Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 17

    



    Όταν η Φαλάκ άνοιξε την πόρτα του δωματίου για να βγει, αρκετή ώρα μετά, βρήκε τον Ρέο να την περιμένει.
«Πού είναι η Κλέουσα και ο Σάγια;» τον ρώτησε νευρική.
«Ο Σάγια είναι στη λίμνη. Η Κλεουσα είχε κάτι σοβαρό να κάνει» απάντησε εκείνος, τεντώνοντας το κεφάλι του για να δει στο εσωτερικό του δωματίου.
«Κοιμάται τώρα» είπε η Φαλάκ και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
«Γιατί ήρθες εδώ;»
«Δε σου είπε η Κλέουσα;»
«Μου είπε βιαστικά.»
«Ε, τότε, ξέρεις. Τι σε πειράζει που ήρθα εδώ; Δεν ήθελες να γνωριστούμε κανονικά και να τα βρούμε, για να δουλέψουμε όλοι μαζί; Να μην απελπίζεται;»
«Και; Τα βρήκατε;»
«Νομίζω πως ναι.»
«Ξέρει;»
«Τι να ξέρει;»
«Ό,τι δεν πρόλαβες να μου πεις εμένα, όταν με έπρηξες να σε ξαναφέρω στην Τσαγιέρα τόσο σύντομα.»
«Όχι βέβαια.»
«Άρα είναι σοβαρό. Και δεν ήθελες να το μάθει.»
Η Φαλάκ απέφυγε το βλέμμα του.
«Πες μου» είπε αυστηρά εκείνος.
«Όχι εδώ. Να φύγουμε από το σπίτι.»
«Πάμε κάτω, στο καθιστικό» είπε ο Ρέο και της προσέφερε τον αγκώνα του να στηριχτεί και να κατέβουν τη σκάλα. 
Εκείνη τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα, αλλά τον προσπέρασε και ξεκίνησε να κατεβαίνει μόνη της.
«Δε θα μας ακούει καθόλου αν είμαστε στο καθιστικό...» συνέχισε ο Ρέο πίσω της «... και δε θέλω να φύγουμε ακόμα από το σπίτι. Όλο το πλήθος στη λίμνη σε περιμένει και δε θέλω να σε δουν και να μη μπορέσουμε να συζητήσουμε με ηρεμία.»
«Γιατί περιμένουν εμένα;»
«Γιατί όλοι ξέρουν πια για εσένα και την επιθυμία σου να βοηθήσεις με τον Τσανγιόλ.»
«Ναι, αλλά γιατί με περιμένουν; Θέλουν να με ευχαριστήσουν;»
«Και αυτό...» απάντησε διστακτικά ο Ρέο. «Αλλά κυρίως για να μας ξεπροβοδίσουν, ας το πούμε έτσι· γιατί κατάφερα και κανόνισα να βρεθούμε, λίγο αργότερα, με τον Μάτου.»
«Το κανόνισες ήδη;» ρώτησε η Φαλάκ, σχεδόν τρομαγμένη, καθώς έμπαιναν στο καθιστικό.
«Ναι, γιατί; Είπα στην Κλέουσα να στο πει ότι θα το προσπαθούσα, για να το ξέρεις. Θα μου πεις κι εσύ τώρα τι έμαθες και θα τα συνδυάσουμε, κατά την επίσκεψή μας.»
«Η Κλέουσα είπε ότι, μάλλον κάτι κρύβει ο Μάτου· για την ελευθερία του Τσανγιόλ.»
«Ναι, μάλλον. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για όσα μάθαμε κι εμείς αυτές τις ημέρες.»
«Αυτό θα είναι το καλύτερο.»
«Το καλύτερο θα είναι που βασάνιζε τον Τσανγιόλ επί πενήντα χρόνια, ενώ ήξερε πώς να τον ελευθερώσει;»
«Όχι βέβαια. Αλλά σε σχέση με αυτό που ξέρω εγώ...»
«... το οποίο είναι;» ρώτησε εκείνος ενθουσιασμένα, καθώς έφερε μια πολυθρόνα κοντά της για να κάτσει.
Τράβηξε και μια δεύτερη κι έκατσε απέναντί της.
Η Φαλάκ έσφιξε και με τα δύο χέρια την κορυφή του μπαστουνιού της. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Και-
«Δεν υπάρχουν απόγονοι.»
«Παρακαλώ;»
«Ο Μάτου δεν έχει απογόνους.»
«Πέθαναν όλοι;»
«Δεν υπήρξαν ποτέ.»
«Αποκλείεται να το έμαθες αυτό με σιγουριά» είπε αυστηρά ο Ρέο και ανασηκώθηκε νευρικά στην πολυθρόνα του. «Πάνε μόνο λίγες μέρες που μείναμε χωριστά. Αποκλείεται. Πώς το έμαθες αυτό; Ποιος σου το είπε;»
«Η Ζούρι.»
«Ποια Ζούρι;»
«Πόσες ξέρεις;»
«Προσωπικά ή από ιστορίες;»
«Ρέο» είπε η Φαλάκ σοβαρά και χτύπησε μαλακά το μπαστούνι της στο πάτωμα. «Σοβαρέψου.»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, μπερδεμένος.
«Βρήκες το πνεύμα της;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
Η Φαλάκ ξεφύσηξε κουρασμένα.
«Όχι. Με επισκέφθηκε η ίδια.»
«Αποκλείεται.»
«Κι όμως.»
«Αγαπητή μου, έχουν περάσει πάνω από εκατόν είκοσι χρόνια, από τότε που γεννήθηκε η Ζούρι. Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι ακόμα ζωντανή. Έκανες λάθος. Ήταν άλλη Ζούρι.»
«Ξέρεις κι άλλη Ζούρι, με πατέρα ονόματι Μάτου και μητέρα ονόματι Αμπούγια, χωρίς αδέλφια, της οποίας η μητέρα πέθανε στη γέννα και ο πατέρας εξαφανίστηκε λίγο πριν τον θάνατό του;»
Ο Ρέο γούρλωσε τα μάτια του και τα αιθέρια ρούχα του άρχισαν να ανεμίζουν γύρω του.
«Ξέρεις κι άλλη Ζούρι...» επέμεινε η Φαλάκ, που ένιωθε ξαφνικά να ξαναζεί το δέος της συνάντησης με την κόρη του Μάτου «... που να γεννήθηκε κατά τη μοναρχία του τελευταίου Αυτοκράτορα και να έζησε χωριστά από τον πατέρα της;»
Ο Ρέο σηκώθηκε αργά και περπάτησε σε όλο το δωμάτιο.
«Αποκλείεται...» μονολόγησε. «Τι έκανε; Τράβηξε τη ζωή της στα όρια, με μαγεία; Αυτό έκανε;»
«Ναι.»
«Αυτό σίγουρα θα ήθελε ισχυρό μάγο ή μάγισσα. Όχι, όχι· θα ήθελε πολλούς ισχυρούς μάγους. Και, αναμφίβολα, μια περιουσία.»
«Έχει απ’όλα.»
«Η Ζούρι δεν πήρε τίποτα από την περιουσία του Μάτου ή της Αμπούγια. Τα άφησε όλα πίσω, όταν έφυγε μετά τον θάνατό του.»
«Τον υποτιθέμενο θάνατό του» διόρθωσε η Φαλάκ. «Και, κάνεις λάθος· πήρε κάτι, πριν φύγει. Κάτι μικρό· μια παλιά πίπα του Μάτου, από νεροκολόκυθο και πορσελάνη. Είπε ότι ήταν η αγαπημένη του. Σου θυμίζει κάτι;»
Ο Ρέο χτύπησε το μέτωπό του με το χέρι του.
«Η αγαπημένη του» επανέλαβε. «Αφού τον έφερα στην Τσαγιέρα, έψαξα να τη βρω αλλά μάταια· μα δεν ασχολήθηκα και πολύ. Οι Μηχανουργοί τού έφτιαξαν πολλές καινούριες, αργότερα.»
«Η Ζούρι είπε πως την βρήκε χωμένη μέσα στο μαξιλάρι της πολυθρόνας του. Είχε στη γωνία του ένα-»
«-είχε ξηλωθεί» την έκοψε εκείνος, συνεπαρμένος από την ανάμνηση. «Και τα πούπουλα της γέμισης πετάγονταν συνέχεια και γέμιζαν τον χώρο· και αναγκαζόταν να τα μαζεύει και να τα χώνει πάλι μέσα στο μαξιλάρι, αλλά δεν ήθελε να το δώσει για επιδιόρθωση...»
«... γιατί δεν ήθελε να χάσει αυτό το μαξιλάρι ούτε για μια στιγμή» συμπλήρωσε η Φαλάκ, επαναλαμβάνοντας την αντίστοιχη ανάμνηση της Ζούρι. «Ακόμα κι εκείνες τις λίγες εβδομάδες που έζησαν μαζί, είχε παρατηρήσει και η ίδια την εμμονή του με το μαξιλάρι.»
«Του το είχε φτιάξει η Αμπούγια» είπε ο Ρέο, νοσταλγικά. «Δεν ήταν καθόλου καλή σε αυτά, αλλά είχε προσπαθήσει πολύ με αυτό το μαξιλάρι. Και ήταν χάλια, για να λέμε την αλήθεια· στραβοραμμένο και κακογεμισμένο.»
«Αλλά ήταν της Αμπούγια.»
«Την αγαπούσε πολύ, αγαπητή μου.»
«Μέχρι κι εγώ το κατάλαβα αυτό, κι ας μην ξέρω πολλά για τη σχέση τους.»
«Είναι η Ζούρι, είναι στ’αλήθεια η Ζούρι... γιατί, γιατί το έκανε αυτό; Γιατί να παρατείνει μαγικά τη ζωή της; Γιατί να μην προσπαθήσει να ζήσει τη ζωή της, επιτέλους απαλλαγμένη από τα βάρη και τις ευθύνες των γονιών της;»
«Προσπάθησε να τη ζήσει. Παντρεύτηκε δυο και τρεις φορές. Και πάλεψε να κάνει και παιδιά· αλλά δεν τα κατάφερε. Το μόνο που της έμεινε, ήταν οι περιουσίες των συζύγων της και οι εξαιρετικές της ικανότητες στη διαχείριση και την αύξησή τους· και το απωθημένο για τον πατέρα της.»
«Απωθημένο;»
«Δεν τον έζησε ποτέ. Και δεν είχε ιδέα γιατί· όχι στ’αλήθεια. Ένα δε μπορώ να σε προστατέψω αν μείνεις κοντά μου και την έδιωξε, όσο πιο μακριά μπορούσε να την κρύψει η μαγεία του. Εντωμεταξύ, εκείνος έζησε ωραιότατα στην προσωπική του έπαυλη· και ζητούσε σπανιότατα να μάθει νέα της.»
«Μα, έπρεπε να την κρατήσει ασφαλή.»
«Και ακόμα και στο τέλος, δεν τον είδε ποτέ νεκρό. Δεν τον κήδεψε, δεν τον έκλαψε κανονικά.»
«Μα ήταν συνηθισμένο τότε, για μάγους και μάγισσες, να κανονίζουν την καταστροφή ή εξαϋλωση των σωμάτων τους μετά τον θάνατό τους.»
«Μα η Ζούρι δεν έζησε ποτέ σε οικογένεια μάγων ούτε ήταν η ίδια μάγισσα. Ήταν ένα απλό, θνητό κορίτσι.»
«Και πάλι· ήταν ένα πανέξυπνο και ώριμο κορίτσι, όπως μαθαίναμε. Και όπως φάνηκε άμεσα, ακόμα και στις λίγες εβδομάδες που έζησε στην έπαυλη. Μπορούσε να κατανοήσει.»
Η Φαλάκ τον κοίταξε επικριτικά.
«Μπορεί να κατανοείς βαθιά τις ευαισθησίες και τα συναισθήματα των ανθρώπων, Ρέο, αλλά δεν ξέρεις και πολλά για τη μοναξιά και τον θρήνο.»
«Ξέρω μια χαρά για τον θρήνο αγαπητή μου.»
«Εννοώ, αυτών που μένουν πίσω.»
«Α.»
«Μμμ, ναι. Το φαντάστηκα.»
«Και, τέλος πάντων... τι κάνει ακόμα ζωντανό, το έρμο το κορίτσι;»
«Κάποια μάγισσα της είπε κάποτε, ότι η πίπα του πατέρα της έχει ακόμα την ενέργειά του.»
Ο Ρέο γούρλωσε τα μάτια του.
«Δε μπορεί να τον ψάχνει. Δε μπορεί.»
«Και βέβαια μπορεί. Αν και, κανείς δεν έχει καταλάβει ότι η ενέργεια υπάρχει ακόμα στην πίπα, επειδή είναι ακόμα ζωντανός. Νομίζουν ότι το πνεύμα του έχει κολλήσει, κάπου ανάμεσα στον κόσμο μας και την Αιωνιότητα.»
«Και η Ζούρι προσπαθεί να τον ξεκολλήσει;»
«Όχι ακριβώς...» απάντησε διστακτικά η Φαλάκ.
«Τότε, τι;»
«Γνωρίζεις ήδη ότι είμαι κεραμοποιός.»
«Τι σχέση έχει αυτό τώρα, αγαπητή μου;»
«Ειδικεύομαι στις τσαγιέρες.»
«Καταπληκτικό, άλλη μια υπέροχη σύμπτωση ανάμεσά μας.»
«Όχι τις κανονικές· τις τελετουργικές.»
«Ακόμα πιο εντυπωσιακό, καθώς γνωρίζω πολύ καλά τα αυστηρά κριτήρια κατασκευής τους και το ταλέντο που χρειάζεται για να τις φτιάξει κάποιος και να είναι επιτυχής σε αυτό το εγχείρημα· εύγε. Και τώρα που ξεκαθαρίσαμε ότι σε θαυμάζω και για την επαγγελματική σου σταδιοδρομία, μπορούμε να επιστρέψουμε στο θέμα μας;»
«Το θέμα μας είναι, γιατί με επισκέφθηκε η Ζούρι.»
«Α, ναι. Α, ναι! Σε επισκέφθηκε! Γιατί αλήθεια;»
«Αυτό προσπαθώ να σου πω.»
«Ε, πες το επιτέλους αγαπητή μου!»
«Εκτός από τις τελετουργικές τσαγιέρες...» η Φαλάκ πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. «Φτιάχνω και Στοιχειωμένα Αντικείμενα.»

***

    «Μπορείς να κλείσεις το Αληθινόματό σου, κορίτσι» είπε η Κλέουσα στην Γκιούλι, καθώς περπατούσαν προς το σπίτι. «Εμένα συγκεκριμένα, μπορείς να με βλέπεις και να με ακούς χωρίς αυτό και χωρίς να είμαστε σε σημείο του κόσμου σου, που να επικοινωνεί άμεσα με τον δικό μου· και πρέπει κάπως, να μπορέσουμε να μιλήσουμε ελεύθερα, χωρίς να μας παρακολουθεί η Διαβολόγατά σου.»
«Θα σας παρακολουθώ κάθε στιγμή» γκρίνιαξε ο Μούμπε. «Κάτι θα πιάσω, δε μπορεί.»
«Αν κλείσω το Αληθινόματό μου, δε θα καταλαβαίνω τη γλώσσα σου» είπε η Γκιούλι στην Κλέουσα.
«Δε χρειάζεται να την καταλαβαίνεις. Θα μιλήσω εγώ τη δική σου γλώσσα. Όπως σίγουρα ξέρεις ήδη, δεν είμαι ένα οποιοδήποτε πλάσμα του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο» χαμογέλασε αυτάρεσκα εκείνη.
«Δε μπορείτε να με κρατάτε στο σκοτάδι!» φώναξε το γατί.
«Μούμπε, συγγνώμη» η Γκιούλι γύρισε επιτέλους και του έδωσε σημασία. «Σου υπόσχομαι πως όσα δεν ξέρεις, είναι για το δικό σου καλό» είπε και του χάιδεψε τα χρυσά του μουστάκια.
Και ύστερα, έκλεισε το Αληθινόματό της. 
«Α... πολύ καλύτερα, κορίτσι.»
«Γι’αυτό μπορείς και είσαι εδώ έξω; Γιατί είσαι αρχαία και ισχυρή;» ρώτησε η Γκιούλι, καθώς την οδήγησε στο σωστό μονοπάτι για το σπίτι της.
«Όλα τα πλάσματα του κόσμου μου, που ζουν στην Τσαγιέρα, μπορούν να βγουν έξω από αυτήν, αν το θέλουν. Δεν είμαστε πνεύματα, δεν υπακούμε στους νόμους της με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι μπορεί, ο οποιοσδήποτε, να βγαίνει και να μπαίνει αδιάκριτα και χωρίς έλεγχο. Υπάρχουν αυστηροί κανόνες και όρκοι, για την προστασία της.»
«Τι είδους κανόνες πρέπει να ακολουθήσεις εσύ;»
«Χα! Εγώ είμαι πέρα απ’όλα αυτά τα πλάσματα, κορίτσι. Δε χρειάζομαι κανόνες ή όρκους για να προστατέψω αυτόν που αγαπώ.»
    Η Γκιούλι θα ορκιζόταν ότι είδε, για μια στιγμή, τα χλωμά μάγουλά της να κοκκινίζουν.
«Ο Ρέο αισθάνθηκε τους Δαίμονες που ήρθαν; Γι’αυτό σε έστειλε;» άλλαξε τη συζήτηση.
Η Κλέουσα ένευσε καταφατικά.
«Όπως αισθάνθηκε και τα Αληθινόματά σας, όταν ήρθατε στην έπαυλη του Μάτου. Όπως αισθάνεται κάθε ξένη μαγεία που πλησιάζει την Τσαγιέρα.»
«Οι Δαίμονες ήρθαν, παρ’όλο που προσέχαμε όλοι. Ήταν λόγω της ησυχίας, έτσι; Ο Κόσμος Πίσω από τον Κόσμο είναι πολύ ήσυχος σε αυτά τα μέρη και ο Ρέο δεν είχε συνηθίσει να κρύβεται σε τόση ησυχία, καλά τα λέω;»
«Το πιο σωστό είναι, ότι είχε ξεσυνηθίσει τόση ησυχία. Ο Ρέο πάντα προτιμούσε να ζει στις πιο απόμακρες και σιωπηλές άκρες του κόσμου. Εκτός αυτού, ήξερε να κρύβεται και να προστατεύεται, ακόμα κι όταν ήταν στην επικράτεια του Βασιλιά των δικών του. Απ’όταν φτιάχτηκε η Τσαγιέρα όμως – η οποία, μέχρι τώρα, βρισκόταν πάντα στην πρωτεύουσα, την πολύβουη σε όλες τις διαστάσεις της – πολλά άλλαξαν στους τρόπους του. Και απ’ότι φάνηκε τώρα, καλόμαθε· βολεύτηκε, ακόμα και στα βασικά. Οι άμυνές του προφανώς δεν είναι το ίδιο όπως πριν. Όχι ότι είναι κακό αυτό απαραίτητα. Μα, να που τώρα πρέπει να το λάβουμε υπόψιν μας· και να ρυθμίσει εξαρχής την επιρροή της ενέργειάς του στους κόσμους, όταν μπαινοβγαίνει.»
«Κι εγώ πρέπει να λάβω υπόψιν μου τους διάφορους νέους επισκέπτες και περίεργους, που θα κατακλύσουν την περιοχή γύρω από το κτήμα. Πρέπει να προετοιμαστώ.»
«Νευριάσαμε πολύ τη Διαβολόγατά σου. Λες, θα συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του ως Φύλακας; Τον έχεις καλά δεμένο στο θέλημά σου;»
«Θα μου κρατάει μούτρα για μέρες» χασκογέλασε θλιμμένα η Γκιούλι. «Αλλά αγαπάει ειλικρινά εμάς και αυτό το μέρος. Δεν ανησυχώ γι’αυτό.»
«Έχεις άλλη οικογένεια που κατοικούν εδώ και πρέπει να προστατέψεις;»
«Οι κόρες μου μένουν μερικές ώρες μακριά.»
«Ξέρουν για τα Αληθινόματά σας;»
«Ναι, βέβαια. Και για τη μαγεία και για τον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο. Έχουν γνωρίσει και πολλά πλάσματα της περιοχής μας, ανά τα χρόνια. Δε γνωρίζουν για την Τσαγιέρα βέβαια.»
«Βέβαια.»
«Όμως, σκέφτομαι να τους πω για εσένα· και ότι περιμένουμε πολυκοσμία τις επόμενες μέρες. Έχεις πρόβλημα με αυτό; Έρχεται και πανσέληνος και οι δύο κόσμοι θα επικοινωνούν πιο συχνά και άμεσα· ίσως τις ενοχλήσουν διάφοροι από τον κόσμο σου, επειδή είναι κόρες μου και επειδή θα υποθέσουν ότι ξέρουν πράγματα που δεν ξέρουν· ή από απλή περιέργεια για εσένα. Και δε θέλω να είναι τελείως απροετοίμαστες.»
«Κανένα πρόβλημα. Είναι πολύ σωστή σκέψη. Άλλη οικογένεια έχετε;»
«Οι γονείς μου και ο πατέρας της Φαλάκ έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια. Η μητέρα της είχε χαθεί από πιο νωρίς.»
«Και ο πατέρας των κοριτσιών;»
Η Γκιούλι ένευσε αρνητικά, αλλά δεν είπε άλλη κουβέντα.
«Μένατε εδώ στο κτήμα, οι δύο οικογένειες;» άλλαξε τη συζήτηση η Κλέουσα. «Όταν ήσασταν μικρές;»
«Όχι πάντα. Οι γονείς μας ήταν φίλοι, αν και από πολύ διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, όταν οι κοινωνικές τάξεις ήταν ακόμα, έντονα απαράβατες, αν και η νομοθεσία τις είχε καταργήσει. Ο πατέρας της Φαλάκ ήταν εξαιρετικός κεραμοποιός και η μητέρα της κεντούσε το μετάξι σα νεράιδα. Τα δύο ζευγάρια γνωρίστηκαν ως επαγγελματίες και πέλατες, αλλά ταίριαξαν και πέρα από αυτό. Όταν γεννήθηκε η Φαλάκ και, αργότερα, όταν αρρώστησε η μητέρα της, έπεσαν σε δυσμένεια. Τα έξοδα για την αναπηρία ενός παιδιού ήταν πολλά και τα φάρμακα της μητέρας της πανάκριβα. Όταν οι γιατροί δε μπορούσαν πια να κάνουν τίποτα για τη μητέρα της, ο πατέρας της δέχτηκε να έρθουν να μείνουν μαζί μας. Οι γονείς μου ήταν από πλούσιες οικογένειες και οι δύο· και είχαν το μοναδικό, πλήρως εξοπλισμένο τυπογραφείο της περιφέρειας.»
«Το κτήμα είναι της δικής σου οικογένειας, λοιπόν;»
«Ήταν στην αρχή. Όμως, οι γονείς μου έγραψαν όλη τους την περιουσία σε εμένα και τη Φαλάκ, σχεδόν από την αρχή της κοινής μας ζωής. Εκείνη ακόμα δεν το δέχεται, γιατί είναι ξεροκέφαλη και ψωρο-περήφανη· όμως είναι η κυρά του κτήματος και των χρημάτων μας, όσο κι εγώ. Το εργαστήρι της είναι εκεί κάτω, πίσω από τα δέντρα· εκεί δούλευε και ο πατέρας της, πριν πεθάνει.»
«Ναι, μας είχε πει ότι συνεχίζει την τέχνη του.»
«Ναι. Αλλά κάνει και τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια.»
«Δηλαδή;»
«Δε σου είπε γιατί επέμεινε να ξαναμπεί στην Τσαγιέρα τόσο σύντομα;»
«Όχι. Αλλά, τώρα, θα τα λέει στον Ρέο. Αν δεν ήταν οι Δαίμονες, θα τα άκουγα κι εγώ.»
«Υποθέτω, δεν υπάρχει πρόβλημα να στα πω εγώ.»
«Θα ήταν το καλύτερο. Προφανώς, δεν είναι ακριβώς καλά νέα, αν ερμήνευσα σωστά τις αντιδράσεις της. Θα είναι δικαιολογημένα απρόθυμη να μου τα επαναλάβει· και ο Ρέο ανίκανος να μου τα μεταφέρει, λόγω της αναμενόμενης αναστάτωσής του, εμπλουτισμένης με την αναπόφευκτη μελοδραματικότητά του.»
Η Γκιούλι χασκογέλασε.
«Γνωρίζεις για τα Στοιχειωμένα Αντικείμενα;» ρώτησε, λίγες στιγμές μετά.
«Λες για αυτά που φτιάχνονται με συγκεκριμένο τρόπο και ζωγραφίζονται με σχέδια και ξόρκια και τα παίρνουν οι μάγοι και οι μάγισσες και φυλακίζουν πνεύματα και πλάσματα μέσα τους, για να τα χαίρονται ή να τα χρησιμοποιούν οι θνητοί για δικούς τους σκοπούς;»
Η Γκιούλι μαζέυτηκε λίγο· και ένευσε καταφατικά.
«Και βέβαια τα ξέρω» απάντησε πικραμένη η Κλέουσα. «Έχω χάσει πολλούς φίλους από αυτά τα καταραμένα πράγματα. Συγγνώμη... αυτό κάνει η Φαλάκ; Αποκλείεται, δε μπορεί. Αποκλείεται κάποια σαν τη Φαλάκ να το κάνει αυτό.»
«Δεν κάνει αυτό ακριβώς» απάντησε βιαστικά η Γκιούλι «Εννοώ, δε φυλακίζει κανέναν. Αλλά με το Αληθινόματό της, μπορεί να επικοινωνεί με πνεύματα και πλάσματα που ίσως θέλουν να ζήσουν μέσα στα αντικείμενα. Πνεύματα που έχουν μείνει πίσω και θέλουν να είναι κοντά στους ζωντανούς τους· ή πλάσματα που έχουν κάποια ιδιαίτερη σύνδεση με κάποιον ζωντανό – και θέλουν να μπορούν να επικοινωνούν πιο συχνά ή καλύτερα. Αν υπάρχει αυτή η συνθήκη – και όλοι, ανεξαιρέτως, συμφωνούν με αυτήν – η Φαλάκ φτιάχνει το αντικείμενο με τον δικό της τρόπο και με συμβουλές από ανώτερα πλάσματα του δικού σου κόσμου· και το πνεύμα ή το πλάσμα μπορεί να κατοικήσει μέσα σε αυτό. Δεν είναι φυλακισμένο όμως. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, οι συνθήκες αλλάξουν, το αντικείμενο μπορεί να καταστραφεί από το ίδιο το πνεύμα ή το πλάσμα· και όλοι να ελευθερωθούν από αυτήν τη σχέση, χωρίς ανεπανόρθωτες συνέπειες. Επίσης, όταν η Φαλάκ δέχεται να φτιάξει κάτι τέτοιο, δεν αποτυγχάνει ποτέ. Γιατί περνάει από εξονυχιστικό έλεγχο όλους τους εμπλεκόμενους, ζωντανούς ή νεκρούς ή πλάσματα. Δεν ξεκινάει τίποτα αν υπάρχουν ύποπτα κίνητρα, ακόμα κι αν της προσφέρουν όλα τα λεφτά του κόσμου. Όλο το εγχείρημα στηρίζεται πάντα στη συνειδητή, συνεχή συναίνεση όλων των μερών.»
«Αυτό... αυτό είναι εντυπωσιακό. Να αξιοποιεί με τέτοιον τρόπο το Αληθινόματό της, χωρίς μάγους. Απορώ πώς δεν είναι πασίγνωστη, τουλάχιστον στον κόσμο μου, γι’αυτήν την ικανότητά της.»
«Στον δικό σου κόσμο, είναι. Όχι ακριβώς πασίγνωστη, γιατί ξοδεύουμε πολύ χρόνο, κόπο και συμφωνίες για να το κρατάμε σχετικά κρυφό. Αλλά τα σωστά πλάσματα στον κόσμο σου την ξέρουν· και διοχετεύουν κατάλληλα τις πληροφορίες, αν και όταν χρειαστεί.»
«Και στον δικό σου κόσμο, όμως... αν όχι πασίγνωστη, θα έπρεπε να είναι πάμπλουτη. Ξέρω ότι αυτά τα αντικείμενα θα πρέπει να κοστίζουν περιουσίες ολόκληρες. Είναι πάμπλουτη;»
«Η Φαλάκ δεν κάνει αυτή την πιο κρυφή δουλειά, για να βγάλει λεφτά.»
«Αλλά και πάλι.»
«Οι άνθρωποι, για τους οποίους έχει φτιάξει μέχρι τώρα Στοιχειωμένα Αντικείμενα, δεν είχαν περιουσίες· μόνο λίγα χρήματα και βαθιές θλίψεις, αβάσταχτες ανάγκες. Έχει μαζέψει, βέβαια, κάποιες πολύ σημαντικές χάρες ή ανταλλάγματα, και από τους δύο κόσμους. Και δεν ήθελε ποτέ να ακούγεται παντού αυτή η ιδιαίτερη ικανότητά της, γιατί τότε θα την ενοχλούσαν συχνά και οι αναμενόμενοι συμφεροντολόγοι, με περιουσίες ή χωρίς.»
«Μα δε γίνεται να μη μαθευτεί κάποιος που φτιάχνει τέτοια αντικείμενα, με απόλυτη επιτυχία.»
«Ξοδεύουμε επιπλέον πολύ χρόνο, κόπο και συμφωνίες, για να μένουν ακόμα πιο κρυφές οι λεπτομέρειες της τέχνης της και στον δικό μας κόσμο· το μόνο που φροντίζουμε να διαδίδεται αδιάκριτα, είναι η αυστηρότητά της στην επιλογή τέτοιων πελατών. Και, ακόμα κι αν κάποιοι άνθρωποι υποθέτουν, ανά καιρούς, ότι κάτι περίεργο συμβαίνει με τα δικά της αντικείμενα και τα απόλυτα ποσοστά επιτυχίας της, δε μπορούν ποτέ να είναι σίγουροι. Άλλωστε, δεν τα φτιάχνει συχνά. Φαντάσου ότι φτιάχνει τέτοια αντικείμενα για περισσότερο από δέκα χρόνια τώρα· και, μόλις πριν λίγες μέρες την προσέγγισαν κάποια μεγάλα κεφάλια της κοινωνίας μας. Και πάλι, δεν ήταν σίγουρο ότι θα δεχόταν να κάνει δουλειές μαζί τους· όχι πριν επιβεβαιώσει τα κίνητρά τους δηλαδή.»
«Αυτό που ήθελε να μας πει, σχετίζεται με αυτά τα μεγάλα κεφάλια;»
«Ναι. Συγκεκριμένα, μας επισκέφθηκε μία από αυτούς τους πλούσιους.»
«Και;»
«Ήταν η κόρη του Μάτου.»
«Η ποια!;» σχεδόν φώναξε η Κλέουσα και κοκκάλωσε στη θέση της.
    Η Γκιούλι της εξήγησε όσα της είχε πει η Φαλάκ πριν μπει στην Τσαγιέρα. Η μαυροφορεμένη γυναίκα την άκουγε, απολύτως ακίνητη και αμίλητη.
«Θεοί και δαίμονες...» μουρμούρισε μετά από λίγο «... αν δεν υπάρχουν απόγονοι, το μυστικό του Μάτου είναι η μόνη μας ελπίδα.»
«Ποιο μυστικό;»
«Θα σου πω μετά. Αλλά τώρα... δεν υπάρχουν απόγονοι. Δεν υπάρχει τίποτα να κάνει για εμάς η Φαλάκ. Κι εγώ την πήγα να δει τον Τσανγιόλ, να τη γνωρίσει κι εκείνος, να του αναπτερώσει το ηθικό η παρουσία της. Κι όμως, τι μπορεί να κάνει τώρα; Τίποτα. Γιατί να μην τα παρατήσει;»
«Τι εννοείς, να τα παρατήσει;»
«Μα τι να κάνετε πια για εμάς; Κι αν το μυστικό του Μάτου δεν έχει καμία σχέση με τον Τσανγιόλ... γιατί να μην εγκαταλείψετε κάθε προσπάθεια να μας βοηθήσετε;»
Η Γκιούλι την πλησίασε δειλά και την άγγιξε στον ώμο.
«Κλέουσα, δεν καταλαβαίνω για το μυστικό του Μάτου που λες. Αλλά, ίσως χρειάζεται να γνωρίσεις καλύτερα τη Φαλάκ» της χαμογέλασε. «Είπαμε, ξεροκέφαλη. Όταν αναλαμβάνει κάτι, όσο αδύνατο κι αν φαίνεται, θα συνεχίσει να προσπαθεί. Ακόμα και χωρίς απογόνους, θα συνεχίσει να προσπαθεί, με ό,τι τρόπο ξέρει. Ακόμα κι αν όλοι οι κόσμοι εμφανιστούν μπροστά της για να της πουν ότι δε γίνεται, εκείνη θα συνεχίσει να προσπαθεί. Ξεροκέφαλη.» 
«Μακάρι» χασκογέλασε θλιμμένα η Κλέουσα. «Αλλά τι γίνεται τώρα, που και η Ζούρι περιμένει να βρει τον πατέρα της; Κι αυτή η δόλια, γιατί τον αναζητά ξαφνικά μετά από τόσον καιρό;»
«Δεν τον αναζήτησε τώρα. Πάει καιρός που μια μάγισσα της είπε ότι νιώθει την ενέργειά του, ότι δηλαδή ίσως έχει παγιδευτεί σαν πνεύμα κάπου στον κόσμο μας. Και ψάχνει τρόπο να τον βρει και να τον βάλει σε Στοιχειωμένο Αντικείμενο από τότε.»
«Γιατί όμως, να τον βάλει σε Στοιχειωμένο Αντικείμενο; Αν θέλει να τον ελευθερώσει από εδώ, όπως νομίζει ότι συμβαίνει, ακόμα κι ένας απλός μάγος με συγκεκριμένες ικανότητες, θα μπορούσε να τη βοηθήσει.»
«Πρώτον, δεν είναι πολλοί αυτοί οι μάγοι στη σημερινή κοινωνία. Δεύτερον, η Ζούρι ξόδεψε τεράστια ποσά και χάρες προς και από μάγους και ισχυρούς της κοινωνίας, για να παραμείνει ζωντανή και σχετικά νέα και ακμαία, όχι μόνο για να τον ελευθερώσει. Αλλά και για να του μιλήσει.»
«Για πιο πράγμα να μιλήσουν, μετά από τόσον καιρό;»
«Όχι για κάτι συγκεκριμένο.»
«Τότε, τι;»
«Δεν ξέρω» είπε, λίγο ενοχλημένη η Γκιούλι. «Ίσως για το ότι ο πατέρας της ήταν ο ισχυρότερος μάγος του κόσμου στην εποχή του, αλλά παρίστανε τον ανίκανο σε ό,τι αφορούσε εκείνη και την προστασία της, αν ζούσε κοντά του; Ίσως γιατί δεν έκανε τον κόσμο ανάποδα, για να την κρατήσει ασφαλή, αλλά δίπλα του; Και προτίμησε να την στείλει κάπου, που ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε ακριβώς, παρά να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μεγαλώσει το παιδί του; Και δεν της άφησε καν το νεκρό του σώμα, για να το κλάψει και να το θάψει και να το θρηνήσει σαν άνθρωπος!;» φώναξε στο τέλος, ξεφυσώντας θυμωμένα.
«Είπες, έχεις δυο κόρες;» ρώτησε συμπονετικά η Κλέουσα.
«Ναι. Και δε μπορώ να φανταστώ περισσότερες από μία-δύο ακραίες περιπτώσεις, που θα δεχόμουν τα παιδιά μου να μεγαλώσουν χωριστά μου. Και ο Μάτου δεν ταιριάζει σε καμία από αυτές.»
«Το υποσχέθηκε στην Αμπούγια, πριν εκείνη πεθάνει.»
Η Γκιούλι κοντοστάθηκε για μια στιγμή.
«Και πάλι» είπε τελικά. «Για τα παιδιά μου, ακόμα και μια τέτοια υπόσχεση, θα την πατούσα δίχως σκέψη. Άλλωστε, με ποιον θα ήταν πιο ασφαλής η Ζούρι, αν όχι με τον ισχυρότατο πατέρα της; Η αιχμαλωσία της από τον Αυτοκράτορα το απέδειξε περίτρανα. Αν ζούσε μαζί του, δε θα είχε μαραζώσει την ίδια της την ψυχή τώρα, ψάχνοντας κάτι που δε θα βρει ποτέ.»
«Αν ζούσε μαζί του, ίσως να μην είχε βρει την ευτυχία, που νομίζει ότι της στέρησε.»
«Επειδή δεν την ήθελε πραγματικά; Αυτό εννοείς; Δεν ήθελε το παιδί του;»
Η Κλέουσα ανασήκωσε τους ώμους της.
«Το μόνο που μπορώ να σου πω...» είπε θλιμμένα «... είναι πως, το να διώξει τη Ζούρι μακριά του, ήταν ίσως το καλύτερο για εκείνη.»
«Τόσο αναίσθητος είναι;»
«Νομίζω απλά, πως δεν είχε την κατάλληλη καρδιά, για να χωρέσει την ολοκληρωτική αγάπη ενός παιδιού.»
«Και τότε, γιατί την έκανε; Νόμιζα πως προσπαθούσαν για χρόνια.»
«Η Αμπούγια προσπαθούσε· και ο Μάτου ήθελε να είναι η Αμπούγια ευτυχισμένη.»
«Ακόμα και μέσα σε ένα ψέμα;»
«Αν δεν πέθαινε εκείνη στη γέννα, δε θα χρειαζόταν ποτέ να δει το ψέμα του κατάματα. Η Ζούρι θα είχε έναν γονιό να την αγαπά όπως της άξιζε. Κι εκείνος θα μπορούσε να προσποιείται τον ευτυχισμένο οικογενειάρχη, χωρίς την απόλυτη ευθύνη ενός παιδιού στην πλάτη του.»
Η Γκιούλι την κοίταξε αποσβολωμένη.
«Τουλάχιστον, αυτό πιστεύω εγώ, μετά από τόσα χρόνια» συμπλήρωσε η Κλέουσα. «Δεν έχω ιδέα αν είναι αλήθεια.»
«Εσύ Κλέουσα... είχες παιδιά;»
Η Κλέουσα έμεινε για λίγο αμίλητη, κοιτάζοντας το κενό.
«Δε θυμάμαι...» ψιθύρισε, με τόσο παράπονο, που η καρδιά της Γκιούλι σφίχτηκε. «Αχ, Ζούρι, καημένο κορίτσι» συνέχισε μετά από λίγο. «Καημένο, τόσο μόνο κορίτσι...»
«Πόσο λες να χρειαστεί να μείνεις;» τη ρώτησε η Γκιούλι βιαστικά, νιώθοντας να πνίγεται από την ξαφνική θλίψη της αρχαίας γυναίκας.
Η Κλέουσα την κοίταξε για λίγο· πήρε μια βαθιά ανάσα και επανήλθε.
«Δεν ξέρω ακριβώς» είπε, η φωνή της πιο καθαρή, η παρουσία της πιο ελαφριά πάλι. «Ακόμα κι αν ο Ρέο δεν υπολόγισε σωστά την ένταση της ενέργειάς του όταν βγήκε από την Τσαγιέρα στην περιοχή σας, δε θα έπρεπε να έχουν έρθει Δαίμονες εδώ· όχι τόσο σύντομα και σίγουρα όχι τόσο επιθετικά. Εμφανίστηκε κάποιος Δαίμονας κάπου, ακόμα και πανάρχαιος· σιγά το νέο, είναι πολλοί τέτοιοι. Δεν τον πήρε χαμπάρι ούτε καν το Σοφό Πλάσμα της επικράτειας ή ακόμα και η Διαβολόγατά σου. Γιατί να έρθουν αυτοί ξαφνικά;»
«Άρα, έψαχναν εκείνον;»
«Ή κάποιον άλλον Δαίμονα. Μου φαίνεται τρομερά περίεργο να έψαχναν τον Ρέο συγκεκριμένα, όταν είναι εξαφανισμένος από τους κύκλους τους εδώ και τουλάχιστον χίλια χρόνια. Γενικά πάντως, απ’ότι φαίνεται, υπάρχει ενεργός συναγερμός στην κοινωνία των Δαιμόνων. Αλλά γιατί;»
«Υπάρχει μια Μητέρα Κουκουβάγια κάπου στο κτήμα. Μπορώ να τη βρω άμεσα, αν θες.»
«Α, μπράβο! Ένα τέτοιο πλάσμα θα ξέρει σίγουρα αν συμβαίνει κάτι τόσο σοβαρό· και θα χαρώ πολύ να μιλήσω γενικά μαζί της. Πάνε πολλοί αιώνες που συνάντησα Μητέρα Κουκουβάγια από κοντά.»
«Ωραία. Θα χρειαστώ όμως λίγη ώρα να την ξετρυπώσω.»
«Κανένα πρόβλημα. Το δάσος γύρω από την έπαυλη το είχα μάθει μπρος και πίσω, μέρα και νύχτα, στον έναν ή τον άλλον κόσμο· ακόμα κι αν τριγυρνούσα με απόλυτη προσοχή, κρυμμένη από άλλα μάτια. Θα μου κάνει καλό η ελεύθερη βόλτα σε νέο περιβάλλον έπειτα από εκατό χρόνια» τέντωσε το κούφιο της χαμόγελο. «Προς τα πού πάμε;» ρώτησε εύθυμα και τίναξε τα μαύρα της ρούχα, κοιτώντας με ενθουσιασμό γύρω της.

***

    Η Φαλάκ δεν ήταν ξένη στα έντονα, διαπεραστικά, αδιάκριτα βλέμματα των άλλων γύρω της. Τα ήξερε όλη της τη ζωή. Είχε μάθει από μικρό κορίτσι να τα αγνοεί όσο κάρφωναν τα ψεύτικά της άκρα – κυρίως τα πρώτα που είχε φορέσει ποτέ, δυο χοντροκομμένα ξύλα, άτσαλα δεμένα στο θώρακα και τη μέση της. Είχε μάθει να παίρνει όλη τη λύπηση και την αηδία που την έλουζαν και να τα κάνει φωτιά μέσα της· για να μάθει να περπατάει χωρίς να μοιάζει με καμπουριασμένη γριά, να κάθεται και να σηκώνεται χωρίς να θέλει αλλά δυο ζευγάρια χέρια να τη στηρίζουν, να ανεβοκατεβαίνει σκάλες και άμαξες χωρίς να την κουβαλάνε κουλουριασμένη σα μωρό.
Όσο πλησίαζαν τη λίμνη – και το πλήθος των πνευμάτων στις όχθες της – τόσο έσβηναν σταδιακά τα λόγια και τα τραγούδια, τα ποιήματα και οι παρακλήσεις προς τον πύργο, που χανόταν μέσα στο πλέγμα του σπάνιου, γαλάζιου νεφρίτη – σα να χανόταν μέσα στα σύννεφα των πραγματικών ουρανών· τόσο τα κεφάλια – ευδιάκριτα ή θολά και αιθέρια – γυρνούσαν αργά προς το μέρος της και του Ρέο, παύοντας κάθε δικό τους ήχο, καθώς τα πέπλα του σέρνονταν στο έδαφος σαν δροσερό αεράκι ανάμεσα σε φουντωμένα δέντρα· καθώς το μπαστούνι της χτυπούσε ρυθμικά το σκληρό χώμα και έμοιαζε να δονεί ολόκληρη την Τσαγιέρα σαν τύμπανο.
    Πέρασε ανάμεσά τους περήφανη με το δικό της βλέμμα καρφωμένο μπροστά, στην πλάτη του Ρέο ή ψηλά, εκεί που τους περίμενε ο Μέγας Μάτου και τα μυστικά του. 
Η σιωπή της Τσαγιέρας δεν είναι σαν τις άλλες, είχε πει ο Ρέο.
Και η Φαλάκ το καταλάβαινε πολύ καλύτερα τώρα. Είχε αντιμετωπίσει ολόκληρα θέατρα και πλατείες γεμάτες με ανθρώπους, που είχαν προσπαθήσει να πνίξουν την αναπηρία της αλλά και την αυθάδειά της να την επιδεικνύει, χαλώντας τη φυσιολογικότητα της διασκέδασής τους· μα τώρα, στο επίκεντρο μιας κυριολεκτικά νεκρικής σιγής, τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν ανεπαίσθητα· υποχωρώντας πριν από το μυαλό και το υπόλοιπο κορμί της, στη μνήμη του μικρού κοριτσιού που πάλευε να κινηθεί σαν όλους τους άλλους, ενάντια σε όλους τους άλλους, συγκρατώντας με βία τα κλάμματα και το θυμό που φουρτούνιαζαν μέσα της.
    Το μπαστούνι της βυθίστηκε ξαφνικά σε μια μικρή λακούβα. Έγειρε ολόκληρη μπροστά και τα μάτια της γούρλωσαν, έτοιμα να πλημμυρίσουν από δάκρυα.
Δυο χοντροκομμένα χέρια τεντώθηκαν και την ανασήκωσαν αμέσως, πριν ακόμα πάρει χαμπάρι και ο ίδιος ο Ρέο τι είχε συμβεί. Η Φαλάκ σήκωσε το βλέμμα της, ευγνώμων για την κίνηση και ταυτόχρονα έντρομη από το καταραμένο συναίσθημα της κατωτερότητας που είχε αναδυθεί από τα βάθη της ψυχής της.
Ο Πραμάνα την κοίταξε χαμογελαστός.
«Είμαστε όλοι εδώ, κυρία Φαλάκ» της είπε χαμηλόφωνα.
Μα τα λόγια του ήταν γεμάτα σεβασμό και θαυμασμό. 
Δεν την κοιτούσαν με λύπηση, συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή· αλλά με θαυμασμό. 
«Δε χρειάζεται» είπε εκείνη, λίγο κοφτά, αδυνατώντας να διαχειριστεί αυτά τα καινούρια συναισθήματα προς το άτομό της. «Πηγαίνετε σπίτια σας.»
«Αν πάμε σπίτια μας, κυρία Φαλάκ, δε θα αλλάξουν ποτέ τα πράγματα.»
«Όσο μένετε εδώ, όσο δε συνεχίζετε τη ζωή σας, κινδυνεύει η ισορροπία όλων σας και της Τσαγιέρας.»
Ο Πραμάνα σοβάρεψε, αλλά συνέχισε να την κοιτά με συμπόνοια.
«Μπορεί να μη θυμόμαστε πολλά πράγματα από το παρελθόν μας, κυρία Φαλάκ· αλλά δεν ξεχνάμε ποτέ ότι δεν υπάρχει πια ζωή για εμάς· είμαστε ήδη νεκροί. Κι αν είμαστε αιώνια ευγνώμονες για τον χρόνο μας εδώ μέσα, αυτός είναι, ούτως ή άλλως, δανεικός από τον Ρέο. Πώς γίνεται να είναι πιο σημαντική η δική μας φτιαχτή ισορροπία από μια αληθινή, κλεμμένη ζωή;» 
«Μα αν η Τσαγιέρα αποσταθεροποιηθεί, δεν κινδυνεύει και ο Τσανγιόλ;» ρώτησε η Φαλάκ και γύρισε στον Ρέο, σα να τον παρακαλούσε να τους πει κάτι για να τους πείσει.
«Προτείνω να προχωρήσουμε αγαπητή μου» είπε εκείνος ήρεμα. 
    Καθώς έμπαιναν στη μακρόστενη βάρκα που ήταν αραγμένη στις όχθες της λίμνης, η Φαλάκ σταμάτησε και κοίταξε πάλι, με θλίψη, το πλήθος πίσω τους.
«Βλέπουν την αλλαγή» είπε ο Ρέο χαμηλόφωνα. «Όχι τις συνέπειες.»
«Τι εννοείς;»
«Εδώ μέσα έμαθαν το δικαίωμά τους στην ευτυχία, ακόμα και μετά θάνατον. Οι φωτεινές τους καρδιές έζησαν βασανισμένες ζωές, βασανιστικούς θανάτους και όλες τις αδικίες του κόσμου σε όλες τις μορφές τους. Μπορεί να μη θυμούνται πολλά από τότε, αλλά θα έχουν πάντα χαραγμένο μέσα τους το συναίσθημα. Δε θα επέτρεπαν ποτέ στους εαυτούς τους να ζουν πάνω στη δυστυχία του Τσανγιόλ, όταν έχουν κάποιον τρόπο να τον βοηθήσουν – εκβιάζοντας τον Μάτου να αποκαλύψει το μυστικό του, υπό την απειλή της διατάραξης της ισορροπίας της Τσαγιέρας.»
Βύθισε τα χέρια του στο ροδακινένιο νερό και κούνησε τα ακροδάχτυλά του. Η βάρκα άρχισε να κυλά ομαλά, προς το κέντρο της λίμνης. 
«Όχι ότι τον νοιάζει τόσο η ζωή του...» συνέχισε «... όσο η ύπαρξη της Αμπούγια. Και η ίδια η Τσαγιέρα βέβαια. Είναι το απώγειο των ονείρων και των φιλοδοξιών του, το μοναδικό πράγμα που του έχει απομείνει. Αν αλλάξει, αν αλλοιωθεί έστω και λίγο, για εκείνον θα είναι πλήρης καταστροφή. Όλα όσα εγκατέλειψε ή έχασε για χάρη της, θα έχουν πάει χαμένα και αυτό δε θα μπορούσε να το ξεπεράσει ποτέ. Και τα αγαπημένα μου πνεύματα το ξέρουν. Μόλις είδα τη φλόγα της συμπαράστασης προς τον Τσανγιόλ να φουντώνει μέσα τους, φρόντισα εγώ να το ξέρουν.»
«Άρα ελπίζεις να υποχωρήσει πρώτος ο Μάτου;»
«Δεν ελπίζω απλά. Έχουμε εσένα κι εμένα. Έχουμε τον Οφν – που θα φροντίσω να ανακαλύψω απόψε. Έχουμε τη Ζούρι. Και έχουμε και αυτό το υπέροχο θέαμα» είπε χαμογελώντας πλατιά, δείχνοντας με περηφάνια το πλήθος πίσω τους.
Λίγη ώρα μετά, καθόταν ακίνητη στην πλώρη της βάρκας, αγκαλιάζοντας σφιχτά το μπαστούνι της, όσο πλησίαζαν την είσοδο του πύργου. 
«Δε χρειάζεται να φοβάσαι πια αγαπητή μου.»
«Τι να φοβάμαι;»
«Κατέστη ξεκάθαρο από τη στιγμή που μπήκαμε στη βάρκα, ότι φοβάσαι το νερό.»
«Είμαι μια χαρά.»
«Απλά λέω.»
«Γιατί είναι τα φύλλα του Ντα Χονγκ-Πάο μέσα στο πλέγμα από νεφρίτη;» άλλαξε τη συζήτηση εκείνη.
«Ήταν από το τελευταίο τσάι που έφτιαξε ο Μάτου στην Τσαγιέρα· πριν μεταφερθούμε όλοι εδώ μέσα.»
«Η λίμνη δηλαδή, είναι όσο δεν καταναλώθηκε από το τελευταίο τσάι.»
«Περίπου. Είχαμε ήδη φτιάξει μια λίμνη. Αλλά, τα φύλλα του τσαγιού που έσταζαν ακόμα, την έκαναν λίγο μεγαλύτερη και βαθύτερη απ’ότι είχαμε σχεδιάσει.»
«Και της έδωσαν το άρωμα και το χρώμα.»
«Ναι.»
«Αλλά τα φύλλα γιατί δεν τα έβγαλε;»
«Γιατί το ξέχασε» μειδίασε ο Ρέο.
Τον κοίταξε με δυσπιστία.
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια. Και, η μορφή της Τσαγιέρας είχε κλειδώσει λίγο πριν μπούμε· οπότε... μας έμειναν και τα φύλλα.»
Η Φαλάκ χαμογέλασε πλατιά.
«Ο Μέγας Μάτου ξέχασε τα φύλλα...» μονολόγησε.
«Μικρό το κακό» χαμογέλασε κι εκείνος. «Η μικρή μας ζούγκλα έγινε το κατάλληλο απομονωμένο καταφύγιο για πολλά ντροπαλά πλάσματα του κόσμου μου, που δέχτηκαν να μείνουν μαζί μας.»
Ξαφνικά, το αριστερό μάτι της Φαλάκ έλαμψε μόνο για μια στιγμή, χωρίς να είναι ενεργοποιημένο το Αληθινόματό της. Εκείνη δε φάνηκε να το καταλαβαίνει.
Ο Ρεό γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τα πίσω. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά λίγο πιο γρήγορα, τον αέρα γύρω του να γίνεται λίγο πιο αραιός· και το φως του ήλιου που βασίλευε, να γίνεται λίγο πιο πορφυρό απ’ότι συνήθως.
«Να’σαι, επιτέλους...» ψιθύρισε, κάπως θλιμμένα.
«Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα αγαπητή μου, μην ανησυχείς. Απλά, μόλις θυμήθηκα ότι έχω να κάνω κάτι σημαντικό, μόλις τελειώσουμε από ‘δω.»
«Πιο σημαντικό από αυτό που πάμε να κάνουμε τώρα;» τον ρώτησε έκπληκτη.
Εκείνος μειδίασε, αλλά δεν της απάντησε· κούνησε πάλι τα ακροδάχτυλά του και η βάρκα έστριψε μπροστά στην είσοδο και κοκκάλωσε στη θέση της, για να μπορέσει η Φαλάκ να σηκωθεί και να βγει χωρίς να φοβάται.

***

    Κοίταξε με τρόμο τη στριφογυριστή σκάλα, σκαλισμένη στους καμπυλωτούς τοίχους του στενού πύργου, που συνέχιζε και χανόταν στο σκοτάδι, πολύ πάνω απ’όσο φώτιζαν οι δαυλοί στα κατώτερα επίπεδα.
«Στο είπα ότι θα χρειαστεί να σε κουβαλήσω» είπε ο Ρέο και σήκωσε αργά τα μανίκια του, διπλώνοντάς τα σχεδόν τελετουργικά.
«Κι εγώ είπα... όχι» απάντησε διστακτικά η Φαλάκ, με το στόμα της να χάσκει.
«Κατανοητό· δεν είχες στο νου σου αυτή τη σκάλα.»
«Θα πάμε πιο αργά, σίγουρα· αλλά θα ανέβω μόνη μου.»
«Σε διαβεβαιώ πως δεν έχεις τίποτα πια να αποδείξεις σε εμένα. Και δε θεωρώ χρήσιμο να σε δει ο Μάτου για πρώτη φορά, ξέπνοη και εξαντλημένη, ίσως και ημιλιπόθυμη.»
«Δε θες να κάνω κακή εντύπωση;»
«Δε θέλω να χάσουμε χρόνο για να σε συνεφέρουμε. Και θυμίζω πως, επί της ουσίας, δεν είμαστε εδώ για να κάνεις εσύ οποιαδήποτε εντύπωση.»
Η Φαλάκ αναστέναξε.
«Θα με αφήσεις κάτω πριν φτάσουμε.»
«Αναμφισβήτητα.»
Τέντωσε τα χέρια της στα πλάγια και του έκανε νόημα να τη σηκώσει στα δικά του.

***

    Ανέβαιναν για ώρα· η Φαλάκ μπορούσε να δει από τα παράθυρα του πύργου την αλλαγή στο εξωτερικό περιβάλλον. Από το χρυσοπόρφυρο χρώμα της δύσης που τρύπωνε ανενόχλητο όσο βρίσκονταν ακόμα στο ελεύθερο κομμάτι του κτίσματος, στο αποπνικτικό ιώδες ημίφως μόλις μπήκαν στα κατώτερα επίπεδα του νεφρίτη – εκεί που βρίσκονταν στριμωγμένα τα περισσότερα φύλλα – και τελικά στο χλωμό γαλάζιο της νύχτας των ανωτέρων επιπέδων – εκεί που το πλέγμα έλαμπε θαμπό, όταν η υπόλοιπη Τσαγιέρα ήταν βυθισμένη σε ένα γαλήνιο σκοτάδι.
    Στάθηκαν επίσης για ώρα στην εξώπορτα, αφότου ο Ρέο τη χτύπησε δυνατά και επαναλαμβανόμενα. Κι όταν, επιτέλους, το βαρύ ξύλο έγειρε προς τα μέσα, τρίζοντας παρατεταμένα και ανατριχιαστικά, διαλύοντας τη βραδινή σιωπή, η Φαλάκ στάθηκε περήφανη και αυστηρή, έτοιμη να αντιμετωπίσει τον θρυλικό Μέγα Μάτου. Ζάρωσε απογοητευμένη, βλέποντας έναν καημένο ηλικιωμένο να την κοιτά ανέκφραστος· κι ύστερα, χωρίς να τους πει λέξη, να γυρίζει και να χάνεται στον διάδρομο κάνοντάς τους νόημα να τον ακολουθήσουν. 
    Περπάτησαν για λίγο ανάμεσα σε μικρούς δαυλούς και φωτιστικά γεμάτα με μισολιωμένα κεριά, μέχρι που μπήκαν σε ένα δωμάτιο που δεν είχε πόρτα. Εκεί το φως αυξήθηκε, από δυο μεγάλους πολυελαίους που κρέμονταν στραβά από το ταβάνι· δεν είχαν κεριά, αλλά δεκάδες μικρές εστίες δυνατού, θερμού φωτός.
«Μαγεία» ψιθύρισε ο Ρέο. «Μικροποσότητες, ότι ελάχιστο περισσεύει και στάζει αναπόφευκτα, από το δίκτυο του πύργου που οδηγεί στους Μηχανουργούς.»
Στο κέντρο του χώρου, ένα μικρό τραπέζι με μερικά πιάτα μεζέδων και φρούτων, που δε θα χωρούσε παραπάνω από τέσσερις καρέκλες, όσο κι αν προσπαθούσε κανείς.
«Δε νομίζω να περίμενες καμία τρομερή υποδοχή» μουρμούρισε ο Μάτου κι έκατσε βαριεστημένα σε μία από αυτές. «Άλλωστε, όλοι ξέρουμε πως δεν ήρθατε εδώ για να φάμε.»
Η Φαλάκ παρατήρησε καλύτερα τώρα τον ηλικιωμένο. Το πρόσωπό του ήταν αποκρουστικά σκαμμένο, το σκούρο δέρμα του είχε γίνει σχεδόν σταχτύ και το βλέμμα του – μισοθαμμένο κάτω από πυκνά φρύδια – μόνιμα οργισμένο.
«Τι εννοείς, δεν ήρθανε εδώ για να φάμε; Κι εγώ γιατί στολίστηκα;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω τους.
    Η Αμπούγια τους προσπέρασε, γύρισε και στάθηκε μπροστά τους φρέσκια και χαμογελαστή. Άπλωσε τα χέρια της για να τους καλωσορίσει και ύστερα τους έσπρωξε μαλακά προς τις δικές τους καρέκλες. Φαινόταν λίγο μεγαλύτερη από τη Φαλάκ και ήταν ψηλή όσο ο Ρέο. Φορούσε ένα καταπράσινο, μακρύ φόρεμα με πολύχρωμα κεντήματα κι ένα περιδέραιο από λαμπερές, λευκές και χρωματιστές πέτρες. Τα μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα στους ώμους και την πλάτη και το πρόσωπό της δεν είχε ούτε ίχνος καλλυντικής βαφής ή λαδιού. Και όμως, ήταν τόσο αβίαστα όμορφη και εντυπωσιακή – και έμοιαζε τόσο, μα τόσο πολύ με την πάμπλουτη γυναίκα που είχε επισκεφθεί το εργαστήριο κεραμεικής στον έξω κόσμο – που η Φαλάκ γούρλωσε τα μάτια της κι ένιωσε την ανάσα της να την εγκαταλείπει, για μια στιγμή. Άγγιξε ανεπαίσθητα τις άκρες των ματιών και των χειλιών της, εκεί που φώλιαζαν οι φυσικές γραμμές της ηλικίας του δικού της, απολύτως συνηθισμένου προσώπου. Και κοίταξε αμήχανη τα δικά της ρούχα· μια αδιάφορη φαρδιά, γκρίζα παντελόνα, χωμένη πρόχειρα μέσα στις καθημερινές της μπότες και ένα χαχώλικο, φθαρμένο, λευκό πουκάμισο.
«Μην αγχώνεσαι μικρή» της είπε ο Μάτου παραιτημένα. «Αυτοί οι δύο ήταν πάντα βασανιστικά πανέμορφοι· εκτυφλωτικοί, ακόμα κι όταν σφίγγονταν για να αφοδεύσουν.»
«Μάτου, αγάπη μου, τι λες!;» φώναξε η Αμπούγια και τους κοίταξε νευρικά.
«Εγώ, προφανώς, δεν αφοδεύω» απάντησε ήρεμα ο Δαίμονας.
Ο μάγος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και τους έκανε νόημα να κάτσουν.
«Φάτε, φάτε, μη ντρέπεστε» είπε κι έχωσε ένα μεγάλο κομμάτι μαριναρισμένου φρούτου στο στόμα του. «Φρόντισα να πάρω από όλα τα φρέσκα, που κάθονται παρατημένα στους πάγκους της Γιορτής. Κι εσύ μικρή, για πες· μαθαίνω ότι έχεις γνωστούς μάγους και μάγισσες και πολλούς και ισχυρούς φίλους στον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο μας. Δε θα έχεις πρόβλημα να βρεις τους απογόνους μου αν σου χρωστάνε καλές χάρες, αλλά πώς σκοπεύεις να μην πάρουν όλοι αυτοί χαμπάρι γιατί θες να τους βρεις;»
Η Φαλάκ σφίχτηκε και κοίταξε επίμονα την Αμπούγια.
«Αγαπητή μου...» πετάχτηκε ο Ρέο προς τη γυναίκα, κοιτώντας βιαστικά το τραπέζι και το δωμάτιο γύρω τους. «Βλέπω, δεν έχουμε κάτι να πιούμε· πάμε, να με βοηθήσεις να διαλέξω κάτι;»
«Α, ναι! Βέβαια» είπε απολογητικά εκείνη.
«Το νου σου αγαπημένη μου» είπε ο Μάτου. «Θυμάσαι πού έχουμε τα κρασιά, σωστά; Μη μπείτε σε κανένα δωμάτιο που δεν πρέπει» συμπλήρωσε, κοιτώντας με νόημα τον Δαίμονα.
«Είμαι σίγουρος Μάτου πως, οτιδήποτε δε θες να δω, θα το έχεις κρύψει πέρα απ’όπου θα με σπρώξει η περιέργειά μου.»
«Καλό θα ήταν να μη σε σπρώξει πουθενά εξαρχής.»
«Καλό θα ήταν να ακούσεις τι έχει να σου πει η Φαλάκ.»
«Και βέβαια θα ακούσω· εγώ τη ρώτησα.»
«Μένει να δούμε λοιπόν, αν θα τα βρουν οι ερωτήσεις με τις απαντήσεις.»
Ο Μάτου κούνησε κουρασμένα τα χέρια του για να τον διώξει. Ο Ρέο έκανε μια σύντομη υπόκλιση, προσέφερε το χέρι του στην Αμπούγια κι βγήκαν χαμογελαστοί από το δωμάτιο.
«Μίλα» είπε αυστηρά ο μάγος στη Φαλάκ και μπούκωσε και ένα κομμάτι μελωμένο κρέας.
Εκείνη πήρε δειλά μια φράουλα από τη μία πιατέλα και δάγκωσε μαλακά την άκρη της. Μάσησε αργά, όσο πιο αργά μπορούσε.
Εκείνος ξεφύσηξε εκνευρισμένα, αλλά δεν της είπε τίποτα. Έγειρε προς τα πίσω στη θέση του και την περίμενε να τελειώσει.
Όταν πια στο χέρι της, είχε απομείνει το κοτσάνι με τα φύλλα, το άφησε διστακτικά πάνω στο τραπέζι και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Όταν βρω ευκαιρία, θα πάω να ψάξω τον Οφν, της είχε πει ο Ρέο όσο ανέβαιναν τη σκάλα του πύργου. Ίσως καταφέρω να πάρω και την Αμπούγια μαζί μου, ίσως όχι, θα δούμε. Αν τύχει και μείνεις μόνη μαζί του, θυμίσου· δε μπορεί να σου κάνει τίποτα, είναι μόνο ένας πικραμένος, κακότροπος γέρος. Αν σε απειλήσει με οποιονδήποτε τρόπο, το μπαστούνι σου είναι υπερ-αρκετό για να τον αποθαρρύνει. Κι αν όλα πάνε στραβά, είμαι μόνο μια ανάσα μακριά, αν με καλέσεις.
Τέντωσε το σώμα της στην καρέκλα και έσφιξε το μπαστούνι στο καλό της χέρι.
«Δεν υπάρχουν απόγονοι» είπε αποφασιστικά. «Η κόρη σου είναι ακόμα ζωντανή και δεν υπάρχουν απόγονοι.»
    Ο Μάτου την κοίταξε παγωμένος για μερικές στιγμές – αν και, της φάνηκε, όχι ακριβώς έκπληκτος. Και ύστερα, γούρλωσε τα μάτια του και τινάχτηκε όρθιος.
«Ρέο!» ούρλιαξε και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο.

***

    Ο Ρέο και η Αμπούγια περπάτησαν εύθυμα στον μισοφωτισμένο διάδρομο.
«Ομολογουμένως, αγαπητή μου, είσαι υπέροχη απόψε.»
«Πάψε, κόλακα» χασκογέλασε εκείνη. «Πάνε μόνο μερικές εβδομάδες από το προηγούμενο δείπνο μας· που είχε μαζευτεί εδώ, στο σπίτι, όλο το χωριό. Και φορούσα το ίδιο φόρεμα. Δε θα διορθωθείς ποτέ; Τι θα πει η Κλέουσα, αν μάθει τις χαζομάρες που ξεστομίζεις σε άλλες γυναίκες;»
«Μερικές εβδομάδες μόνο, ναι...» επανέλαβε εκείνος θλιμμένα. «Μα η Κλέουσα σε αγαπά πολύ και θα σου έλεγε το ίδιο αν σε έβλεπε απόψε. Άλλωστε, ξέρει ότι το πάθος μου δε χωρά κανέναν άλλον παρά μόνο εκείνη.»
Η Αμπούγια τον σκούντηξε περιπαιχτικά.
«Όλο και πιο μεγάλο μου φαίνεται το σπίτι, κάθε φορά που έρχομαι» συνέχισε εκείνος, δοκιμάζοντας να εντοπίσει πόσο την είχε αγκαλιάσει η λήθη του θανάτου. «Μεγάλο, σαν πύργος.»
«Όταν είναι άδεια τα σπίτια, φαίνονται πάντα πιο μεγάλα» απάντησε εκείνη αδιάφορα. «Είμαι σίγουρη πως αν πηγαίναμε τώρα στον πραγματικό πύργο της λίμνης, θα καταλάβαινες την υπερβολή των λόγων σου.»
«Ναι, οπωσδήποτε...» μουρμούρισε ο Ρέο και η καρδιά του σκοτείνιασε· αλλά κούνησε το κεφάλι του και πιέστηκε να της χαμογελάσει ξανά. «Και βέβαια, τώρα που σε παρατηρώ καλύτερα, φορούσες το ίδιο φόρεμα αλλά όχι το ίδιο περιδέραιο» άλλαξε τη συζήτηση, για να μη φανεί η συγκίνησή του. «Είναι καταπληκτικό, εσύ το έφτιαξες;»
«Ναι, σου αρέσει; Ο Οφν μου έδωσε την ιδέα.»
Ο Ρέο έκοψε αμέσως το βήμα του.
«Ο Οφν;»
«Ναι. Μου έφερε ένα κουτί με πέτρες που είχε μαζέψει και επέμεινε να τις χρησιμοποιήσω όλες, για να φτιάξω κάτι καινούριο· για να μην είναι η εμφάνισή μου, ακριβώς η ίδια με την προηγούμενη φορά. Ο γλυκός μου, πάντα με σκέφτεται.» 
Ο Ρέο έσκυψε ανεπαίσθητα και κοίταξε καλύτερα το περιδέραιό της.
Γούρλωσε τα μάτια του και το τράβηξε με βία από τον λαιμό της.
«Ρέο, τι κάνεις!;» φώναξε εκείνη, καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει τις πέτρες που έπεφταν και κυλούσαν πάνω στις πέτρες του διαδρόμου.
«Ρέο!» ακούστηκε ξαφνικά το ουρλιαχτό του Μάτου.
Ο Δαίμονας κοίταξε τις δυο πέτρες που είχαν απομείνει στο χέρι του. Κοίταξε τον μάγο, καμιά δεκαριά μέτρα μακριά, που μόλις είχε βγει τρέχοντας από το δωμάτιο.
Κατάπιε αμέσως τις πέτρες και χτύπησε τα δάχτυλά του.
Κι ύστερα, εξαφανίστηκε.


συνεχίζεται


Artwork: Lapis Lazuli and gold bead necklace, Western Asia, late 3rd-early 2nd millennium B.C.E.

Comments

Popular posts from this blog

The Silent Suppers: The First

The Silent Suppers: The Third

Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 18