Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 13

    



    Ο Ρέο έκατσε στο έδαφος απέναντι από τον Τσανγιόλ, δίπλα στις όχθες της λίμνης, ανάμεσα σε ψηλούς, φουντωμένους με άνθη θάμνους, λίγο πιο έξω από το χωριό.
«Γιατί είμαστε εδώ;» ρώτησε την Κλέουσα, που καθόταν παραδίπλα του.
«Ήθελα να είμαστε κάπου πιο ιδιωτικά. Μακριά απ’όσους τριγυρνάνε στην περιοχή για τις ετοιμασίες της Γιορτής.»
«Γιατί;»
«Για να μη μας ακούσουν» απάντησε εκείνη ενοχλημένη.
«Γιατί να μη μας ακούσουν;»
«Γιατί νομίζω ότι ξέρω τον λόγο που βρέθηκε εδώ η Φαλάκ.»
«Ξέρουμε γιατί βρέθηκε εδώ.»
«Όχι. Ξέραμε μόνο πώς βρέθηκε εδώ. Όχι γιατί.»
«Αχ, λατρεμένη μου... έξω από την Τσαγιέρα μας έχουμε πολύ σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουμε κι εσύ με έφερες κακήν κακώς εδώ μέσα, για να μου πεις κάποια υπόθεσή σου για κάποιον απροσδιόριστο, ανώτερο νου, που έχει μοναδικό σκοπό την ελευθερία του Τσανγιόλ;»
«Δυστυχώς όχι» αναστέναξε απογοητευμένη.
Ο Ρέο σοβάρεψε.
«Τι εννοείς;»
Η Κλέουσα έκανε νόημα στον Τσανγιόλ, να επαναλάβει στον Ρέο όσα είχε πει σε εκείνη λίγο πριν. Κι εκείνος ξεκίνησε να μιλάει απρόθυμα, κοιτώντας πλάγια τον Δαίμονα.
Μόλις τελείωσε, οι τρεις τους έμειναν να κοιτάζονται για λίγο.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω» είπε χαμηλόφωνα ο Ρέο.
«Συγκεντρώσου, αγαπημένε μου» είπε η Κλέουσα, προσπαθώντας να συγκρατήσει την ανυπομονησία της. «Η Φαλάκ αισθάνθηκε να δένεται με τον Τσανγιόλ, μόνο από έναν πίνακα. Ο Τσανγιόλ αισθάνθηκε την αγκαλιά της Φαλάκ – και κάπως ήξερε ότι ήταν εκείνη τώρα που την είδε – εκατό χρόνια πριν. Ο Τσανγιόλ, από αυτήν ακριβώς την εμπειρία αυτής της αγκαλιάς, ήξερε τη μορφή του χωριού μας εδώ μέσα, πριν ακόμα γνωρίσει τον ίδιο τον Μάτου, που το είχε δει και το οραματίστηκε μαζί σου. Τουτέστιν, είναι σα να είχε η Φαλάκ αυτή την εικόνα του χωριού. Και επίσης, η Φαλάκ μπορούσε να αισθανθεί ότι εσύ, ένας Δαίμονας, της έλεγες αλήθεια για τις καλές σου προθέσεις· ενώ είναι προφανώς έμπειρη από τον κόσμο πίσω από τον κόσμο της και σίγουρα ξέρει να μην εμπιστεύεται τους Δαίμονες για κανέναν λόγο.»
«Ναι» μουρμούρισε ο Ρέο διστακτικά.
«Είναι σα να σας ήξερε όλους. Είναι σα να συνδέεται με όλους.»
«Ναι. Και;»
«Σε ποιον ανήκε το Αληθινόματό της;»
«Ξέρουμε σε ποιον ανήκε.»
«Το Αληθινόματό της κρατάει μνήμες από τον αρχικό ιδιοκτήτη του» είπε συνωμοτικά η Κλέουσα, κοιτώντας τον με νόημα. «Άρα, ο αρχικός ιδιοκτήτης σας ήξερε όλους.»
Ο Ρέο γύρισε προς τον Τσανγιόλ.
«Μη με κοιτάς» του είπε ο πολεμιστής. «Μου είπε για το Αληθινόματο και πώς το απέκτησαν οι δύο γυναίκες, για το πώς συναντήθηκαν με εσένα και πώς βρέθηκε η Φαλάκ εδώ μέσα. Δε μου είπε τίποτα άλλο, δεν ξέρω τι σκέφτηκε παραπάνω, περιμέναμε εσένα.»
«Του είπες την ιστορία των Αληθινόματων της Φαλάκ και της Γκιούλι, χωρίς την άδειά τους;» ρώτησε έκπληκτος.
«Θα ζητήσω εγώ γονατιστή συγγνώμη από το κορίτσι και τη φίλη της» απάντησε ανυπόμονα η Κλέουσα. «Άλλο είναι το θέμα μας τώρα.»
Ο Ρέο αναστέναξε ανήσυχος.
«Αυτό που λες λατρεμένη μου, για τον αρχικό ιδιοκτήτη των Αληθινόματων, δε βγάζει νόημα και για πολλούς λόγους. Δε μπορεί να συνδέεται το Αληθινόματο με όλα αυτά, το είπαμε. Αλλιώς, θα είχε και η Γκιούλικα τις ίδιες αντιδράσεις με τη Φαλάκ.»
«Όχι απαραίτητα. Η Φαλάκ πήρε το αριστερό μάτι του πλάσματος και η φίλη της το δεξί. Τα αριστερά Αληθινόματα είναι πάντα πολύ πιο ισχυρά από τα δεξιά.»
«Ομολογουμένως...» παραδέχτηκε σκεπτικός ο Ρέο. «Αλλά και πάλι, αυτό δεν εξηγεί το πώς θα μπορούσε αυτό το πλάσμα που έδωσε τα μάτια του να μας γνωρίζει όλους. Εμένα σίγουρα δε με γνωρίζει, ακόμα κι αν μου θυμίζει κάτι το όνομά του. Δεν ξέρω κανένα πλάσμα με τη μορφή του Γιόν-τεν· σίγουρα όχι προσωπικά. Γιατί, για να προσφέρει στη Φαλάκ τη σιγουριά της αλήθειας των λόγων μου, θα έπρεπε να με γνωρίζει προσωπικά και να με εμπιστεύεται. Και, τέλος πάντων, δεν εξηγείται και χρονικά. Η αίσθηση της Φαλάκ μπροστά στον πίνακα του Τσανγιόλ, ήρθε εκατό χρόνια μετά τη δική του εμπειρία της αγκαλιάς και του οράματος του χωριού μας. Και τον Μάτου ο Τσανγιόλ τον γνώρισε μετά από αυτήν την εμπειρία, που σημαίνει ότι θα έπρεπε το πλάσμα να γνώριζε τον Μάτου και την Αμπούγια πολύ πριν τη γνωριμία των δύο ανδρών... ααα, μπερδεύτηκα» έσκυψε το κεφάλι του συγχυσμένος.
«Ρέο» η Κλέουσα άπλωσε το χέρι της και τύλιξε τα δάχτυλά της στα δικά του, κοιτώντας τον με συμπόνοια. «Αγαπημένε μου. Υπάρχει ένα πλάσμα που ξέρεις – που ήξερες κάποτε. Πολύ, πολύ, πολύ παλιά. Πριν ακόμα βρεθούμε εγώ κι εσύ. Μου είχες μιλήσει γι’αυτό το πλάσμα αρκετές φορές, στην αρχή της γνωριμίας μας. Ένα πλάσμα μοναδικό. Που δεν είχε συγκεκριμένη μορφή αλλά το πώς φαινόταν, εξαρτιόταν από όποιον το έβλεπε. Που είχε διάφορα ονόματα. Και που δεν ήταν δέσμιος του χώρου και του χρόνου, όπως εμείς ή οι άνθρωποι και τα ζώα. Ή ίσως και να ήταν ο πιο δυστυχής δέσμιος, τώρα που το σκέφτομαι...» έσβησε η φωνή της.
«Τι εννοείς, δεν ήταν δέσμιος του χώρου και του χρόνου;» ρώτησε ο Τσανγιόλ.
«Γι Αν-τάν» απάντησε ο Ρέο, ξαφνικά με μια βαθιά θλίψη στη φωνή του. «Αλήθεια, Κλέουσα; Νομίζεις, αλήθεια, ότι είναι εκείνος;» την κοίταξε με βουρκωμένα μάτια.
«Υπάρχει άλλη εξήγηση;» σχεδόν ψιθύρισε εκείνη, χαιδεύοντας το μάγουλό του. «Όλη αυτή η χρονική ασυμφωνία και η μη φυσιολογική σύνδεση και επαφή ανθρώπων από διαφορετικά μέρη, ηλικίες και εποχές... εξηγείται κάπως αλλιώς;»
«Ίσως. Δε μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος σαν τον Αν-τάν θα έδινε και τα δύο του μάτια έτσι απλά.»
«Πώς έτσι απλά; Αν πραγματικά κινδύνευε η ζωή του; Αν πραγματικά τα δυο κορίτσια και η παρουσία τους στο τρίστρατο, του έδωσαν τότε εκείνον τον ελάχιστο αλλά πολύτιμο χρόνο, μέχρι να σηκωθούν τα σύνορα των κόσμων και να φύγει το ινουγκάμι; Το είπε και ο ίδιος, ότι ήταν ευγνώμων που του έσωσαν τη ζωή.»
«Σίγουρα θα ήταν ευγνώμων, δεν αμφισβητώ αυτό. Αλλά και τα δυο του μάτια, Κλέουσα; Είναι ήδη ελάχιστες και εξαιρετικές οι περιπτώσεις, που κάποιο πλάσμα του κόσμου μας δίνει μόνο ένα μάτι του σε κάποιον θνητό. Όσο ευγνώμων κι αν είναι κάποιος, δεν υπάρχει κανένας λόγος να δώσει και τα δυο του μάτια και να συνεχίσει να ζει ανυπεράσπιστος.»
«Εκτός κι αν δε συνεχίσει να ζει» συνειδητοποίησε εκείνη έκπληκτη.
«Ακριβώς» συμφώνησε ο Ρέο και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.
Μα αμέσως τα σκούπισε και γύρισε πάλι στον Τσανγιόλ.
«Αν όλες οι υποθέσεις της Κλέουσας είναι πράγματι σωστές, αυτό σημαίνει ότι εκείνη την ημέρα στο παλάτι δεν ήταν στ’αλήθεια η Φαλάκ που σε αγκάλιασε, με κάποιον υπερφυσικό τρόπο, αλλά ο Γι Αν-τάν. Ή, πιο σωστά, ίσως σου μετέδωσε την αίσθησή του από τη ζεστή και προστατευτική αγκαλιά της Φαλάκ στο τρίστρατο. Αν εκείνη φορούσε το ίδιο φόρεμα τότε... είπε πως το είχε κληρονομήσει... τέλος πάντων. Αλλά γιατί να το κάνει αυτό σε εσένα, εκείνη τη στιγμή; Πιθανότατα βρέθηκε τυχαία στο δωμάτιο που σε ζωγράφιζαν, αλλά γιατί να συνδεθεί μαζί σου τόσο άμεσα χωρίς να σε ξέρει; Και με τόσο βαθύ τρόπο;»
Ο πολεμιστής ανασήκωσε τους ώμους του.
«Το μόνο που καταλαβαίνω και με ενδιαφέρει απ’όσα λέτε, είναι ότι τελικά είχα δίκιο. Ίσως με άλλο τρόπο, αλλά είχα δίκιο. Μαγεία με ξεγέλασε και με έφερε εδώ μέσα. Και δεν υπάρχει κανείς να με βοηθήσει και καμία μοίρα να μου χρωστάει την ελευθερία μου.»
«Τσανγιόλ, σε παρακαλώ. Πες μου. Υπήρξε ποτέ κάποιος που να βοήθησες και να μην είδες ξανά ποτέ; Κάποιος που να σου χρωστούσε τεράστια χάρη ή ακόμα και τη ζωή του;»
«Ρέο» τον επέπληξε η Κλέουσα. «Ξεχνάς τους δεκάδες, εκατοντάδες που έσωσε ή βοήθησε στον πόλεμο και τις εκστρατείες του κάτω από τη σημαία του Αυτοκράτορα; Ανάθεμα κι αν μπορεί να θυμηθεί τους μισούς από αυτούς και βάλε και πόσοι άλλοι θα είναι, που δεν πήρε καν χαμπάρι ότι του χρωστάνε κάτι.»
«Δεν ξεχνώ τίποτα λατρεμένη μου. Ρωτάω αν μπορεί να ανακαλέσει κάποια ιδιαίτερη περίπτωση.»
Ο Τσανγιόλ δεν απάντησε και έστρεψε το βλέμμα του αλλού.
«Δεν έχει και πολλή σημασία, υποθέτω» παραδέχτηκε ο Ρέο. «Αν ήταν ο Γι Αν-τάν... τότε όλα εξηγούνται, περίπου. Είχε τη μνήμη της αγκαλιάς της Φαλάκ όταν του έσωσε τη ζωή και τη μετέδωσε σε εσένα, σε μια πολύ δύσκολή σου στιγμή. Ίσως σε ήξερε από πριν, ίσως απλά θέλησε να σε ανακουφίσει, καταλαβαίνοντας την ένταση των συναισθημάτων σου, ειδικά αν πέθαινε και ο ίδιος. Είχε ήδη τη μνήμη του χωριού του Μάτου – ίσως ήταν το πλάσμα που έσωσε ο ίδιος, όταν βρέθηκε στο χωριό και γνώρισε την Αμπούγια, σωστά; Και που εξαφανίστηκε λίγο καιρό μετά τη θεραπεία του;»
«Σωστά» χαμογέλασε η Κλέουσα. «Κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα.»
«Και το πιο σημαντικό... είχε τη δική μου μνήμη. Και γι’αυτό η Φαλάκ επέμενε πως, με κάποιον τρόπο, ανεξήγητα, ήξερε ότι της έλεγα αλήθεια και ότι δεν ήθελα να την βλάψω με κανέναν τρόπο.»
«Ακριβώς!» συμφώνησε η Κλέουσα, ενθουσιασμένη, αλλά αμέσως σοβάρεψε. «Τι εννοείς, εξηγούνται περίπου; Μόλις τα εξηγήσαμε όλα.»
«Η ροδακινένια λίμνη.»
«Τι;»
«Ο Γι Αν-τάν είχε τη μνήμη του χωριού της Αμπούγια και τη μνήμη της αγκαλιάς της Φαλάκ και τα μετέφερε συνδυασμένα στον Τσανγιόλ.»
«Ναι.»
«Αλλά πώς ήξερε για τη ροδακινένια λίμνη που έχουμε στην Τσαγιέρα; Πώς μετέφερε αυτή τη συγκεκριμένη εικόνα στον Τσανγιόλ και όχι την απλούστερη, ρεαλιστικότερη μορφή του χωριού της Αμπούγια; Είναι κάτι που το αναρωτήθηκε και η Φαλάκ και της έδωσα την εξήγηση που υπέθετα μέχρι τότε και που μου φαινόταν διόλου απίθανη τότε. Αν ήταν ο Αν-τάν που μας συνέδεσε όλους αθέλά του... δεν ήξερε για την Τσαγιέρα και σίγουρα όχι για τη λίμνη της. Ούτε εγώ και ο Μάτου δεν ξέραμε από πριν, ότι το νερό εδώ μέσα θα είχε αυτό το χρώμα, λόγω του Ντα Χονγκ-Πάο» έδειξε το πλέγμα του γαλάζιου νεφρίτη πάνω από τα κεφάλια τους και τα φύλλα του τσαγιού που ασφυκτιούσαν μέσα του. «Μόνο όταν ολοκληρώσαμε την Τσαγιέρα και μπήκαμε εδώ μέσα, το είδαμε πρώτοι εμείς.»
«Σκέφτεσαι πως ίσως βρέθηκε εδώ μέσα κάποια στιγμή, τον τελευταίο αιώνα;»
«Αποκλείεται. Όχι, χωρίς να τον καταλάβω εγώ ή χωρίς να χρειαστεί εμένα για να ξαναβγεί. Το ξέρεις αυτό.»
«Το ξέρω» απάντησε εκείνη σκεπτική. «Αλλά το ότι υπάρχει πέρα από τον χώρο και τον χρόνο... ίσως να επηρρεάζει την, κατά τα άλλα, αυτονόητη εξουσία σου στο ποιος μπαινοβγαίνει εδώ μέσα.»
«Ίσως. Αλλά αν βρέθηκε εδώ μέσα, γιατί να μη μιλήσει σε εμένα ή τον Μάτου;»
«Αν εμφανίστηκε μόνο για λίγο; Αν έφυγε αμέσως, χωρίς να ξέρει καν πού είχε βρεθεί; Μπορεί ακόμα και να συνάντησε κάποιο από τα πλάσματα που έχουν μπει εδώ μέσα και να έμαθε γι’αυτό το μέρος από αυτά.»
«Επίσης αποκλείεται. Ξέρεις τις συμφωνίες που έχουν γίνει με τα ελάχιστα πλάσματα του κόσμου μας, που βρέθηκαν εδώ μέσα αλλά έφυγαν. Δεν πατιούνται τέτοιες συμφωνίες. Κανείς δε θα μπορούσε να μιλήσει, όσο κι αν θα το ‘θελε. Η μόνη περίπτωση ήταν αυτή που είχα σκεφτεί για τον Τσανγιόλ· να του μετέδωσε, ακούσια, κάποιο πλάσμα που είχε ζήσει εδώ μέσα, την εικόνα του κόσμου της Τσαγιέρας σε όνειρο.»
«Ε, τότε... ποια άλλη περίπτωση υπάρχει;»
Ο Ρέο άργησε να απαντήσει.
«Δεν είμαι σίγουρος» απάντησε διστακτικά. «Κάτι σκέφτομαι, αλλά... δεν ξέρω.»
«Τελειώσαμε;» τους διέκοψε ο Τσανγιόλ και σηκώθηκε. «Είναι προφανές ότι όλα αυτά που συζητάτε δεν έχουν καμία σχέση με εμένα και το πώς θα βγω από ‘δω μέσα.»
«Μπορεί να μην έχουν σχέση αλλά-»
«-φέρατε τη Φαλάκ εδώ, με κάποια αόριστη ελπίδα ότι θα με βοηθήσει.»
«Η πιθανή σύνδεσή σας μέσω του Γι Αν-Τάν, Τσανγιόλ, όσο κι αν ακυρώνει τις ελπίδες της Κλέουσας για κάποιον ανώτερο νου, που μπορεί να ήθελε να σε γλιτώσει από’ δω μέσα...» είπε ο Ρέο «... δεν έχει καμία σχέση με το πώς μπορεί να μας βοηθήσει να σε ελευθερώσουμε. Εγώ δεν πίστευα ποτέ σε ανώτερες δυνάμεις και σχέδια. Υπάρχουν άλλοι τρόποι-»
«-στάματα Ρέο» γρύλισε ο πολεμιστής. «Σταμάτα, επιτέλους. Την έφερες εδώ μέσα και μας έκανες άνω κάτω και δε μπορεί να με βοηθήσει και θα μείνω για πάντα εδώ μέσα!» φώναξε και έφυγε.
    «Συγγνώμη» μουρμούρισε η Κλέουσα. «Δεν έπρεπε να το κάνω όλο αυτό μπροστά του. Νόμιζα... δεν ξέρω τι νόμιζα, παίρνοντάς του τη μοναδική ελπίδα ότι η παρουσία της Φαλάκ ίσως και να είχε κάποιον σκοπό.»
«Μη μου στεναχωριέσαι ούτε στιγμή» της απάντησε ο Ρέο και φίλησε τα χέρια και τα μάγουλά της. «Δεν αντέχω να μου στεναχωριέσαι. Τίποτα δε χάθηκε και τίποτα δεν αλλάζει. Εσύ ξέρεις ότι εγώ αναζητούσα από την αρχή άλλους τρόπους, με τους οποίους θα μας βοηθούσαν η Φαλάκ και η Γκιούλι και ποτέ δεν είχα οτιδήποτε μοιραίο στο μυαλό μου. Συνεχίζουμε να ελπίζουμε· απλά, αυτή τη φορά, με τον δικό μου τρόπο. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι.»
Ο Ρέο κοίταξε πάλι το πλέγμα και τον πύργο στο κέντρο της λίμνης, που χανόταν μέσα του.
«Η Φαλάκ ήθελε να μιλήσει με τον Μάτου. Να ανακαλύψει μήπως εκείνος ήξερε τι ήταν αυτό που τη συνέδεε με τον Τσανγιόλ και τον Τσανγιόλ με το όνειρο της Τσαγιέρας. Της υποσχέθηκα ότι θα κανόνιζα μια συνάντηση.»
«Τώρα ξέρουμε τι σας συνδέει όλους. Δε χρειάζεται καμία συνάντηση.»
«Δεν είμαστε απολύτως σίγουροι.»
«Είμαστε πολύ σίγουροι.»
«Αν τον συναντήσει, η αντίδραση της μνήμης του Αληθινόματού της, ίσως με βοηθήσει να εδραιώσω ακόμα περισσότερο την υπόθεσή σου.»
«Αλλά, όπως ξέρουμε πια, δε μας βοηθάει για το θέμα του Τσανγιόλ. Η υπόθεσή μου δεν έχει καμία άλλη σημασία, εκτός από το ότι μας έλυσε κάποιες απορίες που μας μπέρδευαν και διέλυσε τις μοιρολατρικές μου πεποιθήσεις, επαναφέροντάς με στην πραγματικότητα. Άλλωστε, πάνε δεκαετίες από τότε που πάτησες, τελευταία φορά, το πόδι σου στον πύργο. Καλή τύχη αν νομίζεις ότι θα σε δεχτεί ο Μάτου μετά από τόσον καιρό. Ή αν θα δεχτεί οποιονδήποτε.»
«Τώρα θα με δεχτεί.»
«Πφφφ» χασκογέλασε εκείνη. «Γιατί τόση αυτοπεποίθηση ξαφνικά;»
«Γιατί τώρα θα του πω για την ανοησία της Γκιούλι, που ζήτησε από το Σοφό Πλάσμα της επικράτειας να μάθει για την κόρη του και τους απογόνους της· και την προσοχή που έχει, αναμφίβολα, τραβήξει επάνω της. Και τον κίνδυνο που διατρέχουμε να τις παρακολουθούν ήδη και να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της Τσαγιέρας.»
«Ε;»

***

«Τι είναι ένα πλάσμα πέρα από τον χώρο και τον χρόνο;» ρώτησε η Γκιούλι, μπερδεμένη, καθώς γέμιζε τις βαλίτσες και τις αποσκευές τους.
    Το σώμα του Ρέο λύγισε σε καθιστή θέση, πάνω σε μια αόρατη καρέκλα. Η Φαλάκ τους παρακολουθούσε, δένοντας αργά και προσεκτικά τα άκρα της.
«Γι Αν-τάν. Αυτό ήταν το όνομά του, όταν τον ήξερα εγώ. Ταξίδευε σε διαφορετικές περιοχές και εποχές του κόσμου – και του δικού σας και του δικού μας. Για διαφορετική διάρκεια κάθε φορά και όχι με τη θέλησή του. Δεν ήξερε ποτέ, πόσο θα έμενε σε κάθε μέρος ή εποχή, αλλά μπορούσε να καταλάβει πότε πλησίαζε η στιγμή για να φύγει.»
«Δεν έχω ακούσει ποτέ για τέτοιο πλάσμα» είπε η Γκιούλι.
«Ούτε εγώ για άλλον» είπε ο Ρέο. «Ο Αν-τάν ήταν και παραμένει μοναδικός. Όταν τον συναντήσατε στο τρίστρατο, Φαλάκ, φορούσες το πορφυρό φόρεμα;»
«Τι;»
«Τότε, πριν χρόνια, φορούσες το πορφυρό φόρεμα, με το οποίο σε είδε ο Τσανγιόλ μέσα στην Τσαγιέρα;»
Η Φαλάκ κατέβασε το βλέμμα της και τα μάγουλά της πήραν ξαφνικά μια σκούρα ρόδινη απόχρωση.
«Ναι. Το είχα κλέψει εκείνη τη νύχτα» παραδέχτηκε. «Ήταν ακόμα τόσο μεγάλο πάνω μου... έπεφτε από τους ώμους και μπλεκόταν με το μεσοφόρι μου συνέχεια...» αναπόλησε.
«Μ-χμ. Ταιριάζει λοιπόν με την αγκαλιά του Τσανγιόλ.»
«Υποθέτω πως ναι» είπε εκείνη. «Αν ισχύουν αυτά που λες γι’αυτό το πλάσμα. Αλλά εγώ πώς ένιωσα τη σύνδεση που ένιωσα με τον Τσανγιόλ;»
«Το πιθανότερο είναι πως κι εκείνος γνώρισε κάποτε τον Αν-τάν. Αλλά δεν είναι πρόθυμος να προσπαθήσει να θυμηθεί ή, αν θυμάται, να μοιραστεί αυτή την ανάμνηση. Το σημαντικό είναι πως, απ’ότι φαίνεται, η Κλέουσα έχει δίκιο και όλοι συνδεόμαστε μέσω του Αν-τάν.»
«Άρα η παρουσία μου στην Τσαγιέρα δεν έχει κάποια βαριά σημασία...» αναστέναξε η Φαλάκ.
«Θα αστειεύεσαι σαφώς, αγαπητή μου. Κατανοείς πολύ καλά πόση σημασία έχει η παρουσία σου. Ή γυρεύεις φιλοφρονήσεις;»
«Καθόλου» απάντησε θλιμμένα εκείνη. «Είχα μια κρυφή ελπίδα ότι υπήρχε λόγος που βρεθήκαμε όλοι μαζί, που σχετιζόταν με την απελευθέρωση του Τσανγιόλ. Τώρα... δε μπορώ να κάνω, παρά μόνο όσα θα έκανε η οποιαδήποτε, για να τον βοηθήσω.»
«Ούτε εσύ ούτε η αγαπητή Γκιούλι είστε οποιεσδήποτε. Αρχικά, με φέρατε στον πολιτισμό και έχουμε τα δίχτυα που έχω απλώσει εγώ στα μυαλά των ανθρώπων· και δευτερευόντως... υποθέτω πως έχετε διασυνδέσεις στον κόσμο σας και ίσως και στον κόσμο πίσω από τον κόσμο.»
«Έχουμε κάποιες γνωριμίες με μάγους στον δικό μας κόσμο» προσέθεσε η Γκιούλι.
«Εξαιρετικά.»
«Έχουμε και προσωπική φιλία με τον Σάμσον τον Νυσταγμένο και τη Ντουίν τη Δίδυμη, από τον δικό σας κόσμο.»
Ο Ρέο την κοίταξε αληθινά έκπληκτος.
«Σοβαρά το λες αυτό, αγαπητή Γκιούλι;»
«Γιατί να πω ψέμματα για κάτι τέτοιο;»
«Μα αυτό είναι καταπληκτικό! Απορώ που πήγες στο Σοφό Πλάσμα της περιοχής, όταν θα μπορούσες να πας να ρωτήσεις αυτούς για την κόρη του Μάτου. Όχι ότι θα έπρεπε να πας. Ο Σάμσον και η Ντουίν δεν είναι τίποτε τυχαίοι στον κόσμο μας. Αν τραβούσες τη δική τους προσοχή αρχικά, η Τσαγιέρα μας θα ήταν απολύτως καταδικασμένη να αποκαλυφθεί στον καθένα που θα ήθελε να την εκμεταλλευτεί. Απλά λέω· μου κάνει εντύπωση που δεν πήγες στους φίλους σας πρώτα.»
«Δε θα μπορούσα να πάω σε εκείνους, να κάνω τη χαζομάρα που έκανα με την Σοφή της επικράτειας» είπε η Γκιούλι συνοφρυωμένη. «Ο Σάμσον κοιμάται εδώ και χρόνια και η Ντουίν θηλάζει την τρίτη τους αδελφή.»
«Γεννήθηκε τρίτη αδελφή; Αυτό είναι υπέροχο! Και επίσης, σημαίνει ότι σύντομα θα έρθει και τέταρτη, ξέρετε» γέλασε εκείνος νοσταλγικά.
«Ρέο» είπε σοβαρά η Φαλάκ. «Τι θα κάνουμε με το Σοφό Πλάσμα; Πώς θα ξεφύγουμε της δικής της προσοχής;»
«Αν περάσουμε τα σύνορα της επικράτειάς της και μείνετε ήσυχες για λίγο καιρό, θα είμαστε μια χαρά. Δε μπορεί να σας παρακολουθήσει άμεσα έξω από τα μέρη της και, αν δει ότι δεν κινείστε ύποπτα καθώς περνούν οι εβδομάδες, δε θα μπορεί παρά να συμπεράνει ότι όποιος κι αν ήταν ο λόγος που ζήτησε η Γκιούλι να μάθει για τους απογόνους του Μάτου, έσβησε με την αναχώρησή σας από την πρωτεύουσα.»
«Μα αυτό που ζήτησα ήταν πολύ σοβαρό· το κατάλαβα κι εγώ αμέσως. Δε μπορεί να το αφήσει να περάσει έτσι, ως απλή περιέργεια.»
«Αν επιστρέψετε στην καθημερινότητά σας για μερικούς μήνες, χωρίς απρόοπτα, δε θα έχει άλλη επιλογή. Δεν υπάγεστε σε κανέναν από τους κανόνες της, ειδικά εκτός των συνόρων της.»
«Μα μπορεί να ζητήσει τον λόγο από τη Ντουίν ή τον Σάμσον, καθώς έχουν εγγυηθεί σε διάφορα μέρη για εμάς!»
Ο Ρέο πήρε ξαφνικά την πιο αυστηρή του έκφραση.
«Κανείς δε θα τολμήσει να διακόψει τον Σάμσον από τον ύπνο του ή τη Ντουίν από τη φροντίδα της τρίτης αδελφής της, αν δεν έχει απολύτως σημαντικό λόγο και αποδείξεις για την όποια ανησυχία του. Και, σε διαβεβαιώ, ακόμα και αυτό το πολύ σοβαρό που ρώτησες εσύ – και ειδικά χωρίς αποδείξεις για το όποιο κίνητρο αυτής της ερώτησης – δεν είναι αρκετό για να διακινδυνεύσει κάποιος τον βίαια αγουροξυπνημένο Σάμσον ή τη διατάραξη της οικογενειακής γαλήνης της Ντουίν. Γνωρίζω όλα αυτά τα πλάσματα εδώ και πολλούς, πολλούς αιώνες, αγαπητή Γκιούλι. Δεν αποκάλυψες τίποτε για εμένα ή την Τσαγιέρα, δεν αποκάλυψες τον βαθύτερο λόγο για την αναζήτηση των απογόνων του Μάτου. Είμαι σίγουρος πως υπήρξαν δεκάδες μάγοι και μάγισσες τον τελευταίο αιώνα, που ασχολήθηκαν με τη μοίρα της κόρης του και το πού βρίσκεται· κυρίως, υποθέτοντας ότι ίσως είναι εκείνη που είχε στα χέρια της την περίφημη Μαντεμένια Τσαγιέρα.»
«Πράγματι, η Τσαγιέρα θεωρείται από τα πιο ισχυρά αντικείμενα στον κόσμο» είπε η Φαλάκ. «Κανείς δεν ήξερε γιατί ακριβώς ή ποια ήταν η δύναμή της. Αλλά είναι θρυλική. Δεν ξέρω πόσοι ήξεραν για την κόρη του-»
«-όλοι οι μάγοι της εποχής ήξεραν για την κόρη του, αγαπητή μου Φαλάκ. Όχι λεπτομέρειες, αλλά ήξεραν και για την αιχμαλωσία της και για την απελευθέρωση της και τη δεύτερη εξαφάνισή της. Και πάντα, το μυστήριο της Τσαγιέρας και η απροθυμία του Μάτου να αποκαλύψει οτιδήποτε για την κατασκευή και τον σκοπό της, φούσκωσαν τον θρύλο της μαζί με αυτόν της νεαρής Ζούρι· ακόμα και από τις πρώτες μέρες μετά τον υποτιθέμενο θανατό του. Ακούστε με που σας λέω. Ναι, ήταν τεράστια απροσεξία η συνάντηση της Γκιούλι με το Σοφό Πλάσμα. Αλλά δεν είναι τίποτε περισσότερο, αν κινηθούμε συντηρητικά για λίγο καιρό.»
«Πόσον καιρό; Και τι θα γίνει ο Τσανγιόλ;»
«Περιμένει ήδη έναν αιώνα. Μερικές εβδομάδες ή ακόμα και μήνες, δε θα κάνουν καμία διαφορά.»
«Ελπίζω να έχεις δίκιο» μουρμούρισε η Γκιούλι και έκλεισε τις βαλίτσες τους.
«Δε μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο» συμπλήρωσε η Φαλάκ και σηκώθηκε, δοκιμάζοντας την κίνηση του ξύλινου χεριού της.
    Ξαφνικά, ακούστηκαν χτύποι στην πόρτα. Η Γκιούλι έτρεξε να ανοίξει.
«Παρακαλώ;» είπε ανέκφραστη, βλέποντας έναν από τους υπαλλήλους του πανδοχείου να την κοιτά δειλά.
«Ένας κύριος Κιαμπάνγκ βρίσκεται κάτω, στο εστιατόριο και ζήτησε να σας δει.»
Οι δύο γυναίκες κοιτάχτηκαν με συγκρατημένη χαρά.
«Πείτε του ότι κατεβαίνουμε σε λίγο.»
«Μάλιστα κυρία» ψέλλισε ο υπάλληλος και έφυγε γρήγορα.
Προφανώς για να γλιτώσει από την τρελή που τριγυρνάει στα υπόγεια και μιλάει μόνη της, σκέφτηκε η Γκιούλι και χασκογέλασε.

***

    «Επιτέλους, τα κορίτσια έφυγαν από το δωμάτιο» φώναξε χαρούμενη η Μπεαταρίσα από το έδαφος του υπογείου.
Ο αρχηγός των Αερικών φώτισε τον εξαερισμό του, ενθουσιασμένος.
«Μπράβο Μπεαταρίσα, ευχαριστώ! Το ήξερα ότι μπορώ να στηρίζομαι σε εσένα. Τώρα μπορούμε να πάμε να δούμε τι συμβαίνει εκεί μέσα, χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι» αναφώνησε.
«Μα αν είναι Δαίμονας εκεί μέσα, τι σημασία έχει αν μας πάρουν χαμπάρι τα κορίτσια ή όχι;» ρώτησε ένα άλλο Αερικό.
«Και άλλωστε, αν εμπλέκεται Δαίμονας στην όλη υπόθεση, τι περιμένουμε να δούμε; Δε θα κάθεται εκεί μέσα να μας περιμένει. Αν τις έχει υπό τον έλεγχό του, θα είναι μέσα στο μυαλό τους, χωρίς να χρειάζεται να είναι εκείνος ή εκείνη κοντά τους» είπε ένα τρίτο Αερικό.
«Δεν έχετε συναντηθεί ξανά με Δαίμονα, αλλά ξέρετε τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις» είπε ο αρχηγός.
«Α, ναι! Αν εμπλέκεται Δαίμονας στο μυαλό θνητών, θα έχει αφήσει ίχνη στον χώρο που μένουν οι θνητές» είπε το τρίτο Αερικό.
«Α, ναι, σωστά!» συμφώνησε το δεύτερο Αερικό. «Αλλά... τι ίχνη είναι αυτά; Δε θυμάμαι.»
«Θα σας τα ξαναπώ στον δρόμο» είπε ο αρχηγός. «Ετοιμαστείτε να μετακινηθούμε στο δωμάτιο των θνητών, αλλά – υπενθυμίζω – με πολλή, πολλή προσοχή. Είναι ακόμα μέρα και κανείς δεν κοιμάται στο πανδοχείο» είπε ο αρχηγός και τα ανοίγματα των εξαερισμών σκοτείνιασαν σε μια στιγμή.
«Και πού το ήξερες εσύ ότι έφυγαν οι θνητές από το δωμάτιό τους;» πετάχτηκε και ρώτησε έκπληκτος ο Χερμενεγίλδο, όταν έφυγαν τα Αερικά. «Ούτε εσύ μπορείς να κουνηθείς από ‘δω κάτω.»
«Μου το είπαν τα φαντάσματα των ποντικών, που μπορούν και τριγυρνάνε ελεύθερα στο πανδοχείο.»
«Ποια φαντάσματα ποντικών;»
«Αυτών από τη μεγάλη σφαγή, πριν...» εκείνη σταμάτησε για λίγο, προσπαθώντας να υπολογίσει. «Πριν εκατόν εικοσιδύο χρόνια» είπε τελικά. «Θυμάσαι, αγάπη μου, τη σφαγή των ποντικών της πόλης, πριν εκατόν εικοσιδύο χρόνια;»
«Δε θυμάμαι και δε με νοιάζει. Με νοιάζει που σε βάζει το Αερικό να κάνεις τις βρωμοδουλειές του.»
«Δε με βάζει να κάνω τίποτα» απάντησε η Μπεαταρίσα πικραμένη. «Με εμπιστεύεται να βοηθήσω σε ένα τόσο σοβαρό θέμα, μια που έχω καλές φιλίες με όλα τα φαντάσματα του πανδοχείου και μια που και τα Αερικά δε διακινδυνεύουν να μετακινούνται στο πανδοχείο μέσα στη μέρα, αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος.»
«Αν υπάρχει Δαίμονας σε όλο αυτό που συμβαίνει και μάθει ότι εσύ βοήθησες να τον ανακαλύψουν...» ο Χερμενεγίλδο την κοίταξε αυστηρά, δείχνοντάς την με το αποστεωμένο δάχτυλό του. «Ξέρεις τι θα πάθουμε; Ε, ξέρεις;»
Ό, τι κι αν πάθουμε, ίσως να είναι καλύτερα από αυτά που τραβάω κάθε μέρα με εσένα, σκέφτηκε η Μπεαταρίσα και αναστέναξε. «Όχι, δεν ξέρω αγάπη μου» του είπε παραιτημένα.
«Ούτε εγώ ξέρω! Αλλά δε θα σε συγχωρήσω ποτέ, αν τύχει και μάθω πρώτο χέρι!» φώναξε εκείνος και βούτηξε πάλι στο έδαφος, αφήνοντας τη σύζυγό του να προσποιείται πως κοπανάει το κεφάλι της στο σκληρό χώμα, ελπίζοντας να μπορούσε να το κοπανήσει στ’αλήθεια.

***

    «Παραγγελία, κύριε Κιαμπάνγκ;» ρώτησε έκπληκτη η Φαλάκ, μυρίζοντας διακριτικά το ολοκαίνουριο γλυκό που προσέφερε, δοκιμαστικά και χωρίς χρέωση, το πανδοχείο στους πελάτες του. «Μου προσφέρετε ήδη παραγγελία, χωρίς να υπογράψουμε συνεργασία;»
«Όχι ακριβώς» παραδέχτηκε εκείνος αμήχανα. «Μία κυρία από τους πελάτες μου, θεώρησε καλή ιδέα να της φτιάξετε κάτι.»
«Κάτι;»
«Ένα από τα... ιδιαίτερα κομμάτια σας. Θα πληρώσει σαφώς.»
«Σαφώς» επανέλαβε η Γκιούλι. «Αλλά εσείς δεν έχετε συμβόλαιο συνεργασίας μαζί σας.»
«Όχι. Ακόμα.»
«Α» αναφώνησε με ένα ειρωνικό χαμόγελο η Φαλάκ. «Το θεώρησε καλή ιδέα, για να δει εκείνη και οι υπόλοιποι αν κάνω καλή δουλειά. Θέλουν δείγμα της δουλειάς μου.»
«Μάλιστα.»
«Μα ξέρουν ήδη τη φήμη της, ότι κάνει καλή δουλειά» είπε η Γκιούλι. «Εσείς ήρθατε σε εμάς, ακριβώς γιατί ξέρετε ότι κάνει καλή δουλειά. Ακόμα κι αν οι πελάτες σας δεν ήθελαν να στηρίζονται απλά σε φήμες, θα μπορούσαν να ρωτήσουν κατευθείαν άλλους πελάτες μας, που έχουν ήδη στα χέρια τους ιδιαίτερα αντικείμενα.»
«Όχι δε θα μπορούσαν» απάντησε η Φαλάκ στη φίλη της. «Γιατί δεν έχω φτιάξει κάτι τέτοιο για άτομα του κύκλου τους. Και δεν καταδέχονται να ρωτήσουν άτομα που δεν ανήκουν στον κύκλο τους.»
«Μιλάμε για άτομα που δεν είναι απλά πλούσιοι, κυρία Αλαμίν» απολογήθηκε ο κύριος Κιαμπάνγκ. «Ανήκουν σε μια πολύ ξεχωριστή μικροκοινωνία, σχεδόν απλησίαστη ακόμα και για άλλους πλούσιους.»
«Το γνωρίζω.»
«Και σαφώς, για να με στείλουν αρχικά σε εσάς, μετά την Έκθεση, δεν έχουν καμία διάθεση να σας προσβάλλουν.»
Η Φαλάκ χασκογέλασε.
«Νομίζω πως οι πελάτες σας, ώντας τόσο απροσπέλαστοι, έχουν πολύ διαστρεβλωμένη άποψη για το τι καθιστά προσβολή και τι όχι, κύριε Κιαμπάνγκ. Ίσως, το ίδιο και εσείς, μετά από τόσον καιρό μαζί τους.»
Ο άνδρας αναστέναξε, κάπως εκνευρισμένα.
«Δε θα συνεργαστείτε μαζί μας, λοιπόν;»
«Να συνεργαστώ; Νόμιζα πως δε μου προσφέρετε συνεργασία. Ακόμα.»
Ο άνδρας ξεφύσηξε, εμφανώς εκνευρισμένα.
«Δε θα φτιάξετε το δείγμα λοιπόν;»
«Ω, θα το φτιάξω» χαμογέλασε πλατιά η Φαλάκ. «Αλλά κι εσείς θα πείτε στους πελάτες σας ότι, όταν το φτιάξω και ενθουσιαστούν και μου ζητήσουν και άλλα, οι τιμές μου θα έχουν ήδη διπλασιαστεί.»
«Μα, τι λέτε! Δεν είχαμε πει κάτι τέτοιο την προηγούμενη φορά.»
«Δεν είχαμε πει και για δείγμα την προηγούμενη φορά, αλλά να που βρισκόμαστε όλοι εδώ, με καλή διάθεση να μην προσβάλλουμε κανέναν» τον κοίταξε περιπαιχτικά.
Ο κύριος Κιαμπάνγκ έσφιξε τα χείλη του και ήπιε λίγο από τον καφέ του.
«Πολύ καλά» είπε μετά από λίγο. «Θα τους ενημερώσω για τον διπλασιασμό των τιμών, αν το αντικείμενο που φτιάξετε λειτουργήσει.»
«Δεν υπάρχει ούτε ένα αντικείμενό μου, που να μην έχει λειτουργήσει με τον τρόπο που μου έχει ζητηθεί.»
«Δεν ξέρετε καν τι μου έχει παραγγείλει η κυρία που θέλει το δείγμα. Τόση εμπιστοσύνη έχετε στον μάγο ή τη μάγισσα που σας βοηθάει;»
«Πείτε στην κυρία που θέλει το δείγμα» είπε η Φαλάκ, αγνοώντας την ερώτησή του «ότι θα την περιμένω στο εργαστήριό μου σε μια εβδομάδα.»
«Πώς είπατε;»
«Χρειάζομαι δυο-τρεις μέρες να φτάσω σπίτι μου και να προετοιμαστώ για να δεχτώ κάποια του επιπέδου της.»
«Δεν καταλάβατε κυρία Αλαμίν. Η κυρία που θέλει το δείγμα, έχει πει σε εμένα τις απαιτήσεις της. Δεν πρόκειται να συναντήσει εσάς. Πόσο μάλλον να ταξιδέψει για να έρθει στον χώρο σας!»
    Η Φαλάκ έφαγε την τελευταία μπουκιά από το γλυκό της και σηκώθηκε. Η Γκιούλι την ακολούθησε αμίλητη, κρυφοκοιτώντας θλιμμένη το δικό της – μισοτελειωμένο – γλυκό.
«Κύριε Κιαμπάνγκ, εσείς νομίζετε ότι τα ιδιαίτερα αντικείμενα που φτιάχνω εγώ, τα φτιάχνουν ελάχιστοι άλλοι στον κόσμο. Εγώ όμως ξέρω, ότι αυτά που φτιάχνω εγώ δεν τα φτιάχνει κανείς άλλος. Σας το είπα και πριν. Δεν υπάρχει ούτε ένα αντικείμενό μου, που να μην έχει λειτουργήσει με τον τρόπο που μου έχει ζητηθεί. Δεν έχει σημασία τι θα μου ζητηθεί. Αλλά, πρέπει να μου ζητηθεί από αυτόν που θα το χρησιμοποιήσει. Αυτοπροσώπως.»
«Μα η κυρία δε θα δεχτεί ποτέ να σας συναντήσει αυτοπροσώπως.»
«Κρίμα. Μπορεί όμως να απευθυνθεί, εμμέσως, στους άλλους ελάχιστους που κάνουν περίπου αυτό που κάνω εγώ και να εύχεται να έχουν καλό μάγο ή μάγισσα.»
Η Γκιούλι έβγαλε από την τσέπη του φορέματός της μια κάρτα και την άφησε μπροστά του.
«Μου έχετε δώσει ήδη την κάρτα σας κυρία Αλαμίν.»
«Αυτή είναι η διεύθυνση του εργαστηρίου μου» είπε η Φαλάκ.
Ο άνδρας σηκώθηκε.
«Δε μπορώ, επ’ουδενί, να σας εγγυηθώ ότι η πελάτης μου θα δεχτεί να σας συναντήσει· όσο κι αν διατείνεστε ξαφνικά, για τη μοναδικότητα του έργου σας.»
«Το καταλαβαίνω κύριε Κιαμπάνγκ. Αλλά δε μπορώ να κάνω τίποτε γι’αυτό. Καλό σας απόγευμα» είπε η Φαλάκ και περπάτησε γρήγορα προς την έξοδο του εστιατορίου του πανδοχείου, χτυπώντας το μπαστούνι της με αυτοπεποίθηση στο ξύλινο πάτωμα.
    Η Γκιούλι χαιρέτησε τον άνδρα με ένα νεύμα και, φεύγοντας, έκανε ένα διακριτικό νόημα στη σερβιτόρα, να της τυλίξει το υπόλοιπο γλυκό της σε ένα πακέτο και να το φέρει στο δωμάτιο.

***

    Η Σοφή Ντονιάγου Ζουκονκουτάι Γιγινγκίν Γιαόκα, κοίταξε αμήχανη τις Ντουίν και Μαγκού, μέσα στους καθρέπτες.
«Τι εννοείς, δεν υπάρχει κανένα ίχνος από Δαίμονα στο δωμάτιο της Γκιούλι και της Φαλάκ;» ρώτησε η Ντουίν.
«Τα Αερικά του πανδοχείου δεν εντόπισαν απολύτως τίποτα, που να υποδεικνύει την παρουσία Δαίμονα μέσα στο μυαλό τους» παραδέχτηκε απρόθυμα η Ντόνι.
«Ίσως έκαναν λάθος» είπε η Μαγκού.
«Τα δικά μου Αερικά δεν κάνουν ποτέ λάθος σε αυτό. Δεν υπάρχει Δαίμονας που να χειρίζεται τις δύο γυναίκες παρά τη θέλησή τους.»
«Και ξέρουμε ήδη ότι δεν υπάρχει περίπτωση οι γυναίκες να έχουν σκιώδεις διαθέσεις από μόνες τους» είπε η Ντουίν. «Έκανες λάθος, Ντόνι.»
«Απ’ότι φαίνεται. Ζητώ συγγνώμη.»
«Θα μπορούσες να μας ενοχλήσεις, αφού είχες επιβεβαιώσει αν εμπλέκεται Δαίμονας στο μυαλό τους» μούγκρισε ξαφνικά η Μαγκού. «Πάει η εγκυμοσύνη μου και γι’αυτόν τον μήνα.»
«Είχε κάθε λόγο να μας ενοχλήσει και από πριν» διαφώνησε η Ντουίν. «Οι δύο θνητές με τα Μάτια-Που-Βλέπουν – που είναι και φίλες μας – κάπως σχετίζονται με Δαίμονες και με την αναζήτηση για τους απογόνους του Μάτου. Δεν ξέρουμε πώς. Αλλά εδώ υπάρχει περίεργο ανακάτεμα κι εμείς δεν είχαμε ιδέα.»
«Θες να τις καλέσουμε στο σπίτι μας;» ρώτησε η Μαγκού. «Να δούμε και να καταλάβουμε αυτοπροσώπως τι συμβαίνει;»
«Όχι. Όχι ακόμα. Το μυαλό τους είναι ελεύθερο και, προφανώς, έχουν λόγο που δε μας συμβουλεύτηκαν για ό,τι συμβαίνει.»
«Μπορούμε να υποθέσουμε τον λόγο. Ξέρουν ότι ακόμα θηλάζεις και ξέρουν να μη σε διακόψουν, αν δεν είναι κάτι απολύτως σοβαρό» απάντησε η Μαγκού, κοιτάζοντας πάλι σκυθρωπή την Ντόνι.
Η Σοφή απέφυγε το βλέμμα της.
«Αρκετά, αδελφή μου. Η Ντόνι έπραξε σύμφωνα με τα πρωτόκολλά μας περί Δαιμόνων.»
«Δηλαδή...; Δεν έχει τιμωρία;»
«Δεν έχει τιμωρία.»
Η Μαγκού ξεφύσηξε εκνευρισμένη. Η Σοφή αναστέναξε ανακουφισμένη.
«Αλλά» προσέθεσε η Ντουίν. «Θα διαθέσει όλον τον χρόνο και την ενέργειά της, μέχρι την επόμενη πανσέληνο, για να στηρίξει την επιτυχία της επερχόμενης εγκυμοσύνης σου. Πώς σου φαίνεται αυτό;»
«Πώς να μου φαίνεται;»
«Όλα τα πλάσματα της Ντόνι, όταν είναι υπό την άμεση ευλογία της, γεννούν πάντα υγιή και πολύχρονα μωρά.»
«Εγώ δεν είμαι ένα από τα πλάσματά της, Ντουίν. Θες να με εκνευρίσεις περισσότερο;»
Η Σοφή πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Χιλιοτιμημένη Μαγκού, Κυρά του Μισόγιομου Φεγγαριού» είπε και υποκλίθηκε μπροστά στον έναν καθρέπτη, χρησιμοποιώντας σκόπιμα τον επίσημο τίτλο της μίας αδελφής. «Η ενέργεια και ο χρόνος μου δουλεύουν για όλους. Ειδικά και ακόμα πιο έντονα, για όσους τιμώ με όλη μου την αγάπη και τον σεβασμό. Σου εγγυώμαι πώς, με τη στήριξή μου, μέχρι την επόμενη πανσέληνο, η τέταρτη αδελφή θα έχει ριζώσει γερά μέσα στην κοιλιά σου.»
Η Μαγκού κάγχασε.
«Στάσου πάλι όρθια Ντόνι» είπε αυστηρά. «Δε σου πάνε καθόλου αυτές οι τυπικότητες.»
«Τα λόγια μου είναι ειλικρινή και από καρδιάς.»
«Δεν αμφέβαλλα ποτέ γι’αυτό. Το καλό που σου θέλω, να δουλέψει και ο χρόνος και η ενέργειά σου. Περιμένω αυτήν την εγκυμοσύνη πολύ περισσότερο απ’όσο θα’πρεπε.»
«Να μην αμφιβάλλεις ούτε γι’αυτό, Μαγκού.»
«Και, το καλό που σου θέλω, κουβέντα σε κανέναν για τη βοήθειά σου.»
«Όπως θέλεις.»
«Έτσι θέλω.»
«Και έτσι θα γίνει.»
«Τελειώσατε με τα παιχνίδια σας;» γέλασε η Ντουίν.
«Τελειώσαμε» απάντησε ανέκφραστη η Μαγκού.
«Τι θα γίνει με τις θνητές και το όλο θέμα;» ρώτησε η Σοφή.
«Μην ανησυχείς Ντόνι. Θα το αναλάβουμε εμείς. Θα ξαναμιλήσουμε» είπε η Ντουίν.
«Αλλά όχι πριν την επόμενη πανσέληνο» συμπλήρωσε βιαστικά η Μαγκού.
Και τα είδωλά τους χάθηκαν αμέσως, αφήνοντας τη Ντόνι να κοιτάζεται ανήσυχη στους καθρέπτες.



συνεχίζεται


Artwork: One Hundred Birds by Hasegawa Gyokujun (Meiji Period Japanese screen pair)

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση