Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 5





    Η Φαλάκ ήπιε μια γουλιά από το τσάι της· πέρασε αργά το βλέμμα της από τα γεμάτα τραπέζια και τα φορτωμένα παρτέρια του Θερμοκηπίου της Έκθεσης. Και μετά, κοίταξε εύθυμα τη φίλη της και τον άντρα που καθόταν απέναντί τους.
«Με φέρνετε σε λίγο δύσκολη θέση, κυρία Αλαμίν» της είπε εκείνος σοβαρά.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί» απάντησε εκείνη χαμογελώντας.
«Οι τιμές σας είναι κάπως τσιμπημένες. Σίγουρα το ξέρετε αυτό.»
«Δεν είχα καταλάβει ότι δε γνωρίζατε τις τιμές μου, κύριε Κιαμπάνγκ. Όταν με προσεγγίσατε εχθές στην Έκθεση, έμεινα με την εντύπωση πως ήσασταν από τους λίγους που γνωρίζατε από πριν τη δουλειά μου.»
«Η εντύπωσή σας ήταν σωστή, σαφώς» ο άντρας ανακάθισε στη θέση του. «Ίσως όμως θεώρησα αυτονόητη μια... έκπτωση· ειδικά αφού σας προσφέρω ένα τόσο ξεχωριστό πελατολόγιο.»
«Το πελατολόγιό σας δεν είναι απλά ξεχωριστό. Είναι και από τα πιο περιζήτητα στη χώρα.»
«Σας ευχαριστώ.»
«Δεν το είπα ως προσωπική φιλοφρόνηση, αν και είναι σίγουρα και αυτό. Οι πελάτες σας όμως, είναι από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου· σίγουρα οι τιμές μου δε θα τους έκαναν καμία εντύπωση, ακόμα κι αν τις διπλασίαζα αυτή τη στιγμή.»
«Και σίγουρα» προσέθεσε η Γκιούλι αυτάρεσκα «το να μαθευτεί ότι τέτοιοι άνθρωποι πήραν κάτι με έκπτωση, θα ήταν αναμφίβολα ντροπιαστικό.»
«Αναμφίβολα...» επανέλαβε εκείνος διστακτικά. «Όμως είναι το γεγονός ότι εσείς είστε επίσης ξεχωριστή.»
«Ξεχωριστή;» χαμογέλασε πάλι η Φαλάκ.
«Γυναίκα εννοεί» είπε η Γκιούλι – καθόλου χαμηλόφωνα.
«Κατάλαβα τι εννοεί.»
«Σίγουρα θα γνωρίζετε, κυρία Αλαμίν» ανακάθισε ξανά στη θέση του «πόσο σπάνιο είναι για μια γυναίκα να επιδεικνύει τέτοιο ταλέντο στο δικό σας επάγγελμα.»
«Σίγουρα θα γνωρίζετε κύριε Κιαμπάνγκ, ότι δεν είναι το ταλέντο των γυναικών που είναι σπάνιο σε αυτό το επάγγελμα, αλλά η αναγνώρισή του.»
«Ναι, συμβαίνει κι αυτό.»
«Αναμφίβολα» είπε πάλι η Γκιούλι, κοιτώντας τον με νόημα.
«Ναι, σίγουρα» την κοίταξε κι εκείνος παρατεταμένα και απολογητικά. «Και πάλι – κυρία Αλαμίν, είστε εξαίρετη σε αυτό που κάνετε· ανεξαρτήτως φύλου.»
«Νιώθω πως θέλετε να με αναγκάσετε σε έκπτωση των τιμών μου λόγω του φύλου μου, μα δεν πιστεύετε πραγματικά πως θα έπρεπε να το κάνετε, κύριε Κιαμπάνγκ.»
«Εγώ προσωπικά, θέλω να σας υποστηρίξω ολόψυχα στους πελάτες μου. Αλλά δεν είμαι σίγουρος πως κάποιοι από αυτούς θα θελήσουν να μαθευτεί στους κύκλους μας, πως είναι διατεθειμμένοι να ξοδέψουν τόσα πολλά χρήματα σε μια γυναικεία επιχείρηση. Ο κόσμος μας είναι ακόμα λίγο... περίεργος, σε αυτό το θέμα.»
«Πολύ περίεργος· και χαίρομαι που το αναγνωρίζετε. Όμως οι πελάτες σας θα πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν την εξαίρετη δουλειά μου στην τιμή που της αξίζει και όχι σε αυτήν που νομίζουν πως είναι αποδεκτή για μια γυναίκα του επαγγέλματός μου. Δε σας αναζήτησα εγώ για συνεργασία, αλλά εσείς· προφανώς εκ μέρους τους.»
«Ναι, βέβαια.»
«Γνωρίζω κι εγώ πως κι εσείς είστε μοναδικός στο δικό σας επάγγελμα. Ο πατέρας μου μιλούσε πάντα με τα καλύτερα λόγια για την ποιότητα της φήμης σας.»
«Εύχομαι η αστερόσκονη που τον ταξιδεύει στην αιώνια γαλήνη να είναι η πιο λαμπρή, για τα καλά του λόγια.»
    Η Φαλάκ μειδίασε νοσταλγικά και αμέσως σοβάρεψε.
«Οι τιμές μου δεν αλλάζουν, κύριε Κιαμπάνγκ. Αυτή τη στιγμή, θεωρούμαι – και είμαι – από τους καλύτερους στη δουλειά μου. Μου πήρε πολλά χρόνια να το συνειδητοποιήσω και να αξιολογώ το ταλέντο και τον κόπο μου όπως τους πρέπει. Δεν κάνω πίσω, ειδικά για ανθρώπους που ξοδεύουν ολόκληρες περιουσίες μόνο για πρωινό· και ειδικά όταν κάποιοι από αυτούς δε θέλουν να αγοράσουν από εμένα τα απλά όμορφα πράγματα που φτιάχνω, αλλά τα πιο... ιδιαίτερα» χαμήλωσε λίγο τη φωνή της στην τελευταία λέξη.
«Πράγματι, υπάρχουν κι άλλοι να φτιάχνουν όμορφα πράγματα όπως εσείς. Τα πιο... ιδιαίτερα όμως, ελάχιστοι.»
«Κι όμως, ήρθατε σε εμένα. Είμαι η πρώτη που προσεγγίζετε, από τους ελάχιστους; Ή ελπίζατε να είμαι η φθηνότερη, λόγω του φύλου μου;»
Εκείνος χασκογέλασε αμήχανα.
«Ήλπιζα να καταστεί εμφανές πόσο λεπτή είναι η θέση μου και πόσο άπειρος αισθάνομαι αυτή τη στιγμή, θέλοντας να ικανοποιήσω τόσο εσάς ως μελλοντική συνεργάτη όσο και τους πελάτες μου.»
«Και να με κάνετε να κατανοήσω τη δυσκολία της θέσης σας; Γιατί είμαι και γυναίκα και πρωτοεμφανιζόμενη στην Έκθεση και στα μεγάλα σαλόνια του κύκλου σας;»
«Καταλαβαίνω πόσο άδικο ακούγεται αυτό, κυρία Αλαμίν.»
«Χαίρομαι. Γιατί είχα την εντύπωση ότι, αν μπορεί κάποιος να διαχειριστεί με επιτυχία μια τόσο λεπτή κατάσταση, αυτός θα ήσασταν εσείς. Έκανα λάθος; Θα λυπηθώ να μη συνεργαστούμε, αλλά έχω ήδη πολλές προσφορές και από άλλους επισκέπτες της Έκθεσης.»
«Για τα απλά σας πράγματα, σίγουρα. Όχι για τα ιδιαίτερα. Όχι για αυτά που θα σας προσφέρουν εγγυημένες αμοιβές για χρόνια και χρόνια μπροστά· ίσως και για ολόκληρη τη ζωή σας.»
«Λίγη σημασία έχει για εμένα. Άλλωστε δε σκοπεύω να σταματήσω να δουλεύω, ακόμα κι αν είχα χρήματα για την υπόλοιπη ζωή μου» είπε η Φαλάκ και σηκώθηκε.
    Η Γκιούλι σηκώθηκε δίπλα της και τη βοήθησε να φορέσει την κάπα της.
«Δε μπορώ να σας εγγυηθώ τίποτα αυτή τη στιγμή» ο άντρας σηκώθηκε κι αυτός βιαστικά. «Θα πρέπει να ξαναμιλήσω με τους πελάτες μου.»
«Είμαι αισιόδοξη πως θα βρείτε λύση. Και σύντομα· όσο θα αυξάνεται από ‘δω και πέρα το δικό μου πελατολόγιο και η δική μου φήμη-»
«-θα αυξάνεται και η τιμή σας, για οποιον θέλει να στριμωχτεί στο καθημερινό σας πρόγραμμα εργασιών.»
«Ειδικά για τις ιδιαίτερες εργασίες μου» τον κοίταξε συνωμοτικά.
«Κατανοώ απολύτως» της είπε.
«Χαίρομαι. Και σας ευχαριστώ που με καλέσατε να συναντηθούμε αυτοπροσώπως και δεν ανταλλάξαμε απλά επιστολές, όπως ξέρω ότι κάνετε συνήθως με πιθανούς συνεργάτες και ειδικά σχετικά αγνώστους, όπως εγώ. Ακόμα κι αν επιλέξατε αυτόν τον τρόπο, για να δείτε αν θα καταφέρνατε να με ξεγελάσετε σε μια εκπτωτική συμφωνία.»
«Σας διαβεβαιώ πως, παρά τα πιο σκιώδη αρχικά μου κίνητρα, επιθυμώ ειλικρινά να συνεργαστούμε.»
«Τότε, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα τα ξαναπούμε.»
«Ελπίζω να πάνε όλα καλά.»
    Η Γκιούλι τον πλησίασε, φορώντας τα γάντια της. «Φτιάχνει υπέροχα πράγματα· με ένα χέρι, κύριε Κιαμπάνγκ. Όλα πάνε ήδη καταπληκτικά» του είπε ανέκφραστα, καθώς η Φαλάκ άφηνε αρκετά χρήματα πάνω στο τραπέζι, για να κεράσει ολόκληρο το μεσημεριανό γεύμα και των τριών.

***

«Λοιπόν; Τι λέτε;»
    Ο Ρέο κοιτούσε ανυπόμονα τη Φαλάκ, που κοιτούσε διστακτικά τη Γκιούλι, που κοιτούσε με αμφιβολία την τσαγιέρα.
«Φαλάκ, δε μου αρέσει καθόλου όλο αυτό» είπε ανήσυχη, παρατηρώντας συνέχεια τον δαίμονα με το μαγικό της μάτι.
«Το είπες και πριν» απάντησε ανέκφραστα η Φαλάκ, χαζεύοντας – με το δικό της μαγικό μάτι – τα αιθέρια ρούχα του, που φαίνονταν να απλώνονται σε ολόκληρο το δωμάτιο του πανδοχείου.
«Νομίζω ότι ήπιες παραπάνω λικέρ απ’όσο έπρεπε στο Θερμοκήπιο· και τώρα δε σκέφτεσαι καθαρά.»
«Είναι μόνο μια επίσκεψη» είπε ο δαίμονας.
«Μέσα σε μια τσαγιέρα. Μας ζητάς να μπούμε μέσα σε μια μαγική τσαγιέρα.»
«Μάλιστα· ναι.»
«Μια τσαγιέρα γεμάτη ψυχές.»
«Βεβαίως.»
«Πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό; Είμαστε ζωντανές.»
«Οφείλω να ομολογήσω πως το πέρασμα για τους ζωντανούς δεν είναι πολύ ευχάριστη διαδικασία. Αλλά είναι σύντομη. Ο Μάτου την έκανε συχνά.»
«Και πόσο θα μείνουμε εκεί μέσα;»
«Όσο θέλετε!» χαμογέλασε πλατιά. «Ακόμα δε μπορώ να το πιστέψω πως έχετε και οι δύο Αληθινόματα, είμαι τόσο ενθουσιασμένος! Σας υπόσχομαι, θα περάσουμε υπέροχα! Αλλά όταν μου το ζητήσετε, θα επιστρέψετε και πάλι εδώ, άμεσα.»
«Πώς είναι δυνατόν να εμπιστευτούμε έναν δαίμονα Φαλάκ; Μπορεί όλα αυτά να είναι ένα από τα κόλπα τους και να σκοπεύει να μας κρατήσει εκεί μέσα!»
«Έχεις παρανοήσει τελείως αγαπητή μου;!» φώναξε ο Ρέο. «Γιατί να σας κρατήσω εκεί μέσα;»
«Γιατί έχουμε το Αληθινόματο που σου φαίνεται τόοοοσο συναρπαστικό.»
«Είναι πράγματι συναρπαστικό. Αλλά γιατί να θέλω να κρατήσω με το ζόρι, δυο συνειδήσεις που έχουν ακόμα το ζωντανό τους σώμα; Τι να σας κάνω; Ξέρεις πόσο μεγάλο βάσανο είναι μια ζωντανή συνείδηση δεμένη πάνω μου;»
«Δεν ξέρω. Και τώρα που το σκέφτομαι, εσύ γιατί το ξέρεις;»
    Εκείνος σοβάρεψε και η μορφή του φάνηκε να τρεμοπαίζει για μια στιγμή.
«Δηλαδή... αλήθεια;» είπε τελικά και σταύρωσε τα χέρια του. «Θες να συζητήσουμε για την ποικιλία των εμπειριών τεσσάρων χιλιάδων χρόνων;»
«Απλά λέω. Είναι περίεργο που μας ζητάς κάτι τέτοιο.»
«Καθόλου, σε διαβεβαιώ. Όπως προείπα, ο Μάτου με επισκεπτόταν συχνά όταν ήταν ζωντανός. Και εγώ θέλω να σας ευχαριστήσω που με πήρατε από εκείνη την καταραμένη φυλακή μου και με φέρατε πάλι ανάμεσα στους ανθρώπους» αναστέναξε και κοίταξε έξω από το παράθυρο, κλείνοντας τα μάτια του και μειδιάζοντας ικανοποιημένος από τους ήχους μιας ομάδας μουσικών του δρόμου.
«Μπορούμε να το σκεφτούμε λίγο, πριν σου απαντήσουμε;» ρώτησε η Φαλάκ, χαμογελώντας συμπονετικά.
«Αλήθεια!;» φώναξε η Γκιούλι. «Τι να σκεφτούμε ακριβώς; Το ότι θέλει να μας ευχαριστήσει, στριμώχνοντάς μας ανάμεσα σε ψυχές που αιωρούνται μέσα σε ένα μαντεμένιο σκοτάδι!;»
«Σε παρακαλώ πολύ!» ο Ρέο διαμαρτυρήθηκε εντόνως. «Εκεί μέσα δεν είναι κάνενα σκοτάδι! Εκεί μέσα είναι ένας υπέροχος κόσμος! Ένα όνειρο!»
    Η Φαλάκ μισόκλεισε το μάτι της. Ένιωθε πως οι τελευταίες λέξεις του την οδηγούσαν σε κάποιο συμπέρασμα, αλλά η σκέψη της ξέφευγε.
«Δε λέει ψέμματα Γκιούλι. Δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να μας βλάψει.»
«Και πώς στο καλό το ξέρεις εσύ αυτό;»
«Δεν ξέρω.»
Δεν ξέρω, αλήθεια.
«Αλλά δε λέει ψέμματα.»
Αλήθεια.

***

    Ο Τσανγιόλ αποφάσισε να σηκωθεί από το κρεβάτι το απομεσήμερο της επόμενης μέρας. Η φετινή Γιορτή του Τσαγιού πλησίαζε ακόμα περισσότερο και σήμερα οι δρόμοι είχαν γεμίσει υπαίθριους πλανόδιους και μουσικούς· οι φωνές και οι νότες τους στριμώχνονταν στις σχισμές του παραθύρου, ορμούσαν στο δωμάτιο σαν κατακτητές και διέλυαν βίαια τα οικεία, σκούρα σύννεφα της απελπισίας του.
    Ντύθηκε αργά και βασανιστικά, κοιτώντας με μίσος το είδωλό του στον ολόσωμο καθρέπτη δίπλα από το παράθυρο – όπως κάθε μέρα από τις ελάχιστες, τα τελευταία χρόνια, που αποφάσιζε να εγκαταλείψει έστω και για λίγο το σπίτι. Πήρε το μπαστούνι, έδεσε ένα μικρό μαχαίρι στη ζώνη και φόρεσε το μεγαλύτερο ψάθινο, κωνικό καπέλο που είχε. Κανείς δε θα μπορούσε καν να τον πλησιάσει, πόσο μάλλον να του μιλήσει· κανείς δε θα έβλεπε το τρομακτικό σκοτάδι στο ήδη σκούρο βλέμμα του ή την ανείπωτη θλίψη, που είχε χλωμιάσει εδώ και πολύ καιρό το πρόσωπό του.
    Κατέβηκε τη σκάλα του σπιτιού που μοιραζόταν με τον Σάγια και τη Μάριαμ. Από την κουζίνα ερχόταν η μυρωδιά αλμυρών κουλουριών.
«Μάριαμ;»
Μια ηλικιωμένη γυναίκα τον πρόφτασε στην εξώπορτα.
«Τσανγιόλ!» φώναξε ενθουσιασμένη.
Σκούπισε βιαστικά τα χέρια της στην ποδιά της· έφτιαξε τον γιακά του πουκάμισού του, που ήταν αναποδογυρισμένος και τον βοήθησε να φορέσει μια ελαφριά κάπα.
«Τι έκπληξη...» είπε πιο διστακτικά. «Είχα χαρεί τόσο πολύ όταν ξύπνησες επιτέλους προχθές. Κοιμόσουν τόσον καιρό... αλλά δε φαινόσουν να θες να σηκωθείς πια, όπως τις άλλες φορές.»
«Δεν ήθελα να σηκωθώ.»
«Αλλά προφανώς άλλαξες γνώμη.»
«Προφανώς δεν έχω άλλη επιλογή.»
«Και βέβαια έχεις επιλογή.»
«Δεν είναι επιλογή για εμένα η αιωνιότητα εδώ μέσα.»
«Και βέβαια είναι.»
«Αχ, Μάριαμ... πόσο ζηλεύω αυτή την ευλογημένη λήθη μέσα στην οποία υπάρχεις.»
Η γυναίκα τον κοίταξε, δήθεν προσβεβλημένη. «Ξέρεις ότι θέλω μόνο να είσαι καλά.»
«Το ξέρω. Συγγνώμη.»
«Άντε, πήγαινε» τον έσπρωξε προς την πόρτα. «Ο Σάγια θα είναι-»
«-στην πλατεία, στις προετοιμασίες της γιορτής. Πάντα είναι στην πλατεία, στις προετοιμασίες της γιορτής» αναστέναξε ο Τσανγιόλ.
    Η Μάριαμ κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι της· σαν αυτό το πάντα να την είχε ξυπνήσει από κάποιο περίεργο όνειρο. Μα η αίσθηση κράτησε μόνο για μια στιγμή.
Αμέσως του χαμογέλασε και χάιδεψε τα μάγουλά του.
«Καλό μου αγόρι...» τον κοίταξε περήφανη, χωρίς να παρατηρεί τα ακροδάχτυλά της, που έμοιαζαν να θολώνουν στην επαφή με το δέρμα του.
Τακτοποίησε τα ατημέλητα, μακριά μαλλιά του. «Να περάσεις καλά.»
Εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελό της με ένα, εμφανώς πιο θλιμμένο.
«Έγραψες κανένα καινούριο τραγούδι όσο κοιμόμουν;» τη ρώτησε, με αληθινό ενδιαφέρον.
«Τι νόμιζες, ότι ασχολιόμουν μόνο με κουλουράκια;» χασκογέλασε η Μάριαμ. «Όταν επιστρέψεις, θα ανοίξουμε το κλειδοκύμβαλο. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι» είπε ο Τσανγιόλ και άνοιξε την πόρτα.
    Το ύφος του σκοτείνιασε και πάλι, τη στιγμή που είδε τον Ρέο να στέκεται στο κατώφλι.
«Τσανγιόλ! Επιτέλους σηκώθηκες!»
«Όχι.»
«Τι όχι;»
«Όχι, σε οτιδήποτε έχεις σκεφτεί που δήθεν θα μου φτιάξει τη διάθεση αυτή τη φορά.»
Ο Τσανγιόλ τον προσπέρασε και βγήκε στο δρόμο. Ο Ρέο έτρεξε πίσω του.
«Δε θέλω να το παινευτώ, αλλά αυτή τη φορά-» ξεκίνησε να λέει αλλά ο Τσανγιόλ γύρισε καταπάνω του.
«Θα σε ρωτήσω ό,τι σε ρωτάω κάθε φορά. Είναι κάτι που θα με απαλλάξει από αυτό το αιώνιο βάσανο;» τον ρώτησε, βλοσυρός.
«Όχι, αλλά-»
«-τότε δε μ’ενδιαφέρει.»
«Θα διαφωνήσω.»
«Όχι, Ρέο» είπε και συνέχισε γρήγορα τον δρόμο του.
«Μα δεν άκουσες καν τι είναι!»
«Ό-ΧΙ!» φώναξε από μακριά και χάθηκε ανάμεσα στους περαστικούς και τους πλανόδιους.
Ο Ρέο έμεινε για λίγο να κοιτάζει το κενό.
«Πολύ καλά. Το φετινό θα είναι έκπληξη» μονολόγησε εκνευρισμένος και έφυγε κι εκείνος, προς την άλλη μεριά του δρόμου.

συνεχίζεται

Artwork: Yu Heshi, Modernist Cityscape (1935, Taiwan)

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση