Halloween 2023: Υπόσχεση




    Κείτομαι στο πλάι κι αισθάνομαι έναν οξύ πόνο στον αριστερό μου ώμο, εκεί όπου ακουμπάει πάνω στη σκληρή επιφάνεια με όλο μου το βάρος πάνω του. Ανοίγω τα μάτια μου μα δεν αλλάζει τίποτα. Το σκοτάδι είναι τόσο πηχτό που όταν τα κλείνω δεν υπάρχει μετείκασμα πίσω από τα βλέφαρά μου. Ασυναίσθητα απλώνω το δεξί μου χέρι να τα τρίψω, μα το χέρι μου –που δεν το αισθάνομαι σαν χέρι, έχει πολύ λιγότερες κλειδώσεις από ό,τι έχω συνηθίσει– χτυπάει πάνω σε κάτι κι ακούγεται μια πνιχτή κλαγγή, σαν καλυμμένο με ύφασμα κόκαλο να χτύπησε σε πέτρα, μόλις λίγα εκατοστά πάνω από την δεξιά πλευρά του κορμιού μου.
    Γουρλώνω τα μάτια μου διάπλατα, γυρίζω ανάσκελα, προσπαθώ να αγγίξω με τις παλάμες τον χώρο γύρω μου – ο πανικός παραλύει το λαρύγγι μου και η φωνή μου δεν βγαίνει. Πίσω χαμηλά, στην ουρά μου, είναι σαν να έχω ένα εξόγκωμα που δε μου επιτρέπει να ξαπλώσω εντελώς ανάσκελα. Το πόδια μου ακουμπούν την οροφή αυτού που μοιάζει με πέτρινο κουτί γύρω μου. Είμαι ξυπόλητη κι έχω μεγάλα γαμψά νύχια που ξύνουν το μέταλλο και βγάζουν έναν ανατριχιαστικό ήχο. Καταφέρνω να φωνάξω· «βοήθεια» θέλω να πω, αλλά από το λαρύγγι και τα σκληρά μου χείλη βγαίνει ένα άναρθρο κρώξιμο.
    Ουρλιάζω· ουρλιάζω μα δεν ακούω ουρλιαχτά, ακούω κρωξίματα πουλιού. Φέρνω τα χέρια στο πρόσωπό μου κι έχουν φτερά – τα μπράτσα μου είναι φτερούγες, πούπουλα μπαίνουν στα μάτια μου. Μυρίζουν σαν καπνός φωτιάς. Κι ύστερα μια λάμψη. Ξεκινάει από το στομάχι μου – μια λάμψη και μια ζεστασιά. Προλαβαίνω να δω γύρω μου, είμαι όντως μέσα σε κάποιο κλειστό πέτρινο κουτί. Η λάμψη γίνεται φωτιά, η φωτιά πυρκαγιά και με τυλίγει. Καίγομαι. Μυρίζω την ίδια μου την καμένη σάρκα, καμένα πούπουλα – μόνο που ο πόνος δεν είναι φρικτός. Με αυτή τη συνειδητοποίηση σταματάω να χτυπιέμαι. Ονειρεύομαι, όπου να ’ναι θα ξυπνήσω, σκέφτομαι.
    Στο εκτυφλωτικό φως της φωτιάς, βλέπω ένα σουβλερό ράμφος στο πρόσωπό μου, στρέφω το κεφάλι μου με μανία δεξιά αριστερά. Κρώζω. Το φως, μού πονάει τώρα τα μάτια. Το δέρμα μου αρχίζει να λιώνει. Γίνομαι ένας πολτός από λιωμένα φτερά, κόκκαλα και πόνο. Κι ύστερα τίποτα. Μονάχα φως.

***

    Ξυπνάω. Για λίγο προτού ν’ ανοίξω τα μάτια μου, ελπίζω πως είμαι ακόμα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, πως αυτός ο καταραμένος εφιάλτης τελείωσε κι όταν θα τα ανοίξω θα αντικρύσω τη στοίβα με τ’ αδιάβαστα βιβλία στο κομοδίνο μου. Ανοίγω τα μάτια μου στο απόλυτο σκοτάδι. Το ράμφος μου, χτυπάει πάνω στην πέτρα καθώς προσπαθώ να ανασηκωθώ. Τα φτερά μου βρίσκουν στα πλάγια, χτυπιέμαι μέχρι που αισθάνομαι οξύ πόνο στα άκρα μου. Έχω ματώσει τα χέρια και τα πόδια μου – τις φτερούγες και τα γαμψά μου νύχια. Χτυπιέμαι ανεξέλεγκτα πάνω στην πέτρα. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Οι μονότονες σκέψεις μου γίνονται κλάμα, μόνο από μέσα μου όμως. Δεν έχω δάκρυα. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Κρώζω και το μετανιώνω – ο αέρας δεν είναι αρκετός. Έπειτα έρχεται η λάμψη, η φωτιά, με κάνει στάχτες και σβήνω.

***

    Ξυπνάω. Δεν ανοίγω τα μάτια μου. Ανοίγω ψαχουλευτά τη μία μου φτερούγα μέχρι που βρίσκει την κρύα πέτρα. Παλεύω με τον πανικό και χάνω. Αρχίζω να χτυπιέμαι ολόκληρη στην πέτρα γύρω μου, κρώζω, μανιάζω. Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να στρέψω άνετα το κορμί μου, τα φτερά σε όλο μου το σώμα δε βοηθούν. Κρώζω με μανία. Κι ύστερα έρχεται η φωτιά κι ο χαμός.

***

    Έχω πια χάσει το μέτρημα, δεν ξέρω πόσες φορές με πήρε η φωτιά και ξύπνησα. Μονάχα, κάπως, σταδιακά το μυαλό μου καθαρίζει. Ίσως κι ο πανικός να συνηθίζεται. Παίρνω δυο-τρεις βαθιές ανάσες, ο αέρας είναι πηχτός. Μυρίζω καμένα πούπουλα και καπνό, αλλά μυρίζω και κάτι άλλο. Νοτισμένο χώμα; Μούσκλια; Ακουμπάω τη φτερούγα μου στην πέτρα – χτυπάω και για πρώτη φορά συνειδητοποιώ πως η πέτρα δεν πρέπει να είναι πολύ χοντρή, ακούγεται σαν εξωτερικός τοίχος.
«Δεν υπάρχει αθανασία, όμως μπορούμε να σου προσφέρουμε χίλιες ζωές» θυμάμαι μια φωνή να μου λέει. Κι ύστερα η συνειδητοποίηση με χτυπάει στο πρόσωπο σαν χαστούκι – πέθανα. Είμαι νεκρή. Πρέπει να είμαι μέσα σε έναν τάφο.
    Ο άντρας που εμφανίστηκε μπροστά μου στο νοσοκομείο, καθώς η αρρώστια με κατάτρωγε και με έσβηνε βασανιστικά αργά, ήταν υπερβολικά ψηλός. Ήταν υπερβολικά ευγενικός. Ήταν υπερβολικά κοκκινομάλλης. Με ρώτησε με ένα ζεστό χαμόγελο αν ήθελα να ζήσω, δεν θυμάμαι τι του είπα. Ίσως παρακάλεσα, μπορεί να γέλασα, μάλλον έκλαψα. Πάντως δεν αρνήθηκα. Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά, οι κατακόκκινες μπούκλες του πήγαν κι ήρθαν.
«Θα ήταν πιο βολικό αν άντεχες μέχρι τις 31 του Οκτώβρη» είπε προτού να με αφήσει ξανά μόνη.
    Δεν άντεξα, πέθανα νωρίτερα. Ούτε και τώρα αντέχω. Ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου να γίνονται ταχύτεροι αντί να πέφτουν. Πεθαίνω. Έχω πεθάνει ξανά και ξέρω. Ύστερα έρχεται η φωτιά και την ακολουθεί η σιωπή.

***

    Ξυπνάω μέσα στις στάχτες μου για άλλη μια φορά. Ίσως και τη χιλιοστή, δεν υπάρχει τρόπος να μετρήσω. Η σιωπή είναι εκκωφαντική και ο μυρωμένος με τα καμένα φτερά μου λιγοστός πηχτός αέρας μπαίνει στο στόμα και στα ρουθούνια μου και με πνίγει. Δεν πειράζει, ίσως να καώ μια ώρα αρχύτερα. Ίσως αν πεθάνω χίλιες φορές να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Δοκιμάζω να βγάλω άλλη φωνή, κάτι άλλο εκτός από κρώξιμο. Είναι αδύνατο, αν ήμουνα ακόμα άνθρωπος μπορεί να ακουγόταν σαν βήχας – μα είναι και πάλι κρώξιμο. Τι νόημα έχει να είμαι πουλί αν δεν μπορώ να πετάξω; Τι νόημα έχει να ζήσω χίλιες ζωές φλεγόμενη;
    Όσο ήμουν στο νοσοκομείο, μόνη, με μοναδική συντροφιά τις ζωές των άλλων στα βιβλία μου, κάθε που πονούσα πολύ σκεφτόμουν πως θα καλωσόριζα τον θάνατο όταν ερχόταν. Ο μόνος που καλωσόρισα ήταν ο κοκκινομάλλης ξένος. Ξάφνου, οργή φούντωσε μέσα μου. Με είχε κοροϊδέψει. Είχε έρθει στο προσκεφάλι μιας ετοιμοθάνατης βασανισμένης γυναίκας μόνο για να τη χλευάσει. Το δεξί μου φτερό πιάνει φωτιά. Κοιτάζω γύρω μου στωικά. Θα τελειώσει γρήγορα.
    Μόνο που, λίγο προτού να χαθώ, αυτή τη φορά ακούω το τρίξιμο της πέτρας. Βλέπω μια ρωγμή να απλώνεται στην οροφή του πέτρινου κουτιού μου. Ακούω γδούπους – σαν να πέφτουν μεγάλα κομμάτια πέτρας πάνω σε χώμα. Κρώζω με όλη μου την εναπομένουσα δύναμη, καθώς το ράμφος μου γίνεται στάχτες. Κι ύστερα το τίποτα. Η παγωνιά, το κενό και η σιωπή.

***

    Προτού ανοίξω τα μάτια μου, ξέρω πως κάτι είναι διαφορετικό. Ο αέρας δεν είναι τόσο πηχτός, μαζί με τις στάχτες μου και τη βρεγμένη γη μύριζα και κάτι άλλο να καίγεται. Αναπνέω ελεύθερα. Υπάρχουν φωνές κοντά μου. Φωνές ανθρώπινες. Ανοίγω τα μάτια μου και γύρω μου υπάρχει ένα ελάχιστο ημίφως, μια μαρμαρυγή που δραπετεύει από μια πέτρα. Μπορώ να διακρίνω έναν κυκλικό πέτρινο θάλαμο γύρω μου. Είμαι στη μέση του, ανάμεσα στα πέτρινα συντρίμμια του τάφου όπου ήμουν κλεισμένη προηγουμένως. Από εκεί από όπου βγαίνει το φως, πρέπει να υπάρχει ένα πέρασμα.
    Οι φωνές έξω τραγουδούν. Μου ακούγονται κάπως παράφωνες στην αρχή μα σιγά-σιγά, στίχο το στίχο, αρχίζω να αισθάνομαι το παράφωνο τραγούδι οικείο. Μοιάζει με κάλεσμα. Σαν να τραγουδάνε για μένα.
    Στέκομαι όρθια με κόπο, δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς να χρησιμοποιήσω τα πόδια και τις φτερούγες μου αρμονικά· πάντως στέκομαι. Κάνω κι ένα-δυο μετέωρα βήματα. Τεντώνω τις φτερούγες μου στα πλάγια και ισορροπώ καλύτερα. Φτάνω ως το σημείο που μοιάζει με είσοδο και χτυπώ την πέτρα που το φράζει με το με το ράμφος μου. Το τραγούδι έξω δυναμώνει και η μυρωδιά θα πρέπει να είναι από στάχια που καίγονται. Μια φωτιά που μυρίζει φρέσκια.
    Κρώζω με όλη τη δύναμη που έχουν τα νεογέννητα πνευμόνια μου. Πρέπει να βγω, το επαναλαμβάνω μέσα μου. Πρέπει να βγω. Το τραγούδι έξω δυναμώνει, λες και με άκουσαν. Λες και άκουσαν τις σκέψεις μου. Η πέτρα μπροστά μου αρχίζει να γίνεται διαυγής. Πίσω της μπορώ να διακρίνω ανθρώπους, ντυμένους με μακριά λευκά φορέματα. Κρατάνε δάδες, χορεύουν και τραγουδούν γύρω από τρεις πελώριες φωτιές. Η πέτρα είναι πλέον λεπτή και διάφανη σαν πέπλο. Κάνω ένα βήμα και περνάω μέσα της· βγαίνω έξω. Οι άνθρωποι στρέφονται και με κοιτάζουν. Κοιτάζω ψηλά τον γεμάτο αστέρια ουρανό, κοιτάζω το κορμί μου. Είμαι ένα μεγάλο πολύχρωμο πουλί. Τα φτερά μου γυαλίζουν στο φως της φωτιάς με όλα τα χρώματα. Μπλε και πράσινα και πορτοκαλί και κόκκινα και μωβ και λευκά. Απλώνω τις φτερούγες μου και τις ισιώνω. Κοιτάζω πίσω μου κι έχω μια περήφανη ουρά. Είμαι πολύ πιο ψηλή από έναν άνθρωπο. Ακόμα κι από τον κοκκινομάλλη που με κοιτάζει χαμογελαστός και μου γνέφει.
    Όλοι τους έχουν σταματήσει τώρα, με κοιτάζουν και χαμογελούν. Τινάζω τις φτερούγες μου με δύναμη και σηκώνομαι στον αέρα, αλλά κρατάει μόνο για μια στιγμή κι ύστερα πέφτω στο έδαφος ξανά. Σηκώνομαι όρθια και ξαναδοκιμάζω. Αυτή τη φορά τις τινάζω ξανά και ξανά, με όλη μου τη δύναμη, και νιώθω τον αέρα να φυλακίζεται μέσα τους. Πετάω στον ουρανό και η αίσθηση με μεθάει. Το πέταγμα μου είναι ακόμα αβέβαιο και διατακτικό, όμως νιώθοντας τον μυρωμένο νυχτερινό αέρα στο πρόσωπό μου και κάτω από τις φτερούγες πετάω με όλο και μεγαλύτερο θάρρος.  Γλιστράω στον άνεμο, ξέγνοιαστη, σαν να είμαι παιδί· πάνω μου μόνο τα αστέρια. Κάτω μακριά πια, ο θολωτός τάφος που με φιλοξένησε και στο προαύλιο του οι άνθρωποι που έχουν χαράξει ένα μεγάλο τρισκέλιο. Σε κάθε μία από τις σπείρες του καίει κι από ένα μεγάλο δεμάτι άχυρα. Κοιτάζουν προς το μέρος μου και χαιρετούν.
    Χαμηλώνω από πάνω τους, κρώζω έναν χαιρετισμό και προσπαθώ να κρύψω μέσα του όλη μου την ευγνωμοσύνη. Σηκώνω το κεφάλι μου προς τα αστέρια, χτυπάω δυνατά τις φτερούγες μου κι ετοιμάζομαι να περάσω όσες ζωές μου απομένουν πετώντας.


Story by: Κ. Καλουντζή

Artwork: Α. Γάρδα


    Η Κιάρα Καλουντζή είναι από τον Πειραιά, αλλά τώρα τελευταία ζει και εργάζεται στο Βέλγιο. Της αρέσουν οι μάγισσες, η θάλασσα, τα βιβλία, τα κέικ, τα παραμύθια, ο καφές, το λευκό κρασί, οι ζωγραφιές, οι φίλοι και διάφορα άλλα τέτοια πράγματα. Κάθε μέρα αναζητά χρόνο για να ασχοληθεί με όλα αυτά που της αρέσουν και πού και πού τα καταφέρνει, επομένως κυκλοφορούν δύο-τρία μικρά βιβλία της και κάμποσα διηγήματά της σε ανθολογίες και περιοδικά.
Αν θέλετε να της πείτε κάτι μπορείτε να τη βρείτε στο facebook ως Kiara Kalais ή στο Instagram ως a_sailing_witch.








Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου