Ηλιοστάσιο

   

  
     Μια φορά κι έναν καιρό, πέρα από τα όρια ενός τεράστιου δάσους, μακριά από τον κόσμο και τους δρόμους, βρισκόταν ένα μεγάλο χωριό. Οι κάτοικοί του το έλεγαν κάποτε Πρεντέλ, αλλά ήταν τόσο απομακρυσμένο κι εκείνοι τόσο αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο - δεν έρχονταν ξένοι συχνά, για να ρωτάνε ονόματα και ιστορίες. Κι αν δε ρωτούσε κάποιος, δεν υπήρχε λόγος να θυμούνται όλοι για να απαντάνε. Και κάθε παιδί σύντομα σταματούσε και τις δικές του ερωτήσεις, φορτωμένο με τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν κάθε μέρα, κάθε εποχή. Και οι άνθρωποι που διάβαζαν και έγραφαν και είχαν παλιά, κιτρινισμένα βιβλία στα τραπέζια τους, ήταν σεβαστοί ανάμεσα στους κατοίκους αλλά ήταν ελάχιστοι και ακόμα πιο λίγοι οι μαθητές τους. Δεν υπήρχε χρόνος για καινούριες γνώσεις και δεν υπήρχαν δουλειές ή κέρδος για όποιον τις κυνηγούσε.
     Δεν ήταν πλούσιο χωριό και ακόμα και τα καλοκαίρια του ήταν δροσερά, με νύχτες που ζητούσαν σκεπάσματα στα αχυροκρέβατα. Οι κάτοικοι όμως τρέφονταν ικανοποιητικά από τα ζώα και τα σπαρτά τους, είχαν καθαρό νερό από ένα βαθύ ποτάμι που περνούσε έξω από το χωριό και ξύλα για τους βαρείς χειμώνες, από τα ψηλά δέντρα κοντά στα σπίτια τους. Το δάσος δεν είχε πολλούς καρπούς και φρούτα αλλά είχε συχνά καλά κυνήγια. Πρόσεχαν βέβαια τι έπιαναν και πότε, για να μη χαραμίζουν τα ζευγαρώματα και τις γέννες, άρα και το κρέας παρέμενε πολύτιμη λιχουδιά.
     Και μια φορά τον χρόνο, στο τέλος κάθε άνοιξης, μια ομάδα γενναίων επιχειρούσε το πέρασμα στην άλλη πλευρά. Ένα πολυήμερο ταξίδι μέχρι το επόμενο χωριό και τις πόλεις, για να πουλήσουν και να αγοράσουν. Και ύστερα επέστρεφαν πίσω - κάποιοι πέθαιναν στη διαδρομή, κάποιοι ανά καιρούς ίσως γοητεύονταν από την εντυπωσιακή ζωή και τη φασαρία των μεγαλύτερων κοινωνιών και αποφάσιζαν να μείνουν. Αλλά οι περισσότεροι δεν έμεναν για πολύ μακριά από το χωριό. Μπορεί να μην προσέφερε τις πολυτέλειες που έβλεπαν αλλού, δεν είχε ζεστά απογεύματα και φρέσκα, ζουμερά φρούτα. Δεν είχε ειδικά μπαούλα, για να μπαίνουν τα βαριά ρούχα όταν δε θα χρειάζονταν για μήνες. Αλλά ήταν δικό τους, μακριά από φόρους και αφέντες, που άδειαζαν πιθάρια και έκλεβαν ζώα και έπαιρναν τις κόρες των άλλων οικογενειών για να τρίβουν τα πατώματα των αρχοντικών τους, όταν δεν υπήρχαν νομίσματα να ξεπληρώσουν τα χρέη.

     "Κρυώνεις;" ρώτησε χαμηλόφωνα ο Κούζα τον αδελφό του.
"Λίγο" απάντησε ο Σιέρτσα και τύλιξε το μεγάλο κομμάτι γούνας ακόμα πιο σφιχτά γύρω τους.
"Μην ανησυχείς. Σύντομα θα περάσουν, θα τους δούμε και θα τρέξουμε πάλι σπίτι και θα κοιμηθούμε δίπλα στο μεγάλο τζάκι της κουζίνας."
"Ο πατέρας δε θα μας αφήσει να καίμε ξύλα όλη νύχτα."
"Έλειπε τόσες μέρες στο κυνήγι. Θα θέλει το κλειστό δωμάτιο για εκείνον και τη μάνα" απάντησε μ'ενα στραβό χαμόγελο ο Κούζα και ο Σιέρτσα ξίνισε τα μούτρα του.
     Είχαν στριμώξει τα ψιλόλιγνα σώματά τους σε έναν μεγάλο, κούφιο κορμό που τους έκρυβε μέχρι πιο πάνω από το κεφάλι. Ήταν αρκετά πλατύς για να χωράνε και οι δύο και να στρίβουν - έστω και με κόπο - τα κεφάλια τους. Τον είχαν σκεπάσει πρόχειρα με όσα φουντωμένα κλαδιά αειθαλών μπόρεσαν να μαζέψουν. Το νεκρό ξύλο ήταν γεμάτο μικρά ραγίσματα, που τους επέτρεπαν να βλέπουν έξω και τούς προστάτευε από τις θανάσιμες ριπές του βορινού ανέμου. Αλλά δε βοηθούσε καθόλου με τη νυχτερινή παγωνιά, που τρύπωνε σε καθε σχισμή και ραφή των ρούχων τους και τσιμπούσε το νεαρό δέρμα τους σα χιλιάδες βελόνες.
"Κοίτα" ψιθύρισε ξαφνικά ο Κούζα. "Τα φώτα."
     Κόλλησαν τα πρόσωπα τους σε μια ρωγμή, που έβλεπε προς το χωριό. Τα μεγάλα φανάρια άρχισαν να πετούν πάνω από τις στέγες των σπιτιών και να στολίζουν τον σκοτεινό ουρανό σαν τεράστια, μαγικά αστέρια. Οι μικρές φλόγες που τα φούσκωναν και τα σήκωναν, πάλευαν να κρατηθούν ζωντανές από τη δύναμη των ανέμων. Ήταν φτιαγμένα από τεντωμένα στομάχια ζώων και κυνηγιών, που είχαν σφαχτεί ή πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο και κάθε οικογένεια έφτιαχνε ένα-δυο. Και αυτοί που ήξεραν, έγραφαν πάνω τους με κάρβουνα, τις ευχές για την επερχόμενη άνοιξη. Σήμερα ήταν η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου, η τελευταία μεγάλη νύχτα. Το κρύο δεν εξαφανιζόταν ποτέ από αυτά τα μέρη αλλά το φως θα δυνάμωνε και θα κρατούσε ολοένα και περισσότερο. Κάθε σούρουπο θα ερχόταν λίγες στιγμές αργότερα, κάθε ανατολή λίγες στιγμές νωρίτερα. Οι άνθρωποι γιόρταζαν σήμερα. Το ίδιο και οι Βόλσεμπνα.
     Τα αγόρια ανατρίχιασαν κάτω από τα μάλλινα ρούχα και τη γούνα που είχαν κλέψει από το κρεβάτι των γονιών τους. Γύρισαν τα κεφάλια τους πάλι μπροστά προς το βάθος του δάσους. Τα φώτα των θνητών σήμαιναν και την έναρξη της πορείας των αθανάτων. Ο άνεμος άρχισε να κοπάζει και λεπτές νιφάδες άρχισαν να πέφτουν αργά, σιωπηλά. Σύντομα είδαν την αιθέρια παρέα να εμφανίζεται από το πουθενά και να προελαύνει ανάμεσα στα δέντρα.
     Έμοιαζαν όλοι να έχουν ξεπηδήσει από κάποια μακρινή, καλοκαιρινή ιστορία. Είχαν ηλιοκαμμένα δέρματα και φορούσαν αραχνοϋφαντα, ριχτά υφάσματα και πολύχρωμα πέπλα. Ελάχιστοι κουβαλούσαν στις πλάτες τους μεγάλα δόρατα με κυρτές λεπίδες, που έλαμπαν σα να βρίσκονταν κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο. Κάποιοι περπατούσαν ξυπόλυτοι, κάποιοι καβαλίκευαν χλωμά άλογα με χαίτες και ουρές που σέρνονταν στο έδαφος. Άλλοι φορούσαν σανδάλια, στολισμένα με πετράδια και κάποιοι είχαν κορδέλες και κλαδιά, πλεγμένα και στερεωμένα στα μακριά μαλλιά τους. Σύντομα, άρχισαν όλοι να τραγουδάνε περίεργους σκοπούς και μελωδίες με μακρόσυρτες φωνές, δίχως σύμφωνα και συλλαβές και λέξεις. Και ύστερα, καθώς πλησίασαν τα όρια του δάσους για να βγουν κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, ξεκίνησαν να απαγγέλουν καθένας και καθεμία ξεχωριστά, ποιήματα σε άγνωστες γλώσσες. Ανάμεσα στα ποιήματα, οι υπόλοιποι χειροκροτούσαν ανεπαίσθητα και τα δέντρα έγερναν πέρα δώθε τα κορμιά τους και το χιόνι στριφογύριζε σε μικρούς στρόβιλους και ύστερα διαλυόταν πάλι και έπεφτε κανονικά. Και όταν πλησίασαν το σημείο που κρύβονταν οι δύο αδελφοί, ένα ζεστό, πορτοκαλί φως αγκάλιασε όλη την πομπή και οι παγωμένες νιφάδες γίνονταν λευκά λουλούδια μόλις το άγγιζαν.
"Σιέρτσα, βλέπεις;"
"Μη μιλάς, είναι κοντά. Θα μας ακούσουν."
"Οι Βόλσεμπνα. Δεν το πιστεύω ότι θα τους δούμε από κοντά, θα γίνουμε οι καλύτεροι του χωριού, όλα τα κορίτσια θα μ-"
"-πάψε, γιατί αν μας δουν, θα γίνουμε σκόνη και θα ξεχαστούμε από όλους."
     Ο Κούζα κοίταξε φανερά εκνευρισμένος τον αδελφό του. Πάντα φερόταν σα να ήταν πιο έξυπνος, πιο σοβαρός, καλύτερος. Αλλά ήταν ο Κούζα, που είχε την ιδέα να δουν τους αθάνατους από κοντά, εκείνος είχε την ιδέα να ξεστρώσουν την καλή γούνα των γονιών τους για να μην παγώσουν, εκείνος είχε βρει τον κορμό που θα τους έκρυβε τη νύχτα του ηλιοστασίου. Και είχε φανεί αρκετά μεγαλόψυχος για να καλέσει και τον Σιέρτσα, που του έσπαγε τα νεύρα σχεδόν από τη στιγμή που βγήκαν μαζί από την κοιλιά της μάνας τους.
     Δε θα παραδεχόταν ποτέ βέβαια, ότι τον κάλεσε γιατί φοβόταν να έρθει μόνος του και κανείς από τους φίλους του δεν είχε δεχτεί να τον ακολουθήσει. Και ο Σιέρτσα βέβαια δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει τον Κούζα να αισθανθεί ασφάλεια, έτσι αδύναμος που ήταν. Αλλά ήταν ένα δεύτερο σώμα δίπλα του για να μη νιώθει μόνος. Θα είχε πάρει μια κατσίκα ή τον μεγάλο σκύλο τους, αν δε φοβόταν ότι δε θα μπορούσε να τα κρατήσει σιωπηλά μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα. Και τώρα ο ανόητος έκανε σε εκείνον παρατήρηση για να μη μιλάει;
Έσφιξε τα χείλια του και γύρισε πάλι το βλέμμα του στην πομπή.
     Τώρα περνούσαν μόλις μερικά μέτρα μακριά τους και τα δυο αδέλφια μπορούσαν να διακρίνουν όχι μόνο τη συνολική μεγαλοπρέπεια αλλά και τις λεπτομέρειες. Τα πρόσωπα των Βόλσεμπνα, που δε μπορούσαν να περιγραφούν παρά μόνο με τα ομορφότερα τραγούδια των ανθρώπων. Τη μυρωδιά που ανέδυαν με κάθε βήμα τους. Μέλι και φρούτα και εκείνο το υπέροχο λάδι από λευκό γιασεμί, που είχε φέρει κάποιος από την περσινή αποστολή στις πόλεις, για να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του.
Κι αν εκείνο το κορίτσι άξιζε το σπάνιο και ακριβό λάδι, τι θα μπορούσε να χαρίσει κάποιος στο υπέροχο πλάσμα που οδηγούσε την πομπή, καβάλα σε ένα σταχτί άλογο με κυανό τρίχωμα;
"Μπέλαγια Καραλιέβα" ψιθύρισε ο Σιέρτσα με βουρκωμενα μάτια σα να μοιραζόταν την ίδια σκεψη με τον αδελφό του και αμέσως έκλεισε το στόμα του, έκπληκτος που δεν είχε καταφέρει να κρατηθεί σιωπηλός.
Ο Κούζα δεν εκνευρίστηκε πάλι. Δε μπορούσε να νιώσει τίποτα άλλο, παρά μόνο την καρδιά του να σφίγγεται και μια αβάσταχτη επιθυμία να μουδιάζει τα χείλη του. Ήξερε το όνομα, το είχε ακούσει από τη μάνα του που ήξερε γράμματα και από τον αδελφό του, που τα μάθαινε από μικρό παιδί. Το όνομα της αρχόντισσας των Βόλσεμπνα, σε εκείνα τα μέρη.
     Τα μαλλιά της δεν είχαν χρώμα παρά μόνο καθαρό φως, που δε μπορούσες να κοιτάξεις κατευθείαν. Μόνο με την άκρη του ματιού σου μπορούσες να διακρίνεις τα κύματα και την κίνησή τους. Το πρόσωπό της αντικατόπτριζε όλες τις μέρες και τις νύχτες μαζί, όλα τα όμορφα και τα άσχημα, ένα μοναδικό υφαντό της ζωής και του θανάτου. Δεν είχε αντικρύσει ποτέ κάτι πιο όμορφο στη ζωή του. Κανείς και τίποτα δε θα μπορούσε ποτέ να συγκριθεί με τη Μπέλαγια πάνω στο άλογό της, καθώς το ημίγυμνο σώμα της λικνιζόταν πάνω στη ράχη του με κάθε βήμα.
     Όταν και ο τελευταίος της πομπής απομακρύνθηκε αρκετά, ο Κούζα τέντωσε τα χέρια του προς τα πάνω και ξεσκέπασε τον κορμό από τα κλαδιά. Κρατήθηκε γερά και σήκωσε το σώμα του για να βγει.
"Πάμε σπίτι;" ρώτησε ο Σιέρτσα σαν υπνωτισμένος.
"Όχι. Θέλω να την ξαναδώ."
"Όχι Κούζα!"
"Σταμάτα" είπε μέσα από τα δόντια του και έβγαλε ένα επιφώνημα πόνου καθώς η γούνα έπεσε από την πλάτη του και η παγωνιά τον χτύπησε παντού. "Εσύ δε θες να την ξαναδείς;"
"Δε μπορώ να αναπνεύσω από την επιθυμία μου να την ξαναδώ. Αλλά ξέρω ότι δεν είναι αληθινό, το λένε τα βιβλία της μάνας. Ξέρω-"
"-ξέρεις, ξέρεις. Όλα τα ξέρεις. Κι εγώ όμως, ξέρω να κρύβομαι. Όπως και τώρα."
"Μη, Κούζα, σε παρακαλώ. Είμασταν τυχεροί αυτή τη φορά και τώρα το καταλαβαίνω. Δε θα ξαναβρεις άλλον τέτοιο κορμό και δε μπορείς να περπατήσεις τόσο κοντά τους. Θα σε καταλάβουν και θα γίνεις σκόνη και θα χαθείς και θα είναι σα να μην υπήρξες ποτέ."
"Δεν έχεις έρθει παρά μόνο σε ένα κυνήγι μαζί με τον πατέρα. Δεν ξέρεις να κρύβεσαι σαν εμένα. Περπατώ σα γάτα και κρατώ την αναπνοή μου για ολόκληρα λεπτά, αν χρειαστεί."
"Οι Βόλσεμπνα θα περάσουν από το χωριό σε λίγη ώρα, δε μπορούμε να είμαστε έξω."
"Δεν περνάνε αν δεν έχει κοιμηθεί και ο τελευταίος. Και εκεί κάτω ακόμα αφήνουν φανάρια. Έχουμε ώρα, δε θ'αργήσω."
"Θα πάω σπίτι και θα το πω" απάντησε ο Σιέρτσα, φοβισμένος για την τύχη τους.
Τι τον είχε κυριεύσει και είχε ακολουθήσει τον Κούζα εδώ, μια τέτοια νύχτα; Όταν ήξερε καλύτερα κι από τους δύο, τι διακινδύνευαν και τι σήμαινε για έναν θνητό η συνάντησή του με έναν Βόλσεμπνα; Τι άλλο μπορούσε σταματήσει τον αδελφό του, αν όχι η απειλή του πατέρα και μια βραδιά χωρίς γούνα, στο ανοιχτό υπόστεγο της αυλής;
"Δε θα το έκανες ποτέ γιατί θα μας τιμωρούσαν και τους δύο" απάντησε ο Κούζα. "Εγώ θα άντεχα το υπόστεγο ενώ εσύ θα ξεψυχούσες στα πρώτα λεπτά."
     Είχε αποτρελαθεί. Η μαγεία της Μπέλαγια είχε τρυπώσει βαθιά στην καρδιά του. Κι ο καημένος ο Σιέρτσα πάλευε κι εκείνος με τις δικές του επιθυμίες να την ξαναδεί και να υποταχτεί στη θέλησή της. Οι λέξεις που θυμόταν από κάποια βιβλία της μάνας του, λέξεις με μαγεία και δύναμη, ήταν το μόνο που τον κρατούσε ακόμα ριζωμένο μέσα στον κορμό. Σε μια τελευταία απόπειρα να τον κρατήσει ασφαλή, αγκάλιασε με τα χέρια του το ένα πόδι του Κούζα και το τράβηξε προς τα κάτω.
     Ο Κούζα κοίταξε υποτιμητικά στο βάθος του κορμού. Η τρομαγμένη έκφραση του Σιέρτσα ξεπρόβαλλε σαν καθρέφτης από τη γούνα.
Δεν ήταν αρκετά δυνατός για να τα βάλει μαζί του, τι στο καλό έκανε; Επειδή εκείνος φοβόταν τις ιστορίες στα βιβλία της μάνας, προσπαθούσε να τραβήξει πίσω και τον αδελφό του; Πώς τολμούσε να αμφισβητεί τις ικανότητές του, που είχε σκοτώσει δυο τάρανδους μόνος του και έκοβε ξύλα τα πρωινά χωρίς μπλούζα και όλα τα κορίτσια του χωριού τον ήθελαν για σύζυγο, απ'όταν άρχισε να βγάζει τρίχες στο πρόσωπό του;
      Δεν του άρεσε καθόλου να βλέπει αυτό το πρόσωπο, ίδιο με το δικό του, αλλά παραμορφωμένο από το φοβο. Ο Κούζα σιχαινόταν να φοβάται. Όμως τώρα, ο Σιέρτσα του θύμιζε πόσο φοβόταν πολλές φορές και πόσο είχε παλέψει να ξεπεράσει αυτό το συναίσθημα και να παγώνει τα χαρακτηριστικά του, για να μην αναγνωρίζει κανείς το φόβο του. Και η Μπέλαγια τον είχε φουντώσει, δε φοβόταν τη Μπέλαγια, δεν υπήρχε λόγος να τρέμει τέτοια ομορφιά. Τίναξε το πόδι του και έδωσε του Σιέρτσα μια κλωτσιά στο πρόσωπο. Και αφού ένιωσε το αναίσθητο σώμα του αδελφού του να βαραίνει μέσα στη γούνα και τη λαβή του να χαλαρώνει, τέντωσε ξανά τα χέρια και βγήκε ολόκληρος από τον κορμό.
     Περπάτησε πράγματι σα γάτα, αφήνοντας ανεπαίσθητα ίχνη στο χώμα. Η πομπή ήταν πολύ πιο μπροστά και έφτανε τώρα στα όρια του δάσους, αλλά ο Κούζα μπορούσε να διακρίνει τη λάμψη του ζεστού φωτός γύρω τους, από δεκάδες μέτρα μακριά μέσα στη νύχτα. Σύντομα αποφάσισε να ανέβει στα δέντρα και να προχωρήσει από κλαδί σε κλαδί. Όλα τα κλαδιά ακόμα λικνίζονταν από την παρουσία των αθανάτων και θα έκρυβαν την παρουσία του. Και ο Κούζα, με τα μαύρα του μαλλιά και ρούχα και τα σκούρα δέντρα με τις πυκνές φυλλωσιές και τη μαύρη νύχτα γύρω του, ο καλύτερος κυνηγός του χωριού, θα έβλεπε με την ησυχία του τη αρχόντισσα μέχρι το πρωί, που θα επέστρεφε με τη συνοδεία της στον δικό της κόσμο.
Οι Βόλσεμπνα βγήκαν στην άκρη του δάσους λίγη ώρα μετά και στάθηκαν όλοι ανάμεσα στα τελευταία δέντρα. Οι αναβάτες κατέβηκαν από τα άλογά τους και τα ποιήματα και τα τραγούδια σταμάτησαν. Κοίταζαν όλοι το χωριό αμίλητοι, περιμένοντας τους θνητούς να πάνε για ύπνο.
      Ο Κούζα δεν καταλάβαινε πια το κρύο. Το σώμα φλεγόταν από την επιθυμία του για την Μπέλαγια, ακόμα και τώρα που όλοι στέκονταν με την πλάτη τους σ'εκείνον και τα μαγικά πρόσωπά τους δεν έκαιγαν τα μάτια του. Όσο κι αν περιπλανιόταν το βλέμμα του στις υπόλοιπες, εξωπραγματικά όμορφες, γυναίκες της συντροφιάς όση ώρα τους ακολουθούσε, πάντα κατέληγε σ'εκείνη. Η ησυχία και η ακινησία όμως, προκαλούσαν το μυαλό του να ταλαντεύεται ανάμεσα στα ξόρκια των Βόλσεμπνα και τις δικές του σκέψεις, τις κανονικές. Τότε μόνο, σκέφτηκε πόσο αφύσικα ήταν όσα είχε αισθανθεί τόσο ξαφνικά. Λίγο λίγο, θυμήθηκε πάλι τα κορίτσια που χάιδευαν κλεφτά τα μαλλιά του όταν έκανε πως κοιμόταν, την ώρα που βοσκούσαν ελεύθερα τα κατσίκια του πατέρα του. Θυμήθηκε την Ιρίνια, που του είχε υποσχεθεί μια βραδιά μέσα στο στάβλο του δικού της πατέρα όταν θα συμπλήρωναν και οι δύο τα δεκαοχτώ τους χρόνια, την άνοιξη. Ήταν η πιο όμορφη και, παρ'όλο που κοιτούσε με γλυκό βλέμμα τον Σιέρτσα όταν της διάβαζε τις ιστορίες των βιβλίων της μητέρας, ο Κούζα ήταν αυτός που είχε κλέψει την καρδιά και το πάθος της.
     Τι δουλειά είχε εκεί πέρα; Έπρεπε να επιστρέψει, σύντομα θα πάγωνε ολόκληρος αν καθόταν κι άλλο ακίνητος πάνω στο κλαδί. Έπρεπε να μαζέψει και τον αδελφό του και σίγουρα δε θα γλίτωνε το υπόστεγο, όταν θα έφταναν σπίτι και ο πατέρας θα έβλεπε το μελανιασμένο μάτι του Σιέρτσα. Ή μπορεί και να τον φοβέριζε αρκετά, για να μην πει κουβέντα ή να πει ψέμματα ότι χτύπησε μόνος του. Ή μπορεί και οι γονείς τους να είχαν ήδη κλειδωθεί στο δωμάτιο. Κι αν είχε γίνει έτσι, θα έβγαιναν αύριο το βράδυ και η μελανιά θα είχε υποχωρήσει και ίσως να μην την παρατηρούσε ο πατέρας. Δεν έδινε και πολύ σημασία στον αδύναμο Σιέρτσα εκείνος. Μόνο η μάνα. Κι εκείνη δε θα έλεγε κουβέντα γιατί αγαπούσε και τις δυο της σταγόνες νερό το ίδιο, δε θα ήθελε να πάθει κακό κανείς. Βέβαια, εκείνη δε θα πήγαινε για ύπνο ή για ζευγάρωμα, όσο κι αν ήθελε ο πατέρας, αν δεν έμπαιναν τα παιδιά της ασφαλή στο σπίτι. Τέλος πάντων, θα έβλεπε τι θα έκανε. Δεν τον είχε χτυπήσει και τόσο δυνατά, ίσως να μην είχε πρησ-
     Οι σκέψεις του κόπηκαν απότομα. Ένας από τους άνδρες της πομπής στεκόταν δίπλα στη Μπέλαγια. Και μόλις είχε απλώσει το χέρι και τα δάχτυλά του είχαν γλιστρήσει μέσα στα πέπλα και χάιδευαν την πλάτη της.
Ο Κούζα τα ξέχασε πάλι όλα. Η Ιρίνια, ο πατέρας, το υπόστεγο μετατράπηκαν πάλι σε θολές εικόνες χωρίς νόημα. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να πλησιάσει ακόμα περισσότερο, για να δει το πρόσωπο του αντίζηλού του. Το σώμα του όμως είχε μουδιάσει από το κρύο, παρ'ολο που δεν το ένιωθε πάλι και ήταν ανεξέλεγκτο. Παραπάτησε επάνω στο κλαδί και έπεσε στο έδαφος με ένα δυνατό, υπόκωφο γδούπο που τράνταξε το χώμα και το λίγο χιόνι γύρω του.
     Άνοιξε τα μάτια του με κόπο. Παντού σκοτάδι. Δε μπορεί να ήταν πολλή ώρα αναίσθητος, θα είχε ήδη πεθάνει από την παγωνιά. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει αργά αλλά δεν είχε στρωθεί πάνω του. Πού ήταν η πομπή;
"Τι έχουμε εδώ;" ακούστηκε ένας ψίθυρος πίσω του.
"Ένα θνητό αγόρι" απάντησε ένας άλλος ψίθυρος από την άλλη πλευρά.
Ο Κούζα κατουρήθηκε και το παντελόνι του άρχισε να αχνίζει. Μάζεψε το κορμί του προσπαθώντας να αγνοήσει την ξαφνική ντροπή, τον πόνο του από την πτώση και τον τρόμο που τον έκανε να ζαλίζεται και θόλωνε το βλέμμα του. Έμεινε εκεί, γονατισμένος, με το πρόσωπο στο έδαφος.
"Μπέλαγια Καραλιέβα" είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε μέσα από τα μουδιασμένα και μελανιασμένα του χείλη "ζητώ συγγνώμη. Δεν ήθελα να προσβάλλω την Πομπή. Χάθηκα στο δάσος και-"
Άκουσε βήματα να τον πλησιάζουν.
"Δεν απευθύνεσαι σε μένα με το όνομά μου. Σίγουρα θα το γνωρίζεις αυτό, αγόρι από το χωριό."
Ο Κούζα έβρισε μέσα του, που δεν παρακολουθούσε καλύτερα τα μαθήματα της μάνας και τις ιστορίες που διάβαζε ο Σιέρτσα. Ένα παγωμένο χέρι χώθηκε ανάμεσα στο πρόσωπο και το λαιμό του, έπιασε το σαγόνι του και το σήκωσε προς τα πάνω.
      Αν δε μπορούσε πριν να διακρίνει από μακριά το πρόσωπο της αρχόντισσας, τώρα την αντίκρυζε πεντακάθαρα μπροστά του. Ήταν εκείνη, η σφιγμένη καρδιά του το ήξερε αλλά δεν είχε καμία σχέση με ό,τι είχε δει μέσα από τον κορμό. Το δέρμα της έμοιαζε με κάρβουνο, η μύτη της μακριά και γαμψή, τα χείλη της λεπτά και κατακόκκινα σα φρέσκια πληγή που πνιγόταν στο αίμα. Τα μάτια της πάλευκα με μια μαύρη κόρη στο κέντρο. Φορούσε μια βαθυκόκκινη μάλλινη κάπα με ανοιχτόχρωμη γούνα στη λαιμόκοψη και τον ποδόγυρο. Ο Κούζα ήθελε να τη φιλήσει και να πεθάνει ταυτόχρονα.
"Εκτός κι αν είσαι από τους θνητούς που πιστεύουν σε αυτόν τον ψεύτικο θεό χωρίς όνομα, που μόλυνε ακόμα κι αυτή τη μοναχική γωνιά του κόσμου" συνέχισε εκείνη. "Αν είσαι από αυτούς, δε θα γνωρίζεις τους νόμους της γης."
"Όχι" είπε εκείνος με έναν λυγμό "όχι αρχόντισσα. Ορκίζομαι, όχι. Η μητέρα μου έχει βιβλία, ξέρει λέξεις και ξόρκια της γης, κρατάει όλα τα έθιμα" μουρμούρισε και έβρισε πάλι μέσα του.
     Και ο πατέρας του δεν πρόσεχε ποτέ τα μαθήματα της μάνας. Και είχε κουραστεί τα τελευταία χρόνια και της είχε γρυλίσει αρκετές φορές, ότι οι νόμοι της γης ήταν κουραστικοί και αυτός ο άγνωστος θεός ήταν πιο εύκολος. Δεν εμφανιζόταν ποτέ, δε χρειαζόταν κάποιος να ξέρει γράμματα και λέξεις για να τον καλεί ή να τον διώχνει, δε χρειαζόταν να θυμάται δεκάδες κανόνες και τιμωρίες και ανταμοιβές. Στο περσινό χειμερινό ηλιοστάσιο δεν είχε φτιάξει με τα χέρια του τα φανάρια του σπιτιού, τα είχε αφήσει όλα στη σύζυγο και τους γιους του. Και δεν είχε κοιμηθεί όπως έπρεπε να κάνει, αλλά απλά προσποιόταν στο κρεβάτι δίπλα της - χωρίς βέβαια να βρει το θάρρος να κοιτάξει από το παράθυρο την Πομπή με τα μάτια του. Στο περσινό θερινό ηλιοστάσιο όμως, και δεν είχε μαζέψει τα σωστά ξύλα για τις υπαίθριες φωτιές και είχε απαγορέψει και στη μάνα να το κάνει, έτσι, για να δει τι θα γίνει. Αλλά ευτυχώς η μάνα είχε προλάβει και τα είχε αλλάξει κρυφά, πριν ανάψουν οι φλόγες στις αυλές και μείνουν καταραμένοι για τον επόμενο χειμώνα. Πριν λίγους μήνες, ο πατέρας είχε πάει και σε ένα από τα σπίτια που λάτρευαν αυτόν τον άλλο θεό και είχε ακούσει ότι, αν αγνοούσε αρκετά τους νόμους της γης, τότε αυτοί θα έσβηναν και θα έχαναν τις δυνάμεις τους και οι άνθρωποι θα ήταν ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, όποτε θέλουν. Όπως γινόταν στα μακρινά χωριά πέρα από το δάσος και στις μεγάλες πόλεις του νότου, που είχε επισκεφθεί λίγες φορές στη ζωή του.
     Και ο Κούζα τον κοιτούσε με λατρεία, που αψηφούσε τη μάνα και τα βιβλία της και τους άρχοντες των νόμων της γης και που ήταν ακόμα ζωντανός. Ίσως είχε δίκιο ο πατέρας να θέλει να είναι ελεύθερος. Γιατί έπρεπε να υπακούν σε κάτι που δεν επιτρεπόταν να δουν; Κι ακόμα κι αν δεν είχε δίκιο, ήταν πάντα ευχάριστο για τον Κούζα να πηγαίνει κόντρα στον Σιέρτσα, κάθε φορά που φερόταν σαν ανώτερος και φαινόταν να μη ζηλεύει καθόλου το γυμνασμένο κορμί του αδελφού του και τις επιτυχίες του στα κυνήγια και τις κοπέλες. Ήταν πάντα ευχάριστο να κοιτάει με θράσσος τη μάνα, που τον παρατηρούσε με θλίψη προσπαθώντας να διορθώσει τα λάθη και τις παιδικές σκανταλιές στην εφαρμογή των νόμων, του συζύγου και του ανυπάκουου γιου της.
      "Αν γνωρίζεις, τότε τι κάνεις εδώ;" η στοιχειωμένη φωνή της του τρύπησε πάλι τα αυτιά.
"Χάθηκα και-"
"-αν γνωρίζεις, τότε θα ξέρεις ότι κανείς δεν κυκλοφορεί στο δάσος μετά το σούρουπο, μια τέτοια νύχτα. Κι αν μπήκες στο δάσος και χάθηκες πριν το σούρουπο, τότε θα είχες πεθάνει μέχρι τώρα."
Τον επόμενο λυγμό τον κατάπιε. Τι έπρεπε να κάνει; Πώς μπορούσε να ξεφύγει;
"Ήθελα να δω την Πομπή, αρχόντισσα" είπε την αλήθεια, παραιτημένος.
"Προφανώς" απάντησε εκείνη και τα ματωμένα χείλη της τεντώθηκαν σε ένα ανατριχιαστικό μειδίαμα. "Αλλά πώς ξέφυγες την προσοχή των γονιών σου; Αν τηρείτε τους κανόνες, δε θα έπρεπε να σε αναζητούν τώρα;"
"Τους είπα ψέμματα, πως θα άφηνα φανάρια με τους φίλους μου και θα γύριζα για τον ύπνο."
"Ανόητο αγόρι" ακούστηκε ένας ψίθυρος δεξιά του.
"Καημένο αγόρι" άλλος ένας αριστερά του.
Τα σκοτάδια γύρω του είχαν γεμίσει λευκά μάτια.
"Να χαιρετήσει και να τον πάρουμε" είπε κάποιος.
"Να χαιρετήσει και να τον πάρουμε" προστέθηκαν κι άλλοι και ψιθύριζαν όλοι μαζί.
Ο Κούζα ξανακατουρήθηκε.
"Γνωρίζεις τι γίνεται όταν κάποιος θνητός παρουσιάζεται στην Πομπή, με τη θέλησή του ή όχι, αγόρι;" ρώτησε η Μπέλαγια.
      Παρέμεινε σιωπηλός. Μπορεί να μην έδινε ιδιαίτερη προσοχή στα μαθήματα της μάνας αλλά αυτό το ήξεραν και τα μικρά παιδιά. Γίνεσαι σκόνη και ξεχνιέσαι. Χάνεσαι και είναι σα να μην υπήρξες ποτέ.
"Πήγαινε" του είπε και το κόκκινο στα χείλη της, του φάνηκε πως έσταξε στα πλάγια σαν πραγματικό αίμα.
"Π...πού;"
"Σπίτι σου. Να χαιρετήσεις και να σε πάρουμε."
Το χέρι της άφησε το σαγόνι του και τα ροζιασμένα δάχτυλά της χάιδεψαν το μάγουλό του. Όταν τα απομάκρυνε ήταν ροδαλά. Τα έγλειψε αργά.
"Τώρα σε ξέρω" του είπε.
Ο Κούζα ακούμπησε κι εκείνος το μάγουλό του. Είχε ματώσει πέφτοντας.
"Θα αφήσω το σπίτι σου τελευταίο. Πήγαινε να χαιρετήσεις. Και να μας περιμένεις."
"Δε...δε θέλω αρχόντισσα. Θα κάνω ό,τι άλλο μου ζητήσεις αλλά όχι αυτό. Δεν ήθελα να-"
"-νομίζεις ότι μπορείς να αποφύγεις τη μοίρα που αποφασίστηκε εποχές μακρινές, ακόμα και για εμένα; Νομίζεις ότι είσαι ο πρώτος που σκέφτηκε, ότι μπορούσε να αγνοήσει τους κανόνες της συμφωνίας των Βόλσεμπνα με τους ανθρώπους και να δει από κοντά όσα οι άλλοι δεν τολμούν;" είπε και κοίταξε γύρω της, τα λευκά μάτια.
"Ανόητοι άνθρωποι" είπαν οι ψίθυροι. "Καημένοι άνθρωποι."
"Αν μείνεις, αφού με έχεις αντικρύσει από κοντά, δε θα υπάρχει πια ζωή για εσένα. Οι πρώτες μέρες θα φαίνονται σαν και πριν, χορτασμένες με την ανακούφιση ότι ξέφυγες από τους κανόνες. Και ύστερα θα έρθουν τα όνειρα. Και μετά τα οράματα. Θα με βλέπεις μπροστά σου στις γυναίκες που θα ξαπλώνουν δίπλα σου, στα ζώα που θα αρμέγεις ή θα σφάζεις. Κάποιοι, τις μακρινές εποχές πριν τη συμφωνία, με έβλεπαν ακόμα και στα πρόσωπα των παιδιών τους. Θα εμφανίζομαι στις φλόγες του τζακιού σου και λίγο λίγο, θα σφίγγω την καρδιά σου μέχρι που θα τρελαθείς και θα κόψεις το σώμα σου με μαχαίρι, μόνο και μόνο για να βλέπεις συνέχεια το χρώμα των χειλιών μου. Αμέτρητοι άνδρες και γυναίκες, πριν από εσένα, προσπάθησαν να αντισταθούν σε αυτή τη μοίρα χωρίς επιτυχία. Πριν το καταλάβουν, έσφαζαν τις οικογένειες και τα ζώα τους για να λουστούν στο πορφυρό του μανδύα μου. Οι άνθρωποι ήταν που ζήτησαν τη συμφωνία μεταξύ μας, για να γλιτώσουν. Αν τους έπαιρνα για πάντα μαζί μου, τουλάχιστον θα ήταν ζωντανοί και γαλήνιοι δίπλα μου, χωρίς συναισθήματα για ό,τι θα άφηναν πίσω. Και οι δικοί τους θα ξημέρωναν μια μέρα χωρίς μνήμη γι'αυτούς, απαλλαγμένοι από τον πόνο της απώλειας και του θρήνου."
Η Μπέλαγια σηκώθηκε.
"Αρκετοί της Πομπής μου, ζούσαν κάποτε στα σπίτια του χωριού σου, αγόρι. Και αμέτρητοι άλλοι, ζουν στην άλλη πλευρά του κόσμου αυτού, στο δικό μου βασίλειο. Μην ελπίζεις σε κάτι άλλο για εσένα, μην εύχεσαι να ξεφύγεις από την αγκαλιά μου. Αν νόμιζες πριν ότι ήσουν αρκετά γενναίος για να αψηφήσεις τους κανόνες, να είσαι το ίδιο γενναίος τώρα, που πρέπει να υποστείς τις συνέπειες" είπε και χάθηκε από μπροστά του. Τα λευκά μάτια γύρω του χάθηκαν μαζί της.
      Το πορτοκαλί φως της Πομπής εμφανίστηκε σε ένα άλλο σημείο των ορίων του δάσους, μερικές δεκάδες μέτρα μακριά του και έμεινε ακίνητο εκεί. Ο Κούζα κοίταξε τρέμοντας προς το χωριό. Το τελευταίο φανάρι ανέβαινε στον ουρανό. Οι κάτοικοι θα έμεναν λίγο ακόμα ξύπνιοι και θα μοιράζονταν ευχές και ζεστά ποτά στις αυλές τους και ύστερα θα έμπαιναν στα σπίτια τους. Δεν είχε πολλή ώρα.
Σιέρτσα! σκέφτηκε ξαφνικά και άρχισε να τρέχει σαν τρελός μέσα στο δάσος.

     "Πού ήσασταν!; Ο πατέρας σας ήταν έτοιμος να βγει και να αρχίσει να σας ψάχνει!"
Τα αγόρια είχαν μόλις κλείσει την πόρτα πίσω τους και στέκονταν μαζεμένα δίπλα δίπλα, με τη γούνα των γονιών τους να κρέμεται από τις πλάτες τους και να νωπίζει το ξύλινο πάτωμα, μισοβρεγμένη από το χιόνι.
"Αύριο το βράδυ στο υπόστεγο και οι δύο" μουρμούρισε ο πατέρας τους χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το τζάκι.
"Σιέρτσα" είπε ξανά η μάνα "πάμε να τελειώσουμε το βάψιμο στις πόρτες, δεν έχει μείνει πολύς χρόνος μέχρι να περάσει η Πομπή."
"Τώρα!;" γρύλισε ο πατέρας. "Δε θα προλάβετε!"
"Θα προλάβουμε. Βάλε μια στεγνή κάπα πάνω σου μικρέ, δεν προλαβαίνουμε να αλλάξεις" απάντησε εκείνη κοφτά και άνοιξε την πόρτα.
"Αν δεν πιστεύουν πια στους νόμους της γης, είναι δικό τους πρόβλημα. Και δικαίωμά τους. Δε σου ζήτησε κανείς να το κάνεις αυτό."
"Ούτε εσύ πιστεύεις πια, αλλά δε σε είδα να έχεις αντίρρηση όταν ζωγράφιζα πριν, στη δική μας πόρτα ή της αδελφής σου!" φώναξε ξαφνικά. "Κι αν δεν είχα διορθώσει τις βλακείες σου το προηγούμενο καλοκαίρι, τώρα τα ζώα μας θα ήταν νεκρά και το κατώγι μας άδειο!"
Η μάνα δε φώναζε σχεδόν ποτέ. Αλλά όταν το έκανε, ακόμα και ο πατέρας μαζευόταν μπροστά της σα φοβισμένο ζώο.
"Δεν είναι πολλοί στο χωριό που δεν έχουν βάψει τα σύμβολα" κατέβασε τον τόνο της και πήρε μια ανάσα. "Και μπορεί κάποιοι να ξεγελάστηκαν και να πιστεύουν σε ένα θεό που δεν υπάρχει και δεν τον βλέπουν ούτε τον ακούν, αλλά δε θα αφήσω τα παιδιά τους να πεθάνουν από την πείνα. Τα παιδιά δε φταίνε."
"Αύριο, όταν θα δουν τις πόρτες τους, θα σου φωνάζουν πάλι. Που δε σέβεσαι αυτό που διάλεξαν" είπε ο πατέρας, περισσότερο απολογητικά παρά σαν παρατήρηση.
"Και το καλοκαίρι θα μουρμουράνε ευχαριστίες στους Βόλσεμπνα για την καλή τους σπορά, χωρίς να σέβονται ούτε οι ίδιοι αυτό που διάλεξαν" απάντησε εκείνη πικραμένη και βγήκε από το σπίτι.
     Ο Σιέρτσα κοίταξε οργισμένος, με το καλό του μάτι, τον Κούζα. Το άλλο είχε ήδη κλείσει από το πρήξιμο, αλλά το αίμα από την πληγή που είχε ανοίξει από κάτω δεν έτρεχε πια και φαινόταν ότι δε θα χρειαζόταν να ραφτεί.
Ο Κούζα κοίταξε με το δικό του καλό μάτι, το άλλο πρησμένο και ματωμένο επίσης. Για μια στιγμή, αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη που τον τραυμάτισε, να ζαρώσει τα φρύδια του απολογητικά. Αλλά η αντιπάθεια κέρδισε πάλι αμέσως. Ανταπέδωσε το θυμωμένο βλέμμα και τράβηξε κοφτά τη γούνα από την πλάτη του Σιέρτσα, την ώρα που ο πατέρας πέταξε προς το μέρος τους τη στεγνή κάπα.
Και σκέφτηκε ξαφνικά, έναν τρόπο να γλιτώσει από τους Βόλσεμπνα.
     Η μάνα μοίρασε το φρέσκο αίμα σε δυο κουβάδες, για να χωριστούν και να τελειώσουν πιο γρήγορα. Τα σύμβολα που θα ζωγράφιζαν στις πόρτες αυτή τη νύχτα, άνοιγαν τα αυτιά και τα μάτια των Βόλσεμπνα στις παρακλήσεις και τα τελετουργικά των ανθρώπων για τον υπόλοιπο χρόνο. Αν δεν υπήρχαν αυτά, ολόκληρες οικογένειες θα χάνονταν σύντομα. Αν έσβηναν οι συμφωνίες με τους αθανάτους, το Πρεντέλ θα γινόταν πάλι αυτό που ήταν δεκάδες γενιές πριν. Μια γη παγωμένη στην καρδιά των ανέμων, με σκληρούς χειμώνες και κρύα καλοκαίρια, με άκαρπα χώματα και γλυφά νερά, που δεν της άρεσε να την πατούν και να τη σκάβουν. Και οι κάτοικοι που καλούσαν αυτόν τον ανώνυμο θεό από το νότο, το έκαναν από αντίδραση γιατί δεν ήθελαν να υποτάσσονται στο θέλημα των Βόλσεμπνα και στα υπερφυσικά παιχνίδια τους. Όμως δεν ήταν εκείνοι που υποτάσσονταν, αλλά η γη. Κι όταν οι αθάνατοι θα έπαυαν να βγαίνουν από το βασίλειό τους, νομίζοντας πως δεν τους έχουν πια ανάγκη, τότε και η γη θα έπαιρνε πίσω αυτό που ήταν δικό της. Μερικές οικογένειες στην αρχή, ολόκληρο το χωριό πολύ σύντομα.
     Και έτσι οι γραμματιζούμενοι χώριζαν τις γειτονιές και έτρεχαν να σχεδιάσουν με ματωμένα χέρια πάνω στα κρύα ξύλα, όσα δεν είχαν κάνει οι άλλοι και κινδύνευαν τις ζωές και τις δικές τους οικογένειες. Και άκουγαν τις επόμενες μέρες τις βωμολοχίες των γειτόνων τους, που δεν ήθελαν να συμμετέχουν στο δάμασμα της γης, δεν ήθελαν να ανακατεύονται πια στα παιχνίδια των αθάνατων δαιμόνων. Προτιμούσαν να προσεύχονται σε κάποιον αόρατο να τους γλιτώσει από τις υποχρεώσεις τους και αρκετοί είχαν καταλήξει νεκροί από πείνα ή σύντομες αρρώστιες. Γιατί αυτός ο αόρατος δε μπορούσε να φλογιάσει τα μόνιμα βρεγμένα ξύλα, να κάνει τα λιγοστά αποφάγια να γεμίζουν ανεξήγητα τις κοιλιές δεκάδων ζώων και να καρπίζει τη γη ακόμα και κάτω από λεπτά στρώματα πάγου, κάποια χλωμή άνοιξη. Ούτε να κάνει τους βαρείς τραυματισμούς να περνούν σαν απλές γρατζουνιές και όλα τα μωρά να βγάζουν τον πρώτο χρόνο τους χωρίς ούτε μια διάρροια.
     Και ο Κούζα...ο ανόητος, ο καημένος Κούζα, σκέφτηκε ο Σιέρτσα, δεν δίνει ακόμα πολλή σημασία σε αυτόν τον θεό αλλά κάνει την ίδια ζημιά. Θέλει μόνο το ικανοποιημένο βλέμμα του πατέρα και των άλλων ανδρών και τα υγρά βλέμματα ή τα ιδρωμένα μεσοφόρια των κοριτσιών. Θέλει να μην υπάρχει τίποτα που να το φοβάται ή να νομίζουν οι άλλοι πως το φοβάται. Κόβει ξύλα τα πρωινά χωρίς μπλούζα για να δείχνει πιο σκληρός κι από το κρύο. Βοσκάει παχουλές κατσίκες μέσα σε άχρηστα ξερόχορτα και νομίζει πως γίνεται αυτό, επειδή είναι εκείνος ικανός κι όχι οι ευλογίες που παίρνει η μάνα στο τέλος του χειμώνα.
Τις επόμενες μέρες, ο Σιέρτσα θα τον ξεπλήρωνε αδρά για το πρησμένο μάτι του. Και, πριν την άνοιξη, θα μιλούσε στους γονείς τους για όσα έγιναν μέσα στο δάσος, πώς παραλίγο να χαθεί ο χαζός ο αδελφός του και να γίνει σκόνη και να ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ. Πρώτα όμως, έπρεπε να σκεφτεί τι θα φορούσε το επόμενο βράδυ για να επιβιώσει στο υπόστεγο.
     Έβαψε την τελευταία πόρτα και έτρεξε στο σπίτι. Η μάνα είχε ήδη τελειώσει και έπλενε τα χέρια της στη γούρνα της κουζίνας. Ο πατέρας την περίμενε ήδη στο κλειστό δωμάτιο και είχε φέρει αρκετά ξύλα, για να κοιμηθούν τα αγόρια μπροστά στο μεγάλο τζάκι όλη τη νύχτα. Είχαν κλείσει τα παντζούρια των παραθύρων και ο Κούζα είχε ήδη φτιάξει ζεστό νερό με βαρύ υπνωτικό βότανο, όπως κάθε χρόνο, για να πιουν όλοι και να κοιμηθούν μέχρι το πρωί και να μην κινδυνεύσουν να τους ξυπνήσει η Πομπή και να παρασυρθούν να την κοιτάξουν. Είχαν ακόμα ώρα. Το φως ήταν ακόμα στα όρια του δάσους και δεν είχε ξεκινήσει να κατευθύνεται προς το χωριό, όπως είδε η μάνα πριν μπει στο σπίτι. Πήρε τις δυο κούπες, μπήκε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα, αφήνοντας τη γούνα που είχαν κλέψει, κοντά στο τζάκι για να στεγνώσει καλά πριν την ξαναστρώσει στο κρεβάτι το επόμενο πρωί. Έπρεπε να ικανοποιήσει τον πατέρα πριν κοιμηθούν, δε θα του ξέφευγε όπως άλλες φορές, τώρα που είχαν περάσει μια βδομάδα χωρίς να ιδρώνουν ο ένας τον άλλον.
     Δεν είπε λέξη για τα πρόσωπα των γιων της, αλλά ήξεραν και οι δύο πως δε θα περνούσε ατιμώρητο και αυτό, ό,τι κι αν υπέθετε πως είχε συμβεί μεταξύ τους. Τσακώνονταν και χτυπιόντουσαν τόσο συχνά οι δυο τους, από μωρά ακόμα, που πια δεν την ένοιαζε ακριβώς τι είχε συμβεί και κατέληγαν κλαμμένοι ή μελανιασμένοι ή ματωμένοι. Τους άφηνε πρώτα να ηρεμήσουν και ύστερα παρέδιδε τις ποινές της με τόσο τρομακτική ηρεμία, που δεν έπαιρνε αντίρρηση. Ο πατέρας μπορεί να τους τιμώρησε με μια σκληρή νύχτα στο υπόστεγο επειδή είχαν αργήσει. Μπορεί να αγνόησε άλλον έναν τσακωμό ως κάτι σύνηθισμένο για αγόρια. Αλλά η μάνα θα τους τιμωρούσε για μήνες ολόκληρους, επειδή δε σέβονταν ο ένας τον άλλον.
      Έκατσαν μπροστά στο τζάκι και ο Κούζα έφερε τις δικές τους κούπες. Το βλέμμα του είχε μαλακώσει και ήταν πεσμένο στο πάτωμα.
"Συγγνώμη" είπε χαμηλόφωνα. Φύσηξε το νερό του για να κρυώσει.
Ο Σιέρτσα γούρλωσε στιγμιαία τα μάτια του. Συγγνώμη; Ο Κούζα είχε πει πρώτος – και χωρίς να τον απειλεί κανείς – συγγνώμη;
"Μ-χμ" μουρμούρισε απλά, γιατί δε μπορούσε να βρει άλλα λόγια από την έκπληξή του. Ήπιε μια γερή γουλιά από το δικό του νερό και έμειναν έτσι αμίλητοι, μέχρι που άδειασαν τα ποτήρια τους και ξάπλωσαν, πλάτη με πλάτη, μπροστά στις φουντωμένες φλόγες.

     Η Μπέλαγια Καραλιέβα οδήγησε αμίλητη τους ακόλουθούς της μέσα στους στενούς δρόμους του χωριού. Τα μαύρα πρόσωπά τους χάνονταν μέσα στο σκοτάδι και τα λευκά τους μάτια ήταν μισόκλειστα και δε διέφεραν από τις χιονονιφάδες που έπεφταν πυκνές γύρω τους.
Γύρισε και κοίταξε με την άκρη των δικών της ματιών, την Πομπή. Ήταν όλοι τυλιγμένοι στις μαύρες γούνες τους και προστάτευαν τα μεταξένια μαλλιά τους με μακρείς, μάλλινους σκούφους που έδεναν κάτω από το σαγόνι. Εκείνη πάνω στο σταχτί της άτι, με την υπερμεγέθη πορφυρή της κάπα που σκέπαζε όλο το ζώο και σερνόταν στο χώμα και τον γούνινο, πορφυρό της σκούφο με τη μάλλινη φούντα στην άκρη του, έμοιαζε σαν ξένη ανάμεσά τους.
     Και φέτος ο χειμώνας θα συνέχιζε για πολύ, ίσως έφτανε και την εαρινή ισημερία. Τέτοιες χρονιές, ήταν δύσκολο ακόμα και για τους Βόλσεμπνα να πατούν τη γη και να την υποτάσσουν στο θέλημά τους. Να χαράζουν τα χώματα και τα δέντρα, τους ανέμους και τα σύννεφα με τα ματωμένα σύμβολά τους και να ανθίζουν τα σπαρτά και τους καρπούς κάτω από την παγωνιά. Τα τελετουργικά και τα γράμματα και οι λέξεις των ανθρώπων ήταν πολύτιμα κάθε φορά για να ισχυροποιούν τις δυνάμεις των αθανάτων, αλλά κι αυτά είχαν λιγοστέψει επικίνδυνα τους τελευταίους αιώνες. Οι γραμματιζούμενοι ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών όταν κάποτε, κάθε παιδί μάθαινε πρώτα τα βασικά σύμβολα πριν μάθει να γράφει το όνομά του. Κι αν κάποιος δεν ήξερε, αν απλά αντέγραφε ή άκουγε τις ιστορίες και τηρούσε τα έθιμα τυφλά χωρίς πραγματική γνώση, δεν ήταν απαραίτητα κακό αλλά στερούσε τις δυνάμεις πάνω στη γη, από ένταση και διάρκεια.
     Όταν έφτασαν στο πρώτο σπίτι, μια ακόλουθος τη βοήθησε να κατέβει από το άλογο και της έδωσε έναν γεμάτο σάκο. Η Μπέλαγια μπήκε στην αυλή και κοίταξε τα σύμβολα στην πόρτα. Ψιθύρισε τους ήχους τους και εκείνα λαμπύρισαν στιγμιαία σα μακρινή αστραπή και ύστερα κάπνισαν για λίγο. Στη βάση της πόρτας, είδε ένα δεμένο και φουσκωμένο μαντήλι, που μύριζε ψωμί. Η Μπέλαγια άνοιξε το σάκο της και έβγαλε από μέσα ένα κατακόκκινο ρόδι, ένα ματσάκι βαλσαμόχορτο, ένα φουσκωμένο λεμόνι και λίγο θυμάρι. Άφησε το ρόδι μπροστά στην πόρτα και το πάτησε δυνατά με τη μπότα της. Δάγκωσε το λεμόνι και έσταξε το χυμό του πάνω στο σπασμένο ρόδι. Μάδησε τα άνθη του βαλσαμόχορτου και τα προσέθεσε κι αυτά στο περίεργο μείγμα και έτριψε και το αποξηραμένο θυμάρι. Τέλος, έφτυσε μια γερή ποσότητα σάλιου πάνω απ'όλα και ψιθύρισε άλλα λόγια, που δεν ήταν γραμμένα. Τα σύμβολα στην πόρτα σταμάτησαν να καπνίζουν και η Μπέλαγια έκλεισε το σάκο της. Πήρε το μαντήλι με το ψωμί και το έδωσε στην ακόλουθό της, που το έβαλε σε ένα δεύτερο σάκο, άδειο.
Και έτσι συνέχισαν. Διάβαζαν τα σύμβολα, άφηναν τις ευλογίες, έπαιρναν τις ευχές. Φαγητά, ποτά, ζωγραφισμένες πέτρες, κεντημένα υφάσματα, γούνες και δέρματα.
Και όταν πια ολοκλήρωσαν την Πομπή και ο γεμάτος σάκος είχε αδειάσει και ο άδειος είχε γεμίσει, η Μπέλαγια έκανε νόημα και γύρισαν πάλι στη γειτονιά του ανόητου, καημένου αγοριού, στο σπίτι που την οδήγησε το αίμα του, που στριφογύριζε ακόμα πάνω στη γλώσσα της.
     Γούρλωσε τα μάτια της για μια στιγμή μόνο και έλαμψαν σα μαγικά φώτα μέσα στο χιόνι, όταν είδε το αναίσθητο σώμα του, τυλιγμένο μέσα σε μια χοντρή, μεγάλη γούνα, στη βάση της πόρτας, κάτω από τα σύμβολα. Δίπλα του, ένα υπέροχο ξύλινο γλυπτό που απεικόνιζε τα περίτεχνα κέρατα ενός ενήλικου, αρσενικού ελαφιού. Κατέβηκε από το άλογό της πάλι, έκανε όσα και στις υπόλοιπες πόρτες, κοιτώντας πλάγια το αγόρι που δε φαινόταν να ξυπνά. Έδωσε το γλυπτό για να μπει στο σάκο και έσκυψε για να πάρει το αγόρι στην αγκαλιά της. Το πρόσωπό του, με το πρησμένο μάτι και την ξεραμένη πληγή από κάτω, φαινόταν γαλήνιο.
     Τι να είχε δει το αγόρι και έσφιξε τόσο η καρδιά του, που τους ακολούθησε και διακινδύνευσε τα πάντα; Ποιο περίεργο όραμα είχε εμφανίσει στα μάτια του η μαγεία των Βόλσεμπνα και έκρυψε την, τρομακτική για τους θνητούς, πραγματική μορφή των αθανάτων; Καθένας και καθεμία που είχαν αποκαλυφθεί με διάφορους τρόπους μπροστά της, είχαν δει κάτι διαφορετικό. Νεράιδες και παραμυθένια πλάσματα, νεκρούς αγαπημένους, χρυσά ρούχα και πολύτιμα υλικά, εξωτικά μέρη, παθιασμένες γυναίκες και ημίγυμνους πολεμιστές. Η Μπέλαγια τα είχε ακούσει όλα και σε διάφορες παραλλαγές.
      Σήκωσε πάλι με το χέρι της το σαγόνι του αγοριού και τον παρατήρησε. Η ανάσα του μύριζε νάδρο, βαρύ υπνωτικό. Τα χείλη του είχαν αρχίσει να σκουραίνουν. Τον φίλησε με τα δικά της για να τον ζεστάνει λίγο, μέχρι να περάσουν στο βασίλειό της. Όταν απομακρύνθηκε, έγειρε απορημένη το κεφάλι της στο πλάι και ζάρωσε τα μάτια, σα να αναρωτιόταν κάτι.
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε ένας ακόλουθος πίσω της.
Γύρισε και τον κοίταξε, με τα χείλη τεντωμένα σ'ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.

     Ο Κούζα ήταν ντυμένος και τυλιγμένος με ό,τι μάλλινο ρούχο είχε βρει μέσα στο σπίτι και θαμμένος βαθιά μέσα στο σωρό από ξερόχορτα, που ήταν στο βάθος του στάβλου του πατέρα της Ιρίνια. Γύρω από το σωρό, είχε μαζέψει όσα κόπρανα αλόγων δεν είχε πετάξει εκείνη την ημέρα ο πατέρας της, στο μεγάλο κιούπι με το λίπασμα για τα χωράφια. Μύριζαν απαίσια αλλά, με λίγη τύχη, θα έκρυβαν τη δική του μυρωδιά. Είχε σκεπάσει και την πληγή κάτω από το μάτι του με λίγο από το βρωμερό πράμα. Μέχρι αύριο μπορεί να μολυνόταν, αλλά η μάνα είχε αρκετά βοτάνια για να τον κάνει καλά και οι ευλογίες της του περασμένου χειμώνα, είχαν και λέξεις για τις αρρώστειες και τους τραυματισμούς. Ο πατέρας έλειπε συχνά σε κυνήγια και φρόντιζε να τον κρατά πάντα προστατευμένο, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια.
     Προσπαθούσε να μη σκέφτεται ότι είχε προδώσει, με τον χειρότερο τρόπο, τον ίδιο του τον αδελφό. Προσπαθούσε να σκέφτεται ότι στο τέλος της ερχόμενης άνοιξης, θα μύριζε το κορμί της Ιρίνια και όχι τα κόπρανα των ζώων. Και ύστερα, σίγουρα θα τον διάλεγαν επιτέλους για να κάνει το ταξίδι στις πόλεις. Και θα έμενε εκεί, για πάντα. Θα ξεχνούσε το χωριό και θα γινόταν πλούσιος και θα βρισκόταν σε μέρη εξωτικά, με φρέσκα χώματα και ζεστά καλοκαίρια. Εκείνος ήταν που μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι. Εκείνος ήταν που άρμεγε τις κατσίκες πιο γρήγορα και έβγαζε τις πατάτες από το έδαφος χωρίς να λερώσει τα ρούχα του. Ήταν πιο δυνατός και έσκαβε ακόμα και τα πιο σκληρά χωράφια χωρίς δυσκολία. Εκείνος έβγαζε τη μπλούζα του μες στο χειμώνα και έκοβε ξύλα, για να κρατάει το σώμα και το μυαλό του δυνατά πέρα από κάθε καιρό και δυσκολία, πέρα από κάθε τελετουργία και υπόκλιση σε αθάνατους εγωιστές, που έκλεβαν παιδιά και ξεγελούσαν τους θνητούς με γράμματα και λέξεις και ανόητα σύμβολα. Θα ξεχνούσε τα πάντα. Μακριά από εδώ, οι Βόλσεμπνα δεν είχαν δύναμη και η εικόνα της αρχόντισσας θα έσβηνε και δεν υπήρχε αμφιβολία γι'αυτό.
     Δεν του άξιζε να χαθεί και να είναι σα να μην υπήρξε ποτέ. Κι αν όχι για να γλιτώσει τώρα, στην πιο δύσκολή του στιγμή, για ποιο λόγο αυτός ο αόρατος θεός - στον οποίο ο πατέρας είχε αρχίσει να προσεύχεται κρυφά και για τον οποίο ήταν σίγουρος ότι ήταν ο μόνος αληθινός άρχοντας ολόκληρου του κόσμου - να του είχε δώσει έναν αδελφό ίδιο σε όλα, από τις τρίχες στα μαλλιά τους μέχρι το τελευταίο νύχι των ποδιών τους; Δίδυμα παιδιά, κάτι τόσο σπάνιο στις γέννες του χωριού; Για ποιο λόγο να τα είχε φέρει αυτός ο θεός, ώστε να καταλήξουν σπίτι με τα ίδια σημάδια στα πρόσωπά τους, για ποιο λόγο είχε φυτέψει την ιδέα μέσα του, αν όχι για να τον γλιτώσει και να του εκφράσει χωρίς λόγια πως εκείνος, ο Κούζα, ήταν προορισμένος για άλλα, ένδοξα πράγματα και όχι για να κάνει τον δούλο της Μπέλαγια Καραλιέβα;
     Άκουσε ξαφνικά την πόρτα του στάβλου να ανοίγει τρίζοντας και πάγωσε ολόκληρος.
"Κούζα;" ακούστηκε μια ψιλή φωνή.
"Ιρίνια;" είπε εκείνος έκπληκτος και σηκώθηκε από το σωρό.
"Αχ, ευτυχώς" είπε εκείνη και αναστέναξε. "Δεν ήξερα αν θα είσαι εδώ."
Τον πλησίασε γρήγορα και τον αγκάλιασε.
"Μη, βρωμάω."
"Δε με νοιάζει. Ανησύχησα τόσο πολύ."
"Τι κάνεις εδώ; Η Πομπή;"
"Έφυγαν. Είδα το φως να φτάνει στο δάσος. Η μάνα σου σε ψάχνει. Είπα μήπως ήσουν εδώ, γιατί ξέρω πόσο σου αρέσει να έρχεσαι εδώ όταν θέλεις την ησυχία σου."
"Ο Σιέρτσα;"
"Ποιος;"
      Ο Κούζα έμεινε για λίγο ακίνητος. Είχε τελειώσει. Ο Σιέρτσα είχε γίνει σκόνη και είχε χαθεί και οι άλλοι τον είχαν ήδη ξεχάσει και μέχρι το πρωί θα τον ξεχνούσε κι εκείνος.
Ανατρίχιασε ολόκληρος, νιώθοντας μέσα στο σκοτάδι τα χείλια της Ιρίνια να πιέζουν τα δικά του με ορμή και να τα ανοίγουν και να χώνει τη γλώσσα της μέσα στο στόμα του. Έπεσε πάλι πάνω στο σωρό και εκείνη έπεσε μαζί του. Το χέρι της πλησίασε επικίνδυνα τα κορδόνια του παντελονιού του και το μυαλό του άδειασε από όλες τις άλλες σκέψεις.
"Σιέρτσα λένε λοιπόν, τον αδελφό που ήσασταν ένα και χωριστήκατε στα δύο μέσα στην κοιλιά της μάνας σας; Δυο πλάσματα σχεδόν ίδια;"
     Η στοιχειωμένη φωνή της Μπέλαγια τον τύλιξε σα χιονοθύελλα. Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και είδε την Ιρίνια να έχει μεταμορφωθεί στη σκοτεινή αρχόντισσα. Προσπάθησε να ουρλιάξει αλλά δεν έβγαινε ούτε η ανάσα από το στόμα του. Σχεδόν ίδια;
"Ω, καημένο, ανόητο αγόρι. Άτακτο αγόρι, που πατάς τις συμφωνίες και αγνοείς όσα συμβαίνουν γύρω σου και προδίδεις ξένους και οικογένεια το ίδιο...πώς πίστεψες ότι όλα τα βασίλεια πρέπει να σκύβουν ταπεινά μπροστά σου, όταν δεν έχεις καν ιδέα τι είναι η ταπεινότητα; Πώς πίστεψες ότι θα μπορούσες να ξεγελάσεις εμένα, που ξέρω κάθε σκουλήκι που ταξιδεύει στα έγκατα της γης και κάθε άνεμο που φυσάει γύρω μας; Μπορεί να φαίνεστε ίδιοι με τον αδελφό σου, αλλά η προδοσία βρωμάει όσο τίποτε άλλο και δεν κρύβεται με τίποτε άλλο" του ψιθύρισε.
      Σηκώθηκε και τον τράβηξε με δύναμη. Ήταν σαν αναίσθητος, δεν είχε κανέναν έλεγχο του σώματός του. Τον ξάπλωσε πάνω στην πορφυρή κάπα της και το πρόσωπό του χάθηκε μέσα στην ανοιχτόχρωμη γούνα στο λαιμό της. Και ύστερα χάθηκε, τη στιγμή που η πρώτη ακτίνα της χαραυγής άλλαξε το χρώμα του βραδινού ουρανού.

     Ο Σιέρτσα άνοιξε τα μάτια του βαριεστημένα. Το τζάκι της κουζίνας ήταν φουντωμένο αλλά δε θυμόταν να το έχει γεμίσει εκείνος με καινούρια ξύλα. Είχε ξημερώσει;
"Δε θέλω καν να ξέρω, τι έκανες έξω από την πόρτα του σπιτιού μια τέτοια νύχτα" ακούστηκε η φωνή της μάνας του από τον πάγκο δίπλα στη γούρνα, ήρεμη και τρομακτική.
"Δε βγήκα έξω, τ'ορκίζομαι. Ξέρεις ότι ποτέ δε θα-"
"-ο πατέρας σου δεν ξέρει τίποτα. Ευτυχώς σε βρήκα πρώτη. Απορώ πώς δεν πάγωσες, ακόμα και με τη γούνα. Και πώς δε σε πέρασαν για ευχή οι Βόλσεμπνα, να σε πάρουν στο σάκο τους. Δε θα γλιτώσεις βέβαια το υπόστεγο, γιατί άργησες εχθές. Και θα αναλάβεις και τις βοσκές της ξαδέλφης σου μέχρι την άνοιξη, γι'αυτό το μελανιασμένο μάτι που επίσης δε θέλω να ξέρω πώς συνέβη."
      Ο Σιέρτσα ζάρωσε τα φρύδια του. Ήξερε ότι είχε μελανιασμένο μάτι και ότι είχε αργήσει, ήξερε για το υπόστεγο και ότι θα ερχόταν και η τιμωρία της μάνας. Αλλά, ξαφνικά, δεν είχε ιδέα πώς προέκυψε αυτός ο τραυματισμός ή πού ήταν εχθές και άργησε. Ήταν σίγουρος ότι έπρεπε να ξέρει, δε γινόταν να μην ξέρει. Και ταυτόχρονα ήταν σίγουρος και θα ορκιζόταν σε όλα τα γράμματα του, πως δεν ήξερε.
"Κουζ..." ξεκίνησε να λέει, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί και η ακατανόητη λέξη έσβησε στα χείλη του.
"Τι;" ρώτησε η μάνα.
"Δεν..." κοίταξε γύρω του μπερδεμένος. "Τίποτα, τίποτα."
"Αν μάθω ότι ήπιες εχθές παραπάνω απ'όσο αντέχεις και έκανες λάθος σε κανένα από τα σύμβολα που ζωγραφίσαμε, θα σε παραδώσω μόνη μου στους αθανάτους" μουρμούρισε εκείνη χαμογελώντας. "Ντύσου κι έλα να φας κάτι. Ο αδελφός σου-" σταμάτησε και έμεινε ακίνητη για λίγο. Γύρισε και τον κοίταξε ανέκφραστη. "Ο πατέρας σου με ταλαιπώρησε πολύ εχθές, δεν ξέρω τι λέω. Ο ξάδελφός σου, ήθελα να πω, σε περιμένει να πάτε για ξύλα."


Τέλος
 
Α. Γάρδα
 
*Artwork: The procession of the Fairy Queen in the irish tale, Tam Lin
  Artwork credit: Stephanie Pui-Mun Law

Comments

  1. Replies
    1. Συγγνώμη, δε μου είχε έρθει ειδοποίηση για το σχόλιο και το είδα τώρα τυχαία. Ευχαριστώ πολύ!

      Delete

Post a Comment

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση