιείτε κάτι πρώτα δεσποινίς;» ρώτησε ο νεαρός. «Να σας δείξω και το σπίτι.»
«Αργότερα, θα χαρώ πολύ να το δω και να δοκιμάσω οτιδήποτε μας έχεις ετοιμάσει, αγαπητέ μου» του απάντησε και ξεκίνησε να ανεβαίνει· αργά και βαριά, κοπανώντας σκόπιμα το ξύλινο πόδι της και το μπαστούνι, πιο δυνατά απ’ότι συνήθως.

***

    Η Γκιούλι περπάτησε όλο το μήκος των συνόρων του κτήματός της, με το Αληθινόματό της συνέχεια ανοιχτό και το θνητό της μάτι σκεπασμένο με την καλύπτρα, για να βλέπει καθαρότερα τον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο. Κάθε δύο βήματα, σταματούσε για μια στιγμή, προσπαθώντας να δει ή να ακούσει κάτι διαφορετικό απ’όσα ήξερε και μπορούσε να αναγνωρίσει· και ύστερα, συνέχιζε. 
Ο Μούμπε πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της, αιωρούμενος στο κενό.
«Τους βλέπεις;» ψιθύρισε.
«Όχι» απάντησε εκείνη κοφτά, συνεχίζοντας την πορεία της. «Είσαι σίγουρος ότι εσύ τους είδες;»
«Σαφώς και δεν τους είδα. Τους αισθάνθηκα.»
«Ναι, ναι· κατάλαβες τι ήθελα να πω.»
«Είμαι σίγουρος. Άλλωστε, δεν κρύβονται. Τριγυρνούν εδώ γύρω ελεύθερα. Είναι σα να μου ανακοίνωσαν την άφιξή τους.»
Πήραν χαμπάρι τον Ρέο, τώρα που ξαναβγήκε για να πάρει τη Φαλάκ; αναρωτήθηκε η Γκιούλι. Μα πώς; Και γιατί δεν τον κατάλαβαν στην πρωτεύουσα; Η Τσαγιέρα είναι πάντα προστατευμένη από αδιάκριτα μάτια – αν και όχι από αδιάκριτα αυτιά· αλλά είναι απομονωμένη και εδώ, στο κτήμα. Και ο Ρέο ξέρει να προστατεύεται όταν βγαίνει από την Τσαγιέρα, το έκανε για τόσους αιώ-
«Το νιώθεις, λατρεμένη μου Γκιούλικα;» διέκοψε τις σκέψεις της ο Μούμπε.
«Ποιο;»
«Την ησυχία. Ακόμα και γι’αυτό το κτήμα, καταχωνιασμένο σε μία από τις πιο γαλήνιες γωνιές και των δύο κόσμων, είναι... αφύσικη. Είναι οι Δαίμονες· μας έχουν περικυκλώσει.»
«Σκατά!» είπε μέσα από τα δόντια της.
Η ησυχία! 
Μια μοναδική, μαγική Τσαγιέρα. Ένας νεαρός κόσμος, στριμωγμένος ανάμεσα σε άλλους, πανάρχαιους κόσμους, που μπορεί να μη φαίνεται αυτό που είναι, αλλά σίγουρα ακούγεται αυτό που δεν είναι. Όσο ισχυρή κι αν είναι η προστασία του Ρέο για το σπίτι του και τον ίδιο, στην πρωτεύουσα ήταν οι αμέτρητοι θόρυβοι και φωνές της γης και των πλασμάτων της, που έκρυβαν ακόμα περισσότερο την ύπαρξη της Τσαγιέρας ή θόλωναν τις αισθήσεις όσων ίσως να μπορούσαν να την αντιληφθούν. Όμως εδώ – σε μία από τις πιο γαλήνιες γωνιές και των δύο κόσμων – το ρημάδι το αντικείμενο βουίζει και αντηχεί αφύσικα, σαν πολυάσχολο μελίσσι στη μέση ενός νεκρού βάλτου.
«Τι έγινε;» ρώτησε έντρομος ο Μούμπε.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει άλλο ξένο πλάσμα ή πνεύμα στα σύνορά μας, εκτός από τους Δαίμονες;»
«Είμαι σίγουρος ότι, με τόσους Δαίμονες ξαφνικά μαζεμένους εδώ γύρω, θα έρθουν και άλλα ξένα πλάσματα πολύ σύντομα. Έστω και μόνο από περιέργεια.»
Σκατά. Τι κάνω, τι μπορώ να κάνω;
Το μικρόσωμο γατί με τα χρυσά μουστάκια, στάθηκε μπροστά στο Αληθινόματό της και την κοίταξε επίμονα.
«Θα μου πεις πού έχετε μπλέξει;»
Δεν του απάντησε.
«Πες μου τι μπορούμε να κάνουμε για να τους διώξουμε» απαίτησε ψυχρά, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
«Δε θα μπουν στην περιοχή μας, γιατί ανησυχείς τόσο πολύ;»
«Θέλω να φύγουν.»
«Υπάρχει λόγος να ανησυχώ, ότι θα τολμήσουν να μπουν χωρίς άδεια; Τι κάνατε με την άλλη;»
«Πες μου.»
«Όχι. Εσύ πες μου, πού έχετε μπλέξει. Οι Δίδυμες τα ξέρουν τα καμώματά σας;»
«Μούμπε, σε παρακαλώ· Βοήθησέ με.»
«Και θα μου πεις;»
«Δε μπορώ. Τουλάχιστον, όχι πριν γυρίσει η Φαλάκ.»
«Α! Και για να’χουμε καλό ρώτημα, πού είναι αυτή; Δεν την πήρα χαμπάρι να βγαίνει από το κτήμα.»
«Τώρα θες να το συζητήσουμε αυτό;»
Το γατί στρογγυλοκάθισε στον αέρα και την κοίταξε αυτάρεσκα.
«Περιμένω» της είπε.

***

    Ο Ρέο περπατούσε αργά ανάμεσα στα αδρανή πνεύματα στην όχθη της λίμνης, κοιτώντας ανά διαστήματα, σκυθρωπός, προς τον πύργο.
    Ο Μάτου μόλις είχε στείλει απάντηση στο μήνυμά του, με ένα από τα ξακουστά νεροπούλια του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο, που ζούσε μόνιμα στην Τσαγιέρα. Είχε δεχθεί να τον επισκεφθούν.
    Το χέρι του σκούντηξε καταλάθος τη Λιούμι, που σιγοτραγουδούσε σαν υπνωτισμένη, ένα νανούρισμα της πατρίδας της. Σήκωσε το άλλο του χέρι και της χάιδεψε στοργικά το κεφάλι, προσπαθώντας να αγνοήσει τον πόνο και τα τραβήγματα που ένιωθε στην εσώτερη συνείδησή του. Το επαναστατημένο πλήθος γύρω του, αποκομμένοι πλήρως από την καθημερινότητά της αιωνιότητάς τους, τον πονούσε και τον τέντωνε με μια πρωτόγνωρη ένταση, που ούτε η ζωντανή και υγιής παρουσία του Τσανγιόλ δεν είχε καταφέρει ποτέ, στα εκατό χρόνια που συγκατοικούσαν. Κι όμως, θα τα υπέμενε και θα τα άντεχε όλα μέσα του· μέχρι την ημέρα που θα ήταν, επιτέλους, όλοι ελεύθεροι και εκεί που έπρεπε. 
    Φίλησε το κεφάλι της Λιούμι και άφησε τα μάτια του να βουρκώσουν και να στεγνώσουν μέσα στα πυκνά, μαύρα μαλλιά της. Μα ξαφνικά, ανασηκώθηκε και κοίταξε προς το στόμιο της Τσαγιέρας. Γούρλωσε τα μάτια του και έμεινε για λίγο ακίνητος.
Ύστερα, σήκωσε το ριχτό του ρούχο και άρχισε να τρέχει προς το χωριό.
Κλέουσα! φώναξε μέσα στο μυαλό του. Έλα γρήγορα, σε χρειάζομαι!

***

    Η Κλέουσα βγήκε γρήγορα από το σπίτι του Τσανγιόλ και έτρεξε προς τη λίμνη.
Έρχομαι! φώναξε μέσα στο μυαλό της. Τι έγινε;
Πού είσαι;
Στο χωριό.
Τι κάνεις στο χωριό; Πού είναι η Φαλάκ;
Πάψε, έρχομαι. Πες μου τι έγινε!


***

    Η Γκιούλι είχε κάτσει οκλαδόν στο έδαφος, απέναντι από τον Μούμπε· και είχαν μείνει έτσι οι δυο τους, σε μια ανόητη επίδειξη ισχύος.
«Θα μου πεις;» υποχώρησε το γατί. «Σύντομα θα μπουν.»
«Ξέρουμε και οι δύο ότι κανείς δεν τολμάει να περάσει τα σύνορά σου.»
«Δεν είχα ποτέ ξανά Δαίμονες στα σύνορά μου.» 
«Έχει περάσει ώρα και δεν έχουν κουνηθεί από εκεί που είναι.»
«Πού το ξέρεις;»
«Δεν είσαι τόσο καλός ηθοποιός, Μούμπε. Ξέρεις πολύ καλά ότι ξέρω πολύ καλά, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να είχε περάσει οποιοσδήποτε τα σύνορά σου και να μην είχες τιναχτεί έστω μια σπιθαμή από τη θέση σου. Επίσης, ξέρω πόσο μας αγαπάς. Όσο περίεργος κι αν είσαι να μάθεις τι συμβαίνει, δε θα διακινδύνευες ποτέ να με αφήσεις εκτεθειμένη στο πέρασμά τους.»
Εκείνος έβγαλε έναν οργισμένο συριγμό και της γύρισε την πλάτη. Αλλά έγειρε αμέσως το κεφάλι του, σα να είχε αισθανθεί κάτι καινούριο στην περιοχή του.
«Αυτή είναι η περίφημη μαύρη Διαβολόγατα με τα χρυσά μουστάκια;» είπε ξαφνικά μια σαγρή φωνή πίσω τους.
Γύρισαν και οι δύο έντρομοι· και είδαν τη μαυροντυμένη, μαυρομαλλούσα, σκελετωμένη γυναίκα με τις θεοσκότεινες κόγχες, να έχει τεντώσει τα χείλη της σε ένα κούφιο χαμόγελο.
Εκείνη σήκωσε τα χέρια της.
«Είμαι εδώ για να βοηθήσω» είπε απολογητικά. «Με έστειλε ο Ρέο.»
«Κλ-Κλέουσα;» ρώτησε η Γκιούλι με τρεμάμενη φωνή – και σώμα.
Η γυναίκα υποκλίθηκε.
«Στη διάθεσή σου, αγαπητή Γκιούλικα. Ή προτιμάς το Γκιούλι;»
«Μα... πώς;»
«Τι συμβαίνει εδώ πέρα;» ψέλλισε ο Μούμπε, ξαφνικά απολύτως διχασμένος ανάμεσα στον φόβο και τον ενθουσιασμό, με το θέαμα και τον διάλογο μπροστά του.
«Συγχώρεσέ με, νεαρέ μου· δεν έχω χρόνο για εξηγήσεις. Πρέπει να πω δυο κουβέντες με τα παιδιά εκεί έξω» είπε η Κλέουσα και τους προσπέρασε με ταχύ βήμα, κατευθυνόμενη προς τα όρια του κτήματος.
Η Γκιούλι την ακολούθησε, παραπατώντας και κοιτώντας νευρικά γύρω της.
«Τους βλέπεις;» ψιθύρισε. «Κλέουσα...;»
«Σσσς, κορίτσι» απάντησε εκείνη ήρεμα. «Κανείς δεν τους βλέπει, το ξέρεις αυτό.»
«Το ξέρω» συμφώνησε ταραγμένη η Γκιούλι.
«Άλλωστε, δε χρειάζεται να τους βλέπω.»
«Σωστά. Σωστά, δε χρειάζεται» ξανασυμφώνησε ταραγμένη η Γκιούλι. 
«Κλαίουσα είναι αυτή; Κανονική Κλαίουσα;» ακούστηκε άλλη μια ξένη φωνή, λίγα βήματα μπροστά τους.
Η Γκιούλι κοκκάλωσε. Το τοπίο μπροστά τους θόλωνε σε μερικά σημεία, σαν ένα κύμα θερμότητας – ή πιο σωστά, δυο-τρία κύματα – να κινούνταν πέρα-δώθε.
«Με βλέπουν αυτοί» συμπλήρωσε η Κλέουσα, με αυτάρεσκο ύφος. «Καλωσήρθατε παιδιά!» φώναξε και άνοιξε την αγκαλιά της.
Μια δεύτερη ξένη φωνή.
«Κλαίουσα είναι, αλήθεια! Τι κάνεις εδώ πέρα;»
Μια τρίτη.
«Έχω να δω κανονική Κλαίουσα... αχ, πάνε πολλές δεκαετίες. Όλο πετυχαίνω αυτά τα πλάσματα-αντίγραφα των νεότερων γενεών, που μόνο θρηνούν και δεν πειράζουν καθόλου τους ζωντανούς.»
Πάλι η πρώτη.
«Εσύ είσαι που πιάσανε οι αισθήσεις μας;»
«Νομίζω πως ναι» απάντησε εκείνη.
«Αποκλείεται.»
«Γιατί αποκλείεται;»
«Γιατί μυρίζεις περίεργα.»
«Περίεργα;»
«Ναι. Σα Δαίμονας.»
«Δαίμονας; Χα! Νομίζατε ότι υπήρχε εδώ Δαίμονας; Γι’αυτό ήρθατε;»
«Ναι» απάντησε ανέκφραστα η τρίτη φωνή.
«Ίσως... ξέρετε, έκανα για πολλούς αιώνες παρέα με τη Λεπίδα, πριν πεθάνει» απάντησε η Κλέουσα. «Μέναμε για καιρό και στην ίδια επικράτεια. Δεν το βρίσκω περίεργο να είχε επηρρεάσει η μία την άλλη, με αυτόν τον τρόπο.»
«Ήξερες τη Λεπίδα;» ρώτησε η πρώτη φωνή.
«Μόλις το είπα.»
«Η Λεπίδα δεν ήταν οποιαδήποτε Δαίμονας. Δεν ανεχόταν κανέναν γύρω της, μη αρχαίο και χωρίς αξιοσημείωτη ισχύ.»
«Πράγματι.»
«Μμμ, ναι. Και τι έχεις ακριβώς, που τράβηξε εμάς εδώ πέρα; Ως Κλαίουσα, δεν αμφισβητώ ότι έχεις εντυπωσιακές δυνάμεις. Αλλά, να ξεγελαστούμε τόσο πολύ και να νομίσουμε ότι είναι κάποιος από εμάς; Και αδιαμφισβήτητα αρχαίος και ισχυρός;»
«Γιατί δεν είμαι απλά μια Κλαίουσα. Είμαι η αυθεντική. Η πρώτη.»
«Ποια πρώτη; Η πρώτη Κλαίουσα;»
«Ναι.»
«Αποκλείεται.»
«Άντε πάλι. Γιατί;»
«Θα πρέπει να είσαι...»
«... μερικών χιλιάδων ετών. Ναι.»
«Δε μπορεί.»
«Και βέβαια μπορεί, αγαπητό μου Τσεκούρι.»
Ένας κρύος άνεμος φύσηξε ξαφνικά, ολόγυρά τους.
«Πώς ξέρεις το όνομά μου;»
«Η ενέργεια που εκπέμπεις κι εσύ, είναι αδιαμφισβήτητη. Σε θυμάμαι πριν... ήταν δυο χιλιάδες χρόνια; Στην αναμέτρηση που διοργανώσατε με τα αυθεντικά Δισέγγονα των Τιτάνων, για να εντυπωσιάσετε τον Βασιλιά σας; Εξαιρετική εμφάνιση. Θα τολμήσω να πω, σχεδόν γοητευτική.»
«Ποιος μπορεί να θεωρήσει εσένα, γοητευτικό;» χασκογέλασε η δεύτερη φωνή.
«Σκάσε» είπε το Τσεκούρι ενοχλημένο. «Ας πούμε ότι σε πιστεύω Κλαίουσα. Αλλά τι κάνεις εδώ πέρα; Γιατί σε πήραμε χαμπάρι τώρα, ενώ τριγυρνάς στους Κόσμους για χιλιάδες χρόνια;»
«Προφανώς, ξέρω να προστατεύω τον εαυτό μου από οποιονδήποτε» χαμογέλασε εκείνη. «Αλλά τώρα... αχ, φοβάμαι πως ήμουν απρόσεχτη» συμπλήρωσε μελοδραματικά. «Κάτι προσπαθούσαμε να κάνουμε με τη φίλη μου από εδώ και-»
«-φίλη σου; Η θνητή;»
«Βεβαίως.»
«Πώς μια θνητή, έχει φίλη εσένα;» 
«Δεν έχει μόνο εμένα. Έχει και τη Ντουίν τη Δίδυμη· και τον Σάμσον τον Νυσταγμένο.» 
«Φίλη της Ντουίν και του Σάμσον;» μουρμούρισε εντυπωσιασμένη η τρίτη φωνή.
«Και έχει για φύλακα της επικράτειάς της, μια μαύρη Διαβολόγατα με χρυσά μουστάκια.»
«Διαβολόγατα;» ρώτησε το Τσεκούρι. «Σφραγιδοδεμένη ή ελεύθερη;»
«Για δοκίμασε να περάσεις στην περιοχή μου-» ξεκίνησε να λέει ο Μούμπε, με βροντερή φωνή.
Η Γκιούλι ξερόβηξε.
«-στην περιοχή μας...» διόρθωσε το γατί – εμφανώς απρόθυμα «... και θα μάθεις.»
«Νομίζω πως το θέμα δεν είμαι εγώ» είπε η Κλέουσα. «Αλλά ο λόγος για τον οποίο βρίσκεστε εδώ. Ακόμα κι αν ήταν Δαίμονας εδώ, τι σας νοιάζει εσάς;»
Κανείς τους δεν απάντησε.
«Ψάχνετε κάποιον δικό σας;» επέμεινε εκείνη. 
Σιωπή.
«Είναι κάποιος φίλος; Ή κάποιος παράνομος, για τον οποίο χρειάζεται να γνωρίζει το Σοφό Πλάσμα αυτής της επικράτειας;»
Ο Μούμπε τους ένιωσε να πισωπατούν.
«Απλά μας έκανε εντύπωση η ενέργεια, Κλαίουσα» είπε η τρίτη φωνή. «Δε χρειάζεται να βγάζεις αυθαίρετα συμπεράσματα.»
«Με τιμάτε με τα λόγια σας» τους απάντησε, δήθεν συγκινημένη. «Να με μπερδέψει το περίφημο Τσεκούρι για κάποιον αρχαίο δικό του... να υπάρχει μεγαλύτερη αναγνώριση από αυτήν, για κάποια σαν εμένα;»
«Έχουμε κι άλλες δουλειές» είπε η πρώτη φωνή. «Φρόντισε να προσέχεις από ‘δω και πέρα. Κρίμα να σου επιτεθούν άλλοι δικοί μας, πιο ευέξαπτοι, μόνο και μόνο γιατί θα νομίζουν-»
«-τι να νομίζουν;» τον έκοψε. «Ότι είμαι Δαίμονας; Και γιατί να μου επιτεθούν έτσι απροκάλυπτα, νομίζοντας ότι είμαι μία από εσάς;»
«Απλά, λέμε» είπε η δεύτερη φωνή.
«Μα δεν είναι λογικό αυτό που λέτε. Εξηγείται μόνο, αν κυνηγάτε κάποιον δικό σας. Είστε σίγουροι ότι δε χρειάζεται να ενημερώσω το Σοφό Πλάσμα σε αυτά τα μέρη, για την ασφάλειά μου;»
Και πάλι σιωπή.
«Έφυγαν. Εξαφανίστηκαν» είπε ο Μούμπε χαμηλόφωνα.
«Το κατάλαβα» είπε κι εκείνη στον ίδιο τόνο.
«Σίγουρα ψάχνουν κάποιον.»
«Ναι.»
«Κι εσύ ξέρεις ποιον. Και η καημένη μου η Γκιούλικα ξέρει ποιον. Δε θα μου πει κανείς πού την έχετε μπλέξει; Πώς να την προστατέψω όταν με κρατάτε στο σκοτάδι;»
«Η καημένη σου η Γκιούλικα είναι εδώ και σε ακούει» πετάχτηκε η Γκιούλι. «Και μαζέψου.»
«Εγώ για σένα νοιάζομαι, λατρεμένη μου.»
«Νεαρέ» τους διέκοψε η Κλέουσα. «Η περιέργειά σου δε θα ικανοποιηθεί· τουλάχιστον, όχι ακόμα. Φρόντισε να το αποδεχτείς. Αγαπητή Γκιούλικα, θα μείνω μαζί σας λίγο ακόμα· για να διαλύσουμε τις υποψίες και άλλων μελλοντικών απρόσκλητων επισκεπτών.»
«Χρειάζεται να κάνω κάτι άλλο εγώ;»
«Απολύτως τίποτα.»
«Όμως... εσύ πράγματι κρυβόσουν για τόσο καιρό, έτσι δεν είναι;»
«Απλά δεν ασχολιόμουν με κανέναν. Κι όταν πλάσματα όπως εγώ, δεν ασχολούνται με τον οποιονδήποτε κόσμο γύρω τους, σταματάει και ο κόσμος να τα παρατηρεί, ακόμα κι αν στέκονται μπροστά τους.»
«Ναι, αλλά τώρα ασχολήθηκες. Και θα σε παρατηρήσουν. Μπορεί να μην είσαι Δαίμονας, αλλά είσαι η πρώτη Κλαίουσα. Θα έρθουν πολλοί ενοχλητικοί να σε χαζέψουν σαν αξιοθέατο. Το ζητούμενο ήταν να μην τραβήξουμε την προσοχή, δεν ήταν;»
«Την προσοχή την τραβήξαμε, θέλαμε δε θέλαμε. Τώρα, το θέμα είναι να την εστιάσουμε εκεί που θέλουμε εμείς.»
«Και δε σε νοιάζει, που έχασες μετά από τοσες χιλιάδες χρόνια, την πολύτιμη ησυχία σου;»
«Αχ, οι θυσίες που κάνουμε για την αγάπη...» αναστέναξε η Κλέουσα.

***

    Η Φαλάκ ανέβηκε επιτέλους τη σκάλα. Περπάτησε αργά και έφτασε έξω από την πόρτα του δωματίου του Τσανγιόλ. 
    Σήκωσε το χέρι της για να χτυπήσει, αλλά το μετάνιωσε αμέσως. Έγειρε το μπαστούνι της και έσκυψε αργά, για να κάτσει στο πάτωμα όσο πιο ομαλά μπορούσε. Δεν τα κατάφερε.
«Όλα καλά, Μάριαμ;» ακούστηκε η φωνή του από την άλλη μεριά της πόρτας.
    Η Φαλάκ τινάχτηκε ανεπαίσθητα για μια στιγμή, έχοντας στο νου της μόνο την οργισμένη εκδοχή αυτής της φωνής. Όμως, μειδίασε, ευχάριστα έκπληκτη· τώρα άκουγε μόνο ανησυχία και έγνοια. Αυτός ο Τσανγιόλ, μέσα στην παραίτηση και την απελπισία για την κατάστασή του, αδυνατούσε να μη νοιάζεται για την ηλικιωμένη γυναίκα που, προφανώς, τον αγαπούσε και τον φρόντιζε. 
«Χρησιμοποιεί κι εκείνη μπαστούνι για να ανέβει τις σκάλες;» του είπε όσο τακτοποιούσε το ξύλινο πόδι της δίπλα στο σάρκινο, ακουμπώντας τελικά την πλάτη της στην πόρτα. 
Δεν της απάντησε.
Γύρισε το κεφάλι της και κόλλησε το αυτί της στο ξύλο.
«Τσανγιόλ;»
Ένας μπουκωμένος γδούπος ήρθε από το δωμάτιο· η πόρτα κουνήθηκε ανεπαίσθητα.
«Πίστευα πως ήταν ο Σάγια, που πάλι κάτι κουβαλούσε στη σκάλα για να με δελεάσει να βγω» της απάντησε μετά από λίγο. 
Η φωνή του ήταν πολύ κοντά τώρα· και στο ύψος που βρισκόταν το δικό της κεφάλι. Είχε κάτσει κι εκείνος στην άλλη πλευρά της πόρτας.
«Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι άλλο να πω» συνέχισε ο Τσανγιόλ. «Φέρθηκα σαν αγροίκος. Συγγνώμη.»
Η Φαλάκ πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε.
«Δεκτή» του είπε, ανακουφισμένη.
«Σε έπεισε ο Ρέο και ήρθες πάλι εδώ μέσα, για να μιλήσεις με τον Μάτου;» τη ρώτησε.
«Δε χρειαζόταν να με πείσει. Ξεκαθάρισα από την αρχή ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε βοηθήσω.»
«Γιατί υπήρξα κάποτε το περίφημο σύμβολο της Επανάστασης;» ρουθούνισε ο Τσανγιόλ ειρωνικά.
«Γιατί είσαι κάποιος που χρειάζεται βοήθεια» απάντησε εκείνη και αναστέναξε. «Και γιατί... εγώ κι εσύ, βρεθήκαμε και μοιραστήκαμε ένα βλέμμα κατανόησης και μια αγκαλιά. Πριν μερικές μέρες και πριν εκατό χρόνια.»
«Σου είπε ο Ρέο γι’αυτόν τον Γι Αν-τάν;»
«Ποιον;»
«Ρώτησέ τον, θα σου πει. Δεν έχει σημασία άλλωστε. Δεν έχει σχέση με την ελευθερία μου. Απλά... ίσως εξηγεί το πώς βρεθήκαμε όλοι εμείς.»
«Άρα, είναι κάποιος που πράγματι μας έφερε σκόπιμα όλους εδώ, τώρα;»
«Όχι. Όλα είναι δυστυχείς συμπτώσεις. Δε σημαίνουν τίποτα.»
Σιωπή για λίγο.
«Όμως...» είπε τελικά η Φαλάκ «... να που είμαστε όλοι εδώ. Ακόμα κι αν όλα αυτά που μας έφεραν σε αυτό το σημείο δε σημαίνουν τίποτα για άλλους ή για το απέραντο σύμπαν, σημαίνουν κάτι για εμένα. Κι αυτό μου φτάνει για να προσπαθήσω.»
Έμειναν για λίγο αμίλητοι, γερμένοι στις δυο πλευρές της πόρτας. 
«Τσανγιόλ;» ψιθύρισε η Φαλάκ, διστακτικά.
«Ναι;»
«Η Κλέουσα με έφερε εδώ για να σου μιλήσω.»
«Για να με πείσεις να βγω από το δωμάτιο;»
«Της είπα ότι θα ήμουν ικανοποιημένη αν κατάφερνα να σε σηκώσω από το κρεβάτι.»
Εκείνος μειδίασε.
«Τα κατάφερες λοιπόν.»
«Δεν έκανα και τίποτα· εσύ είσαι πολύ πιο καλόβολος απ’όσο θέλεις να δείχνεις. Έπρεπε να δεις τι αναγκάστηκε να κάνει η καημένη Γκιούλι για να καταφέρει να σηκώσει εμένα, όταν ο πρώτος μου έρωτας δεν είχε ανταπόκριση λόγω της αναπηρίας μου.»
Δεν της απάντησε.
«Σου έχει πει ο Ρέο για τη Γκιούλι;» 
«Μ-χμ.»
«Σε έκανα να νιώσεις άσχημα λόγω της αναπηρίας μου;»
«Είμαι φυλακισμένος μέσα σε μια μαγική Τσαγιέρα για πεθαμένους, εδώ και εκατό χρόνια. Όσα ήξερα και αγαπούσα χάθηκαν για πάντα· και μάλλον θα μείνω εδώ μέσα μέχρι να τρελαθώ, αφού δε μπορώ ούτε να γεράσω ούτε να πεθάνω. Πόσο άσχημα λες να αισθάνομαι για εσένα, που είσαι μια ελεύθερη γυναίκα σε μια ελεύθερη χώρα, μόνο και μόνο επειδή έχεις ένα ψεύτικο χέρι και πόδι;»
Η Φαλάκ γέλασε δυνατά και απολαυστικά.
«Αχ, Τσανγιόλ· σου ορκίζομαι πως δε θα σε αφήσω να τρελαθείς εδώ μέσα.»
«Ωχ, άρχισες κι εσύ με τις ελπίδες;»
«Δεν είμαι εδώ για να σε πείσω να πιστέψεις εμένα ή τον Ρέο.»
«Τότε γιατί είσαι εδώ;»
«Αρχικά, όπως είπα, γιατί με παρακάλεσε η Κλέουσα. Τώρα όμως... θα ήθελες να σου μιλήσω για τον κόσμο στον οποίο θα ζήσεις, μόλις καταφέρουμε να σε ελευθερώσουμε;» 
Ξανά, καμία απάντηση.
    Η Φαλάκ έκλεισε τα μάτια της και ευχήθηκε να μην είχε μόλις φανεί, καταστροφικά τολμηρή κι αισιόδοξη. Κι ύστερα, το σώμα της έγειρε απότομα προς τα πίσω, καθώς η πόρτα άνοιξε χωρίς προειδοποίηση. Στηρίχτηκε άμεσα στο καλό της χέρι και γύρισε προς τα πίσω. Ο Τσανγιόλ στεκόταν στο άνοιγμα και είχε απλώσει το χέρι του προς το μέρος της.
«Θέλεις βοήθεια για να σηκωθείς;»
«Έχει ξεσηκωθεί όλη η Τσαγιέρα για χάρη σου» του είπε, με περισσότερη σιγουριά. «Είσαι σίγουρος ότι δε θες να πάμε να τους δεις, έστω από μακριά;»
«Θα μπεις ή να ξανακλείσω;»
Γούρλωσε τα μάτια της και άρπαξε το χέρι του σφιχτά.

***

    Η Φαλάκ έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και παρατήρησε τον Τσανγιόλ, καθώς εκείνος τριγυρνούσε στο δωμάτιο, αμήχανος ξαφνικά.
«Δε δέχομαι επισκέπτες στο δωμάτιό μου» μουρμούρισε.
Έπιασε πράγματα και τα άφησε πάλι στη θέση τους, μετακινησε τις δυο καρέκλες του χώρου σε διάφορα σημεία. Κοίταξε για λίγες στιγμές έξω από το παράθυρο κι ύστερα το πάτωμα· έστρωσε τα ρούχα και τη ζώνη του.
Της Φαλάκ της φάνηκε αστείος αρχικά· σχεδόν σαν παιδί. Κι ύστερα η έκφρασή της ζάρωσε· και επέπληξε τον εαυτό της.
«Αλλάζετε ρούχα εδώ μέσα;» τον ρώτησε εύθυμα, για να ελαφρύνει το κλίμα.
Εκείνος φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο· σα να μην το είχε σκεφτεί πριν.
«Όχι» απάντησε και έλεγξε πάλι τα ρούχα του. «Όχι» επανέλαβε και χασκογέλασε. «Τίποτα δεν αλλάζει εδώ μέσα.»
«Ε, όχι και τίποτα!» είπε, δήθεν παρεξηγημένη.
«Εκτός από εσένα, φυσικά.»
«Νομίζω ότι, και πριν από εμένα, πολλά έχουν αλλάξει από τότε που μπήκες εδώ. Κάποτε ο Ρέο και ο Μάτου ήταν κοντινοί φίλοι.»
«Εντάξει· και αυτό.»
«Κάποτε ο Μάτου έμενε εδώ.»
«Σου είπε ο Ρέο για όταν μέναμε εδώ;»
«Όχι. Απλά ανέφερε κάτι και έβγαλα ένα ασφαλές συμπέρασμα. Και, μην ξεχνάς πως, κάποτε, πολλά πνεύματα δε μπορούσαν να λειτουργήσουν εδώ μέσα· και όταν ήρθες, μεγαλούργησαν.»
«Το μεγαλούργησαν είναι τρομερή υπερβολή.»
«Το ίδιο και το τίποτα δεν αλλάζει εδώ μέσα» του χαμογέλασε εγκάρδια εκείνη.
Ο Τσανγιόλ γύρισε το βλέμμα του πάλι έξω από το παράθυρο.
«Φοράνε όλες οι γυναίκες αντρικά ρούχα, όπως εσύ;» σήκωσε νευρικά το χέρι του και την έδειξε για μια στιγμή, χωρίς να την κοιτάξει.
Η Φαλάκ έσκυψε το κεφάλι της και παρατήρησε τα δικά της ρούχα. Το γιλέκο και η φαρδιά παντελόνα της ήταν σκούρα· και δε φαίνονταν οι λεκέδες που είχαν απομείνει από το χώμα, όταν ξαναμπήκε. Αλλά ο Ρέο δεν ήταν μαζί τους στο σπίτι, αυτή τη φορά· και η Κλέουσα δεν είχε τις ικανότητές του για να καθαρίσει τα υφάσματα άμεσα. Το μόνο που κατάφερε, ήταν να τα τινάξει καλά και να τα αρωματίσει πάνω από ένα μικρό καζάνι, με ζεστό νερό και δεντρολίβανο, όσο η Φαλάκ καθάριζε το σώμα της στο μπάνιο. Τουτέστιν, το λευκό της πουκάμισο, έμοιαζε με θλιβερή απόπειρα κάποιου να το βάψει στο χρώμα αποξηραμένων φύλλων τσαγιού.
«Φορούσαν και στην εποχή σου παντελόνες» απάντησε και ανασηκώθηκε, αμήχανη κι εκείνη τώρα.
«Υποθέτω πως δε δουλεύεις στα χωράφια και δεν είσαι μέλος περιπλανώμενου θίασου.»
«Όχι.»
«Τότε, όχι· όχι στη δική μου εποχή. Ίσως νωρίτερα· αλλά στα πενήντα χρόνια διακυβέρνησης του τελευταίου Αυτοκράτορα, καμία γυναίκα – εκτός από αυτές που ανέφερα, και όχι πάντα – δεν επιτρεπόταν να φορά αυτά που φοράς εσύ.»
«Ναι... έχεις δίκιο» είπε εκείνη απολογητικά. «Τώρα που το σκέφτομαι, στα βιβλία υπάρχουν ζωγραφιές κυρίως από γυναίκες αγρότισσες.»
«Ίσως κάποιες να τα φορούσαν σπίτι τους, αν το επέτρεπαν οι συγγενείς ή οι σύζυγοί τους. Αλλά ποτέ έξω· και ειδικά γυναίκες της καλής κοινωνίας» την έδειξε πάλι.
«Καλής κοινωνίας;» χαμογέλασε η Φαλάκ και σήκωσε το σάρκινο χέρι της – εμφανώς πολύ μεγαλύτερης ηλικίας από το υπόλοιπο σώμα της, ξηρό και ταλαιπωρημένο, γεμάτο ρυτίδες και γρατζουνιές. «Κάθε άλλο, αγαπητέ μου» μειδίασε αυτάρεσκα. «Αυτό είναι χέρι γυναίκας, που δουλεύει για να ζήσει.»
«Αλλά όχι στα χωράφια ή στους δρόμους και τα θέατρα.»
«Εεε, όχι.»
«Υπάρχουν άλλες δουλειές για γυναίκες της εποχής σου;»
«Ναι, βέβαια.»
«Υπηρέτριες ή οικονόμοι; Ιέρειες; Κι εμείς είχαμε τέτοιες δουλειές, για όσες γυναίκες δεν παντρεύονταν νωρίς.»
«Υπάρχουν αυτές οι δουλειές και σήμερα, αλλά εγώ...» έδειξε τα ξύλινα άκρα της «... δεν είμαι κατάλληλη γι’αυτές.»
«Και τι δουλειά κάνεις δηλαδή;»
«Είμαι κεραμοποιός.»
Ο Τσανγιόλ γούρλωσε τα μάτια του.
«Ναι, ξέρω» είπε εκείνη. «Ακόμα και τώρα όμως, είναι δύσκολο για μια γυναίκα να αναγνωριστεί στο επάγγελμα.»
«Υπάρχουν κι άλλες γυναίκες όπως εσύ; Να δουλεύουν σε άλλες δουλειές από αυτές που είπα;»
«Ναι, βέβαια.»
«Και εσύ δεν το κάνεις κρυφά. Ούτε οι άλλες.»
«Όχι, σίγουρα όχι. Εγώ μαθήτευσα από μικρή, με τον πατέρα μου.»
«Και έχεις πελάτες;»
«Όχι όσους θα ήθελα τα τελευταία χρόνια, με τις καινούριες βιοτεχνίες. Αλλά, ναι· πάντα είχα πελάτες.»
«Βιοτεχνίες;»
«Εμ... είναι μεγάλοι χώροι, με πολλούς ανθρώπους και μηχανήματα· που βοηθούν τους ανθρώπους να φτιάξουν πιο γρήγορα, πολλά πράγματα, την ίδια στιγμή.»
«Δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα.»
«Εμ... γνωρίζεις για τα μηχανήματα που χρησιμοποιούσαν οι μεγάλοι έμποροι, εκτός από τους άβακες, για να υπολογίζουν μεγάλα ποσά χρημάτων; Τα είχανε και πριν την εποχή σου.»
«Ναι, τα ξέρω αυτά. Τα χρησιμοποιούσαμε κι εμείς, για να υπολογίζουμε και να καταγράφουμε τα κόστη για τις εκστρατείες μας, όσο ταξιδεύαμε.»
«Ναι, ακριβώς! Δεν το ήξερα αυτό, μάλιστα, πολύ εντυπωσιακό. Λοιπόν... φαντάσου πολύ πιο μεγάλα μηχανήματα, με περισσότερα γρανάζια και λειτουργίες. Στην περίπτωση του δικού μου επαγγέλματος, σε αυτούς τους μεγάλους χώρους, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με πολλούς τροχούς και δουλεύουν όλοι μαζί, το ίδιο σχέδιο. Τα μηχανήματα τούς κόβουν συγκεκριμένα κομμάτια και τα δίνουν έτοιμα για να δουλευτούν πάνω στους τροχούς. Και, όταν είναι έτοιμα τα αντικείμενα, οι άνθρωποι τα δίνουν όλα μαζί σε άλλο μηχάνημα, που τα μεταφέρει σε άλλο μηχάνημα, που τα ψήνει όλα μαζί· δεκάδες αντικείμενα μαζί. Μέσα σε μια μέρα, μπορεί να φτιαχτούν πάνω από τριακόσια αντικείμενα, έτοιμα προς πώληση.»
Ο Τσανγιόλ την κοίταξε ανέκφραστος.
«Ας πούμε ότι κατάλαβα» είπε τελικά.
«Σίγουρα είναι καλύτερο να το δεις από κοντά» απάντησε εκείνη, μα αμέσως μαζεύτηκε. «Αν όλα πάνε καλά, δηλαδή.»
Ο Τσανγιόλ ρουθούνισε.
«Φοβάσαι μήπως με ανέβασες στην κορφή της ελπίδας με τις υποσχέσεις σου και με γκρεμοτσακίσεις θανάσιμα, αν αποτύχεις;»
«Ε, ναι.»
«Εγώ άνοιξα την πόρτα, θυμάσαι;»
«Και πάλι, είναι μεγάλη η ευθύνη μου.»
«Είμαι μεγάλο παιδί· και είμαι ήδη θανάσιμα γκρεμοτσακισμένος. Αν κάνεις κάτι τώρα, είναι να μη με αφήσεις να πεθάνω.»
Η Φαλάκ ένιωσε δάκρυα να στριμώχνονται στα μάτια της. Κι εκείνος το κατάλαβε.
«Για πες λοιπόν» συνέχισε την προηγούμενη συζήτηση. «Είσαι κεραμοποιός. Και, υποθέτω, πληρώνεσαι για τη δουλειά σου.»
«Ναι, βέβαια. Και στην εποχή σου πληρώνονταν οι λίγες γυναίκες που δούλευαν σε άλλες δουλειές.»
«Με νομίσματα ή ανταλλάγματα;»
«Και τα δύο· ό,τι επιλέξω.»
«Και ο σύζυγός σου; Δέχεται που δουλεύεις ή δεν έχει λόγο, επειδή το ενέκρινε ο πατέρας σου; Και, για να έχουμε καλό ρώτημα, ξέρει ότι είσαι εδώ μέσα;»
«Δεν έχω σύζυγο.»
«Α. Είσαι υπό την κηδεμονία του πατέρα σου;»
«Ο πατέρας μου πέθανε, πολλά χρόνια πριν. Και, δεν υπάρχει πια η έννοια της κηδεμονίας για τις γυναίκες, όπως στην εποχή σου.»
«Και ποιος ορίζει τι θα κάνεις στη ζωή σου ή με τα χρήματά σου;»
«Κανείς. Δηλαδή, εγώ.»
«Και δεν αποκλείεσαι από την κοινωνία, επειδή είσαι μόνη σου;»
Η Φαλάκ αναστέναξε.
«Πολλοί σίγουρα με αντιμετωπίζουν με καχυποψία ή λύπηση, επειδή είμαι μόνη. Και, σίγουρα αποκλείομαι, εγώ και άλλες γυναίκες χωρίς τίτλο ή οικογενειακή περιουσία, ανεπίσημα, από συγκεκριμένες κοινωνικές συναναστροφές ή άλλες ευκαιρίες και διασυνδέσεις. Αλλά αυτό δε συμβαίνει πάντα και όχι με όλους. Και, αν εννοείς την επίσημη απαγόρευση... όχι· δεν απαγορεύεται από τον νόμο, να υπάρχω μόνη μου ή να δουλεύω και να χειρίζομαι χρήματα μόνη μου, όπως παλιά.»
«Και φοράς ό,τι θέλεις;» τη ρώτησε πάλι, ήρεμα.
«Ναι.»
«Χωρίς καμία ποινή από τον νόμο;»
«Χωρίς καμία ποινή από τον νόμο.»
Ξαφνικά, ένα δειλό χαμόγελο φώτισε το μουντό του πρόσωπο.
«Όλα αυτά είναι... υπέροχα» ψιθύρισε, σα να μην πίστευε σχεδόν ότι όσα του έλεγε ήταν αλήθεια. 
Η Φαλάκ τον κοίταξε έκπληκτη.
«Ναι. Υποθέτω πως, σε σύγκριση με τη δική σου εποχή... είναι.»
«Είναι όλοι οι άνθρωποι ελεύθεροι εκεί έξω;»
«Είναι...» η Φαλάκ δίστασε. «Όχι τελείως, ακριβώς. Και όχι όλοι, σίγουρα. Αλλά είναι πιο ελεύθεροι· από τότε δηλαδή» τον έδειξε δειλά. «Και ο δικός σας αγώνας, δηλαδή όλων των επαναστατών, ήταν που άνοιξε τον δρόμο.»
Ο Τσανγιόλ χαμογέλασε πλατιά και αβίαστα τώρα.
«Δε μπορεί να μη σου έχει μιλήσει ο Ρέο για τις αλλαγές του κόσμου, από τότε που μπήκες στην Τσαγιέρα» διαμαρτυρήθηκε η Φαλάκ.
«Μου είχε μιλήσει. Αλλά δε νομίζω ότι άκουγα· ή ότι τον πίστευα ακριβώς· όχι στ’αλήθεια. Αλλά τώρα που είσαι εσύ εδώ μπροστά μου...» την πλησίασε και έκατσε στο πάτωμα μπροστά της, σαν παιδί που ανυπομονούσε να ακούσει παραμύθι. «Νόμιζα κάποτε, ότι το όνειρό μου ήταν η σιωπή, η ηρεμία, πέρα από τον κόσμο και τους ανθρώπους· κι ένα παλιό, επιτέλους άχρηστο σπαθί δίπλα στην πολυθρόνα μου.»
«Και τώρα;»
«Τώρα είσαι εσύ.»
Η Φαλάκ ανασηκώθηκε.
«Εγώ;»
«Εσύ, ο κόσμος σου, εκεί απ’όπου έρχεσαι.»
«Α.»
«Πες μου κι άλλα. Πες μου τα πάντα.»


συνεχίζεται

Artwork: View from the hilltop, Le Pho (Vietnam), 1937

Comments

Popular posts from this blog

The Silent Suppers: The First

The Silent Suppers: The Third

The Silent Suppers: The Sixth