4. Σάουιν: Ουχ-ίσγκε

*Στη Σκωτία το Samhain, ακούγεται περισσότερο ως Σόουιν (αντί Σάουιν, όπως στην Ιρλανδία ή αλλού)
Μανάνον μακ Λίερ (Manannan mac Lir / προφορά: mananon mac leer) = βασιλιάς του Αλλόκοσμου (Otherworld) που σχετίζεται με τη θάλασσα και συχνά παρουσιάζεται ως θεός της θάλασσας / λόγω αυτού οι θάλασσες και το νερό γενικά (λίμνες, ποτάμια κλπ.) παρουσιάζονται ως πύλες για τον Αλλόκοσμο
*οι Χριστιανοί ενσωμάτωσαν παλιά έθιμα του Σάουιν στη νέα θρησκεία και αλλοίωσαν άλλα – ένα από αυτά, οι ανύπαντρες γυναίκες που κοίταζαν μέσα στο νερό τη νύχτα αυτή για να δουν τον μέλλοντα συζυγό τους – προήλθε από τους Κέλτικους μύθους, που ήθελαν το νερό να είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον Αλλόκοσμο και τη μαγική του φύση
Άιζ-Σιι (αγγλ. Aes Sidhe) = η αρχαϊζουσα μορφή των λέξεων Aos Si (ελλ. Έες-Σιι), που χρησιμοποιούνται για τα μαγικά πλάσματα, τις νεράιδες κλπ. (fairyfolk) του Αλλόκοσμου
Κέλπι (αγγλ. kelpie) = πλάσμα της Κέλτικης μυθολογίας, με μορφή αλόγου / ζούσε στις θάλασσες και παρέσερνε τους ταξιδιώτες στο νερό, όπου και τους σκότωνε / μπορούσε να μεταμορφώνεται σε άνθρωπο, αλλά διατηρούσε τις οπλές των ποδιών του
Πούκα (ιρλανδ. puka/pooka/phouka) = πνεύμα ή φάντασμα του Αλλόκοσμου / οι πούκα είναι πολύπλοκα πλάσματα, άλλοτε χαρακτηρίζονται ως κακά πνεύματα, άλλοτε ως προστάτες, άλλοτε ως εκείνοι που προειδοποιούν για συμφορές ή εκείνοι που κάνουν σκανταλιές και φάρσες / παίρνουν διάφορες μορφές ζώων (πάντα με μαύρη γούνα) αλλά και ανθρώπινες και έχουν το χάρισμα της ανθρώπινης γλώσσας / όταν μεταμρφώνται σε ανθρώπους, διατηρούν κάποια ζωώδη χαρακτηριστικά τους (αυτιά, ουρά κλπ.)
Ουχ-ίσγκε (σκωτσέζ. each-uisge) = πλάσμα της Κέλτικης μυθολογίας, με μορφή αλόγου / έμοιαζε με το Κέλπι, αλλά ζούσε σε διαφόρων ειδών νερά και υγρότοπους / πολύ πιο άγριο από το Κέλπι και με μια ιδιότητα, να παράγει μια κολλώδη ουσία με την οποία 'έδενε' σιγά σιγά πάνω του το θύμα του, για να μη μπορεί να ξεφύγει / μεταμορφωνόταν σε άνθρωπο, χωρίς το μειονέκτημα των οπλών που παρέμεναν


Μπέιλ να Χάιμ, ανατολικές ακτές Σκωτίας, 803 μ.Χ.

     Η Μπρίντε και η Ισντέιλ, βγήκαν από τα σπίτια τους λίγο μετά τη δύση. Συναντήθηκαν ανάμεσα στις παλιές βάρκες που ήταν βγαλμένες στη στεριά, για να μην τις δούν οι άντρες που έπιναν και διασκέδαζαν στον μώλο παραπέρα.
“Πάμε;” ρώτησε η Μπρίντε.
“Πάμε, αλλά δεν είμαι και πολύ σίγουρη” απάντησε η Ισντέιλ. “Η γιαγιά μου λέει-”
“Ωχ, πάλι με τη γιαγιά σου.”
“Απόψε είναι το Σόουιν Μπρίντε, δεν είναι αστείο.”
“Καθόλου αστείο. Απλά δεν είναι αλήθεια αλλά παλιές ιστορίες, αυτών που δεν είχαν βρει τον αληθινό Θεό.”
“Ο Μανάνον είναι θεός. Και όλα τα νερά είναι δικά του και απόψε-”
“Απόψε, θα δούμε αυτούς που θα πάρουν εμάς για δικές τους” την έκοψε πάλι η Μπρίντε. “Ο Μανάνον θα κάτσει εκεί που κάθεται – στα παραμύθια δηλαδή – γιατί ο Θεός εξουσιάζει τα πάντα. Και η Αγία Μπριγκίντ ευλόγησε κάποτε όλα τα νερά στο όνομά του και όλα τα δαιμόνια εξαφανίστηκαν.”
“Ο Μανάνον δεν είναι δαιμόνι!”
“Ναι, αλλά όλα τα υπόλοιπα που βγαίναν από τον Αλλόκοσμο ήταν!”
“Αφού όλα αυτά είναι παραμύθια” ειρωνεύτηκε η Ισντέιλ “τι ευλόγησε η Αγία Μπριγκίντ, σκέτο νερό;”
Η Μπρίντε άνοιξε το στόμα της να απαντήσει αλλά κοντοστάθηκε, μπερδεμένη. “Αν δεν ξέρεις μέχρι τώρα το μεγαλείο του Θεού και των Αγίων του, δε θα κάτσω να στα εξηγήσω τώρα εγώ” είπε τελικά. “Να εύχεσαι να σου εμφανιστεί άντρας που θα δέχεται αυτές σου τις χαζομάρες.”
“Εγώ δε θα κοιτάξω, φοβάμαι. Απόψε όλες οι πύλες του Αλλόκοσμου είναι ανοιχτές και τα νερά είναι πύλες.”
“Εσύ να μην κοιτάξεις. Εγώ έχω το όνομα και την ευλογία της Αγίας να με προστατεύει και σύντομα να με ντύσει νύφη.”
“Έχεις δήθεν την ευλογία της, αλλά έφερες και το γογγύλι μαζί σου” χαμογέλασε η Ισντέιλ, δείχνοντας τη σαρκώδη ρίζα, καθαρισμένη και σκαλισμένη σαν πρόσωπο, με λάδι και φλόγα μέσα της.
“Τι εννοείς; Πάντα ανάβουμε γογγύλια τέτοιες νύχτες.”
“Τι νύχτες;”
“Τέτοιες νύχτες” επανέλαβε απρόθυμα η Μπρίντε.
“Ναι, αλλά πώς τις λέμε αυτές τις νύχτες;”
“Νύχτες των νεκρών, αλλά-”
“Και θύμισέ μου, πού λέει ο Θεός και η Αγία Μπριγκίντ για νύχτες των νεκρών σήμερα, ε; Άλλη μέρα δε λένε οι χριστιανοί για τους νεκρούς; Ε; Ή πού έλεγαν ή έγραφαν άλλοι άγιοι, ότι ο Θεός είπε πως μέσα στο νερό, τέτοιες νύχτες, θα δεις αυτόν που θα παντρευτείς; Ε;”
Η Μπρίντε φάνηκε κατακόκκινη από θυμό, ακόμα και κάτω από το χλωμό φεγγάρι. “Θα πάμε ή θα σε στείλω στη γιαγιά σου κλαμμένη, να σε δείρει κι αυτή από πάνω που βγήκες έξω κρυφά;” είπε μέσα από τα δόντια της.
“Να πάμε. Αρκεί να ξέρεις ότι τα γογγύλια είναι αλλαγμένα από τα παλιά φανάρια που είχαν ιερό φως από τη φλόγα του Σόουιν. Και ο λόγος που μπορεί να δεις αυτόν που θα παντρευτείς μέσα στο νερό, είναι γιατί θα στο φανερώσει κάποια Άιζ-Σίι και όχι ο Θεός.”
“Ο Θεός φανερώνει τα πάντα, ακόμα κι αν δεν τον ξέραμε παλιά και τον λέγαμε Άιζ-Σίι. Και κλείσε το στόμα σου γιατί ο Θεός ακούει τα πάντα. Και αν τιμωρήσει και τις δυο μας για την ιεροσυλία σου και δε δω τον πραγματικό άντρα μου σήμερα και αναγκαστώ να παντρευτώ τον ξερακιανό τον Άλαν, που θέλει η μάνα μου, εσύ θα την πληρώσεις.”
     Η Ισντέιλ συγκράτησε τα γέλια της. Σήκωσε το δικό της φανάρι – από στομαχόδερμα και σύμβολα των δρυίδων ζωγραφισμένα πάνω του με αίμα, με τη φωτιά που σιγόκαιγε μέσα του παρμένη από την εστία του σπιτιού της – και ακολούθησε την Μπρίντε πέρα από την παραλία, για να βρουν τη σωστή σπηλιά.

***

     “Μπρίντε, αλήθεια, φοβάμαι. Λέω να φύγουμε” ψιθύρισε η Ισντέιλ.
Κάθονταν μαζεμένες δίπλα σε μια φυσική κοιλότητα του εδάφους της σπηλιάς, που ήταν γεμάτη νερό.
“Τι φοβάσαι;” ρώτησε εύθυμα η Μπρίντε.
“Δεν ακούς τα ουρλιαχτά και τις φωνές;”
“Πφφ. Η σπηλιά είναι βαθιά πίσω μας και γεμάτη σήραγγες. Και εκεί” έδειξε την τρύπα στο βράχο από πάνω τους. “Μπαίνει αέρας κι από εκεί και σήμερα φυσάει.”
“Ναι, φυσάει...”
“Και είναι τέλεια που φυσάει, γιατί δε θα μπορέσουν να μαζευτούν σύννεφα και δε θα βρέξει και το φεγγάρι θα έρθει ωραιότατα και θα φανεί από την τρύπα πάνω στο νερό και θα δούμε-”
“Ναι, ναι, ας τελειώνει και αυτό το φεγγάρι, σα να έχει μείνει ακίνητο στον ουρανό είναι” την έκοψε η Ισντέιλ και τράβηξε ακόμα πιο κοντά το φανάρι της.
Η Μπρίντε έσκυψε λίγο προς το νερό.
“Μην το κάνεις αυτό” η φίλη της την τράβηξε μακριά.
“Τι; Δεν ήρθε ακόμα το φεγγάρι.”
“Δεν έχει σημασία το φεγγάρι. Και, άλλωστε, το νερό είναι βαθύ. Κατάμαυρο μοιάζει, σίγουρα θα ‘ρχεται από τα σπλάχνα της γης. Αν πέσεις μέσα, θα πεθάνεις πριν αγγίξεις τον πάτο.”
“Ο Άγιος Φίλαν έμεινε εδώ μέσα για χρόνια και χρόνια...” είπε νοσταλγικά η Μπρίντε, αγνοώντας την.
“Νόμιζα ότι ήταν μήνες και μήνες.”
“Όσο κι αν ήταν, έμεινε εδώ μέσα και κανένα πλάσμα δεν τον πείραξε. Ούτε από 'δω ούτε από άλλο κόσμο, τέτοιες νύχτες.”
“Αν έμεινε μόνο για μήνες και μήνες, μπορεί να μην πρόλαβε εδώ μέσα τη νύχτα του Σόουιν. Κι έπειτα, ο Άγιος Φίλαν έμεινε εδώ μέσα πριν διακόσια χρόνια. Ποιος ξέρει πώς θα φούσκωσαν την ιστορία του οι ντόπιοι. Ποιος ξέρει αν έμεινε εδώ παραπάνω από μερικές μέρες ή αν πέθανε αμέσως και δεν ακουγόταν ωραίο σαν ιστορία και την άλλαξαν, για να πείσουν όσους δεν ήταν χριστιανοί.”
“Αυτό ήταν” η Μπρίντε την έσπρωξε για να σηκωθεί. “Να πας σπίτι σου. Δεν πρόκειται να δούμε τίποτα γιατί δεν έχεις πίστη στην καρδιά σου και όλα θα πάνε χαμένα. Και δεν πρόκειται να κάτσω να παντρευτώ τον Άλαν.”
“Κι αν είναι ο Άλαν που εμφανιστεί στο νερό;”
“Κλείσε το στόμα σου και είναι ανοιχτοί οι ουρανοί σήμερα!”
“Μα αυτό λέω κι εγώ, στο νερό ο Μανάνον, στους ουρανούς ο Ντον, τα πλάσματα του Αλλόκοσμου να τριγυρνάνε στη γη απόψε...δεν είναι παιχνίδι Μπρίντε!”
“Τόσες και τόσες γυναίκες μπήκαν εδώ μέσα και είδαν τον συζυγό τους και βγήκαν ζωντανές. Τι λες γι’αυτό;” την έσπρωξε ακόμα πιο πέρα, για να βγει από τη σπηλιά.
“Η γιαγιά μου ξέρει, ότι όσες μπήκαν εδώ μέσα τις νύχτες του Σόουιν, έκατσαν μόνο για λίγο κι έφυγαν τρέχοντας. Και δεν είδαν τίποτα μέσα στο νερό γιατί δεν κοίταξαν, γιατί φοβούνταν τους Άιζ-Σίι και τον Μανάνον περισσότερο απ’όσο λατρεύουν τον Θεό στην εκκλησία. Και απλά είπαν ότι είδαν, για να παντρευτούν αυτόν που τους άρεσε χωρίς παράπονα απ’τους γονείς τους.”
Η Μπρίντε κοντοστάθηκε για μια στιγμή. “Λέει ψέμματα. Λέει ψέμματα, γιατί δεν της αρέσει που ο Θεός είναι ο μόνος αληθινός και οι δικοί της θεοί είναι ψέμματα.”
Η Ισντέιλ δεν απάντησε. Μόνο πήρε μια κοφτή, τρομαγμένη εισπνοή, κοιτώντας προς το μέρος της κοιλότητας. “Το φεγγάρι...” ψιθύρισε. “Έπεσε πάνω στο νερό.”
     Η Μπρίντε γύρισε και είδε μια παχιά δέσμη λευκού φωτός να έχει περάσει από την τρύπα της σπηλιάς και να καταλήγει πάνω στην κοιλότητα.
Η Ισντέιλ έτρεξε και άρπαξε το φανάρι της. Σάλιωσε τα ακροδάχτυλά της και τα έτριψε πάνω στα σύμβολα. Ύστερα τα σκούπισε στα μάγουλα και το μέτωπό της, βάφοντάς τα ροδοκόκκινα.
“Τι κάνεις εκεί;” την κοίταξε με αηδία η Μπρίντε.
“Δεν έχω ιερή φωτιά αλλά το αίμα είναι από καλοσφαγμένο ζώο, το τραγουδούσε η γιαγιά για τρεις μέρες και τρεις νύχτες, με προσευχές του Σόουιν.”
“Γιατί το κάνεις αυτό;”
“Για να είμαι προστατευμένη, αν βγει κάτι από εκεί μέσα. Θες κι εσύ;”
“Όχι βέβαια!” έφτυσε κάτω και περπάτησε πάλι, επιφυλακτικά, μέχρι την κοιλότητα.
Γονάτισε και έσκυψε, προσπαθώντας να μη φανερώσει στη φίλη της, τα χέρια της που έτρεμαν.
“Βλ-βλέπεις τίποτα;” ψέλλισε η Ισντέιλ από μακριά.
“Νομίζ-νομίζω-αχ, είναι υπέροχος...” ψιθύρισε η Μπρίντε.
“Αλήθεια, βλέπεις κάποιον άντρα;” το ύφος της Ισντέιλ άλλαξε ξαφνικά και έγινε έντονα καχύποπτο.
“Με περιμένει, απλώνει τα χέρια του να με αγγίξει...” άπλωσε και η Μπρίντε τα χέρια της και τα βύθισε στο νερό.
Η Ισντέιλ πετάχτηκε να της φωνάξει και να την αποτρέψει, αλλά κοκκάλωσε στη θέση της βλέποντας τα χέρια της φίλης της να βγαίνουν πάλι. Και να κρατούν άλλα δύο.
     Λίγες στιγμές μετά, στεκόταν όρθια και απέναντί της, με τα πόδια του ελάχιστα βυθισμένα στο νερό, ένας νεαρός άνδρας.
Ήταν ο πιο όμορφος άνδρας που είχε δει ποτέ της η Ισντέιλ. Κι αν ήξερε πως δεν είχε δει πολλούς άντρες γενικώς, ήταν απολύτως σίγουρη πως δε θα έβλεπε ποτέ κάποιον πιο όμορφο, ακόμα κι αν ταξίδευε σε όλη τη χώρα. Είχε μαύρα, μακριά μαλλιά και σκούρο δέρμα, ψιλόλιγνο, δεμένο κορμί και μάτια λαμπερά, που έμοιαζαν με μακρινά αστέρια.
Κοιτούσε την Μπρίντε – κι εκείνη αυτόν – με βλέμμα γεμάτο λατρεία και αφοσίωση. Τα δάχτυλα των χεριών τους είχαν πλεχτεί και κινούνταν νωχελικά, καθώς πλησίαζαν αργά για ν’αγκαλιαστούν ολόκληροι.
Όχι, όχι, ξύπνησε η Ισντέιλ από τον λήθαργό της, νιώθοντας το αίμα που βρώμιζε το πρόσωπό της να την καίει ξαφνικά.
“Δεν είναι υπέροχος Ισντέιλ;” μουρμούρισε η Μπρίντε.
Τον άγγιζε. Η φίλη της τον άγγιζε. Δεν υπήρχε ελπίδα και ο Αλλόκοσμος την περίμενε, να την κάνει δική του. 
Μα η Μπρίντε της μιλούσε ακόμα, συνειδητοποίησε. Αναγνώριζε ακόμα την παρουσία της. Που σημαίνει πως δεν είχε σκλαβωθεί ακόμα τελείως στο πλάσμα και μπορούσε ακόμα να γλιτώσει – ή τουλάχιστον να τρέξει μέχρι το πρωί, οπότε και θα γλίτωνε πραγματικά.
“Μου τραγουδά τα πιο όμορφα λόγια, ακούς Ισντέιλ;”
     Κούνησε το κεφάλι της για να συγκεντρωθεί. Μπορούσε απλά να την τραβήξει μακριά του, χωρίς τον αγγίξει και η ίδια; Όχι, δε θα ήταν τόσο απλό. Δε φαινόταν να είναι Κέλπι, οι πατούσες του φαίνονταν λίγο έξω από το νερό και ήταν ανθρώπινες. Και σίγουρα δεν ήταν Πούκα, γιατί δε βγαίνουν από τις πύλες στα νερά και άλλωστε αυτός δεν είχε ούτε ουρά ούτε αυτιά ζώου πάνω στο ανθρώπινο σώμα του. Τι ήταν; Προσπαθούσε να σκεφτεί, όσους ξεχασμένους μύθους είχε ακούσει από τη γιαγιά της.
Πλάσμα που γίνεται άνδρας και βγαίνει από το νερό…
Ξαφνικά, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.
“Μπρίντε, είναι oυχ-ίσγκε, φύγε από ‘κει!” έτρεξε και του πέταξε το φανάρι.
     Αν η φλόγα ήταν από ιερή φωτιά, θα ήταν πολύ καλύτερα. Αλλά το μαγεμένο αίμα πάνω στο στομαχόδερμα έκανε αρκετή δουλειά. Μόλις ήρθε σε επαφή με το δέρμα του άντρα, τον έκαψε και τον έκανε να τιναχτεί, μόνο για μια στιγμή. Αλλά ήταν αρκετή.
Έσπρωξε άθελά του τη Μπρίντε και τα χέρια τους αποσυνδέθηκαν. Εκείνη έπεσε πίσω και η Ισντέιλ μπήκε μπροστά της, για να πιάσει πάλι το φανάρι. Το φως του είχε σβήσει, αλλά το αίμα ήταν το σημαντικό. Το τράβηξε με τα ακροδάχτυλά της, τη στιγμή που ο άντρας τσίριξε με μια κραυγή που της τρυπούσε τα αυτιά και το όμορφο πρόσωπό του άρχισε να τεντώνεται και να αλλοιώνεται, σε κάτι που έμοιαζε με μούρη αλόγου. Τον χτύπησε πάλι, με όση δύναμη είχε και εκείνος ούρλιαξε πάλι και άρχισε να βυθίζεται μέσα στο νερό. Και μόλις χάθηκε ολόκληρος κάτω από την επιφάνεια, η Ισντέιλ σταμάτησε για λίγο, προσπαθώντας να ηρεμήσει την ανάσα και την καρδιά της, κοιτώντας το φανάρι που είχε σκιστεί παντού και ανέμιζε με τον αέρα, μίζερο και άχρηστο πια.
     Με την άκρη του ματιού της, κατάλαβε πως η μικρή φλογίτσα μέσα στο γογγύλι της Μπρίντε, κουνιόταν πίσω της. Η φίλη της ήταν ζωντανή και καλά.
“Αχ, νόμιζα πως θα είχες ήδη μαγευτεί-” γύρισε να την αγκαλιάσει.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Το γογγύλι τη χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο.
“Ήταν δικός μου! Δικός μου! Και μου τον πήρες!” άκουσε τη Μπρίντε να γκαρίζει σα λυσσασμένο ζώο. “Με ζήλεψες και μου τον πήρες, μα ο Θεός βλέπει και τιμωρεί!” την χτύπησε πάλι στο κεφάλι και η ορμή τη στριφογύρισε ολόκληρη.
     Η Ισντέιλ πρόλαβε να δει το όμορφο πρόσωπο του άνδρα, να γελά με μανία κάτω από την επιφάνεια, λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της και βυθιστεί στο νερό.


Α. Γάρδα

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση