Μιγιόρ

*Το παρακάτω, είναι το δεύτερο αυτοτελές κείμενό μου, που δημοσιεύτηκε σε ανθολογία διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας.
Έφαγε και αυτό το σουλούπωμά του για να ανέβει στο blog (και πάλι, μόνο γραμματικά και συντακτικά, η υπόθεση και η ροή της ιστορίας δεν έχει αλλάξει, όπως και στο 'Λούλου-Μπέι').
Καλή ανάγνωση.






    Ο άνδρας έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο ξερό χώμα. Το στήθος του χτύπησε στο έδαφος και του κόπηκε η ανάσα. Σήκωσε το κεφάλι του για να φτύσει λασπωμένα σάλια και αίμα. Τα καστανά μαλλιά του είχαν γίνει γκρίζα από τη σκόνη.
«Όλα… ναι, όλα τα δόντια στη θέση τους» μονολόγησε και χασκογέλασε αξιολύπητα.

***

    Γκούζα. Η αχανής έρημος και μια από τις εκατοντάδες επαρχίες της Αυτοκρατορίας Μπλε. Για όποιον την κοιτά από το διάστημα, είναι ο μεγάλος λευκοκίτρινος λεκές κοντά στον ισημερινό της Γκριέν. Η Γκριέν είναι το φεγγάρι του τέταρτου μεγαλύτερου πλανήτη του ηλιακού συστήματος Ντικάντα-5. Και το Ντικάντα-5 είναι ένας από τους αχαρτογράφητους τομείς της Επίσημης Αρχής – συγκεκριμένα, ο Αχαρτογράφητος 13. Το μόνο που είναι γνωστό είναι οι πλανήτες του και η παρουσία και κυριαρχία της Αυτοκρατορίας Μπλε, στην ευρύτερη περιοχή.
    Όσοι έχουν ταξιδέψει σε οποιοδήποτε σημείο του Ντικάντα-5, εκ μέρους της Αρχής για διπλωματικές σχέσεις, εμπορικές συμφωνίες ή ακόμα και απειλές, έχουν γυρίσει πίσω σε κομμάτια. Πολλά κομμάτια. Ανεξάρτητοι ταξιδιώτες, επιστήμονες, πειρατές, εγκληματίες ή απλά περίεργοι να δουν τι παίζει με τους Μπλε, έχουν εξαφανιστεί. Πουφ, κανένα ίχνος. Έτσι λοιπόν, τα τελευταία 100 χρόνια δεν πλησιάζει κανείς. Ούτε Αρχή ούτε τίποτα. Και οι περίεργοι έχουν ένα ολόκληρο σύμπαν να ασχοληθούν, δε χρειάζεται να παιδεύονται με τους Μπλε.

***

    Ο άνδρας γύρισε ανάσκελα με κόπο. Κοίταξε το, κάτι σαν πλάσμα, απέναντί του. Ένα απροσδιόριστο μπούγιο από μαύρο καπνό, που ιρίδιζε μπλε στο φως καθώς κινούνταν και άλλαζε συνέχεια μορφή. Δηλαδή δεν έπαιρνε ακριβώς μορφή – υλική, στέρεη μορφή. Αλλά ο άνδρας μπορούσε να το νιώσει κάθε φορά που το πλάσμα έβρισκε άνοιγμα στην άμυνά του, γροθιές να τον χτυπάνε στα πλευρά, γόνατα να πετυχαίνουν το σαγόνι του, λεπίδες να γδέρνουν τα χέρια και τα πόδια του· και μια που πέρασε ξυστά, ίσα για να του χαλάσει τη μόστρα, στο δεξί ζυγωματικό.
    Μα όποτε κι αν το κοιτούσε κατευθείαν, δεν ήταν ανθρωποειδές. Δεν ήταν οτιδήποτε -ειδές, δεν ήταν τέρας, δεν ήταν τίποτα που να ήξερε. Μόνο αυτός ο μαυρομπλέ καπνός, που δεν έμενε ποτέ ακίνητος και δεν τον άφηνε να εστιάσει σε ένα σημείο, να προσπαθήσει έστω να πετύχει ένα χτύπημα.
«Κυρίες και κύριοι, δώστε μου λίγη ώρα ακόμα» είπε σε κάποιο φανταστικό κοινό. «Νομίζω ότι, αν καταφέρω να σηκωθώ, τον έχω. Την έχω; Το έχω;»
    Το να μιλάει στον εαυτό του ίσως ήταν και το μόνο που δεν άφηνε τον άνδρα να παραδοθεί. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνει. Τίποτα. Στην αρχή δοκίμασε το όπλο του. Ύστερα κάτι αδύναμες, ηλεκτρομαγνητικές βόμβες που είχε στη ζώνη του. Μετά, τα μαχαίρια που είχε κρυμμένα στις μπότες του. Όσο όλα αποδεικνύονταν άχρηστα, τόσο πείσμωνε. Κλωτσιές, μπουνιές, φωνές. Μόνο όταν το σώμα του γύρισε στην άμυνα, ήξερε πως το τέλος ήταν κοντά. Δεν ήταν το στυλ του η άμυνα. Κι όταν το χρησιμοποιούσε, ήταν πάντα για να καμουφλάρει μια επερχόμενη επίθεση. Πάντα είχε σχέδιο. Αλλά τώρα; Τώρα είχε μόνο τον πόνο του και τη φωνή του, να του υπενθυμίζουν πως δεν τα είχε παρατήσει. Ακόμα.

***

    Τρεις μέρες πριν, βρέθηκαν ξαφνικά πάνω από τη Γκριέν. Το σύστημα πλοήγησης έπαθε βλάβη και πετάχτηκαν από την πορεία τους – σχεδόν σε ταχύτητα φωτός – σαν πετραδάκι από σφεντόνα. Κανείς δεν είχε ιδέα πού είχαν καταλήξει. Ο Κένεθ, ο πιλότος, με τα μεγάλα του στρογγυλά αυτιά και τη σουβλερή, ροζ μύτη μονολογούσε πάνω από την κονσόλα του και μιλούσε με τους μηχανικούς στην ενδοεπικοινωνία, προσπαθώντας να βρει άκρη με ό,τι είχε χαλάσει.
    Ο άνδρας σηκώθηκε από το κάθισμά του, αλλά τριγυρνούσε ήρεμα στη γέφυρα, συζητώντας με την πλοηγό και κοιτώντας τους χάρτες στην κεντρική οθόνη. Έψαχναν να βρουν ποιος ήταν αυτός ο σκούρος γκρίζος πλανήτης με τον λευκοκίτρινο λεκέ στον ισημερινό του. Όταν άκουσε, λίγα λεπτά αργότερα, τη φωνή της Μιγιόρ στην ανοιχτή επικοινωνία, να ουρλιάζει στον Κένεθ να τους πάρει αμέσως από εκεί, τότε μόνο κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά – εκτός από το σύστημα πλοήγησης.
    Την ίδια στιγμή, στην κεντρική οθόνη εμφανίστηκε το μήνυμα «Αχαρτογράφητος Τομέας 13» και τα μάτια του γούρλωσαν. Δεν πρόλαβε να πει λέξη. Χτυπήθηκαν από πίσω με μεγάλη δύναμη και έφυγαν απότομα μπροστά. Το σκάφος τους, που ήδη βρισκόταν σε ημιλειτουργία και έπλεε ακυβέρνητο σα φύλλο στο νερό, πιάστηκε στο βαρυτικό πεδίο της Γκριέν και άρχισε να πέφτει με μεγάλη ταχύτητα κατευθείαν προς τον λευκοκίτρινο λεκέ.

***

    Ο δεξίς του ώμος είχε εξαρθρωθεί. Σήκωσε τον κορμό του στηριζόμενος στον αριστερό του αγκώνα. Ο καπνός απέναντί του δεν έκανε καμία κίνηση. Μόνο έμενε εκεί, σα μαύρομπλε αραχνοϋφαντο ύφασμα που κρεμόταν στα κλαδιά ενός ανύπαρκτου δέντρου και είχε αφεθεί να το πηγαινοφέρνει ο άνεμος προς όλες τις κατευθύνσεις. Και τον κοιτούσε. Δεν είχε τίποτε που να μοιάζει με μάτια, αλλά ο άνδρας ήξερε πως τον παρακολουθούσε. Ο γαλάζιος ήλιος έκαιγε την έρημο και ο άνδρας ένιωθε τα μάτια του να τσούζουν, καθώς προσπαθούσε να τα κρατήσει ανοιχτά. Ξαφνικά, μια μορφή μπήκε ανάμεσα στο πλάσμα και σε εκείνον· και ξεφύσηξε με ανακούφιση, καθώς το σώμα του βρήκε καταφύγιο στη μικρή σκιά που έριχνε η μορφή επάνω του.
    Ανοιγόκλεισε τα μάτια του γρήγορα για να εστιάσει. Διέκρινε το λιγνό ανάστημα, το γνώριμο βαθυκόκκινο χρώμα των ρούχων, την κουκούλα που έπεφτε μυτερή μέχρι τη μέση της πλάτης, τα γαντοφορεμένα χέρια.
«Μιγιόρ;»
«Μην κάνεις καμία κίνηση.»
«Δεν πρόκειται. Άλλωστε νομίζω πως δε μου δίνει σημασία πια.»
«Δεν αποτελείς απειλή πια. Έτσι όπως είσαι, χωρίς φροντίδα, θα πεθάνεις μέχρι το βράδυ από την αιμορραγία και την αφυδάτωση. Και αυτό το συγκεκριμένο είναι Φύλακας· αν δεν αποτελείς απειλή δεν θα ασχοληθεί. Αν ήταν Εκτελεστής, τώρα θα μάζευα τα κομμάτια σου. Μείνε ακίνητος, μήπως καταφέρουμε και φύγουμε από εδώ.»
«Δεν έχω ιδέα τι μου λες, αλλά θα πρότεινα να φύγεις. Όχι ότι θα πας και πολύ μακριά, δεν έχω καταφέρει να το χτυπήσω ούτε μία-»
Ο άνδρας σταμάτησε. Είδε το αριστερό χέρι της Μιγιόρ να κατεβάζει την κουκούλα της. Κατάλαβε από τις κινήσεις της, ότι κατέβασε και το ύφασμα που έκρυβε πάντα το πρόσωπό της εκτός από τα μάτια. Στην πλάτη της, ξεχύθηκε ένας χείμαρρος πυρόξανθων μαλλιών.
Την ήξερε τρία χρόνια και όλον αυτό τον καιρό δεν την είχε δει ποτέ να κατεβάζει την κουκούλα της ή το ύφασμα του προσώπου.
    Η Μιγιόρ γύρισε το πρόσωπό της στο πλάι και τον κοίταξε σοβαρή. Το δέρμα της ήταν σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο και όπως το φως έπεφτε πάνω του, ιρίδιζε μπλε.
«Γκρίφιν. Ό,τι κι αν δεις, ό,τι κι αν γίνει, μην κάνεις καμία κίνηση.»

***

    Ο Κένεθ κατάφερε να επαναφέρει τη μία από τις τρεις μηχανές και να θέσει σε λειτουργία τους προωθητήρες, περίπου δέκα χιλιόμετρα πάνω από τον πλανήτη. Τους έβαλε στην αντίστροφη ώθηση και κατάφερε να μειώσει λίγο την ταχύτητα πτώσης και να οριζοντιώσει κάπως το μεγάλο σκάφος, έτσι ώστε να επιχειρήσει αναγκαστική προσγείωση.
    Δεν τα κατάφερε όπως θα ήθελε. Το Ολιάντερ αναποδογύρισε στα πλάγια του μερικές φορές. Αλλά όταν σταμάτησε τελικά, μετά από δευτερόλεπτα σιωπής, ο Κένεθ μπόρεσε να νιώσει την καρδιά του να χτυπά δυνατά και γρήγορα στο στήθος του. Άνοιξε τα μάτια του και επιβεβαίωσε ότι η τελευταία τούμπα, είχε φέρει το σκάφος με την κοιλιά του στο έδαφος.
    Ύστερα άκουσε φωνές γύρω του να ρωτούν αν «όλοι είναι καλά». Όλοι ήταν καλά. Υπήρχαν αρκετοί με σοβαρούς τραυματισμούς και πολλοί αναίσθητοι· αλλά το ιατρικό προσωπικό επιβεβαίωσε, μετά από περίπου μια ώρα, ότι όλοι ήταν ζωντανοί και κανενός η ζωή δεν κινδύνευε άμεσα. Όταν ο Γκρίφιν, ο πλοίαρχος, τον ενημέρωσε για τα καλά νέα, ο Κένεθ έκατσε σε μια γωνιά της γέφυρας, ζάρωσε τα μεγάλα, στρογγυλά αυτιά του και έκλαψε με αναφιλητά.

***

    Ο Γκρίφιν μισόκλεισε τα μάτια του για να δει καλύτερα το κτίριο μπροστά τους. Λίγα λεπτά πριν, δε θα υποψιαζόταν καν ότι υπήρχε εκεί. Ήταν όλο λευκό, σαν το έδαφος της ερήμου. Αλλά τώρα που το ξανακοιτούσε, δεν ήταν ακριβώς λευκό. Ήταν σα να είναι φτιαγμένο με την τεχνολογία κάποιων σκαφών για πλήρη κάλυψη, για να γίνεται αόρατο στους απ’έξω.     
    Τινάχτηκε ελαφρά από τον πόνο, όταν η Μιγιόρ τον σήκωσε για να στερεώσει καλύτερα το χέρι του πάνω από τους ώμους της.
«Πρέπει να με βοηθήσεις Γκρίφιν, δεν έχω πολλές αντοχές αυτή τη στιγμή.»
Την κοίταξε σκυθρωπός.
«Αυτό είναι που βλέπαμε στο ραντάρ;» τη ρώτησε.
«Ναι.»
«Τι είναι;»
«Σου είπα και εχθές. Αποθήκη ανεφοδιασμού για τα σκάφη της Αυτοκρατορίας. Αυτό το φεγγάρι δεν έχει και πολλή κίνηση, οπότε είναι μόνο μία. Και ήμασταν τυχεροί που πέσαμε κοντά της.»
«Εχθές είπες επίσης ότι ο λόγος που ξέρεις τόσα πολλά για τους Μπλε, είναι ότι ήσουν αιχμάλωτή τους για πολύ καιρό. Και ότι ο λόγος που δεν ξέρει κανένας ότι παίζει και να είσαι το μοναδικό άτομο που γύρισε από την Αυτοκρατορία ζωντανό, είναι γιατί δε θέλεις η ζωή σου να είναι άλλη μια φυλακή, να σε χρησιμοποιήσει η Αρχή για να πάρει τις πληροφορίες που θέλει. Ότι ήθελες μια φυσιολογική ζωή, είπες.»
«Θέλω μια φυσιολογική ζωή.»
«Είσαι μία από τους Μπλε, σωστά;»
Η Μιγιόρ δεν απάντησε. Συνέχισε να περπατάει, τραβώντας τον δίπλα της.
«Πες μου.»
«Γκρίφιν, εδώ έξω κινδυνεύουμε. Πάμε μέσα και-»
«-πες μου. Τώρα.»
«Θα σου πω ότι το σκάφος που μας χτύπησε επάνω από τη Γκριέν δεν ήταν επανδρωμένο. Απλά βρεθήκαμε στην τροχιά της περιπολίας του και μας κατέγραψε σαν απειλή. Μας κατέρριψε και αποθήκευσε το γεγονός στο αρχείο του. Δε μας ακολούθησε, γιατί ακόμα κι αν επιζούσαμε και προσπαθούσαμε να ξαναφύγουμε, θα μας αναλάμβαναν οι δυνάμεις εδάφους. Ευτυχώς στη Γκριέν υπάρχουν κυρίως Φύλακες, που σημαίνει ότι κάνουν μόνο περιπολίες και μόνο αν βρεθείς στο δρόμο τους ή προσπαθήσεις να μπεις σε κάποιο από τα δεκάδες κτίρια στον πλανήτη, θα σου επιτεθούν. Είναι θανατηφόροι, αλλά στην ουσία είναι Μπλε μειωμένης νοημοσύνης. Αυτό έχουν εκπαιδευτεί να κάνουν, αυτό τους έχουν διατάξει να κάνουν και αυτό κάνουν. Τίποτα λιγότερο ή περισσότερο. Και εμείς γλυτώσαμε μέχρι τώρα γιατί το σκάφος μας προφανώς έπεσε σε σημείο εκτός περιπολίας. Όμως αυτή τη στιγμή, ο Φύλακας αυτού του κτιρίου είναι νεκρός. Και πάλι καλά που ήταν μόνο ένας. Και αν δε δώσει αναφορά μέχρι τη δύση, θα σταλεί σήμα για ενισχύσεις. Και από αυτό δε θα επιζήσουμε σίγουρα.»
Ήταν ανέκφραστος.
«Σε παρακαλώ, πάμε μέσα. Και θα στα εξηγήσω όλα.»

***

    Τα περισσότερα συστήματα είχαν υποστεί μεγάλες βλάβες από την πτώση. Τα απολύτως απαραίτητα μπορούσαν να φτιαχτούν άμεσα, με προμήθειες που είχαν στο σκάφος. Για το σύστημα απογείωσης όμως, δεν υπήρχαν ανταλλακτικά στο Ολιάντερ. Ακόμα κι αν έφτιαχναν όλα τα υπόλοιπα, δε θα είχε καμία σημασία, αν δε μπορούσαν να απογειωθούν.
    Η Μιγιόρ είχε ζητήσει να μιλήσει προσωπικά με τον πλοίαρχο. Του είπε πως βρήκε στο ραντάρ ένα κτίριο κοντά τους, που ήξερε πως ήταν αποθήκη ανεφοδιασμού και θα είχε σίγουρα αυτά που ήθελαν, γιατί οι Μπλε χρησιμοποιούσαν την ίδια τεχνολογία για τα σκάφη περιπολίας τους. Η εξήγησή της για το πώς τα ήξερε όλα αυτά, έδειχνε να τον καλύπτει και δεν είχε λόγο να την αμφισβητήσει.
    Τρία χρόνια τώρα, ήταν από τα πιο έμπιστα μέλη του πληρώματός του. Ο Γκρίφιν ήξερε πως κάτι του έκρυβε – είχε μάθει να αναγνωρίζει κάθε αντίδραση των ματιών της – αλλά ήταν σίγουρος πως για την αποθήκη έλεγε την αλήθεια.     
    Του ζήτησε επίσης να την αφήσει να πάει μόνη της και να φέρει ό,τι χρειάζονταν. Ήταν η μόνη που ήξερε πως να μπει, να πάρει τα πράγματα και να βγει απαρατήρητη· οποιοσδήποτε άλλος θα ήταν άχρηστο βάρος. Και ήταν και η μόνη που, αν συναντούσε κάποιον Μπλε, θα είχε μια ελπίδα να ξεφύγει γιατί τους ήξερε, ήξερε πώς φέρονταν. Έτσι είπε και δε δεχόταν αντίρρηση. Δεν της έφερε αντίρρηση. Αλλά όταν εκείνη αναχώρησε λίγο πριν το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, παρέδωσε τη διοίκηση του σκάφους στον υποπλοίαρχο και την ακολούθησε.     
    Δεν κατάλαβε πότε την έχασε. Τη μία στιγμή βρισκόταν μερικές δεκάδες μέτρα μπροστά του και την επόμενη είχε εξαφανιστεί. Δε μπορεί να τον είχε καταλάβει. Κι εκείνος δεν ήταν κανένας ανίκανος. Το Ολιάντερ ήταν ένα από τα καλύτερα σκάφη του στόλου της Αρχής και οι εκάστοτε πλοίαρχοί του περνούσαν από δεκάδες εκπαιδεύσεις και εξετάσεις, πριν ακόμα τους επιτραπεί να κάνουν αίτηση για τη θέση.
    Και τα μεγάλα, χοντρόκορμα απολιθωμένα δέντρα της ερήμου Γκούζα, προσέφεραν παραπάνω από ικανοποιητική κάλυψη, ακόμα και για έναν αρχάριο. Αλλά πάνω στον πανικό του – γιατί νόμιζε πως της την είχε πέσει κάποιος Μπλε – φάνηκε απρόσεκτος. Και ενώ ήξερε, από το φορητό ραντάρ του, πως βρισκόταν πολύ κοντά στην αποθήκη και έπρεπε να έχει το νου του για τις περιπολίες, εκείνος είχε το νου του να ξαναπιάσει στο οπτικό του πεδίο την βαθυκόκκινη στολή της.
    Η πρώτη επίθεση του Φύλακα εναντίον του, ήρθε με τη μορφή ωστικού κύματος και τον πέτυχε στη μέση, ακριβώς πάνω από τον κόκκυγα.

***

    «Οι περισσότεροι Μπλε είναι, εμφανισιακά, αυτό που είδες πριν. Αυτός ο… καπνός, όπως το είπες. Είναι το σώμα μας, το μυαλό μας, τα όργανά μας, όλα. Μπορούμε να αλλάζουμε τη σύσταση ή τη μορφή σε μεμονωμένα σημεία, μόνο με τη σκέψη μας. Υπάρχουν οι Εργάτες, οι Φύλακες, οι Αναπαραγωγικές Ομάδες και οι Εκτελεστές, αυτή είναι η βασική κοινωνική δομή. Όπως καταλαβαίνεις τώρα πια, όλοι τους είναι κλάσεις ανώτεροι στην αναμέτρηση με σχεδόν οποιαδήποτε άλλη γνωστή φυλή στο σύμπαν – εκτός από τους Υδρόκοπτες βέβαια, αυτοί ζουν στο νερό και στο νερό η κινητικότητα των μορίων μας μειώνεται και άρα είμαστε πιο… υλικοί, ας το πούμε έτσι· και άρα πιο εύκολο να μας τρυπήσει ή να μας χτυπήσει κάποιο όπλο. Αλλά γενικά, ακόμα και ο πιο ανίκανος Μπλε είναι πρακτικά ανίκητος.»
    Η Μιγιόρ μιλούσε και συγχρόνως πατούσε κουμπιά σε έναν πίνακα-ολόγραμμα, που εμφάνισε σε έναν εσωτερικό τοίχο της αποθήκης με μια κίνηση του χεριού της.
«Ωραία. Στάλθηκε η αναφορά, είμαστε ασφαλείς για τώρα. Αλλά πρέπει να πάρουμε τα πράγματα και να φύγουμε. Εδώ καταγράφεται και άλλη μια ομάδα πέντε Φυλάκων, που κάνει γενική περιπολία ολόκληρης της ερήμου, κάθε πρωί και βράδυ.»
«Ωραία, έχουμε ώρα μπροστά μας. Συνέχισε.»
«Γκρίφιν, αιμορραγείς. Πάμε στο σκάφος και-»
«-συνέχισε. Δε μπορεί να χρειάζεσαι παραπάνω από μερικά λεπτά για να μου πεις τα βασικά. Έχω μερικά λεπτά, μην ανησυχείς.»
Εκείνη αναστέναξε.
«Υπάρχει και η Ανώτερη Κάστα. Αυτοί που μπορούν να πάρουν μια ανθρωποειδή μορφή και να την κρατάνε όσο θέλουν, γιατί στην ουσία δεν αλλάζουν μορφή. Απλά χρησιμοποιούν και τις δύο κατά βούληση. Οι Φύλακες όπως σου είπα είναι θανάσιμοι, αλλά περιορισμένης αντίληψης. Οι Εκτελεστές είναι το ίδιο και κάτι παραπάνω, γιατί δεν έχουν καμία καταγραφή στην εκπαίδευσή τους για αμυντική ή ουδέτερη στάση· ό,τι δεν είναι Μπλε, καταστρέφεται. Η Ανώτερη Κάστα όμως, μπορεί να είναι ό,τι θέλει. Έχουμε ελεύθερη βούληση, ολοκληρωμένη αντίληψη, έχουμε γλώσσα και γραπτό λόγο. Οι υπόλοιποι επικοινωνούν μεταξύ τους και μαζί μας μόνο με τη σκέψη τους ή τις κινήσεις του σώματός τους, κάτι σαν τη δική σας νοηματική. Γενικά μπορούμε να επικοινωνούμε με οποιονδήποτε, μόνο με τη σκέψη.»
«Και εσύ το κάνεις αυτό; Με τη σκέψη;»
Και βέβαια, μόλις στο είπα.
Η φωνή ακούστηκε μόνο μέσα στο μυαλό του, τα χείλη της παρέμεναν ακίνητα.
Τρόμαξε και πετάχτηκε πίσω από εκεί που καθόταν. Γούρλωσε τα μάτια του.
«Με φοβάσαι Γκρίφιν;»
«Δεν ξέρω» είπε και την κοίταξε ερευνητικά. «Γιατί έφυγες από εδώ; Είσαι κατάσκοπος; Θέλετε να δείτε πως λειτουργεί ο στρατός της Αρχής;»
«Όχι βέβαια» του χαμογέλασε.
Περπάτησε αργά και έκατσε στο πάτωμα, απέναντί του.
«Ήθελα να δω το σύμπαν, που είχε τόσα πολλά πλάσματα και φυλές πέρα από εμάς, χρωματιστές, ποικιλόμορφες. Ήθελα να δω τα θαύματα της φύσης έξω από τον μικρόκοσμό μας. Είχα την αίσθηση ότι, όσο κι αν παρουσιαζόμαστε ανίκητοι, ανυπέρβλητοι, είμαστε καταδικασμένοι να σβήσουμε. Αύριο ή σε μερικές χιλιάδες χρόνια, δεν έχει σημασία· θα σβήσουμε. Γιατί τίποτα δεν αλλάζει στην Αυτοκρατορία. Όλα είναι ίδια. Και χωρίς αλλαγή, πώς θα υπάρξει εξέλιξη; Υπάρχουμε μόνο για να εργαζόμαστε, να αναπαραγόμαστε και να σκοτώνουμε. Και όταν θα σταματήσουν οι έξω να ασχολούνται μαζί μας – και ήδη συμβαίνει αυτό – θα καταλήξουμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, γιατί δεν ξέρουμε να κάνουμε κάτι άλλο. Έμαθα τι σημαίνει επιβράβευση, διασκέδαση, αγάπη, μόνο όταν βρέθηκα ανάμεσά σας. Στο δικό μας κόσμο υπάρχει μόνο η υπακοή και η τιμωρία.»
«Πώς στο καλό σκοτώνεστε μεταξύ σας; Πώς τα κατάφερες εσύ να πετυχαίνεις και να τραυματίζεις αυτόν τον Φύλακα εκεί έξω με τις λαβές σου;»
«Με πολύ, πολύ απλά λόγια, δε σημαδεύουμε σημεία. Σημαδεύουμε μόρια. Είτε σε αέρινη είτε σε ανθρωποειδή μορφή. Πριν, όταν ο Φύλακας με είχε ρίξει κάτω και βρισκόταν από πάνω μου και προσπάθησε να χτυπήσει το χέρι μου, άλλαξα την πυκνότητα των μορίων μου. Έκανα εκείνο το σημείο τόσο αραιό, που του χάλασα το σημάδι. Ύστερα τα ξαναπύκνωσα τόσο πολύ, που αιχμαλώτισα εκείνο το κομμάτι του μέσα στο χέρι μου και με το άλλο χέρι σημάδεψα εκεί, που έβλεπα ότι βρίσκεται το κέντρο του εγκεφάλου του. Όταν βρέθηκε εκεί το χέρι μου, έκανα τα μόρια μου να δονηθούν τόσο πολύ που αποσυντόνισα αμετάκλητα τα δικά του. Ουσιαστικά του προκάλεσα αυτό που εσείς λέτε εγκεφαλικό.»
«Μάλιστα. Ας πούμε ότι κατάλαβα. Και το χέρι σου; Εκεί που αιχμαλώτισες, όπως είπες, το κομμάτι του;»
«Όλο αυτό που σου περιγράφω δεν είναι όσο ανώδυνο ακούγεται. Είναι σαν να σε καρφώνει κάποιος με ένα σπαθί και να χώνεις τη λάμα ακόμα πιο βαθιά στο σώμα σου, για να μπορέσεις να πλησιάσεις τον αντίπαλό σου και να τον καρφώσεις και εσύ με τη σειρά σου. Και τελικά μετράει πιο σημείο πέτυχε ο καθένας.»
Ο Γκρίφιν δεν είπε κουβέντα.
Η Μιγιόρ σηκώθηκε.
«Πάω να φέρω τα ανταλλακτικά. Μέχρι το βράδυ έχουμε λιγότερες από επτά ώρες και πρέπει να απογειωθούμε πριν η ομάδα των πέντε, δει ότι δεν είναι κανείς εδώ.»
«Και μας κυνηγήσουν.»
«Δε θα μας κυνηγήσουν· απαγορεύεται να αφήσουν το πόστο τους. Αλλά θα καλέσουν τους Εκτελεστές, που βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής.»
«Θα είμαστε μέσα στο σκάφος. Δε μπορούν να μπουν μέσα. Ή μπορούν;»
«Ίσως όχι. Αλλά αν δουν ότι δε μπορούν, θα καλέσουν με τη σειρά τους την Ανώτερη Κάστα. Και εκείνοι θα φτάσουν εδώ σε λίγα μόλις λεπτά, θα ανατινάξουν το διαστημόπλοιο και τέλος. Θα συνεχίσουν τη δουλειά τους, δε θα χάσουν καν χρόνο να μαζέψουν τα κομμάτια μας.»
«Κατάλαβα, κατάλαβα. Πήγαινε.»

***

    Τους πήρε περίπου δυο ώρες να φτάσουν στο σκάφος· ο Γκρίφιν σταματούσε συχνά για να ξεκουραστεί. Όλο το σώμα του πονούσε, αλλά η αιμορραγία είχε σταματήσει στα περισσότερα σημεία και όσες πληγές ήταν πιο βαθιές, τις είχε δέσει η Μιγιόρ με κομμάτια που έσκισε από τη στολή της. Μια συστάδα απολιθωμένων δέντρων βρισκόταν μπροστά τους και πίσω της το Ολιάντερ.
Ξαφνικά εκείνη σταμάτησε.
«Γκρίφιν;»
«Τι;»
«Μας κατάλαβαν.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Ακούω το κάλεσμα για τους Εκτελεστές.»
«Μα πώς μας κατάλαβαν; Αφού έστειλες αναφορά.»
Τα μάτια της πετάρισαν για λίγο καθώς σκεφτόταν. Στο τέλος έσφιξε τα χείλια της, σαν να είχε μόλις συνειδητοποιήσει κάτι.
«Οι Φύλακες δεν έχουν χέρια. Δε χρησιμοποιούν ποτέ την κονσόλα για να στείλουν αναφορά, έχουν άλλους τρόπους. Πόσο ηλίθια μπορεί να είμαι;» γρύλισε.
«Πάμε, έλα. Θα φτιάξουμε γρήγορα το σύστημα και θα φύγουμε άμεσα.»
«Δεν το ξέρεις αυτό.»
«Θα είμαστε μέσα στο σκάφος.»
«Δεν έχει νόημα. Σε λιγότερο από μία ώρα θα μας έχουν ανατινάξει.»
Τέντωσε το σώμα της και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Πήγαινε. Θα τους καθυστερήσω εγώ.»
«Πας καλά; Εσύ δεν είπες ότι-»
«-είπα ότι οι Εκτελεστές σκοτώνουν ό,τι δεν είναι Μπλε. Ενώ, αν επιστρέψω στο κτίριο και δουν μόνο εμένα, θα κερδίσω χρόνο για εσάς, για να φτιάξετε τις βλάβες.»
«Μα δε μπορείς να τους σκοτώσεις όλους. Εσύ δε μου έλεγες πριν-»
«-δε σκοπεύω να επιτεθώ. Είμαι Ανώτερη. Και όχι οποιαδήποτε Ανώτερη. Θα παραδοθώ. Δεν επιτρέπεται καν να με τραυματίσουν αν παραδοθώ. Αν με βρουν εκεί, θα σταματήσουν την έρευνα εκεί, μέχρι να με παραδώσουν στους δικούς μου. Και μέχρι οι δικοί μου να δουν τα αρχεία από την περιπολία τροχιάς και να συνειδητοποιήσουν ότι αποκλείεται να ήρθα μόνη μου με τόσο μεγάλο σκάφος… έχετε μερικές ώρες στη διάθεσή σας.»
«Μιγιόρ, μη λες βλακείες, αποκλείεται να σε αφήσω εδώ!»
«Γκρίφιν, δεν είμαι μόνη μου. Υπάρχουν κι άλλοι Ανώτεροι σαν κι εμένα. Μερικοί από αυτούς με βοήθησαν να φύγω την πρώτη φορά.»
«Κι αν δε μπορέσουν τώρα να σε βοηθήσουν;»
«Με όλο τον σεβασμό πλοίαρχε, αλλά δεν έχεις ιδέα ποια είμαι στην Αυτοκρατορία Μπλε.»
«Χέστηκα ποια είσαι στην Αυτοκρατορία Μπλε. Είσαι μέλος του δικού μου πληρώματος και μου έσωσες τη ζωή. Αποκλείεται-»
«-μα αν δε με αφήσεις, θα πεθάνουμε όλοι!» του φώναξε. «Ενώ αν μείνω μόνο εγώ, έχουμε πολλές ελπίδες εσείς να γλυτώσετε και εγώ να καταφέρω να ξαναφύγω. Θα μας σκοτώσεις όλους, για να μη νιώθεις ενοχές που θα με αφήσεις;»
Ο Γκρίφιν ξεφύσηξε εκνευρισμένος.
«Θα ξαναγυρίσεις σε εμάς;»
«Θα προσπαθήσω.»
Έπιασε τον ώμο της και την κοίταξε απόλυτα σοβαρός.
«Τουλάχιστον βρες τρόπο να στείλεις κάποιο μήνυμα.»
Άκουσε τη φωνή της μέσα στο μυαλό του.
Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να ξαναγυρίσω. Σου το ορκίζομαι.
    Την αγκάλιασε σφιχτά. Το πρόσωπό του χάθηκε μέσα στα πυρόξανθα μαλλιά της. Όταν απομακρύνθηκε, είδε τα χρυσαφιά της μάτια βουρκωμένα. Προσπάθησε να της χαμογελάσει αλλά τα χείλη του έτρεμαν.
«Θα περιμένουμε. Λίγες εβδομάδες-»
«-λίγους μήνες. Δώσε μου τρεις μήνες.»
«Τρεις μήνες» συμφώνησε εκείνος απρόθυμα. «Ούτε μέρα παραπάνω. Αν δούμε ότι αργείς, θα βρούμε τρόπο να επιστρέψουμε και να σε πάρουμε.»
«Πρέπ-πρέπει να φύγω» είπε εκείνη και η φωνή της άρχισε να σπάει.
Έκανε μεταβολή και ξεκίνησε να περπατάει.
«Μιγιόρ! Θα περιμένουμε! Θα περιμένω!»
Δε γύρισε να τον κοιτάξει. Σήκωσε το δεξί της χέρι και τον χαιρέτησε καθώς απομακρυνόταν.

***

    Σχεδόν τρεις ώρες μετά, το Ολιάντερ βρισκόταν ήδη εκτός της μαγνητικής έλξης της Γκριέν. Κανένα άλλο σκάφος δεν είχε εμφανιστεί ακόμα.
Ο Γκρίφιν κοίταξε τον ασπροκίτρινο λεκέ. Στα χέρια του κρατούσε τα ματωμένα κομμάτια από τη στολή της.
Ο Κένεθ τον κοίταξε συμπονετικά.
«Πλοίαρχε; Πρέπει να φύγουμε.»
«Σούζαν, κράτησες τις συντεταγμένες;»
«Μάλιστα. Το σύστημα είχε κρατήσει όλα τα δεδομένα εξόδου μας από την ταχύτητα φωτός, αλλά τις ξαναπέρασα κι εγώ τώρα. Ο τελευταίος πύργος ελέγχου πριν τον Αχαρτογράφητο Τομέα, πρέπει να έχει λάβει ήδη την αναφορά μας.»
Έμεινε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα έκανε νόημα στον Κένεθ.
«Μιγιόρ… θα τα ξαναπούμε σύντομα, εντάξει;» ψιθύρισε.
Και το Ολιάντερ εξαφανίστηκε.

Τέλος

Α. Γάρδα

Artwork: https://imgur.com/gallery/TJQ0D by LookAtDeezNuts

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση