Halloween 2023: Η Τελευταία Ιστορία



Στο πιο βαθύ σκοτάδι υπάρχει μόνο η ψυχή.
Και οι ψυχές είναι οι αυστηρότεροι δικαστές γιατί επιμένουν στην κρίση τους, για πάντα.


    Οδηγούσε με συνοδεία τον άνεμο για περισσότερες από τέσσερις ώρες. Το ειδυλλιακό τοπίο των Γερμανικών Άλπεων, έκανε ευκολότερη την κουραστική πορεία μέσα από τα βουνά. Ήταν φθινόπωρο και οι ψηλότερες κορυφές που αντίκριζε είχαν ήδη υποδεχθεί τα πρώτα χιόνια. Για καλή του τύχη η μικρή παραδοσιακή οικία που αγόρασε πριν έναν χρόνο δεν βρισκόταν σε υψόμετρο που θα τον έφερνε αντιμέτωπο με τον χιονιά. Ούτως ή άλλως σιχαινόταν την παγερή του υφή όσο τίποτε στον κόσμο.

    Στη διάρκεια του ταξιδιού αναλογίστηκε πολλές φορές αν άξιζε όλος αυτός ο κόπος. Σίγουρα, θα μπορούσε να βρει ένα πιο κοντινό στο Λονδίνο μέρος για να συγκεντρωθεί. Ίσως στα Χάιλαντς, όπου δεκάδες Βρετανοί συγγραφείς κατέφευγαν κάθε χρόνο για έμπνευση, να έβρισκε αυτό που ζητούσε. Όμως, η ευκολία είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της δημιουργίας. Αυτό έλεγε πάντα στον εαυτό του. Μετά από δέκα παγκόσμια best seller και εικοσιδύο βιβλία συνολικά στο ενεργητικό του, δεν θεωρούσε τον εαυτό του έναν ακόμη συγγραφέα από το μεγάλο νησί. Πίστευε – και σε μεγάλο βαθμό αυτό ήταν αλήθεια – πως ήταν η μεγαλύτερη πένα της εποχής του στο είδος το οποίο υπηρετούσε με επιμονή και σεβασμό από την πρώτη κιόλας σελίδα που έγραψε ποτέ. Γιατί δεν υπήρχε κανείς στον κόσμο να γράφει τρόμο, τόσο καλά όσο ο Ρόμπερτ Χόρστ.

    Θύμωνε, λοιπόν, ακόμα περισσότερο που, παρά τους διθυράμβους για το τελευταίο του έργο από τους περισσότερους κριτικούς λογοτεχνίας, δεν είχε γράψει ούτε μία γραμμή εδώ και τόσο πολύ καιρό. Όμως, ήταν αποφασισμένος. Αυτό θα άλλαζε με αυτή την εκδρομή. Όλα ήταν στη θέση τους και η ιστορία ήταν στη βαλίτσα του. Αρκεί να θυμόταν. Αρκεί το μυαλό του να απελευθερωνόταν και να ανακτούσε τις μνήμες από εκείνη την ειδεχθή μέρα στα προάστια του Νορθάμπτον στις 31 Οκτωβρίου 2021. Ακριβώς δύο χρόνια πριν.

    Έφτασε στην πολυτελή πετρόχτιστη οικία στις έντεκα το πρωί. Η κατοικία ήταν σε καλή κατάσταση, καθώς ο ίδιος πλήρωνε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για τη συντήρησή της. Πάντα ήλπιζε να την αξιοποιήσει κάπως τουριστικά, όμως ποτέ δεν το έκανε. Ξεφόρτωσε γρήγορα τις αποσκευές του και βολεύτηκε στο μεγάλο δωμάτιο που, αντί για σαλόνι, το είχε μετατρέψει σε ένα προσωπικό ησυχαστήριο. Ένα μονό κρεβάτι, ένα μεγάλο ξύλινο γραφείο με μια άνετη παλιακού τύπου καρέκλα, λίγοι καναπέδες και βιβλιοθήκες. Το μόνο που κράτησε από την παλιά μορφή του σπιτιού ήταν το τεράστιο πέτρινο τζάκι. Πέταξε μερικά κούτσουρα μέσα του και άναψε φωτιά. Δεν υπάρχει καλύτερη συντροφιά από τη φωτιά. Έπειτα, ξάπλωσε για λίγο αναλογιζόμενος την τελευταία φορά που είχε έρθει εδώ για να απομονωθεί.

    Ήταν τότε, μετά τον χωρισμό με την Ίρμα. Η πρώην γυναίκα του ποτέ δεν δέχθηκε την ανάμειξη του με την Αίρεση, παρόλο που γνώριζε πως χάρη σε αυτήν έβρισκε όλη την έμπνευσή του και δημιουργούσε βιβλία που ο κόσμος χαρακτήριζε αριστουργήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαρίσει στην ίδια και στη μικρή τους κόρη, Λενόρ, μια πλουσιοπάροχη ζωή, που πολλοί ονειρεύονταν. Ήξεραν και οι δύο πως η μεγαλύτερη δύναμη των έργων του ήταν η αληθοφάνεια και τα αυθεντικά συναισθήματα που έδιναν στους αναγνώστες. Βέβαια, κανείς άλλος δεν γνώριζε πως βασίζονταν λίγο ή πολύ σε πραγματικά γεγονότα, σε τελετές που ο ίδιος είχε λάβει μέρος ενεργά, ακόμα κι αν ποτέ δεν πίστεψε την μυστηριακή τους φύση. Στις επισκέψεις του στις τελετές της Αίρεσης μπόρεσε να δει με τα μάτια του πως μετατρέπει τον άνθρωπο η πίστη σε κάτι μεταφυσικό και σκοτεινό. Συνάντησε πολλούς από τους μετέπειτα πρωταγωνιστές των βιβλίων του και συζήτησε μαζί τους, πριν τους αποτυπώσει στο χαρτί με έναν πιο βάναυσο και καυστικό τρόπο. Η πλήρης απόκρυψη ταυτότητας, που αποτελούσε τον πρώτο και σημαντικότερο όρο της εισόδου στην Αίρεση, τον βοήθησε να φτιάξει μια τεράστια καριέρα. Όλα αυτά μέχρι το Νορθάμπτον.

    Μόνο η Ίρμα θα μπορούσε να περιγράψει την εικόνα που αντίκρισε μόλις ο αγαπημένος της σύζυγος επέστρεψε στο σπίτι. Για τον ίδιο ήταν αδύνατο να θυμηθεί, να νιώσει ξανά όπως τότε και να φέρει στο μυαλό του τις φρικαλεότητες που ήξερε πως διαπράχθηκαν σε εκείνο το σκοτεινό υπόγειο την παραμονή της Ημέρας των Αγίων Πάντων. Είχε, όμως, τα πάντα μαζί του. Αυτά που θα τον έκαναν να ξεδιαλύνει το μυστήριο εκείνης της νύχτας και να γράψει το επόμενο βιβλίο του.

    Δεν πέρασε πάνω από μία ώρα και άρχισε τις ετοιμασίες. Τοποθέτησε σε συγκεκριμένα σημεία στο σπίτι κεριά, διαφόρων μεγεθών, δημιουργώντας την καλύτερη δυνατή ατμόσφαιρα για συγγραφή. Αφού τα άναψε, άπλωσε όλα τα απομεινάρια εκείνης της νύχτας στον καναπέ δίπλα από το γραφείο. Πρώτα ξεδίπλωσε προσεκτικά την στολή της Αίρεσης. Το μαύρο ένδυμα αναπαύθηκε στην πλάτη του καναπέ, ενώ πάνω του τοποθέτησε την τραγίσια μάσκα την οποία φορούσαν όλα τα μέλη αυτής της άτυπης οργάνωσης. Στη συνέχεια, στο κάθισμα τοποθέτησε τα κέρατα που έφερναν μαζί τους εκείνη τη νύχτα. Είχαν δοθεί ως αφιέρωμα στον τραγόμορφο θεό, τη θεματική εκείνης της επίκλησης, και θυμόταν ξεκάθαρα να τους μοιράζονται πριν εισέλθουν στο ξεχασμένο εκείνο υπόγειο. Εκεί τελείωναν οι αναμνήσεις του.

    Τελευταίο τράβηξε από την βαλίτσα του το μικρό σκίτσο. Είχε μέγεθος μικρότερο από φύλλο Α4 και ήταν φτιαγμένο από σκληρό χαρτί, άγνωστης προελεύσεως. Το μόνο που απεικόνιζε ήταν ένα ζευγάρι από κέρατα, στο πάνω μισό της. Το περίεργο με αυτό το σκίτσο ήταν πως δεν το είχε δει ποτέ του, όμως βρέθηκε μέσα στην τσέπη της στολής του την επόμενη ημέρα του συμβάντος στο Νορθάμπτον, από την Έριν. Ακούμπησε το μικρό κομμάτι χαρτιού πάνω σε μία στοίβα από βιβλία σαν πίνακα, με προσανατολισμό προς τον ίδιο. Ήθελε να το κοιτάει συνέχεια.

Προσπάθησε να θυμηθεί περισσότερα. Πίεσε στο μυαλό του και κατάφερε να θυμηθεί κάποιες λεπτομέρειες.

    Το βράδυ της 31ης Οκτωβρίου 2021, η Αίρεση θα πραγματοποιούσε μία επίκληση βασισμένη σε αρχέγονες δοξασίες για τον τραγόμορφο θεό. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα βρισκόταν σε μια τέτοια εκδήλωση. Κάθε φορά τα πεπραγμένα τον έκαναν να φτάσει ακόμα πιο κοντά στην αλήθεια που έκρυβαν στις ψυχές τους τα άτομα που πραγματικά πίστευαν σε αυτές τις μαγγανείες.

    Έφτασε στο Νορθάμπτον, όπως και σε κάθε άλλη συνάντηση, με νοικιασμένο αυτοκίνητο, το οποίο πάρκαρε δύο τρία χιλιόμετρα μακριά από το σημείο συνάντησης, όπου και φόρεσε την ενδυμασία του. Περπάτησε και γρήγορα είδε τον μάγιστρο περικυκλωμένο από σχεδόν μια ντουζίνα ακολούθους. Αυτός τους φόρεσε, όπως συνήθιζε τον ένα μετά τον άλλο με ευλαβική ηρεμία, κάποια τελετουργικά σύμβολα και διακριτικά. Μία κρεμαστή πεντάλφα, μερικά κλαδιά κρεμασμένα σαν επωμίδες, δεμένα με μαύρη κλωστή και τα κέρατα τα οποία έπρεπε να κρατούσαν και με τα δύο χέρια. Μετά τους επέτρεψε να περάσουν ήρεμα στο υπόγειο, όπου και συγκεντρώθηκαν γύρω από έναν κύκλο επίκλησης.

    Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Δεν μπορούσε να θυμηθεί κάτι άλλο, όμως ένιωθε πως βρισκόταν σε καλό δρόμο. Σηκώθηκε και πήρε ένα μπουκάλι σκοτσέζικου ουίσκι από το τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης και έχυσε μια διπλή ποσότητα σε ένα χαμηλό ποτήρι. Την είπε μονομιάς μα ξαναγέμισε αμέσως, επαναλαμβάνοντας την ίδια πράξη. Ήξερε, όμως, πως για να αποδώσει η προσπάθεια του ήθελε κάτι δυνατότερο. Ψαχούλεψε στην τσέπη του τζιν και βρήκε ένα κουτάκι με δύο μικρά λευκά χάπια, τα τελευταία από μία από τις καλύτερες προμήθειες που είχε δοκιμάσει ποτέ. Τα έσπασε στη μέση και τα κατάπιε μαζί με ένα ακόμη ολόκληρο ποτήρι από το ποτό. Προσπάθησε να χαλαρώσει επιτρέποντας στα ναρκωτικά και το αλκοόλ να κάνουν δράση.

“Κιόλας; Μωρέ μπράβο!”, φώναξε μόνος του κοιτώντας το μικρό σκίτσο. Τώρα, καθώς το κοιτούσε, έβλεπε χρώμα. Ένα πυκνό μαύρο αγκάλιαζε τα κέρατα και του θύμιζε έντονα το σκοτάδι του υπογείου του Νορθάμπτον. Χαμογέλασε. “Χωρίς εσάς, τίποτα” ψιθύρισε και έβαλε το κουτί των χαπιών πάλι πίσω στην τσέπη. Στηρίχθηκε λίγο καλύτερα στην καρέκλα και σε ένα πρόχειρο σημειωματάριο κατέγραψε όλα όσα θυμήθηκε.

Αφέθηκε ξανά στη δίνη των ουσιών και των αναμνήσεων.

    Ο μάγιστρος στάθηκε στο κέντρο του κύκλου. Δύο βοηθοί έφεραν ένα μικρό ελάφι και το τοποθέτησαν μπροστά στα πόδια του. Το ζωντανό σπαρταρούσε σαν να ήξερε το μέλλον, παρόλο που με τον τόσο χαμηλό φωτισμό δύσκολα θα αντίκριζε τις σκοτεινές φιγούρες που το περικύκλωναν. Ο μάγιστρος σήκωσε στον αέρα το δικό του σετ με κέρατα και το προσγείωσε βίαια και επανειλημμένα πάνω στο σώμα του άμοιρου πλάσματος. Το φρέσκο αίμα κύλησε ανάμεσα στα πόδια των παρευρισκομένων σαν ρυάκι, δημιουργώντας στενέματα και ανοίγματα ανάλογα με τα εμπόδια που αντιμετώπιζε στο έδαφος. Έπειτα, ο μάγιστρος απήγγειλε στιχομυθίες στα λατινικά και τοποθέτησε τα κέρατα δίπλα στο άψυχο ζώο. Οι ακόλουθοί του έπραξαν παρομοίως, σχηματίζοντας άλλο έναν κεράτινο ομόκεντρο κύκλο, αγκαλιάζοντας το θυσιασμένο πλάσμα.

    Το σκίτσο συνέχιζε να ζωντανεύει. Τώρα κάτω από τα κέρατα είχε αναδυθεί μια κόκκινη επιφάνεια, ένας ματωμένος δρόμος, ακριβώς όπως το αίμα του ελαφιού που κυλούσε στο Νορθάμπτον δύο χρόνια πριν. Ο Ρόμπερτ ένιωσε για κάποιο περίεργο λόγο επιβεβαίωση καθώς τα ναρκωτικά έκαναν το μυαλό του να δημιουργεί παρόμοιες εικόνες τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Και άφησε πάλι το μυαλό του να ταξιδέψει, αφού βεβαιώθηκε πως κατέγραψε όλα όσα θυμήθηκε και ήπιε άλλο ένα ποτήρι ουίσκι. Έκλεισε τα μάτια.

Όταν οι στίχοι τελείωσαν, άρχισαν οι φωνές. Ο μάγιστρος άρχισε να αντιγράφει φωνές ζώων και να ουρλιάζει. Ταυτόχρονα, μια καταιγίδα έπνιξε την ατμόσφαιρα, τόσο δυνατή που οι βροντές ακούγονταν δυνατά ακόμα και στο κλειστό υπόγειο.

Τα κεριά έσβησαν.


Τα κεριά έσβησαν.

Η μυστήρια φιγούρα άρχισε να ίπταται στο κέντρο του κύκλου. Τα ουρλιαχτά έγιναν δυνατότερα και πλέον σκέπασαν τους κεραυνούς. Τα χέρια του πονούσαν.


Τα χέρια του πονούσαν.

Σκηνές αιματοχυσίας έπνιξαν το μυαλό του. Είδε τον διπλανό του να βγάζει τη μάσκα και να ορμάει προς το πλάσμα που πετούσε γύρω τους. Απέναντι του μια άλλη μαυροντυμένη φιγούρα κάρφωνε τον σύντροφό του πάνω στα κέρατα. Ο μάγιστρος σε οίστρο συνέχιζε να ουρλιάζει προς την εναέρια φιγούρα. Το φως έλουζε την ατμόσφαιρα αλλά δεν ήταν φως κεριών. Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν ξεσκισμένα σαν κάποιο άγριο κτήνος να είχε βιαιοπραγήσει πάνω τους.

Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν ξεσκισμένα.

“Στο πιο βαθύ σκοτάδι υπάρχει μόνο η ψυχή. Στο πιο βαθύ σκοτάδι υπάρχει μόνο η ψυχή. Στο πιο βαθύ σκοτάδι υπάρχει μόνο η ψυχή.” Ο μάγιστρος παραληρούσε. Ήταν νεκροί, μια παγερή σιωπή γέμισε το δωμάτιο. Μόνο αυτός έμεινε όρθιος. Κατακρεουργημένα σώματα και ανθρώπινα μέρη έτρεμαν ελεύθερα γύρω του. Στο στόμα του είχε την γεύση του αίματος. Στα χέρια του την υφή του. Απέναντί του, είχε μόνο την ύπαρξη. Το πλάσμα στο σώμα του μάγιστρου τον πλησίασε. Δεν την είδε, ποτέ δεν κατάφερε να σχηματίσει εικόνα. Ήξερε μόνο πως έπρεπε να το πάρει. Γιατί κάποια στιγμή θα ερχόταν η ώρα. Αρκεί να το κουβαλούσε πάνω του. Ήταν, ούτως ή άλλως τόσο ελαφρύ.

    Το μικρό κομμάτι χαρτί πήρε την τελική του μορφή. Το φως του τζακιού έλουσε την εικόνα από πίσω του. Μια λευκή φιγούρα με δικά της κέρατα στο κεφάλι έστεκε δεμένη στο κέντρο της ζωγραφιάς, σαν σε φυλακή. Δεν είχε πρόσωπο, παρά μόνο την εικόνα του απείρου να ξεχειλίζει κάτω από την κουκούλα της. Σήκωσε την ολοκληρωμένη πλέον ζωγραφιά και αίμα κύλησε από τα χέρια του. Οι ουλές έτσουζαν και ήταν ανοιχτές, ενώ ένιωθε το αίμα να κατακλύζει τα μάτια και το στόμα του. Σηκώθηκε μετά βίας και πανηγύρισε. Φώναζε σαν τον τρελό καθώς αυτός και η εικόνα γίνονταν ένα.

“Ευχαριστώ για όλα. Αυτή είναι ιστορία!”, αναφώνησε και η φωτιά έκαψε τα σωθικά του.

***

    Η φωτιά κατέκαψε τόσο το σπίτι όσο και το δάσος γύρω της. Ο Ρόμπερτ Χορστ απανθρακώθηκε, ενώ τα μοναδικά αντικείμενα που επέζησαν του πύρινου χαλασμού ήταν ένα σημειωματάριο και μια ζωγραφιά μιας κερασφόρας οντότητας πάνω από ένα λουτρό αίματος. Το σημειωματάριο περιείχε αρκετές σελίδες γραμμένες σε μια γλώσσα που κανείς δεν αναγνώριζε. Μετά από τοξικολογικές εξετάσεις οι αρχές αποφάνθηκαν πως ο διάσημος συγγραφέας ήταν υπό την επήρεια βαριών ναρκωτικών και αλκοόλ και κατά πάσα πιθανότητα έβαλε τέλος στη ζωή του αφού πρώτα έχασε τα λογικά του.

    Τα τεκμήρια, το σημειωματάριο και η ζωγραφιά, παραδόθηκαν έπειτα από αρκετούς μήνες στην οικογένεια του αποθανόντα. Τα χρόνια πέρασαν και η πρώην σύζυγος του μεγάλωσε την κόρη του “τρελού συγγραφέα” όπως τον αποκαλούσαν τα ειδησεογραφικά κανάλια, προσπαθώντας να την κρατήσει μακριά από το δράμα. Η κόρη του διάσημου συγγραφέα κληρονόμησε όλη του την περιούσια, μαζί με το σημειωματάριο και τη ζωγραφιά. Λέγεται πως έθαψε τα δύο αυτά αντικείμενα στον τόπο όπου ο πατέρας της βρήκε τόσο βίαιο θάνατο και στη συνέχεια χάρισε σχεδόν όλη της την περιουσία. Η τελευταία φορά που οι ρεπόρτερ εντόπισαν την Λενόρ Χορστ, πριν χαθεί μια για πάντα από τα φώτα της δημοσιότητας, ήταν εκεί στα βουνά της Βαυαρίας. Μπροστά από το καμένο σπίτι που της στέρησε τον πατέρα και άλλαξε μια για πάντα το μέλλον της. Ήταν ντυμένη στα λευκά, φορούσε ένα στέμμα με κέρατα ελαφιού και χόρευε κάτω από τη βροχή.

Ήταν 31 Οκτωβρίου 2033.


Story by: Κ. Πάτρας

Artwork: Α. Γάρδα


    Ο Κωνσταντίνος Πάτρας γεννήθηκε το 1993 στην Πρέβεζα. Σπούδασε στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, έλαβε μεταπτυχιακή ειδίκευση στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση από τα Πανεπιστήμια Πατρών – Λευκωσίας και σήμερα εργάζεται ως καθηγητής.
    Η ενεργή ενασχόλησή του με τον χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού στην Ελλάδα ξεκίνησε το 2015 και από τότε έχει συμμετάσχει σε αρκετές ανθολογίες διηγημάτων, καθώς και στη συλλογική συγγραφή του μυθιστορήματος “Τα Χρονικά της Καταραμένης Γης: Η πτώση της ανθρωπότητας” (εκδ. Συμπαντικές Διαδρομές).
    Το 2016 ξεκίνησε το προσωπικό του blog,
manwestories.com, το οποίο είναι πλέον ένα από τα πιο ενεργά ελληνικά διαδικτυακά στέκια που ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη φαντασία, την επιστημονική φαντασία και τον τρόμο, με χιλιάδες ακολούθους στα social media.
    Το 2022 κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό του βιβλίο με τίτλο "Αιθέριον: Η Αιώνια Φωτιά". Περισσότερες πληροφορίες για τη σειρά “Αιθέριον” στην ιστοσελίδα
aetherion.manwestories.com.

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση