3. Σάουιν: Πούκα

Πούκα (ιρλανδ. puka/pooka/phouka) = πνεύμα ή φάντασμα του Αλλόκοσμου / οι πούκα είναι πολύπλοκα πλάσματα, άλλοτε χαρακτηρίζονται ως κακά πνεύματα, άλλοτε ως προστάτες, άλλοτε ως εκείνοι που προειδοποιούν για συμφορές ή εκείνοι που κάνουν σκανταλιές και φάρσες / παίρνουν διάφορες μορφές ζώων (πάντα με μαύρη γούνα) αλλά και ανθρώπινες και έχουν το χάρισμα της ανθρώπινης γλώσσας / όταν μεταμρφώνται σε ανθρώπους, διατηρούν κάποια ζωώδη χαρακτηριστικά τους (αυτιά, ουρά κλπ.)
Ντον (αγγλ. Donn) = ήρωας της Κέλτικης μυθολογίας που, μετά το θάνατό του, έγινε ο Θεός των Νεκρών – τις νύχτες με καταιγίδες, ειδικά κατά το Σάουιν, λέγεται πως βγαίνει ο Ντον με το λευκό του άτι στους ουρανούς
Γατοσπηλιά (ιρλανδ. Uaimh na gCat / αγγλ. Oweynagat / προφορά: owen-na-gat) = σπηλιά στο λόφο Ραθκρόγκαν της Ιρλανδίας / κατά την Κέλτικη παράδοση, ήταν μια πύλη του Αλλόκοσμου, ιδιαίτερα ενεργή κατά το Σάουιν και διάφορα πλάσματα έβγαιναν από εκεί
Κατ-Σίι (ιρλανδ. Cait Sith / προφορά: cat-shee) = αιθέριο πλάσμα, που παίρνει τη μορφή μεγαλόσωμης, μαύρης γάτας με μια λευκή κηλίδα στο στήθος της / συναντάται περισσότερο ως μύθος στα Χάιλαντς της Σκωτίας, αλλά παρουσιάζεται και στην ιρλανδική παράδοση, ως απομεινάρι της Κέλτικης
Άιζ-Σιι (αγγλ. Aes Sidhe) = η αρχαϊζουσα μορφή των λέξεων Aos Si (ελλ. Έες-Σιι), που χρησιμοποιούνται για τα μαγικά πλάσματα, τις νεράιδες κλπ. (fairyfolk)
Νυχτοσκιά (αγγλ. Nightshade) = το φυτό Μπελαντόνα
Τούα ντε Ντάνον (ιρλανδ. Tuatha de Danann / προφορά: Too-a day Dunon) = οι θεοί που μένουν στον Αλλόκοσμο


Περίχωρα χωριού Ίνβριν, πλησίον λόφου Ραθκρόγκαν, Βασίλειο Κόνοτ, Ιρλανδία, 480 μ.Χ.

     Η Μουίριν έπεσε με ορμή στο έδαφος και χώθηκε στη μικρή, στενή σπηλιά, κάτω από το μονοπάτι του δάσους.
Άκουγε ακόμη τη μητέρα της που την έψαχνε εκεί κοντά, ουρλιάζοντας θυμωμένη.
Σύρθηκε όσο πιο μέσα μπορούσε. Τα δόντια της έτρεμαν εδώ και ώρα από το κρύο και την υγρασία, αλλά το χώμα της σπηλιάς ήταν ικανοποιητικά στεγνό και θερμό.
Περίεργο, σκέφτηκε καθώς έριχνε πάνω της χούφτες ολόκληρες για να πάρουν την υγρασία από το ρούχο της, μήπως και κατάφερνε να επιβιώσει.
Ο Ντον είχε βγει από νωρίς στους ουρανούς. Έβρεχε λίγο αλλά σταθερά, από την ώρα που είχε ανάψει η τεράστια φωτιά του Σάουιν και τώρα ήταν το μέσον της νύχτας.
“Νεκροί, ποτέ λησμονημένοι, ζείτε για πάντα μέσα μου” ξεκίνησε να επαναλαμβάνει ψιθυριστά, λόγια που έλεγε ο πατέρας της κάθε χρόνο αυτό το βράδυ, πριν χαθεί κι εκείνος στην αγκαλιά του Ντον. Αν ζούσε ακόμα, δε θα επέτρεπε ποτέ στη μητέρα της να την προσφέρει στους Δρυίδες. Θα ήταν γενναίος και ατρόμητος μπροστά τους, υπομονετικός και ανθεκτικός στην οργή και τις κατάρες τους.
    Η Μουίριν είχε βρει τη γενναιότητά του μέσα της όταν, μερικές ώρες πριν, τους είχε αψηφήσει και είχε τρέξει μακριά τους, χωρίς να τη νοιάζουν οι απειλές τους για θανατηφόρες γητειές. Και τώρα, έπρεπε να βρει και την ανθεκτικότητά του, για να μην ψοφήσει έτσι όπως είχε φύγει ντυμένη μόνο με το τελετουργικό μεσοφόρι και ξυπόλητη, χωρίς προορισμό ή ελπίδα να αναζητήσει καταφύγιο σε άλλο σπίτι στο χωριό ή να βρει κάποιο άλλο χωριό. Το κοντινότερο ήταν μέρες περπάτημα μακριά.
     Άπλωσε πάλι το χέρι της να πιάσει κι άλλο χώμα, αλλά έπιασε κάτι που έμοιαζε με γούνα. Ανασηκώθηκε και χτύπησε το κεφάλι της στην οροφή της σπηλιάς, αλλά ευτυχώς κρατήθηκε να μην τσιρίξει.
“Ξέρεις, δε θα μας χωράει και τους δυο για πολύ η Γατοσπηλιά. Σύντομα θα περάσουν κι άλλοι και θα πρέπει να βγούμε, κι εγώ κι εσύ.”
Η φωνή πίσω της ήταν νεαρή ανδρική.
Γύρισε λίγο το κεφάλι της και είδε δυο λαμπερά, μπρούτζινα μάτια μέσα στο σκοτάδι. Το βλέμμα της γούρλωσε και πάγωσε. Δάγκωσε τα χείλη της και έμεινε ακίνητη.
Γατοσπηλιά; Θεοί, μπήκα στη Γατοσπηλιά στο Σάουιν...Νεκροί, ποτέ λησμονημένοι, ζείτε για πάντα μέσα μου...Νεκροί, ποτέ λησμονημένοι...είναι ή ο Κατ-Σίι ή η μάνα και οι Δρυίδες, διάλεξε...
“Κατ-Σίι λέει...” χασκογέλασε ο νεαρός. “Να μη με μπλέκεις εμένα με αυτόν τον χωριάτη” είπε αυτάρεσκα.
Θεοί, δεν είπα λέξη! σκέφτηκε πάλι και τα μάτια της θόλωσαν από δάκρυα.
Εκείνος κάγχασε εντυπωσιασμένος. “Χα! Πράγματι, δεν είπες λέξη! Πώς ακούω τις σκέψεις σου; Μην είσαι νεκρή και δεν το ξέρεις; Μην έχεις αίμα Άιζ-Σίι και δεν το ξέρεις; Δε μυρίζω αίμα Αίζ-Σίι αλλά είσαι και πολύ βρώμικη αυτή τη στιγμή. Ή είναι πολύ παλιός ο πρόγονος με το αίμα του Αλλόκοσμου. Θα πρέπει να πλυθείς για να είμαι σίγουρος. Πήγαινε να πλυθείς και έλα πάλι!”
Ή αυτός ή η μάνα και οι Δρυίδες…
“Αυτός; Αυτός!; Λίγος σεβασμός δε βλάπτει. Έχεις μπροστά σου – συγγνώμη, πίσω σου – έναν από τους Πούκα!”
Πούκα; Πούκα!;
     Η Μουίριν πετάχτηκε για να βγει από τη σπηλιά αλλά ένα χέρι – χέρι; – την τράβηξε πίσω.
“Εσύ ξέρεις για εμάς. Αλλά κι εγώ ξέρω για τους ανθρώπους. Και, για να είσαι μόνη και χωρίς ιερή φωτιά μια τέτοια νύχτα, για να αναρωτιέσαι αν χειρότερος είμαι εγώ ή οι Δρυίδες και η ίδια σου η μάνα...κάτι βαρύ θα σου έκαναν, δε μπορεί. Και τώρα με άγγιξες ήδη, άρα δε μπορείς να μου ξεφύγεις. Μίλα μου, είμαι περίεργος να μάθω τι σου έκαναν. Αν μου πεις, θα σε ζεστάνω μέχρι το πρωί. Αλλά όχι εδώ, σου είπα, θα βγουν κι άλλοι” της είπε και την έσπρωξε κακήν-κακώς έξω από τη σπηλιά.
Εκείνη κατρακύλησε στο βρεγμένο χώμα για λίγο. Σηκώθηκε έντρομη. Η βροχή είχε σταματήσει. Το ίδιο και οι φωνές της μάνας.
“Κανείς δε μπορεί να σε πάρει από εμένα” τον άκουσε να πατάει τα φύλλα στο έδαφος, βγαίνοντας κι εκείνος πίσω της. “Ή μάλλον...οι Δρυίδες μπορούν. Αν είναι ισχυροί. Εδώ γύρω είναι ισχυροί. Αλλά δε θα προσπαθήσουν. Αν πειράξουν εμένα, θα έρθουν κι άλλοι για να πειράξουν αυτούς. Οι έξυπνοι Δρυίδες δεν παίζουν με τους Πούκα για κανέναν λόγο. Και αυτοί εδώ είναι έξυπνοι. Τέλος πάντων-” τα λόγια του κόπηκαν, την ώρα που η Μουίριν γύρισε να τον κοιτάξει.
     Ένα κατάμαυρο άλογο στεκόταν έξω από τη Γατοσπηλιά, με μακριά χαίτη και λαμπερά, μπρούτζινα μάτια. Τίναξε το κεφάλι του, καλώντας την στη ράχη του.
Εκείνη κούνησε το δικό της κεφάλι πέρα-δώθε, φοβισμένη. “Αν σε καβαλήσω, θα τρέχεις και θα πηδάς και θα μου σπάσεις τα κόκκαλα και μετά θα με επιστρέψεις εδώ μισοπεθαμένη. Ξέρω τις ιστορίες.”
Το ζώο έμεινε ακίνητο για λίγο. Και ύστερα – κάτι που δεν είχε ξανακούσει η Μουίριν – έγειρε τα δύο μπροστινά του πόδια και έσκυψε μπροστά της.
Κανένας Άιζ-Σίι δεν υποκλίνεται σε θνητό, σκέφτηκε.
Ο κρύος αγέρας τύλιξε όλο της το σώμα. Κοίταξε γύρω της νευρικά και ανατρίχιασε ολόκληρη.
Καλύτερα ο Αλλόκοσμος από τη μάνα.
Ανέβηκε πάνω του και απλώθηκε στο ζεστό του σώμα για να ανακουφιστεί. Εκείνος κατέβηκε αργά την ομαλή πλαγιά, μακριά από το μονοπάτι και βαθιά μέσα στο δάσος.

***

     Έφτασαν δίπλα σε ένα μικρό ποτάμι. Το άλογο κούνησε τη ράχη του για να της δείξει πως ήθελε να κατέβει. Η Μουίριν έτρεξε στις όχθες και ήπιε νερό, σχεδόν με μανία.
“Μα τι σου έκαναν επιτέλους;” είπε ο Πούκα.
Τον κοίταξε για λίγο, στο ημίφως του φεγγαριού που ξέφευγε από τα σύννεφα και τρύπωνε ανάμεσα στις φυλλωσιές. Τώρα έμοιαζε με άνθρωπο. Κεφάλι, σώμα, δυο πόδια, δυο χέρια. Τα ίδια λαμπερά, μπρούτζινα μάτια.
“Τι είναι αυτό;” μουρμούρισε, δείχνοντας μια κοντή ουρά που κουνιόταν νωχελικά πίσω του και γύρισε πάλι για να πιεί κι άλλο νερό.
“Πφφφ. Εγώ φταίω που γίνομαι άνθρωπος για χάρη σου. Δεν τα πετυχαίνω και όλα, ξέρεις.”
“Γιατί...” ήπιε κι άλλο “...γίνεσαι άνθρωπος για χάρη μου;”
Δεν της απάντησε αμέσως. “Για να-για να μην τρομάζεις” κόμπιασε για μια στιγμή. “Τρέμεις ολόκληρη. Άντε, πλύσου γρήγορα να σε ζεστάνω, έχει άλλη μια στεγνή σπηλιά εδώ παρακάτω”.
“Τρέμω γιατί είμαι ήδη βρεμένη και κάνει κρύο” απάντησε εκείνη εκνευρισμένη. “Αν βραχώ κι άλλο, θα παγώσω και θα πεθάνω πριν προλάβω να καθαριστώ. Δε φαίνεται να ξέρεις και πολλά για τους ανθρώπους, όπως λες.”
“Μπορώ να σε επιστρέψω στη μάνα σου αν θες” γύρισε από την άλλη και σταύρωσε τα χέρια του.
“Μα θα πεθάνω αν βραχώ κι άλλο, άσε τουλάχιστον να έρθει το πρωί, να με χτυπά λίγο ο ήλιος.”
“Τελείωνε” είπε αυστηρά. “Δε θα σε αφήσω να πεθάνεις” συμπλήρωσε αμέσως, πιο ήρεμα.
“Μπορείς να το κάνεις αυτό;”
“Τελείωνε. Και μίλησέ μου για όσα σου έκαναν. Θα σε κάνει να ξεχάσεις το κρύο.”

***

     Ο πατέρας της ήταν κυνηγός για τους Δρυίδες. Τους έφερνε φρέσκο φαϊ και δύσκολα θηράματα για τις γητειές τους. Ήταν από τους λίγους, που επιτρεπόταν να πλησιάζει στα μέρη που ζούσαν και να μιλάει με τους ίδιους όταν χρειαζόταν και όχι με τους υπηρέτες τους. Όταν πέθανε σε ατύχημα, η Μουίριν και η μητέρα της απέμειναν φτωχές και απομονωμένες. Οι Δρυίδες τις ξέχασαν γιατί τους ήταν άχρηστες. Η καλή τους θέση στο χωριό εξαφανίστηκε, γιατί δεν υπήρχε πια ο πατέρας-κυνηγός με την εύνοια των Δρυίδων και οι υπόλοιποι δε χρειαζόταν να τις τιμούν πια. Και η Μουίριν δεν επρόκειτο να χρησιμεύσει ούτε σα νύφη όταν θα μεγάλωνε, γιατί τη θεωρούσαν μιασμένη από τη μαγεία που έσταζε στον πατέρα της και το σπίτι του ολάκερο, όποτε πλησίαζε τους Δρυίδες. 
     Η μάνα της ξημέρωνε και βράδιαζε με φωνές και βρισιές στο στόμα. Που είχε απομείνει φτωχή και με μια κόρη μικρή και άχρηστη. Τα υπόλοιπα παιδικά της χρόνια, η Μουίριν τα πέρασε μόνη και συχνά μελανιασμένη από το ξύλο. Κανείς άλλος δεν της μιλούσε, κανένα παιδί δεν έπαιζε μαζί της, κατέληξαν να μην την κοιτάνε καν. Σα να μην υπήρχε, σα να ήταν πνεύμα που είχε ξεφύγει από την αγκαλιά του Ντον.
     Ήρθε όμως η στιγμή που μεγάλωσε. Σε πείσμα της οργής της μάνας, το πρόσωπό της δεν έχασε τη γλύκα του που έγινε χλωμή ομορφιά, αγκαλιασμένη από κατακόκκινα μαλλιά. Τα μάτια της φωτίστηκαν σα φρέσκοι μίσχοι κάτω από τον ήλιο. Το σώμα της στρογγύλεψε και τα ρούχα στένεψαν απότομα επάνω της, σαν σε μια νύχτα. Ένας νεαρός από το χωριό, τόλμησε να την πλησιάσει και να την επαινέσει με τραγούδια και ποιήματα μια νύχτα, πριν φύγει σαν κυνηγημένος για να μην τον καταλάβουν οι υπόλοιποι. Και η Μουίριν πίστεψε πως, ίσως και να μπορούσε να ελπίσει πως θα έφευγε σύντομα ως νύφη από το σπίτι της. Σχεδόν σίγουρα όχι στο δικό της χωριό, αλλά σχεδόν σίγουρα σε κάποιο άλλο, μακρινό, που δε θα γνώριζαν την κατάρα που κουβαλούσε.
     Την επόμενη άνοιξη, μάζεψε ό,τι παστό και αποξηραμένο φαγητό είχε φυλάξει από κρυφές ελεημοσύνες που άφηναν στην πόρτα τους. Και ταξίδεψε στη μεγάλη αγορά, τέσσερις μέρες δρόμο από το Ίνβριν, δίπλα στο λόφο Ραθκρόγκαν, όπου ήταν ο πύργος του βασιλιά. Η μάνα δεν κατάλαβε καν ότι ετοιμάστηκε κι έφυγε, έτσι ζαλισμένη που ήταν κάθε μέρα από τα χόρτα-δηλητήρια που μασούσε για να ξεχνά τον πόνο και τη μαύρη της τη μοίρα.
     Ελάχιστους γνωστούς είδε στην αγορά. Ζήτησε και βρήκε αμέσως δουλειά. Την είδαν και τη συζήτησαν πολλοί. Και επέστρεψε τώρα, λίγες μέρες πριν το Σάουιν, με νομίσματα στο πουγκί της και βέβαιη ότι την επόμενη φορά, θα τη ζητούσαν για δικιά τους άλλοι τόσοι.
Μα ήταν άμαθη από τον κόσμο, έτσι όπως είχε μεγαλώσει κλεισμένη σ’ένα σπίτι. Και είχε δίκιο πως τη συζήτησαν πολλοί. Αλλά, μέσα σε αυτούς, ήταν και οι Δρυίδες.
     Όταν πέρασε την πύλη του χωριού, η μάνα της την περίμενε χαμογελώντας. Πριν προλάβει να την πλησιάσει η Μουίριν και να τη ρωτήσει προς τι αυτή η αλλαγή, τρεις γυναίκες όρμηξαν πάνω της. Τη χτύπησαν και λιποθύμισε. Ξύπνησε το βράδυ, σε ένα άγνωστο μέρος, ανάμεσα σε περίεργα δέντρα και φώτα και μυρωδιές. Την πότιζαν συνέχεια περίεργα φίλτρα, που της θόλωναν το μυαλό. Και άλλες γυναίκες – ή ήταν οι ίδιες; – την έπλεναν με ζεστό νερό και λάδια και τραγουδούσαν τρομαχτικούς σκοπούς και τσίριζαν και ύστερα της ζωγράφιζαν το δέρμα με πολτούς φυτών, ανακατεμένους με αίμα.

***

     “Άρα, έχεις αίμα από τον Αλλόκοσμο!” φώναξε ξαφνικά ο Πούκα και τη διέκοψε. “Γι’αυτό σε πήραν, κατάλαβες;”
“Όχι. Με πήραν γιατί ήμουν μια ανύπαντρη με ευχάριστο πρόσωπο για να με θυσιάσουν.”
“Δεν κατάλαβες” παραπονέθηκε εκείνος. “Οι Δρυίδες δε θυσιάζουν απλά όμορφες κοπέλες ή νεαρούς. Θυσιάζουν απ’όλες τις φάτσες, δεν έχουν σημασία τα πρόσωπα. Πρέπει να υπάρχει πολύ συγκεκριμένος λόγος για ανθρωποθυσία στο Σάουιν. Και η ομορφιά δεν είναι ένας από αυτούς. Ακόμα κι αν ήταν, όταν θα μάθαιναν ποια είσαι, θα έχαναν αμέσως το ενδιαφέρον τους. Είσαι μιασμένη, άχρηστη.”
“Τι;”
“Δεν εννοώ για εμένα-δηλαδή, δεν εννοώ ότι με ενδιαφέρει-άσε με να τελειώσω, επιτέλους! Σε πρόσεξαν. Αφού η ομορφιά δεν τους νοιάζει, γιατί σε πρόσεξαν; Έμαθαν ποια είσαι και πάλι σε πήραν. Άρα, γιατί σε πήραν; Και εγώ, γιατί ακούω τις σκέψεις σου; Δεν καταλαβαίνεις; Έχεις πρόγονο από τον Αλλόκοσμο! Και στην αγορά δεν τριγυρνάνε οι ίδιοι οι Δρυίδες, σίγουρα θα σε είδαν αυτά τα καχεκτικά που έχουν για υπηρέτες. Πωπώ σε πήραν χαμπάρι, πριν από τους Δρυίδες, πρώτα οι υπηρέτες τους...” σφύριξε εντυπωσιασμένος. “Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ότι είσαι από πολύ ισχυρή γενιά, θα τους τρύπησες το μυαλό σαν τους καρπούς Νυχτοσκιάς. Πωπώ, πόσο θα τσαντίστηκαν οι Δρυίδες, που δεν το είχαν καταλάβει τόσα χρόνια που σε είχαν παρατημένη δίπλα τους! Ξέρεις τι σπάνιο είναι αυτό; Κατάλαβες δηλαδή; Αν θυσιαστεί θνητός με τέτοιο αίμα την πρώτη νύχτα του Σάουιν, σημαίνει πως καθαρίζουν αυτή τη γενιά και την επιστρέφουν στον Αλλόκοσμο. Και οι δικοί μας βασιλιάδες, από ευγνωμοσύνη, σας προσφέρουν όχι μόνο μία, αλλά δεκάδες καλές, μελλοντικές σοδειές και επιτυχημένες γητειές.”
“Χαίρ-χαίρομαι” είπε τρέμοντας η Μουίριν, ξεπλένοντας τα μαλλιά της “που σε διασκ-διακι-διασκιδ-διασκεδάζει το μαρτύριό μου.”
     Ο Πούκα δεν της απάντησε. Την τράβηξε, ξαφνικά, έξω από το νερό και τη σκέπασε με το βρεμένο μεσοφόρι, που καθαριζόταν κι αυτό από το τρεχούμενο νερό, απλωμένο στα πόδια της.
“Πάμε γρήγορα στη σπηλιά, θα παγώσεις” τη σήκωσε στα χέρια του και άρχισε να τρέχει.
“Εσύ δε θα πλυθείς;”
“Ανοησίες, εγώ δε χρειάζομαι να πλυθώ, απλά ήθελα να καθαρίσεις εσύ για να σε μυρίσω καλύτερα, αλλά τώρα δε χρειάζεται, τώρα ξέρω” της απάντησε εύθυμα.
Κι εκείνη τον χτύπησε στο κεφάλι.
“Έι! Λίγος σεβασμός!”
“Αυτό λέω κι εγώ. Εσύ δεν είπες ότι είμαι από ισχυρή γενιά;”
Ο Πούκα γελασε τόσο δυνατά, που η φωνή του αντήχησε σε όλο το δάσος.

***

     “Και τι θα γίνει τώρα που σε άγγιξα και θα έρθω μαζί σου στον Αλλόκοσμο;” ρώτησε ήρεμα μετά από ώρα, κουρνιασμένη μέσα στην αγκαλιά και την παχιά γούνα του Πούκα, που είχε μεταμορφωθεί σε μεγαλόσωμο, μαύρο λύκο.
“Κανονικά” βγήκε ανθρώπινη φωνή και γλώσσα από το μισάνοιχτο στόμα του ζώου “δε θα ερχόσουν μαζί μου. Όχι έτσι δηλαδή. Κανονικά θα σε σκότωνα και ο Ντον θα έπαιρνε το σώμα σου για υπηρέτη του και εγώ το πνεύμα σου για δικό μου υπηρέτη.”
Τα μάτια της γούρλωσαν.
“Μα με άγγιξες τη νύχτα του Σάουιν και χωρίς καμία προστασία για εσένα, τι περίμενες ότι θα γίνει; Αν ήσουν απλά μια θνητή που με άγγιξε. Αλλά δεν είσαι.”
“Και τι θα γίνει δηλαδή;” συνέχισε να τον κοιτά τρομαγμένη.
“Θα σε πάω στους Τούα ντε Ντάνον και εκείνοι θα αποφασίσουν. Θα μάθουν από ποια γενιά ήρθες. Και θα αποφασίσουν.”
“Πες μου μερικά από αυτά που μπορεί να αποφασίσουν.”
“Όχι.”
“Γιατί;”
“Γιατί δεν ξέρω.”
“Υπάρχει περίπτωση να με σκοτώσουν;”
“Όχι.”
“Καλό αυτό.”
“Ναι.”
“Και δε μπορώ να φύγω από κοντά σου τώρα;”
“Γιατί, τι θες να κάνεις;”
“Ήθελα, μια τελευταία φορά-”
“-να δεις τη μητέρα σου;” χασκογέλασε ο Πούκα.
Τον χτύπησε πάλι στο κεφάλι. “Μακάρι να μην την πάρει ποτέ ο Ντον και να ζήσει δέκα και είκοσι ζωές βασανισμένες, όπως βασάνισε κι εμένα. Μακάρι να είχα τη δύναμη να ξεκινούσα εγώ, απόψε, τα βασανιστήριά της, με τα ίδια μου τα χέρια. Δε θέλω τη μάνα μου, όχι” έσβησε η φωνή της, γεμάτη πνιχτό θυμό. “Ήθελα να δω τον νεαρό” μαλάκωσε ξαφνικά “που είχε αψηφήσει όλο το χωριό και τις κατάρες τους και ήρθε κάποτε, μια νύχτα, και μου ζέστανε την καρδιά που δεν ήξερα πως είχα ακόμα” είπε θλιμμένα.
“Δεν είναι φρόνιμο να επιστρέψεις στο χωριό. Κυκλοφορούν τόσοι νεκροί και Άιζ-Σίι εκεί έξω.”
“Μπορούμε να πάμε μαζί.”
“Όχι βέβαια. Θα ορμήξουν και σε εμένα, για να σε πάρουν εκείνοι για δικιά τους στον Αλλόκοσμο, να πάρουν για δικές τους τις ευλογίες των Τούα ντε Ντάνον. Τώρα που είσαι καθαρή, θα σε μυρίζουν από την άλλη άκρη του δάσους!”
Η Μουίριν δεν είπε κάτι άλλο. Μόνο αναστέναζε και ξεφυσούσε κάθε τόσο.
“Αλλά μπορώ να πάω εγώ, μόνος μου” είπε απρόθυμα ο Πούκα “και να του μεταφέρω όποια λόγια θες.”
“Αλήθεια;” χαμογέλασε εκείνη δειλά και το βλέμμα της έλαμψε μέσα στο σκοτάδι, σχεδόν σαν το δικό του.
Τι ήταν αυτό το σφίξιμο που ένιωσε μέσα του ξαφνικά, σαν συναντήθηκαν τα μάτια τους από τόσο κοντά;
“Αλλά λίγα λόγια” της είπε αυστηρά, προσπαθώντας να χαλαρώσει. “Η νύχτα τελειώνει.”
“Ναι, ναι, λίγα. Σ’ευχαριστώ!”
“Ναι, ναι, πες μου, να ξεμπερδεύουμε.”

***

     Ήταν λίγο πριν το φεγγάρι ξαπλώσει στον ορίζοντα, που ο Όριν άκουσε στον ύπνο του, σαν σε όνειρο, τη φωνή της Μουίριν να του μιλά γλυκά και να τον ευχαριστεί για όλα τα όμορφα λόγια που της είχε χαρίσει μια νύχτα, τον προηγούμενο χειμώνα. Δάκρυσε με τα μάτια κλειστά και ευχόταν, όπου κι αν ήταν τώρα εκείνη, σε αυτόν τον κόσμο ή σε κάποιον άλλο, να είχε ξεφύγει μια για πάντα από τη μάνα της και τους Δρυίδες.

***

     Ο Πούκα απομακρύνθηκε γρήγορα από το σπίτι του Όριν, το αλογίσιο του σώμα αιθέριο και λυγερό. Το είχε βρει πολύ γρήγορα, η μικρή του τα είχε εξηγήσει πολύ καλά, για να μην τα ψάχνει ένα-ένα. Μα, πριν περάσει την πύλη του χωριού, σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τα φτωχικά σπίτια, με τις εστίες αναμμένες από την ιερή φλόγα του Σάουιν, να φωτίζουν τα μικροσκοπικά τους παράθυρα. Στο βάθος, το πιο φτωχικό απ’όλα, με την καλαμένια στέγη του βαθουλωμένη παντού.
Ο Όριν μένει δυο σπίτια ανατολικά από το δικό μου, έχουν και μια μικρή στάνη στην αυλή τους. Θα το καταλάβεις αμέσως το δικό μου, είναι το πιο φτωχικό απ’όλα, με την καλαμένια στέγη του βαθουλωμένη παντού.
Ο Πούκα χλιμίντρισε παιχνιδιάρικα.

***

     Η Άνγιε καθόταν μισοκοιμισμένη δίπλα στην εστία, ζαλισμένη από τα τελευταία χόρτα-δηλητήρια που είχε μασήσει πριν την τελετή του Σάουιν. Η καταραμένη η κόρη της είχε ξεφύγει και οι Δρυίδες είχαν πάρει πίσω όσα της προσέφεραν για να τους την πουλήσει.
Ξαφνικά, άκουσε τρεις χτύπους στην πόρτα.
“Μάνα; Είσαι εκεί;”
Η φωνή της Μουίριν την ξύπνησε και φούντωσε την οργή μέσα της. Άρπαξε από την εστία την πυρωμένη μασιά και πήγε να ανοίξει.
“Μπες μέσα και το καλό που σου θέλω, να μην ανοίξει ούτε σπιθαμή το στόμα σου, όσο παίρνεις αυτό που σου αξίζει γι’αυτό που έκανες απόψε” είπε θριαμβευτικά, αντικρύζοντας την κόρη της – βρεγμένη και λασπωμένη – να την κοιτά υποτακτικά, ζαρωμένη σα σκυλί στη γωνία.
Η Άνγιε επέστρεψε στην καρέκλα της, δίπλα στη φωτιά. Έκατσε περήφανη σα βασίλισσα, περιμένοντας να απολαύσει το θέαμα της μικρής, καθώς θα σερνόταν μετανιωμένη μπροστά στα πόδια της.
“Μάλιστα μάνα...” μουρμούρισε εκείνη.
Έκανε δυο βήματα μέσα στο σπίτι. Και ξαφνικά, ένα τρομακτικό χαμόγελο από αιχμηρά δόντια και δυο λαμπερά, μπρούτζινα μάτια στόλισαν το πρόσωπό της, καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της.


Α. Γάρδα

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση