Halloween 2023: Νυχτοχώρι


 

    Ανάμεσα στα άπειρα παράλληλα επίπεδα ύπαρξης που αποτελούν το Όλον βρίσκεται ένας τόπος ερέβους και σιωπής. Οι κάτοικοί του, για όσο χρονικό διάστημα διαμένουν εκεί, τον αποκαλούν Νυχτοχώρι επειδή ποτέ δεν ξημερώνει. Όμως το αληθινό του όνομα δεν είναι αυτό.
Στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς νύχτα αυτό που μας περιβάλλει – είμαστε βυθισμένοι σε ένα μόνιμο ημίφως, η πηγή του οποίου κανείς δεν ξέρει ποια είναι. Σε αυτό το γκρίζο λυκαυγές βαδίζουμε, με λειψές αναμνήσεις κι έναν μόνο σκοπό· θολές σκιές με ασαφή σουλούπια κι αχνόφωτα μάτια.

    Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσο μεγάλο είναι το Νυχτοχώρι. Εκεί η έννοια του χώρου είναι αφηρημένη, οι διαστάσεις του είναι μεταβλητές και ρέουσες. Αυτό είναι κάτι που δεν μας απασχολεί ιδιαίτερα· όσοι κατοικούμε στον τόπο εκείνο έχουμε αποδεχτεί ότι κάποιες έννοιες που είχαμε ως δεδομένες στην ζωή μας τότε, δεν έχουν καμία σημασία – δεδομένα όπως ο χώρος και ο χρόνος, η αυτεπίγνωση και η συνειδητότητα.
Είναι μια απέραντη έκταση από μαύρο χώμα, που περικλείεται από μεγάλους δρόμους· στην ουσία μονοπάτια σκαμμένα από τις αέναες κινήσεις των Σκιομορφών μας. Δεν υπάρχουν πολλά να κάνουμε εκεί, πέρα από το να περιπλανιόμαστε· και αυτή μας η συνήθεια μάς έδωσε και το όνομά μας: Αείπλανοι.
Φαίνεται πως, ακόμα και δίχως γνώση της ατομικής μας ταυτότητας, θέλουμε να προσδιοριζόμαστε ως σύνολο.

***

    Έχω δύο αναμνήσεις στις οποίες επιστρέφω συνεχώς: η μια από αυτές λέει ότι τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής – ίσως αυτός είναι ο λόγος που το μοναδικό ορατό κομμάτι της Σκιομορφής μας είναι τα μάτια. Η ατέρμονη περιπλάνησή μας στα μεγάλα μονοπάτια δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό, παρά μόνο να βρούμε νεοφερμένους ίσκιους που να μας θυμούνται από την εποχή που ανασαίναμε, από τα χρόνια που βαδίζαμε ακόμα στην γη· μόνο τότε τα μάτια μας φωτίζονται και κερδίζουμε λίγες στιγμές ύπαρξης ακόμα.
    Όταν πρωτοέφτασα εδώ, με περικύκλωσαν κάποιοι από τους κατοίκους εκείνης της γνοφερής γης. Αν και δεν είχαν χαρακτηριστικά, ένιωσα μια συγκεκριμένη σύνδεση με μερικούς από αυτούς – κάποια θραύσματα συναισθημάτων που είχαν χαθεί με το πέρασμα του χρόνου. Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι αυτές οι σκιές που στέκονταν γύρω μου και άπλωναν τα φασματικά τους άκρα ήταν ο απόηχος αγαπημένων προσώπων: οι γονείς μου, η πρώτη μου σύζυγος, ένας φίλος που είχε χαθεί όταν ήμασταν παιδιά. Σε μία από αυτές αναγνώρισα τον Ντάνι, το σκυλάκι που είχα όταν ήμουν έφηβος – γιατί οι Σκιομορφές δεν είναι όλες ανθρώπινες· κάθε έμβιο ον κάνει ένα πέρασμα από το Νυχτοχώρι, είτε σύντομο είτε πιο μακρόχρονο. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι ήταν ο κάθε ίσκιος όταν ζούσε, εξόν κι αν τον γνώριζες κάποτε και κάποια θύμησή του έχει απομείνει μέσα σου. Έτσι έγινε και με τους Αείπλανους που με είχαν πλησιάσει: τα μάτια τους έλαμψαν όταν τους αναγνώρισα, σαν οι μνήμες μου από τις κοινές μας στιγμές να τους αναζωογόνησε για λίγο.
    Όμως σε εκείνη την μουχρή επικράτεια οι αναμνήσεις φθίνουν γρήγορα – κι έτσι, καθώς ήμουν ο τελευταίος που τους θυμόταν όσο ήμουν ακόμη ζωντανός, οι λάμψεις τους έσβησαν έπειτα από λίγο.

***

    Το Νυχτοχώρι βρίσκεται σε μια φυσαλίδα μη-χώρου και μη-χρόνου. Ίσως είναι η μήτρα της ύπαρξης στο κέντρο του Όλου ή μια ταφική διάσταση εκτός Αυτού – ποιος μπορεί να ξέρει;
Παρόλα αυτά, μια φορά στο τόσο, τα μάτια μας φωτίζουν χωρίς να έρθουμε σε επαφή με την Σκιομορφή κάποιου, προσφάτως αποδημήσαντα, γνωστού μας. Αυτό συμβαίνει την Ημέρα των Ψυχών που, αν και λαμβάνει χώρα σε διαφορετική εποχή σε κάθε κουλτούρα, στον σκοτεινό, άχρονο τόπο μας συμπίπτει: είναι η All Souls’ Day της Καθολικής εκκλησίας και τα Ψυχοσάββατα της Ορθόδοξης παράδοσης, είναι το Samhain των Κελτών παγανιστών και το Totensonntag των Προτεσταντών, το Dia de Muertos των Μεξικάνων, το Shraddha και το Mahalaya των Ινδών, το Qingming των Κινέζων, το Obon των Ιαπώνων – είναι οι μέρες οι αφιερωμένες στην μνήμη των νεκρών, τότε που τα μάτια μας λάμπουν και οι ψυχές μας αλαφρώνουν έστω και για λίγο.
    Και μετά οι εορτασμοί τελειώνουν κι εμείς επιστρέφουμε στον ζοφερό τόπο κατοικίας μας, προσμένοντας την επόμενη φορά.

***

    Τα δικά μου μάτια λάμπουν αρκετά, δείγμα ότι η σύζυγος, τα παιδιά και τα εγγόνια μου με θυμούνται ακόμα. Όμως δεν τρέφω αυταπάτες· εδώ μπορεί να μην υπάρχει χρόνος αλλά ξέρω ότι εκεί έξω συνεχίζει να κυλάει. Το πέρασμά του αμβλύνει τον πόνο της απώλειάς μου και οι μνήμες όσων έμειναν πίσω σιγά-σιγά ξεθωριάζουν. Ξέρω ότι η λάμψη μου θα σβήνει όσο στοιβάζονται οι εποχές και θα έρθει μια στιγμή που η Σκιομορφή μου θα μετατραπεί σε ένα θαμπό, αλαμπές σχήμα – γιατί η δεύτερη ανάμνησή μου είναι μια φράση που, αν και δεν θυμάμαι πού την άκουσα για πρώτη φορά, εντούτοις έχει γαντζωθεί μέσα μου: είναι ότι οι νεκροί πεθαίνουν αληθινά μόνο όταν ξεχνιούνται.
    Γι’ αυτό νομίζω ότι η αληθινή ονομασία αυτού του μέρους δεν είναι Νυχτοχώρι· μέσα μας όλοι μας γνωρίζουμε ότι εδώ είναι η Χώρα της Λήθης.
    Και, όταν όλοι μάς ξεχάσουν, τα μάτια μας θα σβήσουν για πάντα και θα περάσουμε στην ανυπαρξία, στην τρυφερή αγκαλιά της αιώνιας νύχτας.


Story by: Γ. Κωστόπουλος

Artwork: Α. Γάρδα

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση