Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 11
«Λυπάμαι πολύ γι’αυτό που συνέβη» είπε ο Ρέο στη Φαλάκ, καθισμένος πάνω σε ένα ξύλινο παγκάκι δίπλα στην τροχήλατη καρέκλα. «Δεν ξέρω τίποτα για όσα έλεγε. Με εκνευρίζει πολύ να μην ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι πως θα μάθω άμεσα.»
«Πώς έφτιαξε ο Μάτου τον κόσμο της Τσαγιέρας;» ρώτησε εκείνη ήρεμα – ασυνήθιστα ήρεμα για την περίσταση – χαζεύοντας από μακριά το στήσιμο της γιορτής (που συνέχισε κανονικά, λίγο αφότου έφυγε ο Τσανγιόλ και ξεχάστηκαν πάλι οι νεκροί). «Εννοώ, όλο αυτό, εδώ μέσα. Είναι αντίγραφο κάποιου αληθινού μέρους;»
«Α, καταλαβαίνω γιατί ρωτάς» χαμογέλασε ο Ρέο. «Όλο αυτό, που μοιάζει τόσο με την Ευχή του Πολεμιστή, που όμως είναι λόγια που είπε ο Τσανγιόλ πριν δει αυτό το μέρος, οπότε πώς ήξερε...; Ναι, ναι, καταλαβαίνω.»
«Ναι, και;»
«Είναι πράγματι αντίγραφο· του χωριού που μεγάλωσε η γυναίκα του Μάτου, η Αμπούγια. Σ’εκείνο το χωριό γνωρίστηκαν, όταν ήταν νέοι. Ο Μάτου ταξίδευε κάπου κοντά στην περιοχή, όπου βρήκε και έσωσε ένα ελαφρά τραυματισμένο πλάσμα του δικού μου κόσμου. Το έφερε μαζί του στο χωριό και έμεινε μαζί του, μέχρι το πλάσμα να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Η Αμπούγια – ισχυρή μάγισσα και η ίδια, προερχόμενη από γνωστότατη οικογένεια μάγων, με αξιοθαύμαστες ικανότητες – πήρε χαμπάρι και τους δύο και ήρθε και τους βρήκε, στον στάβλο όπου είχαν βρει καταφύγιο. Μόλις αντίκρυσαν ο ένας τον άλλον... αυτό ήταν. Από ‘κει και πέρα, ήταν αχώριστοι. Μεγάλη αγάπη. Τεράστια. Με ένταση και διάρκεια, για ανθρώπινη σχέση· πάνω από δύο αιώνες. Μέχρι τον θάνατό της, στη γέννα της κόρης τους.»
«Αν ήταν τόσο καιρό μαζί, γιατί καθυστέρησαν τόσο να κάνουν παιδί; Δεν ήθελαν;»
«Δε μπορούσαν. Είχαν δοκιμάσει τα πάντα. Και στους δύο κόσμους. Η Αμπούγια έπιανε παιδιά στην κοιλιά της πολύ εύκολα, αλλά δεν έμεναν. Κάποια στιγμή, κάτι δούλεψε και το τελευταίο παιδί έμεινε. Δε νομίζω ότι ήξεραν και οι ίδιοι τι ήταν. Απλά ήταν χαρούμενοι που τα είχαν καταφέρει.»
«Ναι, αλλά σε τόσο μεγάλη ηλικία και για τους δύο;»
«Η ηλικία, λίγη σημασία έχει για πολυετείς μάγους όπως ο Μάτου και η Αμπούγια. Δεν ήταν ηλικιωμένοι, ούτε στο σώμα ούτε στο μυαλό. Όταν τους γνωρίσεις, θα δεις πως η Αμπούγια φαίνεται νεότατη για τα χρόνια της. Ο Μάτου φαίνεται ηλικιωμένος, μόνο και μόνο γιατί έχασε τη μαγεία του πριν τον φέρω εδώ μέσα.»
«Αντίγραφο του χωριού όπου γνωρίστηκαν...» μονολόγησε σκεπτική η Φαλάκ. «Είχε ο Τσανγιόλ κάποια σχέση με αυτό το χωριό;»
«Καμία απολύτως. Το χωριό ήταν κοντά στα σύνορα, μίας από τις γειτονικές σας χώρες. Ο Τσανγιόλ δεν καταγόταν καν από εκεί· ούτε ως πολεμιστής το είχε δει. Σε όλα τα χρόνια του στον Αυτοκρατορικό στρατό, δεν είχε περάσει τα σύνορα. Άλλωστε, το χωριό είχε αλλάξει ριζικά, πριν ακόμα από τη γέννησή του. Ακόμα κι αν το είχε δει, θα είχε αντικρύσει μια μικρή, οχυρωμένη, πόλη, με στρωμένους δρόμους, στρατιώτες και φασαρία· όχι αυτό το γαλήνιο αριστούργημα που απλώνεται γύρω μας.»
«Δε μπορεί να μη συνδέονται· δε μπορεί. Κι εγώ; Πώς ανακατεύτηκα εγώ σε όλο αυτό; Γιατί ο Τσανγιόλ νομίζει ότι εγώ είμαι υπεύθυνη για τον ερχομό του εδώ, εξήντα χρόνια πριν τη δική μου γέννηση;»
«Σου υπόσχομαι πως θα τα βρούμε όλα.»
«Αφού ξέρεις ήδη για το χωριό και την Ευχή, δεν αναρωτήθηκες ποτέ πώς συνδέονται;»
«Μα και βέβαια, για ποιον με πέρασες αγαπητή μου;»
«Ναι, και;»
«Ο Τσανγιόλ έλεγε πάντα πως το χωριό, ήταν απλά ένα όνειρο που είχε δει. Και δε μας ακούστηκε τόσο περίεργο. Πολλές φορές τα όνειρα των ανθρώπων μπλέκονται με τον κόσμο πίσω από τον κόσμο· διόλου απίθανο, ένα πλάσμα που μπαινοβγαίνει εδώ μέσα να βρέθηκε σε κάποιο όνειρο του Τσανγιόλ και να μπερδεύτηκαν οι εικόνες και οι μνήμες τους για λίγο – ακόμα κι αν τα ελάχιστα πλάσματα που μπαινοβγαίνουν και δε ζουν μόνιμα εδώ μέσα, παίρνουν απάτητους όρκους για τη μυστικότητα της Τσαγιέρας, δε μπορώ να ελέγξω τα μπερδέματα των ονείρων. Και δε με νοιάζει τελικά. Είναι απλά όνειρα για τους ανθρώπους· και το συγκεκριμένο όνειρο, δε θα ήταν ποτέ τόσο ιδιαίτερο που να τραβήξει την προσοχή οποιουδήποτε από τον δικό μου κόσμο.»
«Όμως μετά, ήρθα εγώ.»
«Ναι.»
«Που σας είπα και τη δική μου σύνδεση με όλα αυτά.»
«Μάλιστα.»
«Και σίγουρα αυτό θα σκέφτηκες, Κλέουσα...» γύρισε η Φαλάκ προς τη μαυροφορεμένη γυναίκα «... όταν έλεγες για κοινές μοίρες και ανώτερους σκοπούς.»
«Σκόπευα να το συζητήσουμε περαιτέρω ούτως ή άλλως, παρά τις αντιρρήσεις του Ρέο» απάντησε σκεπτική εκείνη.
«Και ακόμα περισσότερο τώρα, που οι συνδέσεις μας γίνονται ακόμα περισσότερες και μυστηριώδεις» συμπλήρωσε η Φαλάκ.
«Ακριβώς.»
«Δε νομίζεις κι εσύ τώρα, Ρέο, ότι όλο αυτό το, φαινομενικά, τυχαίο κουβάρι, είναι από την ίδια κλωστή;»
Εκείνος αναστέναξε.
«Νομίζω απλά, πως τουλάχιστον μαζεύουμε περισσότερα στοιχεία για να το ξεμπλέξουμε.»
«Μάλιστα.»
«Περιμένεις να παραδεχτώ, πως κάποιος μας κοιτάει από κάπου ψηλά και γελάει με το σχέδιό του και τα βάσανά σας;»
«Όχι. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ.»
«Να σκεφτείς ότι τώρα που βρεθήκαμε όλοι μαζί, τυχαία...» τόνισε τις τελευταίες λέξεις «... καλό θα είναι να ασχοληθούμε με τον αληθινό μας στόχο· την απελευθέρωση του Τσανγιόλ. Όχι να λύσουμε το χάος του σύμπαντος.»
«Δε βρεθήκαμε ακόμα όλοι. Δεν έχω γνωρίσει ακόμα τον Μάτου.»
«Η οργάνωση της συνάντησης με τον Μάτου δεν είναι όσο απλή νομίζεις, αγαπητή μου. Δε θα γίνει τώρα, σίγουρα.»
«Θα γίνει την επόμενη φορά, που ελπίζεις ότι θα ξαναμπώ.»
«Ελπίζω· και για τα δύο» της απάντησε, χαμογελώντας στραβά.
Ξαφνικά, ένα κορίτσι από το πλήθος της γιορτής, τους πλησίασε διστακτικά. Η Κλέουσα της χαμογέλασε και το κορίτσι πήρε θάρρος και άνοιξε το βήμα του. Έφτασε μπροστά τους και έκανε μια βιαστική υπόκλιση.
«Δεσποινίς...» απευθύνθηκε στη Φαλάκ. «Εσείς είστε που θα ελευθερώσετε τον Τσανγιόλ; Ο Όλαφ μας είπε πριν, ότι μπήκε μια δεσποινίς ζωντανή εδώ μέσα. Και σκέφτηκα... ποιος άλλος λόγος να φέρει ο Ρέο μια δεσποινίς ζωντανή εδώ μέσα, αν δεν ήταν για να βοηθήσει τον Τσανγιόλ; Δεν υπάρχει άλλος να βοηθήσει η ζωντανή δεσποινίς. Και τώρα, φώναξε κι ο Τσανγιόλ... είστε στ’αλήθεια εδώ για να τον ελευθερώσετε;»
Ο Ρέο μειδίασε θλιμμένα.
«Φαλάκ, να σου γνωρίσω τη Λιούμι. Δεκαέξι ετών. Πέθανε από τύφο, χίλια χρόνια πριν, σε μια χώρα μακριά από εδώ. Ήταν η ωραιότερη φωνή της γενιάς της, σε ολόκληρο τον κόσμο. Αν δεν είχε πεθάνει τόσο νέα κι αν είχε την τύχη να την ανακαλύψουν και να ξεφύγει από τη φτώχεια της, σίγουρα τώρα θα αναφερόταν σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες του κόσμου σου. Θα την απολαύσεις κι εσύ, αν επιλέξεις να μείνεις μέχρι το βράδυ. Ή αν ξανάρθεις τις επόμενες μέρες, μέχρι το τέλος της Γιορτής του Τσαγιού.»
«Αν τον βοηθήσετε, κυρία Φαλάκ, θα τραγουδήσω μόνο για εσάς, όποτε κι αν ξανάρθετε!» φώναξε ενθουσιασμένο το κορίτσι. «Θα τον βοηθήσετε, όπως είπατε πριν;»
«Δεν ήξερα ότι μας άκουγαν όλοι» είπε η Φαλάκ στον Ρέο. «Νόμιζα πως, τουλάχιστον εγώ, είχα χαμηλώσει τη φωνή μου.»
«Με τα βλέμματα όλων στραμμένα πάνω σας πριν, ακόμα κι αν ψιθυρίζατε, θα ακουγόσασταν σε όλη την πλατεία. Οι νεκροί ξεχνιούνται και θολώνουν κάθε μέρα, αλλά όταν στρέφουν όλοι μαζί την προσοχή τους κάπου, όλα γίνονται πεντακάθαρα. Και η σιωπή της Τσαγιέρας δεν είναι σαν τις άλλες.»
«Κυρία Φαλάκ;»
«Λιούμι...» της απάντησε αμήχανα, κουνώντας νευρικά το πόδι της. «Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τον βοηθήσω. Όμως, θα προσπαθήσω.»
«Να προσπαθήσετε κυρία Φαλάκ! Ο Τσανγιόλ αξίζει όλες τις προσπάθειες του κόσμου! Είναι το πιο μεγάλο κρίμα, να είναι φυλακισμένος εδώ μέσα! Ευχαριστούμε κυρία Φαλάκ!» φώναξε πάλι η Λιούμι και έφυγε τρέχοντας.
«Είναι πολύ αγαπητός εδώ μέσα» είπε ο Ρέο συμπονετικά, σκουντώντας τον ώμο της υποστηρικτικά. «Η μεγάλη του καρδιά διαλύει όλες τις ομίχλες των πεθαμένων· έστω κι αν είναι για λίγο αυτό το ξεθόλωμα. Ακόμα κι αν κοιμάται για χρόνια κάθε φορά. Έστω κι αν χρειάζεται να προσπαθεί με τα ίδια άτομα από την αρχή, ξανά και ξανά.»
Πέρασε το βλέμμα του από τον κόσμο της πλατείας.
«Εκεί, δίπλα στη σκηνή. Βλέπεις τον άντρα που κρεμάει το σκηνικό;»
«Ναι.»
«Αυτός είναι ο Πραμάνα. Καταπληκτικός οργανοπαίχτης, πολύ επιτυχής στην εποχή του – από τους ελάχιστους εδώ μέσα, που αναγνωρίστηκαν εν ζωή. Τον γνώρισα κι αυτόν πολύ πριν την Τσαγιέρα, όταν οι νεκροί ήταν ακόμα στη συνείδησή μου. Τον κυνηγούσα για χρόνια, για να τον πείσω να μείνει μαζί μου μετά τον θάνατό του. Του είχα προσφέρει παγκόσμια φήμη, περιουσίες, ευτυχία. Τον δολοφόνησε κάποιος, για να του κλέψει την αγαπημένη του. Ανόητοι άνθρωποι...» ο Ρέο κούνησε το κεφάλι του. «Και στις τελευταίες του στιγμές, έκπληκτος και πικραμένος μαζί για όλα τα χαμένα του χρόνια και τις χαμένες του μελωδίες, δέχτηκε να με ακολουθήσει. Ο Πραμάνα έμεινε για πολύ καιρό ανενεργός μέσα στο μυαλό μου και ύστερα μέσα στην Τσαγιέρα, εξαιτίας της θλίψης και του θυμού του. Ο Τσανγιόλ ήταν ο μόνος που τον κατάφερε να πιάσει ξανά το σασάντο του και να παράξει τη μουσική που κάνει πάντα το μυαλό μου να ταξιδεύει. Κι εκεί, στ’αριστερά, βλέπεις την ηλικιωμένη γυναίκα που κουβαλάει τα καλάθια με το φαγητό;»
«Με την κίτρινη φούστα;»
«Ναι. Η Μάριαμ. Ζει στο ίδιο σπίτι με τον Τσανγιόλ, το παλιό σπίτι του Μάτου.»
«Το παλιό σπίτι του Μάτου;»
«Ναι, μεγάλη ιστορία. Θα την πούμε κάποια στιγμή, αλλά στο θέμα μας τώρα. Η Μάριαμ ήταν από τους μεγαλύτερους συνθέτες της εποχής της. Γνωστή βέβαια μόνο στην περιοχή και τους φίλους της, γιατί ήταν γυναίκα. Κάποιος, κάποτε, της έκλεψε σχεδόν όλα τα έργα της και τα παρουσίασε ως δικά του. Η Μάριαμ προσπάθησε να βρει το δίκιο της, αλλά δεν είχε ούτε λεφτά ούτε ισχυρούς φίλους ή υποστηρικτές. Τότε ήταν που τη γνώρισα εγώ και την έπεισα να με ακολουθήσει. Λίγα χρόνια μετά, η καρδιά της δεν άντεξε. Ήταν από τους πρώτους που μπήκε κατευθείαν στην Τσαγιέρα μετά τον θάνατό της. Έπαιζε και συνέθετε σε ένα κλειδοκύμβαλο που φτιάξαμε ειδικά για εκείνη, όμως όχι κάτι ιδιαίτερο. Όταν τη γνώρισε ο Τσανγιόλ και την άκουσε να παίζει, επειδή αγαπούσε πολύ τη μουσική και ο ίδιος, αναγνώρισε κατευθείαν στο παίξιμό της τις νότες που είχε αγαπήσει υπό το όνομα κάποιου άλλου, διασημότατου συνθέτη.»
«Αυτού που έκλεψε τα έργα της Μάριαμ.»
Ο Ρέο έγνεψε καταφατικά.
«Στην εποχή του Τσανγιόλ, ήταν ακόμα πασίγνωστος και αγαπητός, αν και νεκρός και ο ίδιος πολύ καιρό. Το θέμα με τη Μάριαμ, ήταν ότι ο Τσανγιόλ δεν αναγνώρισε απλά τις νότες. Κατάλαβε σχεδόν αμέσως πως εκείνη ήταν η αυθεντική συνθέτης και όχι απλά μια καλή μουσικός που αντέγραφε το ύφος κάποιου άλλου. Και η Μάριαμ κατάλαβε σχεδόν αμέσως, πως εκείνος είχε καταλάβει. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και, κάπως, ήξεραν και οι δύο. Σύντομα τη βοήθησε να κατασκευάσει και να κουρδίσει ένα καινούριο κλειδοκύμβαλο, όπως ήθελε εκείνη – και όπως ονειρευόταν, όταν ήταν ακόμα ζωντανή και δεν είχε ούτε τα χρήματα ούτε την επιρροή για να το καταφέρει. Όταν έπαιξε για πρώτη φορά σε αυτό το κλειδοκύμβαλο... αχ, αγαπητή μου, όταν ακούστηκε για πρώτη φορά εδώ μέσα αυτό το κλειδοκύμβαλο... όλη μου η συνείδηση, όλη η Τσαγιέρα ρίγησε από χαρά και ικανοποίηση. Εδώ μέσα η Μάριαμ, παρά τη θολούρα του θανάτου, έχει συνθέσει κάποια από τα εκπληκτικότερα κομμάτια που ο κόσμος δε θα έχει ποτέ την τιμή να απολαύσει. Α, να και ο Σάγια!»
«Ο Σάγια;»
«Ο όμορφος νεαρός με τα πλεγμένα μαλλιά, δίπλα στη δεύτερη σκηνή. Μένει κι αυτός στο ίδιο σπίτι με τον Τσανγιόλ. Γυρνάει τον μοχλό κάθε πρωί.»
«Τον μοχλό;»
«Χμ, δεύτερη ιστορία για να βάλεις στην άκρη προς το παρόν, μαζί με αυτήν για το παλιό σπίτι του Μάτου. Ο Σάγια ήταν ένας από τους πιο υπέροχους ηθοποιούς όλων των εποχών. Χαμένος πήγε και αυτός, όταν ήταν ζωντανός. Τον είχαν για να φροντίζει τους φωτισμούς της σκηνής ή να καλύπτει δεύτερους και τρίτους ρόλους ή να αναπληρώνει τους αναπληρωματικούς. Ανόητοι, ανόητοι άνθρωποι. Τον είδα πρώτη φορά στην δέκατή του παράσταση· έπαιζε ένα πνεύμα-αετό. Δυο-τρεις φράσεις, μη φανταστείς κάτι περισσότερο. Όμως ήταν... καθηλωτικός, είναι το λιγότερο που μπορώ να πω. Η σκηνή, γι’αυτά τα δευτερόλεπτα, ήταν όλη δική του. Κινούνταν σα να πετούσε πραγματικά, μιλούσε ακριβώς όπως θα μιλούσε ένα πνεύμα-αετός· και ξέρω τι σου λέω, έχω γνωρίσει μερικούς από δαύτους. Ο Σάγια πέθανε λίγο πριν τα εικοστά πέμπτα γενέθλιά του. Φωτιά στο περιπλανώμενο θέατρο, με το οποίο ταξίδευε εκείνη τη χρονιά. Κοιμόταν εκεί τα βράδια, όσους μήνες τραβούσαν οι παραστάσεις, μαζί με τις άμαξες και τα σκηνικά· τον είχαν και για φύλακα, όταν οι υπόλοιποι ξεκουράζονταν στα μαλακά τους κρεβάτια, στα διάφορα πανδοχεία. Πολλοί άνθρωποι δεν κατάλαβαν ποτέ το μέγεθος του ταλέντου του Σάγια. Κι όσοι το καταλάβαν, από τη ζήλεια τους, το τσαλαπάτησαν με τον χειρότερο τρόπο. Κανένας ζωντανός, όταν ήταν κι ο Σάγια ζωντανός, δεν τον χειροκρότησε ποτέ όπως του έπρεπε.»
«Εκτός από τον Τσανγιόλ, υποθέτω.»
«Την πρώτη φορά που τον είδε να παίζει εδώ μέσα, ο Τσανγιόλ έβαλε τα κλάμματα από συγκίνηση. Και μέχρι να σταματήσει να χειροκροτά – αργά και βαριά, σα να ήθελε να αντηχήσει σε όλο τον κόσμο, μέσα κι έξω απο την Τσαγιέρα – οι παλάμες του είχαν κοκκινήσει και οι πρώτες φουσκάλες είχαν κάνει ήδη την εμφάνισή τους. Αχ, Φαλάκ... πόσοι βρίσκονται εκεί, μέσα στο πλήθος, που αγαπούν τον Τσανγιόλ σαν δικό τους· κι άλλοι τόσοι στο υπόλοιπο χωριό, που αν αρχίσω να σου λέω, δε θα επιστρέψεις ποτέ έξω.»
«Κι εσύ τον αγαπάς πολύ, Ρέο.»
«Δεν ξέρω αν είναι αγάπη. Θα έλεγα πως... οπωσδήποτε του είμαι ευγνώμων. Του οφείλω ένα μεγάλο μέρος και της δικής μου γαλήνης· ακόμα κι αν και η φύση του ως ζωντανού, με διαταρράσσει τρομερά, πολλές φορές. Αυτός ο κόσμος, η Τσαγιέρα, είμαι εγώ. Είναι το μυαλό και οι ρίζες μου και τα όνειρά μου – για μια αιωνιότητα με τα ωραιότερα πράγματα που έχουν να προσφέρουν οι θνητοί.»
Η Φαλάκ αφέθηκε ξανά στην πολύχρωμη, παραμυθένια εικόνα της πλατείας μπροστά της. Παρατήρησε για λίγο την Κλέουσα που – αφού σιγουρεύτηκε πως το κορίτσι ήταν καλά και ο Τσανγιόλ δε θα επέστρεφε άμεσα – μπλέχτηκε με τους νεκρούς και τα πλάσματα του κόσμου της που ζούσαν στην Τσαγιέρα και άρχισε να επιβλέπει τις εργασίες για τη Γιορτή του Τσαγιού.
Το βλέμμα της Φαλάκ σταματούσε κάθε τόσο σε κάποιον που της έκανε εντύπωση.
«Όλοι οι άνθρωποι εδώ μέσα, είναι καλλιτέχνες;» ρώτησε μετά από λίγα λεπτά σιωπής.
«Παντός είδους. Τραγουδιστές, μουσικοί, ζωγράφοι. Ράφτες και υφαντουργοί. Ποιητές και λογοτέχνες. Ξυλουργοί και επιπλοποιοί – όπως ο Όλαφ. Ασημουργοί. Κεραμοποιοί» είπε την τελευταία λέξη και την κοίταξε με νόημα.
Εκείνη χαμογέλασε.
«Πού το κατάλαβες;»
Εκείνος έδειξε τα χέρια της.
«Αν δεν το καταλάβω εγώ, που έχω παρατηρήσει χιλιάδες σαν εσένα, τότε ποιος; Άλλωστε, κουβαλάς αυτή την τραχιά μυρωδιά ψημένου πηλού και βερνικιού. Με βάρεσε βαθιά στα ρουθούνια, αμέσως μόλις σε πλησίασα στην έπαυλη.»
Η Φαλάκ έσκυψε και σήκωσε το χέρι της, για να μυρίσει τον εαυτό της.
«Ακόμα μυρίζω; Να το πεις στη Γκιούλι αυτό, που με πασάλειβε με τα αρώματά της για μέρες, πριν και κατά τη διάρκεια της Έκθεσης.»
«Η αγαπητή Γκιούλι έκανε πολύ καλά και σε πασάλειβε· πολλοί άνθρωποι δεν αντιδρούν θετικά στις υπέροχες, γήινες μυρωδιές του σώματος και της γης γύρω τους. Τα τεχνητά αρώματά σας είναι αρκετά για να ξεγελάσουν τα ανθρώπινα ρουθούνια, έστω και για λίγο· μα όχι αυτά» έδειξε περήφανα την καλοσχηματισμένη του μύτη.
Η Φαλάκ χαμογέλασε.
«Θα ήθελα να ακούσω κι άλλες ιστορίες των ανθρώπων της Τσαγιέρας» είπε μετά από λίγο, κοιτάζοντάς τον καχύποπτα. «Αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι πρέπει να μου τις πεις εσύ. Ήδη νιώθω περίεργα που ξέρω γι’αυτούς που μου είπες, χωρίς να έχουμε ρωτήσει τους ίδιους. Εμένα δε με είχες ρωτήσει τίποτα για το Αληθινόματό μου, αλλά γι’αυτούς δεν έχεις κανένα πρόβλημα να μοιραστείς τις χειρότερες αναμνήσει τους.»
«Δεν είναι το ίδιο με τους νεκρούς μου, αγαπητή μου. Μπορεί να βλέπεις τις εικόνες τους και να μοιάζουν αληθινοί, μπορεί να κουβαλάνε τυφλά συναισθήματα ή σκόρπιες εικόνες από τις ζωές τους· αλλά έχουν απωλέσει προ πολλού τη συνείδηση που χρειάζεται, για να θυμούνται αληθινά ή να περιγράψουν ποιοι ήταν ή τι τους συνέβη ακριβώς. Το να θυμάμαι και να μιλώ εγώ για εκείνους μετά θάνατον, είναι η μεγαλύτερη ένδειξη σεβασμού που μπορώ να τους προσφέρω. Κανένας άλλος Δαίμονας δεν το κάνει αυτό, ξέρεις.»
«Αλλά μπορώ να τους ρωτήσω, αν θέλω; Όσο έρχομαι εδώ μέσα και προσπαθούμε να ελευθερώσουμε τον Τσανγιόλ;»
«Σαφώς. Απλά μην περιμένεις πολλά. Και, για να επιστρέψουμε στα προηγούμενα... όλοι, λοιπόν, τον αγαπούν και θέλουν να ξεφύγει από τη φυλακή του, όσο κι αν λυπούνται που θα τον χάσουν. Φαίνεται σκληρός και απόμακρος στην αρχή-»
«-σκληρός κι απόμακρος; Όρμηξε καταπάνω μου, Ρέο.»
«Και, όπως σου είπα, ήταν μια πλευρά του που κανείς μας δεν είχε ξαναδεί· ούτε όταν περιφερόταν εδώ μέσα τα πρώτα χρόνια, ξεκάθαρα οργισμένος με τα πάντα. Σίγουρα υπήρχε σοβαρός λόγος, το είδες κι εσύ· έμοιαζε τυφλωμένος από κάποια, ξεκάθαρα λανθασμένη αντίληψη, ότι εσύ φταις για την κατάστασή του.»
«Άρα τον δικαιολογούμε;»
Ο Δαίμονας την κοίταξε απολύτως σοβαρός.
«Δε θα δίσταζα ούτε στιγμή να τον καρφώσω στο λαιμό, αν δε με άκουγε και συνέχιζε να σε απειλεί· δεν υπερέβαλλα σε αυτό.»
Η Φαλάκ ανατρίχιασε.
«Μα πραγματικά πιστεύω...» συνέχισε εκείνος «... ότι ούτε και ο ίδιος μπορεί να ξεφύγει για πολύ από την καλόκαρδη φύση του. Η απαράδεκτη συμπεριφορά του, ήταν η αντίδραση ενός βασανισμένου και απελπισμένου ζώου. Μα ο ίδιος δεν ήταν ποτέ και δεν είναι, αυτή η συμπεριφορά. Αυτό μπορώ να στο υποσχεθώ· ακόμα καλύτερα, θα το συνειδητοποίησεις μόνη σου.»
Η Φαλάκ ξεφύσηξε ανήσυχη.
«Εκατό χρόνια φυλακής... ίσως κι εγώ να μη μπορώ να φανταστώ πώς θα αντιδρούσα, αν έβλεπα κάποιον που θα θεωρούσα – ακόμα και λανθασμένα – τον δεσμιό μου.»
«Τώρα τον δικαιολογείς εσύ, αγαπητή μου;»
«Αν είναι αυτός που λες, τότε ναι· αργότερα, ίσως να μπορέσω να δικαιολογήσω ένα τέτοιο, σύντομο, παραστράτημα οργής.»
«Εύχομαι να μη σε απογοητεύσει κανείς μας, μέχρι να έρθει εκείνο το αργότερα.»
«Και τώρα; Τι κάνουμε; Πάμε να γνωρίσω και τον Μάτου;»
«Θα πρότεινα, όχι σήμερα. Είναι πολλά που έμαθες και έζησες σήμερα και πρέπει να καταλαγιάσουν μέσα σου. Και η συνάντηση με τον Μάτου δε θα ήταν άμεση και εύκολη, ούτως ή άλλως.»
«Γιατί μένει στον πύργο;» ρώτησε εκείνη, δείχνοντας προς τη λίμνη. «Και έχεις χρόνια να τον δεις;»
Ο Ρέο ένευσε καταφατικά και το πρόσωπό του συννέφιασε.
«Ίσως του στείλω ένα μήνυμα πρώτα» είπε χαμηλόφωνα. «Να ξέρει ότι δε θέλω να τον ενοχλήσω, να ξέρει ότι δεν είμαστε πια στην έπαυλη και έχουμε ξανά ελπίδες να λύσουμε το θέμα του Τσανγιόλ. Και, ίσως, να δεχτεί να μας δει τότε.»
«Κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις. Αλλά σύντομα. Δεν πρόκειται να ξεκινήσω ολόκληρη εκστρατεία – και στους δύο κόσμους – για να βρω, κρυφά και διακριτικά, τους απογόνους ενός ανθρώπου, που έκανε και έχασε τα πάντα για να προστατέψει την ύπαρξή τους, αν δεν έχω τουλάχιστον την ανοχή του, αν όχι την άδειά του.»
«Ναι, βεβαίως. Μα δε θα υπάρχει πρόβλημα· είναι προφανές ότι και ο Μάτου θα θέλει να τους βρούμε για χάρη του Τσανγιόλ. Έκανε ό,τι έκανε για χάρη της Ζούρι και ενάντια στον Αυτοκράτορα. Τώρα που κι εκείνη και ο Αυτοκράτορας έχουν χαθεί προ πολλού, δε θα υπάρχει κανένα πρόβλημα.»
«Δε με νοιάζει. Θέλω να το ακούσω από τον ίδιο. Θέλω να ξέρει τι πρόκειται να κάνω. Είναι πολύ λεπτή η θέση μου και προς εκείνον και προς όσους γνωστούς και φίλους μου θα χρησιμοποιήσω, και από τους δύο κόσμους – θα ξεγελάσω δηλαδή, για να προστατέψω την Τσαγιέρα, μη γελιόμαστε – για να μάθω πού την έκρυψε αρχικά και να ξετυλίξω αυτό το κουβάρι.»
«Α, να! Ο Όλαφ μας κάνει νόημα!» φώναξε ξαφνικά ο Ρέο, χωρίς να την απαντήσει. «Τα άκρα σου πρέπει να είναι έτοιμα. Όσο περπατοτσουλάμε, θα σου πω και την ιστορία του μοχλού. Πάμε!»
«Μια που το ανέφερες πάλι, ξεχνούσα συνέχεια να σε ρωτήσω πριν, με όλα αυτά που συνέβαιναν. Πώς στο καλό θα επιβιώσουν τα άκρα μου από την έξοδό μου; Όταν έπαθαν τέτοια ζημιά κατά την είσοδο;»
«Δε θα φύγεις όπως ήρθες.»
«Και πότε θα με ενημέρωνες γι’αυτό;»
«Σε ενημερώνω τώρα. Η έξοδος είναι πολύ πιο εύκολη από την είσοδο· αν και πιο χρονοβόρα.»
«Θα ήθελα περισσότερες πληροφορίες.»
«Σαφώς. Στην ώρα τους όλα. Πρώτα η ιστορία του μοχλού» είπε βιαστικά και ξεκίνησε να σπρώχνει την τροχήλατη καρέκλα. «Κάτσε αναπαυτικά και πάμε.»
«Πώς έφτιαξε ο Μάτου τον κόσμο της Τσαγιέρας;» ρώτησε εκείνη ήρεμα – ασυνήθιστα ήρεμα για την περίσταση – χαζεύοντας από μακριά το στήσιμο της γιορτής (που συνέχισε κανονικά, λίγο αφότου έφυγε ο Τσανγιόλ και ξεχάστηκαν πάλι οι νεκροί). «Εννοώ, όλο αυτό, εδώ μέσα. Είναι αντίγραφο κάποιου αληθινού μέρους;»
«Α, καταλαβαίνω γιατί ρωτάς» χαμογέλασε ο Ρέο. «Όλο αυτό, που μοιάζει τόσο με την Ευχή του Πολεμιστή, που όμως είναι λόγια που είπε ο Τσανγιόλ πριν δει αυτό το μέρος, οπότε πώς ήξερε...; Ναι, ναι, καταλαβαίνω.»
«Ναι, και;»
«Είναι πράγματι αντίγραφο· του χωριού που μεγάλωσε η γυναίκα του Μάτου, η Αμπούγια. Σ’εκείνο το χωριό γνωρίστηκαν, όταν ήταν νέοι. Ο Μάτου ταξίδευε κάπου κοντά στην περιοχή, όπου βρήκε και έσωσε ένα ελαφρά τραυματισμένο πλάσμα του δικού μου κόσμου. Το έφερε μαζί του στο χωριό και έμεινε μαζί του, μέχρι το πλάσμα να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Η Αμπούγια – ισχυρή μάγισσα και η ίδια, προερχόμενη από γνωστότατη οικογένεια μάγων, με αξιοθαύμαστες ικανότητες – πήρε χαμπάρι και τους δύο και ήρθε και τους βρήκε, στον στάβλο όπου είχαν βρει καταφύγιο. Μόλις αντίκρυσαν ο ένας τον άλλον... αυτό ήταν. Από ‘κει και πέρα, ήταν αχώριστοι. Μεγάλη αγάπη. Τεράστια. Με ένταση και διάρκεια, για ανθρώπινη σχέση· πάνω από δύο αιώνες. Μέχρι τον θάνατό της, στη γέννα της κόρης τους.»
«Αν ήταν τόσο καιρό μαζί, γιατί καθυστέρησαν τόσο να κάνουν παιδί; Δεν ήθελαν;»
«Δε μπορούσαν. Είχαν δοκιμάσει τα πάντα. Και στους δύο κόσμους. Η Αμπούγια έπιανε παιδιά στην κοιλιά της πολύ εύκολα, αλλά δεν έμεναν. Κάποια στιγμή, κάτι δούλεψε και το τελευταίο παιδί έμεινε. Δε νομίζω ότι ήξεραν και οι ίδιοι τι ήταν. Απλά ήταν χαρούμενοι που τα είχαν καταφέρει.»
«Ναι, αλλά σε τόσο μεγάλη ηλικία και για τους δύο;»
«Η ηλικία, λίγη σημασία έχει για πολυετείς μάγους όπως ο Μάτου και η Αμπούγια. Δεν ήταν ηλικιωμένοι, ούτε στο σώμα ούτε στο μυαλό. Όταν τους γνωρίσεις, θα δεις πως η Αμπούγια φαίνεται νεότατη για τα χρόνια της. Ο Μάτου φαίνεται ηλικιωμένος, μόνο και μόνο γιατί έχασε τη μαγεία του πριν τον φέρω εδώ μέσα.»
«Αντίγραφο του χωριού όπου γνωρίστηκαν...» μονολόγησε σκεπτική η Φαλάκ. «Είχε ο Τσανγιόλ κάποια σχέση με αυτό το χωριό;»
«Καμία απολύτως. Το χωριό ήταν κοντά στα σύνορα, μίας από τις γειτονικές σας χώρες. Ο Τσανγιόλ δεν καταγόταν καν από εκεί· ούτε ως πολεμιστής το είχε δει. Σε όλα τα χρόνια του στον Αυτοκρατορικό στρατό, δεν είχε περάσει τα σύνορα. Άλλωστε, το χωριό είχε αλλάξει ριζικά, πριν ακόμα από τη γέννησή του. Ακόμα κι αν το είχε δει, θα είχε αντικρύσει μια μικρή, οχυρωμένη, πόλη, με στρωμένους δρόμους, στρατιώτες και φασαρία· όχι αυτό το γαλήνιο αριστούργημα που απλώνεται γύρω μας.»
«Δε μπορεί να μη συνδέονται· δε μπορεί. Κι εγώ; Πώς ανακατεύτηκα εγώ σε όλο αυτό; Γιατί ο Τσανγιόλ νομίζει ότι εγώ είμαι υπεύθυνη για τον ερχομό του εδώ, εξήντα χρόνια πριν τη δική μου γέννηση;»
«Σου υπόσχομαι πως θα τα βρούμε όλα.»
«Αφού ξέρεις ήδη για το χωριό και την Ευχή, δεν αναρωτήθηκες ποτέ πώς συνδέονται;»
«Μα και βέβαια, για ποιον με πέρασες αγαπητή μου;»
«Ναι, και;»
«Ο Τσανγιόλ έλεγε πάντα πως το χωριό, ήταν απλά ένα όνειρο που είχε δει. Και δε μας ακούστηκε τόσο περίεργο. Πολλές φορές τα όνειρα των ανθρώπων μπλέκονται με τον κόσμο πίσω από τον κόσμο· διόλου απίθανο, ένα πλάσμα που μπαινοβγαίνει εδώ μέσα να βρέθηκε σε κάποιο όνειρο του Τσανγιόλ και να μπερδεύτηκαν οι εικόνες και οι μνήμες τους για λίγο – ακόμα κι αν τα ελάχιστα πλάσματα που μπαινοβγαίνουν και δε ζουν μόνιμα εδώ μέσα, παίρνουν απάτητους όρκους για τη μυστικότητα της Τσαγιέρας, δε μπορώ να ελέγξω τα μπερδέματα των ονείρων. Και δε με νοιάζει τελικά. Είναι απλά όνειρα για τους ανθρώπους· και το συγκεκριμένο όνειρο, δε θα ήταν ποτέ τόσο ιδιαίτερο που να τραβήξει την προσοχή οποιουδήποτε από τον δικό μου κόσμο.»
«Όμως μετά, ήρθα εγώ.»
«Ναι.»
«Που σας είπα και τη δική μου σύνδεση με όλα αυτά.»
«Μάλιστα.»
«Και σίγουρα αυτό θα σκέφτηκες, Κλέουσα...» γύρισε η Φαλάκ προς τη μαυροφορεμένη γυναίκα «... όταν έλεγες για κοινές μοίρες και ανώτερους σκοπούς.»
«Σκόπευα να το συζητήσουμε περαιτέρω ούτως ή άλλως, παρά τις αντιρρήσεις του Ρέο» απάντησε σκεπτική εκείνη.
«Και ακόμα περισσότερο τώρα, που οι συνδέσεις μας γίνονται ακόμα περισσότερες και μυστηριώδεις» συμπλήρωσε η Φαλάκ.
«Ακριβώς.»
«Δε νομίζεις κι εσύ τώρα, Ρέο, ότι όλο αυτό το, φαινομενικά, τυχαίο κουβάρι, είναι από την ίδια κλωστή;»
Εκείνος αναστέναξε.
«Νομίζω απλά, πως τουλάχιστον μαζεύουμε περισσότερα στοιχεία για να το ξεμπλέξουμε.»
«Μάλιστα.»
«Περιμένεις να παραδεχτώ, πως κάποιος μας κοιτάει από κάπου ψηλά και γελάει με το σχέδιό του και τα βάσανά σας;»
«Όχι. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ.»
«Να σκεφτείς ότι τώρα που βρεθήκαμε όλοι μαζί, τυχαία...» τόνισε τις τελευταίες λέξεις «... καλό θα είναι να ασχοληθούμε με τον αληθινό μας στόχο· την απελευθέρωση του Τσανγιόλ. Όχι να λύσουμε το χάος του σύμπαντος.»
«Δε βρεθήκαμε ακόμα όλοι. Δεν έχω γνωρίσει ακόμα τον Μάτου.»
«Η οργάνωση της συνάντησης με τον Μάτου δεν είναι όσο απλή νομίζεις, αγαπητή μου. Δε θα γίνει τώρα, σίγουρα.»
«Θα γίνει την επόμενη φορά, που ελπίζεις ότι θα ξαναμπώ.»
«Ελπίζω· και για τα δύο» της απάντησε, χαμογελώντας στραβά.
Ξαφνικά, ένα κορίτσι από το πλήθος της γιορτής, τους πλησίασε διστακτικά. Η Κλέουσα της χαμογέλασε και το κορίτσι πήρε θάρρος και άνοιξε το βήμα του. Έφτασε μπροστά τους και έκανε μια βιαστική υπόκλιση.
«Δεσποινίς...» απευθύνθηκε στη Φαλάκ. «Εσείς είστε που θα ελευθερώσετε τον Τσανγιόλ; Ο Όλαφ μας είπε πριν, ότι μπήκε μια δεσποινίς ζωντανή εδώ μέσα. Και σκέφτηκα... ποιος άλλος λόγος να φέρει ο Ρέο μια δεσποινίς ζωντανή εδώ μέσα, αν δεν ήταν για να βοηθήσει τον Τσανγιόλ; Δεν υπάρχει άλλος να βοηθήσει η ζωντανή δεσποινίς. Και τώρα, φώναξε κι ο Τσανγιόλ... είστε στ’αλήθεια εδώ για να τον ελευθερώσετε;»
Ο Ρέο μειδίασε θλιμμένα.
«Φαλάκ, να σου γνωρίσω τη Λιούμι. Δεκαέξι ετών. Πέθανε από τύφο, χίλια χρόνια πριν, σε μια χώρα μακριά από εδώ. Ήταν η ωραιότερη φωνή της γενιάς της, σε ολόκληρο τον κόσμο. Αν δεν είχε πεθάνει τόσο νέα κι αν είχε την τύχη να την ανακαλύψουν και να ξεφύγει από τη φτώχεια της, σίγουρα τώρα θα αναφερόταν σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες του κόσμου σου. Θα την απολαύσεις κι εσύ, αν επιλέξεις να μείνεις μέχρι το βράδυ. Ή αν ξανάρθεις τις επόμενες μέρες, μέχρι το τέλος της Γιορτής του Τσαγιού.»
«Αν τον βοηθήσετε, κυρία Φαλάκ, θα τραγουδήσω μόνο για εσάς, όποτε κι αν ξανάρθετε!» φώναξε ενθουσιασμένο το κορίτσι. «Θα τον βοηθήσετε, όπως είπατε πριν;»
«Δεν ήξερα ότι μας άκουγαν όλοι» είπε η Φαλάκ στον Ρέο. «Νόμιζα πως, τουλάχιστον εγώ, είχα χαμηλώσει τη φωνή μου.»
«Με τα βλέμματα όλων στραμμένα πάνω σας πριν, ακόμα κι αν ψιθυρίζατε, θα ακουγόσασταν σε όλη την πλατεία. Οι νεκροί ξεχνιούνται και θολώνουν κάθε μέρα, αλλά όταν στρέφουν όλοι μαζί την προσοχή τους κάπου, όλα γίνονται πεντακάθαρα. Και η σιωπή της Τσαγιέρας δεν είναι σαν τις άλλες.»
«Κυρία Φαλάκ;»
«Λιούμι...» της απάντησε αμήχανα, κουνώντας νευρικά το πόδι της. «Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τον βοηθήσω. Όμως, θα προσπαθήσω.»
«Να προσπαθήσετε κυρία Φαλάκ! Ο Τσανγιόλ αξίζει όλες τις προσπάθειες του κόσμου! Είναι το πιο μεγάλο κρίμα, να είναι φυλακισμένος εδώ μέσα! Ευχαριστούμε κυρία Φαλάκ!» φώναξε πάλι η Λιούμι και έφυγε τρέχοντας.
«Είναι πολύ αγαπητός εδώ μέσα» είπε ο Ρέο συμπονετικά, σκουντώντας τον ώμο της υποστηρικτικά. «Η μεγάλη του καρδιά διαλύει όλες τις ομίχλες των πεθαμένων· έστω κι αν είναι για λίγο αυτό το ξεθόλωμα. Ακόμα κι αν κοιμάται για χρόνια κάθε φορά. Έστω κι αν χρειάζεται να προσπαθεί με τα ίδια άτομα από την αρχή, ξανά και ξανά.»
Πέρασε το βλέμμα του από τον κόσμο της πλατείας.
«Εκεί, δίπλα στη σκηνή. Βλέπεις τον άντρα που κρεμάει το σκηνικό;»
«Ναι.»
«Αυτός είναι ο Πραμάνα. Καταπληκτικός οργανοπαίχτης, πολύ επιτυχής στην εποχή του – από τους ελάχιστους εδώ μέσα, που αναγνωρίστηκαν εν ζωή. Τον γνώρισα κι αυτόν πολύ πριν την Τσαγιέρα, όταν οι νεκροί ήταν ακόμα στη συνείδησή μου. Τον κυνηγούσα για χρόνια, για να τον πείσω να μείνει μαζί μου μετά τον θάνατό του. Του είχα προσφέρει παγκόσμια φήμη, περιουσίες, ευτυχία. Τον δολοφόνησε κάποιος, για να του κλέψει την αγαπημένη του. Ανόητοι άνθρωποι...» ο Ρέο κούνησε το κεφάλι του. «Και στις τελευταίες του στιγμές, έκπληκτος και πικραμένος μαζί για όλα τα χαμένα του χρόνια και τις χαμένες του μελωδίες, δέχτηκε να με ακολουθήσει. Ο Πραμάνα έμεινε για πολύ καιρό ανενεργός μέσα στο μυαλό μου και ύστερα μέσα στην Τσαγιέρα, εξαιτίας της θλίψης και του θυμού του. Ο Τσανγιόλ ήταν ο μόνος που τον κατάφερε να πιάσει ξανά το σασάντο του και να παράξει τη μουσική που κάνει πάντα το μυαλό μου να ταξιδεύει. Κι εκεί, στ’αριστερά, βλέπεις την ηλικιωμένη γυναίκα που κουβαλάει τα καλάθια με το φαγητό;»
«Με την κίτρινη φούστα;»
«Ναι. Η Μάριαμ. Ζει στο ίδιο σπίτι με τον Τσανγιόλ, το παλιό σπίτι του Μάτου.»
«Το παλιό σπίτι του Μάτου;»
«Ναι, μεγάλη ιστορία. Θα την πούμε κάποια στιγμή, αλλά στο θέμα μας τώρα. Η Μάριαμ ήταν από τους μεγαλύτερους συνθέτες της εποχής της. Γνωστή βέβαια μόνο στην περιοχή και τους φίλους της, γιατί ήταν γυναίκα. Κάποιος, κάποτε, της έκλεψε σχεδόν όλα τα έργα της και τα παρουσίασε ως δικά του. Η Μάριαμ προσπάθησε να βρει το δίκιο της, αλλά δεν είχε ούτε λεφτά ούτε ισχυρούς φίλους ή υποστηρικτές. Τότε ήταν που τη γνώρισα εγώ και την έπεισα να με ακολουθήσει. Λίγα χρόνια μετά, η καρδιά της δεν άντεξε. Ήταν από τους πρώτους που μπήκε κατευθείαν στην Τσαγιέρα μετά τον θάνατό της. Έπαιζε και συνέθετε σε ένα κλειδοκύμβαλο που φτιάξαμε ειδικά για εκείνη, όμως όχι κάτι ιδιαίτερο. Όταν τη γνώρισε ο Τσανγιόλ και την άκουσε να παίζει, επειδή αγαπούσε πολύ τη μουσική και ο ίδιος, αναγνώρισε κατευθείαν στο παίξιμό της τις νότες που είχε αγαπήσει υπό το όνομα κάποιου άλλου, διασημότατου συνθέτη.»
«Αυτού που έκλεψε τα έργα της Μάριαμ.»
Ο Ρέο έγνεψε καταφατικά.
«Στην εποχή του Τσανγιόλ, ήταν ακόμα πασίγνωστος και αγαπητός, αν και νεκρός και ο ίδιος πολύ καιρό. Το θέμα με τη Μάριαμ, ήταν ότι ο Τσανγιόλ δεν αναγνώρισε απλά τις νότες. Κατάλαβε σχεδόν αμέσως πως εκείνη ήταν η αυθεντική συνθέτης και όχι απλά μια καλή μουσικός που αντέγραφε το ύφος κάποιου άλλου. Και η Μάριαμ κατάλαβε σχεδόν αμέσως, πως εκείνος είχε καταλάβει. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και, κάπως, ήξεραν και οι δύο. Σύντομα τη βοήθησε να κατασκευάσει και να κουρδίσει ένα καινούριο κλειδοκύμβαλο, όπως ήθελε εκείνη – και όπως ονειρευόταν, όταν ήταν ακόμα ζωντανή και δεν είχε ούτε τα χρήματα ούτε την επιρροή για να το καταφέρει. Όταν έπαιξε για πρώτη φορά σε αυτό το κλειδοκύμβαλο... αχ, αγαπητή μου, όταν ακούστηκε για πρώτη φορά εδώ μέσα αυτό το κλειδοκύμβαλο... όλη μου η συνείδηση, όλη η Τσαγιέρα ρίγησε από χαρά και ικανοποίηση. Εδώ μέσα η Μάριαμ, παρά τη θολούρα του θανάτου, έχει συνθέσει κάποια από τα εκπληκτικότερα κομμάτια που ο κόσμος δε θα έχει ποτέ την τιμή να απολαύσει. Α, να και ο Σάγια!»
«Ο Σάγια;»
«Ο όμορφος νεαρός με τα πλεγμένα μαλλιά, δίπλα στη δεύτερη σκηνή. Μένει κι αυτός στο ίδιο σπίτι με τον Τσανγιόλ. Γυρνάει τον μοχλό κάθε πρωί.»
«Τον μοχλό;»
«Χμ, δεύτερη ιστορία για να βάλεις στην άκρη προς το παρόν, μαζί με αυτήν για το παλιό σπίτι του Μάτου. Ο Σάγια ήταν ένας από τους πιο υπέροχους ηθοποιούς όλων των εποχών. Χαμένος πήγε και αυτός, όταν ήταν ζωντανός. Τον είχαν για να φροντίζει τους φωτισμούς της σκηνής ή να καλύπτει δεύτερους και τρίτους ρόλους ή να αναπληρώνει τους αναπληρωματικούς. Ανόητοι, ανόητοι άνθρωποι. Τον είδα πρώτη φορά στην δέκατή του παράσταση· έπαιζε ένα πνεύμα-αετό. Δυο-τρεις φράσεις, μη φανταστείς κάτι περισσότερο. Όμως ήταν... καθηλωτικός, είναι το λιγότερο που μπορώ να πω. Η σκηνή, γι’αυτά τα δευτερόλεπτα, ήταν όλη δική του. Κινούνταν σα να πετούσε πραγματικά, μιλούσε ακριβώς όπως θα μιλούσε ένα πνεύμα-αετός· και ξέρω τι σου λέω, έχω γνωρίσει μερικούς από δαύτους. Ο Σάγια πέθανε λίγο πριν τα εικοστά πέμπτα γενέθλιά του. Φωτιά στο περιπλανώμενο θέατρο, με το οποίο ταξίδευε εκείνη τη χρονιά. Κοιμόταν εκεί τα βράδια, όσους μήνες τραβούσαν οι παραστάσεις, μαζί με τις άμαξες και τα σκηνικά· τον είχαν και για φύλακα, όταν οι υπόλοιποι ξεκουράζονταν στα μαλακά τους κρεβάτια, στα διάφορα πανδοχεία. Πολλοί άνθρωποι δεν κατάλαβαν ποτέ το μέγεθος του ταλέντου του Σάγια. Κι όσοι το καταλάβαν, από τη ζήλεια τους, το τσαλαπάτησαν με τον χειρότερο τρόπο. Κανένας ζωντανός, όταν ήταν κι ο Σάγια ζωντανός, δεν τον χειροκρότησε ποτέ όπως του έπρεπε.»
«Εκτός από τον Τσανγιόλ, υποθέτω.»
«Την πρώτη φορά που τον είδε να παίζει εδώ μέσα, ο Τσανγιόλ έβαλε τα κλάμματα από συγκίνηση. Και μέχρι να σταματήσει να χειροκροτά – αργά και βαριά, σα να ήθελε να αντηχήσει σε όλο τον κόσμο, μέσα κι έξω απο την Τσαγιέρα – οι παλάμες του είχαν κοκκινήσει και οι πρώτες φουσκάλες είχαν κάνει ήδη την εμφάνισή τους. Αχ, Φαλάκ... πόσοι βρίσκονται εκεί, μέσα στο πλήθος, που αγαπούν τον Τσανγιόλ σαν δικό τους· κι άλλοι τόσοι στο υπόλοιπο χωριό, που αν αρχίσω να σου λέω, δε θα επιστρέψεις ποτέ έξω.»
«Κι εσύ τον αγαπάς πολύ, Ρέο.»
«Δεν ξέρω αν είναι αγάπη. Θα έλεγα πως... οπωσδήποτε του είμαι ευγνώμων. Του οφείλω ένα μεγάλο μέρος και της δικής μου γαλήνης· ακόμα κι αν και η φύση του ως ζωντανού, με διαταρράσσει τρομερά, πολλές φορές. Αυτός ο κόσμος, η Τσαγιέρα, είμαι εγώ. Είναι το μυαλό και οι ρίζες μου και τα όνειρά μου – για μια αιωνιότητα με τα ωραιότερα πράγματα που έχουν να προσφέρουν οι θνητοί.»
Η Φαλάκ αφέθηκε ξανά στην πολύχρωμη, παραμυθένια εικόνα της πλατείας μπροστά της. Παρατήρησε για λίγο την Κλέουσα που – αφού σιγουρεύτηκε πως το κορίτσι ήταν καλά και ο Τσανγιόλ δε θα επέστρεφε άμεσα – μπλέχτηκε με τους νεκρούς και τα πλάσματα του κόσμου της που ζούσαν στην Τσαγιέρα και άρχισε να επιβλέπει τις εργασίες για τη Γιορτή του Τσαγιού.
Το βλέμμα της Φαλάκ σταματούσε κάθε τόσο σε κάποιον που της έκανε εντύπωση.
«Όλοι οι άνθρωποι εδώ μέσα, είναι καλλιτέχνες;» ρώτησε μετά από λίγα λεπτά σιωπής.
«Παντός είδους. Τραγουδιστές, μουσικοί, ζωγράφοι. Ράφτες και υφαντουργοί. Ποιητές και λογοτέχνες. Ξυλουργοί και επιπλοποιοί – όπως ο Όλαφ. Ασημουργοί. Κεραμοποιοί» είπε την τελευταία λέξη και την κοίταξε με νόημα.
Εκείνη χαμογέλασε.
«Πού το κατάλαβες;»
Εκείνος έδειξε τα χέρια της.
«Αν δεν το καταλάβω εγώ, που έχω παρατηρήσει χιλιάδες σαν εσένα, τότε ποιος; Άλλωστε, κουβαλάς αυτή την τραχιά μυρωδιά ψημένου πηλού και βερνικιού. Με βάρεσε βαθιά στα ρουθούνια, αμέσως μόλις σε πλησίασα στην έπαυλη.»
Η Φαλάκ έσκυψε και σήκωσε το χέρι της, για να μυρίσει τον εαυτό της.
«Ακόμα μυρίζω; Να το πεις στη Γκιούλι αυτό, που με πασάλειβε με τα αρώματά της για μέρες, πριν και κατά τη διάρκεια της Έκθεσης.»
«Η αγαπητή Γκιούλι έκανε πολύ καλά και σε πασάλειβε· πολλοί άνθρωποι δεν αντιδρούν θετικά στις υπέροχες, γήινες μυρωδιές του σώματος και της γης γύρω τους. Τα τεχνητά αρώματά σας είναι αρκετά για να ξεγελάσουν τα ανθρώπινα ρουθούνια, έστω και για λίγο· μα όχι αυτά» έδειξε περήφανα την καλοσχηματισμένη του μύτη.
Η Φαλάκ χαμογέλασε.
«Θα ήθελα να ακούσω κι άλλες ιστορίες των ανθρώπων της Τσαγιέρας» είπε μετά από λίγο, κοιτάζοντάς τον καχύποπτα. «Αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι πρέπει να μου τις πεις εσύ. Ήδη νιώθω περίεργα που ξέρω γι’αυτούς που μου είπες, χωρίς να έχουμε ρωτήσει τους ίδιους. Εμένα δε με είχες ρωτήσει τίποτα για το Αληθινόματό μου, αλλά γι’αυτούς δεν έχεις κανένα πρόβλημα να μοιραστείς τις χειρότερες αναμνήσει τους.»
«Δεν είναι το ίδιο με τους νεκρούς μου, αγαπητή μου. Μπορεί να βλέπεις τις εικόνες τους και να μοιάζουν αληθινοί, μπορεί να κουβαλάνε τυφλά συναισθήματα ή σκόρπιες εικόνες από τις ζωές τους· αλλά έχουν απωλέσει προ πολλού τη συνείδηση που χρειάζεται, για να θυμούνται αληθινά ή να περιγράψουν ποιοι ήταν ή τι τους συνέβη ακριβώς. Το να θυμάμαι και να μιλώ εγώ για εκείνους μετά θάνατον, είναι η μεγαλύτερη ένδειξη σεβασμού που μπορώ να τους προσφέρω. Κανένας άλλος Δαίμονας δεν το κάνει αυτό, ξέρεις.»
«Αλλά μπορώ να τους ρωτήσω, αν θέλω; Όσο έρχομαι εδώ μέσα και προσπαθούμε να ελευθερώσουμε τον Τσανγιόλ;»
«Σαφώς. Απλά μην περιμένεις πολλά. Και, για να επιστρέψουμε στα προηγούμενα... όλοι, λοιπόν, τον αγαπούν και θέλουν να ξεφύγει από τη φυλακή του, όσο κι αν λυπούνται που θα τον χάσουν. Φαίνεται σκληρός και απόμακρος στην αρχή-»
«-σκληρός κι απόμακρος; Όρμηξε καταπάνω μου, Ρέο.»
«Και, όπως σου είπα, ήταν μια πλευρά του που κανείς μας δεν είχε ξαναδεί· ούτε όταν περιφερόταν εδώ μέσα τα πρώτα χρόνια, ξεκάθαρα οργισμένος με τα πάντα. Σίγουρα υπήρχε σοβαρός λόγος, το είδες κι εσύ· έμοιαζε τυφλωμένος από κάποια, ξεκάθαρα λανθασμένη αντίληψη, ότι εσύ φταις για την κατάστασή του.»
«Άρα τον δικαιολογούμε;»
Ο Δαίμονας την κοίταξε απολύτως σοβαρός.
«Δε θα δίσταζα ούτε στιγμή να τον καρφώσω στο λαιμό, αν δε με άκουγε και συνέχιζε να σε απειλεί· δεν υπερέβαλλα σε αυτό.»
Η Φαλάκ ανατρίχιασε.
«Μα πραγματικά πιστεύω...» συνέχισε εκείνος «... ότι ούτε και ο ίδιος μπορεί να ξεφύγει για πολύ από την καλόκαρδη φύση του. Η απαράδεκτη συμπεριφορά του, ήταν η αντίδραση ενός βασανισμένου και απελπισμένου ζώου. Μα ο ίδιος δεν ήταν ποτέ και δεν είναι, αυτή η συμπεριφορά. Αυτό μπορώ να στο υποσχεθώ· ακόμα καλύτερα, θα το συνειδητοποίησεις μόνη σου.»
Η Φαλάκ ξεφύσηξε ανήσυχη.
«Εκατό χρόνια φυλακής... ίσως κι εγώ να μη μπορώ να φανταστώ πώς θα αντιδρούσα, αν έβλεπα κάποιον που θα θεωρούσα – ακόμα και λανθασμένα – τον δεσμιό μου.»
«Τώρα τον δικαιολογείς εσύ, αγαπητή μου;»
«Αν είναι αυτός που λες, τότε ναι· αργότερα, ίσως να μπορέσω να δικαιολογήσω ένα τέτοιο, σύντομο, παραστράτημα οργής.»
«Εύχομαι να μη σε απογοητεύσει κανείς μας, μέχρι να έρθει εκείνο το αργότερα.»
«Και τώρα; Τι κάνουμε; Πάμε να γνωρίσω και τον Μάτου;»
«Θα πρότεινα, όχι σήμερα. Είναι πολλά που έμαθες και έζησες σήμερα και πρέπει να καταλαγιάσουν μέσα σου. Και η συνάντηση με τον Μάτου δε θα ήταν άμεση και εύκολη, ούτως ή άλλως.»
«Γιατί μένει στον πύργο;» ρώτησε εκείνη, δείχνοντας προς τη λίμνη. «Και έχεις χρόνια να τον δεις;»
Ο Ρέο ένευσε καταφατικά και το πρόσωπό του συννέφιασε.
«Ίσως του στείλω ένα μήνυμα πρώτα» είπε χαμηλόφωνα. «Να ξέρει ότι δε θέλω να τον ενοχλήσω, να ξέρει ότι δεν είμαστε πια στην έπαυλη και έχουμε ξανά ελπίδες να λύσουμε το θέμα του Τσανγιόλ. Και, ίσως, να δεχτεί να μας δει τότε.»
«Κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις. Αλλά σύντομα. Δεν πρόκειται να ξεκινήσω ολόκληρη εκστρατεία – και στους δύο κόσμους – για να βρω, κρυφά και διακριτικά, τους απογόνους ενός ανθρώπου, που έκανε και έχασε τα πάντα για να προστατέψει την ύπαρξή τους, αν δεν έχω τουλάχιστον την ανοχή του, αν όχι την άδειά του.»
«Ναι, βεβαίως. Μα δε θα υπάρχει πρόβλημα· είναι προφανές ότι και ο Μάτου θα θέλει να τους βρούμε για χάρη του Τσανγιόλ. Έκανε ό,τι έκανε για χάρη της Ζούρι και ενάντια στον Αυτοκράτορα. Τώρα που κι εκείνη και ο Αυτοκράτορας έχουν χαθεί προ πολλού, δε θα υπάρχει κανένα πρόβλημα.»
«Δε με νοιάζει. Θέλω να το ακούσω από τον ίδιο. Θέλω να ξέρει τι πρόκειται να κάνω. Είναι πολύ λεπτή η θέση μου και προς εκείνον και προς όσους γνωστούς και φίλους μου θα χρησιμοποιήσω, και από τους δύο κόσμους – θα ξεγελάσω δηλαδή, για να προστατέψω την Τσαγιέρα, μη γελιόμαστε – για να μάθω πού την έκρυψε αρχικά και να ξετυλίξω αυτό το κουβάρι.»
«Α, να! Ο Όλαφ μας κάνει νόημα!» φώναξε ξαφνικά ο Ρέο, χωρίς να την απαντήσει. «Τα άκρα σου πρέπει να είναι έτοιμα. Όσο περπατοτσουλάμε, θα σου πω και την ιστορία του μοχλού. Πάμε!»
«Μια που το ανέφερες πάλι, ξεχνούσα συνέχεια να σε ρωτήσω πριν, με όλα αυτά που συνέβαιναν. Πώς στο καλό θα επιβιώσουν τα άκρα μου από την έξοδό μου; Όταν έπαθαν τέτοια ζημιά κατά την είσοδο;»
«Δε θα φύγεις όπως ήρθες.»
«Και πότε θα με ενημέρωνες γι’αυτό;»
«Σε ενημερώνω τώρα. Η έξοδος είναι πολύ πιο εύκολη από την είσοδο· αν και πιο χρονοβόρα.»
«Θα ήθελα περισσότερες πληροφορίες.»
«Σαφώς. Στην ώρα τους όλα. Πρώτα η ιστορία του μοχλού» είπε βιαστικά και ξεκίνησε να σπρώχνει την τροχήλατη καρέκλα. «Κάτσε αναπαυτικά και πάμε.»
***
«Ο Μάτου, δεσποινίς...» άρχισε να μιλά ο Όλαφ «... ήθελε να υπάρχουν και αληθινά πράγματα εδώ μέσα, για να μπορεί να τρώει και να κάνει διάφορα πράγματα όταν μας επισκέπτονταν, ως ζωντανοί· εκείνος και η Αμπούγια στην αρχή και μετά εκείνος μόνος του. Και ο Ρέο κι εμείς, θέλαμε να μπορούμε να συνεχίσουμε τις δουλειές μας, αν ήμασταν επαγγελματίες που φτιάχναμε πράγματα και δεν τραγουδούσαμε, ας πούμε· για να μπορούμε, δηλαδή, να συνεχίσουμε να δουλεύουμε την τέχνη μας και να την απολαμβάνουμε. Όταν ήμασταν στη συνείδηση του Ρέο, ήταν διαφορετικά. Αλλά τώρα, που είμαστε περίπου έξω από αυτήν, ποιο το νόημα της ύπαρξης της Τσαγιέρας αν δε μπορούσαμε να ζούμε περίπου κανονικά;»
«Ας πούμε ότι καταλαβαίνω» είπε η Φαλάκ, προτρέποντάς τον να συνεχίσει.
Ο Όλαφ φάνηκε ικανοποιημένος· και συνέχισε.
«Ο Μάτου έφτιαξε λοιπόν τον μοχλό, που βάζει σε λειτουργία τους Μηχανουργούς, που φροντίζουν τα καταστήματα και τα υλικά τους και τα χωράφια και τους μύλους και όλα τα σχετικά, που μπορούν να χρησιμοποιούνται και από ζωντανούς και από εμάς.»
«Άρα, τρώτε κανονικά;»
«Δηλαδή, όχι ακριβώς. Εμείς μπορούμε και να το φτιάχνουμε το φαί και να το πιάνουμε και να το τρώμε· απλά, δε θα παθαίναμε και τίποτα αν δεν το τρώγαμε. Έτσι λοιπόν, είναι όλοι ευχαριστημένοι. Ο μοχλός πρέπει να γυρίζει μία κάθε πρωί και μία κάθε βράδυ. Δεν ξέρω γιατί. Αλλά βέβαια, δεν ξέρω ούτε καν πώς γίνονται και όλα τα υπόλοιπα. Πολύ δύσκολη μαγεία, πολύπλοκη μαγεία, για να εξυπηρετεί κι εμάς και τους ζωντανούς. Όχι όλους τους ζωντανούς εκεί έξω. Τον Μάτου και την Αμπούγια δηλαδή, εδώ μέσα. Και μετά τον Μάτου μόνο του. Και ύστερα και τον Τσανγιόλ. Και τώρα και εσένα. Ναι, πολύπλοκη μαγεία. Αλλά αυτό λοιπόν, είναι ο μοχλός. Γενικά. Περίπου. Πάνω-κάτω.»
Ο Όλαφ σταμάτησε να μιλάει και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Πρέπει να είσαι πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό σου» του είπε ο Ρέο, εμφανώς εκνευρισμένος.
«Ναι. Νομίζω πως ναι. Νομίζω τα εξήγησα πολύ καλά.»
«Εγώ ήθελα να της πω την ιστορία του μοχλού!»
«Α, δεν το κατάλαβα. Συγγνώμη. Είπε η δεσποινίς ‘και για πες λοιπόν για τον μοχλό’ και υπέθεσα-»
«-με ποια λογική υπέθεσες ότι εννοούσε εσένα;»
«Εσύ, όταν λες ιστορίες, μιλάς πολύ. Και μέχρι να της εξηγήσεις, θα είχαμε φτάσει στο κατάστημα, θα είχε βάλει το χέρι και το πόδι της και θα έπρεπε να φύγει· κι εσύ δε θα είχες τελειώσει ακόμα.»
Ο Ρέο έσφιξε τα χέρια του γύρω από τα χερούλια της τροχήλατης καρέκλας. Του ξέφυγε ένα υπόκωφο γρύλισμα.
«Τι είπα πάλι;» ρώτησε ο Όλαφ.
«Δε θα με πείραζε καθόλου, από όποιον κι αν άκουγα την ιστορία του μοχλού» πετάχτηκε η Φαλάκ, χαμογελώντας αμήχανα. «Μου αρέσουν και οι πλούσιες περιγραφές του Ρέο, αλλά μου άρεσε και η δική σου σύντομη και περιεκτική εξήγηση, Όλαφ. Σε ευχαριστώ. Αλλά έχω και άλλη ερώτηση.»
«Ναι, βεβ-»
«-ναι, βέβαια, πες μου!» ο Ρέο έκοψε τον Όλαφ. «Εγώ θα σου απαντήσω σε οτιδήποτε. Σύντομα και περιεκτικά» προσέθεσε, κοιτώντας προκλητικά τον θεόρατο άντρα.
«Τι είναι οι Μηχανουργοί;»
Η καρέκλα της σταμάτησε απότομα και ο Όλαφ άρχισε να χτυπιέται από τα γέλια εκεί που στεκόταν.
«Τι είπα;» γύρισε το σώμα της όσο μπορούσε και είδε τον Ρέο να βράζει και να αχνίζει ολόκληρος.
«Τίπο-τίποτα δεσποινίς! Απλά αυτή είναι η μοναδική ερώτηση που ο Ρέο πάντα επιλέγει να μην απαντά, σε οποιονδήποτε έρχεται για πρώτη φορά στην Τσαγιέρα!» συνέχισε να γελά. «Όσοι ζούμε εδώ, μας άφηνε να τους δούμε με τα μάτια μας πριν απαντήσει σε οποιαδήποτε απορία.»
«Α, μάλιστα. Είναι τόσο εντυπωσιακοί; Ρέο, μήπως θες να κάνεις μια εξαίρεση αυτή τη φορά;» τον κοίταξε δειλά.
«Όχι. Έχω μια σαφή και λειτουργική σειρά και τακτική, όταν παρουσιάζω την Τσαγιέρα μου» απάντησε εκείνος απρόθυμα. «Μπορεί η Κλέουσα και ο Όλαφ να μου τη διατάρραξαν σήμερα, αλλά δεν υπάρχει λόγος να παρασυρθώ και να χαλάσω την υπόλοιπη ροή της παρουσίασης. Θα δεις τους Μηχανουργούς με τα μάτια σου. Όπως πρέπει.»
«Το λέω απλά επειδή ήθελες τόσο πολύ να απαντήσεις-»
«-κανένα πρόβλημα, αγαπητή Φαλάκ» την διέκοψε, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Άλλωστε, σχεδόν φτάσαμε. Εδώ, στην επόμενη γωνία είναι το κατάστημα. Θα έχω την ευκαιρία πολύ σύντομα, να σου απαντήσω σε οτιδήποτε.»
«Σύντομα και περιεκτικά;» ρώτησε ο Όλαφ, χασκογελώντας ακόμα.
«Άλλη δουλειά δεν έχεις να κάνεις;» τον κάρφωσε με το βλέμμα του ο μάγος.
Ο Όλαφ τον κοίταξε μπερδεμένος για μια στιγμή και ύστερα γούρλωσε τα μάτια του.
«Αμάν, η κατσίκα!» φώναξε και έφυγε τρέχοντας.
«Ποια κατσίκα;» ρώτησε η Φαλάκ παραιτημένα, απολύτως ανήμπορη να βγάλει οποιοδήποτε συνολικό και λογικό νόημα απ’όσα έβλεπε και άκουγε τις τελευταίες ώρες.
«Μην ανησυχείς αγαπητή μου. Α, φτάσαμε» είπε ο Ρέο ικανοποιημένος και σταμάτησε πάλι την καρέκλα.
***
«Μα, πού με πας επιτέλους;» ρώτησε ο Ρέο τον Μάτου, καθώς τον ακολουθούσε στα σοκάκια του άδειου χωριού.
«Μερικές φορές, είσαι πιο ανυπόμονος και από μικρό παιδί» απάντησε εύθυμα ο μάγος.
«Τι ήταν αυτός ο μόχλος που γύρισες στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού σου;»
«Σου είπα ότι θα καταλάβεις σε λίγη ώρα.»
«Γιατί δε μου εξηγείς;»
«Γιατί νομίζω πως αυτό, πρέπει να το δεις με τα μάτια σου.»
«Νομίζεις πως δε θα καταλάβω; Είμαι Δαίμονας τεσσάρων χιλιάδων ετών· και μόλις ολοκληρώσαμε τη δημιουργία ενός καινούριου κόσμου, μέσα σε μια τσαγιέρα, Μάτου. Τι υπάρχει που δε θα καταλάβω;»
«Απλά είναι πιο εντυπωσιακό, αν το δεις με τα μάτια σου» επανέλαβε ο μάγος και έσπρωξε τη βαριά πόρτα του καταστήματος για να μπουν.
«Πώς στο καλό, κατάφερες να φτιάξεις κάτι τέτοιο;» ψιθύρισε ο Ρέο εκστασιασμένος, λίγα λεπτά αργότερα.
Στη μέση του καταστήματος στεκόταν ένα ανθρωποειδές, φτιαγμένο από ξύλο, χλωρά κλαδιά και φύλλα. Το κεφάλι του δεν είχε κανένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό· το σημείο που θα έπρεπε να υπάρχει το πρόσωπο, ήταν γεμάτο πολύχρωμα άνθη. Και ενώ δεν υπήρχε προφανώς καμία έκφραση, στην οποία να μπορούσε να ανταποκριθεί συνειδητά, ο Ρέο ένιωσε γαλήνη και αρμονία να κατακλύζουν τον χώρο γύρω τους.
Το ανθρωποειδές χόρευε – με απόλυτη φυσικότητα στις κινήσεις του – έναν από τους πιο δύσκολους, τελετουργικούς χορούς του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο.
«Το πλέγμα από νεφρίτη πάνω από τα κεφάλια μας, διαχειρίζεται πολύ καλά τη ροή της συνδυασμένης μαγείας μας, που έχει αποθηκεύσει και διαχέει μέσα στην Τσαγιέρα» απάντησε ο Μάτου. «Όχι όμως ολοκληρωτικά. Αναμενόμενο, βέβαια. Παρ’όλ’αυτά, δε μου άρεσε που ακόμα και αυτή η λίγη μαγεία πήγαινε χαμένη. Και, μια που ψάχναμε να βρούμε τρόπο να μεταφέρουμε συμπαγή, υλικά αντικείμενα από τον έξω κόσμο εδώ μέσα... σκέφτηκα να μην τα μεταφέρουμε, αλλά να τα φτιάχνουμε εδώ μέσα.»
«Τι; Τι εννοείς;»
«Εάν αυτός εδώ ο Μηχανουργός μπορεί να μάθει, να απομνημονεύσει και να χορέψει το Ταξίδι Των Σοφών Πλασμάτων ακριβώς όπως τα Σοφά Πλάσματα, τότε μπορεί να φτιάξει οτιδήποτε χρειαστούμε εδώ μέσα.»
«Οτιδήποτε;»
«Μηχανές, εργαλεία και υλικά για τους καλλιτέχνες μας· αλλά και βασικά έπιπλα και χρηστικά αντικείμενα – ό,τι δεν έχουν χρόνο να φτιάξουν οι χρυσοχέρηδες, που έχεις μέσα στη συνείδησή σου. Νήματα και υφάσματα ή ακόμα και αργαλειούς για όσα θαυμαστά οραματίζονται οι υφάντρες που τριγυρνούν μέσα στους αιώνιους διαδρόμους του μυαλού σου. Και επίσης...» ο Μάτου χαμογέλασε πλατιά. «Μπορούν να φυτέψουν και να οργώσουν. Ή να κλαδεύουν και να μαζεύουν καρπούς. Να διατηρούν ή ακόμα και να παράγουν τροφή. Τροφή που μπορούμε να καταναλώνουμε εγώ και η Αμπούγια, ως ζωντανοί επισκέπτες εδώ μέσα και να την ευχαριστιούνται, γευστικά, τα πνεύματά σου.»
Το στόμα του Ρέο κρέμασε.
«Αλήθεια; Μου λες αλήθεια;»
«Και βέβαια φίλε μου! Ξέρουμε και οι δύο πόσο απογοητευτήκαμε, όταν συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να μεταφέρεις, με τον δικό σου τρόπο, άψυχα αντικείμενα ή φαγητό στην Τσαγιέρα, χωρίς να σπάσουν ή να χαλάσουν. Ομολογουμένως, αυτό το κομμάτι του σχεδίου μας ήταν κάτι που δεν υπολογίσαμε σωστά. Αλλά ένα τέτοιο, μικρό πισωγύρισμα, σίγουρα δε θα ήταν ικανό να μας σταματήσει τώρα, κοντά στην ολοκλήρωση του ονείρου μας, σωστά;»
«Σωστά...» μουρμούρισε ο Ρέο, χαζεύοντας τις υπέροχες κινήσεις του ξύλινου πλάσματος.
«Γυρνώντας τον μοχλό στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού μου, η επιπλέον μαγεία που στάζει από το πλέγμα του νεφρίτη κατευθύνεται στον Μηχανουργό μας. Και σε άλλους που θα φτιάξω άμεσα. Θα μου πάρει λίγες εβδομάδες ακόμα, για να μοιράσω τη μαγεία ανάλογα τη λειτουργία του κάθε Μηχανουργού· ίσως χρειαστεί να φτιάξω και κάτι, μια κατασκευή να καθοδηγεί ακόμα καλύτερα τη μαγεία από τον νεφρίτη στο έδαφος και στα διάφορα σημεία που θα βρίσκονται οι Μηχανουργοί... ίσως έναν πύργο, με συγκεκριμένη διάταξη του εξωτερικού πετρώματος, για να βοηθά τη ροή και σε βάθος χρόνου· να μη χρειάζεται να την ελέγχω και να την επισκευάζω συνέχεια. Οι πέτρες είναι ένα από τα ελάχιστα που μπορείς να μεταφέρεις πάντα άθικτα εδώ μέσα, οπότε δε θα έχουμε πρόβλημα με αυτό. Χμ... έναν πύργο με παρατηρητήριο στην κορυφή, για να πηγαίνουμε και να θαυμάζουμε το δημιούργημά μας από ψηλά; Ίσως και κάποια δωμάτια διαφόρων μελλοντικών χρήσεων και λειτουργιών, που δεν έχουμε σκεφτεί ακόμα; Θα δω, θα δω. Όμως, σύντομα, θα είμαστε πλήρως έτοιμοι να υποδεχτούμε τον λαό που κατοικεί ήδη μέσα σου αλλά και όσα πνεύματα αποκτήσεις από ‘δω και πέρα.»
«Μάτου, είσαι διάνοια!»
Ο μάγος μειδίασε αυτάρεσκα.
«Καθόλου. Η φιλία μας είναι, που οδήγησε τη μαγεία και τις σκέψεις μου σε μονοπάτια που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν. Ό,τι κατάφερα να φτιάξω γύρω μας, το χρωστάω σε εσένα και όσα θαυμαστά μου χάρισες με την αγάπη και την αφοσίωσή σου. Μετά την υπέροχη Αμπούγια μου, δεν πίστευα ότι ήταν δυνατόν να εκτιμήσω και να σεβαστώ τόσο πολύ άλλο πλάσμα, από οποιονδήποτε κόσμο. Δεν πίστευα ότι μπορούσε κάποιος άλλος να με εμπνεύσει όπως εκείνη. Σε αποκαλώ φίλο, Ρέο, με την πιο βαθιά, ουσιαστική και αιώνια έννοια της λέξης.»
«Σε ευχαριστώ τόσο πολύ, που το σκέφτηκες όλο αυτό για να μαλακώσεις την αποτυχία μου στη μεταφορά άψυχων αντικειμένων εδώ μέσα. Το εννοώ, Μάτου.»
«Θέλω να είσαι ευτυχής, Ρέο. Ήθελα, ό,τι κι αν κάνω στη ζωή μου, να γεμίζει χρώματα την καρδιά της Αμπούγια. Να είμαι άξιος του σεβασμού και της αγάπης της. Μα συνειδητοποίησα πως θέλω το ίδιο και για εσένα. Δεν είχα ποτέ φίλους, αληθινούς φίλους, πριν από εσένα. Θα κάνω πάντα ό,τι μπορώ για να σε βοηθώ. Η Αμπούγια κι εσύ θα είστε πάντα, πάνω και πέρα από οποιονδήποτε άλλον. Από το δικό μου το χέρι, δε θα πάθετε ποτέ κακό.»
«Το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ αγαπητέ μου.»
«Ακόμα κι αν χρειαστεί να αφήσω οποιονδήποτε άλλον να καταστραφεί.»
«Ε καλά, εντάξει, ας μην το παρακάνουμε» χασκογέλασε ο Ρέο και γύρισε πάλι προς το ανθρωποειδές που χόρευε – παραλείποντας να παρατηρήσει πόσο εννοούσε ο Μάτου εκείνες τις τελευταίες λέξεις.
***
«Ο πύργος λοιπόν, στον οποίο μένει τώρα ο Μάτου, κατευθύνει το υπόλοιπο της μαγείας που δε μπορεί να διαχειριστεί το πλέγμα του νεφρίτη, σ’ένα υπόγειο δίκτυο που συνδέεται με τον μοχλό αλλά και όλους τους Μηχανουργούς» είπε ήρεμα ο Ρέο στην Φαλάκ, που παρακολουθούσε αποσβωλομένη το ανθρωποειδές μπροστά της, να κουμπώνει αργά και προσεκτικά, το χέρι και το πόδι της στις θέσεις τους. «Μπορούν να φτιάξουν τα πάντα. Μέχρι τώρα δηλαδή, δεν έχουν αποτύχει σε ό,τι κι αν τους έχει ζητηθεί. Ακόμα και τα άκρα σου, δεν έκαναν τον συγκεκριμένο να διστάσει ούτε στιγμή. Από τη στιγμή που τα είδε, ακόμα και ραγισμένα, ακόμα κι αν δεν τα είχε ξαναδεί ή δεν είχε ίσως καν ιδέα τι ήταν, μπορούσε να καταλάβει τους μηχανισμούς τους και τα γρανάζια ή τα κομμάτια που έχρηζαν επισκευής. Ακούγεται καταπληκτικό· μα αν σκεφτεί κανείς ότι είναι η μαγεία η δική μου και του Μάτου που τους δίνει ζωή – και, σε έναν βαθμό, βούληση και θέληση – μάλλον είναι αναμενόμενο. Λαμβάνουν τα ερεθίσματα και την τάση για τις αντιδράσεις τους, από την αποθηκευμένη μαγεία δύο πολύχρονων και έμπειρων πλασμάτων, που δε φοβήθηκαν ποτέ το άγνωστο ή το φαινομενικά ακατόρθωτο.»
«Είναι υπέροχος...» ψέλλισε εκείνη και άπλωσε, χωρίς να το σκεφτεί, το δεξί της χέρι προς το ξύλινο πλάσμα.
Άγγιξε για μια στιγμή το σημείο, όπου θα βρισκόταν το μάγουλο ενός ανθρώπου.
«Είσαι υπέροχος...» επανέλαβε.
Ο Μηχανουργός σήκωσε το κεφάλι του, σα να μπορούσε να την κοιτάξει. Ένα μπουμπούκι παιωνίας έσπρωξε τους μίσχους γύρω του και αναδύθηκε και άνθισε σαν πυροτέχνημα γύρω από τα ακροδάχτυλά της.
Η Φαλάκ γύρισε στον Ρέο, με μια φρέσκια έκφραση έκπληξης στα μεγάλα, σκούρα μάτια της.
Εκείνος χαμογέλασε εγκάρδια.
«Σε συμπαθεί ήδη. Ήμουν σίγουρος.»
«Μπορεί και συμπαθεί;»
«Μπορεί τα πάντα. Με τον δικό του τρόπο.»
«Έχει όνομα;»
«Πιστεύω πως όλοι οι Μηχανουργοί έχουν πια αρκετή αίσθηση του εαυτού τους, ώστε να διαισθάνονται την ανάγκη για κάποιον σύντομο προσδιορισμό, όπως περίπου τα δικά μας ονόματα. Παρ’όλ’αυτά, δεν έχουν εμφανίσει δείγματα φωνητικής γλώσσας. Τουτέστιν, πιστεύω πως, μεταξύ τους, χρησιμοποιούν ονόματα· απλά εμείς δεν τα γνωρίζουμε.»
«Γιατί δεν τους δίνετε δικά σας ονόματα, τουλάχιστον μέχρι να μπορέσουν να επικοινωνήσουν σε εσάς τα δικά τους;»
«Γιατί δε θα είναι τα δικά τους ονόματα. Θα είναι μια καταπάτηση, εκ μέρους μας, ειδικά όταν έχουμε βάσιμες υποψίες ότι έχουν δικά τους, μεταξύ τους. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνουμε κάτι τέτοιο.»
«Και πώς τους ξεχωρίζετε;»
«Ο κάθε Μηχανουργός βρίσκεται πάντα στον χώρο όπου γεννήθηκε. Άλλωστε, αν κάποιος έχει τον χρόνο να παρατηρήσει, καθένας τους έχει διαφορετικά άνθη στο πρόσωπό του – ή έστω διαφορετική σύνθεση ανθέων. Είναι ξεχωριστοί και μοναδικοί, έτσι όπως είναι.»
«Πιστεύεις ότι θα μιλήσουν ποτέ, Ρέο; Σε κάποια γλώσσα που να καταλαβαίνει οποιοσδήποτε εδώ μέσα;»
«Δε χρειάζεται να το κάνουν. Επικοινωνούν ήδη μια χαρά με όλους, πέρα από γλώσσες και φωνές. Οπότε δεν έχει καμία σημασία τι πιστεύω.»
«Τώρα που το σκέφτομαι... εγώ γιατί καταλαβαίνω διαφορετικές γλώσσες εδώ μέσα; Είναι προφανές ότι ο Όλαφ δεν είναι από τα μέρη μου, ούτε εγώ από τα δικά του.»
«Ούτε εγώ είμαι από τα μέρη σου. Ούτε κανένα από τα πλάσματα που ακούς, όταν ανοίγεις το Αληθινόματό σου.»
«Είναι το ίδιο; Πίστευα πως η μαγεία του Αληθινόματου βοηθούσε σε αυτό. Κάποια μαγική, αυτόματη μετάφραση των γλωσσών του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο μου ή κάτι τέτοιο. Είναι το ίδιο με τον Όλαφ, που απλά είναι η συνείδηση ενός νεκρού από άλλη χώρα;»
«Είναι το ίδιο, αφού η συνείδηση του Όλαφ κατοικεί στη δική μου. Όσον αφορά τους νεκρούς εδώ μέσα, δεν είσαι ακριβώς εσύ που καταλαβαίνεις· αλλά εγώ, που όρισα τους κανόνες του κόσμου της Τσαγιέρας. Όποιος μπαίνει εδώ μέσα, μιλάει τη γλώσσα του και καταλαβαίνει όλες τις άλλες, χωρίς καν να συνειδητοποιεί ότι ακούει διαφορετικές γλώσσες.»
«Εσύ ορίζεις τους κανόνες;»
«Εγώ τους όρισα κάποτε. Εγώ και ο Μάτου δηλαδή. Όταν φτιάχναμε τον κόσμο μας εδώ μέσα.»
«Άρα... είστε οι θεοί της Τσαγιέρας;» ρώτησε η Φαλάκ και ένιωσε μια ανατριχίλα στη σπονδυλική της στήλη.
«Τυπικά, ναι» της απάντησε διστακτικά – η παραδοχή τον έκανε να νιώθει εμφανώς άβολα. «Μα άσχετα από τη διακόσμηση, αγαπητή Φαλάκ· βρίσκεσαι σε έναν κόσμο, που ήταν κάποτε μέσα μου. Αν δε μπορώ να ορίζω τους βασικούς κανόνες στα εσώτερα της ίδιας μου της ύπαρξης, τότε θα είχαμε όλοι σοβαρό πρόβλημα, δε νομίζεις;»
Η Φαλάκ πάτησε με δύναμη στο πάτωμα, δυο-τρεις φορές, το ξύλινό της πόδι· και ύστερα σηκώθηκε. Ανασήκωσε το ξύλινό της χέρι, για να βεβαιώσει ότι ήταν δεμένο καλά και τα γρανάζια του καρπού δούλευαν σωστά. Ο Μηχανουργός έκανε μια γρήγορη στροφή γύρω από τον εαυτό του – σαν από χαρά, που όλα λειτουργούσαν όπως έπρεπε – και ύστερα έφυγε προς το εσωτερικό του καταστήματος.
«Πού πάει;»
«Να ξεκουραστεί.»
«Χρειάζεται ξεκούραση;»
«Αγαπητή Φαλάκ, δεν κάνω ό,τι θέλω εδώ μέσα» επέμεινε ο Ρέο αγνοώντας την ερώτησή της – η δική της απροθυμία να απαντήσει στην προηγούμενη δική του, έκανε τα αιθέρια ρούχα του να χορεύουν νευρικά σε έναν ανύπαρκτο άνεμο. «Οι κανόνες είναι και για εμένα.»
«Το καταλαβαίνω.»
«Αλήθεια; Με πιστεύεις;»
«Με την περίεργη σιγουριά που ήξερα ότι μου λες αλήθεια και πριν μπω στην Τσαγιέρα» του απάντησε ήρεμα και έστρωσε τα ρούχα της πάνω από τα μηχανικά της άκρα.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο του καταστήματος, τον πύργο στο κέντρο της λίμνης.
«Πρέπει να φύγω σύντομα.»
«Θα ξανάρθεις τελικά;» ρώτησε ο Δαίμονας.
«Πρέπει να γνωρίσω και τον Μάτου.»
«Σε διαβεβαιώ πως μπορείς να ξεκινήσεις να οργανώνεις την αναζήτηση των απογόνων του, μέχρι να πάρουμε και τυπικά την έγκρισή του.»
«Ναι, ίσως κάνω κάποιο σχέδιο· να μαζέψουμε διάφορες πληροφορίες, να δούμε σε ποιους μπορούμε να απευθυνθούμε. Εσύ δεν ξέρεις απολύτως τίποτα, για το πού πήγε η κόρη του μετά τον θάνατό του; Κάτι να με βοηθήσει να περιορίσω την αναζήτησή μου;»
«Όχι, δυστυχώς.»
«Μα, ήταν στην έπαυλη, μπροστά σου. Δεν άκουσες έστω τίποτα;»
«Η μαγεία που την έσωσε από τον Αυτοκράτορα και την έκρυψε ξανά, ήταν τρομερά πολύπλοκη. Ήρθε στην έπαυλη, ήδη κρυμμένη· και έφυγε το ίδιο. Μπορεί να την έβλεπα και να την άκουγα αλλά δεν είχα καμία άλλη πρόσβαση στην παρουσία και την ύπαρξή της. Καταλαβαίνεις;»
«Οπωσδήποτε όχι.»
«Δεν υπάρχει τρόπος να το εξηγήσω, ειδικά σε κάποιον που δεν έχει ίχνος δικής του μαγείας» είπε απογοητευμένος, μα αμέσως αναθάρρησε. «Όμως, ίσως έχω κάτι που... δεν το ξέρω ακριβώς, αλλά μπορώ να το υποθέσω.»
«Ποιο;»
«Η Ζούρι δε μπορεί να πήγε μακρύτερα από τρεις επικράτειες, από το σημείο που βρισκόταν ο Μάτου. Η μαγεία του, ακόμα και στα καλύτερά της, δεν έφτανε ποτέ μακρύτερα από τρεις επικράτειες.»
«Τρεις επικράτειες προς όλες τις κατευθύνσεις...»
«Τρεις επικράτειες του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο σου, όχι της χώρας που ζεις.»
«Ναι, το φαντάστηκα αυτό.»
«Και, μην ξεχνάς, αυτή η μαγεία αφορούσε στην απόκρυψη μόνο της Ζούρι. Οι απόγονοί της μπορεί να μετακινήθηκαν οπουδήποτε, μετά τον θάνατό της.»
«Ναι, το σκέφτηκα και αυτό.»
«Δε βοήθησα και πολύ.»
«Όχι, όχι. Τρεις επικράτειες προς όλες τις κατευθύνσεις... είναι μια αρχή. Τουλάχιστον για να βρω τα ίχνη της.»
«Ίσως σε βοηθήσει και κάτι άλλο» είπε ο Ρέο σκεφτικός. «Μπλέχτηκε πολύς κόσμος για να την κρύψει και να την φυλάξει επιπλέον. Πέραν της μαγείας του Μάτου. Και από τους δύο κόσμους. Ο Μάτου κατάφερε να την ελευθερώσει από το παλάτι και έσβησε την παρουσία της από τα ξόρκια των ανθρώπων του Αυτοκράτορα ή άλλων με μαγεία, αλλά δε μπορούσε να την κρύψει απ’όλους ανεξαιρέτως. Ειδικά μετά την αιχμαλωσία της – όπου πια, ήξεραν πολλοί το πρόσωπό της – έπρεπε να στηριχτεί και σε άλλους, για να τη φυγαδεύσουν με τον παραδοσιακό τρόπο. Εκείνον τον καιρό, κυκλοφορούσαν λεπτομερή σχέδια με το πρόσωπό της και πληροφορίες για εκείνη, σε όλη την πρωτεύουσα και τις γύρω περιφέρειες – την αναζητούσαν ως εγκληματία, για να τον αναγκάσουν να βγει ανοιχτά και να εκτεθεί για χάρη της. Ο Μάτου εξαργύρωσε και πολλές, πολλές χάρες για να είναι η Ζούρι ξανά – και για πάντα, αυτή τη φορά – ασφαλής.»
«Ξέρεις κανέναν από αυτούς που βοήθησαν;»
«Δεν ξέρω καν ποιοι ήταν αυτοί που βοήθησαν, οπότε δεν ξέρω αν ξέρω κανέναν τους.»
«Τότε τι είναι αυτό το άλλο, που λες ότι θα με βοηθήσει;»
«Ξέρω ποιος πιθανότατα οργάνωσε αυτούς που τη βοήθησαν.»
«Αλήθεια;»
«Δηλαδή, ποια.»
«Ποια είναι;»
«Δηλαδή, δεν το ξέρω ακριβώς.»
«Ε;»
«Απλά ξέρω ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πραγματοποιηθεί τέτοιο σχέδιο, χωρίς τη γνώση και την έγκρισή της.»
«Δηλαδή, υποθέτουμε πάλι.»
«Όχι, όχι. Αυτό δεν είναι υπόθεση. Σου λέω με απόλυτη σιγουριά, ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να έγινε κάτι τέτοιο, τέτοιου μεγέθους, χωρίς να το ξέρει το Σοφό Πλάσμα της επικράτειας.»
«Συγγνώμη, γι’αυτήν μιλάς τόσην ώρα;»
«Ναι, βεβαια.»
«Αυτό μπορούσα να το υποθέσω κι εγώ ή η Γκιούλι. Κάτι τόσο σοβαρό, δε συμβαίνει σε καμία επικράτεια χωρίς να το ξέρει το Σοφό Πλάσμα της.»
«Είδες; Συμφωνούμε.»
«Συγγνώμη, θυμάσαι ότι δε μπορώ να πω ψέμματα σε ένα Σοφό Πλάσμα; Τι θα της πω όταν με ρωτήσει γιατί θέλω να μάθω για τη Ζούρι και τους απογόνους της;»
«Δεν είσαι υποχρεωμένη να της απαντήσεις. Με το κατάλληλο αντάλλαγμα, μπορείς ακόμα και να απαιτήσεις να μη μάθει κανείς άλλος τι ζητάς.»
«Έχεις ιδέα ποιο είναι το κατάλληλο αντάλλαγμα για να μην της απαντήσω και να μη μάθει κανείς άλλος τι ζητάω;»
«Όχι.»
«Τα φαντάστηκα. Ούτε εγώ. Αλλά σίγουρα θα είναι κάτι αδιανόητο.»
«Δεν έχω συναντήσει ποτέ ως τώρα Σοφό Πλάσμα που να ζητάει κάτι πραγματικά αδιανόητο ως αντάλλαγμα.»
«Για εσένα, που είσαι πανίσχυρος δαίμονας. Όχι για εμένα.»
«Χμ, ναι· ίσως έχεις ένα δίκιο σε αυτό.»
«Και επίσης, έχεις ιδέα ότι, ακόμα κι αν δε συμφωνήσουμε και τελειώσει η συζήτησή μας εκεί χωρίς καμία άλλη υποχρέωση από οποιαδήποτε πλευρά, θα έχω εκτεθεί ανεπανόρθωτα σε ένα Σοφό Πλάσμα που δε γνωρίζω προσωπικά; Και θα με παρακολουθεί για πάντα, με υποψία για τα κίνητρά μου;»
«Να σου θυμήσω ότι είσαι μια θνητή με Αληθινόματο, αγαπητή Φαλάκ; Όσο δουλεύει αυτό, η καλή σου θέληση και η αγνότητα των κινήτρων σου, δε μπορούν να αμφισβητηθούν από κανέναν.»
«Ναι, αλλά η νοητική και συναισθηματική μου αξιοπιστία μπορούν να αμφισβητηθούν μια χαρά. Κάποιος μπορεί να με ξεγέλασε ή να με χρησιμοποιεί εν αγνοία μου. Δε μπορεί να μου ζητάς να είμαι τόσο βιαστική και απρόσεκτη!» φώναξε, αλλά αμέσως μαζεύτηκε και κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε. «Αν είναι δυνατόν, ακούγομαι ακριβώς σαν την Γκιούλι.»
Ο Ρέο δε μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γάργαρο γέλιο.
«Χαίρομαι που σου φαίνονται αστεία όλα αυτά.»
«Αγαπητή μου, ζητώ συγγνώμη. Ναι, ίσως έχεις δίκιο. Ίσως δεν είναι καλή ιδέα το Σοφό Πλάσμα. Δε θα ήθελα να σε εκθέσω τόσο ανεπανόρθωτα· και αυτό δεν το λέω ειρωνικά. Ειδικά όταν, ήδη, μας έχεις βοηθήσει τόσο πολύ. Μάλλον έχω μείνει πολύ καιρό εκτός επαφής με όλους τους κόσμους εκεί έξω.»
«Κι όμως...» απάντησε εκείνη «... είπες ότι μιλούσες ανά καιρούς με φαντάσματα και πλάσματα γύρω από την έπαυλη. Έτσι μάθαινες για τα νέα και τις αλλαγές του κόσμου έξω από την Τσαγιέρα. Πώς είναι δυνατόν να μην ξέρει το Σοφό Πλάσμα της επικράτειας για εσένα – και τελικά για την ίδια την Τσαγιέρα – από αυτούς με τους οποίους μιλούσες;»
«Πφφφ, αυτοί δεν είναι τίποτα. Δεν ήξεραν καν ποιος είμαι και από πού ερχόμουν. Φρόντιζα πάντα να μην αναταράσσω κανέναν κόσμο με την παρουσία μου, όποτε έβγαινα από εδώ.»
Η Φαλάκ περπάτησε για λίγο μέσα στο κατάστημα, κοιτώντας μία το ταβάνι και μία τον Ρέο.
«Βιάστηκα τόσο πολύ...» μονολόγησε. «Είπα και στη Γκιούλι ότι πρέπει να βρούμε τους απογόνους του Μάτου· και θα έχει οργανώσει ολόκληρο σχέδιο, νομίζοντας ότι θα έχω τουλάχιστον κάποιο στοιχείο, που θα μας βοηθήσει να κινηθούμε προσεκτικά και διακριτικά. Δεν υπάρχει τίποτα, που να μπορώ να ακολουθήσω χωρίς να εκτεθούμε εμείς ή εσείς.»
Ο Δαίμονας την κοίταξε συμπονετικά.
«Αγαπητή μου. Δε χάρηκα που με βρήκατε και μας πήρατε από την έπαυλη, γιατί στηριζόμουν μόνο σε εσάς για να βρω τρόπο να ελευθερώσω τον Τσανγιόλ. Το ότι είμαστε εκτός έπαυλης, σημαίνει ότι είμαστε ανάμεσα σε κόσμο. Είμαι εγώ ανάμεσα σε κόσμο – θνητούς και πλάσματα δικά μου. Έχω κι εγώ τους τρόπους μου να ανακαλύψω πράγματα.»
«Μα δε θα μείνουμε πολύ εδώ. Θα επιστρέψουμε στο σπίτι μας, πολύ σύντομα· και θα μείνουμε εκεί. Έχω δουλειές, έχουμε υποχρεώσεις με τη Γκιούλι. Το χωριό μας είναι μακριά από εδώ, πέρα από την επικράτεια του Σοφού Πλάσματος που θα μπορούσε να μας βοηθήσει με την κόρη του Μάτου.»
«Δεν έχει σημασία. Μπορώ να δουλέψω τα αόρατα νήματα των αναμνήσεων ζωντανών και νεκρών που συνδέουν τα πάντα, από οπουδήποτε. Ήδη το κάνω, διακριτικά, από τότε που με φέρατε στην πρωτεύουσα. Και αυτά τα νήματα θα μείνουν να δουλεύονται στα χέρια μου, όσο κι αν απομακρυνθώ.»
«Και το Σοφό Πλάσμα δε θα σε καταλάβει; Δε σε έχει ήδη καταλάβει, όταν μπλέκεσαι τόσο βαθιά στον κόσμο της;»
«Το ότι γνωρίζει, από πληροφοριοδότες, τι μπορεί να συμβαίνει στην επικράτειά της ή το ότι κανείς δεν τολμά να της κρατήσει μυστικά, δε σημαίνει ότι με καταλαβαίνουν όταν τριγυρνάω στις σκέψεις τους ούτε ότι εκείνη έχει πρόσβαση σε αυτές. Ακόμα κι αν είχε, ακόμα κι αν με έπαιρναν χαμπάρι – όπως λέτε κι εσείς οι άνθρωποι – δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ εμού και εκείνης. Με το να είμαι προσεκτικός, δεν προστατεύω εμένα αλλά την Τσαγιέρα· προφανώς.»
«Άρα, το βασικό ήταν να φύγεις από την έπαυλη.»
«Μα, ναι. Νόμιζα πως ήταν ξεκάθαρο αυτό, από την αρχή. Είμαι Δαίμονας.»
«Και τότε, γιατί με αφήνεις να ταλαιπωρούμαι και να ανησυχώ για το πώς θα σας βοηθήσουμε;»
Ο Ρέο κάγχασε.
«Είναι μόνο λίγες ώρες που έμαθες για τον Τσανγιόλ και το πρόβλημά μας. Ακόμα λιγότερος χρόνος, που συνειδητοποίησες ότι ίσως μπορείτε κι εσείς να μας συνδράμετε με κάποιον τρόπο. Δεν ήξερα ότι σε κατέβαλλε τόσο πολύ αγαπητή μου, λίγη ώρα σκέψης.»
«Λίγη ώρα... μου φαίνεται ήδη σαν μέρες.»
«Μέρες; Πρέπει να βγεις άμεσα από την Τσαγιέρα.»
«Ναι, μάλλον.»
«Ο Όλαφ πρέπει να έχει πιάσει ήδη την κατσίκα. Πάμε να τον βρούμε;»
«Μα τι στο καλό είναι, επιτέλους, αυτή η κατσίκα!;»
συνεχίζεται
Artwork: Hong Kong dancer and Art work from the Han period (Courtesy of Beijing Dance Academy)
Comments
Post a Comment