Φωτισμένος (part 1 of 2)

     
    Επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Οι ακτίνες του πρωινού, χειμωνιάτικου ήλιου περνούσαν με κόπο μέσα από τα χοντρά παντζούρια. Ο σφραγισμένος χώρος έμοιαζε να παραβιάζεται από δεκάδες άυλες, χρυσές χορδές μιας φανταστικής άρπας. Κι αυτές, άχρηστες χωρίς κάποιο θεϊκό χέρι να μπορεί να τις ακουμπήσει, χάιδευαν το ξύλινο πάτωμα και ιρίδιζαν με ζωντάνια από τη σκόνη που αιωρούνταν ελεύθερη στο χώρο.
    Στο κέντρο του μεγάλου δωματίου, λίγα μόλις χιλιοστά μακριά από την πιο μακριά ηλιαχτίδα, βρισκόταν μια φαρδιά και ψηλή βιτρίνα. Φτιαγμένη από το εξαιρετικά σπάνιο γυαλί πρασεόλιθου, στερεωμένη πάνω σε μια αρχαία βάση από άρκευθο, σχεδόν όσο αρχαία ήταν τα παντζούρια και το πάτωμα. Σχεδόν όσο αρχαίες ήταν και οι μεγάλες λεκάνες στις τέσσερις γωνίες του χώρου, μέσα στις οποίες κάπνιζαν μέρα-νύχτα τα πιο αγνά σανταλόξυλα, οι πιο δυσεύρετες κανέλες, τα πιο αγνά φασκόμηλα και δεντρολίβανα και εκατοντάδες αποξηραμένα μπουμπούκια από γαρίφαλο της Σρι Λάνκα.
    Πάνω στη βάση βρισκόταν ένα τετράγωνο μαξιλάρι, γεμισμένο με μαλλί γιακ – μαζεμένο αιώνες πριν, όταν ακόμα ολόκληρος ο πληθυσμός τους ήταν άγριος και δύσκολος στο κυνήγι – ντυμένο με λευκό μεταξωτό ύφασμα, που οι θρύλοι έλεγαν πως ήταν από τα πρώτα που έφτιαξε η αυτοκράτειρα Σι Λινγκ-τσι. Και πάνω στο μαξιλάρι, στη στάση λωτού καθόταν το, ελαφρά μουμιοποιημένο αλλά πλήρες εσωτερικών οργάνων και ελαστικότητας δέρματος, μικροκαμωμένο σώμα του Λάμα Ντάσι-Ντόρζο Ιτιγκίλοφ, που γεννήθηκε το 1852 και το 1927 άφησε πίσω του το μάταιο, τούτο κόσμο. Και που, σύμφωνα με τους βουδιστές, άφησε μόνο αυτόν τον κόσμο και από τότε ταξιδεύει στις δεκάδες διαστάσεις και τα εκατοντάδες πεδία συνείδησης. Ο μοναδικός επίσημα αναγνωρισμένος Μπούντα, μετά τον Σιντάρτα Γκαουτάμα.

***

    Η πόρτα του δωματίου άνοιξε τόσο ελαφρά και με τόση προσοχή, που δεν αναστάτωσε σχεδόν καθόλου την απόλυτη σιωπή. Η σκόνη που χόρευε μέσα στις ηλιαχτίδες, δεν ένιωσε σχεδόν καμία αλλαγή στο ρεύμα του αέρα. Ο ημιδιάφανος καπνός πάνω από τις τέσσερις λεκάνες, συνέχισε την ανοδική πορεία του προς το ταβάνι, χωρίς να ταλαντεύεται ούτε χιλιοστό, από την επιρροή του επισκέπτη.
    Ο νεαρός μοναχός περπάτησε αθόρυβα και με τα βήματά του να ακολουθούν κάποιο περίεργο, αόρατο μονοπάτι μέσα στο χώρο, έφτασε μπροστά στη βιτρίνα. Άνοιξε αργά το τζάμι και το ακινητοποίησε στις 130 μοίρες, με έναν ειδικό μηχανισμό που βρισκόταν επάνω στους χάλκινους μεντεσέδες. Κάθισε στο πάτωμα, στην ίδια στάση με αυτή του Λάμα και έκλεισε τα μάτια του.
"Καλημέρα δάσκαλε" ψιθύρισε. "Με κάλεσες;"
Και έμεινε έτσι, χωρίς απάντηση, για παραπάνω από δύο ώρες.
"Μάλιστα" ψιθύρισε πάλι, ξαφνικά. "Θα στείλω μήνυμα αμέσως στο Σαολίν Σι. Οι Γουσένγκ θα βρίσκονται εδώ σε μερικές μέρες."
Σώπασε πάλι για λίγο και ζάρωσε τα κλειστά μάτια του ελαφρά, σα να προσπαθούσε να ακούσει κάτι. Πέρασε μισή ώρα.
"Τι εννοείς δάσκαλε; Πού;" ανέβηκε ελάχιστα ο τόνος της φωνής του.
    Και ύστερα από λίγα λεπτά, άνοιξε τα μάτια του και γύρισε απότομα το κεφάλι του πίσω και δεξιά, στην δεύτερη πιο σκοτεινή γωνία του χώρου. Τέντωσε το δεξί χέρι του προς τα 'κει, με τα δάχτυλά του λυγισμένα σα να κρατούσε μια αόρατη πέτρα. Η σκόνη σε εκείνο το σημείο, λαμπύρισε στιγμιαία σαν το φωσφορίζον πλαγκτόν της Μαύρης Θάλασσας.
"Φύγε από εδώ όσο προλαβαίνεις" είπε ο μοναχός, απευθυνόμενος στο κενό της γωνίας. "Μπλέκεις σε μια κατάσταση, πολύ πιο σοβαρή απ'όσο μπορεί να διαχειριστεί κάποιος του σιναφιού σου" συνέχισε, με τόση αυταρέσκεια στη φωνή του, που κανείς βουδιστής μοναχός δε θα τολμούσε να επιδείξει ποτέ δημόσια.
Έμεινε για λίγο ακίνητος, περιμένοντας μήπως η σκόνη φωσφόριζε πάλι. Έπειτα, γύρισε πάλι στη θέση του και έκλεισε πάλι τα μάτια του.
"Δάσκαλε;" ψιθύρισε ακόμα μια φορά και περίμενε σχεδόν μια ώρα, πριν ξεφυσήξει απογοητευμένος.
    Σηκώθηκε και έστρωσε τα ράσα του. Έκλεισε με προσοχή το τζάμι της βιτρίνας. Περπάτησε ξανά το περίεργο, αόρατο μονοπάτι πάνω στο ξύλινο πάτωμα κοιτάζοντας συνέχεια, πλάγια, τη δεύτερη πιο σκοτεινή γωνία. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου πίσω του και ξεκίνησε να τρέχει στο διάδρομο του ναού.

***

    "Είσαι καλά, Γκρομλόχ;" ρώτησε, με τη στριγκή του φωνή, ο ένας δαίμονας.
Ήταν λίγο παραπάνω από ένα μέτρο ψηλός, με σκόρπια κόκκινα μαλλιά και χρυσοπράσινα μάτια, σκελετωμένο σώμα και κατάλευκο δέρμα. Δεν είχε χείλη και η μόνιμη επίδειξη των σάπιων, μισοσπασμένων δοντιών του ήταν το μοναδικό, πραγματικά τρομακτικό χαρακτηριστικό επάνω του. Τα μακριά νύχια των χεριών και των ποδιών του ήταν τέλεια λιμαρισμένα, σε ένα καθόλου απειλητικό οβάλ σχήμα, που θα ζήλευε και η καλύτερη μανικιουρίστ του Μαϊάμι.
"Καλά είμαι, γαμώ το κέρατό μου" απάντησε εκνευρισμένα ο άλλος δαίμονας.
    Αυτός είχε ύψος λίγο παρακάτω από ένα μέτρο, αλλά ήταν σαφώς πιο γεροδεμένος και το δέρμα του ήταν σαν του καλοψημένου γουρουνόπουλου. Και στο χρώμα και στην υφή. Ήταν φαλακρός. Είχε πολύ, πολύ μικρά δόντια αλλά ήταν όλα σαν ολοκαίνουρια πορσελάνη και τόσο δυνατά και μυτερά, που θα μπορούσαν να τρυπήσουν ατσάλι. Τα δικά του νύχια έμοιαζαν σάπια, σαν τα δόντια του άλλου, αλλά δούλευαν μια χαρά. Τα δικά του μάτια ήταν κατάμαυρα και μόνο η υποψία μια κόκκινης κόρης, φώλιαζε στο κέντρο τους.
"Μα καλά...πώς μας είδε αυτός ο άνθρωπος, Γκρομλόχ; Νόμιζα, δεν είχαμε υλοποιηθεί. Νόμιζα, απλά κρυφακούγαμε."
"Δεν είχαμε υλοποιηθεί, δεν είμαι κανένας άσχετος, Παπιτέους. Του το σφύριξε η μούμια εκεί μέσα, ότι είμαστε εδώ. Αυτοί οι μοναχοί, αν έχουν τις σωστές οδηγίες, μπορούν να μας πολεμήσουν και χωρίς να μας βλέπουν. Δεν κερδίζουν, βέβαια, τις περισσότερες φορές αλλά κάνουν αρκετή ζημιά τα μαλακισμένα. Και κάποιοι αρκετά δυνατοί, μπορεί να σταθούν τυχεροί και να πετύχουν ζωτικά σημεία."
"Μοναχοί είναι αυτοί; Δε μοιάζουν με τους μοναχούς των χριστιανών. Δεν έχουν καθόλου τρίχες."
"Αλήθεια, δεν είχες ξαναβγεί από τη σπηλιά σου στην Κόλαση, ε; Δεν είχες ξαναπατήσει στη Γη;"
"Μα στο είπα, όταν ήρθες επιτέλους να με πάρεις από εκεί."
"Δε σε πίστεψα."
"Κακώς. Είσαι σίγουρα καλά; Σε άρπαξε γερά από το λαιμό. Θες να το κοιτάξω;"
"Όχι, ρε Παπιτέους, δε θέλω να το κοιτάξεις. Θέλω να πάρεις την ηλίθια ευγένειά σου και να κάτσεις να συγκεντρωθείς, για να φέρουμε εδώ την ψυχή της μούμιας."
"Δεν είναι μούμια. Μια χαρά είναι. Έχω δει εγώ, μούμιες να περνάνε έξω από τη σπηλιά μου. Αυτός δεν είναι-"
"-ναι ρε ζώον, δεν είναι. Απλά τον λέω έτσι, γιατί έτσι μοιάζει."
"Όχι, όχι, ούτε μοιάζει. Το δέρμα του είναι εξαιρετικό. Εμφανώς κρεμασμένο, σαφώς, αλλά το χρώμα του είναι θεσπέσιο. Έχω δει εγώ, χριστιανές πρώην αριστοκράτισσες, να περνάνε έξω από τη σπηλιά μου και το δικό τους δέρμα είναι χίλιες φορές χειρότ..." είπε και έσβησε η φωνή του.
    Ο Γκρομλόχ τον κοιτούσε με την έκφραση που είχε πάντα, αλλά ο Παπιτέους μπορούσε να ακούσει την τσαντίλα του, που τσιτσίριζε στην εσωτερική στοιβάδα του δέρματός του.
"Καλά, καλά" είπε απολογητικά. "Θα ξεκινήσω τα μαγικά μου."
"Άιντε, να δούμε τι θα γίνει."
"Αλήθεια Γκρομλόχ" είπε, καθώς καθόταν οκλαδόν και προετοιμαζόταν "τι θα γίνει ακριβώς; Τι τον θες αυτόν;"
"Όπως σου είπα όταν ήρθα στη σπηλιά σου, μικρό μου χαζόσκυλο, αυτός είναι το εισιτήριό μου για την Ανώτατη Κάστα Δαιμόνων."
"Αλήθεια; Αυτός; Νόμιζα ότι θα με έβαζες να βρω κάποιον πιο...εντυπωσιακό."
"Δεν ξέρεις όλη την ιστορία, γι'αυτό ειρωνεύεσαι. Ξέρεις από πότε έχουμε να δούμε τέτοια αρχαία ψυχή, που όχι μόνο κατάφερε να περάσει τα όρια του σώματός του, αλλά ταξιδεύει εδώ και έναν αιώνα στους διάφορους κόσμους, χωρίς να έχει κινδυνεύσει ποτέ σοβαρά; Ξέρεις πόσες χιλιετίες έχει να εμφανιστεί τέτοιας ανώτερης συνείδησης άνθρωπος;"
"Υποθέτω ότι ο τελευταίος ήταν...ο Ιησούς;" ρώτησε διστακτικά ο Παπιτέους.
Ο Γκρομλόχ ρουθούνισε και το στόμα του στρεβλώθηκε σε ένα ειρωνικό χαμόγελο.
"Ο Ιησούς λέει...αχ, καημένε μου...τέλος πάντων, τελείωνε."
"Και εσύ πώς έμαθες γι'αυτόν εδώ;"
"Α...πριν δυο-τρεις δεκαετίες τα έπινα με έναν από τους Φύλακες των Διαστάσεων, σε μία από τις Γιορτές των Νεκρών στο Μεξικό."
"Μεξικό;"
"Μια χώρα, σκάσε να μιλήσω. Κατά τα χαράματα, τού ξέφυγε η φήμη που είχε αρχίσει να κυκλοφορεί, για κάποιον από άλλη θρησκεία, που κατάφερε να ταξιδεύει ελεύθερα, όπου ήθελε. Χρειάστηκε να βασανίσω σχεδόν εκατό ψυχές και να οδηγήσω στην Κόλαση άλλες τόσες, μέχρι να μάθω την πραγματική τοποθεσία του σώματός του."
"Δεν του ξέφυγαν αυτά του Φύλακα;"
"Ο Φύλακας δεν είχε ιδέα, απλά ήξερε τις φήμες. Και σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, αυτό εδώ το κουφάρι, ο Λάμα Ντάσι-Ντόρζο Ιτιγκίλοφ, φιλοξενείται στο μοναστήρι Ιβοργκίνσκι, στη Σιβηρία."
Ο Παπιτέους τον κοίταξε σα χαζός.
"Όχι εδώ, κάπου αλλού" απάντησε συγχυσμένος ο Γκρομλόχ.
"Αααα."
"Υπάρχει μια μούμια στο μοναστήρι που σου είπα. Δεν είναι ο Ιτιγκίλοφ, αλλά ο δάσκαλός του. Αυτός είναι κανονικότατη μούμια, άδειος, κανονικός νεκρός. Αλλά δεν ήταν και δύσκολο γι'αυτούς που ήθελαν να κρύψουν την αυθεντική μούμια, να μπερδέψουν τον κόσμο. Όλες οι μούμιες μοιάζουν."
"Και αφού δεν είμαστε σε αυτό το μοναστήρι της Σιβερίας-"
"-ΣιβΗρίας."
"Ναι, ναι, αυτής. Πού είμαστε, όμως, στην πραγματικότητα;"
"Ιδέα δεν έχω. Ήρθαμε εδώ λαθραία μέσα από ένα έρημο μονοπάτι, που χρησιμοποιούσαν παλιά τα φαντάσματα για να εμφανίζονται στη διάσταση των ανθρώπων."
"Μάλιστα...ωραίο το σχέδιό σου Γκρομλόχ και τα έχεις σκεφτεί όλα πάρα πολύ ωραία. Αλλά θες να μου πεις ότι εσύ, ένας κατώτερος δαίμονας της τρίτης κατώτερης κάστας της Κόλασης, κατάφερες να βρεις έναν τέτοιο άνθρωπο, που προστατεύεται από τέτοιες δυνάμεις και δεν κατάφεραν άλλοι, πιο δυνατοί από εσένα;"
"Πόσοι νομίζεις ότι προσπάθησαν Παπιτέους; Άσε, μην απαντήσεις, θα σου πω εγώ. Κανένας, τουλάχιστον από τη δική μας διάσταση. Σιγά μην αφήσει η Ανώτατη Κάστα Δαιμόνων τα κάστρα και τις παρθένες τους, για να τριγυρνάνε στη Γη για χάρη μιας φήμης. Σιγά μην τρέχουν, σαν εμένα, να βγάλουν το μήνα προσπαθώντας να πιάσουν το στόχο των ψυχών που πρέπει να παραδοθούν στις πύλες των αφεντικών τους."
"Αλλά εσύ τρέχεις. Κινδυνεύεις να μην πιάσεις τον στόχο σου αυτού του μήνα, κυνηγώντας ένα όνειρο. Ένα παραμύθι."
"Ξέρεις, βαρέθηκα" απάντησε σοβαρά ο Γκρομλόχ και με ύφος, σαν ξεροψημένος, άτριχος Τζέιμς Μποντ. "Είμαι νέος ακόμα, έχω όνειρα και φιλοδοξίες. Αν πρέπει να μαστιγωθώ μέσα σε μια λίμνη οινοπνεύματος επειδή δεν έπιασα τον μηνιαίο στόχο μου, θα το υποστώ. Αλλά δε θα σταματήσω να προσπαθώ για μια καλύτερη ζωή." Πήρε μια βαθιά ανάσα προσμονής. "Ω, Παπιτέους...τι δώρο θα ήταν μια τέτοια ψυχή, με τόσες γνώσεις και ικανότητες, για τον Άρχοντά μας; Και τι δε θα μου έδινε ως αντάλλαγμα..."
"Συγγνώμη" είπε ξαφνικά, έκπληκτος ο κοκκινομάλλης "τα κάνεις όλα αυτά...και θέλεις να παραδώσεις αυτόν τον άνθρωπο στον Άρχοντα; Δε θες να τον κρατήσεις δικό σου;"
"Γιατί να τον κρατήσω δικό μου;"
"Μα το είπες κι εσύ. Τόσες γνώσεις...θα ξέρεις πού ζει και τι κάνει ο οποιοσδήποτε. Αυτός θα είναι τα αυτιά και τα μάτια σου σε όλους τους κόσμους και τις διαστάσεις, για όλα τα πλάσματα."
Ο Γκρομλόχ ξίνισε τα μούτρα του.
"Τι να τις κάνω εγώ τόσες γνώσεις; Δεν έχω καμία όρεξη να αγχώνομαι για τα εκατομμύρια πράγματα και πλάσματα που δε μπορώ να δω. Βλέπω τα αξιοθρήνητα ανθρωπάκια, κάθε φορά που κοιτάνε το σκοτάδι με τρόμο, κάθε φορά που με νιώθουν δίπλα τους, πίσω τους, γύρω τους αλλά δεν ξέρουν ακριβώς, τι τους παραμονεύει και τους καταδιώκει. Λερώνουν τα βρακιά τους και κλαίνε χειρότερα και από ατάιστα μωρά. Όχι, όχι, ευχαριστώ, δε θα πάρω. Θέλω να μείνω ασφαλής στην Κόλαση, να περπατάω ανάμεσα στους Ανώτατους, να σταματήσω τα συνεχή ταξίδια και τις υπερωρίες, να μη χρειάζεται να ασχολούμαι με ασήμαντους εγκληματίες και ερασιτέχνες δολοφόνους, που μετανιώνουν τελευταία στιγμή και μου τους παίρνουν οι άγγελοι μέσα από τα χέρια. Να έχω το δικό μου κάστρο, τα δικά μου υπόγεια βασανιστηρίων και ολόδικά μου αποθέματα αίματος. Έχω σιχαθεί να πλένομαι μαζί με άλλους δέκα, στις γούρνες των κατώτατων Δαιμόνων. Άσε που, ακόμα και να τραβήξεις την ψυχή του Λάμα εδώ, εγώ δε μπορώ να την κρατήσω φυλακισμένη για περισσότερο από μερικούς μήνες. Ενώ αν τον δώσω στον Άρχοντα, εκείνος θα τον έχει κατοικίδιο αιώνια και εγώ θα πάρω την πολυπόθητη ανταμοιβή μου."
Ο Παπιτέους τον κοίταξε αμίλητος για λίγα δευτερόλεπτα.
"Τι είναι ρε βλαμμένο; Τι κοιτάς; Σου φαίνεται αστείο το όνειρό μου;" ρώτησε ο Γκρομλόχ, έτοιμος να τον χτυπήσει.
"Όχι...απλά αναρωτιόμουν...τι είναι τα βρακιά;"
Ο φαλακρός δαίμονας χτύπησε απελπισμένος το μέτωπό του.
"Πλάκα κάνω" απάντησε ο κοκκινομάλλης, γελώντας βραχνά.
"Έχε χάρη που είσαι αυτός που είσαι και που σε χρειάζομαι."

***

    Ο Παπιτέους είχε σχεδόν την ίδια ηλικία με όλους τους Ανώτατους Δαίμονες. Για εκατοντάδες αιώνες, είχε μια σεβαστή θέση ανάμεσά τους.
Ήταν πάντα μικρόσωμος και αδύνατος. Δεν είχε βροντερή φωνή και τρομακτική παρουσία, δεν έβριζε όσο έπρεπε και γενικά απεχθανόταν τα κλασσικά βασανιστήρια της Κόλασης. Αλλά είχε μια δύναμη που δεν είχε κανείς άλλος. Εάν είχε το σώμα κάποιου ανθρώπου, μπορούσε να επαναφέρει την ψυχή του μέσα σε αυτό. Εάν η ψυχή ήταν μετέωρη, οπουδήποτε, τότε μπορούσε να την καλέσει πίσω, χωρίς αντίσταση. Οι σύντροφοί του, τον χρησιμοποιούσαν συχνά για να κλέβουν ψυχές από το Καθαρτήριο. Τις επέστρεφε πίσω στα νεκρά σώματα που του έφερναν – όσα υπήρχαν ακόμα και δεν είχαν σαπίσει ή καταστραφεί με άλλο τρόπο – και εκείνοι αναλάμβαναν τα υπόλοιπα βασανιστήρια, για να οδηγήσουν τελικά τις ψυχές στο δικό τους τσιφλίκι.
    Όμως, φάνηκαν άπληστοι και απρόσεκτοι. Τους πήραν χαμπάρι από τον Παράδεισο και τα έχωσαν στον Άρχοντα. Κι εκείνος εξοργισμένος, απαίτησε να μάθει ποιος ήταν ο μαλάκας άχρηστος, που δεν έκανε τη δουλειά του σωστά και διακριτικά και έφερε τον Άρχοντα στην εξευτελιστική θέση, να απολογείται σε ένα μάτσο Κοινούς Αγγέλους. Και, μαντέψτε για ποιον αποδιοπομπαίο τράγο χτύπησε η καμπάνα.
    Έτσι, ο Παπιτέους έπεσε. Δεν έπεσε ακριβώς δηλαδή, πόσο πιο χαμηλά να πέσεις από την Κόλαση; Αλλά, εξορίστηκε σε μια έρημη σπηλιά, στα πιο απάτητα σύνορα του κόσμου του, μέχρι ο Άρχοντας να τον καλέσει πίσω. Και οι πρώην σύντροφοί του, έσβησαν σιγά σιγά το όνομά του από όλους τους ενεργούς, δαιμονικούς καταλόγους και σταμάτησαν να τον αναφέρουν στους νέους δαίμονες. Οι εποχές περνούσαν και τα γεγονότα έγιναν ιστορίες και οι ιστορίες παραμύθια. Ο Παπιτέους έσβησε και από τις αναμνήσεις όλων, ακόμα και του ίδιου του Άρχοντα. Και έμεινε μέσα στη σπηλιά του, μαραζωμένος και ξεχασμένος αλλά παραδόξως εύθυμος και ικανοποιημένος. Γιατί κι ο ίδιος είχε ξεχάσει ποιος ήταν. Νόμιζε πως η σπηλιά και οι αλυσίδες του ήταν όλα όσα υπήρχαν και ήταν ευγνώμων για αυτά.
Μέχρι που ήρθε ο νεαρός Γκρομλόχ, ο φιλόδοξος κυνηγός παραμυθιών και του θύμισε.

***

    "Ξέρεις ότι δεν θυμάμαι ακριβώς τι πρέπει να κάνω;"
"Ξεκίνα και θα θυμηθείς."
"Απλά λέω. Άλλο τα παραμύθια που κυκλοφορούν, άλλο η πραγματικότητα. Ακούγεται αστείο, να μπορώ να τραβήξω ψυχές από άλλες διαστάσεις χωρίς περιορισμούς, δεν ακούγεται; Άλλωστε, το Καθαρτήριο δεν το ελέγχει ο…;" έδειξε με το δάχτυλό του προς τον ουρανό.
"Το Καθαρτήριο είναι από μόνο του, ξεχωριστή διάσταση από τον Παράδεισο και την Κόλαση, ζώον. Κανείς δεν το ελέγχει. Ξεκίνα και θα θυμηθείς, λέμε. Και γιατί να υπάρχουν περιορισμοί; Εσύ δεν ψάχνεις και βρίσκεις ακριβώς την ίδια την ψυχή. Χρησιμοποιείς τη σύνδεσή της με το σώμα απλά για να την τραβήξεις πίσω, όπου κι αν είναι."
"Αλήθεια;" ρώτησε εύθυμα ο Παπιτέους.
"Ας μου εξηγήσει κάποιος, γιατί εσύ ήσουν Ανώτατος Δαίμονας κι εγώ παλεύω ακόμα να αποκτήσω τη δική μου παρθένα;"
"Χαλάρωσε αγαπητέ μου, αστειεύομαι. Θυμάμαι τι να κάνω, απλά δε θυμάμαι να το έχω ξανακάνει και αυτό είναι λίγο...τρομακτικό. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δε μπορώ να θυμηθώ ακόμα και σίγουρα, κάποια στιγμή, θα επιστρέψω πίσω, για να σχεδιάσω κάποιου είδους εκδίκηση. Αλλά, προς το παρόν, είμαι ελεύθερος και ξεχασμένος, που σημαίνει ότι κανείς δε με αναζητεί. Περνάω υπέροχα με τα τόσα νέα πράγματα που μου έχεις δείξει σε αυτήν τη γη. Σε ευχαριστώ" είπε με ευγένεια και έσκυψε το κεφάλι του, σε μια κοφτή υπόκλιση.
Ο Γκρομλόχ πιάστηκε απροετοίμαστος. Κοίταξε αμήχανα γύρω του, το δωμάτιο.
"Δεν κάνει τίποτα. Βλαμμένε" μουρμούρισε. "Ξεκίνα τώρα, γιατί αυτός ο μοναχός που έφυγε, κάτι έλεγε για κάτι άλλους Πολεμιστές."
"Θα φέρουν Πολεμιστές για εμάς;" ρώτησε ο Παπιτέους με θαυμασμό.
"Δεν άκουσες ρε ηλίθιε, που όταν με άρπαξε μού είπε να φύγω και να μη μπλέκομαι σε πράγματα που δε μπορώ να διαχειριστώ;"
"Άκουσα ότι κάτι είπε, αλλά είναι ελάχιστες οι φορές που είχα ακούσει οποιαδήποτε ανθρώπινη γλώσσα. Και όλες ήταν στη διάρκεια βασανιστηρίων, στα υπόγεια των συντρόφων μου. Ξέρω το βοήθεια, το θεέ μου σώσε με, το συγγνώμη και το δε θα το ξανακ-"
"Ναι, ναι, εντάξει. Να προχωρήσουμε;"
"Δώσε μου μια-δυο μέρες, σίγουρα θα ήξερα κι άλλα, απλά δεν τα θυμάμαι."
"Τελείωνε γαμώ τα κέρατα του πατέρα μου και θα σου μάθω εγώ ό,τι γλώσσα θέλεις!"
"Όχι, σίγουρα δε θα χρειαστεί, σίγουρα ξέρω κι άλλα. Αλλά, ναι, να προχωρήσουμε. Και τι εννοούσε να μη μπλέκεσαι; Σε τι να μη μπλέκεσαι;"
"Μάλλον εννοούσε να μην τα βάζουμε με τον Λάμα. Μάλλον νόμιζε ότι είμαστε εδώ για να τον πολεμήσουμε. Άντε, ξεκίνα."
"Εμένα λες να μη με είδε η μούμια, γιατί είμαι Ανώτερος Δαίμονας;"
"Εσένα δε σε είδε, γιατί είσαι τόσο ξεχασμένος που είναι πρακτικά αδύνατον για κάποιον μη δαίμονα, ακόμα και να σε αισθανθεί. Τελείωνε."
"Μάαααλιστα" απάντησε ειρωνικά και έκλεισε τα μάτια του.
    Ξεκίνησε να ψιθυρίζει κάτι ακαταλαβίστικα. Και, δευτερόλεπτα μετά, τίναξε το κεφάλι του και κοίταξε απέναντί τους, με γουρλωμένα μάτια. Στην πιο σκοτεινή γωνία του δωματίου.
"Γαμώ τον Άρχοντα και όλα τα Τάγματά του" είπε ο Παπιτέους, σε μια έκρηξη βωμολοχίας τελείως ξένη στο χαρακτήρα του "τι είναι αυτό;"

συνεχίζεται

Α. Γάρδα
 

*πρασεόλιθος (ο) = είδος κρυστάλλου χαλαζία, σε ημιδιάφανη μορφή, με ελαφρύ πράσινο χρώμα - εξαιρετικά σπάνιος στη φύση
*άρκευθος (η) = κωνοφόρο της οικογένειας των κυπαρισσίδων - το ξύλο της επεξεργάζεται εύκολα και είναι ανθεκτικό σε μύκητες και έντομα
*γιακ (το) = δασύτριχο βοοειδές, ενδημικό των υψιπέδων του Θιβέτ, όπου και ζει μεγάλο μέρος του εξημερωμένου πληθυσμού - ο άγριος πληθυσμός είναι προστατευόμενο είδος
*Σι Λινγκ-τσι (η) = αυτοκράτειρα της Κίνας που, σύμφωνα με τους μύθους, ανακάλυψε το 2650 π.Χ. τις ιδιότητες του κουκουλιού του μεταξοσκώληκα και ξεκίνησε την επεξεργασία του - λατρεύεται ως θεά του μεταξοσκώληκα
*Λάμα Ντάσι-Ντόρζο Ιτιγκίλοφ (ο) = υπαρκτό πρόσωπο - οι πληροφορίες που αναφέρονται είναι αληθινές
*Μπούντα = Βούδας, φωτισμένος/αφυπνισμένος
*Σιντάρτα Γκαουτάμα (ή Γκουτάμα) = ο πρώτος Βούδας και εμπνευστής της φιλοσοφίας του βουδισμού
*Σάολιν Σι = ο ναός των Σαολίν
*Γουσένγκ = οι Μαχητές Μοναχοί του ναού Σαολίν
 
 
**Photo: Lama Dashi-Dorzho Itigilov
    Photo credit: downloaded from dailymail.co.uk

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση