Φωτισμένος (part 2 of 2)

 
"Γαμώ τον Άρχοντα και όλα τα Τάγματά του" είπε ο Παπιτέους, σε μια έκρηξη βωμολοχίας τελείως ξένη στο χαρακτήρα του "τι είναι αυτό;"


     "Ποιο; Ποιο;" ρώτησε ο Γκρομλόχ τρομαγμένος.
Δυο χρόνια που ήξερε τον Παπιτέους, δεν τον είχε ακούσει να λέει έστω ένα σκατά. Τι στο διάολο τον είχε κάνει να τα βάλει με τον ίδιο τον Άρχοντα;
"Εμφανίστηκε ο Λάμα;" ρώτησε και ξεροκατάπιε. "Μη μου πεις, ανίκανε βρωμόγερε, ότι δε μπορείς να τον τραβήξεις πίσω και πρέπει να τον πολεμήσουμε;"
Ο Παπιτέους έμεινε για λίγο σιωπηλός, με το βλέμμα του παγωμένο. "Δε βλέπεις; Εκεί στη γωνία" ρώτησε ανέκφραστα.
"Ναι, κοιτάω λέμε, μου έχεις παγώσει το αίμα. Τι είναι;"
"Το σκοτάδι δεν το βλέπεις;"
"Είσαι τελείως βλαμμένος; Και βέβαια το βλέπω το σκοτάδι. Έχεις ξεμωραθεί και φοβάσαι ξαφνικά τα σκοτάδια ή είχες κανέναν πολυέλαιο στη σπηλιά σου και τώρα νιώθεις άβολα;"
"Γκρομλόχ. Σκάσε και κοίτα το σκοτάδι. Κοίτα."
    Και ο νεαρός δαίμονας γούρλωσε τα μάτια του και σκέφτηκε για μια στιγμή να του ρίξει μια μπουνιά, αλλά έσκασε. Και κοίταξε. Κοίταξε τόσο πολύ, που οι ανεπαίσθητες κόκκινες κόρες των ματιών του, έγιναν σαν μικρές τελείες από τη μύτη χοντρού μαρκαδόρου.
"Κοιτάω, το κέρατό μου, κοιτάω και δε βλ-" σταμάτησε απότομα. "Μα τον Μανόν και τις δήθεν παρθένες μαγισσές του...τι είναι αυτό;" κατέβασε τη φωνή του σε ψίθυρο.
"Εγώ ρώτησα πρώτος" είπε κοροϊδευτικά ο Παπιτέους.
"Πας καλά ρε ζώον!; Κάνεις πλάκα;"
"Ηρέμησε, δε χρειάζεται να ψιθυρίζουμε. Μας έχει ήδη πάρει χαμπάρι."
"Α, ωραία. Σήκω τον κώλο σου και πάμε να φύγουμε."
"Δε μπορούμε να φύγουμε. Έκλεισε όλες τις εξόδους για τα αιθέρια μονοπάτια, όταν έφυγε ο μοναχός."
Ο Γκρομλόχ ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα να καταλαμβάνει το κορμί του.
"Παπιτέους...τι στο διάολο είναι αυτό;" ρώτησε, μη μπορώντας να εκφράσει, αυτό που οι άνθρωποι χαρακτήριζαν ως με λούζει κρύος ιδρώτας. "Και μην κάνεις άλλα αποτυχημένα αστεία, σε παρακαλώ."
"Σκοτάδι."
"Ναι, το ξέρ-"
"-δεν τελείωσα. Το απόλυτο σκοτάδι. Ή...το κενό; Δεν ξέρω αν είναι κατάλληλη η λέξη. Φαίνεται να μην έχει τίποτα μέσα του...αλλά και να τα έχει όλα. Είναι πολύ μικρό."
"Ναι, λίγο παραπάνω από το κεφάλι μιας καρφίτσας."
"Δεν έχω ιδέα τι πλάσμα είναι η καρφίτσα, αλλά αφού το λες εσύ..."
"Σου μιλάει; Πώς ξέρεις ότι μας άκουσε; Πώς ξέρεις ότι μας παγίδευσε εδώ;"
"Προσπάθησα να μας βγάλω από το δωμάτιο, τη στιγμή που το ένιωσα. Τώρα, αν μας ακούει...δεν το ξέρω ακριβώς όπως λέμε ότι ξέρουμε κάτι, αλλά κάπως το ξέρω. Πώς να στο εξηγήσω, που είσαι και από τις κατώτατες κάστες..."
"...ειρωνεία, ναι. Η ειρωνεία βοηθάει πολύ αυτή τη στιγμή."
"Δεν ειρωνεύομαι καθόλου. Πραγματικά δε μπορώ να σου εξηγήσω."
"Τα νιώθεις όλα αυτά και δεν ξέρεις τι είναι; Πόσο παπάρας άχρηστος είσαι τελικά; Σαϊτάνη Μεγαλοδύναμε, θα πεθάνουμε εδώ!"
"Ηρέμησε Γκρομλόχ. Νομίζω ότι δε θα πεθάνουμε."
"Νομίζεις!;"
"Ναι, νομίζω ότι...δεν ξέρω τι είναι, ειλικρινά. Αλλά, για κάποιο λόγο, το αισθάνομαι σαν...ότι δε μας απειλεί να το πω...γνωστό να το πω...;"
"Αυτό πιθανότατα συμβαίνει γιατί σε είχα στην αγκαλιά μου για τόσες εποχές, μικρέ αδελφέ..." ακούστηκε μια φωνή.
Που δεν ήταν ακριβώς φωνή, αλλά έμοιαζε με άνεμο και με θρόισμα φύλλων και με ουρλιαχτό τόσο υψηλών τόνων, που κανένα μηχάνημα της Γης δε θα μπορούσε να το πιάσει.
Και οι δύο δαίμονες χέστηκαν επάνω τους. Κυριολεκτικά.

***

    "Γενναίε Τσι-Τζονγκ Τσι, καλώς ήρθατε" είπε ο νεαρός μοναχός και υποκλίθηκε βαθιά, ενώνοντας τις παλάμες του και ακουμπώντας τους αντίχειρές του στο μέτωπό του.
Ο αρχηγός των Γουσένγκ επανέλαβε την ίδια κίνηση πιο κοφτά.
"Καλώς σε βρήκαμε, Σοφέ Τούπτεν."
Υστερα γύρισε προς τη βιτρίνα. Γονάτισε, κρατώντας την πλάτη του στητή και το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι της ομάδας του.
"Η παρουσία σου είναι σπάνια τιμή, δάσκαλε" ψιθύρισε στη μούμια.
"Έχει μειώσει την παρουσία του στο ελάχιστο. Για να μην τον βρει αυτό το πλάσμα."
"Έχει περάσει ήδη εδώ;" ρώτησε ο Γουσένγκ, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τη μούμια.
"Όχι. Δηλαδή, υπάρχει μία ρωγμή στην πραγματικότητά μας."
"Πόσο μεγάλη;"
"Εδώ και τρεις ημέρες, όχι παραπάνω από το κεφάλι μιας καρφίτσας. Αλλά, χωρίς την ψυχή του δασκάλου εδώ, δε μπορεί να αγκυροβολήσει επάνω του και να υλοποιηθεί. Ακόμα."
"Πού είναι η ρωγμή;"
Ο νεαρός μοναχός έδειξε την πιο σκοτεινή γωνία του δωματίου.
"Και ο δάσκαλος; Τι οδηγίες έδωσε;"
"Δε θα μπορέσει να μείνει για πολύ κρυμμένος. Ερχόταν ήδη εδώ, όταν ανακάλυψε ότι αυτό είχε κλειδώσει στην παρουσία του. Εξ'ού και η ρωγμή."
"Προφανώς."
"Είναι σίγουρα σε κάποιο από τα τρία Φωτισμένα Μονοπάτια, γι'αυτό και μπόρεσα να τον ακούσω και να μιλήσω μαζί του, αν και με εξαιρετική δυσκολία οφείλω να σας πω. Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα τι ακριβώς είναι αυτό που αντιμετωπίζουμε."
"Άρα, δε θα μπορέσουμε εμείς να του μιλήσουμε. Αν κουνηθεί από εκεί που κρύβεται, θα τον πιάσει αμέσως."
"Ακριβώς. Γενναίε Τσι-Τζονγκ Τσι...τι θα κάνουμε;"
"Χρειαζόμαστε χρόνο. Να οργανώσουμε ένα σχέδιο, δεν έχει ξαναγίνει κάτι παρόμοιο. Τούπτεν."
"Μάλιστα."
"Θα μείνεις εδώ, μέχρι να τελειώσουμε τον διαλογισμό μας. Και ύστερα, θα χρειαστούμε...ίσως πέντε, καλύτερα έξι από τους καλύτερους Σοφούς σου. Να αποκλείσουν τον εξωτερικό κόσμο από τον χώρο και να λειτουργήσουν σα δικές μας άγκυρες, όταν θα προσπαθήσουμε να σφραγίσουμε τη ρωγμή."
"Όλοι στο ναό είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και έτοιμοι για τις εντολές σας."

***

    Μόλις έφυγαν οι Γουσένγκ, ο μοναχός έκατσε πάλι στη στάση του λωτού, μπροστά από τη βιτρίνα. Έκλεισε τα μάτια του και ηρέμησε την αναπνοή του. Όμως, αμέσως, η έκφρασή του ζάρωσε, σα να μύριζε κάτι απαίσιο.
"Α, ναι. Αυτά είναι δικά μας. Δύσκολα βρίσκεις σακουλίτσα και κάδο σκουπιδιών στα αιθέρια μονοπάτια. Κι εσείς όμως, δεν είστε προνοητικοί εδώ μέσα. Τόσοι τουρίστες, απ'όλες τις διαστάσεις, για να δουν το διάσημο κουφάρι εκεί μέσα και δεν έχετε μια τουαλέτα. Δυο μέρες τώρα, καθόμαστε αγκαλιά με τα σκατά μας, περιμένοντας να εμφανιστεί κάποιος υπεύθυνος. Κουτί παραπόνων, πού έχετε;"
    Ο Τούπτεν κοκκάλωσε. Η φωνή που είχε ακουστεί πίσω και δεξιά του, έμοιαζε με παράφωνο έφηβο, που προσπαθούσε να τραγουδήσει όπερα στην ανθρώπινη γλώσσα του Θιβέτ, κάνοντας γαργάρα με ξυραφάκια.
Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και κοίταξε τον Γκρομλόχ με την άκρη του ματιού του.
"Δεν περίμενα να είσαι τόσο άσχημος. Δε σου είπα να εξαφανιστείς προχθές; Τι κάνεις πάλι εδώ πέρα;"
"Δεν έφυγα ποτέ."
"Τι θέλει ένας δαίμονας των χριστιανών με εμάς; Θέλεις πραγματικά να χάσεις τη ζωή σου, μπλέκοντας στις δικές μας υποθέσεις;"
"
Να μου μιλάς καλύτερα μοναχέ, δεν είμαι κανένα τελώνιο των δρόμων. Έχω δει μάχες που εσύ δεν έχεις φανταστεί καν."
"Όταν σε κατάλαβε ο δάσκαλος, κρυβόσουν πίσω από το πέπλο της διάστασής σου. Τώρα το παίζεις γενναίος; Οι Γουσένγκ είναι κοντά, αν κάτσεις κι άλλο εδώ πολύ σύντομα θα σε καταλάβουν κι αυτοί."
"Τους είδα τους Πολεμιστές σου. Δεν είμαι χαζός, να εμφανιστώ με αυτούς στο δωμάτιο. Με εσένα όμως...με εσένα μπορώ να πω δυο κουβέντες."
"Ό,τι κουβέντες θες να πούμε, μπορούν να περιμένουν. Φύγε και έλα ξανά, αν θες. Έχουμε σημαντικότερα προβλήματα αυτή τη στιγμή."
"Πρώτον, αυτά που θέλω να σου πω δε μπορούν να περιμένουν. Δεύτερον, δε μπορώ να φύγω. Τρίτον, το έθεσες εξαιρετικά. Έχου-με προβλήματα. Όλοι μας."
"Τι εννοείς;"
    Ο Γκρομλόχ γύρισε το βλέμμα του στην πιο σκοτεινή γωνία του δωματίου.
"Αν δε γυρίσει σπίτι της η μαλακισμένη εκεί πέρα, δε θα γυρίσω ούτε εγώ. Και θα αναγκαστείς σύντομα, να φέρεις κάποιον να καθαρίσει τα σκατά μου."
"Ξέρεις τι είναι το πλάσμα εκεί, στη ρωγμή; Μπορείς και το βλέπεις;" ρώτησε ο Τούπτεν, προσπαθώντας να συγκρατήσει την έκπληξή του.
"Τώρα, ξέρω. Δε μπορώ να το δω. Δε φαίνεται τίποτα από τόσο μικρό άνοιγμα, αν και δε νομίζω ότι έχει κάποια συγκεκριμένη μορφή."
"Τι είναι; Από ποια διάσταση έρχεται;"
"Αρχίσαμε τις διαπραγματεύσεις μοναχέ;"
"Αρχίσαμε τις χαζομάρες δαίμονα;"
"Δε θες να σωθεί ο δάσκαλός σου;"
"Δε θες να σωθείς εσύ;"
    Έμειναν ακίνητοι για μερικά λεπτά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, προσπαθώντας να επιβληθούν ο ένας πάνω στον άλλον.
"Ζαμπβίνιε!" ακούστηκε ξαφνικά μια δεύτερη φωνή, το ίδιο ανατριχιαστική με την πρώτη, αλλά παραδόξως, κάπως πιο ενθουσιώδης. "Νάσραν! Βίσμαραρ!"
"Σκάσε!" φώναξε ο Γκρομλόχ στα δεξιά του.
"Και Ουνούτουλμα! Και πως το είπε το άλλο..."
Ο Τούπτεν ζάρωσε τα φρύδια του, αλλά δε μπόρεσε να συγκρατήσει ένα περίεργο χαμόγελο.
"...σκάσε, ηλίθιε, ξεμωραμένε γεροξεκούτη!"
"Γι-Γουά! Δε σκάω, Γι-Γουά!"
     Αυτό ήταν. Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης, ο μοναχός είχε προλάβει να τιναχτεί δίπλα τους και να πιάσει τον Γκρομλόχ από το λαιμό – με τα κανονικά του χέρια, αυτή τη φορά – πριν ο τελευταίος προλάβει να κάνει οτιδήποτε.
"Ποιος μίλησε; Πες μου καταραμένε, ποιος μίλησε!"
"Παπιτέους. Άρχοντας της...ή μάλλον πρώην Άρχοντας της Τέταρτης Κλειδαριάς της Έβδομης Πύλης της Κολάσεως" απάντησε η φωνή, όσο ο άλλος πάλευε να πάρει ανάσα.
Ο Τούπτεν κοίταξε προς το μέρος του, αλλά δε μπορούσε να δει τίποτα.
"Πού είσαι, γιατί δε σε βλ...μισό λεπτό. Παπιτέους; Ο Παπιτέους; Ο κλέφτης του Καθαρτηρίου;"
     Και ξαφνικά, μπροστά στον μοναχό εμφανίστηκε ένα πλάσμα λίγο πιο ψηλό από τον Γκρομλόχ, με κατάλευκο δέρμα, αραιά κόκκινα μαλλιά, εκτεθειμμένη οδοντοστοιχία και χρυσοπράσινα μάτια. Βουρκωμένα χρυσοπράσινα μάτια.
"Να υπάρχει άραγε, μεγαλύτερη τιμή από το να σε ξέρει κάποιος, γενιές μετά τις ένδοξες μέρες σου, από άλλη διάσταση ΚΑΙ από άλλη θρησκεία;" ψέλλισε συγκινημένος και σκούπισε τις μύξες που έτρεχαν από τη γαμψή του μύτη πάνω στην εκτεθειμμένη οδοντοστοιχία του.
"Α, τώρα θυμάσαι και να καταλάβεις και να μιλήσεις ανθρώπινα, ε!;" γκάριξε ο Γκρομλόχ.
"Μα σου είχα πει, δώσε μου μερικές μέρες. Και εδώ που περιμέναμε, χωρίς να κάνουμε κάτι άλλο, ήταν υπέροχη ευκαιρία να επανέλθουν πολλές, πολλές μνήμες."
"Ποιανού μαλάκα τις αμαρτίες πληρώνω και δεν άκουγα, όταν μου έλεγαν να μην κυνηγάω παραμύθια για τρελούς;" μονολόγησε ο Γκρομλόχ.
Ο μοναχός τον είχε αφήσει τη στιγμή που είδε τον Παπιτέους να φανερώνεται και εκείνος είχε κάτσει οκλαδόν, παραιτημένος.
"Ένας κλέφτης ψυχών σε αυτό το δωμάτιο...νομίζω ότι πρέπει να καλέσω τους Γουσένγκ. Τώρα."
"Νεαρέ μου, νομίζω δε θα ήταν σοφό αυτό. Αν ήθελα να διακινδυνεύσω την ψυχή του δασκάλου σου, θα το είχα κάνει ήδη."
"Δεν το έχεις κάνει ακόμα. Αλλά αυτός είναι ο σκοπός σου."
"Ο σκοπός μου και του φίλου μου δεν έχει καμία σημασία, γιατί είμαστε εγκλωβισμένοι εδώ μέσα. Εδώ και δυο μέρες, όπως μυρίζεις. Γιατί να κάνω τη δουλειά μου, όταν δε μπορω να δραπετεύσω και θα με φάνε λάχανο οι Βουσένγκ σου;."
"ΓΟΥ-σενγκ" τον διόρθωσε ο Τούπτεν.
"Ναι, ναι αυτοί. Αλλά...αν βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, ίσως καταφέρουμε κι εμείς να επιστρέψουμε σπίτι μας κι εσείς να σώσετε το δάσκαλό σας."
"Τι προτείνεις;"
"Α, με αυτόν διαπραγματεύεσαι, ε;" γάβγισε ο Γκρομλόχ.
"Σώπασε. Αυτός είναι Ανώτερος Δαίμονας."
"Αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν Ανώτερη Σαπίλα."
"Τουλάχιστον ξέρει να φέρεται σωστά, όταν είναι έξω από τη δικαιοδοσία του. Σώπασε τώρα."
"Δε με χέζετε και οι δύο!" τσίριξε ο Γκρομλόχ.
Αλλά ύστερα σώπασε.
"Παπιτέους, είπες πριν μια λέξη” τον αγνόησε ο Τούπτεν. "Γι-Γουά."
"Μάλιστα. Είναι το όνομα αυτής που βρίσκεται πίσω από τη ρωγμή. Και τα υπόλοιπα που φώναζα είναι τα ονόματά της. Εδώ και δυο μέρες, από τη στιγμή που καταλάβαμε ποια είναι, μας έχει πάρει τα αυτιά με τα ονόματα που έχει σε όλες τις ανθρώπινες και μη γλώσσες."
"Μιλάει τώρα;"
"Αν μιλάει, λέει...δεν το έχει ράψει η σιχτιριασμένη. Τώρα απαγγέλει τα ονόματα που έχει στις διαστάσεις των τεράτων. Από εχθές εύχομαι να μπορούσα να την ταϊσω τα κόπρανά μου..." είπε και αναστέναξε.
"Γι-Γουά. Η Λήθη."
"Α, ναι, κι αυτή τη λέξη την είπε. Αυτό που ακούς είναι. Και στη δική μας γλώσσα μίλησε. Ειδικά όταν με αναγνώρισε."
"Σε αναγνώρισε;"
"Ναι. Για εκατοντάδες εποχές ζούσα χωρίς μνήμη, χωρίς γνώση της ταυτότητάς μου και όλων όσων με έκαναν αυτό που είμαι. Οι δικοί μου με ξέχασαν, οι άνθρωποι με ξέχασαν και όσοι με ανέφεραν, ήταν πεπεισμένοι πως ήμουν κάποιο παραμύθι. Κάποιος που δεν υπήρχε αληθινά. Ο Γκρομλόχ από εδώ έχει τα δίκια του, αν δεν ήταν αυτός-"
"-μην του λες το όνομά μου ηλίθιε."
"Ξέρει το δικό μου. Το δικό σου, όταν είσαι από τόσο χαμηλή κάστα, λίγη σημασία έχει για εκείνον."
Ο Γκρομλόχ μούγκρισε σα λυσσασμένος, αλλά ο Παπιτέους δεν του έδωσε σημασία.
"Λοιπόν, αγαπητέ μοναχέ" απευθύνθηκε στον Τούπτεν "αυτή, αυτός, αυτό...ποιος ξέρει αν έχει γένος. Δεν είναι πλάσμα, δεν έχει υλική υπόσταση. Ζει σε μια μακρινή διάσταση, μαζί με την...αδελφή της, ξαδέλφη της;"
"Σιγά μην είναι και συνυφάδες..." μουρμούρισε ο άλλος, αλλά μαζεύτηκε αμέσως ξανά.
"Τέλος πάντων, ζει εκεί που ζει, μαζί με την Άγνοια. Όταν κάποιος, για οποιοδήποτε λόγο αρχίζει να χάνει τον εαυτό του, αυτή απλώνει τα αόρατα χέρια της και τον καλεί κοντά της. Ρουφάει τις γνώσεις, τις σκέψεις, τις αναμνήσεις, λίγο λίγο μέχρι το σημείο που δεν υπάρχει επιστροφή."
"Και μετά, αναλαμβάνει η Άγνοια" είπε ο Τούπτεν.
"Περίπου. Μπορεί να δουλεύουν και μαζί, ποιος ξέρει. Κι αυτά που σου λέω, είναι ό,τι μπόρεσα να καταλάβω από αυτά που μας ψιθυρίζει. Ή μας ουρλιάζει, στη γλώσσα της το ίδιο είναι."
"Και με το δάσκαλο; Τι συνέβη;"
"Ο Λάμα σας είναι περίεργη περίπτωση. Η γνώση που έχει μαζέψει, από τη ζωή του στην ανθρώπινη διάσταση αλλά και μετά...το φωτισμένο του πνεύμα, οι εικόνες μέσα στο μυαλό του, στην ψυχή του, δεν είναι κάτι που συναντάται συχνά."
"Προφανώς."
"Ναι, αλλά μάλλον αυτό είναι και λίγο προκλητικό. Η Λήθη δεν υπάρχει, απλά γιατί σβήνει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις. Τις τρώει και τις κάνει δικές της. Ή κάτι τέτοιο. Δύσκολο να το εξηγήσεις με λόγια. Απ'ότι κατάλαβα από το παραλήρημά της, μάλλον της τράβηξε την προσοχή. Συνήθως δε χρειάζεται να κουνηθεί από εκεί που είναι. Τα χέρια της απλώνονται αυτόματα στις διαστάσεις, τις συνειδήσεις και τους κόσμους, όταν αρχίζει και εκφυλίζεται το μυαλό κάποιου. Όπως εγώ νιώθω τις μετέωρες ψυχές όταν έχω ένα νεκρό σώμα μπροστά μου, έτσι νιώθει κι εκείνη τις μετέωρες γνώσεις, τις εικόνες που δεν έχουν πια άγκυρα. Περίπου. Κάπως έτσι. Και ο δάσκαλός σας, μέσα στη σπανιότητά του, λάμπει σα φάρος μέσα στο σκοτάδι πολλών υπάρξεων. Και της δικής της. Και βρέθηκε εκτεθειμμένος, ακριβώς γιατί μετά από τόσον καιρό στα επίπεδα συνειδητότητας, έχει αρχίσει και ο ίδιος να χάνει το δρόμο του, να χάνει την άγκυρα της ύπαρξης του, το σώμα που βρίσκεται μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Δεν είναι ελεύθερη ψυχή, που μπορεί να υπάρχει μόνο σαν ενέργεια, όπως γίνεται σε άλλους κόσμους. Είναι απλά κάποιος φωτισμένος, αφυπνισμένος, που όμως εξαρτάται από το σώμα που φυλάτε με τόση μυστικότητα. Ναι, νομίζω τα είπα καλά. Δεν τα είπα καλά Γκρομλόχ;"
Εκείνος δε μίλησε. Αφησε ένα θορυβώδες, μακρόσυρτο ρέψιμο και κοίταξε σα χαζεμένος το ταβάνι.
"Και η Λήθη" συνέχισε ο Παπιτέους, ρίχνοντάς μια ενοχλημένη, πλάγια ματιά στο φίλο του "δεν ξέρει που να...στοχεύσει ας πούμε. Εγω ήμουν στη σπηλιά μου, μέσα στο σώμα μου. Αυτό είναι το σωστό, απλά πράγματα. Ο δικός σας όμως, είναι παντού και πουθενά. Και αυτή, στην προσπάθειά της να τον πιάσει, κινήθηκε μέσα από όλα τα συνηθισμένα της μονοπάτια αλλά αυτό δεν είχε αποτέλεσμα. Όμως είχε κλειδώσει πάνω του, η προσοχή της ήταν ήδη σχεδόν απόλυτα στραμμένη στον Λάμα – όχι ότι δεν κουμαντάρει και εκατομμύρια άλλους παράλληλα, καταλαβαίνεις, μιλάμε τώρα με υπερ-διαστασιακούς όρους. Και μέσα στην πείνα της και τον ολοκληρωτισμό της, μέσα στον εκνευρισμό της που δε μπορούσε να εντοπίσει την ακριβή θέση της ψυχής ΚΑΙ του σώματος, όπως κάνει συνήθως, προκάλεσε τη ρωγμή. Όλο αυτό που έχει γίνει, δεν έγινε σκόπιμα. Όσο τρομακτική μας φαίνεται εμάς αυτή η ρωγμή, αυτό το τίποτα και το όλα μαζί που ξεχύνεται από'κει μέσα, άλλο τόσο καταπληκτική της φαίνεται εκείνης. Έχει εκστασιαστεί τόσο πολύ, που το κομμάτι της που θέλει να πιάσει τον Λάμα, είναι πλήρως ανεξέλεγκτο."
"Και εσείς; Γιατί φυλακιστήκατε εσείς;"
"Έχει κλείσει όλα τα άλλα μονοπάτια. Ίσως για να μην ξεφύγει ο Λάμα σας, αν έρθει ξανά εδώ."
"Θα σφραγίσουμε τη ρωγμή. Δεν είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζουμε κάποιο σχίσμα ανάμεσα στις διαστάσεις."
"Όσο ο Λάμα σας παραμένει μακριά από το σώμα του, η κλωστή που τον συνδέει με την αρχική του ύπαρξη θα λιώνει, αργά και σταθερά. Ακόμα κι αν σφραγίσετε τα πάντα, ακόμα κι αν η Λήθη δεν ξανασκίσει τις πραγματικότητες για να τον βρει, κάποια στιγμή εκείνος θα χαθεί. Τουλάχιστον από εδώ. Η επικοινωνία του μαζί σας, όσο σπάνια κι αν είναι, θα χαθεί πλήρως. Και η ψυχή του, ξένη σε ξένους τόπους, θα καταλήξει στην αγκαλιά της Λήθης ούτως ή άλλως."
"Άρα, θνητέ...το θέμα είναι τι θέλετε να κάνετε;" πετάχτηκε ξαφνικά ο Γκρομλόχ. "Όσο ο Λάμα παραμένει κρυμμένος, εκείνη θα χώνει τη γλώσσα της μέσα από τη ρωγμή, για να γευτεί το υπέροχο φως του. Όσο η ρωγμή παραμένει, θα επηρεάσει σύντομα την πραγματικότητά σας, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Αν σφραγίσετε με επιτυχία τη ρωγμή, εκείνος και οι γνώσεις που σάς μεταφέρει, θα χαθούν για πάντα. Τι θα κάνετε λοιπόν;"
Ο Τούπτεν πήρε μια βαθιά ανάσα.
"Το θέμα, ντροπή της αθανασίας" απάντησε στον ξεροψημένο δαίμονα "είναι, τι προτείνετε εσείς να κάνουμε. Προφανώς έχετε κάτι στο μυαλό σας, αλλιώς δε θα εμφανιζόσασταν μπροστά μου."

***

     "Αποκλείεται" απάντησε ο Τσι-Τζονγκ, όταν οι Γουσένγκ επανήλθαν και ο Τούπτεν τους αποκάλυψε, όχι μόνο την παρουσία των δαιμόνων αλλά και την πρότασή τους. "Θα σφραγίσουμε αρχικά τη ρωγμή και ύστερα θα μιλήσουμε με τον δάσκαλο. Εκείνος θα μας πει τι θα κάνουμε, όχι τα αποβράσματα της Κόλασης."
"Μπορεί να είμαι ξεχασμένος και ηττημένος, σεβαστέ Πολεμιστή, αλλά ποτέ δεν ήμουν απόβρασμα" είπε σοβαρά ο Παπιτέους. "Και ο Γκρομλόχ είναι τόσο νέος και χαμηλόβαθμος, που θεωρητικά θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις απόβρασμα, αλλά δε νομίζω ότι η ονειροπόλα φύση του θα μπορ-"
"-σκάσε" είπε ο Γκρομλόχ μέσα από τα δόντια του.
"Όλοι καταλαβαίνουμε ότι ήρθατε εδώ για να κλέψετε την ψυχή του δασκάλου" συνέχισε ο Τσι-Τζονγκ. "Πώς τα καταφέρατε να μάθετε γι'αυτόν και να μπείτε εδώ μέσα, λίγο με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή. Αλλά δεν πρόκειται να σας αφήσω να εκμεταλευτείτε την κατάσταση, για να καταφέρετε τον σκοπό σας."
"Πας καλά;" γρύλισε πάλι ο Γκρομλόχ. "Νομίζεις ότι αυτή η ρωγμή θα σφραγιστεί τόσο εύκολα, μόνο με τα περίεργα μαγικά και τα χορευτικά σας; Μιλάμε για μια διάσταση αιώνια, πιο αρχαία από τους περισσότερους θεούς όλων των κόσμων. Είναι ακόμα μικροσκοπική και ήδη έχει αρχίσει να αλλοιώνει την πραγματικότητά σας. Έχεις ιδέα τι πραγματικά εχει συμβεί ή κοροϊδευόμαστε;"
     Ο Πολεμιστής ήξερε ότι ο δαίμονας δεν υπερέβαλλε. Ήδη από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησαν τον διαλογισμό τους για να ανοίξουν τα μάτια τους στις ανώτερες συνειδήσεις, αισθάνθηκαν όλοι τα ενεργειακά κύματα, που είχαν χάσει την κανονική τους ροή και έπλεαν προς όλες τις κατευθύνσεις ανεξέλεγκτα.
"Ο δάσκαλος ζήτησε βοήθεια. Δε μπορούμε να τον αγνοήσουμε."
"Μα δε σας ζητάμε να τον αγνοήσετε, σεβαστέ Πολεμιστή" πετάχτηκε πάλι ο Παπιτέους. "Ξέρουμε πόσο σημαντικός είναι για εσάς."
"Ναι, αλλά για να μας βοηθήσετε να τον σώσουμε από τη Λήθη, ζητάτε έξι από τους σοφότερους των Σοφών μας."
"Ναι, αλλά είναι μια δίκαιη ανταλλαγή, αφού θα κρατήσετε την απύθμενη γνώση και φώτιση που σας προσφέρει ο Λάμα. Και ο Τούπτεν λέει πως οι Σοφοί θα συμφωνήσουν άμεσα, αν είναι να σωθεί εκείνος."
"Τούπτεν" γύρισε ο Πολεμιστής στον Μοναχό "μίλα με τους δικούς σου."
"Αμέσως" απάντησε ο νεαρός και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο.
Ο Τσι-Τζονγκ κοίταξε πάλι τον δαίμονα.
"Θα μπορούσαμε να σας σκοτώσουμε. Εδώ και τώρα."
"Θα μπορούσατε. Ή εγώ...θα μπορούσα να σας δώσω τον λόγο μου" απάντησε ο Ανώτερος Δαίμονας, με μια έκφραση που έμοιαζε με προσπάθεια να χαμογελάσει.

***

{Τι κάνεις ζώον!;} ακούστηκε η στοιχειωμένη φωνή του Γκρομλόχ, μέσα στο μυαλό του. {Ποιο λόγο σου, τι λες!; Θες να με καταστρέψεις; Πάλευα τόσες δεκαετίες γι'αυτή τη στιγμή!}
{Γκρομλόχ, θα μας δώσουν έξι Σοφούς.}
{Τι να τους κάνω τους Σοφούς!; Τον Λάμα ήθελα και τα κάστρα μου και τις παρθένες μου και τις πισίνες μου με φρέσκο αίμα!}
{Και θα τα έχεις. Νομίζεις πως έξι Σοφοί από άλλη θρησκεία, μαθητές και έμπιστοι του ίδιου του Λάμα, δε θα στα προσφέρουν όλα αυτά;}
{Το θέμα δεν είναι να πάω στον Άρχοντα μερικά τσιράκια! Το θέμα είναι να προκαλέσω τη ζήλεια όλων στην Κόλαση!}
{Θα φέρεις και εμένα πίσω. Θα είμαι δίπλα σου και οι δυνάμεις μου, όπως είδες, επανέρχονται ταχύτατα.}
{Μη δώσεις τον λόγο σου, γιατί θα σε πνίξω κυριολεκτικά στα ίδια σου τα σκατά. Τι σε έπιασε και θες να τους βοηθήσεις τους άχρηστους; Ένας κλέφτης είσαι κι εσύ!}
     Ο Παπιτέους γύρισε και τον κοίταξε και ο Γκρομλόχ θα ορκιζόταν πως ένιωσε το χρυσοπράσινο βλέμμα, να του καίει ακόμα περισσότερο το δέρμα του.
{Αν ήμουν οποιοσδήποτε κλέφτης, θα έκανε τη δουλειά που έκανα εγώ ο οποιοσδήποτε. Δεν έχεις ιδέα τι εύρος και ένταση δυνάμεων χρειάζεται για να κλέψεις μια ψυχή από το Καθαρτήριο. Τι δύναμη πειθούς χρειάζεται για να πείσεις την ψυχή να έρθει μόνη της στα άκρα της διάστασης και να μπορέσεις να την αρπάξεις. Δεν είμαι ένας κλέφτης, ανόητε Γκρομλόχ. Είμαι καλλιτέχνης. Το να κλέψω μια ψυχή στη μέση ενός τέτοιου χαμού, δε μου προσφέρει καμία δόξα και καμία ικανοποίηση. Ας τελειώσει όλο αυτό και εδώ είμαστε εμείς. Θα προσπαθήσουμε πάλι.}
{Τι μαλακίες μου λ-}
{Σιωπή} είπε τελικά ο Παπιτέους και η τελευταία του φράση, δόνησε και τους πιο μικροσκοπικούς νευρώνες του Γκρομλόχ.
Έσκασε πάλι, όχι γιατί ήθελε αλλά γιατί ο άλλος τον ανάγκασε.

***

     Σχεδόν μία ώρα μετά, ο Τούπτεν επέστρεψε. Και πίσω του, μπήκαν έξι άνδρες.
"Είναι έτοιμοι για το τελετουργικό. Και για...μετά."
"Τόσο σύντομα;" ρώτησε έκπληκτος ο Παπιτέους.
"Είναι πάντα έτοιμοι, σχεδόν για όλα" απάντησε ο μοναχός πικραμένα.
"Πολύ καλά. Λοιπόν...εγώ ο Παπιτέους, Ανώτερος Δαίμονας και πρώην Άρχοντας της Τέταρτης Κλειδαριάς της Έβδομης Πύλης της Κολάσεως, δίνω το λόγο μου πως μόλις τελειώσει η μάχη, δε θα αγγίξω την ψυχή του Λάμα Ντάσι-Ντόρζο Ιτιγκίλοφ, όσο κρέμεται επάνω του η απειλή της Λήθης."
Ο Πολεμιστής τον κοίταξε βλοσυρός.
"Εγώ ο Τσι-Τζονγκ Τσι, Πολεμιστής της Πτήσης του Γερανού, δίνω το λόγο μου πως μετά τη μάχη, θα φύγετε από εδώ ζωντανοί, μαζί με έξι Σοφούς Μοναχούς του Γιουμπουλαγκάνγκ και δε θα σας αγγίξει κανείς, μέχρι να περάσετε στη δική σας διάσταση. Όλοι."
     Μόλις τελείωσε τη φράση του, ο Τούπτεν δεν έχασε χρόνο. Κούνησε τα χέρια του σε ένα περίεργο τελετουργικό, τόσο γρήγορα που κανείς δεν πρόλαβε να αρθρώσει ούτε φωνήεν.
"Ο Λόγος δώθηκε. Η Συμφωνία κλείδωσε."
"Αυτό σημαίνει" είπε ανήσυχος ο Τσι-Τζονγκ "πως θα πρέπει να κάνεις πολλή υπομονή, μέχρι την επόμενη απόπειρά σου να τον κλέψεις. Ακόμα και τότε, θα πρέπει να προσπαθήσεις πολύ να σιγουρέψεις ότι η Λήθη τον έχει αφήσει στην ησυχία του. Εμείς σίγουρα, δε θα βγάλουμε ανακοίνωση."
"Σεβαστέ Πολεμιστή Γερανέ, εγώ πρότεινα το σχέδιο. Ξέρω πως θα χρειαστούν αρκετές δεκαετίες για να στρέψει η Λήθη την προσοχή της μακριά από το δάσκαλό σας."
"Πολύ καλά" είπε ο Γουσένγκ και, με την ομάδα του, ξεκίνησαν να στήνονται σε θέσεις μάχης.

***

     {Είχα σκεφτεί ένα φανταστικό εναλλακτικό σχέδιο καταραμένε! Κι εσύ μου το χάλασες!} γκάριξε ο Γκρομλόχ πάλι μέσα στο μυαλό του Παπιτέους, μόλις μπόρεσε να ανακτήσει τον έλεγχο του σώματος και του μυαλού του. {Και δεν είχα τις μαλακίες σου στο νου μου. Το θέμα ήταν να φέρεις τον Λάμα πίσω με το ζόρι, να τον παγιδεύσω στο σώμα του για να μη μπορεί να τον πάρει η Λήθη, μέχρι να μπορέσουν οι Γουσένγκ να κλείσουν τη ρωγμή. Και ύστερα οι Σοφοί να συνδέσουν τις συνειδήσεις τους με αυτή του Λάμα και να του μεταδώσουν πίσω, τις γνώσεις και τις αναμνήσεις που τους μετέδωσε κάποτε αυτός. Να ενισχύσουν το δεσμό ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα του και την πραγματικότητα αυτού του κόσμου. Και κάπου εκεί στο χαμό, όταν η ρωγμή θα έκλεινε και όλοι θα ήταν απασχολημένοι με τη μούμια και τα μονοπάτια ανοιχτά ξανά, να κλέψεις την ψυχή και να εξαφανιστούμε!}
{Ακόμα κι αν η Λήθη φύγει και ανοίξουν τα μονοπάτια, πώς περιμένεις να φύγουμε από εδώ, με τους Γουσένγκ να παρακολουθούν κάθε κίνησή μας; Μπορεί να είσαι αδιανόητα φιλόδοξος Γκρομλόχ και να κάνεις μεγάλα όνειρα, αλλά αυτά τα όνειρα σε πάνε μόνο μέχρι ένα σημείο. Δεν έχεις, ας πούμε, το απαραίτητο επίπεδο δυνάμεων για να αισθανθείς την πολυπλοκότητα και τη συμπαντική αρμονία, που κατέχουν οι Πολεμιστές Μοναχοί στις κινήσεις τους. Από τη στιγμή που έμαθαν την ύπαρξή μας, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε από εδώ ζωντανοί, αν δε δινόταν Λόγος. Ενώ τώρα, αν επιζήσουμε από την υστερία της Λήθης, θα πάμε σπίτι μας, ωραίοι και τρανοί.}
{Στα παπάρια μου οι Λόγοι σου!} ούρλιαξε με όλη τη δύναμη του σαπισμένου εγκεφάλου του και έκατσε οργισμένος, σαν τιμωρημένο παιδί πίσω από τον Παπιτέους, την ώρα που ο δεύτερος καθόταν πάλι οκλαδόν, για να ξεκινήσει πάλι τα μαγικά του και να στριμώξει την ψυχή του Λάμα, μέσα στο αφυδατωμένο κορμί του.
{Μπορεί να γράφεις στα καψαλισμένα παπάρια σου τους Λόγους, αλλά ό,τι συμφωνήσαμε είναι για μετά τη μάχη. Αν δεν κάνεις ό,τι πρέπει μέχρι τότε, αυτά τα καταπληκτικά σύμβολα, με τα οποία μας έχουν ήδη σημαδέψει οι Πολεμιστές και που φωσφορίζουν στα μέτωπά μας, θα κάνουν τα κεφάλια μας να εκραγούν σαν υπέροχο, πολύχρωμο πυροτέχνημα.}
Ο Γκρομλόχ γούρλωσε τα μάτια του. Δε μπορούσε να δει το δικό του μέτωπο αλλά τώρα παρατήρησε του άλλου.
{Γαμώ τον Άρχοντα και όλα τα Τάγματά του...}
{...στα λόγια μου έρχεσαι} είπε ο Παπιτέους ειρωνικά και ξεκίνησε να μουρμουρίζει το ξόρκι του.

***

     Τέσσερις ώρες, μέχρι δευτερολέπτου.
    Τόσο πήρε στον Ανώτερο Δαίμονα για να τραβήξει την ψυχή του Ιτιγκίλοφ, πίσω στο σώμα του. Ο Λάμα ήταν απίστευτα δυνατός και, παρ'όλο που οι αναμνήσεις της πρώτης του ζωής θόλωναν όλο και περισσότερο, παρέμενε μια απίστευτα δυνατή παρουσία.
     Ο Παπιτέους είχε μαντέψει πόσο θα δυσκολευόταν, αλλά τον βόλευε κιόλας. Με τόσο αργό ρυθμό, πιθανότατα θα μπορούσαν να ξεφύγουν από την προσοχή της Λήθης, που τώρα η γλώσσα της – ή ότι ήταν αυτό, τέλος πάντων – ξεχυνόταν από το κεφάλι της καρφίτσας και άγγιζε τον ξύλινο τοίχο του δωματίου. Τέσσερις ώρες, ο Γκρομλόχ τον παρακολουθούσε σαν αρπακτικό, έτοιμος να λάβει το σήμα και να χρησιμοποιήσει όλες τις δικές του δυνάμεις, για να σφραγίσει την ψυχή στο σώμα. Τέσσερις ώρες, οι Γουσένγκ γέμιζαν το σημείο γύρω από τη ρωγμή με περίεργα, αιθέρια σύμβολα και υπερ-διαστασιακά δίχτυα, που λειτουργούσαν ως δολώματα για την αιώνια ύπαρξη, μέχρι να έρθει η στιγμή να εξαπολύσουν την επίθεσή τους και να τη σπρώξουν πίσω από εκεί που ήρθε.
Και μόλις ο μυς στον δεξί ώμο του Παπιτέους τινάχτηκε – ανεπαίσθητα για το απαίδευτο, ανθρώπινο μάτι – ο Γκρομλόχ σηκώθηκε απότομα. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και το σώμα του φούσκωσε σαν κακοφτιαγμένο μπαλόνι. Και ύστερα, άφησε μια κραυγή και χτύπησε την αριστερή του παλάμη στο αρχαίο πάτωμα.
     Ακούστηκε ένα στοιχειωμένο, μακρόσυρτο κλάμα και κανείς τους δεν είχε ιδέα αν προερχόταν από τον Λάμα, που είχε επιστρέψει στο σώμα του και δεν είχε ιδέα για το σχέδιο και οι Σοφοί τον γέμιζαν τώρα με το ζόρι αναμνήσεις και γνώσεις ή από τη Λήθη, που φωσφόριζε με όσα χρώματα μπορούσε να φανταστεί ποτέ ανθρώπινος νους και ακόμα περισσότερα, καθώς τα δίχτυα των Πολεμιστών σφίχτηκαν ξαφνικά πάνω της και τα σύμβολα που αιωρούνταν στο κενό, την έσπρωχναν σαν πολιορκητικοί κριοί πίσω στον κόσμο της. Και αυτό συνεχίστηκε για άλλες τόσες ώρες.
     Ο Παπιτέους καθόταν τώρα και παρακολουθούσε ακίνητος τον Γκρομλόχ, που σφιγγόταν χειρότερα κι από όταν αφόδευε, πατώντας τη δαιμονική του σφραγίδα πάνω στην ψυχή του Λάμα τόσο πολύ, που αν κάποιος μπορούσε να δει πραγματικά με τα μάτια του όλα αυτά, θα ούρλιαζε πως κινδυνεύει να τη θρυμματίσει. Πότε πότε, έστρεφε τα χρυσοπράσινα μάτια του στους Σοφούς, που είχαν αρχίσει σιγά σιγά να ψέλνουν τα περίεργα ξόρκια τους, με ήρεμο βλέμμα και χαλαρό σώμα, τώρα που η σύνδεσή τους με τον Λάμα είχε εδραιωθεί. Μετά, τον Τούπτεν, που με τα δικά του ξόρκια κρατούσε το δωμάτιο απομονωμένο και πλήρως σφραγισμένο από τον έξω κόσμο. Και ύστερα, περνούσε στιγμιαία το βλέμμα του στους Γουσένγκ και τις αλλοπρόσαλλες κινήσεις τους, χορογραφημένες τόσο τέλεια και με τέτοια γαλήνη και σταθερότητα, που έπιανε τον εαυτό του να τους συγκρίνει με τους Αγγέλους της Ανώτερης Κάστας. Και έτσι πέρασε ο χρόνος. Με τον Παπιτέους να χαζεύει ανέκφραστος τη μοναδική, διαστασιακή μάχη και να χασκογελάει πού και πού, σκεπτόμενος πως φαντάσου να έμπαινε τώρα κανάς άσχετος και να έβλεπε έξι χαζά να μουρμουράνε μπροστά από μια μούμια, έναν βλαμμένο να κρατάει με δύναμη την κάσα του μοναδικού παραθύρου, επτά μαντραχαλέους να χορεύουν σαν ξεβιδωμένοι στη γωνία του δωματίου και δυο κολασμένα πλάσματα, ένα εκ των οποίων βασανιζόταν ανυπέρβλητα, για να χέσει.
     Ο Γκρομλόχ είχε αρχίσει να φοβάται πραγματικά, πως δε θα την έβγαζε καθαρή. Δεν ήταν κανένας ανίκανος βέβαια, αλλά ο μαλάκας ο Λάμα ήταν πολύ δυνατός. Και δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε και φώναζε και χτυπιόταν σαν ψάρι. Δεν ηρεμούσε για λίγο, για να συνεννοηθεί με τους δικούς του. Έτρεμε στην αίσθηση της Λήθης δίπλα του και αντιστεκόταν σα μωρό, που δε θέλει να βάλει την πάνα του. Άνθρωπος ανώτερης συνείδησης και τ'αρχίδια μου κουνιούνται.
Και ξαφνικά, εκεί που πίστευε πως η δαιμονική του σφραγίδα θα έσκαγε στη μάπα του, πολύ πριν το συμβολο των Γουσένγκ στο μέτωπό του τον μετετρέψει σε ζωντανή πινιάτα, ένιωσε ένα δροσερό αεράκι να τον χαϊδεύει σε όλο του το σώμα και άκουσε τη φωνή του Παπιτέους μέσα στο μυαλό του.
{Κρατήσου. Η μάχη τελείωσε. Σε λίγο θα εξαφανιστεί το ίχνος της Λήθης από το δωμάτιο και ο Λάμα θα ηρεμήσει. Κρατήσου. Σύντομα θα έχεις το κάστρο σου.}
     Σε κλάσματα δευτερολέπτου γύρισε το ένα του μάτι – το άλλο ήταν καρφωμένο στη μούμια – και είδε πως το σύμβολο στο μέτωπο του Παπιτέους έμοιαζε να σβήνει. Η μαγεία των Γουσένγκ έφθινε, μετά τον αδιανόητο κόπο της μάχης τους. Επέστρεψε το πρώτο μάτι στη μούμια και γύρισε το άλλο προς την πιο σκοτεινή γωνία. Το κεφάλι της καρφίτσας είχε εξαφανιστεί. Η μαλάκω είχε φύγει. Τέσσερις από τους Γουσένγκ ήταν νεκροί και οι υπόλοιποι διατηρούσαν την αμυντική τους στάση, αλλά περισσότερο ως προφύλαξη, μέχρι να τελειώσουν οι Σοφοί.
{Σε λίγο θα μπορέσουν να του μιλήσουν και να του πουν πως πρέπει να μείνει στο σώμα του, μέχρι να επανέλθει η συνείδηση αυτής της πραγματικότητας. Σε λίγο δε θα χρειάζεται η σφραγίδα σου φίλε μου, θα μείνει εθελούσια στο σώμα του, για να ξεφύγει από τη Λήθη. Κρατήσου, θα τα καταφέρεις.}
{Δεν είμαι φίλος σου, παλιογαμιόλη! Και βέβαια θα τα καταφέρω! Οπως είχα σχεδιάσει ΕΓΩ!} ούρλιαξε στο μυαλό του Παπιτέους και όρμηξε μπροστά, προς τη γυάλινη βιτρίνα.
"ΓΚΡΟΜΛΟΧ, ΟΧΙ!" τινάχτηκε πίσω του ο Παπιτέους και η στριγκή φωνή του αντήχησε στο δωμάτιο.

***

     "Ειλικρινά απορώ, πως ένας τόσο ανυπόμονος και στενόμυαλος δαίμονας, κατάφερε να σώσει εσένα από τα χέρια της Λήθης" είπε χαμηλόφωνα ο Τσι-Τζονγκ, κοιτώντας τη σπασμένη βιτρίνα και τα πτώματα των Σοφών γύρω της.
Ο Τούπτεν, με τους εναπομείναντες Γουσένγκ, είχαν ξεκινήσει να τακτοποιούν το δωμάτιο και να καταγράφουν τις ζημιές.
"Δεν ήμουν στα χέρια της" είπε, με θλιμμένο ύφος, ο Παπιτέους. "Με κρατούσε στην αγκαλιά της, είμασταν μερικούς αιώνες μακριά από το να με οδηγήσει στη διάστασή της. Αλλά όλα είχαν γίνει με τον παραδοσιακό τρόπο, όχι σαν και σήμερα. Η Λήθη λειτουργεί πολύ αργά κανονικά, ακόμα και με τα δικά μας δεδομένα. Αλλά έτσι, όταν κινείται στα προκαθορισμένα της μονοπάτια και δε σκίζει διαστάσεις και πραγματικότητες, είναι αρκετά εύκολο για κάποιον σαν εμένα, να σωθεί. Η αμνησία μου ήταν επίπτωση του Χρόνου, όχι κάποιου μαγικού ή της δαιμόνιας αλυσίδας που με κρατούσε μέσα στη σπηλιά μου. Ο Γκρομλόχ με έσωσε, γιατί πίστεψε σε μένα, την αλήθεια μέσα στις ιστορίες που άκουγε."
"Τόση δουλειά, τόση υπομονή...δε σου κρύβω πως, για λίγο, θαύμασα το βαθμό της αφοσίωσης και του σχεδιασμού που επέδειξε ένας δαίμονας από τόσο χαμηλή κάστα."
"Κι εγώ το ίδιο."
"Και τώρα; Τι κάνουμε;"
"Δε μπορούμε να κάνουμε πολλά, σεβαστέ Πολεμιστή. Τώρα θα πρέπει να περιμένω. Να του ξεπληρώσω τη σωτηρία μου. Θα μπορέσετε να κρατήσετε εδώ το σώμα του, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα; Χωρίς να μπλέξετε, εννοώ."
"Μάλλον ναι. Ανά καιρούς, δεχόμαστε πολλά δώρα από τους ελάχιστους ανά τον κόσμο, που γνωρίζουν την αληθινή τοποθεσία του Λάμα Ιτιγκίλοφ. Δε θα είναι δύσκολο να πείσω όσους δεν ήταν εδώ μέσα σήμερα, πως είναι κάποια περίεργη, ρεαλιστική φιγούρα που μας έστειλαν οι Ινδουιστές. Όπως και να'χει, συνήθως μόνο ο Τούπτεν μπαίνει εδώ. Ό,τι μυστικό κρατήσει, θα μεταφερθεί μόνο στον διάδοχό του πριν το θάνατό του."
"Ίσως χρειαστούν πολλοί διάδοχοι."
"Ο Λόγος δώθηκε, Άρχοντα Παπιτέους. Και, ακόμα κι αν ο σύντροφός σου έκανε του κεφαλιού του τελικά, εγώ συμφώνησα με εσένα. Οι Σοφοί που σου προσέφερα είναι νεκροί εξαιτίας του και ήδη τα πνεύματά τους ταξιδεύουν αλλού, μακριά από την Κόλασή σου. Αφού δε θα πάρεις αυτούς και συμφωνείς κι εσύ, ο δαίμονας Γκρομλόχ θα είναι η εκκρεμμότητά μας."
"Σε ευχαριστώ, σεβαστέ Πολεμιστή" είπε και έσκυψε μπροστά στη σπασμένη βιτρίνα. Εκεί που καθόταν ακόμα, απείραχτο και αταλάντευτο το σώμα του Λάμα Ιτιγκίλοφ. Το αίμα είχε αρχίσει να κυλά πάλι γρήγορα στις φλέβες του και οι ατροφικοί νευρώνες του εγκεφάλου του, είχαν αρχίσει να δονούνται πάλι, με τη δική του θέληση. Και πάνω στα πόδια του, βρισκόταν ξαπλωμένο ανάσκελα το σώμα του Γκρομλόχ.
"Κάνε υπομονή φίλε μου. Θα έρθω. Όταν θα είσαι έτοιμος, θα έρθω" ψιθύρισε ο Παπιτέους.

***

{Τι στο διάολο συμβαίνει!; Γαμώ την κοινωνία της Γης και της Κόλασης, γαμώ τα ζαρωμένα αρχίδια όλων των τελωνίων, ΤΙ ΜΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ!;} ούρλιαξε ο Γκρομλόχ.
Είχε ανοίξει τα μάτια του και παντού, γύρω του, υπήρχε ένα ζεστό, λαμπερό φως.
{Αααα....} άκουσε μια φωνή στο μυαλό του, που όμως δεν ήταν του Παπιτέους. {Εδώ είσαι, αγαπητέ. Καταλαβαίνω πως μου έσωσες τη ζωή} είπε η άγνωστη φωνή, μελωδική σαν το ωραιότερο τραγούδι και ρευστή σα μέλι.
{Τι συμβαίνει, μα το αίμα όλων των παρθένων...;} κλαψούρισε ξαφνικά.
{Προσπάθησες να με πάρεις μακριά από εδώ, όπως είχες σχεδιάσει αρχικά. Αλλά συνέβαιναν τόσα πολλά εκείνη τη στιγμή. Έσπασες το φράγμα των συνειδήσεων. Κατά λαθος βέβαια, ήσουν τόσο ανυπόμονος και τόσο άπειρος. Οι Σοφοί μου είναι νεκροί. Και εμείς οι δύο...γίναμε ένα. Το σώμα σου όμως, είναι άθικτο μέσα στην αγκαλιά μου. Άρα...θα περιμένουμε. Μέχρι να μπορούμε να χωριστούμε ξανά.}
{Δε...δεν...}
{Μην πανικοβάλλεσαι. Ο φίλος σου θα είναι εδώ, όταν έρθει η στιγμή. Προσπάθησε κι εκείνος να σε σταματήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Τι να κάνεις, δεν ήξερες τι θα συμβεί, είσαι τόσο νέος ακόμα...ξέρω κι εγώ πως είναι να κάνεις λάθη. Ακόμα και τώρα, ακόμα και μετά από τόσες ζωές και τόσα ταξίδια στο σύμπαν της Σοφίας και της Ωριμότητας...έθεσα σε κίνδυνο έναν ολόκληρο κόσμο. Ξέρω πως νιώθεις.}
{Ξεφτιλισμένο κουφάρι, δεν έχεις ιδέα π-}
{-ω, δε χρειάζεται αυτή η συμπεριφορά αγαπητέ} τον έκοψε η φωνή του Λάμα. {Αφού θα είμαστε μαζί για καιρό, πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε. Αν δεν το κάνουμε, οι συνειδήσεις μας θα ακυρώσουν η μία την άλλη και η Λήθη θα επανέλθει δριμύτερη. Και κανείς δε θα μπορέσει να μας βοηθήσει, έτσι που έχουμε μπλέξει.}
{Πόσ...πόσο καιρό;} ψιθύρισε ο Γκρομλόχ, μέσα σε αναφιλητά.
{Ω, όχι πολύ. Δεκαετίες, αν καταφέρουμε να συνεργαστούμε σωστά, άγνωστο βέβαια πόσες ακριβώς. Αλλά θα δεις, αγαπητέ. Ο Χρόνος δεν έχει σημασία. Αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία να ζήσεις μαζί μου, να νιώσεις αφυπνισμένος όπως κανείς άλλος πριν από εσένα. Θα μοιραστώ μαζί σου όλες τις περιπέτειες που συνάντησα στα ταξίδια μου. Δε μπορώ σαφώς να μοιραστώ μαζί σου τα μυστικά μου. Αλλά αν το θες κι εσύ, όταν έρθει η ώρα, θα επιστρέψεις στη διάστασή σου, τελείως διαφορετικός.}
{Εγώ ήθελα απλά ένα κάστρο, το κέρατό μου. Μερικές παρθένες και δυο-τρεις λίμνες με καθαρό, αγνό αίμα, το κέρατό μου...}
{...θα πάψουν όμως οι βωμολοχίες, σωστά; Δε μπορούμε να συνεργαστούμε στα δύσκολα, αν δε μπορούμε να συμφωνήσουμε στα βασικά. Άλλωστε, το κάστρο και οι παρθένες και όσα ήθελες πριν, δεν έχουν καμία σημασία πια.}
{Πάντα έχουν σημασία!}
{Όταν είσαι Φωτισμένος, κανένα υλικό αγαθό δεν έχει σημασία πια.}
{Το κουφάρι σου είχε σημασία, γαμημένε! Αν δεν ήταν αυτό το υλικό αγαθό, τώρα θα ήσουν-}
{-σώπασε Γκρομλόχ. Θα ξεκινήσω λοιπόν από τη στιγμή που έλαβα το πρώτο δώρο της Φώτισης...}

***

     Και ο Παπιτέους, λίγο πριν εξαφανιστεί στο παλιό μονοπάτι των φαντασμάτων, είδε τη μούμια να ανοίγει αργά και διάπλατα το στόμα της και να μένει εκεί, σα να απελευθέρωνε κάποιο απόκοσμο, αθόρυβο ουρλιαχτό.

Τέλος

Α. Γάρδα
 
 *Photo: Lama Dashi-Dorzho Itigilov
   Photo credit: from dailymail.co.uk

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση