Halloween 2023: Αριθμοχρώματα




1 = κόκκινο                     
2 = καφέ                           
3 = κίτρινο                       
4 = πράσινο                      
5 = μπορντώ
6 = γκρι
7 = γαλάζιο
8 = μαύρο
9 = λευκό
10 = μπλε σκούρο         

       
Στο μυαλό της, τα χρώματα συνδέονταν πάντα με κάποιον αριθμό.
    Δεν τα απολάμβανε. Τα μετρούσε, τα υπολόγιζε. Κι όσο την κύκλωναν, τόσο γύρευε να τα ταξινομεί και να τα κατηγοριοποιεί. Όχι από ευχαρίστηση, μα από ανάγκη. Λες κι αν τα άφηνε μπερδεμέν,α θα σκορπίζονταν μέσα στο μυαλό της και θα έχανε την ικανότητα να σκέφτεται. Κι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να συμβαίνει αυτό, αφού η Μπέρτα το ένιωθε έτσι.
    Όταν ήταν 6-7 χρονών και κάποιος τη ρωτούσε τι χρώμα έχει το γρασίδι, για παράδειγμα,, εκείνη πρώτα ψιθύριζε «4» κι ύστερα απαντούσε «Πράσινο». Κι αν άλλαξε κάτι από τότε μέχρι τώρα που τριαντάρισε, ήταν μονάχα πως έπαψε να ψιθυρίζει τον αριθμό και τον μελετούσε πρώτα στο μυαλό της, χωρίς να το ξέρει κανείς.
Αυτό ήταν το μυστικό της. Ένα μυστικό που δεν μοιράστηκε ποτέ με κανέναν. Όχι γιατί φοβόταν μήπως χλευάσουν αυτή της την ανάγκη, αλλά γιατί ήταν κάτι εντελώς δικό της. Το μόνο δικό της. Το παιχνίδι, η χαρά, το γέλιο της. 

***

    Η μόνη φορά που κάποιος την άκουσε να προφέρει αριθμούς ήταν τότε, στα δεκατρία της,  στη φωτιά που κατάκαψε το αγροτόσπιτο μαζί με τα δυο της αδέρφια και τους γονείς της.  Εκείνη, ήταν η μόνη που δεν βρισκόταν μέσα στο σπίτι εκείνο το βράδυ γιατί είχε πηδήξει κρυφά από το παράθυρο για να ελευθερώσει τον Πιτ, το μικρότερο από τα τέσσερα γουρουνάκια, που την άλλη μέρα θα σφάζονταν για να πουληθούν στην αγορά. Κι αντί να του σώσει εκείνη τη ζωή, της την έσωσε εκείνο.
    Οι φλόγες τύλιξαν το σπίτι μέσα σε λιγα δευτερόλεπτα και μια μεγάλη έκρηξη τίναξε τη σκεπή στον αέρα και τη σκόρπισε τριγύρω σαν βροχή από φλεγόμενους μετεωρίτες. Εκείνη με το γουρουνάκι κρυμένο στην αγκαλιά κοιτούσε και μετρούσε
 «Ένα… τρία… ένα… δύο, ένα και τρία, τριανταένα και γύρω οκτώ και δύο. Να και το εφτά, εκεί στις άκρες και μετά έξι και οκτώ, οκτώ… Μα πιο πολύ το ένα, κι άλλο, κι άλλο. Πολλά ένα, πολλά τριάντα ένα. Και δύο και οκτώ. Όλα θα γίνουν στο τέλος οκτώ!»
    Όταν μετά από μισή ώρα άρχισαν να καταφθάνουν  γείτονες και πυροσβέστες , εκείνη βρισκόταν στην ίδια θέση, συνεχίζοντας να μετρά και να ταξινομεί τα χρώματα της φωτιάς. Τα μάτια της αναζητούσαν τα χρώματα γεμάτα αγωνία. Τα παρατηρούσε με όλη της την προσοχή μην τυχόν και χαθεί κάποιο και δεν μετρηθεί. Κάποιος την τύλιξε με μια κουβέρτα που ήταν σίγουρα 10, και την έβαλε σε ένα κάρο. Εκείνη συνέχισε να κοιτάζει τη φωτιά μέχρι που χάθηκε από τα μάτια της.  Δεν έκλαψε. Δεν μίλησε. Το μόνο που έκανε ήταν να βάζει τα χρώματα της φωτιάς σε σειρά μέσα στο μυαλό της για να μην χαθούν.
    Την πήγαν σε ένα σπίτι που δεν είχε ξαναδεί. Της έδωσαν ρούχα, της έδωσαν γάλα και την έβαλαν να κοιμηθεί.
«Το καημένο. Μπορεί και να του σάλεψε. Έλεγε ασυναρτησίες γιατρέ. Ανάκατα αριθμούς και λέξεις, χωρίς νόημα».
«Πιθανότατα πρόκειται για σοκ» αποφάνθηκε τότε ο γιατρός και όλοι πίστεψαν πως πέτυχε διάνα στη διάγνωση αφού η Μπέρτα την επόμενη μέρα, αν και θλιμμένη, μιλούσε φυσιολογικά.

***

    Τίποτα φυσιολογικό όμως δεν υπήρχε πια για εκείνη. Η ζωή της όλη έγινε ένα οκτώ. Το άθλιο ίδρυμα, το εργοστάσιο με τους σωλήνες, η τρώγλη που έμενε μαζί με την Ινδή πόρνη, το λασπωμένο καλντερίμι με τους μεθυσμένους που έπρεπε να περνά τρέχοντας κάθε βράδυ, τα ουρλιαχτά που άκουγε από το κρεβάτι της τις νύχτες από τις γύρω τρώγλες. Όλα δύο και οκτώ. Όλα καφέ και μαύρα κι ένα εννιά που είχε λερωθεί με πολύ τρία. Μια ζωή σαν φωτογραφία σε σέπια, καρφωμένη σε έναν βρώμικο τοίχο. Σκούρα και σκοτεινά χρώματα που πότιζαν το δέρμα και το μυαλό και αφάνιζαν την ψυχή.
    Άλλα χρώματα, αν και εξακολουθούσαν να υπάρχουν στον κόσμο, εκείνη δεν ήταν πια ικανή να τα δει. Κι αφού δεν τα έβλεπε δεν είχε την ευκαιρία ούτε να τα μπλέξει ούτε να τα υπολογίσει. Δεν είχε ευκαιρία ούτε για χαρά, ούτε για γέλιο.
    Τα τελευταία χρώματα που θυμόταν ήταν εκείνα της φωτιάς. Αυτά που της στέρησαν τόσα! Αυτά που πήραν μαζί τους όλους αυτούς που αγαπούσε και τους γλίτωσαν από το οκτώ.

***

«Κοίτα τι καβάτζωσα!», είπε η Ριάν, η ινδή συγκάτοικος μπαίνοντας μέσα στην τρώγλη.
    Κατέβηκε ένα ένα τα πέντε σκαλάκια του υπογείου, με ύφος και περπάτημα βασίλισσας, κρατώντας στο χέρι της σαν σκύπτρο μια μποτίλια ουίσκι.  Με το κακοβαμμένο πρόσωπό της να λάμπει από ευτυχία, στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι της Μπέρτα.
«Ένας ναύτης! Τζέρυ τον λένε. Μικροτσούτσουνος αλλά ομορφόπαιδο. Λεβεντιά! Δεν είχε λεφτά και μου έδωσε μια ολόκληρη μπουκάλα ουίσκι. Το πιστεύεις; Μια ολόκληρη μπουκάλα! Αυτή κάνει πιο πολλά λεφτά από αυτά που παίρνω. Μεροκάματο ολόκληρο μη σου πω. Έλα! Έχουμε πάρτι απόψε Μπέρτα. Σήκω!», είπε και της τράβηξε το πόδι. «Κοίτα το! Δεν είναι το ωραιότερο πράγμα που έχεις δει στη ζωή σου; Κοίτα χρώμα!»
Τα μάτια της Μπέρτα άστραψαν. 
Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι, άρπαξε κρυφά το τσακμάκι από το κουτσό τραπέζι και αγκάλιασε σφιχτά τη γυναίκα.
«Ναι! Είναι ότι ωραιότερο έχω δει. Μη φοβάσαι, Ριάν. Απόψε θα γλιτώσουμε μια για πάντα από το οκτώ.»



Story by: Χ. Ζόγκαρη

Artwork: Α. Γάρδα

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση