Bifrost



Νορβηγία, Νοέμβριος 1730 μ.Χ.


        Μια φορά κι έναν καιρό, στις άκρες της μέρας και της νύχτας, σε εποχές που τα πλάσματα των παλιών θρύλων ακόμα κρέμονταν στις καρδιές των ανθρώπων όσο νέοι θεοί κυβερνούσαν τα μυαλά και τις ζωές τους, υπήρχε μια μικρή πόλη σε μια μακρινή χώρα· γεννημένη σε μια γωνιά των ακτών του βόρειου ωκεανού, ξαπλωμένη στους πρόποδες ενός ψηλού λόφου, τριγυρισμένη από χιονισμένα βουνά και λευκά μονοπάτια. Τα καλοκαίρια λουζόταν στον χλωμό ήλιο και τον ξεθωριασμένο ουρανό ενώ τον χειμώνα βαφόταν μπλε και μαβιά από την πολική νύχτα και ύστερα χρυσοπράσινη από τα μαγικά, ουράνια φώτα της περιοχής, μόνιμα σκεπασμένη από σιωπηλά σούρουπα και θολές χαραυγές.

***

        Το τελευταίο βράδυ του τελευταίου μήνα του φθινοπώρου, καθώς το σκοτάδι ήδη κάλυπτε σχεδόν τα πάντα εδώ και μέρες, καθώς οι άνθρωποι κοιμούνταν βαθιά, καθώς και η τελευταία νιφάδα χιονιού έφτανε στο έδαφος και τα σύννεφα είχαν διαλυθεί πλήρως, η αιθέρια γέφυρα που ένωνε τον κόσμο των ανθρώπων με το βασίλειο των θεών, εμφανίστηκε ολόκληρη επιτέλους στον ουρανό σε όλη της την εκτυφλωτική μεγαλοπρέπεια· και η σμαραγδένια λάμψη της, καθώς χόρευε ανάμεσα στ’αστέρια, θα χρωμάτιζε όλον τον τόπο μέχρι την άνοιξη.

***

        Την ίδια στιγμή, ένα κοπάδι από μεγαλόσωμους λύκους με λαμπερά κίτρινα μάτια πλησίαζε την πόλη, ερχόμενοι από τα βουνά στα δυτικά· μια ογκώδης πολική αρκούδα κατέβαινε αργά από τα ανατολικά· και μια υπερμεγέθης λευκή φώκια είχε μόλις βγει από το νερό και έσερνε κοπιαστικά το σώμα της μακριά από το λιμάνι για να μπει στα έρημα, γλιστερά σοκάκια.

***

        Την ίδια στιγμή, ένα κορίτσι από την πόλη είχε μόλις ανέβει στην κορφή του λόφου και κοιτούσε ανήσυχη το μικρό σπίτι που βρισκόταν χωμένο – σχεδόν κρυμμένο, για όποιον δεν ήξερε την ύπαρξή του – στη βάση ενός τεράστιου βράχου, πάνω από τη δυτική πλαγιά.

***

        Την ίδια στιγμή, η γυναίκα που έμενε στο σπίτι, πέταξε ένα χοντρό κούτσουρο στο τζάκι της και συνέχισε να δουλεύει στον αργαλειό της μουρμουρίζοντας διάφορους σκοπούς.

    Λίγες στιγμές μετά, άκουσε τρεις κοφτούς, δειλούς ήχους στην πόρτα της. Σταμάτησε να υφαίνει και να τραγουδά. Πήρε το βλέμμα της από τον αργαλειό και έγειρε το κεφάλι της ελαφρά στο πλάι, σα να προσπαθούσε να ακούσει κάτι πέρα από τους χτύπους. Η μύτη της ζάρωσε και τα ρουθούνια της φούσκωσαν και ξεφούσκωσαν ερευνητικά. Οι αισθήσεις της δεν έπιαναν καμία απειλή.
Οι χτύποι ακούστηκαν πάλι. Αυτή τη φορά τέσσερις· και αμέσως μετά, δύο.
Η γυναίκα ξεφύσηξε ήρεμα. Σηκώθηκε και έστρωσε την ποδιά της. Περπάτησε αργά και άνοιξε την πόρτα.
    Μια ψηλή κοπέλα, τυλιγμένη με ένα παχύ, γούνινο παλτό, με μακριές ξανθές πλεξούδες στριμωγμένες σε έναν ξεφτισμένο μάλλινο σκούφο, καταγάλανα μάτια και κατακόκκινα μάγουλα, στεκόταν μαζεμένη στο κατώφλι.
«Καλησπέρα κυρία Βίγκα» είπε χαμηλόφωνα.
Η γυναίκα κοίταξε ανήσυχη ψηλά και ύστερα κατέβασε το βλέμμα της. «Μπρεν. Καιρό έχω να σε δω.»
«Ναι...» μουρμούρισε με ντροπή η νεαρή.
«Δεν έπρεπε να είσαι εδώ, ειδικά απόψε.»
«Τι κάνετε;» φάνηκε να την αγνοεί, χαμογελώντας αμήχανα.
«Εγώ καλά. Εσύ τι κάνεις εδώ;» η γυναίκα έδειξε επίμονα τα χρυσοπράσινα, μαγικά πέπλα του ουρανού. «Απόψε άνοιξε η γέφυρα των θεών.»
«Το ξέρω» απάντησε απρόθυμα η Μπρεν.
«Όποιο πλάσμα την περπατεί σήμερα, μπορεί να σε ξεγελάσει να κάνεις και να πεις πράγματα που θα-»
«-οι χριστιανοί αυτά τα θεωρούν παραμύθια» την έκοψε· όμως είχε πει τις λέξεις όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε.
Η γυναίκα αναστέναξε. «Τι θέλεις;» ρώτησε παραιτημένα.
«Ο πατέρας δηλαδή...δηλαδή, ο αδελφός μου είναι πάλι άρρωστος και ο βήχας του δεν κόβει. Και είπα μήπως...δηλαδή και ο πατέρας συμφώνησε-»
«-θέλεις φάρμακο.»
«Ναι. Δηλαδή, ο πατέρας θέλει να είναι καλός χριστιανός και να μην πιστεύει στα περίεργα βοτάνια που φτιάχνετε, που λέει η μάνα ότι τα φτιάχνετε με μαγεία. Και δεν πιστεύει δηλαδή, είναι καλός χριστιανός κυρία Βίγκα, όλοι είμαστε.»
«Ναι, ναι, το ξέρω» απάντησε απογοητευμένη.
«Αλλά ο βήχας του Γιόργκεν δεν κόβει. Και ο πατέρας με άφησε να έρθω κρυφά από τη μάνα γιατί δε δουλεύει κανένα άλλο βοτάνι, φτιαγμένο χωρίς μαγεία...δηλαδή, δε λέω ότι είστε μάγισσα αλλά...» το κορίτσι μαζεύτηκε ακόμα περισσότερο.
Η γυναίκα ρουθούνισε. «Μην ανησυχείς Μπρεν, δεν προσβάλλομαι. Περίμενε να σου φέρω το φάρμακο.»
«Αχ, ευχαριστώ κυρία Βίγκα! Χίλιες φορές ευχαριστώ!» το κορίτσι τινάχτηκε να της φιλήσει το χέρι, αλλά εκείνη περπατούσε ήδη προς το εσωτερικό του σπιτιού και η μικρή δεν τόλμησε να περάσει το κατώφλι. 
        «Τα μάθατε τα νέα!;» φώναξε περιμένοντας, τεντώνοντας το σώμα της και κοιτώντας με περιέργεια το τεράστιο τζάκι και τον αργαλειό δίπλα του, όπως έκανε κάθε φορά που ερχόταν εδώ και δεν έκανε ούτε βήμα παραμέσα.
Τα σχέδια του υφαντού φαίνονταν πραγματικά να κουνιούνται και να χορεύουν στις σκιές της φλόγας.
«Ποια νέα;» ακούστηκε η φωνή της γυναίκας, από κάπου από τα δεξιά του χώρου, όπου το κορίτσι δε μπορούσε να δει.
«Ο ιερέας είπε, αλλάζει το ημερολόγιο!» φώναξε πάλι και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της – οι παχιές, πολύχρωμες κλωστές έμοιαζαν να σχηματίζουν ένα μεγαλόσωμο ζώο στη μέση μιας κακοκαιρίας. «Τα Χριστούγεννα θα έρθουν νωρίτερα φέτος!»
Η απάντηση δεν ήρθε αμέσως.
«Γιατί να αλλάξει το ημερολόγιο;» η γυναίκα επέστρεψε μ’ένα μικρό, πήλινο βάζο στο χέρι και την κοίταξε απορημένη.
«Δεν ξέρω. Λένε, σε άλλα μέρη έχει αλλάξει ήδη, εδώ και πολύ καιρό. Και τώρα θα το αλλάξουμε κι εμείς.»
Η γυναίκα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.
«Λέτε να έχουν πρόβλημα κυρία Βίγκα;»
«Ποιοι;»
Το κορίτσι έδειξε διστακτικά τον ουρανό. «Οι θεοί· στην άλλη μεριά της γέφυρας. Από σήμερα θα ακούν τα πάντα και ίσως θυμώσουν που αλλάζουμε το ημερολόγιο...»
«Θυσιάζετε σε άλλον, ξένο θεό και λες να τους πειράξουν μερικές χαμένες μέρες χωρίς σημασία, Μπρεν; Άλλωστε τι δουλειά έχεις εσύ, μια χριστιανή, να φοβάσαι τέτοια παραμύθια;» της χαμογέλασε πλάγια.
«Φοβούνται κάποιοι κρυφά στην πόλη κυρία Βίγκα...» ψιθύρισε η μικρή.
«Κι εσύ ανάμεσά τους, προφανώς. Δε βλέπω, νομίζεις, πως τρέμουν τα πόδια σου γιατί έπρεπε να βγεις μόνη, απόψε;»
«Κάνει πολύ κρύο σήμερα.»
«Λες τα πλάσματα στη γέφυρα να μην καταλάβουν ότι δεν είναι το κρύο που σε κάνει να τρέμεις;»
«Μη κυρία Βίγκα, μη λέτε τέτοια!»
«Καλά κάνεις και φοβάσαι» της απάντησε απολύτως σοβαρή. «Οι μαγείες χιλιάδων χρόνων δε σβήνουν έτσι απλά, μόνο επειδή οι άνθρωποι τους δίνουν πια άλλη ερμηνεία.»
Το κορίτσι ένευσε και ξεροκατάπιε. «Πώς θα γυρίσω στο σπίτι κυρία Βίγκα...;» της ξέφυγε ένας λυγμός.
«Με το βήμα ελαφρύ, τα μάτια χαμηλά και τ’αυτιά σφαλισμένα» η γυναίκα τής τράβηξε το σκούφο ακόμα πιο κάτω, τόσο που καλύφθηκε το μισό πρόσωπο. «Έτσι έλεγαν οι άνθρωποι παλιά αυτές τις μέρες, σε όσους τύχαινε να βρεθούν έξω τη νύχτα που άνοιγε η γέφυρα. Και, απ’όσο ξέρω, έπιανε πάντα για όσους ακολουθούσαν πιστά τη συμβουλή.»
«Κι αν τα πλάσματα με ξεγελάσουν; Σίγουρα η μαγεία τους έχει τρόπους να βαρύνει το βήμα μου, να σηκώσει τα μάτια και να ξεσκεπάσει τ’αυτιά μου, έτσι δεν είναι;»
Η γυναίκα αναστέναξε. «Όμως ο Γιόργκεν σε χρειάζεται Μπρεν. Υπάρχει τίποτε στον κόσμο, να σε ξεγελάσει πέρα από την ανάγκη του αδελφού σου;»
        Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια της και όρθωσε πάλι το ανάστημά της μπροστά στη μεγαλόσωμη γυναίκα. «Τίποτε απολύτως» είπε αποφασισμένη.
Και η γυναίκα της έδωσε το βάζο με το φάρμακο.
«Αλήθεια δεν την πιστεύω τη μάνα, κυρία Βίγκα» είπε η μικρή ανακουφισμένη και το έχωσε μέσα στο παλτό της. «Ξέρω πια ότι οι περισσότεροι στην πόλη δε σας βλέπουν με καλό μάτι. Ξέρω ότι η μάνα έχει πείσει τους αρχόντους να σας δίνουν μικρότερο μερίδιο από τις προμήθειες για τον χειμώνα τα τελευταία χρόνια, γιατί πιστεύετε ακόμα στους παλιούς θεούς και ακολουθείτε τα παλιά έθιμα. Γιατί είστε μάγισσα και καταραμένη, λέει...» τα τελευταία της λόγια βγήκαν γεμάτα ντροπή. «Αλλά εγώ θυμάμαι ότι μου λέγατε παραμύθια όταν ήμουν μικρή και έφευγα κλαίγοντας από την εκκλησία και τρύπωνα στο σπίτι σας, μακριά απ’όλους· και μετά με τυλίγατε στο ζεστό σας παλτό και με επιστρέφατε κρυφά στο σπίτι. Μου μάθατε να διαβάζω και να γράφω πιο πολλά από το όνομά μου και τα Ευαγγέλια, όταν με πήραν από το σχολείο για να βοηθάω με το ψάρεμα. Σώσατε κρυφά τόσες φορές τον αδελφό μου με τα ξεχωριστά βοτάνια σας, όταν άλλος δε μπορούσε να τον σώσει. Ξέρω για την Τερέσε, τη γειτόνισσά μας, που της δώσατε δύναμη και θάρρος για να πάει στον δικαστή, να πει για τον άντρα της που τη χτυπούσε. Και για την Ούρζουλε, που την προικίσατε κρυφά πριν λίγες μέρες με τα καλύτερα υφαντά και γούνες κι έναν ολοκαίνουριο αργαλειό, για να φτιάχνει και να πουλάει τα δικά της και να παντρευτεί αυτόν που θέλει· κι όχι τον γέρο που την είχε ζητήσει και νόμιζε πως θα την πάρει χωρίς διαμαρτυρία γιατί ήταν πάφτωχη. Και άλλους τόσους, που σας έχουν μέρα-νύχτα στις προσευχές τους, ακόμα κι αν απαγορεύεται να σας μιλάνε ή ακόμα και να σας κοιτούν· και πόσους ακόμα που δεν ξέρω...» τα λόγια της έσβησαν. «Συγγνώμη που δεν ήρθα τόσο καιρό κυρία Βίγκα. Οι απειλές της μάνας δε θα έπρεπε να με τρομάζουν, όταν μου έχετε φερθεί τόσο καλά, όλη μου τη ζωή. Αλήθεια. Συγγνώμη» την κοίταξε ανυπόμονα.
«Δεν πειράζει Μπρεν.»
«Όχι, πειράζει! Γι’αυτό...συγγνώμη.»
«Δεν πειράζει» επανέλαβε η γυναίκα και χαμογέλασε γλυκά στο κορίτσι.
«Κι αν είστε μάγισσα κυρία Βίγκα, εμένα δε με νοιάζει. Γιατί είστε σίγουρα καλή μάγισσα. Είστε καλός άνθρωπος. Κι αν δε μπαίνω πια στο σπίτι σας, είναι από φόβο για τις κατάρες του Θεού κι όχι για εσάς. Κι αν κάνουμε καιρό να μιλήσουμε, θα είμαι πάντα έτοιμη να σας βοηθήσω σε ό,τι χρειαστείτε. Ακόμα κι αν δε σας ξανάβλεπα ποτέ, κυρία Βίγκα...να ξέρετε πως σας μετράω πάντα σαν οικογένειά μου.»
        Η γυναίκα ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται από συγκίνηση. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χάιδεψε τη μια πλεξούδα του κοριτσιού. «Σ’ευχαριστώ Μπρεν. Άντε, πήγαινε τώρα» είπε βιαστικά και κατάπιε τον κόμπο στο λαιμό της. «Και μην ανησυχείς· θα σε κρατήσω κι εγώ στις σκέψεις μου, για να φτάσεις σίγουρα ασφαλής στο σπίτι.»
«Αν οι σκέψεις σας δεν είναι κι αυτές μαγικές όπως τα βοτάνια σας, κυρία Βίγκα, δε μου προσφέρουν καμία σιγουριά» χαμογέλασε στραβά η μικρή.
Της τράβηξε εύθυμα τον σκούφο ακόμα παρακάτω. «Να θυμάσαι τον Γιόργκεν» είπε και γέλασε.
«Πάω, πάω. Ευχαριστώ κυρία Βίγκα! Χίλια ευχαριστώ!» φώναξε το κορίτσι χαρούμενα, τη χαιρέτησε με μια βιαστική υπόκλιση κι ένα ενθουσιώδες κούνημα του χεριού· και άρχισε να χοροπηδάει πάνω στο φρέσκο χιόνι της ομαλής πλαγιάς.

***

        Η Βίγκα έμεινε για λίγο στο κατώφλι της, να κοιτάζει σκυθρωπή τον ουρανό. Η γέφυρα χόρευε σα μετάξι ανάμεσα στους ανέμους και τώρα ιρίδιζε πορφυρή στην κορφή της. Τους ήξερε αυτούς τους ιριδισμούς. Όλα τα μαγικά πλάσματα χοροπηδούσαν ενθουσιασμένα πάνω της και τα βήματά τους φλόγιζαν το χρυσοπράσινο μονοπάτι, όπου πατούσαν.
        Κατέβασε το βλέμμα της πάλι στα βουνά στα δυτικά. Ο ορίζοντας φώτιζε αμυδρά πια, εκεί που κρυβόταν ο ήλιος που δεν έβλεπαν εδώ και λίγο καιρό. Τα σκούρα, σχεδόν αφύσικα μεγάλα μάτια της περιπλανήθηκαν στη σμαραγδένια νύχτα που σκέπαζε τα πάντα. Κοντοστάθηκαν στο λιμάνι και τις ακτές της βόρειας θάλασσας. Τα σκοτεινά νερά έμοιαζαν ακίνητα, σα βρεγμένος γρανίτης.
    Κι ύστερα, γύρισε στην παγωμένη πόλη στους πρόποδες του λόφου. Παρατήρησε τις φλόγες των μαύρων, ειδικά σκαλισμένων κεριών σε κάποια περβάζια, που θα έμεναν αναμμένα μέχρι το πρωί για να προστατεύουν τους κατοίκους από τα χειμερινά πνεύματα στη σκιά του Πολικού Αστέρα, που ξυπνούσαν αυτή τη νύχτα για να φυλάξουν τη γέφυρα μέχρι την άνοιξη. Είδε τα ελάχιστα αυτοσχέδια σκιάχτρα – φτιαγμένα μόνο από κλαδιά κόκκινου Άλνου, ζωγραφισμένα με συγκεκριμένους ρούνους – κρυμμένα δίπλα σε πυκνά δέντρα στα όρια των οικισμών, που τα τοποθετούσαν σήμερα και μέχρι την άνοιξη, για να προστατεύουν την πόλη αν τυχόν η μαγική γέφυρα κατέρρεε. Η μύτη της έπιασε τη μυρωδιά του αργοψημένου, χοντρού αλατιού, που έστρωναν κάποιοι έξω από τις πόρτες τους απόψε, γιατί οι θεοί στην άλλη πλευρά της γέφυρας έστηναν ανυπόμονα αυτί για να ακούσουν τις μαγικές παρακλήσεις όσων θνητών τους ακολουθούσαν ακόμα, για να πάνε καλά τα λιγοστά ψαρέματα του επερχόμενου χειμώνα.
        Μειδίασε ικανοποιημένη· πόσο περίεργο, που οι άνθρωποι επέμεναν τόσο πιστά σε αρχαίες συνήθειες, ορισμένες από αρχαίους θεούς· ακόμα και τώρα, τόσους αιώνες μετά την άφιξη του χριστιανισμού στη χώρα. Πόσο διασκεδαστικό, που η μάνα της Μπρεν και οι άλλοι πιστοί χριστιανοί θα σφίγγονταν από θυμό με αυτήν την επιμονή.
«Ίσως υπάρχει ελπίδα τελικά, για όλους σας» μονολόγησε.
Και ύστερα κοίταξε τα ακροδάχτυλά της, όπου βρισκόταν πιασμένη η τρίχα που είχε κλέψει από τα μαλλιά της Μπρεν. Έκλεισε την πόρτα, γύρισε στον αργαλειό της, μέτρησε τις σειρές και βρήκε τον σωστό κόμπο· και έπλεξε την τρίχα προσεκτικά στο υφαντό.
«Δεμένες μαζί, μέχρι την επιστροφή» ψιθύρισε τρεις φορές.
Η τρίχα έλαμψε σα χρυσάφι, πριν αρχίσει να χορεύει μαζί με το υπόλοιπο σχέδιο.
Και η Βίγκα ξεκίνησε πάλι να σιγοτραγουδάει.
        Μα, μόνο λίγους στίχους μετά, σταμάτησε πάλι. Μερικές σταγόνες είχαν μόλις πέσει πάνω στην ποδιά της· κατάμαυρες, σα μελάνι σουπιάς. Άγγιξε την κορφή του κεφαλιού της. Το χέρι της επανήλθε, η παλάμη της το ίδιο μαύρη σαν τις σταγόνες. Αισθάνθηκε κι άλλες σταγόνες να κυλούν αργά στο μέτωπο και να κοντοστέκονται στα φρύδια της πριν στάξουν κι αυτές, αυτή τη φορά πάνω στην άκρη του υφαντού. Ξεφύσηξε ενοχλημένη· είχε ξεχάσει τελείως να φρεσκάρει το χρώμα και έπρεπε να το κάνει πριν το πρωί, που θα έβγαινε στην πόλη.
        Πριν αποφασίσει αν θα το έκανε τώρα ή πριν πέσει για ύπνο, είδε με την άκρη του ματιού της την τρίχα της Μπρεν να ζαρώνει ανάμεσα στις παχιές, μάλλινες κλωστές του υφαντού· η Βίγκα ένιωσε το στομάχι της να στριφογυρίζει.
Σημαδεύτηκε. Κάποιος από τη γέφυρα την είδε.
Έμεινε απολύτως ακίνητη για λίγο, περιμένοντας· ίσως η Μπρεν αντιστεκόταν μόνη της στα παιχνίδια όποιου υπερφυσικού πλάσματος την είχε στοχοποιήσει.
Ξαφνικά, η τρίχα κουνήθηκε πάλι· και κόμπιασε σφιχτά σε μια από τις κλωστές, μια και δυο φορές.
Προσπαθεί, η Βίγκα γούρλωσε εντυπωσιασμένη τα μάτια της.
Η τρίχα στριφογύρισε σε τρίτο και τέταρτο κόμπο. Και ύστερα έσπασε, αντηχώντας έναν λεπτό κρυστάλλινο ήχο σε όλο το σπίτι.
Και χάνει!
    Η Βίγκα σηκώθηκε, άρπαξε μια κατάλευκη γούνα από το μπαούλο δίπλα στον αργαλειό της, την έριξε βιαστικά στους ώμους της και βγήκε από το σπίτι.
Η βαριά, ξύλινη πόρτα έκλεισε αργά και κλείδωσε μόνη της, καθώς η γυναίκα ξεκίνησε να κατεβαίνει τρέχοντας τον χιονισμένο λόφο.

***

        Η Μπρεν ήταν σίγουρη· απολύτως σίγουρη. Το περπάτημά της δεν είχε κόψει· τα μάτια της ήταν καρφωμένα στις χοντρές, δερμάτινες μπότες της· και στ’αυτιά της αντηχούσαν μόνο οι πνιχτοί ήχοι των βημάτων της πάνω στο χιόνι, το ποτισμένο με τη σμαραγδένια λάμψη του ουρανού.
Τίποτα δεν είχε θολώσει την εικόνα του Γιόργκεν μέσα στο μυαλό της· κανένας περίεργος ψίθυρος δεν την είχε πάρει μακριά από την ανάγκη της να δει πάλι τον αδελφό της να χοροπηδάει υγιής πάνω στο αχυροκρέβατό του.
        Κι αν όλα είχαν κυλήσει ομαλά, δίχως καν την υποψία οποιουδήποτε απροόπτου... πώς είχε βρεθεί ξαφνικά, μόλις λίγες δεκάδες βήματα μακριά από το σπίτι της, περικυκλωμένη από ένα κοπάδι μεγαλόσωμων λύκων με λαμπερά κίτρινα μάτια, μια ογκώδη πολική αρκούδα και μια υπερμεγέθη λευκή φώκια, που της γρύλιζαν και της μούγκριζαν και έκαναν τις σκέψεις της να στριφογυρίζουν και να μπλέκονται ανεξέλεγκτα;

***

        «Ντροπή σας, πλάσματα με αιώνες πάνω στις πλάτες σας, να φοβερίζετε μια κοπέλα ούτε είκοσι χρονών» ακούστηκε μια δυνατή και αυστηρή – και γνώριμη; – φωνή, στα δεξιά της Μπρεν.
Το κορίτσι γύρισε τρομαγμένο, πισωπατώντας δυο βήματα.
        Τα ζώα έπαψαν τους απειλητικούς τους ήχους. Οι λύκοι και η αρκούδα παραμέρισαν και άφησαν να περάσει η Βίγκα, που περπατούσε αργά, περήφανη και ανέκφραστη, τυλιγμένη με μια λευκή γούνα που λαμπύριζε σα να είχε ντυθεί όλα τ’άστρα του ουρανού. Και το πρόσωπό της ήταν λερωμένο από-
«-μαύρη μπογιά είναι αυτό;» ψέλλισε η μικρή, καθώς το μυαλό της καθάρισε για λίγο και παρατήρησε τα μαλλιά της γυναίκας να λαμπυρίζουν σε σημεία, το ίδιο λευκά με τη γούνα.
«Μη δίνεις σημασία Μπρεν» είπε η γυναίκα και σκούπισε βιαστικά τα μάγουλα και το μέτωπό της, απλώνοντας ακόμα περισσότερο το χρώμα, καθώς την πλησίασε. «Νόμιζα ότι κινδύνευες σοβαρά, ότι κάποιος από τη γέφυρα σε είχε δει και σε κυνηγούσε» έγυρε και της είπε χαμηλόφωνα. «Αλλά αυτοί εδώ, δεν πρόκειται να σε πειράξουν.»
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρη κυρία Βίγκα. Αλλά τι κάνετε εσείς εδώ; Πώς...;»
«Είδες;» αγνόησε τις ερωτήσεις η γυναίκα, δείχνοντάς της την αρκούδα που είχε κάτσει τώρα στα πίσω πόδια της, τους λύκους που είχαν χαλαρώσει και τρίβονταν μεταξύ τους και τη φώκια που είχε γυρίσει ανάσκελα και έξυνε την πλάτη της στο παγωμένο έδαφος. «Απλά τους ξάφνιασες.»
«Μα... γιατί;»
«Γιατί δεν είναι σύνηθες να βλέπουμε θνητούς έξω από τα σπίτια τους μια τέτοια νύχτα, κορίτσι» απάντησε ο λύκος στην κορυφή του κοπαδιού. «Και ακόμα πιο σπάνιο – σχεδόν ανήκουστο – να συναντούμε μία σαν εσένα, που μυρίζει ισχυρό ξόρκι και μας είδε όσο πλέκαμε το ποτέ-και-πουθενά μας.»
Η Μπρεν ένιωσε τη ραχοκοκκαλιά της να τρέμει, ακούγοντας ανθρώπινη φωνή από το στόμα του άγριου ζώου. «Το-το ποιο;» ψιθύρισε.
    Η γυναίκα την ακούμπησε ελαφρά στον ώμο και της έδειξε ένα κερί στο περβάζι ενός σπιτιού κοντά τους. Η φλόγα του κινούνταν τόσο αργά, που η κοπέλα θα ορκιζόταν πως ήταν ακίνητη και πως το κερί ήταν απλά μια ζωγραφιά πάνω στο τζάμι.
«Όλη η περιοχή γύρω μας, είναι τώρα πέρα από το χώρο και το χρόνο.»
«Κυρία Βίγκα, ο Γιόργκεν!»
«Μην ανησυχείς, είναι κι εκείνος μέσα στο πλέγμα. Μπορεί να περιμένει» της απάντησε και κοίταξε αυστηρά τα ζώα. «Τώρα θα λύσουνε το ξόρκι τους και θα τρέξεις γρήγορα κοντά του.»
«Όχι βέβαια!» ανασηκώθηκε η φώκια. «Κάναμε τόσο κόπο για να το δέσουμε, πριν σε καλέσουμε για να μιλήσουμε!»
«Δεν έχουμε τίποτα να πούμε» είπε η Βίγκα. «Κι αν προλαβαίνατε να με καλέσετε, δε θα ερχόμουν. Αν δεν ήταν η Μπρεν-»
«-σε αφήσαμε τόσα χρόνια στην ησυχία σου. Μα τώρα... η ώρα ζυγώνει.»
«Ποια ώρα ζυγώνει κυρία Βίγκα, τι λέει;»
«Όχι μπροστά στο κορίτσι!» φώναξε ξαφνικά η γυναίκα.
«Να μην την έδενες πάνω σου!» φώναξε και η αρκούδα.
«Με δέσατε πάνω σας, κυρία Βίγκα; Πώς;» η Μπρεν κούνησε μπερδεμένα το κεφάλι της. «Είπαν ότι μυρίζω ξόρκι. Κυρία Βίγκα;» κοίταξε τη γυναίκα. «Είστε στ’αλήθεια μάγισσα;» ψιθύρισε πάλι. «Τι μου κάνατε;»
«Τίποτα κακό δε σου έκανε, κορίτσι» απάντησε ο λύκος. «Μάλλον ήθελε να σε προσέχει, όσο ήσουν έξω απόψε. Σωστά, Σολβέιγκ;»
«Ποια είναι η Σολβέιγκ;»
«Η κυρία Βίγκα σου, κορίτσι» είπε η αρκούδα. «Σολβέιγκ είναι το κανονικό της όνομα.»
«Σολβέιγκ του Χειμώνα» συμπλήρωσε ο λύκος.
«Όχι μπροστά στο κορίτσι» επέμεινε, πιο ήρεμα, η γυναίκα. «Λύστε το ποτέ-και-πουθενά και θα σας βοηθήσω εγώ να το πλέξετε ξανά. Θα μιλήσουμε» είπε, παραιτημένα. «Αλλά μόνο όταν η Μπρεν είναι ασφαλής.»
«Δεν υπάρχει πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο ολόκληρο, Σολβέιγκ!» γέλασε η φώκια. «Άλλωστε, τι σε πειράζει να ακούσει; Αν και θνητή, την έδεσες στην καρδιά σου· και τέτοια πράγματα εμείς δεν τα κάνουμε για τον οποιονδήποτε, πόσο μάλλον για άνθρωπο.»
Η Μπρεν έπιασε σφιχτά το χέρι της γυναίκας. «Κυρία Βίγκα; Ποιοι είναι αυτοί; Ποια είστε εσείς;»
        Γύρισε ξαφνιασμένη στο κορίτσι, που θα έπρεπε να είχε λιποθυμίσει από τον τρόμο για όσα ξετυλίγονταν μπροστά της. Κι όμως, στεκόταν όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε στα δυο τρεμάμενά της πόδια, γερμένη πάνω στην κατάλευκη γούνα, με το γαντοφορεμένο χέρι να σφίγγει με εμπιστοσύνη τα δικά της παγωμένα ακροδάχτυλα και την κοιτούσε ανυπόμονα. Όχι με τρόμο ή απελπισία· αλλά απόλυτη, ειλικρινή εμπιστοσύνη.
Αναστέναξε. «Ο μεγάλος γκρίζος, στην κορυφή του κοπαδιού...» είπε ήρεμα «... είναι ο Ρέιθαρ, ο Άρχοντας Λύκος.»
Η Μπρεν μισόκλεισε τα μάτια της, σα να θυμήθηκε κάτι. «Άρχοντας Ρέιθαρ...; Αυτός από-από τα παραμύθια που μου λέγατε; Ο Υπνωτιστής;»
«Και η αρκούδα είναι η Άλφχιλντ. Τη θυμάσαι και εκείνη από τα παραμύθια;»
«Η Μητέρα των Άρκτων...» μονολόγησε η Μπρεν. «Η φημισμένη Γενναία του Βορρά!»
«Εξαιρετικά. Και...;» η φωνή της έσβησε, καθώς το βλέμμα της γύρισε στη φώκια.
Το κορίτσι ένευσε αρνητικά.
«Μπέργκε Βάνια· ο Γητευτής των Κυμάτων» είπε η γυναίκα.
«Τελειώσατε με τις συστάσεις; Έχουμε και δουλειές» είπε υποτιμητικά η φώκια.
«Πειράχτηκες που δε σε θυμόταν το κορίτσι;» πετάχτηκε γελώντας ο λύκος.
        Η φώκια χτύπησε τα πόδια της στο έδαφος και οι υπόλοιποι λύκοι τινάχτηκαν τρομαγμένοι από τον μικρό σεισμό, που φάνηκε να συμβαίνει μόνο κάτω από τα δικά τους πόδια.
«Μπέργκε Βάνια!» φώναξε νευριασμένα ο λύκος.
«Ναι, Ρέιθαρ; Θα ήθελες κάτι;» ρώτησε δήθεν έκπληκτη η φώκια.
«Και εσείς κυρία Βίγκα;» ρώτησε η Μπρεν, αγνοώντας τα ζώα.
«Το είπε πριν ο Ρέιθαρ, κορίτσι» απάντησε η Άλφχιλντ. «Είναι η Σολβέιγκ του Χειμώνα.»
«Είστε κι εσείς από παραμύθι;» ρώτησε πάλι η μικρή, με μεγάλο χαμόγελο και γουρλωμένα μάτια, σαν υπνωτισμένη.
«Είναι η Φύλακας αυτής της επικράτειας· μιας πολύ μικρής περιοχής, στριμωγμένης ανάμεσα στις τρεις δικές μας» είπε η Άλφχιλντ.
«Εμείς του βυθού, τη λέμε και Σολβέιγκ η Ανόητη» μουρμούρισε ο Μπέργκε Βάνια.
«Τι είναι η Φύλακας, κυρία Βίγκα;»
«Ένα πλάσμα κατώτερο από εμάς μεν...» μίλησε πάλι η φώκια «... με εντυπωσιακές μαγικές ικανότητες δε. Που θα μπορούσε να κάθεται αναπαυτικά στην άλλη πλευρά της γέφυρας, στην αγκαλιά των θεών· κι όμως επιμένει να υποφέρει εδώ, κοντά στους ανθρώπους» μίλησε πάλι η φώκια.
«Νομίζω πως μπορεί να τα εξηγήσει καλύτερα μόνη της» γρύλισε ο Ρέιθαρ.
    Η Σολβέιγκ μειδίασε. «Μια φορά κι έναν καιρό Μπρεν...» αγκάλιασε προστατευτικά το κορίτσι «... έγινε ένας μεγάλος πόλεμος σε αυτά τα μέρη· οι πρόγονοι του Μπέργκε Βάνια, της Άλφχιλντ και του Ρέιθαρ κόντεψαν να γκρεμίσουν μέχρι και τ’αστέρια τ’ουρανού, για να κυριαρχήσουν πάνω σε αυτό το μικρό κομμάτι γης που περιλαμβάνει την πόλη και τους λόφους τριγύρω της.»
«Γιατί;»
«Γιατί είναι ένα πολύ, πολύ μαγικό κομμάτι» είπε η γυναίκα.
«Όχι και τόσο πια· το πατάνε με τα βρωμοπόδαρά τους οι θνητοί, εδώ και αιώνες» ανταπάντησε η φώκια.
«Ένα κομμάτι που θα προσέφερε μοναδική, σχεδόν άδικη δύναμη σε όποιον Άρχοντα ή Αρχόντισσα το είχε στα χέρια του» επέμεινε η γυναίκα.
«Υπερβολές που δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ» επέμεινε και η φώκια.
«Και έτσι οι θεοί
» συνέχισε η γυναίκα «αποφάσισαν να μην το εξουσιάζει κανείς. Και, πριν πολλούς αιώνες, έβαλαν έναν Φύλακα να το προστατεύει.»
«Έχουν οι Φύλακες όλη αυτή τη μαγική δύναμη της περιοχής, δηλαδή;» ρώτησε ενθουσιασμένη η Μπρεν.
«Είπαμε ότι κανείς δεν το εξουσιάζει κορίτσι, δεν καταλαβαίνεις;» επενέβη η αρκούδα. «Οι Φύλακες απλά κάθονται εδώ, περιορισμένοι και μόνοι, μέχρι να έρθει η ώρα να ορίσουν νέο Φύλακα πριν σβήσει η πολύχρονη ζωή τους και χαθούν στα άστρα.»
«Άρα πριν, που είπαν ότι ζυγώνει η ώρα... τη δική σας ώρα εννοούσαν, κυρία Βίγκα;»
«Κάτι καταλαβαίνει τελικά» ρουθούνισε η αρκούδα και η φώκια χασκογέλασε.
Η Σολβέιγκ ένιωσε την καρδιά της νεαρής να σφίγγεται από θλίψη.
«Και έτσι να είναι...» είπε τελικά, κοιτώντας τους όλους πλάγια «εσείς τι κάνετε εδώ πέρα;»
«Εξαιρετική ερώτηση» η γυναίκα την κοίταξε περήφανα και ύστερα έριξε ένα υποτιμητικό βλέμμα στους Άρχοντες.
        Ο Μπέργκε Βάνια ανασήκωσε το βαρύ του σώμα. «Γιατί πράγματι η ώρα της ζυγώνει κορίτσι. Αλλά νέο Φύλακα δεν έχει ορίσει. Πρέπει να το κάνει πριν ακόμα αρχίσει το σώμα και οι δυνάμεις της να φθίνουν, για να τον εκπαιδεύσει σωστά.»
«Γιατί δεν έχετε ορίσει νέο Φύλακα κυρία Βίγκα;»
«Γιατί δεν έχει βρει κανέναν, κορίτσι» απάντησε ο Ρέιθαρ – κάπως θλιμμένα, της φάνηκε.
«Κάθε Φύλακας πρέπει να προσφερθεί για τη θέση, απολύτως ενήμερος για όσα περιλαμβάνει η μακρόχρονη, μοναχική υποχρέωσή του» συμπλήρωσε απρόθυμα η Σολβέιγκ. «Και έχω ρωτήσει παντού· ρωτάω όλα τα ζώα, εδώ και πολύ καιρό.»
«Τα ζώα;»
«Κάθε Φύλακας ήταν κάποτε ένα ζώο. Μόνο λίγοι από εμάς αναγκαζόμασταν να παίρνουμε συχνά ή και να ζούμε ολοκληρωτικά με ανθρώπινη μορφή, λόγω της μεγάλης παρουσίας των ανθρώπων στην περιοχή τους τελευταίους αιώνες. Μας είναι πιο εύκολο έτσι.»
«Αλλά, για πρώτη φορά στα χρονικά» είπε η Άλφχιλντ «κανένα ζώο δεν έχει δεχτεί να αναλάβει.»
«Γιατί φροντίσατε και οι τρεις σας να τους τρομάζετε όλους, εδώ και δεκαετίες.»
«Ω, σε παρακαλώ Σολβέιγκ» είπε η φώκια. «Έχει περάσει τόσος καιρός από τον πόλεμο, ακόμα και για εμάς τους υπεραιωνόβιους. Και η πάλαι πότε φημισμένη μαγεία της επικράτειάς σου έχει γίνει ανεπαίσθητη, ακόμα και για τους θεούς. Δεν υπάρχει ανάγκη πια για Φύλακες. Και, εμείς οι τρεις, είμαστε διατεθειμμένοι να μοιραστούμε την περιοχή και να ορκιστούμε ειρηνική συνύπαρξη στο επερχόμενο συμβούλιο των θεών, σε λίγες μέρες.»
«Ειρηνική συνύπαρξη εσείς οι τρεις; Χα! Αν δεν υπήρχε αυτό το ουδέτερο κομμάτι γης ανάμεσά σας, θα είχατε σκοτωθεί μεταξύ σας εδώ και καιρό!»
«Κι όμως είμαστε εδώ και οι τρεις» είπε η αρκούδα. «Διατεθειμμένοι να συνεργαστούμε για το καλό όλων.»
«Διατεθειμμένοι να σφάξετε τους ανθρώπους εννοείς και να αρχίσετε να σκάβετε για να αποκαλύψετε και πάλι τη μαγεία της γης!»
«Τουλάχιστον καθόμαστε εδώ, πολύ πιο ήρεμοι και ψύχραιμοι από εσένα.»
«Γιατί νομίζετε πως θα τα καταφέρετε να μείνω άκληρη!»
«Μπορείτε να ορίσετε τους Άρχοντες ως Φύλακες, κυρία Βίγκα!» φώναξε ξαφνικά η Μπρεν.
Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν ξαφνιασμένοι.
«Οι Φύλακες είναι και ζώα. Οι Άρχοντες είναι ζώα. Και, αν είναι Φύλακες, δε θα έχουν εξουσία στη γη και θα είναι υποχρεωμένοι να την προστατεύουν και να μην την καταστρέψουν. Σωστά;»
«Ξέχασες το σημείο, όπου πρέπει να προσφερθούμε κορίτσι» απάντησε ο Ρέιθαρ.
«Γιατί να μην προσφερθείτε; Εσείς είπατε ότι θα ορκιστείτε ειρηνική συνύπαρξη. Υπάρχει καλύτερος όρκος από την ίδια σας την ιδιότητα ως Φύλακες;»
Κανείς δεν της απάντησε.
Και η Σολβέιγκ γέλασε δυνατά.
        Ο Μπέργκε Βάνια ξάπλωσε πάλι το σώμα του και κοίταξε τα αστέρια πίσω από τα σμαραγδένια πέπλα.
«Δεν έχει νόημα να παίζουμε αγαπητή μου. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν έχεις πολύ χρόνο· όλοι το μυρίζουμε πάνω σου. Πρέπει να περπατήσεις τη γέφυρα και να έρθεις στο συμβούλιο. Δεν έχεις άλλη επιλογή.»
«Δεν έχω πολύ χρόνο αλλά έχω ακόμα χρόνο.»
«Αν δεν κληρονομήσεις την περιοχή
επίσημα σε κάποιον εσύ, όταν πεθάνεις θα μείνει αδιεκδίκητη. Και θα αναγκαστούμε να τσακωθούμε μεταξύ μας, όπως οι πρόγονοί μας, για να δούμε ποιος θα επικρατήσει. Και αυτό θα πάρει και χρόνο και ζωές.»
«Μα, δεν είπατε πως θα τη μοιράσετε με ειρηνική διάθεση;» ρώτησε η Μπρεν.
Κανείς δεν της απάντησε.

«Εγώ δε θέλω να τσακωθώ με κανέναν» είπε ο Ρέιθαρ, κοιτώντας τη φώκια.
«Ναι, αλλά δεν παραιτείσαι και από την αξίωσή σου στην επικράτεια» του απάντησε η Άλφχιλντ.
Εκείνος την παρατήρησε έντονα για λίγες στιγμές· αλλά δεν είπε λέξη.
«Ω, θα τσακωθούμε τόσο πολύ, ο Μπέργκε έχει δίκιο» ξεφύσηξε η αρκούδα.
«Κι εκείνη το ξέρει και δεν κάνει τίποτε γι’αυτό» ξεφύσηξε και η φώκια.
«Δεν κάνω αυτό που σας βολεύει, εννοείς.»
«Και γι’αυτό εμείς του βυθού τη λέμε και Ανόητη, κορίτσι» έσυρε το κεφάλι του στο έδαφος και κοίταξε την Μπρεν. «Τα βλέπεις; Ακούς την ξεροκεφαλιά της;»
Η νεαρή δεν απάντησε.
Και για λίγη ώρα επικράτησε απόλυτη σιωπή καθώς όλοι κοιτάζονταν αμίλητοι.
        Ήταν ο Ρέιθαρ που έληξε, μετά από λίγη ώρα, την ανούσια επίδειξη δύναμης.
«Λοιπόν... τουλάχιστον προσπαθήσαμε» είπε και έσυρε το μπροστά πόδι του πάνω στο λασπωμένο χιόνι, σχηματίζοντας έναν μικρό κύκλο.
«Αν δεν ξανασυναντηθούμε... καλή τύχη» κοίταξε θλιμμένα τη Σολβέιγκ.
Όλο το κοπάδι χαιρέτησε μόνο μ’ενα νεύμα την Άλφχιλντ και τον Μπέργκε Βάνια.
«Μην της εύχεσαι τύχη μια τέτοια νύχτα, που ακούνε τα πάντα οι θεοί!» γκρίνιαξε η φώκια.
«Να προσέχεις, κορίτσι» ο λύκος μίλησε και στη Μπρεν, αγνοώντας τον.
Και ύστερα, το κοπάδι γύρισε και έφυγε τρέχοντας προς τα βουνά της δύσης.    
    Η Μπρεν αισθάνθηκε έναν ξαφνικό άνεμο να την χτυπά στην πλάτη. Ένιωσε τα ακροδάχτυλα της γυναίκας να τρέμουν καθώς κοιτούσε με ένα περίεργο, σχεδόν απελπισμένο ύφος, τους λύκους να απομακρύνονται. Έσφιξε ακόμα περισσότερο το παγωμένο χέρι της.
«Συγχαρητήρια Σολβέιγκ» μούγκρισε ο Μπέργκε Βάνια. «Οι νέες μάχες των λαών μας, θα διεξαχθούν στη μνήμη σου.»
«Πάψε» απάντησε οργισμένη εκείνη.
«Μπορείς να θυμώνεις όσο θέλεις. Αλλά ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» είπε η αρκούδα.
Χτύπησε τα χέρια της μεταξύ τους τρεις συνεχόμενες φορές κι άλλη μια τέταρτη μετά από λίγο.
«Καλή ζωή, κορίτσι. Όση σου μένει δηλαδή» είπε στη Μπρεν.
Σηκώθηκε αργά και έφυγε και εκείνη προς τ’ανατολικά.
    Η νεαρή ένιωσε κι άλλον ξαφνικό άνεμο, να ορμάει αυτή τη φορά στο πρόσωπό της.
«Αυτό το πείσμα σου θα αμαυρώσει τη μνήμη όλων των Φυλάκων...» μονολόγησε ο Μπέργκε Βάνια.
«Είσαι γελοίος, που νομίζεις πως μπορείς να με φορτώσεις τις ενοχές της δικής σου λύσσας για εξουσία.»
«Κρίμα Σολβέιγκ» διατήρησε τον δήθεν απογοητευμένο τόνο του. «Τόσο κρίμα.»
Χτύπησε μαλακά δυο φορές το έδαφος με το πόδι του.
«Ελπίζω να με θυμάσαι από ‘δω και πέρα μικρή» κάγχασε στη Μπρεν.
Και ξεκίνησε να σέρνεται προς το λιμάνι.
    Άλλος ένας ξαφνικός άνεμος χώθηκε μέσα στη γούνα της νεαρής και πάγωσε τα κόκκαλά της.
Η γυναίκα τράβηξε το χέρι της μακριά.
«Κυρία Βίγκα...;»
«Πήγαινε Μπρεν» της απάντησε πνιχτά. «Λύθηκε το ποτέ-και-πουθενά. Είμαστε πάλι στον κόσμο και τον χρόνο μας. Μπορείς να πας στον Γιόργκεν.»
«Κι εσείς;»
«Μην ανησυχείς.»
«Τι θα κάνετε;»
«Μη σε απασχολεί.»
«Θα πάτε στο συμβούλιο των θεών;»
«Δεν ξέρω.»
«Τι μπορώ να κάνω εγώ για να βοηθήσω;»
«Τίποτα. Είσαι μόνο ένα θνητό κορίτσι και δε μπορείς να κάνεις τίποτα.»
«Πότε είναι το συμβούλιο;»
«Σε μερικές νύχτες.»
        Η νεαρή έσφιξε τα χείλη της και σκούπισε βιαστικά τα μάτια της, που γέμισαν δάκρυα από μόνα τους χωρίς να το θέλει. «Λυπάμαι πολύ κυρία Βίγκα. Για όσα σας συμβαίνουν.»
«Σε ευχαριστώ.»
«Πρέπει να φύγω.»
«Και βέβαια πρέπει να φύγεις» απάντησε αδιάφορα η γυναίκα και ξεκίνησε να περπατάει πάλι προς τον λόφο.
«Τι ζώο είσασταν!;» η Μπρεν φώναξε απεγνωσμένα, μη θέλοντας να την αφήσει να φύγει.
«Τι;»
«Πριν γίνετε Φύλακας; Πριν ζήσετε σαν άνθρωπος;»
«Πριν πολύ, πολύ καιρό... ήμουν η αδελφή του Ρέιθαρ» απάντησε εκείνη παραιτημένα και συνέχισε να περπατάει, αφήνοντας το κορίτσι να την κοιτά αποσβωλομένο.

***

        Η Σολβέιγκ έκανε ασυνήθιστα πολλή ώρα να φτάσει στο σπίτι στο λόφο. Τα πόδια της σέρνονταν στο χιόνι και ανασήκωναν το λασπωμένο έδαφος από κάτω· η απαστράπτουσα λευκή γούνα λερωνόταν και θάμπωνε με κάθε της βήμα. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στη δύση· στα σκοτεινά βουνά στο βάθος του ορίζοντα, που κάποτε αποκαλούσε πατρίδα της και που κάποτε εγκατέλειψε γι’αυτό που είχε θεωρήσει ύψιστη τιμή.
    Ό,τι κι αν αποφάσιζε να κάνει, ο πόλεμος μεταξύ των τριών λαών έμοιαζε σπαρακτικά αναπόφευκτος. Και η απόφαση των θεών να χαρίσουν στην πρώτη Φύλακα και σε όσους την διαδέχονταν, την ικανότητα και πλήρη ανεξαρτησία να διαλέγουν τόσο τους κληρονόμους τους όσο και την ίδια τη μοίρα αυτής της μικρής επικράτειας, ανεμπόδιστοι από οτιδήποτε άλλο πέραν της προσωπικής τους κρίσης, έμοιαζε τώρα με θηλιά που έσφιγγε όλο και περισσότερο γύρω από τον λαιμό της.
        Έκλεισε πίσω της την πόρτα του σπιτιού και κατέρρευσε στο πάτωμα, παλεύοντας να πάρει ανάσα. Κλώτσησε μακριά τη γούνα και έβγαλε τα ρούχα της, μένοντας με το μεσοφόρι· τα έκανε έναν μπόγο και τα πέταξε στη φωτιά. Το υφαντό που ακόμα χόρευε στο ημίφως της φλόγας την έκανε να ζαλίζεται ακόμα περισσότερο.
    Είχε προσποιηθεί τόσο καλά πως θα έβρισκε λύση, ακόμα κι αν είχαν μείνει μόνο λίγες εποχές μέχρι την τελευταία της ανάσα. Είχε ελπίσει τόσο πολύ πως, κάπως, θα εξέπνεε ως άλλη μια Φύλακας και όχι ως η τελευταία.
        Ξαφνικά, η πόρτα χτύπησε πάλι. Τρεις χτύποι, μικρό κενό, μετά τέσσερις και αμέσως άλλοι δύο. Κοκκάλωσε στη θέση της, νομίζοντας πως είχε παραισθήσεις.
«Κυρία Βίγκα!» η φωνή της Μπρεν ήρθε πνιχτή πίσω από το παχύ ξύλο και τα κλειστά παράθυρα.
Η Σολβέιγκ σηκώθηκε γρήγορα και άνοιξε. Η παγωνιά της απέραντης νύχτας όρμηξε στο τζάκι και όλο το σπίτι μύρισε κάπνα.
«Τι κάνεις εδώ!; Ο Γιόργκεν;»
    Το κορίτσι ήταν εμφανώς λαχανιασμένο αλλά κατάφερε να τεντώσει το στόμα της σ’ένα πλατύ χαμόγελο. «Είναι καλά. Δηλαδή θα γίνει καλά, δεν έχω αμφιβολία· το φάρμακό σας δεν αποτυγχάνει ποτέ. Του το έδωσα και έτρεξα πάλι εδώ.»
«Το βλέπω, αλλά τι θες;»
«Μπορώ να μπω;»
«Να μπεις; Εσύ δεν είσαι που μου έλεγες ότι φοβάσαι τις κατάρες του Θεού σου;»
«Μπορώ να μπω;» επέμεινε η νεαρή.
Και η Σολβέιγκ παραμέρισε και την άφησε να περάσει.
«Αν το μάθουν οι δικοί σου ότι κυκλοφορείς ακόμα έξω;» ρώτησε αυστηρά καθώς έκλεινε πάλι την πόρτα. «Και ότι ήρθες πάλι εδώ;»
«Ξέρετε, κυρία Βίγκα...» την αγνόησε η Μπρεν «... σκεφτόμουν.»
«Τι;»
«Είπατε ότι οι Φύλακες πρέπει να προσφερθούν για να γίνουν Φύλακες.»
«Ναι.»
«Και ότι ζουν μια μοναχική ζωή.»
«Ναι.»
«Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν έχουν φίλους;»
«Όχι απαραίτητα. Δεν είναι οι ίδιοι οι Φύλακες που δεν επιθυμούν τη συντροφικότητα οποιουδήποτε είδους, αλλά τα υπόλοιπα πλάσματα που δε μας πλησιάζουν αρκετά ώστε να δημιουργήσουμε δεσμούς. Είτε γιατί μας φοβούνται είτε γιατί μας θεωρούν ιερούς.»
«Όμως δεν απαγορεύεται να προσπαθήσουμε, σωστά;»
«Η δική μας συνύπαρξη Μπρεν, νομίζω πως καθιστά προφανές ότι δεν απαγορεύεται» μειδίασε η Σολβέιγκ.
«Και οι Φύλακες έχουν μαγεία, σωστά;»
«Σωστά.»
«Και μπορούν να φεύγουν από την επικράτεια; Και να επιστρέφουν; Να κάνουν βόλτες δηλαδή και να ξανάρχονται;»
Η γυναίκα κάγχασε εύθυμα. «Υποθέτω πως κι αυτό δεν απαγορεύεται· αν και δεν είναι καλό να μένουν μακριά για πολλές μέρες.»
«Ναι, λογικό...»
«Τι σκέφτηκες Μπρεν;»
«Οι Φύλακες λοιπόν είναι όλοι ζώα...» μονολόγησε το κορίτσι.
«Έχω ρωτήσει όλα τα ζώα.»
«Εμένα δε με ρωτήσατε.»
«Τι;»
«Εσείς δε μου είχατε μάθει ότι και οι άνθρωποι είναι, επί της ουσίας, ζώα;»
Τα μάτια της Σολβέιγκ άνοιξαν διάπλατα.
Και η θηλιά στο λαιμό της άρχισε να χαλαρώνει.


Νορβηγία, Νοέμβριος 1731 μ.Χ.

        Μια φορά κι έναν καιρό, στις άκρες της μέρας και της νύχτας, σε εποχές που τα πλάσματα των παλιών θρύλων ακόμα κρέμονταν στις καρδιές των ανθρώπων όσο νέοι θεοί κυβερνούσαν τα μυαλά και τις ζωές τους, υπήρχε μια μικρή πόλη σε μια μακρινή χώρα· γεννημένη σε μια γωνιά των ακτών του βόρειου ωκεανού, ξαπλωμένη στους πρόποδες ενός ψηλού λόφου, τριγυρισμένη από χιονισμένα βουνά και λευκά μονοπάτια. Τα καλοκαίρια λουζόταν στον χλωμό ήλιο και τον ξεθωριασμένο ουρανό ενώ τον χειμώνα βαφόταν μπλε και μαβιά από την πολική νύχτα και ύστερα χρυσοπράσινη από τα μαγικά, ουράνια φώτα της περιοχής, μόνιμα σκεπασμένη από σιωπηλά σούρουπα και θολές χαραυγές.

***

        Το τελευταίο βράδυ του τελευταίου μήνα του φθινοπώρου, καθώς το σκοτάδι ήδη κάλυπτε σχεδόν τα πάντα μέρα-νύχτα εδώ και μέρες, καθώς οι άνθρωποι κοιμούνταν βαθιά, καθώς και η τελευταία νιφάδα χιονιού έφτανε στο έδαφος και τα σύννεφα είχαν διαλυθεί πλήρως, η αιθέρια γέφυρα που ένωνε τον κόσμο των ανθρώπων με το βασίλειο των θεών, εμφανίστηκε ολόκληρη επιτέλους στον ουρανό σε όλη της την εκτυφλωτική μεγαλοπρέπεια· και η σμαραγδένια λάμψη της, καθώς χόρευε ανάμεσα στ’αστέρια, θα χρωμάτιζε όλον τον τόπο μέχρι την άνοιξη.

***

        Την ίδια στιγμή, ένας μεγαλόσωμος γκρίζος λύκος με λαμπερά κίτρινα μάτια είχε μόλις ανέβει στην κορφή του λόφου και κοιτούσε το μικρό σπίτι που βρισκόταν χωμένο – σχεδόν κρυμμένο, για όποιον δεν ήξερε την ύπαρξή του – στη βάση ενός τεράστιου βράχου, πάνω από τη δυτική πλαγιά.
Λίγη ώρα μετά, τέντωσε το σώμα του και αλύχτησε στη χρυσοπράσινη κουρτίνα που έκρυβε τα άστρα. Και ύστερα, περπάτησε αργά στην άλλη πλευρά του βράχου.
        Εκεί, στην άκρη της πλαγιάς, καθόταν μια ψηλή κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά, πλεγμένα περίτεχνα στα πλάγια του κεφαλιού της, καταγάλανα μάτια και κατακόκκινα μάγουλα. Τα πόδια της κρέμονταν στο κενό και το χέρι της ήταν βυθισμένο στη λευκή, παχιά γούνα μιας μεγαλόσωμης λύκαινας που είχε ξαπλώσει δίπλα της.
«Καλησπέρα Μπρεν.»
Η κοπέλα γύρισε προς το μέρος του.
«Δεν ήμουν σίγουρη αν θα έρθεις» του είπε υποτιμητικά. «Όμως εκείνη ήταν» χάιδεψε με αγάπη το εντυπωσιακό ζώο.
«Και βέβαια ήταν» παραδέχτηκε χαμηλόφωνα ο Ρέιθαρ. «Καλησπέρα Σολβέιγκ.»
«Δε μπορεί να σε ακούσει πια, σύντομα θα πεθάνει. Κοιμάται βαθιά από εχθές.»
        Ένας δυνατός άνεμος φύσηξε καταπάνω τους και η Μπρεν έκλεισε τα μάτια της. Όταν τα άνοιξε πάλι, στη θέση του λύκου στεκόταν ένας ψηλόλιγνος άνδρας με μακριά, σκούρα μαλλιά που σέρνονταν στο χιόνι, σκεπασμένος με μια παχιά, γκρίζα γούνα.
    Έσκυψε πάνω από τη λύκαινα και φίλησε το μέτωπό της. «Και βέβαια μπορεί να με ακούσει» είπε νοσταλγικά. «Δε μπορεί να κάνει τίποτε άλλο πια, παρά να αφήσει τη φωνή μου να την οδηγήσει στα άστρα.»
«Έναν χρόνο πριν, είχες έρθει για να την εξευτελίσεις» είπε η Μπρεν, πικραμένη.
«Είχα έρθει μόνο για να την απαλλάξω από την απελπισία της· για να της προσφέρω λύση στο πρόβλημά της.»
«Δεν ήταν η λύση που ζητούσε.»
«Ήταν η μόνη που μπορούσα να δώσω.»
«Αφού έπεισες όλα τα ζώα να αρνηθούν την κληρονομιά της.»
«Ποτέ δεν το έκανα αυτό.»
«Αλλά άφησες τους άλλους δύο να το κάνουν.»
Ο Ρέιθαρ δεν απάντησε.
«Όπως και να’χει...» ξεφύσηξε η Μπρεν «... στάθηκες απέναντί της σαν ξένος.»
Εκείνος αναστέναξε. «Όχι μόνο τότε δυστυχώς· αλλά από τη στιγμή που δέχτηκε να γίνει Φύλακας.»
«Και τώρα μετανιώνεις;»
«Δεν έχω το δικαίωμα;»
«Αν είσαι εδώ και φέρεσαι επιτέλους
στην αδελφή σου όπως θα ‘πρεπε, μόνο και μόνο για να με ξεγελάσεις και να σου χαρίσω την επικράτεια-»
        Ο Ρέιθαρ την πλησίασε ξαφνικά, τόσο που η χλωμή μύτη του – στολισμένη στη ράχη της με μια μαύρη γραμμή, που κύκλωνε και τα κίτρινα μάτια του και έσβηνε στους κροτάφους – ακούμπησε τη ροδαλή μύτη της Μπρεν. «Αν ήθελα να σε ξεγελάσω...» της είπε με μια βαθιά φωνή που έκανε τα αυτιά της να βουίξουν «... τα ιδρωμένα σώματά μας θα ζέσταιναν ήδη το αχυροκρέβατό σου και θα μου ορκιζόσουν αιώνια αφοσίωση.»
Εκείνη δεν απέφυγε το τρομακτικό του βλέμμα. «Κανείς δε μπορεί να μαγέψει μια Φύλακα.»
«Η ικανότητά μου να υπνωτίζω τους άλλους δεν είναι ξόρκι. Αλλά ακόμα και χωρίς μαγεία, το ολιγόχρονο μυαλό σου θα ήταν παιχνιδάκι στα αθάνατα χέρια μου.»
Η Μπρεν ξεροκατάπιε· αλλά συνέχισε να τον κοιτάζει.
    Εκείνος απομακρύνθηκε και πήρε τα μάτια του από πάνω της. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από το βαρύ σώμα της λύκαινας και τη σήκωσε, τακτοποιώντας την με στοργή στην αγκαλιά του.
«Πάμε;» είπε ήρεμα. «Οι θεοί και οι Άρχοντες και όλα τα μαγικά πλάσματα περιμένουν να αποχαιρετήσουν τη Σολβέιγκ· και να καλωσορίσουν επίσημα και εσένα, ως τη νέα Φύλακα.»
        Η Μπρεν σηκώθηκε, τυλίχτηκε σφιχτά με το δικό της γούνινο παλτό και κοίταξε τη σμαραγδένια γέφυρα. «Ούτε εγώ θα είμαι η τελευταία, Ρέιθαρ· να το θυμάσαι αυτό.»
«Δε χρειάζεται να το θυμάμαι. Το ήξερα, από τη στιγμή που έμαθα πως προσφέρθηκες να τη διαδεχτείς.»
«Ούτε εσύ ούτε η Άλφχιλντ και ο Μπέγκε Βάνια, ούτε οι ίδιοι οι θεοί – ακόμα κι αν μπορούσαν – δε θα με φέρετε στην ίδια θέση που φέρατε τη Σολβέιγκ έναν χρόνο πριν. Δε σας φοβάμαι.»
«Δε μας φοβήθηκες όταν ήσουν απλά ένα άμαθο, αδύναμο κορίτσι· δεν περιμένω να διστάσεις τώρα, που έχεις τη μαγεία της θέσης σου και την εύνοια των θεών.»
«Αν τολμήσει κανείς σας να ανακατευτεί στη διαδικασία της δικής μου διαδοχής, δε θα προλάβετε καν να σκεφτείτε για ενδεχόμενο πόλεμο πάνω από την επικράτειά μου. Θα φέρω εγώ τον πόλεμο στις δικές σας.»
«Είμαι σίγουρος.»
«Με κοροϊδεύεις;»
«Όχι.»
«Δε σε πιστεύω.»
«Δεν πειράζει· έχουμε και οι δύο μερικούς αιώνες μπροστά μας για να στο αποδείξω»  είπε και χαμογέλασε.
    Ύστερα, βύθισε το πρόσωπό του στην παχιά γούνα της αδελφής του και έτριψε το μέτωπό του στη ράχη της.
«Χαίρε Φύλακα. Καλό ταξίδι» της ψιθύρισε – και οι λέξεις του αντήχησαν στα βουνά γύρω τους.
Και αμέσως, λύγισε το γόνατό του και υποκλίθηκε στη Μπρεν.
«Χαίρε Φύλακα!» φώναξε – και η φωνή του αντήχησε στα σωθικά της, καθώς η χρυσοπράσινη γέφυρα άνοιγε τις ουράνιες πύλες της για να την περπατήσουν.


Τέλος

Α. Γάρδα


Artwork: Photo of Aurora Borealis
Artist: Daniel Kordan

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση