5. Σάουιν: Φίον

Ντον (αγγλ. Donn) = ήρωας της Κέλτικης μυθολογίας που, μετά το θάνατό του, έγινε ο Θεός των Νεκρών – τις νύχτες με καταιγίδες, ειδικά κατά το Σάουιν, λέγεται πως βγαίνει ο Ντον με το λευκό του άτι στους ουρανούς – άλλες φορές τριγυρνά στη γη, συνήθως με λευκά ρούχα ή κάπα και μιλά με τους θνητούς – λόγω του Ντον, τα λευκά άλογα τη νύχτα του Σάουιν θεωρούνται κακός οιωνός
Τσαχ Ντούιν (ιρλανδ. Teach Duinn) = μεταφράζεται κυριολεκτικά ως Σπίτι του Ντον


Δάσος Τιμπράντεν, Ιρλανδία, 383 μ.Χ.

     Ο Φίον έτρεχε πιο γρήγορα απ’οσο είχε τρέξει ποτέ του. Γλιστρούσε ανάμεσα στα δέντρα και τα μονοπάτια, ανέβαινε τις ανηφόρες σαν ξεκούραστο κατσίκι και κατέβαινε τις κατηφόρες σαν τρεχούμενο νερό. Περνούσε τα ρυάκια μ’ένα άλμα και διέσχιζε τα παγωμένα ποτάμια σαν ψάρι. Η κρύα νύχτα δεν τον άγγιζε και οι άνεμοι που διαπερνούσαν αλύπητα τη φαγωμένη του κάπα, τα λιωμένα του ρούχα και τα χορταρένια παπούτσια του δε μπόρεσαν να ανακόψουν, ούτε στο ελάχιστο, την πορεία του. Σταμάτησε μόνο όταν το θέλησε ο ίδιος, μόνο όταν βρέθηκε στο επόμενο δάσος, χιλιάδες βήματα μακριά από τον λόφο της τελετής.
     Στην καρδιά του Τιμπράντεν, σ’ένα μικρό ξέφωτο περιτριγυρισμένο από ομαλούς λόφους και με μια ρηχή λίμνη στο κέντρο του, βρήκε τη μικρή εκκλησία. Μια κυκλική καλύβα, λίγο μεγαλύτερη από τα σπίτια του χωριού του, που δε χωρούσε παραπάνω από δέκα-δεκαπέντε άτομα, με έναν ξύλινο σταυρό στερεωμένο πρόχειρα πάνω στην κωνική καλαμοσκεπή της.
Έπεσε με την ορμή της ταχύτητας και της νιότης του πάνω στη μισάνοιχτη πόρτα. Παραπάτησε για μερικά βήματα στο σκοτάδι και αμέσως γονάτισε στο έδαφος. Η ξύλινη, σκαλιστή ράβδος που κρατούσε τόση ώρα, κύλησε από τα χέρια του και στριφογύρισε για λίγο στο πάτωμα. Την κοίταξε για λίγο, ανέκφραστος. Και ύστερα, άρχισε να κλαίει.

***

     Οι γονείς του είχαν δεχτεί τον νέο θεό που είχε έρθει στα μέρη τους, λίγο πριν γεννηθεί εκείνος. Μα ήταν οι μόνοι χριστιανοί στο χωριό τους και είχαν φροντίσει να κρατήσουν κρυφή τη νέα τους πίστη στον αληθινό θεό, όπως τον έλεγαν, μέχρι να μαζέψουν όσα χρειάζονταν για να μπορέσουν να φύγουν και να ζήσουν αλλού. Όσο μεγάλωνε ο Φίον – και η μικρή του αδελφή, αργότερα – μάθαιναν τα πάντα για τον καλό, πανταχού παρόντα και φιλεύσπλαχνο θεό, που δεν είχε όνομα γιατί δε χρειαζόταν να έχει όνομα, γιατί ήταν μόνο αυτός ο αληθινός και κανείς άλλος. Και μάθαιναν να κρύβουν τη βαθιά τους αγάπη και υποταγή σε αυτόν τον θεό. Γιατί ήταν οι μόνοι χριστιανοί στο χωριό. Και ζούσαν δίπλα σε δάσος με Δρυίδες. Και οι Δρυίδες θα εξαπέλυαν όλη τους την οργή αν μάθαιναν το μυστικό και ο Αλλόκοσμος θα τους στοίχειωνε μέρα-νύχτα και ο Ντον θα τους έκλεινε στη σκοτεινή αγκαλιά του για να μην τους έχει ο άλλος θεός.
     Ο Φίον και η αδελφή του, βέβαια, δεν καταλάβαιναν πώς ήταν δυνατόν να τα φοβούνται οι γονείς τους όλ’αυτά, αφού πια προστατεύονταν από τον αληθινό θεό και όλοι οι άλλοι ήταν ψέμματα των Δρυίδων. Όμως, οι γονείς τους ήξεραν καλύτερα. Είχαν πολύ περισσότερο καιρό στην καρδιά τους τον νέο θεό, ήξεραν περισσότερη αλήθεια απ’ότι ο Φίον και η μικρή Ίμοτζεν και γνώριζαν όλα όσα έπρεπε να γίνουν και πότε. Τους τα φανέρωνε ο θεός, που τους αγαπούσε σαν παιδιά του και τους ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους και ήξερε τα πάντα.
Όταν αρρώστησε η μητέρα, ο πατέρας εναπόθεσε όλες τις ελπίδες του στον θεό. Αρνήθηκε διακριτικά τις προσφορές του χωριού και κάποιων υπηρετών των Δρυίδων, για βοτάνια και θεραπευτικούς πολτούς. Την έχασαν μέσα σε λίγες μέρες.
Ο θεός βλέπει, είχε πει ο πατέρας, και αυτό ήταν το θέλημά του.
Ο Φίον έσφιξε την καρδιά του και η Ίμοτζεν τα χείλη της.
Όταν κάποτε τραυματίστηκε ο πατέρας σ’ένα κυνήγι, τα παιδιά του αρνήθηκαν ξανά, διακριτικά, τις προσφορές του χωριού για βοήθεια και θεραπεία – δε χρειάζονταν τα ματζούνια των χαμένων ψυχών των ειδωλολατρών. Τον κουβάλησαν κρυφά στον ιερέα του παραδιπλανού, χριστιανικού χωριού, για να τον θεραπεύσει με τις αληθινές προσευχές του, που έφταναν κατευθείαν στα αυτιά του αληθινού θεού. Τον έχασαν μέσα σε λίγες ώρες.
Ο θεός σας δοκιμάζει, είχε πει ο ιερέας, και αυτό ήταν το θέλημά του.
Ο Φίον σφάλισε τις αθεόφοβες σκέψεις του και η Ίμοτζεν τα δακρυσμένα μάτια της.
Κι όταν, λίγους μήνες πριν, η ενήλικη πια αδελφή του άνοιξε την πόρτα και έφυγε για το δάσος των Δρυίδων, κουρασμένη από τον δήθεν παντοδύναμο θεό που, είτε είχε λιγότερη δύναμη και από ένα μωρό είτε δεν τον ένοιαζαν καθόλου οι άνθρωποι που τον αγαπούσαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ο Φίον δεν τόλμησε να την σταματήσει, να την αγκαλιάσει και να της μιλήσει και για τις δικές του αμφιβολίες.
Ο θεός ξέρει, είχε πει στον εαυτό του, και αυτό ήταν το θέλημά του.

***

    “Ποιος θεός απαιτεί όλη την αγάπη που έχω μέσα μου από τότε που γεννήθηκα...” μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του στο κενό της εκκλησίας “...και την ανταλλάσει με τη χειρότερη ζωή που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ;”
“Αυτός που δεν υπάρχει” απάντησε μια γυναικεία φωνή πίσω του. “Οι θεοί, όπως και οι άνθρωποι, δεν πρέπει ποτέ να απαιτούν κάτι, αν δε μπορούν να προσφέρουν κάτι αντάξιο σε αντάλλαγμα ή να δεχτούν τις ανάλογες συνέπειες.”
     Ο Φίον είχε ν’ακούσει χρόνια αυτή τη φωνή κι όμως δε θα μπορούσε να την ξεχάσει ποτέ.
Η Όρλα στεκόταν στην πόρτα. Ένα μαύρο, άμορφο περίγραμμα, με μόνο μια υποψία των κατακόκκινων μαλλιών της, να φωτίζεται ελάχιστα από το φως του φεγγαριού πίσω της.
“Η αδελφή μου σε έστειλε;” τη ρώτησε θυμωμένα και άρπαξε πάλι τη ράβδο.
“Η Ίμοτζεν ετοιμάζεται για το πρώτο της Σάουιν, ως μαθητευόμενη. Δεν έχει χρόνο για την πικραμένη, θλιβερή σου ύπαρξη. Και χρειάζεται τη ράβδο της. Η τελετή θα αρχίσει σε λίγο.”
“Είμαι παιδί του αληθινού θεού! Κι εκείνη το ίδιο! Δε θα της επιτρέψω να χάσει το δρόμο της, παλέψαμε και υποφέραμε τόσο πολύ για να φτάσουμε ως εδώ!” όρμηξε καταπάνω της.
Η Όρλα έγειρε αργά στο πλάι και ο Φίον έπεσε στο χώμα έξω από την εκκλησία.
“Και πού είναι το εδώ;” τον ρώτησε ήρεμα.
     Τώρα μπορούσε να δει όλη της την ομορφιά κάτω από το χλωμό φως, ίδια κι απαράλλαχτη από τότε που την αντίκρυσε τελευταία φορά. Ένιωσε να ζαλίζεται από τα μεγάλα της μάτια πάνω του, αλλά κούνησε το κεφάλι του και στάθηκε πάλι όρθιος.
“Ο αληθινός θεός μας αγαπάει!” φώναξε και τα λόγια του αντήχησαν γύρω τους.
“Μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις. Το ίδιο και η Ίμοτζεν. Δώσε μου τη ράβδο.”
“Όχι. Δε θα μου την πάρετε. Αρκετά έχασα.”
“Για όσα έχασες μέχρι τώρα – μαζί και εμένα – καλύτερα να στραφείς στον θεό σου. Την αδελφή σου, από την άλλη, δεν την έχασες. Απλά επέλεξε. Και ξόδεψε πολλές νύχτες για να φτιάξει αυτό το ραβδί όπως έπρεπε και όπως το ήθελε.”
“Όχι” επανέλαβε ο Φίον.
“Μπορεί να φτιάξει κι άλλο, ξέρεις.”
“Ναι, αλλά το φετινό Σάουιν θα το χάσει. Και θα της πάρει κι άλλους μήνες να φτιάξει καινούριο. Και μέχρι τότε, θα την έχω φέρει πάλι κοντά μου. Κοντά στο θεό.”
“Δε θα χάσει τίποτα. Απλά δε θα συμμετάσχει ως μαθητευόμενη.”
“Δε θα τη δηλητηριάσετε άλλο, θα την πάρω κοντά μου!” ξεθηκάρωσε το μαχαίρι του.
“Αλήθεια Φίον; Θα μου επιτεθείς; Θα σκίσεις με το μαχαίρι το δέρμα μου, που κάποτε χάιδευες και φιλούσες κάθε νύχτα, κρυφά από τον θεό σου;”
Τα λόγια της φούντωσαν όλα όσα έκρυβε και καταπίεζε μέσα του. Αλλά ήταν αδύνατον να αλλάξει πια. Ήταν αδύνατον να αποδεχτεί πως μια ολόκληρη ζωή – τέσσερις ζωές – είχαν πάει χαμένες για το τίποτα. Ούρλιαξε σαν ετοιμοθάνατο ζώο. Άφησε το μαχαίρι, έπιασε το ραβδί και με τα δυο του χέρια, και το κατέβασε πάνω στο πόδι του. Το ξύλο σπίθισε για μια στιγμή και ύστερα έσπασε σε δυο κομμάτια.
     Το νερό της λίμνης φάνηκε να κυματίζει, αφρίζοντας στις όχθες και η όραση του σα να θόλωσε για λίγο.
“Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό Φίον. Όχι απόψε. Όχι εδώ.”
“Είμαστε στον Οίκο του θεού, τα μαγικά σου δεν έχουν θέση εδώ!”
“Ακόμα και ο οίκος του θεού σου έχει απομείνει ερημωμένος σε αυτήν την περιοχή, όσο κι αν προσπάθησαν οι ιερείς σας να φανούν γενναίοι. Δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί; Δεν ξέρεις γιατί έχτισαν αυτή την εκκλησία εδώ ή γιατί την εγκατέλειψαν;”
Δεν της απάντησε. Έσκυψε και έπιασε πάλι το μαχαίρι του.
“Και βεβαια ξέρεις” το χαμόγελο της τού έκανε την καρδιά χίλια κομμάτια. “Ήξερες γιατί την έχτισαν εξαρχής, όταν ήθελαν να αποδείξουν στους πιστούς και τους άπιστους πως δεν υπάρχει Αλλόκοσμος και πύλες και πλάσματα άλλα, διαφορετικά. Και έμαθες πως δεν τα κατάφεραν, γιατί ο θεός σας δεν υπάρχει και άρα πώς να ξορκίσει οτιδήποτε; Έφυγαν εκείνοι και έμεινες εσύ, να επιμένεις να έρχεσαι και να τραβολογάς και την Ίμοτζεν μαζί σου. Άναβες κεριά και καθόσουν να προσευχηθείς όσο εκείνη έκλαιγε δίπλα σου. Αλλά, ακόμα κι εσύ, δεν τολμούσες ποτέ να πατήσεις το πόδι σου εδώ τις νύχτες του Σάουιν. Γιατί ήξερες τις ιστορίες που είχαν βγει από τα ίδια τα χείλη των ιερέων, που ήταν σίγουροι πως είναι ψέμματα όταν τα άκουγαν από άλλους.”
“Κλείσε το στόμα σου. Δεν είσαι άξια να πιάνεις στο στόμα σου τους ακόλουθους Του.”
Άνοιξε το στόμα της να του απαντήσει, μα έμεινε εκεί σαν υπνωτισμένη, να κοιτά στο κενό πίσω από τον Φίον. Ακολούθησε, ξαφνικά έντρομος, το βλέμμα της.
     Ένα κατάλευκο άλογο είχε εμφανιστεί στην απέναντι όχθη της μικρής λίμνης και τους κοιτούσε. Ύστερα, χωρίς να φοβάται το νερό που ακόμα κυμάτιζε και άφριζε, έσκυψε να πιει.
“Ναι, ακούγεται καλή ανταλλαγή, συμφωνώ” απάντησε η Όρλα σε κάποια ερώτηση που εκείνος δεν είχε ακούσει.
Τα μάτια της ήταν ξαφνικά γεμάτα δάκρυα, η φωνή της πνιχτή.
“Πού πας!;” της φώναξε πάλι. “Τι μαγεία έκανες;”
“Τι σε νοιάζει τι έκανα αφού είναι όλα ψέμματα;
” χασκογέλασε εκείνη. “Πού πάω...πού πάμε μαζί, είναι το σωστό.
“Τι εννοείς με αυτά τα λόγια!; Τι μου έκανες μάγισσα!;”
Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι θα ταξιδέψουμε μαζί και ότι η Ίμοτζεν θα είναι ελεύθερη από ‘δω και πέρα. Ίσως κι εσύ επιτέλους, να βρεις λίγη ηρεμία, μακριά από αυτή τη βασανισμένη ζωή που σου φόρτωσαν.”
Η Όρλα γύρισε λίγο και κατευθύνθηκε προς τη λίμνη.
“Μη φεύγεις, σου μιλάω!”
     Ο Φίον δεν κατάλαβε, πότε βρέθηκε δίπλα της και έχωσε το μαχαίρι του στο στομάχι της.
Δεν έκανε καμία κίνηση να τον αποφύγει, παρ’όλο που πριν το είχε καταφέρει χωρίς κόπο. Αντίθετα, το χέρι της αγκριστρώθηκε πάνω του και τον έφερε ακόμα πιο κοντά, το μαχαίρι ακόμα πιο βαθιά.
“Η κοινή μας ζωή στον Αλλόκοσμο και η ευτυχία της Ίμοτζεν...κρίνω πως είναι μια καλή ανταλλαγή” είπε και έσβησε στην αγκαλιά του.
“Τι εννοείς; Όρλα; Ανταλλαγή με τι;” ψιθύρισε.
“Με εμάς. Μας περιμένει στο Τσαχ Ντούιν.”
Σήκωσε το βλέμμα του σα χαμένος. Δίπλα στο άλογο στεκόταν ένας άνδρας, καλυμμένος με μια λευκή κάπα.
“Ποιος; Στο...ποιο;”
“Φίον, γιε του Κίαν και της Νίιβ” είπε ο άνδρας εύθυμα. “Ξέρεις ποιος και ξέρεις ποιο. Έγινε μια καλή ανταλλαγή απόψε. Και είναι ώρα να φύγουμε.”
“Ξέρω...” μονολόγησε ο νεαρός μετά από λίγο.
Έβγαλε το μαχαίρι από τη σάρκα της Όρλα και το έστρεψε στον εαυτό του.


Α. Γάρδα

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση