Λούλου-Μπέι

*Το παρακάτω, είναι το πρώτο μου αυτοτελές κείμενο που δημοσιεύτηκε ever, σε ανθολογία διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας. Αν και λατρεύω την ΕΦ ως αναγνώστρια, δεν είχα δοκιμάσει ποτέ να γράψω οτιδήποτε "ολοκληρωμένο" σε αυτό το είδος. Επίσης, είναι το πρώτο κείμενο, στο οποίο αποφάσισα να πειραματιστώ επιπλέον και να γράψω και σε πρώτο πρόσωπο και από το POV ενός άντρα (μου φάνηκε εξαιρετική ιδέα να τα κάνω όλα ανάποδα από τις συνήθειές μου, κυρίως γιατί θεωρούσα πως δε θα το διαλέξουν - ως κείμενο πρωτοεμφανιζόμενης - και ήταν απλά μια καλή ευκαιρία να παίξω εγώ με τη γραφή μου και με το deadline).
Σαφώς και δεν είναι η καλύτερη μου δουλειά, σαφώς και έφαγε ένα (ελάχιστο ευτυχώς) σουλούπωμα σε γραμματική και συντακτικό, για να δημοσιευτεί εδώ (τώρα που μου το επιτρέπει και το συμβόλαιο), μετά από τόσα χρόνια.
Καλή ανάγνωση.




    “Η άφιξη στο Λούλου-Μπέι δεν είναι καθόλου, μα καθόλου εύκολη υπόθεση φίλοι μου. Εκεί που είσαι εξαντλημένος από το δύσκολο ταξίδι των εφτά ημερών, έχοντας παλέψει με αυτά τα διαολεμένα ρεύματα της Μελιγονικής Θάλασσας, που αλλάζουν κατεύθυνση κάθε δέκα ώρες – ευχαριστούμε γι’αυτό Σειριάνα, που μας αλλάζεις τα φώτα συνεχώς, σκατοφέγγαρο – πρέπει να μαζέψεις άλλο τόσο κουράγιο, να ιδρώσεις ξανά αφότου έχει στεγνώσει και η τελευταία σταγόνα των προηγούμενων ημερών, για να αποφύγεις τους κινούμενους κοραλλιογενείς υφάλους, που σε περιμένουν στην είσοδο του κόλπου. Θέτεις σε λειτουργία το σόναρ τουλάχιστον δέκα λεπτά πριν δεις τις πλαγιές του Γκριγκόρ Μανιρέι, που κρύβουν πίσω τους τον κόλπο και κρατάς ενεργό το ολόγραμμα του βυθού όλη την ώρα – και εννοώ ΟΛΗ την ώρα – που προσπαθείς να προσεγγίσεις το λιμάνι. Αυτό σημαίνει ότι το ρημάδι το ολόγραμμα θα σου φάει όλη τη μπαταρία, την οποία μετά για να φορτίσεις πρέπει να χρυσοπληρώσεις, γιατί όλοι ξέρουν ότι αλλιώς δε φεύγεις και σε χρεώνουν ό,τι τους κατέβει.”     

    Άκουγα τα ίδια λόγια, κάθε φορά που πλησιάζαμε στο Λούλου-Μπέι. Ο παππούς μου, τα έλεγε στους επιβάτες σε κάθε διαδρομή και τα εμπλούτιζε συνεχώς με διάφορες εντυπωσιακές λεπτομέρειες. Τέτοιο ταξίδι χρεωνόταν πάνω από 100 κόιν το άτομο, ακριβώς γιατί ήταν από τα πιο δύσκολα εκείνη την εποχή· και του άρεσε να τους το κάνει λίγο πιο ευχάριστο, να μιλάει μαζί τους, να ξέρουν ποιος τους πάει και τους φέρνει, να ξέρουν τι πληρώνουν. Ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που τον προτιμούσαν όλοι, αν και όχι ο βασικός.
    Ήταν καλός ναυτικός. Όχι, όχι απλά καλός. Ήταν από τους καλύτερους. Ήξερε τις θάλασσες και τα νερά απ’έξω κι ανακατωτά. Εκείνος και η ομάδα του – έντεκα άτομα όλοι μαζί – είχαν κάνει γύρους όλο τον πλανήτη πάνω από πενήντα φορές. Πάταγαν στη γη για τα απολύτως απαραίτητα· οικογένειες, σεξ, φαί, πιοτό, ανεφοδιασμό και δώσ’του πάλι. Τα καλοκαίρια με έστρωνε στη δουλειά – παιδάκι ακόμα, ούτε δώδεκα δεν ήμουν στο πρώτο μου ταξίδι, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν. Το πρωί να μάθω να πιλοτάρω, το απόγευμα να καθαρίζω τα πάντα, από καλώδια και κονσόλες μέχρι το αφοδευτικό αμπάρι.

***

    Όταν ξύπνησα από το όνειρο του παππού μου που χαιρετούσε αμίλητος και βλοσυρός το Μπέι, είδα από το παράθυρο της καμπίνας μου το ημίφως του χαράματος. Ξέμπλεξα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα από τα χέρια και τα πόδια της γυναίκας που κοιμόταν δίπλα μου – Μάρα ή Μάλα, δεν έχω ιδέα, δε θυμάμαι καν πόσο ήπια εχθές. Την πλήρωσα; Έπρεπε να την πληρώσω; Τα ρούχα της, που είναι τα ρούχα της... παντελόνι, μπλούζα, χοντρές μπότες, ζακέτα τριμμένη στα μανίκια. Σίγουρα όχι επαγγελματίας. Ευτυχώς γιατί η Φεν θα με σκότωνε, έχω ξοδέψει ήδη το δικό μου μερίδιο από την τελευταία δουλειά και θα έπρεπε να πάρω από τα λεφτά για το νερό του σκάφους. Πλύθηκα, ντύθηκα βιαστικά και άρχισα να τρέχω.
    Μόλις άνοιξα την πόρτα για τη γέφυρα του σκάφους, η ανατολή με βάρεσε στα μάτια κατευθείαν.
«Αν είναι δυνατόν... πλάκα μου κάνετε, ρίξτε το σκίαστρο ρε παιδιά πρωινιάτικα...» είπα με βραχνή φωνή και άκουσα γέλια γύρω μου.
Ο Καμικαλί – Καμ’Καλί το κανονικό του όνομα, αλλά είναι από τα νησιά του νοτίου ημισφαιρίου και εκεί προσθέτουν φωνήεντα παντού – που τον πήραμε πριν έντεκα μήνες για τις χαμαλοδουλειές, πετάχτηκε και πάτησε ένα κουμπί. Το τζάμι της αίθουσας σκεπάστηκε αμέσως με το λεπτό, γκρίζο φιλμ. Ξεφύσηξα ανακουφισμένος και κατευθύνθηκα στη θέση μου.
«Καλημέρα καπετάνιε. Καφέ; Τσάι; Χαπάκι για το μεθύσι;»
Ο Μίγκο με κοιτούσε, δήθεν αθώα, χαμογελαστός. Για μια στιγμή ήθελα να του ρίξω μπουνιά, αλλά είμαστε φίλοι από παιδιά και ξέρω ότι δε θα προλάβω καν να αμυνθώ αν αποφασίσει να το συνεχίσει.
«Καφέ.»
«Καλημέρα και χρόνια πολλά καπετάνιε!» φώναξε η Ζίρζι ‘μπουτ με ένα συνωμοτικό υφάκι. «Σου πάνε τα σαράντα. Σε χάσαμε εχθές μετά το εορταστικό τραγούδι. Η κοπέλα από το μπαρ είναι καλά;»
Α, ναι. Ήταν η κοπέλα που δούλευε στο μπαρ. Τώρα θυμάμαι.
«Μια χαρά, κοιμάται ακόμα. Θα της πάω πρωινό σε λίγο.»
«Το καλό που σου θέλω καπετάνιε» συμπλήρωσε, πιο σοβαρά τώρα, η Ζίρζι ‘μπουτ.
«Δεν είμαι κανένας αγροίκος, ύπαρχε» απάντησα, το ίδιο σοβαρός και έκατσα στη θέση μου.
Δίπλα στη Ζίρζι ‘μπουτ, καθόταν η Φεν και με κοιτούσε ανέκφραστη.
Μου έκανε μόνο ένα νόημα για καλημέρα και γύρισε στον υπολογιστή της. 

    Την αγαπώ. Αυτό είναι το πρώτο που μου έρχεται να της πω κάθε φορά που τη βλέπω, εδώ και έναν χρόνο. Ξυπνάω και κοιμάμαι με αυτή τη σκέψη.
    Αυτήν την κοπέλα, με τα καστανά μαλλιά και τα μελιά μάτια, με το υπέροχο χαμόγελο και την εντυπωσιακά άγρια φωνή, κάθε φορά που κάνω κάτι εκτός προγράμματος, με τα χαχανητά της κάθε φορά που τρώω τα λεφτά μου σε βλακείες και αυτές τις μικρές, αχνές γραμμές στις άκρες των ματιών της – που τις παρατήρησα στα εικοστά ένατα γενέθλιά της, μερικούς μήνες πριν – την αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Και μάλλον δεν πρόκειται ποτέ να βρω το θάρρος να της το πω. Σκατά. Καλημέρα σε όλο τον κόσμο.
«Μίλησε κανείς με τον Ζόζαν;» ρώτησα βαριεστημένα. «Έχουμε καμία νέα δουλειά;»
«Από τον Ζόζαν όχι, αλλά μας προσέγγισαν ιδιώτες. Μας έστειλαν μήνυμα πριν μία ώρα. Επιστήμονες. Ερευνούν την εξάπλωση των ψυχρών θερμοκρασιών στον πλανήτη. Θέλουν να κάνουν τον γύρο της Μελιγονικής και να μελετήσουν τα ευρήματα σε συνεργασία με τους συναδέλφους τους στο Μπέι. Φτάνουν εδώ μεθαύριο και θέλουν να ξεκινήσουν άμεσα.»
Ωραία. Λούλου Μπέι και στον ξύπνιο λοιπόν.
«Πόσοι είναι; Έχουν ξανακάνει το ταξίδι;»
«Οκτώ άτομα. Οι περισσότεροι ναι, έχουν ξαναπάει στο Μπέι. Και έχουν ήδη περάσει εκπαίδευση τους άσχετους της ομάδας τους.»
«Γνωρίζουν τις τιμές και τις υπηρεσίες μας;»
«Ναι. Δεν έχουν απευθυνθεί σε κανέναν άλλον και, είπαν, θα πληρώσουν και παραπάνω αν χρειαστεί να αναβάλλουμε άλλες δουλειές μας για να τους δεχτούμε.»
«Εντάξει. Λοιπόν; Όλοι σύμφωνοι;»
Νεύματα κατάφασης από παντού.
«Ζίρζι’μπουτ, ανάλαβε τα διαδικαστικά και προμήθειες. Βίλμα, ό,τι επισκευές ή αναβαθμίσεις χρειαστούν για το πλοίο. Φεν, κανόνισε να φρεσκάρουμε και να πάρουμε νέα πιστοποίηση για τους θαλάμους απολύμανσης και τις στολές. Μίγκο, σου είπαν πόσο θέλουν να μείνουμε;»
«Τουλάχιστον δύο εβδομαδες. Θα γυρίσουμε 2-3 μέρες τη θάλασσα και μετά παραμονή στο νησί.»
«Τέλεια. Εξετάσεις κάναμε όλοι πριν πέντε εβδομάδες σωστά; Δεν ανέβαλλε κανείς;»
«Κανείς.»
«Καταπληκτικά. Νομίζω πως αυτό το ταξίδι θα μας βγάλει όλα τα έξοδα του υπόλοιπου χρόνου.»
    Θυμήθηκα και πάλι τη χθεσινοβραδινή καλεσμένη μου. Αν ελπίζαμε να πάρουμε άμεσα την άδεια για τόσο πολυπληθές ταξίδι στο Μπέι, έπρεπε να περάσουμε αυστηρό έλεγχο στο επόμενο τρίωρο. Τουτέστιν, έπρεπε να φύγει άμεσα από το πλοίο· και αν ήταν δυνατόν, να της προσφέρω έναν καφέ και πρωινό και ίσως μια σύντομη – και αναμφισβήτητα αμήχανη – κουβέντα, αν ήθελε. Δε θυμόμουν καν το όνομά της και δεν ήθελα να είμαι ακόμα περισσότερο γαϊδούρι, διωχνοντάς την κακήν κακώς, ακόμα κι αν είχα στ’αλήθεια τη δικαιολογία του Λιμενικού Ελέγχου.
Σιχαίνομαι το μεθυσμένο σεξ με αγνώστους, δεν είμαι εγώ γι’αυτά. Και το ξέρουν όλοι.
Έφυγα χωρίς να πω κουβέντα, γιατί θα έπεφτε χοντρό δούλεμα.   

***

    Το Λούλου-Μπέι δεν είναι μόνο το όνομα του Κόλπου αλλά και ο μοναδικός οικισμός, σε ένα νησί περίπου 90 τ.χλμ. Φιλοξενεί περίπου 500 άτομα, κυρίως επιστήμονες και ερευνητές, αλλά είναι και αρκετοί που το έχουν επιλέξει ως μόνιμο τόπο διαμονής. Είναι από τα ελάχιστα παρθένα μέρη του πλανήτη. Ο οικισμός καλύπτεται από έναν θόλο τεχνητής ατμόσφαιρας και όποιος θέλει να ταξιδέψει στα υπόλοιπα μέρη του νησιού – το οποίο επίσης καλύπτεται από ένα δεύτερο, μεγαλύτερο θόλο, για να μην επηρρεάζεται από τις συνθήκες του υπόλοιπου πλανήτη – επιβάλλεται να φορά ειδική στολή για να μη μολύνει το μικροκλίμα.
    Όσοι ταξιδεύουν στο Μπέι, περνούν από πλήρη ιατρικό έλεγχο και ειδική εκπαίδευση για την απολύμανση τους, μπαίνοντας και βγαίνοντας από τον θόλο. Ζώα, φυτά, μικροοργανισμοί, μαθαίνεις τα πάντα για τα πάντα. Τι αγγίζεις, τι πλησιάζεις και τι αποφεύγεις, ακόμα και με τη στολή. Εμβόλια, θεραπείες, τεχνολογίες, ό,τι μπορείς να φανταστείς, ανακαλύπτεται ή αναπτύσσεται εδώ, σε αυτόν τον μικρό παράδεισο, με τις εκατοντάδες ξύλινες καλύβες, τα υπόγεια εργαστήρια και τις δαντελένιες παραλίες.
    Όλοι μας το ξέραμε το Μπέι και ανυπομονούσαμε. Μπορεί το ταξίδι να ήταν καθόλου, μα καθόλου εύκολη υπόθεση φίλοι μου· αλλά όταν θα φτάναμε, μας περίμεναν τουλάχιστον δυο εβδομάδες απόλυτης χαλάρωσης, συνοδευόμενες από μια σχεδόν εξωπραγματική αμοιβή.      

    Και τώρα, θα μου πείτε, τι στο καλό κάνω εδώ πέρα, δεκαέξι μέρες μετά την έναρξη του ταξιδιού μας, κλεισμένος σε μια αίθουσα εργαστηρίου μαζί με το πλήρωμά μου, 12 άτομα στριμωγμένα σε μια τρύπα 20 τ.μ.;
«Όλα καλά...» μουρμούρισε η γιατρός που μπήκε στο δωμάτιο, μετά από τρεις ώρες αναμονής μας.
Χωρίς στολή και μάσκα. Ωραία, δεν είμασταν μολυσμένοι ή άρρωστοι. Άρα τι συνέβαινε και μας είχαν απομονώσει;  
«Δεσποινίς Ρίμο και καπετάνιε, ελάτε μαζί μου.»     

    Το πρωί, πριν απ’όλα αυτά, είχαμε βγει βόλτα στο νησί. Οι δύο νεώτεροι του πληρώματος δεν είχαν δει τους φημισμένους καταρράκτες και είπαμε να τους κάνουμε τη χάρη. Η Ζίρζι’μπουτ, ο Ματίους, ο Κλόνο, η Φεν και εγώ. Βεβαίως εγώ. Αποκλείεται να έχανα την ευκαιρία να μιλήσουμε για πράγματα εκτός της δουλειάς αλλά και να χαζέψω το υπέροχο κορμί της, με την εφαρμοστή στολή να αγκαλιάζει κάθε σημείο. Είπαμε αγαπώ, αλλά χρειάζομαι και εικόνες να μου κάνουν παρέα τα μοναχικά μου βράδια.
    Στεκόμασταν απέναντι από τους καταρράκτες. Βρεθήκαμε ξαφνικά οι δυο μας, εγώ κι εκείνη. Οι υπόλοιποι είχαν προχωρήσει μερικές δεκάδες μέτρα πιο πίσω, για να ηρεμήσουν από το εκκωφαντικό βουητό των νερών που έσκαγαν στη λίμνη.
Τέλεια, ούτε σχεδιασμένο να το είχα.
Έκατσα σε ένα βράχο και την κοιτούσα πλάγια – έκανα ότι κοιτούσα μαζί της τους καταρράκτες αλλά τα μάτια μου ήταν στραμμένα πάνω της, φοβερό; Ούτε στο σχολείο δεν έκανα τέτοιες βλακείες και τις έκανα όλες μαζεμένες τώρα, σαράντα χρονών μαντράχαλος.
«Κίραν;»
Ωχ. Ενδοεπικοινωνία μόνο μεταξύ μας και το μικρό μου όνομα. Και πάλι ωχ.
«Τι συμβαίνει;» απάντησα σοβαρός. «Τι έκανα πάλι;» χασκογέλασα, θέλοντας να το ελαφρύνω.
«Μετά από αυτό το ταξίδι, σκέφτομαι να φύγω.»
«Να φύγεις; Να πας πού;»
«Σπίτι. Στη Σειριάνα. Η μητέρα μου, μού έστειλε μήνυμα. Έχει οργανωθεί ολόκληρη επανάσταση εκεί, θέλουν ανεξαρτησία από τον Ωρίωνα, τουλάχιστον διοικητικά, δεν ξέρω λεπτομέρειες. Αλλά αν εδώ αποφασίσουν να πάρουν το θέμα σοβαρά, θα έχω πρόβλημα. Αν τεθεί θέμα απέλασης...»
«...τι θέμα να τεθεί; Είσαι τόσα χρόνια εδώ, πληρώνεις πλήρες μερίδιο στην Κοινοκτημοσύνη, είσαι κανονική πολίτης του Ωρίωνα.»
«Πολλοί δικοί μου έχουν ήδη φύγει. Δε θέλω να πάω αλλά φοβάμαι, να σου πω την αλήθεια. Ήδη σε πολλά μέρη που πάμε υπάρχουν εντάσεις, το βλέπεις κι εσύ. Αλλά, αν μου πεις να μείνω...» ξεκίνησε να λέει και με πλησίασε.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Κατέρρευσε μπροστά στο βράχο που καθόμουν και χτύπησε το κεφάλι της στο γόνατό μου.
Καλά τα έλεγε ο παππούς μου. Μας έχει αλλάξει τα φώτα οικογενειακώς το σκατοφέγγαρο.     

    Αρχικά, όλοι νόμιζαν ότι η Φεν είχε κολλήσει κάτι· και μας έβαλαν απευθείας σε καραντίνα. Ούτε μεσημεριανό δε μας έδωσαν. Αλλά τώρα – αφού είχε συνέλθει πλήρως και μετά τις απαραίτητες εξετάσεις – καθόμασταν οι τρεις μας σ’ενα γραφείο, με τη μικρή να πιέζει το σακουλάκι συνθετικού πάγου στο καρούμπαλό της. Τα γόνατά μου είναι λεπτά, τα κόκκαλα εξέχουν εμφανώς· την έφαγε γερά στον κρόταφο όταν λιποθύμισε.
    Η γιατρός μας ανακοινώσε τον λόγο της κατάρρευσης. Ένιωσα τον εγκέφαλό μου να στριμώχνεται μέσα στο κεφάλι μου. Η Φεν είχε ασπρίσει.
«Έγκυος; Αποκλείεται να είμαι έγκυος. Λαμβάνω πλήρη κύκλο αντισύλληψης κάθε μήνα. Αποκλείεται. Έκανα ιατρικό έλεγχο πριν πέντε εβδομάδες. Αποκλείεται, δεν υπάρχει περίπτωση.»
«Ήταν πολύ νωρίς όταν κάνατε τον έλεγχο, δεσποινίς Ρίμο. Η εγκυμοσύνη των Σειριανών κρατάει παραπάνω από των Ωριανών και γι’αυτό δεν ανιχνεύεται στον ίδιο χρόνο, υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ μας σε αυτό το κομμάτι της βιολογίας μας. Και μερικές φορές η αντισύλληψη δεν πιάνει το ίδιο σε εσάς.»
«Μα γι’αυτό λάμβανα τον πλήρη κύκλο. Ακριβώς επειδή είμαι Σειριανή, με είχαν ενημερώσει οι γιατροί ότι... ότι...»
«...και προφανώς θα σας είχαν πει ότι πάντα υπάρχει ένα μικρό ποσοστό μη επιτυχίας, όπως και για τον αντίστοιχο δικό μας αντισυλληπτικό κύκλο. Και, σύμφωνα με τη Σειριακή νομοθεσία, έχετε περάσει το χρονικό σημείο, μέχρι το οποίο θα είχατε επιλογή για αυτήν την εγκυμοσύνη. Το θέμα τώρα είναι, ότι πρέπει να αναχωρήσετε άμεσα. Και οι δύο γονείς σας είναι Σειριανοί, ο οργανισμός σας θα ανταποκριθεί καλύτερα εκεί. Επιπροσθέτως, το επίσημο πρωτόκολλο εμβρυακής ανάπτυξης της Σειριάνας, απαγορεύει την περαιτέρω παραμονή σας στον πλανήτη. Οι βιολογικές μας διαφορές σε συνδυασμό με την κατάστασή σας, ίσως αποβούν μοιραίες για το έμβρυο αλλά και για εσάς. Υποθέτω πως θα μπορούσατε να μείνετε και να γεννήσετε εδώ με δική σας ευθύνη και ειδική άδεια – σαφώς με επιπλέον ιατρικούς ελέγχους, φαρμακευτική αγωγή, ακόμα πιο ελεγχόμενη διατροφή και εξαιρετική προσοχή στο παραμικρό καθημερινώς – αλλά, αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή, με την ένταση που επικρατεί μεταξύ των πλανητών μας, δε νομίζω πως θα είναι εφικτό να λάβετε την ειδική άδεια.»
«Σίγουρα δε θα μπορέσω να την πάρω...» μονολόγησε, βουρκωμένη, η Φεν.
«Γνωρίζετε τον πατέρα του εμβρύου;»
«Ναι. Δεν τον γνωρίζω ακριβώς βέβαια. Μια νύχτα περάσαμε μαζί. Δεν ξέρω καν το όνομά του ούτε πώς να τον βρω.»
«Σειριανός»
«Ναι, αυτό το ξέρω.»
«Άρα, ακόμα πιο επείγον το να φύγετε. Αν ήταν από τον Ωρίωνα, θα μπορούσαμε να κάνουμε εξετάσεις, αν το βασικό βιολογικό υλικό του εμβρύου είχε κληρονομηθεί από τον πατέρα ίσως να μην υπήρχε θέμα και ίσως να καταφέρναμε να πάρουμε την ειδική άδεια λόγω ιδιαίτερων συνθηκών. Αλλά τώρα...» ξεφύσηξε ανήσυχη η γιατρός. «Θα σας δώσω λίγο χρόνο, να συνειδητοποιήσετε, να προετοιμαστείτε. Καπετάνιε;»
Τίποτα.
«Καπετάνιε!»
«Μάλιστα» είπα αφηρημένα.
«Σας χρειάζομαι για να συμπληρώσω την αναφορά μου και την αίτηση για το ταξίδι της δεσποινίδος Ρίμο στη Σειριάνα. Πρέπει να υπογράψετε την άδεια αποχώρησης και να επικοινωνήσουμε με καμιά δεκαριά Υπηρεσίες. Ελάτε παρακαλώ.»
Σκατοφέγγαρο, σκατοφέγγαρο, σκατοφέγγαρο.

***

    Τη Φεν τη γνωρίσαμε πριν πέντε χρόνια, στη Γκονρότ. Μεγάλο λιμάνι, με τα ψηλά του κτήρια σε σχήμα παραμορφωμένου αβγού – πολύ της μόδας τα αβγά στην αρχιτεκτονική την τελευταια δεκαετία – με τα φώτα, τις πλατείες, τις τεράστιες αποβάθρες και τα μαγαζιά του. Κόσμος παντού, πλήθος ατελείωτο. Με το δικό του ναυπηγείο και το δικό του πεδίο εκτόξευσης, σπάνιο για λιμάνι να έχει και τα δύο. Είχε σύνδεση προς όλους τους προορισμούς και στη θάλασσα και στο διάστημα. Αστρόπλοια έρχονταν και έφευγαν όλη μέρα. Προς και από όλα τα φεγγάρια του Ωριώνα. Σειριάνα, Άρκτο, Αρτέμιδα, Ευρυάλη. Είχε και μερικά μικρά σκάφη, των 5 ατόμων, που πήγαιναν στον Αρκτούρο, τη ζώνη αστεροειδών γύρω από την Άρκτο, αυτά τα χρησιμοποιούσαν πολύ οι μεταλλωρύχοι που έκαναν δουλειές εκεί. Μια φορά το χρόνο είχε και διαδρομή στους εξωπλανήτες του ηλιακού συστήματος. Αυτά τα προτιμούσαν οι ηλικιωμένοι, δεν κουνιόντουσαν από το κάθισμά τους· χάζευαν έξω και αυτό ήταν.     
    Τέλος πάντων, την πετύχαμε σε ένα εστιατόριο, όπου λιποθύμισε ξαφνικά. Κάτι είχε φάει που δεν έπρεπε ή που δεν είχε ξαναδοκιμάσει και ο οργανισμός της αντέδρασε πολύ άσχημα. Ο Μίγκο την άρπαξε και τρέξαμε στο κοντινότερο Θεραπευτήριο, είχε πολλούς κοντινούς φίλους από τη Σειριάνα και ήξερε απ’αυτά, αντέδρασε αμέσως. Εγώ... κοιτούσα σα χαμένος τη νεαρή γυναίκα στο κρεβάτι των επειγόντων μπροστά μου. Μισή μερίδα, κάτασπρη σαν το πανί, πάλευε να αναπνεύσει με τη βοήθεια των γιατρών. Δεν ήταν ότι δεν είχα ξαναδεί Σειριανό με αλλεργία ή γενικά οποιονδήποτε άνθρωπο τραυματισμένο ή ετοιμοθάνατο ή ακόμα και νεκρό. Αλλά με τη Φεν μού τη βάρεσε, δεν ξέρω γιατί.
Μείναμε μαζί της, μέχρι που πήρε εξιτήριο και κρατήσαμε επαφή.
    Όταν, μετά από μερικές εβδομάδες, ήρθε για συνέντευξη για τη νέα θέση Υπευθύνου Καταστρώματος που είχε ανοίξει στο σκάφος μας, αρνήθηκα χωρίς καν να διαβάσω το βιογραφικό της. Δεν υπήρχε περίπτωση, καμία περίπτωση να έχω έναν τόσο ευάλωτο άνθρωπο σε μια τόσο καίρια θέση. Με περίμενε για μέρες κάθε πρωί και μου έπρηζε τα νεύρα. Μου έστελνε βίντεο και ολογράμματα των καταδυτικών αποστολών που είχε οργανώσει και εκτελέσει στην προηγούμενή της δουλειά.     
«Γιατί είσαι τόσο αρνητικός ρε παιδί μου,!;» μου φώναζε ο Μίγκο. «Μπορεί να είναι νεαρή, αλλά είναι πολύ καλή. Ξέρει τι κάνει και εγώ θέλω κάποιον στο κατάστρωμα που να ξέρει τι κάνει.»
«Κι εγώ θέλω κάποιον που να μπορεί να βγάλει τη μέρα χωρίς να ανησυχώ αν θα πεθάνει, γιατί μπορεί να πιει καταλάθος μη διυλισμένο νερό.»
«Κίραν, ο Νοτ, πριν αποφασίσεις επιτέλους να τον απολύσεις, δούλευε όλο τον εξοπλισμό με το μπουκάλι του σπίριτον δίπλα του. Μονίμως φτιαγμένος. Πόσες φορές έκανα εγώ τη δουλειά του, θυμάσαι; Δεν είναι άρρωστη, απλά έχει ιδιαίτερες ανάγκες. Τον μεθύστακα τον είχες μαζί σου δυο χρόνια, σε εκείνη γιατί δε δίνεις μια ευκαιρία;»     
    Την προσλάβαμε, προφανώς. Και της διέλυσα εγώ αυτή τη φορά τα νεύρα. Κάθε μέρα πάνω από το κεφάλι της, να επιθεωρώ, να διπλοτσεκάρω ό,τι εργασία έκανε, προγράμματα, εξοπλισμό, να ελέγχω ακόμα και τη διατροφή της, το πρόγραμμα ύπνου της, τους γκόμενούς της που μπορεί να επηρρέαζαν την προσοχή της και την ποιότητα της δουλειάς της. Πολιτισμένα πράγματα δηλαδή.
Λοιπόν, δεν είπε κουβέντα. Λέξη. Την έβλεπα κάθε φορά να κοκκινίζει από θυμό και να κλείνει τα μάτια της, προσπαθώντας να βρει κάποιο μέρος μέσα στο μυαλό της, για να ξεφύγει από την έκρηξη που ερχόταν. Στους πέντε μήνες, η Ζίρζι’μπουτ τσακώθηκε τόσο άσχημα μαζί μου για χάρη της, που κάναμε να μιλήσουμε πάνω από μια εβδομάδα. Και στους εφτά μήνες, η Φεν μου έσωσε τη ζωή.     
Οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία – αλλώστε δεν είχε συμβεί ποτέ μέχρι τότε και δε θα ξανασυμβεί, τελεία. Θα πω μόνο ότι ήταν σε μια κατάδυση με τουρίστες στο Γκρίμελιν· και ξέρετε τι σημαίνει κατάδυση στο Γκρίμελιν. Εκεί όπου, κυριολεκτικά, η παραμικρή απροσεξία μπορεί να σου στοιχίσει ανεπανόρθωτα.
    Μετά από αυτό, το βούλωσα και ηρεμήσαμε όλοι. Και κάπου στην πορεία, τα βρήκαμε με τη Φεν. Εκτός του Μίγκο, ήταν η μόνη που μπορούσε να με αποκαλεί με το μικρό μου όνομα όταν συνέβαινε κάτι σοβαρό, η μόνη που μπορούσε να είναι απόλυτα ειλικρινής μαζί μου και να μην την βρίσω, η μόνη που μπορούσα να εμπιστευτώ στην ενδοεπικοινωνία μου όταν βρισκόμουν στο βυθό, με κλειστά μάτια, ακόμα και στους βούρκους της Άιρντα. Αυτή που έβλεπα ως μια άπειρη νεαρή, αυτό το δήθεν «κοριτσάκι» που μου έφτανε μέχρι τους ώμους και έπρεπε να διπλοτσεκάρει ακόμα το νερό που έπινε, την ίδια στιγμή που είχε υπό την ευθύνη της ένα ολόκληρο πλήρωμα σε καταδύσεις, είχε καταφέρει να κερδίσει τον πλήρη σεβασμό μου.
    Είχε κερδίσει και την καρδιά μου από τότε εννοείται, αλλά ήμασταν συνάδελφοι κι εγώ ήμουν σοβαρός και αυστηρός και έμπειρος και μεγαλύτερος – γιατί είμαι σοβαρός και αυστηρός, το ξέρω ότι γελάτε τώρα, αλλά εραστές και ερωμένες εγώ στο σκάφος δεν έφερνα ποτέ, μην κοιτάτε τον τελευταίο χρόνο που έχω αποπροσανατολιστεί τελείως, επειδή προσπαθούσα να καταπιώ και να χωνέψω και να ξεχάσω ότι την αγαπώ για τόσον καιρό και τώρα η μπουκιά μού πισωγύρισε και τώρα δεν ξέρω ούτε πώς να τη μασήσω και κάνω βλακείες για να προσποιηθώ πως δεν την έφαγα καν.

    Εάν ζούσε η μάνα μου, θα με είχε πάρει χαμπάρι, θα μου ειχε ρίξει μια σφαλιάρα στο σβέρκο στα γρήγορα, θα είχα συντονιστεί και δε βρισκόμασταν σε αυτή τη θέση τώρα. Εγώ, να στέκομαι πλήρως ακίνητος στην πόρτα της καλύβας της Φεν, με το ηλιοβασίλεμα του Μπέι πίσω μου, ανήμπορος να κάνω ή ακόμα και να σκεφτώ οτιδήποτε. Κενό ρε παιδί μου, πλήρες κενό, ούτε στο πρώτο μου μεθύσι δεν είχα τέτοιο κενό. Και εκείνη να ετοιμάζει τα πράγματά της για να φύγει την επόμενη μέρα. Έτοιμη να σπάσει, με υγρά μάτια, με κοφτές αναπνοές για να πνίξει το κλάμα.     
    Η διαδικασία είχε ως εξής: εννιά με δέκα μέρες ταξίδι μέχρι τη Γκονρότ· και μάλιστα απομονωμένη, σε αποστειρωμένο δωμάτιο στο πλοίο που θα τη μετέφερε. Άμεση αναχώρηση με το πρώτο διαστημικό λεωφορείο για τη Σειριάνα, καραντίνα 15 μέρες εκεί, εμβολιασμός και σταδιακή επαναπροσαρμογή του οργανισμού στις συνθήκες διαβίωσης. Και με όλα τα πολιτικο-κοινωνικά που συνέβαιναν εκεί πάνω, πιθανότατα δεν θα την ξαναβλέπαμε ποτέ.
Δεν θα την ξαναέβλεπα εγώ ποτέ.
«Τώρα που έχουμε επιτέλους λίγη ησυχία και προφανώς θα είναι η τελευταία μας συζητηση, θες να μου πεις τι σου συμβαίνει τον τελευταίο χρόνο; Κάνεις σαν εικοσάχρονος σε οίστρο.»
«Είσαι σίγουρη ότι θες να συζητήσουμε τα προσωπικά μου; Δε θες να συζητήσουμε γι’αυτό που συμβαίνει τώρα;»
«Κίραν. Μόλις έμαθα ότι είμαι έγκυος, το πρώτο σκάφος φεύγει αύριο το μεσημέρι, που σημαίνει ότι έχω λιγότερες από είκοσι ώρες να αποχαιρετήσω όποια ζωή είχα μέχρι τώρα. Εκεί που πάω είναι στα πρόθυρα του εμφυλίου και του πολέμου με τον Ωριώνα, πιθανότατα δε θα ξαναδώ κανέναν σας και δε θέλω να αρχίσω να κλαίω γιατί πιθανότατα δε θα σταματήσω ποτέ. Εντάξει, ικανοποιήθηκες; Σειρά σου.»
«Αυτό δεν ήταν συζήτηση, ήταν μονόλογος.»
«Κίραν!»
Ξεφύσηξα, αναστέναξα, ξεφύσηξα πάλι.
«Όταν ήμασταν στον καταρράκτη, μου είπες ότι σκεφτόσουν να φύγεις αλλά αν σου ζητούσα να μείνεις... αν στο ζητούσα εγώ θα έμενες; Αυτό ήθελες να μου πεις;»
Σταμάτησε να μαζεύει και άρχισε να πλέκει τα δάχτυλά της. Φαινόταν αμήχανη.
«Θα μου το ζητούσες;»
Α, ρε σύμπαν... θα με βάλεις να το κάνω αυτό τώρα; Από όλες τις φορές που θα μπορούσες να με στριμώξεις για να το κάνω, διάλεξες αυτήν; Μπράβο, εξαιρετικά, ευχαριστώ πολύ. Βαθιά ανάσα, το πιθανότερο είναι να πω ασυναρτησίες και να μην καταλάβει λέξη και να τη γλυτώσω με μερικά γέλια.
«Θα στο ζητούσα. Δε θα είχα άλλη επιλογή. Αν έφευγες, δε θα ήξερα πώς να σηκωθώ από το κρεβάτι την επόμενη μέρα. Δε θα είχα ιδέα πώς να καταδυθώ ξανά, χωρίς να ακούω την ανάσα και τη φωνή σου στο ακουστικό μου, εκεί κάτω, στην απέραντη ησυχία. Αν έφευγες... τώρα που φεύγεις και σε βλέπω δυστυχισμένη και σε φαντάζομαι μόνη σου εκεί πάνω, πώς θα αντέξω να μη μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα γι’αυτό; Τόσους μήνες τώρα αντέχω, γιατί μου έφτανε να σε βλέπω και να σε αισθάνομαι γύρω μου. Μου έφτανε να σε βλέπω καλά. Τώρα πάει κι αυτό και...»
    Έτρεξε και πήδηξε επάνω μου. Τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση μου και με φίλησε. Μου είχε τύχει πολλές φορές να ζαλιστώ και να παραπατήσω φιλώντας μια γυναίκα. Δε μου είχε ξανατύχει να είμαι νηφάλιος όταν συνέβαινε αυτό. Άπλωσα το χέρι μου προς τα πίσω και έκλεισα την πόρτα, γύρισα και έκανα δυο βήματα και η πλάτη της ακούμπησε στον ξύλινο τοίχο.
    Καταπιεσμένες επιθυμίες ενός ολόκληρου χρόνου στριμωγμένες σε μια νύχτα. Καθόλου, μα καθόλου εύκολη υπόθεση φίλοι μου.     

***

    Οκτώ ημέρες μετά, το σκάφος που μας μετέφερε έβγαινε από τη Μελιγονική. Πώς μπορούσα να την αφήσω μόνη της; Κανόνισα με τους δικούς μου να την πάω μέχρι τη Γκονρότ και να έρθουν μόλις τελειώσουν τη δουλειά με τους επιστήμονες, να με πάρουν από εκεί. Ο καπετάνιος του σκάφους, γνωστός από παλιά, ήταν μαζί μου στο δωμάτιο δίπλα στην αποστειρωμένη αίθουσα που βρισκόταν η Φεν. Οι δύο χώροι επικοινωνούσαν με ένα μεγάλο τζάμι στον κοινό τους τοίχο. Εκείνη κοιμόταν από το πρωί.
«Κρίμα ρε παιδί μου όμως. Να σου φεύγει μέλος της ομάδας τόσο ξαφνικά.»
«Δεν έχεις ιδέα.»
«Είναι πολύ καλή στη δουλειά της, σε ζήλευα πάντα που την πέτυχες εσύ. Αλλά είναι και η μικρή σκασμένη, τη βλέπω όλες αυτές τις μέρες που ταξιδεύουμε.»
    Δεν ανταλλάξαμε άλλη λέξη. Καθόμασταν έτσι αμίλητοι και την κοιτούσαμε από το τζάμι, όταν χτύπησε η πόρτα. Ήταν ένας νεαρός από τις Επικοινωνίες.
«Καπετάνιε, μας έστειλαν επείγον από τη Γκονρότ. Ο Πρόεδρος της Συνομοσπονδίας του Ωρίωνα έβγαλε διάγγελμα. Όλες οι πτήσεις από και προς Σειριάνα αναβάλλονται μέχρι νεωτέρας, λόγω διακοπής διπλωματικών σχέσεων.»
«Αν είναι δυνατόν! Τους ενημέρωσες για την κοπέλα; Για την κατάστασή της;»
«Τους το είπα. Απάντησαν ότι όποιος Σεριανός ήταν να ταξιδέψει λόγω προβλήματος υγείας, μεταφέρεται στα κέντρα καραντίνας, τα διαμορφώνουν με ατμοσφαιρικούς θόλους για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Μου είπαν ότι, εδώ που βρισκόμαστε, καλύτερα να επιστρέψουμε στο Μπέι. Πιθανότατα θα στείλουν όλες τις Σειριανές εγκύους εκεί, για να μην είναι μαζί με τους ασθενείς. Μιλάνε ήδη με τους γιατρούς του νησιού.»
    Οι επόμενες στιγμές πέρασαν σαν σε αργή κίνηση. Σηκώθηκα και ακούμπησα το τζάμι. Κοιμόταν ακόμα, δεν είχε ακούσει λέξη. Είχα παγώσει, δεν είχα ιδέα πόσο καιρό θα αναγκαζόταν να μείνει εδώ, πόσο θα κινδύνευε στην κατάστασή της, ακόμα και υπό τις καλύτερες τεχνητές συνθήκες. Και η οικογένειά της στη Σειριάνα; Τι θα κάναμε αν ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος; Την είδα ξαφνικά, να χαϊδεύει ανεπαίσθητα, στον ύπνο της, την κοιλιά της. Και μέσα στο χαμό των σκέψεών μου, κάπου ξεπετάχτηκε δειλά μια καινούρια· σχεδόν δεν την κατάλαβα.
Θα γίνω πατέρας. Σκατοφέγγαρο, θα γίνω πατέρας.

Τέλος

Α. Γάρδα

Photo: Maya Bay (Koh Phi Phi island), Thailand
Credits: theworldtravelguy.com

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση