Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 15
Η Φαλάκ στεκόταν στον κεντρικό χώρο του εργαστηρίου της. Η γυναίκα απέναντί της, παρέμενε ακίνητη στο κατώφλι της εξώπορτας, εδώ και λίγα λεπτά. Φαινόταν αρκετά μεγαλύτερή της σε ηλικία, μα στεκόταν ψηλή και περήφανη· και – ακόμα – πολύ, πολύ όμορφη.
Η Φαλάκ έσφιξε το καλό της χέρι στην κορυφή του μπαστουνιού της και τέντωσε την ευαίσθητη πλάτη της, για να μιμηθεί τη γυναίκα. Με το ξύλινο χέρι, τακτοποίησε δήθεν αδιάφορα τα πυκνά στρώματα της μακριάς, βαμβακερής της φούστας, προσπαθώντας να κρύψει τη ζημιά στον έναν ιμάντα του ξύλινου ποδιού της – που προκάλεσε η ίδια, κατά το μανιώδες καθάρισμα του εργαστηρίου. Δεν είχε προλάβει να τον φτιάξει ακόμα και το πόδι έτρεμε νευρικά αλλά, ευτυχώς, όχι πολύ έντονα.
«Είστε πολύ συμπαθητικά εδώ, κυρία Αλαμίν» είπε η γυναίκα, προσπαθώντας να ακουστεί αβίαστα εύθυμη.
Κοίταξε ερευνητικά γύρω της, χωρίς να αλλοιώσει ούτε στο ελάχιστο την ακλόνητη στάση της.
«Το χωριό σας είναι πολύ γραφικό και ο χώρος εργασίας σας, πολύ... ιδιαίτερος.»
«Σας ευχαριστώ, κυρία...;»
«Γκομάντε.»
«Περάστε, καθίστε» την παρότρυνε η Φαλάκ, βλέποντας με την άκρη του ματιού της τη Γκιούλι, να μπαίνει στο εργαστήρι από την πίσω είσοδο, με έναν δίσκο φορτωμένο με κεράσματα και τσάι.
Τα άφησε στο μεγάλο τραπέζι πίσω της και έφυγε αμέσως, αθόρυβα.
«Ω, όχι, σας ευχαριστώ. Δε θα κάτσω πολύ. Άλλωστε, δε θα γνωριζόμασταν ποτέ αυτοπροσώπως, αν δεν επιμένατε» χαμογέλασε σφιγμένα η γυναίκα.
«Αν δεν επέμενα, δε θα παίρνατε ποτέ αυτό που επιθυμείτε» χαμογέλασε και η Φαλάκ· με περισσότερη σιγουριά.
«Μα δεν ξέρετε τι επιθυμώ ακριβώς.»
«Δεν ξέρω ποιον επιθυμείτε ακριβώς. Η διαδικασία όμως, παραμένει ίδια για όλους. Και, όπως είπα και στον κύριο Κιαμπάν, αν δε γνωρίζω προσωπικά τους πελάτες μου-»
«-ναι, ξέρω τι είπατε» την έκοψε η γυναίκα· και για μια στιγμή, το βλέμμα της ζάρωσε και η δυσαρέσκειά της αποκαλύφθηκε άθελά της, πριν ανακτήσει και πάλι το προβαρισμένο, συγκαταβατικό της ύφος. «Μα και πάλι, δεν καταλαβαίνω τη σκοπιμότητα της γνωριμίας μας. Εφόσον ο μάγος ή η μάγισσα με την οποία συνεργάζεστε θα κάνει τη βαριά εργασία του αντικειμένου που θα παραγγείλω, ο μόνος λόγος για να με γνωρίζετε εσείς και όχι εκείνος ή εκείνη, θα ήταν μόνο η προσωπική σας ευχαρίστηση· το να με ξέρετε και να μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το όνομα ή τη μορφή μου για τα δικά σας, περαιτέρω συμφέροντα.»
«Κι όμως, είστε εδώ.»
«Κι όμως, είμαι εδώ.»
«Και γνωρίζετε τη φήμη μου.»
«Ομολογουμένως.»
«Και ο λόγος που τελικά υποκύψατε...» είπε τη λέξη με τόνο εμφανώς δραματικό «... σε αυτή τη συνάντηση που, φαινομενικά, εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντά μου;»
Η γυναίκα έμεινε για λίγο αμίλητη, παρατηρώντας τη Φαλάκ.
«Μήπως θέλετε να κάτσετε, κυρία Αλαμίν; Είναι το καλό σας πόδι ή το ψεύτικο, που δεν υπακούει στις εντολές σας για ψυχραιμία;»
«Μήπως εσείς θέλετε να κάτσετε; Ίσως σας βοηθήσει να διαχειριστείτε την αμηχανία σας και να απαντήσετε στην ερώτησή μου.»
Η γυναίκα κάγχασε, αληθινά εντυπωσιασμένη, επιτρέποντας στο σώμα της να χαλαρώσει και να κουνηθεί ανεπαίσθητα, για μερικά δευτερόλεπτα.
«Κυκλοφορεί η φήμη, κυρία Αλαμίν, ότι δε χρειάζεστε μάγο ή μάγισσα, για να κατασκευάζετε τα πιο... ιδιαίτερα, από τα δημιουργήματά σας. Ότι είστε στοιχειωμένη και τα πνεύματα περνάνε από μέσα σας, πριν μπούνε στις μαγικές σας τσαγιέρες.»
«Αυτό ακούγεται απολύτως ανόητο, σε οποιονδήποτε έχει έστω και βασικές, αληθινές γνώσεις του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο.»
«Είπα ότι κυκλοφορεί η φήμη· όχι ότι την πιστεύω.»
«Αν δεν ήταν αυτή η φήμη όμως, δε θα μου κάνατε το χατήρι να γνωριστούμε προσωπικά.»
«Σας έκανα το χατήρι, λόγω της μοναδικής αλήθειας σε αυτή τη φήμη· πράγματι, δε συνεργάζεστε με κανέναν μάγο ή μάγισσα. Παρ’όλ’αυτά, δεν είχατε καμία αποτυχία με προηγούμενους πελάτες σας. Αδιανόητο, για μια γυναίκα χωρίς μαγεία δική της.»
«Αδιανόητο και για γυναίκες με μαγεία.»
«Πράγματι.»
Η Φαλάκ μειδίασε.
«Θέλετε να μάθετε την πραγματική αλήθεια, πίσω από την υπόλοιπη φήμη· πώς τα καταφέρνω να οδηγώ, χωρίς μαγεία, τα πνεύματα που θέλουν οι πελάτες μου, στις μαγικές τσαγιέρες μου.»
«Δε θα ήταν άδικη ανταλλαγή. Η μοναδική πολυτέλεια που σας προσφέρω με την προσωπική μας γνωριμία-»
«-για την ακόμα πιο μοναδική πολυτέλεια του μυστικού μου.»
«Πιο μοναδική; Κυρία Αλαμίν, δε νομίζω ότι καταλαβαίνετε τι σας προσφέρω. Είμαι μία από τους τρεις πλουσιότερους ανθρώπους της ηπείρου· με τεράστια διαφορά από τον τέταρτο πλουσιότερο. Δεν έχω ταξιδέψει τόσο μακριά από το σπίτι μου, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Μόνο δύο άνθρωποι γνωρίζουν το πραγματικό μου πρόσωπο· και ο κύριος Κιαμπάν δε συγκαταλέγεται σε αυτούς.»
«Είναι αυτό το πραγματικό σας πρόσωπο;»
«Ναι» απάντησε χωρίς δισταγμό η γυναίκα.
«Άρα, το είδε και η βοηθός μου πριν λίγο. Δε θα το αποκαλούσα φοβερή πολυτέλεια λοιπόν· εγώ απλά, το είδα πρώτη.»
«Η βοηθός σας δεν είδε αυτό που βλέπετε εσείς. Σίγουρα θα το υποθέσατε αυτό.»
«Έχετε λοιπόν, καλό μάγο στη δούλεψή σας.»
«Έχω πολλούς καλούς μάγους και μάγισσες. Προφανώς, όχι ειδικευμένους σε αυτό που ζητώ από εσάς.»
«Προφανώς» είπε η Φαλάκ και κατευθύνθηκε αργά – αλλά και όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να χαλάσει την επαγγελματική της εικόνα – στην καρέκλα δίπλα στο τραπέζι· ο δεύτερος ιμάντας του ποδιού της είχε αρχίσει να υποχωρεί επικίνδυνα.
«Κυρία Γκομάντε...» συνέχισε αφού έκατσε, σχεδόν τελετουργικά – και ξεφύσηξε με ανακούφιση μέσα στο μυαλό της «... δε γνώριζα επ’ουδενί, τα ακραία μέτρα που παίρνετε για να προστατέψετε τον εαυτό σας. Και, σας διαβεβαιώ, δε σας έφερα εδώ με ύποπτα κίνητρα. Εάν εσείς υποθέσατε ότι θα με δελεάσετε με την αληθινή σας ταυτότητα, για να αποκαλύψω τον τρόπο που δουλεύω, λυπάμαι· η υπόθεσή σας δεν ήταν σωστή. Δεν πρόκειται να το κάνω.»
«Άρα, θα πρέπει να πληρώσω πάλι· αυτή τη φορά, για να με ξεχάσετε.»
«Σας διαβεβαιώ πως, κανείς μάγος ή μάγισσα, δεν αγγίζει το μυαλό μου χωρίς τη θέλησή μου. Όσα ξόρκια κι αν επιστρατεύσουν, δε θα μπορέσουν να ψαχουλέψουν ελεύθερα τις σκέψεις μου, δήθεν για να βρουν την πραγματική σας εικόνα και να τη σβήσουν· ψάχνοντας, στ’αλήθεια, το μυστικό μου.»
«Είστε σίγουρη;»
«Είστε ελεύθερη να τους πληρώσετε όλα τα λεφτά του κόσμου για να δοκιμάσουν.»
«Ίσως και να το κάνω.»
«Διακινδυνεύοντας την αυτόματη ακύρωση της συμφωνίας μας;»
«Κυρία Αλαμίν, σίγουρα καταλαβαίνετε· δε μπορώ να αφήσω μια τυχαία κεραμοποιό, να γνωρίζει αυτά που γνωρίζετε ήδη εσείς για εμένα και να κυκλοφορεί ελεύθερη στον κόσμο.»
«Σας υπόσχομαι, πως δε θα αποκαλύψω όσα ξέρω ήδη για εσάς· όπως δεν έχω αποκαλύψει για κανέναν άλλον, από τους ευτυχείς ιδιοκτήτες των ιδιαίτερων αντικειμένων μου. Όσα ξέρετε εσείς ή άλλοι, δεν τα μάθατε από εμένα ή από δικά μου λόγια.»
«Οφείλω να σας το αναγνωρίσω αυτό.»
«Και σας εγγυώμαι, πως δεν είμαι καθόλου τυχαία. Τίποτε απ’όσα ξέρω για εσάς ή τη θέση σας, δε σας επιτρέπει να με προσβάλλετε.»
Η γυναίκα έκανε ξαφνικά ένα βήμα μπροστά και πέρασε, επιτέλους, το κατώφλι του εργαστηρίου. Η Φαλάκ έκανε μεγάλη προσπάθεια για να μη χασκογελάσει θριαμβευτικά.
«Σας παρακολουθώ εδώ και πολύ καιρό, κυρία Αλαμίν. Τη δουλειά σας δηλαδή. Δεν ήταν εύκολο να επιβεβαιώνω τις αλήθειες πέρα από τις φήμες, ακόμα και για κάποια της θέσης μου.»
«Και αυτό σας εκνεύρισε;»
«Με ενθουσίασε» απάντησε η γυναίκα και γούρλωσε για μια στιγμή τα μάτια της, σα λαίμαργο παιδάκι. «Έχετε κάποιου είδους σύνδεση ή επιρροή στον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο μας, που σας προστατεύει εν μέρει, από αδιάκριτα μάτια και αυτιά και των δύο κόσμων. Έχετε μια μοναδική παρουσία, ίσως μοναδικότερη και από τις ικανότητες της ισχυρότερης μάγισσας.»
«Η άγνοια του μυστικού μου και η απροθυμία μου να το αποκαλύψω, σας κάνει να υπερβάλλετε, κυρία Γκομάντε.»
«Καθόλου. Έχω αυτιά και μάτια παντού, κυρία Αλαμίν. Μπορεί να έχω πληρώσει μια περιουσία και να μην έχω καταφέρει να μάθω για εσάς, όσα μαθαίνω για άλλους με μερικά νομίσματα· αλλά καταλαβαίνω απολύτως τι χρειάζεται, για να κρύβεται κάποια όπως εσείς από κάποια όπως εγώ, χωρίς να κρύβεται στ’αλήθεια. Ξέρω πώς είναι να έχεις δύναμη και ισχύ. Ακόμα κι αν για εμένα, είναι μόνο στον δικό μας κόσμο και κυρίως οικονομικής φύσεως. Ξέρω πως είναι να τα έχεις σε τέτοιο μέγεθος, που καθίσταται περισσότερο επικίνδυνο παρά συμφέρον να τα διαφημίζεις. Κατανοώ τώρα, ότι είναι αυτή η ανάγκη για διακριτικότητα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, που μας συνδέει άμεσα· πολύ περισσότερο από την ισχύ που διαχειριζόμαστε ή απ’όσα μας χωρίζουν κοινωνικά.»
«Τι εννοείτε;»
«Δε χρειάζομαι να ξέρω το μυστικό σας. Χρειαζόμουν όμως την αλήθεια των, επίσης φημισμένων, εγγυήσεων της διακριτικότητάς των συνεργασιών σας. Χρειαζόμουν το αγέρωχο βλέμμα σας, απέναντι σε απειλές που σίγουρα έχετε ξανακούσει, από πλούσιους και ισχυρούς όπως εγώ.»
«Κανείς προηγούμενος πελάτης μου, δεν ήταν τόσο πλούσιος ή ισχυρός όπως εσείς.»
«Και πάλι, σταθήκατε πάνω σε αυτό το χαλασμένο, ξύλινο πόδι, δίχως ίχνος πόνου ή φόβου.»
«Έχω σταθεί και πάνω σε χειρότερα.»
«Πράγματι, όσοι ξέρουν οτιδήποτε για τις στοιχειωμένες τσαγιέρες σας, δεν το έχουν μάθει από εσάς. Αλλά έπρεπε να το διαπιστώσω και να το πιστέψω μόνη μου.»
«Διακινδυνεύσατε σε τεράστιο βαθμό, κυρία Γκομάντε· χωρίς να ξέρετε καν, αν αυτό που θα μου ζητήσετε, μπορεί να γίνει. Ίσως το πνεύμα που θέλετε δεν είναι πνεύμα πια· ή, ίσως δεν έμεινε ποτέ στον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο.»
«Είμαι σίγουρη πως δεν έχει χαθεί ακόμα. Έχω έγκυρες πληροφορίες, ότι η ενέργειά του παραμένει εδώ. Ένα απειροελάχιστο ίχνος της ενέργειάς του, χωρίς καμία ένδειξη για την περιοχή παραμονής ή την κατάσταση του πνεύματός του, αλλά είναι σίγουρα δικό του.»
«Αν είναι μόνο ίχνος αυτό που έχετε βρει, πιθανολογώ πως πρόκειται για παλιό πνεύμα.»
«Πράγματι.»
«Μακρινός πρόγονος;»
«Κάτι τέτοιο.»
«Αν ξέρετε τόσα πολλά για τη δουλειά μου, όπως διατείνεστε, σίγουρα θα ξέρετε ότι δε φυλακίζω πνεύματα στις τσαγιέρες μου, όπως κάνουν άλλοι κατασκευαστές μαγικών αντικειμένων και οι μάγοι-συνεργάτες τους. Αν το πνεύμα δε θέλει, δεν το αναγκάζω. Αν θέλετε αυτόν τον πρόγονο για κάποιο ψυχρό, προσωπικό συμφέρον, μπορείτε να φύγετε τώρα.»
«Σας διαβεβαιώ, πως είναι μόνο η αγάπη που με κατευθύνει.»
«Η αγάπη; Για μακρινό πρόγονο;»
Η γυναίκα αναστέναξε.
«Ίσως και να πιω κάτι τελικά» είπε· και, με δρασκελιές νεαρής κοπέλας, έφτασε και έκατσε στην καρέκλα δίπλα στη Φαλάκ.
«Κανένα πρόβλημα» απάντησε εκείνη, προσπαθώντας να μη γουρλώσει τα μάτια της από την έκπληξη.
«Μήπως έχετε και κάτι πιο... δυνατό να μου προσφέρετε;» ρώτησε η γυναίκα, ρίχνοντας πίσω τη ζεστή της κάπα.
Η ξαφνική, βαθιά θλίψη στη φωνή της, χαλάρωσε το σώμα της Φαλάκ και γλύκανε το βλέμμα της.
«Υποπτεύομαι πως ήρθε η στιγμή, που θα συζητήσουμε πράγματα πολύ προσωπικά» είπε συμπονετικά.
Άπλωσε το χέρι της σε ένα κοντινό ράφι, για να πιάσει ένα μισογεμάτο μπουκάλι.
«Μη νιώθετε άσχημα· όλοι μου οι πελάτες περνάνε αυτό το στάδιο. Είναι οι πιο αυθεντικές στιγμές των συνεργασιών μου. Εγώ κι εκείνοι, καθισμένοι στο ίδιο σκαλί της ζωής, χωρίς κοινωνικές επιταγές ή ηλικιακές και οικονομικές διαφορές· μόνο άνθρωποι με ανοιχτές καρδιές.»
«Κυρία Αλαμίν, θα πούμε πράγματα που ξεπερνούν κατά πολύ, όλα τα μυστικά που έχετε ακούσει και κρατήσει για τους προηγούμενους πελάτες σας.»
«Τότε... νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος για ανούσιες επισημότητες. Μπορείτε να με αποκαλείτε με το μικρό μου όνομα, που σίγουρα γνωρίζετε ήδη» είπε και ξεκίνησε να γεμίζει τα φλιτζάνια του τσαγιού από τον δίσκο.
«Το γνωρίζω, ναι. Σας ευχαριστώ, Φαλάκ. Εγώ είμαι η Ζούρι» είπε η γυναίκα.
Η Φαλάκ έσφιξε το καλό της χέρι στην κορυφή του μπαστουνιού της και τέντωσε την ευαίσθητη πλάτη της, για να μιμηθεί τη γυναίκα. Με το ξύλινο χέρι, τακτοποίησε δήθεν αδιάφορα τα πυκνά στρώματα της μακριάς, βαμβακερής της φούστας, προσπαθώντας να κρύψει τη ζημιά στον έναν ιμάντα του ξύλινου ποδιού της – που προκάλεσε η ίδια, κατά το μανιώδες καθάρισμα του εργαστηρίου. Δεν είχε προλάβει να τον φτιάξει ακόμα και το πόδι έτρεμε νευρικά αλλά, ευτυχώς, όχι πολύ έντονα.
«Είστε πολύ συμπαθητικά εδώ, κυρία Αλαμίν» είπε η γυναίκα, προσπαθώντας να ακουστεί αβίαστα εύθυμη.
Κοίταξε ερευνητικά γύρω της, χωρίς να αλλοιώσει ούτε στο ελάχιστο την ακλόνητη στάση της.
«Το χωριό σας είναι πολύ γραφικό και ο χώρος εργασίας σας, πολύ... ιδιαίτερος.»
«Σας ευχαριστώ, κυρία...;»
«Γκομάντε.»
«Περάστε, καθίστε» την παρότρυνε η Φαλάκ, βλέποντας με την άκρη του ματιού της τη Γκιούλι, να μπαίνει στο εργαστήρι από την πίσω είσοδο, με έναν δίσκο φορτωμένο με κεράσματα και τσάι.
Τα άφησε στο μεγάλο τραπέζι πίσω της και έφυγε αμέσως, αθόρυβα.
«Ω, όχι, σας ευχαριστώ. Δε θα κάτσω πολύ. Άλλωστε, δε θα γνωριζόμασταν ποτέ αυτοπροσώπως, αν δεν επιμένατε» χαμογέλασε σφιγμένα η γυναίκα.
«Αν δεν επέμενα, δε θα παίρνατε ποτέ αυτό που επιθυμείτε» χαμογέλασε και η Φαλάκ· με περισσότερη σιγουριά.
«Μα δεν ξέρετε τι επιθυμώ ακριβώς.»
«Δεν ξέρω ποιον επιθυμείτε ακριβώς. Η διαδικασία όμως, παραμένει ίδια για όλους. Και, όπως είπα και στον κύριο Κιαμπάν, αν δε γνωρίζω προσωπικά τους πελάτες μου-»
«-ναι, ξέρω τι είπατε» την έκοψε η γυναίκα· και για μια στιγμή, το βλέμμα της ζάρωσε και η δυσαρέσκειά της αποκαλύφθηκε άθελά της, πριν ανακτήσει και πάλι το προβαρισμένο, συγκαταβατικό της ύφος. «Μα και πάλι, δεν καταλαβαίνω τη σκοπιμότητα της γνωριμίας μας. Εφόσον ο μάγος ή η μάγισσα με την οποία συνεργάζεστε θα κάνει τη βαριά εργασία του αντικειμένου που θα παραγγείλω, ο μόνος λόγος για να με γνωρίζετε εσείς και όχι εκείνος ή εκείνη, θα ήταν μόνο η προσωπική σας ευχαρίστηση· το να με ξέρετε και να μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το όνομα ή τη μορφή μου για τα δικά σας, περαιτέρω συμφέροντα.»
«Κι όμως, είστε εδώ.»
«Κι όμως, είμαι εδώ.»
«Και γνωρίζετε τη φήμη μου.»
«Ομολογουμένως.»
«Και ο λόγος που τελικά υποκύψατε...» είπε τη λέξη με τόνο εμφανώς δραματικό «... σε αυτή τη συνάντηση που, φαινομενικά, εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντά μου;»
Η γυναίκα έμεινε για λίγο αμίλητη, παρατηρώντας τη Φαλάκ.
«Μήπως θέλετε να κάτσετε, κυρία Αλαμίν; Είναι το καλό σας πόδι ή το ψεύτικο, που δεν υπακούει στις εντολές σας για ψυχραιμία;»
«Μήπως εσείς θέλετε να κάτσετε; Ίσως σας βοηθήσει να διαχειριστείτε την αμηχανία σας και να απαντήσετε στην ερώτησή μου.»
Η γυναίκα κάγχασε, αληθινά εντυπωσιασμένη, επιτρέποντας στο σώμα της να χαλαρώσει και να κουνηθεί ανεπαίσθητα, για μερικά δευτερόλεπτα.
«Κυκλοφορεί η φήμη, κυρία Αλαμίν, ότι δε χρειάζεστε μάγο ή μάγισσα, για να κατασκευάζετε τα πιο... ιδιαίτερα, από τα δημιουργήματά σας. Ότι είστε στοιχειωμένη και τα πνεύματα περνάνε από μέσα σας, πριν μπούνε στις μαγικές σας τσαγιέρες.»
«Αυτό ακούγεται απολύτως ανόητο, σε οποιονδήποτε έχει έστω και βασικές, αληθινές γνώσεις του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο.»
«Είπα ότι κυκλοφορεί η φήμη· όχι ότι την πιστεύω.»
«Αν δεν ήταν αυτή η φήμη όμως, δε θα μου κάνατε το χατήρι να γνωριστούμε προσωπικά.»
«Σας έκανα το χατήρι, λόγω της μοναδικής αλήθειας σε αυτή τη φήμη· πράγματι, δε συνεργάζεστε με κανέναν μάγο ή μάγισσα. Παρ’όλ’αυτά, δεν είχατε καμία αποτυχία με προηγούμενους πελάτες σας. Αδιανόητο, για μια γυναίκα χωρίς μαγεία δική της.»
«Αδιανόητο και για γυναίκες με μαγεία.»
«Πράγματι.»
Η Φαλάκ μειδίασε.
«Θέλετε να μάθετε την πραγματική αλήθεια, πίσω από την υπόλοιπη φήμη· πώς τα καταφέρνω να οδηγώ, χωρίς μαγεία, τα πνεύματα που θέλουν οι πελάτες μου, στις μαγικές τσαγιέρες μου.»
«Δε θα ήταν άδικη ανταλλαγή. Η μοναδική πολυτέλεια που σας προσφέρω με την προσωπική μας γνωριμία-»
«-για την ακόμα πιο μοναδική πολυτέλεια του μυστικού μου.»
«Πιο μοναδική; Κυρία Αλαμίν, δε νομίζω ότι καταλαβαίνετε τι σας προσφέρω. Είμαι μία από τους τρεις πλουσιότερους ανθρώπους της ηπείρου· με τεράστια διαφορά από τον τέταρτο πλουσιότερο. Δεν έχω ταξιδέψει τόσο μακριά από το σπίτι μου, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Μόνο δύο άνθρωποι γνωρίζουν το πραγματικό μου πρόσωπο· και ο κύριος Κιαμπάν δε συγκαταλέγεται σε αυτούς.»
«Είναι αυτό το πραγματικό σας πρόσωπο;»
«Ναι» απάντησε χωρίς δισταγμό η γυναίκα.
«Άρα, το είδε και η βοηθός μου πριν λίγο. Δε θα το αποκαλούσα φοβερή πολυτέλεια λοιπόν· εγώ απλά, το είδα πρώτη.»
«Η βοηθός σας δεν είδε αυτό που βλέπετε εσείς. Σίγουρα θα το υποθέσατε αυτό.»
«Έχετε λοιπόν, καλό μάγο στη δούλεψή σας.»
«Έχω πολλούς καλούς μάγους και μάγισσες. Προφανώς, όχι ειδικευμένους σε αυτό που ζητώ από εσάς.»
«Προφανώς» είπε η Φαλάκ και κατευθύνθηκε αργά – αλλά και όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να χαλάσει την επαγγελματική της εικόνα – στην καρέκλα δίπλα στο τραπέζι· ο δεύτερος ιμάντας του ποδιού της είχε αρχίσει να υποχωρεί επικίνδυνα.
«Κυρία Γκομάντε...» συνέχισε αφού έκατσε, σχεδόν τελετουργικά – και ξεφύσηξε με ανακούφιση μέσα στο μυαλό της «... δε γνώριζα επ’ουδενί, τα ακραία μέτρα που παίρνετε για να προστατέψετε τον εαυτό σας. Και, σας διαβεβαιώ, δε σας έφερα εδώ με ύποπτα κίνητρα. Εάν εσείς υποθέσατε ότι θα με δελεάσετε με την αληθινή σας ταυτότητα, για να αποκαλύψω τον τρόπο που δουλεύω, λυπάμαι· η υπόθεσή σας δεν ήταν σωστή. Δεν πρόκειται να το κάνω.»
«Άρα, θα πρέπει να πληρώσω πάλι· αυτή τη φορά, για να με ξεχάσετε.»
«Σας διαβεβαιώ πως, κανείς μάγος ή μάγισσα, δεν αγγίζει το μυαλό μου χωρίς τη θέλησή μου. Όσα ξόρκια κι αν επιστρατεύσουν, δε θα μπορέσουν να ψαχουλέψουν ελεύθερα τις σκέψεις μου, δήθεν για να βρουν την πραγματική σας εικόνα και να τη σβήσουν· ψάχνοντας, στ’αλήθεια, το μυστικό μου.»
«Είστε σίγουρη;»
«Είστε ελεύθερη να τους πληρώσετε όλα τα λεφτά του κόσμου για να δοκιμάσουν.»
«Ίσως και να το κάνω.»
«Διακινδυνεύοντας την αυτόματη ακύρωση της συμφωνίας μας;»
«Κυρία Αλαμίν, σίγουρα καταλαβαίνετε· δε μπορώ να αφήσω μια τυχαία κεραμοποιό, να γνωρίζει αυτά που γνωρίζετε ήδη εσείς για εμένα και να κυκλοφορεί ελεύθερη στον κόσμο.»
«Σας υπόσχομαι, πως δε θα αποκαλύψω όσα ξέρω ήδη για εσάς· όπως δεν έχω αποκαλύψει για κανέναν άλλον, από τους ευτυχείς ιδιοκτήτες των ιδιαίτερων αντικειμένων μου. Όσα ξέρετε εσείς ή άλλοι, δεν τα μάθατε από εμένα ή από δικά μου λόγια.»
«Οφείλω να σας το αναγνωρίσω αυτό.»
«Και σας εγγυώμαι, πως δεν είμαι καθόλου τυχαία. Τίποτε απ’όσα ξέρω για εσάς ή τη θέση σας, δε σας επιτρέπει να με προσβάλλετε.»
Η γυναίκα έκανε ξαφνικά ένα βήμα μπροστά και πέρασε, επιτέλους, το κατώφλι του εργαστηρίου. Η Φαλάκ έκανε μεγάλη προσπάθεια για να μη χασκογελάσει θριαμβευτικά.
«Σας παρακολουθώ εδώ και πολύ καιρό, κυρία Αλαμίν. Τη δουλειά σας δηλαδή. Δεν ήταν εύκολο να επιβεβαιώνω τις αλήθειες πέρα από τις φήμες, ακόμα και για κάποια της θέσης μου.»
«Και αυτό σας εκνεύρισε;»
«Με ενθουσίασε» απάντησε η γυναίκα και γούρλωσε για μια στιγμή τα μάτια της, σα λαίμαργο παιδάκι. «Έχετε κάποιου είδους σύνδεση ή επιρροή στον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο μας, που σας προστατεύει εν μέρει, από αδιάκριτα μάτια και αυτιά και των δύο κόσμων. Έχετε μια μοναδική παρουσία, ίσως μοναδικότερη και από τις ικανότητες της ισχυρότερης μάγισσας.»
«Η άγνοια του μυστικού μου και η απροθυμία μου να το αποκαλύψω, σας κάνει να υπερβάλλετε, κυρία Γκομάντε.»
«Καθόλου. Έχω αυτιά και μάτια παντού, κυρία Αλαμίν. Μπορεί να έχω πληρώσει μια περιουσία και να μην έχω καταφέρει να μάθω για εσάς, όσα μαθαίνω για άλλους με μερικά νομίσματα· αλλά καταλαβαίνω απολύτως τι χρειάζεται, για να κρύβεται κάποια όπως εσείς από κάποια όπως εγώ, χωρίς να κρύβεται στ’αλήθεια. Ξέρω πώς είναι να έχεις δύναμη και ισχύ. Ακόμα κι αν για εμένα, είναι μόνο στον δικό μας κόσμο και κυρίως οικονομικής φύσεως. Ξέρω πως είναι να τα έχεις σε τέτοιο μέγεθος, που καθίσταται περισσότερο επικίνδυνο παρά συμφέρον να τα διαφημίζεις. Κατανοώ τώρα, ότι είναι αυτή η ανάγκη για διακριτικότητα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, που μας συνδέει άμεσα· πολύ περισσότερο από την ισχύ που διαχειριζόμαστε ή απ’όσα μας χωρίζουν κοινωνικά.»
«Τι εννοείτε;»
«Δε χρειάζομαι να ξέρω το μυστικό σας. Χρειαζόμουν όμως την αλήθεια των, επίσης φημισμένων, εγγυήσεων της διακριτικότητάς των συνεργασιών σας. Χρειαζόμουν το αγέρωχο βλέμμα σας, απέναντι σε απειλές που σίγουρα έχετε ξανακούσει, από πλούσιους και ισχυρούς όπως εγώ.»
«Κανείς προηγούμενος πελάτης μου, δεν ήταν τόσο πλούσιος ή ισχυρός όπως εσείς.»
«Και πάλι, σταθήκατε πάνω σε αυτό το χαλασμένο, ξύλινο πόδι, δίχως ίχνος πόνου ή φόβου.»
«Έχω σταθεί και πάνω σε χειρότερα.»
«Πράγματι, όσοι ξέρουν οτιδήποτε για τις στοιχειωμένες τσαγιέρες σας, δεν το έχουν μάθει από εσάς. Αλλά έπρεπε να το διαπιστώσω και να το πιστέψω μόνη μου.»
«Διακινδυνεύσατε σε τεράστιο βαθμό, κυρία Γκομάντε· χωρίς να ξέρετε καν, αν αυτό που θα μου ζητήσετε, μπορεί να γίνει. Ίσως το πνεύμα που θέλετε δεν είναι πνεύμα πια· ή, ίσως δεν έμεινε ποτέ στον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο.»
«Είμαι σίγουρη πως δεν έχει χαθεί ακόμα. Έχω έγκυρες πληροφορίες, ότι η ενέργειά του παραμένει εδώ. Ένα απειροελάχιστο ίχνος της ενέργειάς του, χωρίς καμία ένδειξη για την περιοχή παραμονής ή την κατάσταση του πνεύματός του, αλλά είναι σίγουρα δικό του.»
«Αν είναι μόνο ίχνος αυτό που έχετε βρει, πιθανολογώ πως πρόκειται για παλιό πνεύμα.»
«Πράγματι.»
«Μακρινός πρόγονος;»
«Κάτι τέτοιο.»
«Αν ξέρετε τόσα πολλά για τη δουλειά μου, όπως διατείνεστε, σίγουρα θα ξέρετε ότι δε φυλακίζω πνεύματα στις τσαγιέρες μου, όπως κάνουν άλλοι κατασκευαστές μαγικών αντικειμένων και οι μάγοι-συνεργάτες τους. Αν το πνεύμα δε θέλει, δεν το αναγκάζω. Αν θέλετε αυτόν τον πρόγονο για κάποιο ψυχρό, προσωπικό συμφέρον, μπορείτε να φύγετε τώρα.»
«Σας διαβεβαιώ, πως είναι μόνο η αγάπη που με κατευθύνει.»
«Η αγάπη; Για μακρινό πρόγονο;»
Η γυναίκα αναστέναξε.
«Ίσως και να πιω κάτι τελικά» είπε· και, με δρασκελιές νεαρής κοπέλας, έφτασε και έκατσε στην καρέκλα δίπλα στη Φαλάκ.
«Κανένα πρόβλημα» απάντησε εκείνη, προσπαθώντας να μη γουρλώσει τα μάτια της από την έκπληξη.
«Μήπως έχετε και κάτι πιο... δυνατό να μου προσφέρετε;» ρώτησε η γυναίκα, ρίχνοντας πίσω τη ζεστή της κάπα.
Η ξαφνική, βαθιά θλίψη στη φωνή της, χαλάρωσε το σώμα της Φαλάκ και γλύκανε το βλέμμα της.
«Υποπτεύομαι πως ήρθε η στιγμή, που θα συζητήσουμε πράγματα πολύ προσωπικά» είπε συμπονετικά.
Άπλωσε το χέρι της σε ένα κοντινό ράφι, για να πιάσει ένα μισογεμάτο μπουκάλι.
«Μη νιώθετε άσχημα· όλοι μου οι πελάτες περνάνε αυτό το στάδιο. Είναι οι πιο αυθεντικές στιγμές των συνεργασιών μου. Εγώ κι εκείνοι, καθισμένοι στο ίδιο σκαλί της ζωής, χωρίς κοινωνικές επιταγές ή ηλικιακές και οικονομικές διαφορές· μόνο άνθρωποι με ανοιχτές καρδιές.»
«Κυρία Αλαμίν, θα πούμε πράγματα που ξεπερνούν κατά πολύ, όλα τα μυστικά που έχετε ακούσει και κρατήσει για τους προηγούμενους πελάτες σας.»
«Τότε... νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος για ανούσιες επισημότητες. Μπορείτε να με αποκαλείτε με το μικρό μου όνομα, που σίγουρα γνωρίζετε ήδη» είπε και ξεκίνησε να γεμίζει τα φλιτζάνια του τσαγιού από τον δίσκο.
«Το γνωρίζω, ναι. Σας ευχαριστώ, Φαλάκ. Εγώ είμαι η Ζούρι» είπε η γυναίκα.
***
Θεωρώ, αγαπητές και αγαπητοί, πως δε χρειάζεται να σας πω, πόσο εύστροφη και γρήγορη στις σκέψεις και τα συμπεράσματά της, ήταν η Φαλάκ· σχεδόν όσο ήταν αυθόρμητη – ίσως και απρόσεκτη – στις αποφάσεις της. Σίγουρα θα το έχετε διαπιστώσει και οι ίδιοι, με την ίδια ευστροφία και σπιρτάδα, εφ’όσον ακόμα διαβάζετε.
Το Ζούρι δεν ήταν καθόλου σπάνιο όνομα – αν και όχι ιδιαίτερα διαδεδομένο την εποχή της Φαλάκ. Το Ζούρι δεν ήταν το πρόβλημα· όχι από μόνο του δηλαδή.
Ευτυχώς που το ξύλινο χέρι της είχε παραμείνει άθικτο κατά την καθαριότητα του εργαστηρίου. Γιατί ήταν αυτό το χέρι, πάνω στο οποίο στήριξε το μπουκάλι για να σερβίρει το ποτό. Κι αν δεν ήταν άθικτο, σίγουρα δε θα είχε καταφέρει να συγκρατηθεί απόλυτα, στο άκουσμα του ονόματος· σίγουρα θα είχε χύσει το μισό έξω από το φλιτζάνι, αδυνατώντας να ξεχωρίσει το πρακτικό τρέμουλο του χεριού από την ανατριχίλα που διαπέρασε όλο της το σώμα, στο άκουσμα του ονόματος – και τον συνδυασμό του με τη μέχρι τότε συζήτησή τους. Και η Γκιούλι θα γκρίνιαζε για το καλό της τραπεζομάντηλο, που είχε στρώσει ειδικά για την επίσκεψη της γυναίκας· πριν συνειδητοποιήσει δηλαδή κι εκείνη, τη σημασία του ονόματός της, σε συνδυασμό με-
Τέλος πάντων, το καταφέρατε το νόημα. Ή είναι, το πιάσατε το νόημα; Δε θα ήταν πιο σωστό να λέμε, το καταλάβατε το νόημα; Είναι πιο σημαντικό το να βρω τη σωστή φράση ή το ότι κάνατε με το νόημα αυτό που έπρεπε να κάνετε;
***
Όταν η γυναίκα είχε πια απομακρυνθεί για ώρα από το κτήμα της οικογένειας της Γκιούλι, η Φαλάκ μπήκε στον πίσω χώρο του εργαστηρίου και έβαλε σε λειτουργία τον μεγάλο, αυτόματο τροχό αγγειοπλαστικής. Το πολύπλοκο σύστημα των γραναζιών σφύριξε και γρύλισε για λίγο, πριν πιάσει τον συνήθη ρυθμό του· οι αρχικοί τραχείς ήχοι καταλάγιασαν σε ένα συνεχές βουητό. Άνοιξε το Αληθινόματό της και έψαξε γύρω γύρω στο δωμάτιο.
«Μούμπε; Μούμπε, πού είσαι, σιχαμένο διαβολόγατο;»
«Εδώ είμαι ανόητη» ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή, ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.
Η Φαλάκ κοίταξε το ταβάνι, στο σημείο όπου καθόταν ένα μικροσκοπικό, μαύρο γατάκι, με χρυσαφένια μουστάκια και μια εντυπωσιακά μακριά ουρά, που έφερνε έξι και εφτά βόλτες όλο του το σώμα.
«Κάθε απόγευμα είμαι στο ταβάνι» συνέχισε το γατί. «Πόσα χρόνια θα σου πάρει επιτέλους να το μάθεις;»
«Εχθές το απόγευμα δεν ήσουν στο ταβάνι.»
«Εχθές ήταν η μέρα που πλένω την ουρά μου δεξιόστροφα!» είπε το γατί, έκπληκτο που εκείνη δεν το θυμόταν.
«Και πριν δεκαπέντε μέρες δεν ήσουν στο ταβάνι» μειδίασε η Φαλάκ.
«Έχεις αποτρελαθεί; Πριν δεκαπέντε μέρες ήταν η μέρα που χτενίζω τα μουστάκια μου ανάποδα! Με κοροϊδεύεις;»
Η Φαλάκ ρουθούνισε, προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα γέλιο.
«Πώς είναι η κατάσταση στην περιοχή;» τον ρώτησε, σοβαρεύοντας αμέσως.
«Εννοείς, αν έχει αλλάξει κάτι από την προηγούμενη φορά που με ρώτησες, πριν μερικές ώρες;»
«Ναι.»
«Με έχεις ρωτήσει εκατό φορές τις τελευταίες μέρες και κάθε φορά, όλα είναι τα ίδια. Θα μου πεις τελικά, τι έκανες πάλι;»
«Τίποτα.»
«Μου έχεις κάνει τα νεύρα σαν πουρέ μελιτζάνας. Αχ, πότε θα ξαναφτιάξει η Γκιούλικα πουρέ μελιτζάνας; Μου έχει λείψει τόσο πολύ.»
«Και;»
«Τι και; Μου έχει λείψει και θέλω να τον φάω.»
«Η κατάσταση στην περιοχή, Μούμπε. Δε με νοιάζει για τον πουρέ σου.»
«Α. Τα ίδια. Δεν καταλαβαίνω γιατί νομίζεις ότι όλοι ασχολούνται με εσένα. Δεν καταλαβαίνω γιατί θεωρείς ότι πρέπει όλοι να ασχολούνται με εσένα. Κανείς δεν ασχολείται με εσένα. Μόνο εγώ υποφέρω από τις βλακείες σου.»
«Είσαι σίγουρος ότι δεν έχει έρθει κανείς καινούριος εδώ γύρω, από τον κόσμο σου; Ή καινούριο πνεύμα; Δεν υπάρχει καμία αλλαγή στην ατμόσφαιρα; Έστω και μικρή ή αδιάφορη; Ή κάθεσαι εδώ μέσα και απλά παριστάνεις τον φύλακα;»
«Είσαι σίγουρη ότι δε θέλεις να κατέβω και να σου κάνω το προσωπάκι σου ριγέ με τα νύχια μου, να ταιριάζει και με τις ρυτίδες σου παλιόγρια;»
«Ω, ναι, να κατέβεις» χασκογέλασε η Φαλάκ. «Πλησίασέ με επιτέλους, να δούμε πόσο αντέχουν τα πολύτιμα μουστάκια σου.»
«Ποια ήταν αυτή εκεί μέσα;»
«Δουλειά σου, μικρέ.»
«Καινούρια πελάτισσα, επιτέλους; Είναι αρκετά πλούσια και απελπισμένη, για να μη φορτώνεσαι πια στο σβέρκο της καημένης της Γκιούλικα;»
«Δουλειά σου, είπα.»
«Νομίζεις, μπορείς να μου φέρεσαι έτσι, επειδή δεν ακούω και δε βλέπω καλά τον κόσμο σου και δεν καταλαβαίνω τις λέξεις των άλλων ανθρώπων;»
«Μήπως να πω στη Γκιούλι να σταματήσει να σου φέρνει τα καλύτερα φαγητά ή τα μεταξωτά μαξιλάρια, πάνω στα οποία απλώνεσαι σα βρωμερό πτώμα όλη μέρα;»
Κοιτάχτηκαν για λίγο, αμίλητοι.
«Όλα καλά λοιπόν;» είπε τελικά η Φαλάκ.
«Όλα καλά» απάντησε μουτρωμένο το γατάκι. «Όλο το κτήμα και τα περίχωρα είναι απολύτως ασφαλή από παντός είδους ανεπιθύμητους επισκέπτες.»
«Πρέπει να κάνω κάτι πολύ σημαντικό. Θα λείψω για λίγο.»
«Πού θα πας;»
«Δε σε αφορά.»
«Η Βέντα και η Λάουρι δε θα έρθουν μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Μόνη της θα αφήσεις την έρμη τη Γκιούλικα;»
«Η Γκιούλι δεν είναι καθόλου έρμη.»
«Το ξέρω. Απλά λέω.»
«Θα την προσέχεις όμως, μικρή μου αηδία;»
«Δε χρειάζεται να μου το πεις.»
«Αν εμφανιστεί ο οποιοσδήποτε, για οποιονδήποτε λόγο-»
«-ξέρω.»
«Ακόμα κι αν είναι ο Σάμσον ή η Ντουίν και η Μαγκού-»
«-ούτε οι Δίδυμες δε θα τολμούσαν ποτέ, να περάσουν ακάλεστες στην επίσημα δηλωμένη κατοικία μιας Διαβολόγατας. Ό,τι βλακεία κι αν έκανες για να τις εκνευρίσεις, ακόμα κι αυτές θα περιμένουν έξω από τα σύνορά μου σαν υπάκουα παιδάκια.»
«Είναι ήδη Τρίδυμες· Τετράδυμες σύντομα.»
«Δεν πα’ να γεννήσουν και ολόκληρο λόχο· αν δε δώσει η Γκιούλι άδεια, δε θα πατήσουν ούτε χιλιόστο από το χώμα της περιοχής μου.»
«Περιοχής σου;»
«Ε, περιοχής μου, περιοχής μας· το ίδιο είναι. Είμαστε σαν οικογένεια, εγώ κι εσείς οι δύο.»
«Α, τώρα είμαστε οικογένεια;»
«Έλα, πάψε επιτέλους, μια κουβέντα είπα.»
«Μια κουβέντα από ‘δω, μια κουβέντα από ‘κει· έτσι έχουμε καταλήξει και δε μπορούμε να σε μαζέψουμε.»
«Ναι, ναι, καλά. Δε μου λες; Εσύ θα είσαι ασφαλής, εκεί που πας;»
«Ναι, μην ανησυχείς.»
«Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω.»
«Ευχαριστώ για όλα μικρέ» είπε η Φαλάκ χαμογελώντας εγκάρδια και βγήκε από το δωμάτιο.
«Να φας σκατά!» της φώναξε ο Μούμπε και ύστερα κούρνιαξε στο ταβάνι, κρύβοντας με μανία τα χαμογελαστά του μουστάκια.
***
Ο Οφν έγειρε στο περβάζι του μοναδικού παραθύρου της κεντρικής σκάλας του πύργου· περίπου στα μισά του ύψους του οικοδομήματος, πολύ πιο κάτω από το πλέγμα του γαλάζιου νεφρίτη και τη ζούγκλα των φύλλων του Ντα Χονγκ Πάο. Αναστέναξε βαθιά, χαζεύοντας την ανοιχτή θέα προς το χωριό και τους καταπράσινους λόφους πίσω του. Το πλήθος των πνευμάτων που μαζευόταν εδώ και λίγες μέρες στις όχθες της ροδακινένιας λίμνης, έκανε τη μικρή, καρβουνιασμένη του καρδιά να πεταρίζει.
Όταν ήταν ελεύθερος, δεν είχε καμία συμπάθεια προς τα παραμυθένια τοπία της Τσαγιέρας και προς αυτούς τους πρώην ανθρώπους και αυτήν την περίπου-σαν-και-πριν ζωή, που τους προσέφεραν ο Ρέο και ο Μάτου. Ακόμα και πριν την Τσαγιέρα, δεν είχε καμία συμπάθεια προς τους ανθρώπους γενικά – εκτός της Αμπούγια και του άντρα της. Τώρα, όμως... τώρα, σκεφτόταν συνέχεια, με αγάπη, τα κουλουράκια της Μάριαμ ή τα εκνευριστικά, ατελείωτα κουρδίσματα του τελειομανή Πραμάνα· αλλά και την πρώτη φορά που γνώρισε τον Τσανγιόλ, σ’ενα μικρό αλσύλιο στην άλλη πλευρά της λίμνης. Είχαν κάτσει για ώρες, μαθαίνοντας ο ένας στον άλλον τις χειρότερες και πιο ευφάνταστες βωμολοχίες, γελώντας σα μικρά παιδιά.
Ένα μακρόσυρτο, ανατριχιαστικό, πονεμένο σφύριγμα – ο πιο βαθύς αναστεναγμός του – βγήκε κατευθείαν από τον οισοφάγο του, καθώς σκούπιζε τα βουρκωμένα του μάτια.
Ο Ρέο και το κορίτσι θα έρθουν στον πύργο. Ποιος ξέρει πότε ακριβώς· αλλά σύντομα, σκέφτηκε και χαμογέλασε θλιμμένα.
Και ο Μάτου θα έκρυβε τον Οφν μακριά τους· ανίκανο να τους δει ή να τους μιλήσει ή έστω να τους κάνει κάποιο νόημα από μακριά.
Πρέπει να βιαστώ.
Ο καημένος ο καλικάτζαρος είχε μόνο έναν τρόπο να τραβήξει επιτέλους την προσοχή του Δαίμονα· και να εύχεται ότι ο φαντασμένος ψωροπερήφανος, θα καταλάβαινε πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
Σήκωσε το χέρι του και κοίταξε, έντρομος, τη μικρή, αυτοσχέδια τανάλια που έσφιγγε στην ξεφλουδισμένη του παλάμη. Ξεροκατάπιε· αναστέναξε ξανά. Και ύστερα, άνοιξε διάπλατα το στόμα του και έχωσε βαθιά την τανάλια, προσπαθώντας να συγκρατήσει τους λυγμούς του.
συνεχίζεται
Artwork: Cat (2009)
Artist: R.B. Bhaskaran
Artist: R.B. Bhaskaran
Comments
Post a Comment