Έαρ
Ήταν σχεδόν ανεπαίσθητος ο ήχος που την ξύπνησε. Άνοιξε αργά τα μάτια της και έμεινε ακίνητη για λίγο. Δεν προσπαθούσε να αναγνωρίσει τον ήχο, ήξερε πολύ καλά τι άκουγε. Αλλά έμεινε ακίνητη, παρ'ολ'αυτά, με ένα αινιγματικό ύφος στο πρόσωπό της, ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη και μια ελαφριά θλίψη στα μάτια.
Χωρίς να γυρίσει το βλέμμα της, άπλωσε το χέρι και βρήκε ένα άλλο, που ακουμπούσε την πλάτη της. Τράβηξε το χέρι και το τύλιξε γύρω από τον κορμό της. Και το χέρι έσφιξε από μόνο του γύρω της και το σώμα που ανήκε στο χέρι, ακούμπησε ολόκληρο επάνω της και μια κρύα ανάσα δρόσισε τον σβέρκο της. Και έμειναν, οι δύο τώρα, πάλι ακίνητοι. Ξαπλωμένοι δίπλα-δίπλα, αγκαλιασμένοι, χωρίς λέξεις και βλέμματα.
Όταν ο ήχος δυνάμωσε, τόσο που σίγουρα κι άλλοι θα τον άκουγαν πια, το χέρι την έσφιξε πάλι και πέρασε λαίμαργα πάνω από τον λαιμό και τα στήθη και την κοιλιά της. Χάιδεψε το γοφό και ύστερα εξαφανίστηκε πάλι πίσω από την πλάτη της. Τράβηξε μαλακά τα μαλλιά της και δυο παγωμένα χείλη φίλησαν το σβέρκο της κι εκείνη έκλεισε ξανά τα μάτια, για να χορτάσει τη στιγμή. Τα χείλη δεν απομακρύνονταν κι εκείνη δεν άνοιγε τα βλέφαρα, σα να προσπαθούσαν να σταματήσουν το χρόνο. Μα ο ήχος δυνάμωσε κι άλλο. Τα χείλη την άφησαν κι εκείνη σηκώθηκε απρόθυμα και άφησε τα σκούρα, αραχνούφαντα πέπλα της πάνω στο κρεβάτι χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Τα άκουσε να μαζεύονται και να μετατρέπονται σε ένα κουβάρι μέσα σε μια άδεια αγκαλιά.
Άνοιξε γυμνή, τη βαριά πόρτα του δωματίου. Μια ηλικιωμένη γυναίκα την περίμενε απ'έξω, με σκυμμένο κεφάλι και τα μάτια στραμμένα αλλού. Στα χέρια της κρατούσε μια χρωματιστή φορεσιά που ανέδυε φως, σαν πρωινός ήλιος πίσω από πυκνά σύννεφα. Ντύθηκε αμίλητη και όταν τελείωσε, ψιθύρισε έναν αποχαιρετισμό και ξεκίνησε να περπατά στον σκοτεινό, βαθύ διάδρομο. Η ηλικιωμένη γυναίκα σκούπισε βιαστικά τα μάτια της και χάθηκε στο σκοτάδι.
Πέρασε από άλλους διαδρόμους, στενούς και φαρδείς. Πέρασε από σκοτεινά δωμάτια και ημιφωτισμένες αίθουσες. Το πρόσωπό της δεν αλλοιωνόταν από την υγρασία και τις μυρωδιές από σάπια φύλλα και βρεγμένο χώμα και θάνατο.
Δεκάδες ήταν στριμωγμένοι στους τοίχους, με τα βλέμματά τους μακριά της, ανήμποροι να αντικρύσουν κατευθείαν το φως των ρούχων. Όμως άπλωναν τα χέρια για να την αγγίξουν ή να τη χαιρετήσουν απο μακριά και τραγουδούσαν χαμηλόφωνα σκοπούς, που μιλούσαν για αποχαιρετισμούς και επανασυνδέσεις. Κι εκείνη ακουμπούσε με συμπάθεια τα ζαρωμένα δάχτυλα. Άλλα λευκά και αποστεωμένα, άλλα με γαμψά νύχια και μαύρες φλέβες, άλλα σαν καμένα ή με ανοιχτές πληγές και φουσκάλες. Κι όσο συνέχιζε την πορεία, ο ήχος δυνάμωνε. Κάτι σερνόταν πάνω στους βράχους γύρω της και την καλούσε.
Έφτασε στην τελευταία αίθουσα, στην τελευταία πόρτα, που ήταν φτιαγμένη από την ίδια πέτρα, όπως όλο της το σπίτι. Ορθονώταν θεόρατη, δίφυλλη και σκαλισμένη με χιλιάδες σύμβολα. Χωρίς πόμολα, χωρίς κλειδωνιές. Ξεκίνησε η ίδια να τραγουδά πάνω από τις πένθιμες νότες των άλλων, έναν άλλο σκοπό που είχε μάθει πολύ παλιά. Η πόρτα μούγκρισε και τραντάχτηκε, προσπαθώντας να αντισταθεί, αλλά μάταια. Τα δυο φύλλα της χωρίστηκαν και εκείνη πήρε μια βαθειά ανάσα, αντικρύζοντας τον επόμενο χώρο. Μια τεράστια, θολωτή σπηλιά. Το πέτρινο πάτωμα της αίθουσας συνέχιζε πέρα από την πόρτα και κατέληγε σε μυτερούς βράχους, που βυθίζονταν σε μια σκοτεινή λίμνη.
Η επιφάνεια της λίμνης ήταν γεμάτη μικρές, ξύλινες βάρκες. Πάνω τους στέκονταν αφύσικα ψιλόλιγνες φιγούρες, κρυμμένες μέσα σε σκούρες κάπες και κουκούλες. Και στις όχθες της λίμνης, είδε μια μεγαλύτερη βάρκα που κουνιόταν και άλλαζε χρώματα και κομμάτια της μορφής της. Πλησίασε το θολό νερό και βούτηξε τα πόδια της, χαμογελώντας στα μυριάδες σκουλήκια που σχημάτιζαν το περίεργο σκαρί. Πέρασε τα χέρια της επάνω τους και εκείνα δονήθηκαν από ευχαρίστηση. Η πλώρη διαλύθηκε για λίγο και τα σκουλήκια τυλίχτηκαν γύρω της μέχρι τα γόνατα και τη σήκωσαν χωρίς κόπο, σα να μην ήταν αληθινό το σώμα αλλά μονάχα μια οπτασία. Τη μετέφεραν και την άφησαν πάνω τους, στο αυτοσχέδιο κατάστρωμα. Η πλώρη σχηματίστηκε πάλι και όλα μαζί άρχισαν να κουνιούνται και να κολυμπούν και να σέρνονται στο βυθό, ξεκινώντας την πορεία τους στη λίμνη. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους, αργά και με θόρυβο. Οι κουκουλοφόρες μορφές έσκυψαν σε βαθειές υποκλίσεις και έμειναν έτσι, μέχρι που εκείνη και η σάρκινη βάρκα της χάθηκαν στο σκοτάδι.
Ταξίδεψαν για ώρα χωρίς να βλέπουν που πηγαίνουν ή τι βρισκόταν γύρω τους. Αλλά δεν καθυστέρησαν πουθενά, δεν έχασαν τις σωστές στροφές μέσα στις αμέτρητες διακλαδώσεις της σπηλιάς. Και ξαφνικά, βγήκαν σε έναν άλλο θολωτό χώρο που κι αυτός δεν είχε φως, αλλά εκείνη πήρε άλλη μια βαθειά ανάσα και χαμογέλασε πλατιά και τα ρουθούνια της γέμισαν φρέσκους μίσχους και γινωμένα στάχυα και φορτωμένα μπουμπούκια. Η βάρκα διαλύθηκε ομαλά και τα σκουλήκια την τύλιξαν, αμέσως, ολόκληρη. Ούτε ένα σημείο του σώματος ή της φορεσιάς της δεν ακούμπησε το νερό. Μεταμορφώθηκαν σε σάρκινο σίφουνα, που αναδυόταν από τη λίμνη και έφτανε στην κορφή της σπηλιάς. Κι αυτή η κορφή δεν ήταν πέτρα αλλά αμέτρητες ρίζες, που πλέκονταν μεταξύ τους σφιχτά και συγκρατούσαν την αδιανόητη ποσότητα χώματος από πάνω τους. Με αργό ρυθμό, όλα τα σκουλήκια απομακρύνονταν ένα-ένα από το σύμπλεγμά τους και χάνονταν ανάμεσα στις ρίζες. Και όταν την ανέβασαν αρκετά ψηλά και τα δικά της χέρια άγγιξαν την οροφή της σπηλιάς, οι ρίζες χωρίστηκαν και το σώμα της σπρώχτηκε ομαλά και χάθηκε μέσα στο υπέδαφος.
Έμεινε ακίνητη για λίγο, αφήνοντας το χώμα να κάτσει στο δέρμα της, να περάσει στα νύχια της και μέσα από τα ρούχα, να ποτίσει τα χείλη - που έπαιρναν μισάνοιχτα κλεφτές αναπνοές - και να μπει στα ρουθούνια της. Άκουγε πώς κινούνταν τα σκουλήκια, από που περνούσαν τα υπόλοιπα πλάσματα γύρω της και ένιωθε τη ροή των ριζών, προσπαθώντας να βρει δρόμο για να περάσει το δικό της κορμί. Κι όταν σιγουρεύτηκε, σταμάτησε να αναπνέει. Έσπρωξε, με τις παλάμες και τις πατούσες της, το χώμα προς τα κάτω και ξεκίνησε την πορεία της.
Τυλιγόταν και στριφογύριζε σα φίδι, περνώντας από μικρούς θύλακες κενού εδάφους και παίρνοντας γρήγορες ανάσες πριν το πρόσωπό της θαφτεί πάλι μέσα στο χώμα. Σταματούσε συχνά για να επιβεβαιώσει τον σωστό δρόμο και αισθανόταν δεκάδες πλάσματα να προσπαθούν να την προωθήσουν προς τα πάνω, έστω και μια σπιθαμή, έστω και από μια τρίχα των μαλλιών της. Έσπρωχνε και κλωτσούσε και πάλευε, όταν ξαφνικά τα βουλωμένα αυτιά της έπιασαν κάτι καινούριο. Ένας βόμβος αλλοιωμένος και υπόκωφος, σχεδόν σαν όλους τους άλλους που άκουγε τόση ώρα. Σχεδόν. Γιατί εκείνη θα μπορούσε να ξεχωρίσει τα φτερά των μελισσών, ακόμα κι αν δε μπορούσε να ακούσει τίποτε άλλο. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Τέντωσε, με όση δύναμη της είχε απομείνει, τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της. Ανατρίχιασε ολόκληρη, νιώθοντας ένα ξαφνικό κενό και μια υπέροχη θερμότητα στα ακροδάχτυλά της. Ένα ξένο χέρι την άρπαξε και την τράβηξε με δύναμη προς τα πάνω.
Μόλις το κεφάλι της βγήκε στην επιφάνεια, εκείνη πήρε μια απότομη, απολαυστική ρουφηξιά φρέσκου αέρα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ζάρωσαν σε μια έκφραση πόνου, κάτω από το εκτυφλωτικό φως του πρωινού ήλιου. Οι μέλισσες γύρω της πετούσαν εκστασιασμένες και τα σκουλήκια μισόβγαιναν από τα υγρά μονοπάτια τους για να δουν αν ήταν καλά. Άνοιξε ξανά τα μάτια της και χαμογέλασε στη γυναίκα που την κρατούσε σφιχτά, με δάκρυα στα μάτια. Και όταν έσκυψε και φίλησε το ζεστό χώμα, το πρώτο μπουμπούκι έσκασε ανυπόμονα και άνοιξε τα πέταλά του, για να υποδεχτεί την Άνοιξη.
Χωρίς να γυρίσει το βλέμμα της, άπλωσε το χέρι και βρήκε ένα άλλο, που ακουμπούσε την πλάτη της. Τράβηξε το χέρι και το τύλιξε γύρω από τον κορμό της. Και το χέρι έσφιξε από μόνο του γύρω της και το σώμα που ανήκε στο χέρι, ακούμπησε ολόκληρο επάνω της και μια κρύα ανάσα δρόσισε τον σβέρκο της. Και έμειναν, οι δύο τώρα, πάλι ακίνητοι. Ξαπλωμένοι δίπλα-δίπλα, αγκαλιασμένοι, χωρίς λέξεις και βλέμματα.
Όταν ο ήχος δυνάμωσε, τόσο που σίγουρα κι άλλοι θα τον άκουγαν πια, το χέρι την έσφιξε πάλι και πέρασε λαίμαργα πάνω από τον λαιμό και τα στήθη και την κοιλιά της. Χάιδεψε το γοφό και ύστερα εξαφανίστηκε πάλι πίσω από την πλάτη της. Τράβηξε μαλακά τα μαλλιά της και δυο παγωμένα χείλη φίλησαν το σβέρκο της κι εκείνη έκλεισε ξανά τα μάτια, για να χορτάσει τη στιγμή. Τα χείλη δεν απομακρύνονταν κι εκείνη δεν άνοιγε τα βλέφαρα, σα να προσπαθούσαν να σταματήσουν το χρόνο. Μα ο ήχος δυνάμωσε κι άλλο. Τα χείλη την άφησαν κι εκείνη σηκώθηκε απρόθυμα και άφησε τα σκούρα, αραχνούφαντα πέπλα της πάνω στο κρεβάτι χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Τα άκουσε να μαζεύονται και να μετατρέπονται σε ένα κουβάρι μέσα σε μια άδεια αγκαλιά.
Άνοιξε γυμνή, τη βαριά πόρτα του δωματίου. Μια ηλικιωμένη γυναίκα την περίμενε απ'έξω, με σκυμμένο κεφάλι και τα μάτια στραμμένα αλλού. Στα χέρια της κρατούσε μια χρωματιστή φορεσιά που ανέδυε φως, σαν πρωινός ήλιος πίσω από πυκνά σύννεφα. Ντύθηκε αμίλητη και όταν τελείωσε, ψιθύρισε έναν αποχαιρετισμό και ξεκίνησε να περπατά στον σκοτεινό, βαθύ διάδρομο. Η ηλικιωμένη γυναίκα σκούπισε βιαστικά τα μάτια της και χάθηκε στο σκοτάδι.
Πέρασε από άλλους διαδρόμους, στενούς και φαρδείς. Πέρασε από σκοτεινά δωμάτια και ημιφωτισμένες αίθουσες. Το πρόσωπό της δεν αλλοιωνόταν από την υγρασία και τις μυρωδιές από σάπια φύλλα και βρεγμένο χώμα και θάνατο.
Δεκάδες ήταν στριμωγμένοι στους τοίχους, με τα βλέμματά τους μακριά της, ανήμποροι να αντικρύσουν κατευθείαν το φως των ρούχων. Όμως άπλωναν τα χέρια για να την αγγίξουν ή να τη χαιρετήσουν απο μακριά και τραγουδούσαν χαμηλόφωνα σκοπούς, που μιλούσαν για αποχαιρετισμούς και επανασυνδέσεις. Κι εκείνη ακουμπούσε με συμπάθεια τα ζαρωμένα δάχτυλα. Άλλα λευκά και αποστεωμένα, άλλα με γαμψά νύχια και μαύρες φλέβες, άλλα σαν καμένα ή με ανοιχτές πληγές και φουσκάλες. Κι όσο συνέχιζε την πορεία, ο ήχος δυνάμωνε. Κάτι σερνόταν πάνω στους βράχους γύρω της και την καλούσε.
Έφτασε στην τελευταία αίθουσα, στην τελευταία πόρτα, που ήταν φτιαγμένη από την ίδια πέτρα, όπως όλο της το σπίτι. Ορθονώταν θεόρατη, δίφυλλη και σκαλισμένη με χιλιάδες σύμβολα. Χωρίς πόμολα, χωρίς κλειδωνιές. Ξεκίνησε η ίδια να τραγουδά πάνω από τις πένθιμες νότες των άλλων, έναν άλλο σκοπό που είχε μάθει πολύ παλιά. Η πόρτα μούγκρισε και τραντάχτηκε, προσπαθώντας να αντισταθεί, αλλά μάταια. Τα δυο φύλλα της χωρίστηκαν και εκείνη πήρε μια βαθειά ανάσα, αντικρύζοντας τον επόμενο χώρο. Μια τεράστια, θολωτή σπηλιά. Το πέτρινο πάτωμα της αίθουσας συνέχιζε πέρα από την πόρτα και κατέληγε σε μυτερούς βράχους, που βυθίζονταν σε μια σκοτεινή λίμνη.
Η επιφάνεια της λίμνης ήταν γεμάτη μικρές, ξύλινες βάρκες. Πάνω τους στέκονταν αφύσικα ψιλόλιγνες φιγούρες, κρυμμένες μέσα σε σκούρες κάπες και κουκούλες. Και στις όχθες της λίμνης, είδε μια μεγαλύτερη βάρκα που κουνιόταν και άλλαζε χρώματα και κομμάτια της μορφής της. Πλησίασε το θολό νερό και βούτηξε τα πόδια της, χαμογελώντας στα μυριάδες σκουλήκια που σχημάτιζαν το περίεργο σκαρί. Πέρασε τα χέρια της επάνω τους και εκείνα δονήθηκαν από ευχαρίστηση. Η πλώρη διαλύθηκε για λίγο και τα σκουλήκια τυλίχτηκαν γύρω της μέχρι τα γόνατα και τη σήκωσαν χωρίς κόπο, σα να μην ήταν αληθινό το σώμα αλλά μονάχα μια οπτασία. Τη μετέφεραν και την άφησαν πάνω τους, στο αυτοσχέδιο κατάστρωμα. Η πλώρη σχηματίστηκε πάλι και όλα μαζί άρχισαν να κουνιούνται και να κολυμπούν και να σέρνονται στο βυθό, ξεκινώντας την πορεία τους στη λίμνη. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους, αργά και με θόρυβο. Οι κουκουλοφόρες μορφές έσκυψαν σε βαθειές υποκλίσεις και έμειναν έτσι, μέχρι που εκείνη και η σάρκινη βάρκα της χάθηκαν στο σκοτάδι.
Ταξίδεψαν για ώρα χωρίς να βλέπουν που πηγαίνουν ή τι βρισκόταν γύρω τους. Αλλά δεν καθυστέρησαν πουθενά, δεν έχασαν τις σωστές στροφές μέσα στις αμέτρητες διακλαδώσεις της σπηλιάς. Και ξαφνικά, βγήκαν σε έναν άλλο θολωτό χώρο που κι αυτός δεν είχε φως, αλλά εκείνη πήρε άλλη μια βαθειά ανάσα και χαμογέλασε πλατιά και τα ρουθούνια της γέμισαν φρέσκους μίσχους και γινωμένα στάχυα και φορτωμένα μπουμπούκια. Η βάρκα διαλύθηκε ομαλά και τα σκουλήκια την τύλιξαν, αμέσως, ολόκληρη. Ούτε ένα σημείο του σώματος ή της φορεσιάς της δεν ακούμπησε το νερό. Μεταμορφώθηκαν σε σάρκινο σίφουνα, που αναδυόταν από τη λίμνη και έφτανε στην κορφή της σπηλιάς. Κι αυτή η κορφή δεν ήταν πέτρα αλλά αμέτρητες ρίζες, που πλέκονταν μεταξύ τους σφιχτά και συγκρατούσαν την αδιανόητη ποσότητα χώματος από πάνω τους. Με αργό ρυθμό, όλα τα σκουλήκια απομακρύνονταν ένα-ένα από το σύμπλεγμά τους και χάνονταν ανάμεσα στις ρίζες. Και όταν την ανέβασαν αρκετά ψηλά και τα δικά της χέρια άγγιξαν την οροφή της σπηλιάς, οι ρίζες χωρίστηκαν και το σώμα της σπρώχτηκε ομαλά και χάθηκε μέσα στο υπέδαφος.
Έμεινε ακίνητη για λίγο, αφήνοντας το χώμα να κάτσει στο δέρμα της, να περάσει στα νύχια της και μέσα από τα ρούχα, να ποτίσει τα χείλη - που έπαιρναν μισάνοιχτα κλεφτές αναπνοές - και να μπει στα ρουθούνια της. Άκουγε πώς κινούνταν τα σκουλήκια, από που περνούσαν τα υπόλοιπα πλάσματα γύρω της και ένιωθε τη ροή των ριζών, προσπαθώντας να βρει δρόμο για να περάσει το δικό της κορμί. Κι όταν σιγουρεύτηκε, σταμάτησε να αναπνέει. Έσπρωξε, με τις παλάμες και τις πατούσες της, το χώμα προς τα κάτω και ξεκίνησε την πορεία της.
Τυλιγόταν και στριφογύριζε σα φίδι, περνώντας από μικρούς θύλακες κενού εδάφους και παίρνοντας γρήγορες ανάσες πριν το πρόσωπό της θαφτεί πάλι μέσα στο χώμα. Σταματούσε συχνά για να επιβεβαιώσει τον σωστό δρόμο και αισθανόταν δεκάδες πλάσματα να προσπαθούν να την προωθήσουν προς τα πάνω, έστω και μια σπιθαμή, έστω και από μια τρίχα των μαλλιών της. Έσπρωχνε και κλωτσούσε και πάλευε, όταν ξαφνικά τα βουλωμένα αυτιά της έπιασαν κάτι καινούριο. Ένας βόμβος αλλοιωμένος και υπόκωφος, σχεδόν σαν όλους τους άλλους που άκουγε τόση ώρα. Σχεδόν. Γιατί εκείνη θα μπορούσε να ξεχωρίσει τα φτερά των μελισσών, ακόμα κι αν δε μπορούσε να ακούσει τίποτε άλλο. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Τέντωσε, με όση δύναμη της είχε απομείνει, τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της. Ανατρίχιασε ολόκληρη, νιώθοντας ένα ξαφνικό κενό και μια υπέροχη θερμότητα στα ακροδάχτυλά της. Ένα ξένο χέρι την άρπαξε και την τράβηξε με δύναμη προς τα πάνω.
Μόλις το κεφάλι της βγήκε στην επιφάνεια, εκείνη πήρε μια απότομη, απολαυστική ρουφηξιά φρέσκου αέρα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ζάρωσαν σε μια έκφραση πόνου, κάτω από το εκτυφλωτικό φως του πρωινού ήλιου. Οι μέλισσες γύρω της πετούσαν εκστασιασμένες και τα σκουλήκια μισόβγαιναν από τα υγρά μονοπάτια τους για να δουν αν ήταν καλά. Άνοιξε ξανά τα μάτια της και χαμογέλασε στη γυναίκα που την κρατούσε σφιχτά, με δάκρυα στα μάτια. Και όταν έσκυψε και φίλησε το ζεστό χώμα, το πρώτο μπουμπούκι έσκασε ανυπόμονα και άνοιξε τα πέταλά του, για να υποδεχτεί την Άνοιξη.
Α. Γάρδα
*Artwork: "Persefone returns to earth", digital collage
Artwork credit: u/mrinflamed
Comments
Post a Comment