1. Σάουιν: Φάργκαλ
Σάουιν (αγγλ. Samhain) = η γιορτή του φθινοπώρου, στην Κελτική παράδοση
Αλλόκοσμος (αγγλ. Otherworld) = ο κόσμος των μαγικών πλασμάτων / τη νύχτα του Σάουιν, τα σύνορα των διάφορων κόσμων εξαφανίζονται και νεκροί και διάφορα πλάσματα (fairyfolk) τριγυρνούν ανάμεσα στους ζωντανούς
*κατά το Σάουιν, οι Δρυίδες άναβαν ιερές φωτιές, από τις οποίες έπαιρναν οι πιστοί στα σπίτια τους και άναβαν τις εστίες τους (που είχαν σβήσει από την προηγούμενη μέρα) – κατά την τελετουργία, σε κάποιες περιοχές, οι Δρυίδες φώναζαν τα ονόματα των νεκρών που είχαν πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο (και αν το επιθυμούσαν οι ζωντανοί δικοί τους) για να επισκεφθούν τα σπίτια τους μια τελευταία φορά – η αναμμένη εστία από την ιερή φλόγα λειτουργούσε, υποτίθεται, ως φάρος για να βρίσκουν οι νεκροί το δρόμο για το σωστό σπίτι – αν η εστία ήταν σβηστή όταν ερχόταν το πνεύμα, υπήρχε αναστάτωση και υπήρχε περίπτωση να παρασυρθούν και άλλα πνεύματα εκεί, χειροτερεύοντας την κατάσταση
Άιζ-Σιι (αγγλ. Aes Sidhe) = η αρχαϊζουσα μορφή των λέξεων Aos Si (ελλ. Έες-Σιι), που χρησιμοποιούνται για τα μαγικά πλάσματα, τις νεράιδες κλπ. (fairyfolk)
Ντον (αγγλ. Donn) = ήρωας της μυθολογίας που, μετά το θάνατό του, έγινε ο Θεός των Νεκρών – τις νύχτες με καταιγίδες, ειδικά κατά το Σάουιν, λέγεται πως βγαίνει ο Ντον με το λευκό του άτι στους ουρανούς
*έξω από τις πόρτες των σπιτιών (τα περισσότερα μικρά σπίτια στην Ιρλανδία, την εποχή του σιδήρου, δεν είχαν καθόλου παράθυρα) αφήνονταν καρποί και φρούτα για τα οικεία πνεύματα που επισκέπτονταν το σπίτι
*όσοι κυκλοφορούσαν έξω τις νύχτες του Σάουιν, φορούσαν μάσκες και δέρματα ζώων ή κουβαλούσαν νεκροκεφαλές ζώων ή φορούσαν ανάποδα και λανθασμένα τα ρούχα, παπούτσια και άλλα παρελκόμενα, για προστασία από τους νεκρούς αλλά και τους Άιζ-Σιι
*κάποιοι Άιζ-Σίι μπορούσαν να αλλάζουν τις μορφές τους για να ξεγελούν τους ανθρώπους
Αλλόκοσμος (αγγλ. Otherworld) = ο κόσμος των μαγικών πλασμάτων / τη νύχτα του Σάουιν, τα σύνορα των διάφορων κόσμων εξαφανίζονται και νεκροί και διάφορα πλάσματα (fairyfolk) τριγυρνούν ανάμεσα στους ζωντανούς
*κατά το Σάουιν, οι Δρυίδες άναβαν ιερές φωτιές, από τις οποίες έπαιρναν οι πιστοί στα σπίτια τους και άναβαν τις εστίες τους (που είχαν σβήσει από την προηγούμενη μέρα) – κατά την τελετουργία, σε κάποιες περιοχές, οι Δρυίδες φώναζαν τα ονόματα των νεκρών που είχαν πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο (και αν το επιθυμούσαν οι ζωντανοί δικοί τους) για να επισκεφθούν τα σπίτια τους μια τελευταία φορά – η αναμμένη εστία από την ιερή φλόγα λειτουργούσε, υποτίθεται, ως φάρος για να βρίσκουν οι νεκροί το δρόμο για το σωστό σπίτι – αν η εστία ήταν σβηστή όταν ερχόταν το πνεύμα, υπήρχε αναστάτωση και υπήρχε περίπτωση να παρασυρθούν και άλλα πνεύματα εκεί, χειροτερεύοντας την κατάσταση
Άιζ-Σιι (αγγλ. Aes Sidhe) = η αρχαϊζουσα μορφή των λέξεων Aos Si (ελλ. Έες-Σιι), που χρησιμοποιούνται για τα μαγικά πλάσματα, τις νεράιδες κλπ. (fairyfolk)
Ντον (αγγλ. Donn) = ήρωας της μυθολογίας που, μετά το θάνατό του, έγινε ο Θεός των Νεκρών – τις νύχτες με καταιγίδες, ειδικά κατά το Σάουιν, λέγεται πως βγαίνει ο Ντον με το λευκό του άτι στους ουρανούς
*έξω από τις πόρτες των σπιτιών (τα περισσότερα μικρά σπίτια στην Ιρλανδία, την εποχή του σιδήρου, δεν είχαν καθόλου παράθυρα) αφήνονταν καρποί και φρούτα για τα οικεία πνεύματα που επισκέπτονταν το σπίτι
*όσοι κυκλοφορούσαν έξω τις νύχτες του Σάουιν, φορούσαν μάσκες και δέρματα ζώων ή κουβαλούσαν νεκροκεφαλές ζώων ή φορούσαν ανάποδα και λανθασμένα τα ρούχα, παπούτσια και άλλα παρελκόμενα, για προστασία από τους νεκρούς αλλά και τους Άιζ-Σιι
*κάποιοι Άιζ-Σίι μπορούσαν να αλλάζουν τις μορφές τους για να ξεγελούν τους ανθρώπους
Κλοχ να Ρουν, Ιρλανδία, 3 π.Χ.
Ο Φάργκαλ περπατούσε αργά στο σκοτάδι, μπροστά από την αδελφή του, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του τον αναμμένο δαυλό.
Είχαν μόλις κατέβει το λόφο, όπου οι Δρυίδες είχαν ανάψει τη φωτιά του Σάουιν και είχαν θυσιάσει μέσα της την πιο παχιά γίδα όλων των χωριών της περιοχής.
Μπορούσαν ακόμα να ακούσουν τα τύμπανα που χτυπούσαν οι πολεμιστές, για να καλέσουν τους αγαπημένους νεκρούς από τον Αλλόκοσμο. Ο Φάργκαλ βάδιζε, άθελά του, στο ρυθμό των τυμπάνων.
“Πήγαινε πιο γρήγορα, δε θα προλάβουμε” μουρμούρισε ανυπόμονα η Φία.
“Θα προλάβουμε” της απάντησε κοφτά, σχεδόν υπνωτισμένος ακόμα από την τελετή και την ιερή φωτιά που έκαιγε μπροστά στα μάτια του.
“Ο Ντάρα θα έρθει από τους πρώτους, ούτε σαν πνεύμα δε θα καταδεχτεί να καθυστερήσει. Κι αν πηγαίνεις σα βόδι, δε θα μας βρει εκεί και η εστία θα είναι σβηστή και θα κάνει το σπίτι άνω-κάτω.”
“Ο Ντάρα δεν είναι ο άντρας του σπιτιού πια, που πήγε και σκοτώθηκε με τις χαζομάρες του και μας άφησε μόνους. Να μάθει, έστω τώρα, να κάνει υπομονή. Κι αν πειράξει το σπίτι ή τα ζώα, εγώ μόνος μου θα τον στείλω κλαμμένο και γονατιστό, μπροστά στα πόδια του Ντον.”
“Να σ’ακούσουν οι Άιζ-Σίι πώς μιλάς για τον νεκρό αδελφό σου...”
“Να μ’άκουγαν όταν τον παρακαλούσα να προσέχει, γιατί δεν είχαμε άλλον από εκείνον να μας προσέχει αν πάθαινε κάτι” είπε μέσα από τα δόντια του. “Άσε με τώρα, μη σκοντάψω πουθενά και μου πέσει η φωτιά.”
Οι δυο τους δεν αντάλλαξαν λέξη το υπόλοιπο του δρόμου. Προχωρούσαν τσαντισμένοι και σκυθρωποί και σύντομα μπλέχτηκαν στο πλήθος, που είχε φύγει επίσης νωρίς από τη γιορτή. Χαιρέτησαν γνωστούς και φίλους από τα διπλανά χωριά, πριν χωριστούν στα μονοπάτια. Έδωσαν και δέχτηκαν ευχές για τύχη και καλοζωία. Μια παλιά φίλη της μάνας τους, γέμισε βιαστικά τα πουγκιά στις ζώνες τους με κομμάτια παστό κρέας, τυλιγμένο σε χλωρά φύλλα. Ένας φίλος του Ντάρα, τους βρήκε στη γέφυρα και τους συνόδεψε μέχρι το δικό τους χωριό.
Αφού τον χαιρέτησαν και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα, πέρασαν την είσοδο του οικισμού και κοντοστάθηκαν, μη βλέποντας φως να αναδύεται από τις πόρτες των υπόλοιπων σπιτιών.
“Δεν έχει επιστρέψει κανείς ακόμα” ψιθύρισε η Φία ανήσυχη, ξεχνώντας το θυμό της από πριν.
“Δεν πειράζει” την καθησύχασε ο Φάργκαλ, ξεχνώντας κι εκείνος τον δικό του. “Πάρε το χέρι μου και μην κοιτάς γύρω. Λίγο έχουμε ακόμα.”
“Κι αν έχουν έρθει τα δικά τους πνεύματα και ξεγελαστούν από το φως μας κι έρθουν σε μας, τι θα κάνουμε; Δεν έχουμε αρκετά φρούτα και καρπούς για άλλους νεκρούς εκτός από τον Ντάρα.”
“Έχουμε το κρέας” χτύπησε ελαφρά το πουγκί του και προσπάθησε να χαμογελάσει.
Μα εκείνη δε φάνηκε να ηρεμεί. Ο Φάργκαλ είδε τα χείλη της να τρέμουν ανεπαίσθητα. Αναστέναξε και της έδωσε να κρατάει το δαυλό.
Έβγαλε την κάπα του και τη φόρεσε ανάποδα, ρίχνοντάς τη λίγο από τον έναν του ώμο. Ύστερα τεντώθηκε και τράβηξε προσεκτικά από τα μαλλιά της Φία, τη σύνθεση κλαδιών με δυο περίτεχνα κέρατα και πολύχρωμα φύλλα, που είχε φτιάξει και είχε φορέσει για τη γιορτή. Τη γύρισε και αυτήν ανάποδα και την τοποθέτησε ξανά και λίγο στραβά.
“Ορίστε. Τώρα θα μπερδέψουμε και τα πνεύματα και τους Άιζ-Σίι και δε θα μας βλέπουν ως ανθρώπους μέσα στη νύχτα.”
Άνοιξαν το βήμα τους και προσπέρασαν τα άλλα σπίτια και τις στάνες γοργά. Μα μόλις έφτασαν μόνο λίγα βήματα από τη δική τους πόρτα, σηκώθηκε ξαφνικά ένας αέρας πανίσχυρος, που κουβαλούσε κρύο και υγρασία, λάμψεις στον ουρανό και ουρλιαχτά.
“Ο Ντον!” φώναξε η Φία. “Ο Ντον βγήκε στους ουρανούς, τρέχα!”
Άφησε το χέρι του και έτρεξε μπροστά, ορμώντας πάνω στην πόρτα του σπιτιού τους. Το παχύ ξύλο έγειρε αμέσως κι εκείνη παραπάτησε και βρέθηκε με τη μούρη στο πάτωμα.
“Προλάβαμε Φάργκαλ, προλάβ-” φώναξε, κοιτώντας πίσω της.
Τα λόγια της κόπηκαν.
Ο αδελφός της είχε μείνει ακόμα πίσω. Στεκόταν έξω από το σπίτι, με γουρλωμένα μάτια και το δαυλό ακόμα στα χέρια του.
Το δαυλό που έσβησε αργά, σαν τελειωμένο κερί.
Κι άλλες λάμψεις στον ουρανό.
“Φάργκαλ...;” ψέλλισε η Φία. “Ο Ντον την έσβησε. Πώς έσβησε αλλιώς; Δε βρέχει, μόνο ο Ντον μπορεί να την-”
“-κλείσε την πόρτα” την έκοψε. “Θα επιστρέψω.”
“Πού θα πας!; Η τελετή είναι μακριά και η καταιγίδα είναι από πάνω μας!”
“Κλείσε την πόρτα και κουκουλώσου με τα δέρματα” της φώναξε αυστηρά, σαν ενήλικας. “Μόνο ο Τίγκε θα έρθει σε λίγο, για να βγούμε αργότερα βόλτα στα σπίτια. Το συμφωνήσαμε πριν, όταν τον είδαμε στο δρόμο.”
“Μα πού να βγει, τώρα που λάμπουν οι ουρανοί;”
“Είναι ο Τίγκε, ούτε οι ουρανοί τον νοιάζουν ούτε τα πνεύματα! Άκου με λίγο! Θα χτυπήσει την πόρτα αλλιώτικα από τα συνηθισμένα. Είπαμε τρεις φορές και ύστερα δυο και άλλες δυο και μετά θα πετάξει ένα σωρό πετρούλες πάνω στο ξύλο.”
“Φάλγκαρ, σε παρακαλώ-”
“-το θυμάσαι!;” της φώναξε.
“Τρεις κι ύστερα δυο κι άλλες δυο και μετά πετρούλες.”
“Μπράβο. Μείνετε μαζί και θα έρθω. Κάποιον θα βρω στο δρόμο να ανάψω ξανά το δαυλό, θα έρθω αμέσως” είπε βιαστικά και άρχισε να τρέχει.
Ο Φάργκαλ περπατούσε αργά στο σκοτάδι, μπροστά από την αδελφή του, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του τον αναμμένο δαυλό.
Είχαν μόλις κατέβει το λόφο, όπου οι Δρυίδες είχαν ανάψει τη φωτιά του Σάουιν και είχαν θυσιάσει μέσα της την πιο παχιά γίδα όλων των χωριών της περιοχής.
Μπορούσαν ακόμα να ακούσουν τα τύμπανα που χτυπούσαν οι πολεμιστές, για να καλέσουν τους αγαπημένους νεκρούς από τον Αλλόκοσμο. Ο Φάργκαλ βάδιζε, άθελά του, στο ρυθμό των τυμπάνων.
“Πήγαινε πιο γρήγορα, δε θα προλάβουμε” μουρμούρισε ανυπόμονα η Φία.
“Θα προλάβουμε” της απάντησε κοφτά, σχεδόν υπνωτισμένος ακόμα από την τελετή και την ιερή φωτιά που έκαιγε μπροστά στα μάτια του.
“Ο Ντάρα θα έρθει από τους πρώτους, ούτε σαν πνεύμα δε θα καταδεχτεί να καθυστερήσει. Κι αν πηγαίνεις σα βόδι, δε θα μας βρει εκεί και η εστία θα είναι σβηστή και θα κάνει το σπίτι άνω-κάτω.”
“Ο Ντάρα δεν είναι ο άντρας του σπιτιού πια, που πήγε και σκοτώθηκε με τις χαζομάρες του και μας άφησε μόνους. Να μάθει, έστω τώρα, να κάνει υπομονή. Κι αν πειράξει το σπίτι ή τα ζώα, εγώ μόνος μου θα τον στείλω κλαμμένο και γονατιστό, μπροστά στα πόδια του Ντον.”
“Να σ’ακούσουν οι Άιζ-Σίι πώς μιλάς για τον νεκρό αδελφό σου...”
“Να μ’άκουγαν όταν τον παρακαλούσα να προσέχει, γιατί δεν είχαμε άλλον από εκείνον να μας προσέχει αν πάθαινε κάτι” είπε μέσα από τα δόντια του. “Άσε με τώρα, μη σκοντάψω πουθενά και μου πέσει η φωτιά.”
Οι δυο τους δεν αντάλλαξαν λέξη το υπόλοιπο του δρόμου. Προχωρούσαν τσαντισμένοι και σκυθρωποί και σύντομα μπλέχτηκαν στο πλήθος, που είχε φύγει επίσης νωρίς από τη γιορτή. Χαιρέτησαν γνωστούς και φίλους από τα διπλανά χωριά, πριν χωριστούν στα μονοπάτια. Έδωσαν και δέχτηκαν ευχές για τύχη και καλοζωία. Μια παλιά φίλη της μάνας τους, γέμισε βιαστικά τα πουγκιά στις ζώνες τους με κομμάτια παστό κρέας, τυλιγμένο σε χλωρά φύλλα. Ένας φίλος του Ντάρα, τους βρήκε στη γέφυρα και τους συνόδεψε μέχρι το δικό τους χωριό.
Αφού τον χαιρέτησαν και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα, πέρασαν την είσοδο του οικισμού και κοντοστάθηκαν, μη βλέποντας φως να αναδύεται από τις πόρτες των υπόλοιπων σπιτιών.
“Δεν έχει επιστρέψει κανείς ακόμα” ψιθύρισε η Φία ανήσυχη, ξεχνώντας το θυμό της από πριν.
“Δεν πειράζει” την καθησύχασε ο Φάργκαλ, ξεχνώντας κι εκείνος τον δικό του. “Πάρε το χέρι μου και μην κοιτάς γύρω. Λίγο έχουμε ακόμα.”
“Κι αν έχουν έρθει τα δικά τους πνεύματα και ξεγελαστούν από το φως μας κι έρθουν σε μας, τι θα κάνουμε; Δεν έχουμε αρκετά φρούτα και καρπούς για άλλους νεκρούς εκτός από τον Ντάρα.”
“Έχουμε το κρέας” χτύπησε ελαφρά το πουγκί του και προσπάθησε να χαμογελάσει.
Μα εκείνη δε φάνηκε να ηρεμεί. Ο Φάργκαλ είδε τα χείλη της να τρέμουν ανεπαίσθητα. Αναστέναξε και της έδωσε να κρατάει το δαυλό.
Έβγαλε την κάπα του και τη φόρεσε ανάποδα, ρίχνοντάς τη λίγο από τον έναν του ώμο. Ύστερα τεντώθηκε και τράβηξε προσεκτικά από τα μαλλιά της Φία, τη σύνθεση κλαδιών με δυο περίτεχνα κέρατα και πολύχρωμα φύλλα, που είχε φτιάξει και είχε φορέσει για τη γιορτή. Τη γύρισε και αυτήν ανάποδα και την τοποθέτησε ξανά και λίγο στραβά.
“Ορίστε. Τώρα θα μπερδέψουμε και τα πνεύματα και τους Άιζ-Σίι και δε θα μας βλέπουν ως ανθρώπους μέσα στη νύχτα.”
Άνοιξαν το βήμα τους και προσπέρασαν τα άλλα σπίτια και τις στάνες γοργά. Μα μόλις έφτασαν μόνο λίγα βήματα από τη δική τους πόρτα, σηκώθηκε ξαφνικά ένας αέρας πανίσχυρος, που κουβαλούσε κρύο και υγρασία, λάμψεις στον ουρανό και ουρλιαχτά.
“Ο Ντον!” φώναξε η Φία. “Ο Ντον βγήκε στους ουρανούς, τρέχα!”
Άφησε το χέρι του και έτρεξε μπροστά, ορμώντας πάνω στην πόρτα του σπιτιού τους. Το παχύ ξύλο έγειρε αμέσως κι εκείνη παραπάτησε και βρέθηκε με τη μούρη στο πάτωμα.
“Προλάβαμε Φάργκαλ, προλάβ-” φώναξε, κοιτώντας πίσω της.
Τα λόγια της κόπηκαν.
Ο αδελφός της είχε μείνει ακόμα πίσω. Στεκόταν έξω από το σπίτι, με γουρλωμένα μάτια και το δαυλό ακόμα στα χέρια του.
Το δαυλό που έσβησε αργά, σαν τελειωμένο κερί.
Κι άλλες λάμψεις στον ουρανό.
“Φάργκαλ...;” ψέλλισε η Φία. “Ο Ντον την έσβησε. Πώς έσβησε αλλιώς; Δε βρέχει, μόνο ο Ντον μπορεί να την-”
“-κλείσε την πόρτα” την έκοψε. “Θα επιστρέψω.”
“Πού θα πας!; Η τελετή είναι μακριά και η καταιγίδα είναι από πάνω μας!”
“Κλείσε την πόρτα και κουκουλώσου με τα δέρματα” της φώναξε αυστηρά, σαν ενήλικας. “Μόνο ο Τίγκε θα έρθει σε λίγο, για να βγούμε αργότερα βόλτα στα σπίτια. Το συμφωνήσαμε πριν, όταν τον είδαμε στο δρόμο.”
“Μα πού να βγει, τώρα που λάμπουν οι ουρανοί;”
“Είναι ο Τίγκε, ούτε οι ουρανοί τον νοιάζουν ούτε τα πνεύματα! Άκου με λίγο! Θα χτυπήσει την πόρτα αλλιώτικα από τα συνηθισμένα. Είπαμε τρεις φορές και ύστερα δυο και άλλες δυο και μετά θα πετάξει ένα σωρό πετρούλες πάνω στο ξύλο.”
“Φάλγκαρ, σε παρακαλώ-”
“-το θυμάσαι!;” της φώναξε.
“Τρεις κι ύστερα δυο κι άλλες δυο και μετά πετρούλες.”
“Μπράβο. Μείνετε μαζί και θα έρθω. Κάποιον θα βρω στο δρόμο να ανάψω ξανά το δαυλό, θα έρθω αμέσως” είπε βιαστικά και άρχισε να τρέχει.
***
Σταμάτησε για λίγο στο πρώτο σταυροδρόμι. Καμιά φλόγα δε φαινόταν, σε καμία κατεύθυνση.
Μπήκε στο δάσος και σταμάτησε σε μια μεγάλη διακλάδωση, που οδηγούσε στο διπλανό χωριό. Τίποτα. Έβρισε μέσα από τα δόντια του, για να μην τον ακούσουν τα πνεύματα και οι ανεράδες και συνέχισε την πορεία του.
Δεν είχε βγει ακόμα από το δάσος, όταν άκουσε μια στριγγή φωνή στα δεξιά του να καλεί σε βοήθεια και ένα αχνό, χάλκινο φως να αναδύεται από εκείνη την κατεύθυνση. Πάγωσε ολόκληρος.
Ήταν ασφαλής, επιβεβαίωσε στον εαυτό του. Φορούσε την κάπα του ανάποδα και στραβά, δεν είχε φως μαζί του και η πυρόξανθη χαίτη του ήταν μαζεμένη και καλυμμένη από το πρωί, με έναν χοντρό, μάλλινο σκούφο. Ξεκίνησε να περπατάει πάλι, όσο πιο αργά και αθόρυβα μπορούσε, για να ξεφύγει. Αλλά, ύστερα από λίγο, σταμάτησε ξανά.
Την ξέρω αυτή τη φωνή.
Πλησιάσε τα όρια του μονοπατιού για να κοιτάξει κλεφτά. Από κάτω του υπήρχε μια μικρή, σχετικά ομαλή πλαγιά, σκεπασμένη με φθινοπωρινά φύλλα. Στους πρόποδες της πλαγιάς ήταν ξαπλωμένη μια ηλικιωμένη γυναίκα, φασκιωμένη από πάνω ως κάτω με πλεκτά ρούχα και χοντρόπετσες μπότες. Ένας χείμαρρος από λευκά μαλλιά είχε ξεφύγει από τον δικό της σκούφο και είχε απλωθεί γύρω από το κεφάλι της. Δίπλα της, ένα φανάρι. Φτιαγμένο από καπνισμένο στομαχόδερμα και σχέδια από κάρβουνο και αίμα ζώου.
Το ήξερε αυτό το φανάρι. Εκείνος την είχε βοηθήσει να το ανάψει στην τελετή. Και ήταν ακόμα αναμμένο.
“Γιαγιά Ίμουρ;”
“Ποιος είναι εκεί;” ρώτησε έντρομη.
“Ο Φάργκαλ, ο γιος της-”
“-α, ναι” τον έκοψε απότομα και ο τόνος της φωνής έγινε πιο επιτακτικός. “Τι κάνεις εδώ; Δε φύγατε μαζί μου από την τελετή; Έπρεπε να ‘σουνα σπιτι σου τώρα, να περιμένεις τον αδελφό σου να σας επισκεφτεί.”
“Μας έσβησε ο δαυλός πριν φτάσουμε σπίτι. Εσύ τι κάνεις εκεί κάτω;”
“Χαζές ερωτήσεις. Έπεσα ανόητε! Καλά, δυο νεαρά παιδιά μόνα τους, κανένας γείτονας δε σας βοήθησε να φτιάξετε ένα φανάρι; Ή έναν καλό δαυλό;”
“Μια χαρά δαυλό φτιάξαμε. Τον έσβησε ο Ντον με τους αέρηδές του όταν βγήκε στον ουρανό.”
“Ο Ντον; Θεοί, βόηθα με να βγω από ‘δω πριν αρχίσει να βρέχει δίχως τέλος.”
“Πού ξέρω ότι είσαι αυτή που λες πως είσαι;”
“Δε με βλέπεις; Δε με αναγνώρισες;”
“Πού ξέρω πως είσαι αυτή που βλέπω πως είσαι;”
“Πολλές ερωτήσεις έχεις. Αν δεν ήσουν σίγουρος, γιατί πλησίασες να με δεις;”
Δεν της απάντησε.
Η γριά γρύλισε και μούγκρισε. “Τι τραβάω... κατέβα σου λέω, θα σου δώσω εγώ φως για το σπίτι σου!”
“Άμα σε αγγίξω και δεν είσαι αυτή που λες και είσαι Άιζ-Σίι, θα με πάρεις στον Αλλόκοσμο. Πού ξέρω-”
“-πού σας έστελνε κρυφά απ’όλους η μάνα σας, όταν ο πατέρας σας γύριζε σπίτι μεθυσμένος, ε!;”
Του ξέφυγε ένα επιφώνημα έκπληξης. Τινάχτηκε και τσούλησε πάνω στα φύλλα της πλαγιάς για να βρεθεί κοντά της.
Όταν την ανέβασε, έκατσαν για λίγο στο έδαφος. Η Ίμουρ στριφογύρισε το φανάρι της και άναψε τον δαυλό. Όταν τελείωσε, έδωσε το φανάρι στον Φάργκαλ και κάρφωσε τον δαυλό δίπλα της.
“Δεν το θέλω.”
“Πάρ’το μη σου κόψω τα μαλλιά στη ρίζα. Δεν το θέλει, λέει... σου το ‘σβησε μια φορά ο Ντον, που σημαίνει ότι σ’έχει στο μάτι απόψε. Πάρ’το και μην ακούσω άλλη λέξη. Άιντε, να φύγεις γρήγορα, να πετάξεις σαν πουλί, είναι και η μικρή μόνη της.”
“Θα έχει πάει ο Τίγκε μέχρι τώρα, να της κάνει παρέα” απάντησε εκείνος και έβγαλε την κάπα του να της την προσφέρει.
Εκείνη την πήρε και την ξαναέριξε βιαστικά πάνω του.
“Πού ήξερες εσύ, γιαγιά Ίμουρ, πως κι εγώ ήμουν αυτός που έλεγα πως ήμουν;”
“Πφφφ... τι με νοιάζει ποιος ήσουν; Ας μ'έβγαζες από τις λάσπες κι ας μ'έπαιρνες και στον Αλλόκοσμο. Λίγο μ'ένοιαζε, τόσα χρόνια που ζω και υποφέρω. Να σου πω μικρέ, μην τολμήσετε να βγείτε με τον Τίγκε για βόλτα και σκανταλιές στα άλλα σπίτια, τώρα που πάει για τέτοια καταιγίδα απόψε!”
“Ναι, ναι, ξέρω.”
“Ναι, ναι, ξέρω.”
“Ακούς που σου λέω; Σας είδα πριν που τα κανονίζατε!”
“Ναι, εντάξει! Θα τον κρατήσω σε εμάς γι’απόψε.”
“Άντε, δρόμο τώρα.”
“Κι εσύ;”
“Θέλω λίγο να ξεκουραστώ.”
“Κι αν σε δει καμιά ανεράδα;”
“Τι να με κάνουν εμένα; Είμαι γεμάτη προστατευτικά. Θα τους ξοδέψω τη νύχτα χωρίς λόγο. Άντε, δρόμο!”
“Άντε, δρόμο τώρα.”
“Κι εσύ;”
“Θέλω λίγο να ξεκουραστώ.”
“Κι αν σε δει καμιά ανεράδα;”
“Τι να με κάνουν εμένα; Είμαι γεμάτη προστατευτικά. Θα τους ξοδέψω τη νύχτα χωρίς λόγο. Άντε, δρόμο!”
***
Ο Φάργκαλ επέστρεψε τρέχοντας, καμαρώνοντας το καινούριο τους φανάρι. Μα, φτάνοντας στη γέφυρα κοντά στον οικισμό, σταμάτησε πάλι.
Ένας ψιλόλιγνος νεαρός καθόταν στην άκρη της, με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό και πετούσε πέτρες στο ποτάμι από κάτω. Φορούσε ένα μακρύ, μάλλινο μεσοφόρι, πολύχρωμο πλεχτό γιλέκο και σκούρο παντελόνι, στριμωγμένο μέσα σε χοντρά, πέτσινα παπούτσια. Το κεφάλι του ήταν καλυμμένο με κομμάτια από δέρμα, ραμμένα πρόχειρα μεταξύ τους, που είχαν δυο στενά ανοίγματα στο ύψος των ματιών. Από την κορφή του κεφαλιού ξεκινούσαν δυο μεγάλα, παχιά κέρατα με διακλαδώσεις και είχαν σωρούς από διάφορες τρίχες πλεγμένες ανάμεσά τους. Το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω του χλωμό.
Ο Φάργκαλ έγινε έξαλλος ξαφνικά και τον πλησίασε φωνάζοντας.
“Αποτρελάθηκες Τίγκε!; Τι κάνεις εδώ πέρα; Δε σου είπα όχι στη γέφυρα, έλα κατευθείαν σπίτι!;”
Ο νεαρός σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε μέσα από τις σχισμές της μάσκας του. Μάζεψε τα πόδια του και στάθηκε στη γέφυρα. Ανασήκωσε τους ώμους του.
“Είναι η μικρή στο σπίτι χωρίς φως και της είπα να σε περιμένει, θα έχει κατατρομάξει τόση ώρα! Άντε, πάμε!”
Ένας ψιλόλιγνος νεαρός καθόταν στην άκρη της, με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό και πετούσε πέτρες στο ποτάμι από κάτω. Φορούσε ένα μακρύ, μάλλινο μεσοφόρι, πολύχρωμο πλεχτό γιλέκο και σκούρο παντελόνι, στριμωγμένο μέσα σε χοντρά, πέτσινα παπούτσια. Το κεφάλι του ήταν καλυμμένο με κομμάτια από δέρμα, ραμμένα πρόχειρα μεταξύ τους, που είχαν δυο στενά ανοίγματα στο ύψος των ματιών. Από την κορφή του κεφαλιού ξεκινούσαν δυο μεγάλα, παχιά κέρατα με διακλαδώσεις και είχαν σωρούς από διάφορες τρίχες πλεγμένες ανάμεσά τους. Το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω του χλωμό.
Ο Φάργκαλ έγινε έξαλλος ξαφνικά και τον πλησίασε φωνάζοντας.
“Αποτρελάθηκες Τίγκε!; Τι κάνεις εδώ πέρα; Δε σου είπα όχι στη γέφυρα, έλα κατευθείαν σπίτι!;”
Ο νεαρός σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε μέσα από τις σχισμές της μάσκας του. Μάζεψε τα πόδια του και στάθηκε στη γέφυρα. Ανασήκωσε τους ώμους του.
“Είναι η μικρή στο σπίτι χωρίς φως και της είπα να σε περιμένει, θα έχει κατατρομάξει τόση ώρα! Άντε, πάμε!”
***
Περπάτησαν δίπλα δίπλα. Ο Φάργκαλ ξεφυσώντας για να ηρεμήσει και να μη σκέφτεται τη Φία μόνη στο σκοτάδι και ο Τίγκε χαλαρός και αδιάφορος, κλωτσώντας μικρές πέτρες στο δρόμο.
“Δε βγαίνουμε βόλτα απόψε. Τριγυρνάει ο Ντον πάνω από τα χωριά, θα βρέχει για μέρες” είπε μετά από λίγο, κοιτώντας ανήσυχος τις αστραπές στο βάθος και τα σύννεφα που μαζεύονταν πάνω από τα κεφάλια τους.
Ο Τίγκε ανασήκωσε πάλι τους ώμους του.
“Θα μείνεις σε ‘μας. Η Φία δε με πίστευε ότι θα ‘βγαινες από το σπίτι σου φέτος, αν έβλεπες τις λάμψεις και άκουγες τα ουρλιαχτά στον ουρανό. Σίγουρα θα νομίζει ότι είσαι ο πιο τρελός γενναίος που έχει γνωρίσει. Δεν ξέρει γιατί προτιμάς να είσαι έξω απ’το σπίτι σου, ακόμα και τέτοιες νύχτες.”
Ο Τίγκε γύρισε και τον κοίταξε.
“Γύρισε πάλι μεθυσμένος; Σε χτύπησε;” ρώτησε ο Φάργκαλ και άπλωσε το χέρι του, για να τραβήξει τη μάσκα του φίλου του.
Ο Τίγκε έσπρωξε με δύναμη το χέρι του μακριά.
“Κατάλαβα. Σε χτύπησε. Δεν πειράζει. Θα πεθάνει κι ο δικός σου πατέρας όπως κι ο δικός μου. Και σύντομα, να μου το θυμηθείς. Δεν αντέχουν πολύ, αυτοί που καταπίνουν ό,τι ποτό βρουν. Μην ανησυχείς. Ο δικός μου πέθανε όταν ήμουν λίγο μεγαλύτερος από σένα. Άρα, δεν έχει πολύ ακόμα κι ο δικός σου. Μην ανησυχείς” τον χάιδεψε στην πλάτη.
Ο Τίγκε ανασήκωσε τους ώμους του.
Ο Φάργκαλ ξεφύσηξε παραιτημένος.
“Ξέρεις... νομίζω πως δε μιλάς, εξαιτίας αυτών που σου κάνει ο πατέρας σου. Δεν πιστεύω ότι ήσουν μουγγός από πάντα, έτσι τα λένε οι μεγάλοι για να μας ξεγελάνε. Μπορεί και να σου έχει κάνει μάγια, ξέρεις” είπε και χαμογέλασε αμυδρά βλέποντας την είσοδο του οικισμού.
Άνοιξε κι άλλο το βήμα του και ο φίλος του τον ακολούθησε.
“Να δεις...” του είπε πάλι, καθώς πλησίαζαν στο σπίτι “... όταν πεθάνει ο πατέρας σου, θα ανοίξει ο λαιμός σου και όχι μόνο θα μιλάς, θα τραγουδάς σαν πουλάκι.”
“Δε βγαίνουμε βόλτα απόψε. Τριγυρνάει ο Ντον πάνω από τα χωριά, θα βρέχει για μέρες” είπε μετά από λίγο, κοιτώντας ανήσυχος τις αστραπές στο βάθος και τα σύννεφα που μαζεύονταν πάνω από τα κεφάλια τους.
Ο Τίγκε ανασήκωσε πάλι τους ώμους του.
“Θα μείνεις σε ‘μας. Η Φία δε με πίστευε ότι θα ‘βγαινες από το σπίτι σου φέτος, αν έβλεπες τις λάμψεις και άκουγες τα ουρλιαχτά στον ουρανό. Σίγουρα θα νομίζει ότι είσαι ο πιο τρελός γενναίος που έχει γνωρίσει. Δεν ξέρει γιατί προτιμάς να είσαι έξω απ’το σπίτι σου, ακόμα και τέτοιες νύχτες.”
Ο Τίγκε γύρισε και τον κοίταξε.
“Γύρισε πάλι μεθυσμένος; Σε χτύπησε;” ρώτησε ο Φάργκαλ και άπλωσε το χέρι του, για να τραβήξει τη μάσκα του φίλου του.
Ο Τίγκε έσπρωξε με δύναμη το χέρι του μακριά.
“Κατάλαβα. Σε χτύπησε. Δεν πειράζει. Θα πεθάνει κι ο δικός σου πατέρας όπως κι ο δικός μου. Και σύντομα, να μου το θυμηθείς. Δεν αντέχουν πολύ, αυτοί που καταπίνουν ό,τι ποτό βρουν. Μην ανησυχείς. Ο δικός μου πέθανε όταν ήμουν λίγο μεγαλύτερος από σένα. Άρα, δεν έχει πολύ ακόμα κι ο δικός σου. Μην ανησυχείς” τον χάιδεψε στην πλάτη.
Ο Τίγκε ανασήκωσε τους ώμους του.
Ο Φάργκαλ ξεφύσηξε παραιτημένος.
“Ξέρεις... νομίζω πως δε μιλάς, εξαιτίας αυτών που σου κάνει ο πατέρας σου. Δεν πιστεύω ότι ήσουν μουγγός από πάντα, έτσι τα λένε οι μεγάλοι για να μας ξεγελάνε. Μπορεί και να σου έχει κάνει μάγια, ξέρεις” είπε και χαμογέλασε αμυδρά βλέποντας την είσοδο του οικισμού.
Άνοιξε κι άλλο το βήμα του και ο φίλος του τον ακολούθησε.
“Να δεις...” του είπε πάλι, καθώς πλησίαζαν στο σπίτι “... όταν πεθάνει ο πατέρας σου, θα ανοίξει ο λαιμός σου και όχι μόνο θα μιλάς, θα τραγουδάς σαν πουλάκι.”
***
“Τι έκανες τόση ώρα και νόμιζα πως πέθανες!;” φώναξε η Φία θυμωμένη.
Είχε δει το φως του δαυλού από μακριά και είχε βγει στην πόρτα. “Κόντεψα να-” συνέχισε να λέει, αλλά τον είδε όταν πλησίασε και κοκκάλωσε.
“Τι γκρινιάζεις, αν ήθελες πιο γρήγορα να πήγαινες εσύ!”
Η Φία σήκωσε κατάχλωμη το χέρι της και έδειξε τον ψηλόλιγνο νεαρό δίπλα στον αδελφό της.
Ο Φάργκαλ χασκογέλασε.
“Ο Τίγκε είναι!” της είπε εύθυμα. “Δεν τον είδες πριν, στο δρόμο, όταν του μιλούσα;”
Οι δυο νεαροί πλησίασαν ακόμα περισσότερο το σπίτι.
“Είναι η καινούρια του μάσκα για τις βόλτες και τις σκανταλιές μας τις νύχτες του Σάουιν” συνέχισε ο Φάργκαλ. “Μαζί τη φτιάξαμε. Ωραία, ε;” ρώτησε περήφανος.
Άρχισε να βρέχει.
Ένας ψηλόλιγνος νεαρός εμφανίστηκε στην πόρτα, δίπλα στη Φία. Με πλεχτά, μάλλινα ρούχα και πέτσινα παπούτσια. Με μια μάσκα από δέρμα, με δυο σχισμές στα μάτια και παχιά κέρατα με διακλαδώσεις στην κορφή του κεφαλιού και τρίχες ανακατεμένες πάνω τους. Την τράβηξε με τρεμάμενα χέρια. Το πρόσωπο του Τίγκε, ζαρωμένο από τρόμο, αποκαλύφθηκε δίπλα σε εκείνο του κοριτσιού.
“Η κάπα σου... άλλαξες την κάπα σου, την έβαλες από την καλή...” ψέλλισε η Φία.
“Μα δεν την άλλαξ-”
Η γιαγιά Ιμούρ. Μου την έριξε πάλι στην πλάτη από την καλή πλευρά καταλάθος.
“Φύγε μακριά, μην τον αγγίξεις!” φώναξε η Φία και, μαζί με τον αληθινό Τίγκε, όρμηξαν για να τον προστατεύσουν.
Ο Φάργκαλ πρόλαβε μόνο να σκεφτεί, τον άγγιξα ήδη, πριν τον τυλίξει το αιώνιο σκοτάδι.
Α. Γάρδα
Comments
Post a Comment