Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 10

 

    Η Γκιούλι ξύπνησε, τη στιγμή που ο ήλιος έφτανε στο απώγειό του. Είχε αποκοιμηθεί σχεδόν αμέσως πάνω στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου, μετά την τελευταία της επικοινωνία με τη Φαλάκ. Ανασηκώθηκε βαριεστημένα· τέντωσε τα πόδια και την πλάτη της και χασμουρήθηκε συνεχόμενα, δυο-τρεις φορές. Κάθε επικοινωνία των μαγικών τους ματιών κούραζε και τις δύο και είχαν ήδη συνδεθεί δυο φορές μέσα σε λίγη ώρα. 
Σήκωσε αργά το κουρασμένο σώμα της και ύστερα έμεινε ακίνητη για λίγο, φέρνοντας στο μυαλό της ξανά και ξανά τις επιπλέον λέξεις, που είχε γράψει η Φαλάκ πάνω στον τοίχο του μπάνιου της Κλέουσας.

Ο Μάτου και ο Τσανγιόλ είναι εδώ μέσα, ζωντανοί, όπως το υπέθεσες. Δεν είναι ακριβώς φυλακισμένοι, αλλά δε μπορούν να βγουν. Είναι κι άλλα που πρέπει να σου πω. Θα σου τα εξηγήσω μόλις βγω, περιμένω να μου φτιάξουν τα άκρα μου. Καταλαβαίνεις Γκιούλι; Εδώ μέσα φτιάχνουν πράγματα, δεν είναι απλά ένας κόσμος πνευμάτων! Δεν ξέρω τι να σου πρωτογράψω, δεν ξέρω πώς μπορώ ακόμα και βάζω σε κάποια σειρά τις σκέψεις μου, με τόσα που έχω ακούσει και έχω μάθει! Δεν ξέρω αν τις βάζω σε κάποια σειρά ή αν απλά γράφω ακατανόητες αρλούμπες!
Α και πρέπει να βρούμε αν ο Μάτου έχει σήμερα απογόνους, διακριτικά όμως! Πολύ διακριτικά! Είχε μια κόρη κάποτε, Ζούρι την έλεγαν! Σημείωσέ το, είναι σημαντικό, μόλις βγω να οργανωθούμε για να βρούμε αν έχει απογόνους!


Πώς τα είχαν καταφέρει και είχαν μπλέξει έτσι; Και τι μπορούσε να κάνει εκείνη, πέρα από τους ενθουσιασμούς και τις απροσεξίες της Φαλάκ, για να τους ξεμπλέξει;
Λίγες στιγμές μετά, πετάχτηκε εκεί που στεκόταν και στριφογύρισε μερικές φορές βιαστικά, ψάχνοντας κάτι. Έτρεξε στο μικρό γραφείο του δωματίου και έγραψε ένα σύντομο σημείωμα, στην κοινή γλώσσα της χώρας.

Κύριε Κιαμπάν, λυπούμεθα για την απουσία μας – ανωτέρα βία, σας διαβεβαιούμε. Περιμένουμε με χαρά την έναρξη της συνεργασίας μας. Θα επικοινωνήσουμε μαζί σας το συντομότερο δυνατόν. 
Φ. Αλαμίν – Γ. Λαγκάρι


Έγραψε άλλο ένα, στη διάλεκτο της περιοχής της.

Βέντα μου, είμαστε καλά. Η Έκθεση ήταν επιτυχής και φέτος. Είχες δίκιο, όλα αυτά τα θαυμαστά, τα βλέπει κάποιος πολύ διαφορετικά όταν είναι και εκθέτης, εκτός από θεατής. Αναμένουμε απαντήσεις από προσφορές για δουλειά. Θα σου στείλω νεώτερα το συντομότερο δυνατόν. Μέχρι να επιστρέψουμε όμως, χρειάζομαι να μου φτιάξεις μια αναλυτική λίστα, με όσους καλούς παραγωγούς σπάνιων φρούτων της χώρας μπορέσεις να ανακαλύψεις. Διακριτικά. Πολύ διακριτικά. Είναι επείγον.
Τα φιλιά μου στη Λάουρι. Σας αγαπώ και σας σκέφτομαι πάντα.
Μαμά


Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου, βρήκε φακέλους, κερί και βουλοκέρι. Τακτοποίησε και σφράγισε τα σημειώματα. Έπλυνε το πρόσωπό της και μασούλησε βιαστικά ένα κομμάτι δροσερής μαστίχας. Έστρωσε τα ρούχα και τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέπτη. 
Μη βιάζεσαι, μια σκέψη της τη σταμάτησε.
Κούνησε το κεφάλι της για να τη διώξει. Κοίταξε, για λίγο, το αμίλητο, ανέκφραστο είδωλό της· και ύστερα, έφυγε από το δωμάτιο.

***

    «Θα λείψετε για πολλή ώρα, κυρία Λαγκάρι;» ρώτησε ο άνδρας στην υποδοχή του πανδοχείου, αφού παρέλαβε τους φακέλους. «Να σας φωνάξω μια άμαξα;»
«Όχι, όχι, δε θα φύγω. Απλά θέλω αυτό να σταλεί άμεσα και ως επείγον στη διεύθυνση που γράφει ο φάκελος· και αυτό, να το δώσετε σε έναν κύριο Κιαμπάν, αν τύχει και έρθει και μας ζητήσει όσο λείπω.»
«Μα, δεν καταλαβαίνω. Μόλις είπατε πως δε θα φύγετε. Και, υποθέτω, η κυρία Αλαμίν είναι ακόμα στο δωμάτιο σας; Δεν την είδα να βγαίνει.»
«Η κυρία Αλαμίν είναι πολύ κουρασμένη και ακόμα ξαπλωμένη· παρακαλώ να μην ενοχληθεί καθόλου.»
«Κανένα πρόβλημα, αλλά εσείς είπατε-»
«-θα λείψω πολύ λίγο. Πείτε μου, πώς μπορώ να κατέβω στο υπόγειό σας;»
«Τι εννοείτε; Τι θέλετε να κάνετε στο υπόγειο;»

***

    Η Γκιούλι κατάφερε, με πολύ κόπο, να πείσει τον δεύτερο υπάλληλο που τη συνόδευσε στο υπόγειο του πανδοχείου, ότι δεν είχε καμία διάθεση να κλέψει κανέναν – εκεί βρισκόταν το μικρό θησαυροφυλάκιο του, εξαιρέτου φήμης, καταλύμματος – αλλά ότι δε βρισκόταν και υπό την επήρρεια κάποιας, σαφώς γυναικείας, διαταραχής ή υστερίας.
Είχε ακούσει πως κάποια άλλα κοντινά κτίρια, αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα με πλημμύρες στα υπόγειά τους, από τις τελευταίες συχνές βροχές· και ήθελε να δει με τα μάτια της πως το δικό τους κτίριο παρέμενε ασφαλές. Δεν είχε σημασία που τη διαβεβαίωναν πως όλα ήταν καλά· ήθελε να το ελέγξει η ίδια.
Οπότε ίσως και να την είχε καταλάβει κάποια, γυναικεία σαφώς, διαταραχή, σκέφτηκε πως θα σκέφτονταν και μειδίασε, καθώς κατέβαιναν τα σκαλιά.
Ο υπάλληλος δεν την άφησε τελείως μόνη· αλλά της επέτρεψε να περιπλανηθεί εκτός της επίβλεψής του για λίγο, στους διαδρόμους ανάμεσα στις αποθήκες, τους λέβητες και τα μηχανοστάσια – όλα σε κλειδωμένα δωμάτια προφανώς – όσο εκείνος περίμενε στη βάση της σκάλας.
Μόλις έστριψε στη δεύτερη γωνία και χάθηκε εντελώς από το οπτικό του πεδίο, ενεργοποίησε το Αληθινόματό της, σφυρίζοντας όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε. Κοίταξε πίσω της· αν την είχε ακούσει ο υπάλληλος, τουλάχιστον δεν την είχε ακολουθήσει. 
Περπάτησε αργά στο μισοσκόταδο των λαμπών με το αδύναμο φως, που κρέμονταν από το ταβάνι, αγγίζοντας ελαφρά τους τοίχους, χτυπώντας απαλά τις πόρτες, ελπίζοντας να βρει αυτό που αναζητούσε – ή να τη βρει εκείνο.

***

    Τα Αερικά δεν ήταν, όπως πίστευαν οι περισσότεροι άνθρωποι, οι παντός είδους οπτασίες και φαντάσματα που τριγυρνούσαν σε στοιχειωμένους χώρους και έρημους δρόμους, με θολά χαρακτηριστικά και βασανισμένα μυαλά. Αντιθέτως, ήταν πολύ συγκεκριμένα πλάσματα του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο, με πολύ συγκεκριμένες ιδιότητες και ικανότητες. 

***

    Η Γκιούλι σταμάτησε λίγο μετά την πόρτα του κεντρικού λεβητοστασίου. Ένα από τα μικρά, σκοτεινά ανοίγματα των εντοιχισμένων σωλήνων εξαερισμού, φώτισε ξαφνικά για μερικές στιγμές, σαν να είχε μπουκώσει από δεκάδες πυγολαμπίδες.
Χαμογέλασε, ικανοποιημένη.
Σε αυτά τα έρημα σημεία του κτιρίου, μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα τα μικρά τροφαντά τερατάκια, με πράσινα χνουδωτά σώματα και τεράστιες γλώσσες, που ζούσαν σε παντός είδους τοίχους και σέρνονταν νωχελικά πάνω στις πέτρες και τα τούβλα, γλείφοντας ανέμελα τη μούχλα ανάμεσά τους. Της έριχναν κλεφτές – αλλά γαλήνιες – ματιές. Κι αν ήταν αυτά ήρεμα, σήμαινε πως ο υπάλληλος παρέμενε ακόμα μακριά της.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και απευθύνθηκε στο άνοιγμα του σωλήνα.
«Είμαι η Γκιούλικα, το Δεύτερο-Μάτι-Που-Βλέπει» ψιθύρισε. «Προσωπική φίλη του Σάμσον του Νυσταγμένου και της Ντουίν της Δίδυμης. Θέλω να μιλήσω στο Σοφό Πλάσμα αυτής της Επικράτειας.»
Περίμενε για λίγο· κι όταν δεν έλαβε απάντηση, επανέλαβε.
«Είμαι η Γκιούλικα, το-»
«-σε άκουσα την πρώτη φορά, Δεύτερο-Μάτι-Που-Βλέπει» είπε μια φωνή μέσα από το άνοιγμα – έμοιαζε να τσιρίζει και να ψιθυρίζει ταυτόχρονα. «Πού είναι το Πρώτο-Μάτι-Που-Βλέπει; Έχω ακούσει ότι ταξιδεύετε πάντα μαζί.»
«Όχι πάντα. Θέλω να μιλήσω στο Σοφό Πλάσμα αυτής της Επικράτειας.»
«Κι εγώ θέλω να μάθω που είναι το ζευγάρι του ματιού σου.»
«Δεν πρόκειται να συζητήσουμε.»
«Γιατί όχι;»
«Γιατί δε θέλω να κλέψεις τη φωνή και τις λέξεις μου.»
«Δεν επιθυμώ κάτι τέτοιο.»
«Χα! Ένα Αερικό δε μπορεί να μην επιθυμεί κάτι τέτοιο. Στο όνομα του Σάμσον και της Ντουίν, θέλω να μιλήσω στο-»
«-ναι, ναι» είπε απογοητευμένη η φωνή. «Περίμενε.»
    Η Γκιούλι έμεινε ακίνητη στη θέση της. Ξαφνικά, άκουσε τον υπάλληλο του πανδοχείου να την καλεί. Το σώμα της σφίχτηκε. Σύντομα θα έψαχνε να τη βρει. Άπλωσε αργά το χέρι της προς τον σωλήνα.
«Το Σοφό Πλάσμα μας θα σε δει» μίλησε πάλι το Αερικό και την έκανε να αναπηδήσει τρομαγμένη. 
«Να περιμένω εδώ;» ρώτησε, κοιτάζοντας επιφυλακτικά πάλι πίσω της.
Ο υπάλληλος την καλούσε πάλι.
«Όχι βέβαια! Στην κορυφή του ρολογιού της μεγάλης πλατείας. Σε χίλια μετρήματα.»
«Χίλια; Δε θα προλάβω να είμαι εκεί σε τόσο λίγο!» σήκωσε λίγο τον τόνο της φωνής της και αμέσως μαζεύτηκε.
Αλλά δεν πήρε άλλη απάντηση.
«Κυρία Λαγκάρι, τι κάνετε επιτέλους εδώ πέρα;» ακούστηκε ο υπάλληλος, από τη γωνία πίσω της.  
Σήκωσε το φόρεμά της και τον προσπέρασε τρέχοντας, αφήνοντάς τον αποσβωλομένο. 

***

    Πάτησε το πόδι της στο μεγάλο, περιμετρικό μπαλκόνι, στην κορφή του ρολογιού της μεγάλης πλατείας, στα χίλια και δεκατέσσερα μετρήματα. Ή μήπως ήταν και είκοσι; Πώς στο καλό μπορούσε να είναι σίγουρη, όταν έτρεχε σαν κυνηγημένη μέσα στην πόλη, προσέχοντας να κόβει και λίγο ταχύτητα πού και πού, για να αποφύγει να τη σταματήσουν και να τη ρωτήσουν αν χρειαζόταν οποιουδήποτε είδους βοήθεια; Και τι αστείο ήταν αυτό με τα τόσο λίγα μετρήματα για μια τέτοια απόσταση; Ποιο σοβαρό Σοφό Πλάσμα του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο θα έπαιζε με τέτοιο τρόπο, με μια προσωπική φίλη του Σάμσον και της Ντούιν;
    Έσφιξε τα χέρια της στα κάγκελα του μπαλκονιού και στήριξε ολόκληρο το σώμα της, προσπαθώντας να πάρει ανάσα και να μην καταρρεύσει. Το Σοφό Πλάσμα της δικής της περιοχής δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο· να διακινδυνεύσει την κοινωνική αξιοπρέπεια, τη σωματική ασφάλεια και την καρδιακή επάρκεια μιας σπανιότατης θνητής με μαγικό μάτι, μόνο και μόνο για να δοκιμάσει τη γνησιότητα της επιθυμίας της να το συναντήσει. Ανήκουστο. Απαράδεκτο. Η φασαρία των ανθρώπων και της τεράστιας πόλης τους, θα πρέπει να είχε διαστρεβλώσει την ύπαρξη του Σοφού Πλάσματος αυτής της περιοχής, σε τραγικό βαθμό.
    Κοίταξε διακριτικά γύρω της. Το μπαλκόνι δεν ήταν ασφυκτικά γεμάτο· όμως υπήρχαν αρκετοί επισκέπτες – του ρολογιού αλλά και του τεϊοπωλείου στην κορφή του – που θαύμαζαν τη θέα πίνοντας το αφέψημά τους· και δε φαίνονταν διατεθειμμένοι να φύγουν σύντομα.
«Με συγχωρείτε» απευθύνθηκε σε μια γυναίκα που στεκόταν μόνη παραδίπλα της – προφανώς πενθούσα, από το λευκό, παχύ βέλο που σκέπαζε το πρόσωπό της. «Πότε κλείνει το κατάστημα εδώ πάνω;»
Η γυναίκα γύρισε αργά το κεφάλι της προς τη Γκιούλι. 
«Δε γνωρίζω ακριβώς» απάντησε. «Σίγουρα μετά τη δύση.»
«Μετά τη δύση;» μονολόγησε η Γκιούλι. 
Πόσα μετρήματα μου πήρε τελικά; Μήπως ήρθε κι έφυγε ήδη; Κι αν πρόλαβα και έρθει τελικά, πώς στο καλό θα μιλήσουμε με τόσο κόσμο εδώ γύρω; 
«Χίλια και εικοσιδύο μετρήματα» μίλησε ξανά η γυναίκα.
Η Γκιούλι πάγωσε στη θέση της.
«Μην ανησυχείς» συνέχισε η γυναίκα. «Κανείς δε θα μας δώσει πολλή σημασία. Κανείς δεν κατάλαβε καν, πώς εμφανίστηκα ανάμεσά τους. Οι περισσότεροι έρχονται στο ρολόι για παράνομες σχέσεις ή παράνομες συμφωνίες. Κανείς δεν κοιτά τον άλλον για περισσότερο από μερικές στιγμές, για προφανείς λόγους. Και ελάχιστα κουτσομπολιά ξεφεύγουν από αυτό το μέρος, για επίσης προφανείς λόγους. Ένας από τους άτυπους κανόνες της πόλης.»
«Για προφανείς λόγους» επανέλαβε η Γκιούλι, λίγο ανακουφισμένη.
«Εντυπωσιακό πάντως· να διανύσεις μια τέτοια απόσταση σε τόσο λίγο χρόνο, φορώντας φόρεμα. Ήθελες τόσο πολύ να με δεις, όσο πιο γρήγορα γινόταν; Ή έχεις συνηθίσει σε πιο αυστηρά Σοφά Πλάσματα; Εγώ δεν είμαι τόσο σκληρή. Είπα τέσσερις χιλιάδες μετρήματα, ακριβώς γιατί δεν ήθελα να τραβήξεις την προσοχή των δικών σου, τρέχοντας στον δρόμο. Και, να σου πω την αλήθεια, για τη μία από τις δύο θνητές που έχει Μάτι-Που-Βλέπει και είναι προσωπική φίλη του Σάμσον και της Ντουίν, θα περίμενα και περισσότερο.»
«Τέσσερις χιλιάδες μετρήματα!;» αναφώνησε η Γκιούλι, ακόμα με κομμένη ανάσα.
Δυο-τρεις θαμώνες γύρισαν προς το μέρος της ενοχλημένοι, αλλά αμέσως επέστρεψαν στις δικές τους συζητήσεις.
«Α, μάλιστα» είπε αδιάφορα η γυναίκα. «Πόσα σου είπε το Αερικό;»
«Χίλια» αναστέναξε η Γκιούλι. «Το σιχαμένο, κακότροπο-»
«-δεν κατάφερε να πάρει τη φωνή και τις λέξεις σου. Ήταν αναμενόμενο να αντιδράσει κάπως έτσι.»
«Εγώ φταίω, που ήξερα πώς να του αντισταθώ; Έχω κάθε δικαίωμα να αντισταθώ.»
«Όπως όλοι. Κι αυτά ανταποδίδουν με τη χαρακτηριστική τους μικροπρέπεια, κάθε φορά που αποτυγχάνουν. Σίγουρα το ξέρεις και αυτό.»
«Το ξέρω και αυτό» ξεφύσηξε απογοητευμένη η Γκιούλι. «Έπρεπε να το περιμένω και αυτό.»
«Τέλος καλό, όλα καλά» είπε εύθυμα η γυναίκα. «Πώς είναι η Ντουίν; Τι κάνει;»
«Μια χαρά.»
«Δεν είναι δίδυμη πια, ξέρεις.»
«Ποια, νομίζεις, τη βοήθησε να ξεγεννήσει από τη γάμπα της την τρίτη αδελφή, δέκα χρόνια πριν;»
«Α.»
«Πώς θα ήμουν προσωπική της φίλη και θα είχα την άδεια να χρησιμοποιώ το όνομά της, νομίζεις; Με ελέγχεις; Δεν είχες επιβεβαιώσει ποια είμαι, πριν ακόμα δεχτείς να με συναντήσεις;»
«Δε βλάπτει να είμαστε προσεκτικοί.»
«Πόσο πιο προσεκτικοί να είστε; Άνοιξα το μαγικό μου μάτι για να βρω το Αερικό.»
«Τώρα όμως, δεν το έχεις ανοιχτό. Και βρισκόμαστε σε ένα από τα πιο ενεργά σύνορα των δύο κόσμων, οποιοσδήποτε μπορεί να με δει. Δε γνώριζα το πρόσωπό σου. Θα μπορούσες να είσαι μια φίλη, που απλά γνωρίζει για τον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο. Υπάρχουν και τέτοιοι.»
«Δε θα έστελνα ποτέ οποιονδήποτε φίλο ή φίλη, μόνο και μόνο για να ελέγξω τη δική σου αυθεντικότητα. Μια τέτοια κίνηση δε θα τιμούσε τη θέση σου στην επικράτειά σου και σίγουρα δε θα τιμούσε τη δική μου στον κόσμο σου.»
«Και πώς είσαι τόσο σίγουρη από μόνη σου, για τη δική μου αυθεντικότητα;»
«Μόνο τα Σοφά Πλάσματα μπορούν να πάρουν πλήρως ανθρώπινη μορφή και να περπατούν φυσιολογικά ανάμεσα στους ανθρώπους – σχεδόν πλήρως δηλαδή» είπε, χαμογελώντας πλάγια, δείχνοντας το βέλο που έκρυβε το πρόσωπο της γυναίκας. «Δε μπορείς να μεταμορφώσεις το πρόσωπό σου;»
«Δεν πρόλαβα. Ήθελα να σε συναντήσω αμέσως· δεν είναι κάθε μέρα που ζητάει να με δει το ένα από τα περίφημα θνητά Μάτια-Που-Βλέπουν.»
    Η Γκιούλι μειδίασε αυτάρεσκα. Τεντώθηκε και στάθηκε περήφανα, όσο πιο διακριτικά μπορούσε, συνειδητοποιώντας πως ανέπνεε κανονικά τώρα και η καρδιά της είχε ηρεμήσει. Πλησίασε τη γυναίκα – όσο περισσότερο γινόταν, χωρίς να τραβήξει πάλι την προσοχή των θαμώνων.
«Χρειάζομαι πληροφορίες» της είπε.
«Υποθέτω πως δεν κάλεσες μια Σοφή, για απλές πληροφορίες.»
«Όχι, δεν είναι απλές πληροφορίες. Και δε θέλω να μάθει κανένας άλλος – και από τους δύο κόσμους – όσα θα ρωτήσω και όσα θα μου πεις ή θα ανακαλύψεις για εμένα. Πρέπει να μείνουν μεταξύ μας. Για πάντα.»
Η γυναίκα έσκυψε λίγο το κεφάλι της. Έμοιαζε να σκέφτεται. Ύστερα το σήκωσε πάλι και γύρισε στη Γκιούλι.
«Αν χρειαστεί να ανακαλύψω κάτι για εσένα, σίγουρα θα χρειαστεί να μοιραστώ με άλλους έστω και ελάχιστα απ’όσα ρωτάς.»
«Ξέρουμε και οι δύο πως έχεις τον τρόπο να μάθεις ό,τι θες, χωρίς να παρει κανείς χαμπάρι ότι ρωτάς καν» χαμογέλασε συνωμοτικά η Γκιούλι. 
«Θα μπορούσες να απευθυνθείς στον Σάμσον ή τη Ντουίν. Γιατί ήρθες σε εμένα;»
«Ο Σάμσον θα κοιμάται για μερικά χρόνια ακόμα. Και η Ντουίν ακόμα θηλάζει την αδελφή της.»
«Μάλιστα.»
«Και, επίσης, οι πληροφορίες που θέλω να μάθω, αφορούν κάποιον στη δική σου επικράτεια.»
«Βολικό. Κατανοητό. Μίλησέ μου γι’αυτόν τον κάποιον.»
«Άνθρωπος. Ζούσε για περίπου δυο αιώνες στην περιοχή.»
«Άνθρωπος, που ζούσε για αιώνες στην επικράτειά μου; Μάγος δηλαδή.»
«Ναι» απάντησε διστακτικά η Γκιούλι.
«Δεν υπάρχει κανείς άλλος με αυτήν την περιγραφή, παρά ο Μάτου.»
«Ναι.»
«Ο Μάτου έχει πεθάνει εδώ και έναν αιώνα.»
    Η Γκιούλι δε μπορούσε – δεν ήθελε δηλαδή – να αποκαλύψει όσα γνώριζε για τη μοίρα του Μάτου. Η Γκιούλι επίσης δε μπορούσε – δεν ήταν δυνατόν δηλαδή – να πει ψέμματα σε Σοφό Πλάσμα, από τη στιγμή που ήταν συμφωνημένες και κλειδωμένες οι δυο τους σε προσωπική συζήτηση. Θα γινόταν αμέσως αντιληπτή και θα έχανε πάραυτα την αξιοπιστία της – χώρια τον κίνδυνο, στον οποίο θα έβαζε τη Φαλάκ όσο ήταν ακόμα μέσα στην Τσαγιέρα και χώρια τον κίνδυνο και για τις δυο τους, όσο η Τσαγιέρα παρέμενε στην κατοχή τους.
«Δε θέλω πληροφορίες για τον ίδιο» απάντησε με τις μοναδικές ειλικρινείς λέξεις που προσέφεραν ασφάλεια σε όλους.
«Τότε;»
«Θέλω να μάθω για την οικογένειά του. Για τους σημερινούς απογόνους του. Ξέρω πως είχε μια κόρη.»
«Γιατί θέλεις να μάθεις για την οικογένειά του;»
«Νομίζω πως δεν είμαι υποχρεωμένη να σου πω.»
Η γυναίκα αναστέναξε και γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά, προς τη θάλασσα.
«Κάποτε, νεαρή μου...» είπε θλιμμένα «... πέθαναν, χωρίς τη θέλησή τους, δεκάδες άνθρωποι του κόσμου σου και δεκάδες πλάσματα του δικού μου, για να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη αυτής της κόρης και να ανακαλυφθεί η τοποθεσία διαμονής της. Και ύστερα, με τη θέλησή τους, πέθαναν κι άλλοι και διακινδύνευσαν άλλοι τόσοι, για να κρυφτεί και πάλι αυτή η κόρη. Ο ίδιος ο Μάτου ξόδεψε ολοκληρωτικά τη θρυλική μαγεία του και πέθανε ταλαίπωρος και μόνος, για να κρυφτεί και πάλι αυτή η κόρη. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα εγκρίνω ή θα συμμετάσχω σε μια νέα, τέτοια αναζήτηση;» 
    Η Γκιούλι δαγκώθηκε. Αυτό ήταν· το ήξερε. Ήξερε πως υπήρχε λόγος, που πετάχτηκε εκείνη η σκέψη στο κεφάλι της, μπροστά στον καθρέπτη. Δεν είχε ιδέα για την ιστορία της κόρης του Μάτου.
Βιάστηκες. Εσύ ήσουν πάντα η ψύχραιμη, η οργανωτική, η υπομονετική. Πάντα συμμάζευες τη βιασύνη της Φαλάκ. Και τώρα βιάστηκες εσύ. Και δεν έχεις ιδέα πώς να βιάζεσαι. Και μόλις τα έκανες θάλασσα.
Έσκυψε παραιτημένη πάνω στα κάγκελα.
«Γιατί θέλεις να μάθεις για την οικογένειά του;» επανέλαβε ήρεμα η γυναίκα.
«Είναι σημαντικό για κάποιαν, που είναι σημαντική για εμένα» η Γκιούλι είπε, και πάλι, όση αλήθεια μπορούσε. «Δε θέλουμε να κάνουμε κακό σε κανέναν.»
«Έχεις θνητό Μάτι-Που-Βλέπει. Πιστεύω απόλυτα στην καλή σου θέληση. Αλλά αυτό που ζητάς δε γίνεται. Ειδικά αν δεν ξέρω ακριβώς γιατί χρειάζεσαι αυτήν την πληροφορία· αν δεν ξέρω ακριβώς τα κίνητρα όσων άλλων εμπλέκονται σε αυτό που μου ζητάς. Ό,τι κι αν μου προσφέρεις σε αντάλλαγμα, δε θα το κάνω.»
«Το καταλαβαίνω» η Γκιούλι σηκώθηκε πάλι και την κοίταξε με θάρρος, εκεί που υπέθεσε πως ήταν τα μάτια της πίσω από το παχύ βέλο. «Αλήθεια.»
«Θα σου κάνω τη χάρη να μη μοιραστώ με κανέναν αυτή μας τη συζήτηση. Χωρίς αντάλλαγμα.»
«Ευχαριστώ.»
Η γυναίκα έκανε μια σύντομη υπόκλιση και την προσπέρασε για να φύγει, μα σταμάτησε μόλις μερικά βήματα μακριά της.
«Και, αν αποφασίσεις να μου αποκαλύψεις τους λόγους για τους οποίους αναζητάς τους απογόνους του Μάτου, θα σου κάνω τη χάρη να σε συναντήσω ξανά. Χωρίς μεσάζοντες» είπε και άφησε ένα μαντήλι να πέσει από το χέρι της. «Μπορείς να με καλέσεις κατευθείαν.»
«Ευχαριστώ» ψιθύρισε η Γκιούλι και μάζεψε γρήγορα το μαντήλι.
«Κι εσύ και το ζευγάρι του ματιού σου, είστε πολύ αγαπητές στον κόσμο μας· ακόμα και σε όσους από εμάς δε σας γνωρίζουμε προσωπικά. Αυτό δε σημαίνει πως μπορείτε να ζητάτε ό,τι θέλετε και να στηρίζεστε μόνο στην ειλικρίνεια των καλών σας προθέσεων, για να λαμβάνετε αυτό που ζητάτε – ακόμα κι αν προσφέρετε όλα τα ανταλλάγματα όλων των κόσμων.»
«Σου ορκίζομαι στο Αληθινόματό μου, πως δε καταχραστώ ξανά με τόση απροσεξία την καλή μας φήμη στον κόσμο σας.»
    Η γυναίκα γύρισε πάλι και έμεινε για λίγο ακίνητη, σα να παρατηρούσε τη Γκιούλι, σα να ήθελε κάτι να πει· μα δεν είπε τίποτα τελικά. Κι ύστερα ξεκίνησε πάλι να περπατά αργά ανάμεσα στους θαμώνες.
Εξαφανίστηκε σταδιακά, σαν καπνός, χωρίς να τραβήξει την προσοχή κανενός.

***

Ο καλικάντζαρος Οφν άνοιξε με δύναμη την πόρτα και μπήκε χοροπηδηχτά στο καθιστικό.
Ο Μάτου ήταν βυθισμένος σε μια υπερμεγέθη πολυθρόνα και κοιτούσε σα χαμένος το άδειο τζάκι. Δίπλα του, σε μια μικρότερη, καθόταν η γυναίκα του, αφοσιωμένη στην επισκευή μιας μικρής ρομβίας.
«Οι νεκροπίθηκοι έξω από το σπίτι, μουρμουράνε πως ο Ρέο κάτι ετοιμάζει. Μου έχουν σπάσει τα νεύρα με τα κουτσομπολιά τους.»
«Πάντα ετοιμάζει κάτι στις Γιορτές του Τσαγιού» απάντησε βαριεστημένα ο μάγος.
«Κάτι άλλο. Λένε, τις τελευταίες μέρες βγήκε δυο φορές από την Τσαγιέρα.»
Ο Μάτου ανασηκώθηκε και κοίταξε τον Οφν, αλλά το ύφος του δεν άλλαξε.
«Τι άλλο έμαθες;»
«Τι άλλο να μάθω, που δε μπορώ να μιλήσω σε κανέναν; Ό,τι ακούω σου λέω.»
«Ίσως καταρρέει η έπαυλη και ο Ρέο ελέγχει αν είμαστε ασφαλείς μέσα στο ντουλάπι μας. Ίσως οι νεκροπίθηκοι της έπαυλης αποφάσισαν επιτέλους να την εγκαταλείψουν στην μοίρα της. Ίσως γι’αυτό να μουρμουράνε οι νεκροπίθηκοι οι δικοί μας.»
«Δε νομίζω ότι είναι αυτό. Μου φαίνεται σαν κάτι άλλο.»
«Μπα; Σαν τι σου φαίνεται δηλαδή;»
«Υπάρχει... μια πίεση στον άερα, δεν το νιώθεις;»
«Τι πίεση; Έχεις χαζέψει;»
Σαν την πίεση που νιώσαμε όταν πρωτομπήκε ο Τσανγιόλ εδώ μέσα, σκέφτηκε να απαντήσει ο Οφν.
«Ίσως. Ποιος ξέρει» απάντησε τελικά. 
«Σίγουρα. Ξέρω εγώ.»
«Χα! Ο παλιο-μάγος ξέρει κιόλας ότι εγώ χάζεψα!» φώναξε ο Οφν και χοροπήδησε δίπλα στην πολυθρόνα της γυναίκας του. «Τι φτιάχνεις εκεί κυρά-Αμπούγια;»
«Άστην ήσυχη. Μην του δίνεις σημασία αγάπη μου.»
«Τη ρομβία της κόρης μου» απάντησε εκείνη γλυκά και πρόθυμα στον καλικάντζαρο, σα να μην είχε παρακολουθήσει ούτε λέξη απ’όσες είχαν ανταλλάξει οι άλλοι δύο – για την ακρίβεια, σα να μην τους είχε ακούσει καν. «Την είχα φτιάξει ειδική παραγγελία λίγο πριν γεννηθεί. Την ήθελα για να την κοιμίζω τα βράδια.»
«Δεν πρόλαβες να την κοιμίζεις όμως. Πέθανες.»
«Οφν» γρύλισε ο Μάτου.
«Τι; Αφού πέθανε, ψέμματα είναι;»
«Μάλλον η μανιβέλα είναι. Χρειάζομαι πιο μικρά εργαλεία» μονολόγησε η Αμπούγια αποφασιστικά, αγνοώντας τους και πάλι.
Σηκώθηκε και βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο.
«Πιο μικρά εργαλεία από αυτά;» αναρωτήθηκε ο Οφν, κοιτάζοντας τα μικροσκοπικά αντικείμενα, σκορπισμένα στην πολυθρόνα της γυναίκας. «Χάζεψε πιο πολύ κι αυτή η δόλια.»
«Φύγε.»
«Γιατί να φύγω; Σπίτι μου δεν είναι κι εμένα εδώ;»
«Έχεις αποθρασυνθεί τελείως τον τελευταίο καιρό.»
«Έχω αποτρελαθεί τον τελευταίο καιρό. Να με ελευθερώσεις, να μπορώ να τριγυρνάω όπου θέλω και, σου εγγυώμαι, δε θα με ξαναδείς μπροστά σου.»
«Θα σε ελευθέρωνα, αν ήξερα πως θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό.»
«Ίσως και να το κρατούσα κλειστό, αν δε με φυλάκιζες εξαρχής.»
«Δεν έχεις ιδέα τι θυσίες χρειάζονται για τη φιλία και την αγάπη.»
«Μάλλον εσύ δεν έχεις ιδέα τι είναι η φιλία και η αγάπη.»
«Οφν!» τους διέκοψε η φωνή της γυναίκας, από κάποιο άλλο δωμάτιο. «Έλα να μου κατεβάσεις το δεύτερο κουτί των εργαλείων, είναι ψηλά και δε φτάνω!»
«Έρχομαι κυρά-Αμπούγια, έρχομαι!» φώναξε και ο καλικάντζαρος, κοιτώντας αυστηρά τον Μάτου. «Θα έρθει η στιγμή, γερο-μπισμπίκη, που θα πέρασω την εξώπορτα και θα τρέξω μακριά από αυτή τη φυλακή, για πάντα» του ψιθύρισε με κακία.
«Φύγε να μη σε βλέπω, μίζερο πλάσμα» απάντησε ο μάγος και βυθίστηκε πάλι στην πολυθρόνα του.
«Μου φαίνεται τα ‘χεις μπλέξει καημένε και νομίζεις ότι μιλάς στον καθρέφτη σου. Χα!» κάγχασε ο Οφν, πολύ, πολύ ικανοποιημένος με αυτή του την ανταπάντηση· και έφυγε, χοροπηδώντας.

***

«Θέλω να πάρεις μερικές ανάσες για να ηρεμήσεις.»
    Ο Ρέο κοιτούσε οργισμένος τον Τσανγιόλ. Ένα κομμάτι από τα ρούχα του Δαίμονα είχε τεντωθεί, είχε κοκκαλώσει και γυάλιζε κάτω από το μεσημεριανό φως, σα μεταλλικό λεπίδι· και βρισκόταν μερικά χιλιοστά μακριά από τον λαιμό του πολεμιστή.
«Και ύστερα θέλω να μου εξηγήσεις, τι στο καλό σε έπιασε και επιτέθηκες, χωρίς κανέναν λόγο, στην καλεσμένη μας.»
Η Φαλάκ είχε πέσει στο έδαφος και η Κλέουσα τη βοηθούσε να σηκωθεί.
Ο Όλαφ είχε μπει μπροστά από τις γυναίκες και στεκόταν θεόρατος, δίπλα στον Ρέο. 
«Τι αηδίες είναι αυτές Τσανγιόλ;» ρώτησε σαστισμένος. «Η δεσποινίς είναι εδώ για να σε βοηθήσει.»
«Όλαφ» τον έκοψε, χαμηλόφωνα ο Ρέο. «Ούτε λέξη παραπάνω για τη Φαλάκ» του είπε και του έκανε νόημα να κοιτάξει στο βάθος.
Όλοι στην πλατεία, είχαν σταματήσει ό,τι κι αν έκαναν και τους κοιτούσαν αποσβωλομένοι.
«Δεν ξέρει κανείς τίποτα ακόμα, Όλαφ. Και δε σκοπεύω να βγάλω ανακοίνωση.»
«Ναι, συγγνώμη, καταλαβαίνω. Αλλά ο Τσανγιόλ...;»
«Ο Τσανγιόλ θα ηρεμήσει και ύστερα θα μιλήσουμε.»
«Ο Τσανγιόλ δε θα μιλήσει με κανέναν» είπε ο πολεμιστής. «Θα πάει σπίτι του και δε θα τον ενοχλήσει κανείς. Ειδικά μάγοι και μάγισσες. Αρκετά έκαναν οι μάγοι και οι μάγισσες για μένα, δε θέλω άλλο.»
«Ποια μάγισσα, τι λες;» το βλοσυρό βλέμμα του Δαίμονα μετατράπηκε ξαφνικά σε μπερδεμένο. «Η Φαλάκ δεν είναι μάγισσα.»
«Δεν έχεις ιδέα Ρέο.»
«Νομίζω πως, αν κάποιος έχει οποιαδήποτε ιδέα, αυτός είμαι εγώ. Και σου λέω, με κάθε βεβαιότητα και πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η Φαλάκ δεν είναι μάγισσα.
    Ο Τσανγιόλ έγυρε το σώμα του για να κοιτάξει πέρα από τον Όλαφ· και παρατήρησε πραγματικά, για πρώτη φορά, τη γυναίκα απέναντί του. 
Το πορφυρό, μεταξωτό της φόρεμα είχε ανασηκωθεί, αποκαλύπτοντας το μοναδικό της πόδι. Το μισό, αριστερό της χέρι κουνιόταν ανεξέλεγκτα από την αναστάτωση, καθώς πάλευε να σταθεί και πάλι. Η Κλέουσα της έκανε νόημα να κάτσει στην τροχήλατη καρέκλα, μα η Φαλάκ αρνήθηκε. Κάτι της ψιθύρισε και ύστερα περπάτησαν μαζί, παραμερίζοντας τους δύο άντρες και στάθηκαν μπροστά του.
«Συγγνώμη» της είπε απρόθυμα.
Η Φαλάκ μισόκλεισε τα μάτια της, παρατηρώντας τον κι εκείνη από κοντά.
«Με γνωρίζεις;» τον ρώτησε.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και απέφυγε το βλέμμα της. 
«Νόμιζα... δεν ξέρω τι νόμιζα.»
Έσκυψε το κεφάλι της για να τον αναγκάσει να την κοιτάξει.
«Ποια νόμιζες ότι ήμουν; Τι νόμιζες ότι ήμουν;»
«Έκανα λάθος.»
Με ένα χοροπηδητό, κρατώντας ακόμα το χέρι της Κλέουσας για να στηριχτεί, βρέθηκε ακόμα πιο κοντά του. Άγγιξε δειλά το κομμάτι από το ρούχο-λεπίδι του Ρέο και έκανε νόημα στον Δαίμονα να το αποσύρει. 
Κι ύστερα κοίταξε πάλι τον Τσανγιόλ.
Κατέβασε τη φωνή της σε κάτι λίγο παραπάνω από ψίθυρο.
«Δε νομίζω ότι έκανες λάθος. Δεν ξέρω τι νόμισες ακριβώς, όταν με είδες τώρα. Αλλά εγώ, λίγες μέρες πριν, στάθηκα για πρώτη φορά μπροστά σε έναν πίνακα, που αναπαριστούσε αυτό που χαρακτηρίζουν πολλοί ως την πιο εξευτελιστική στιγμή της ζωής σου.»
Ο Τσανγιόλ συνάντησε επιτέλους τα μάτια της, έκπληκτος.
«Τον θυμάσαι αυτόν τον πίνακα, σωστά;»
Φαινόταν ανίκανος να της απαντήσει, παγωμένος στη θέση του.
«Και δεν εννοώ ότι γνωρίζω απλά το πρόσωπό σου από τον πίνακα» συνέχισε εκείνη. «Εκείνη η στιγμή, για εμένα... ήταν κάτι πολύ παραπάνω, από τη δυστυχία που αιχμαλώτισε ο ζωγράφος του Αυτοκράτορα. Δεν ξέρω πώς και δεν ξέρω γιατί. Αλλά νομίζω ότι, κάπως, εγώ κι εσύ γνωριστήκαμε μέσω αυτού του πίνακα. Λίγες μέρες πριν – ή έναν αιώνα πριν για εσένα, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω ακριβώς – εγώ κι εσύ κοιταχτήκαμε αληθινά, καταλαβαίνεις;»
Ο Τσανγιόλ κούνησε το κεφάλι του, μπερδεμένος.
«Εγώ κι εσύ δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ» επέμεινε. «Σε κοιτάζω τώρα από κοντά και αυτό το πρόσωπο μού είναι παντελώς άγνωστο.»
«Όμως, κάτι είδες πάνω μου, που σε έκανε να αντιδράσεις τόσο έντονα πριν. Τι ήταν;»
«Δεν ξέρω.»
«Δε σε πιστεύω.»
«Δε με ενδιαφέρει τι πιστεύεις.»
Η Φαλάκ αναστέναξε δυσαρεστημένη. Αλλά δεν ήθελε να τα παρατήσει.
«Εγώ αντίκρυσα τη μορφή σου πάνω στον καμβά και ήταν... στην αρχή, ήταν σα να με σκέπασε όλο το βάρος που κουβαλούσες. Κι ύστερα ήταν... σα να ήμουν μέσα στον πίνακα μαζί σου, σα να κατάφερα να πεταχτώ και να σε αγκαλιάσω και να πάρω έστω και λίγο από αυτό το βάρος. Κι εσύ, σα να ήσουν πραγματικά εσύ μέσα στον πίνακα, σα να μην ήσουν απλά γραμμές και χρώματα, να με κοίταξες και να ήξερες.»
«Τι να ήξερα;» είπε σαν υπνωτισμένος, σα να μη μπορούσε να αντισταθεί στην ερώτηση.
«Ότι δεν ήσουν μόνος. Ότι κάποιος ήταν εκεί, δίπλα σου, μπροστά στον Αυτοκράτορα. Ότι όλο αυτό δε θα σε γονάτιζε και ήταν απλά κάτι περαστικό και ανούσιο που έπρεπε να γίνει, για να προστατέψεις αυτούς που αγαπάς. Ήταν λες και το ήξερες ξαφνικά. Υπήρχε ένα χαμόγελο κατανόησης πίσω από το βλοσυρό βλέμμα που έφτιαξε ο ζωγράφος. Για μια στιγμή. Νόμιζα πως ήταν η ιδέα μου, αλλά τώρα... έχοντας δει όλα αυτά γύρω μου... καταλαβαίνεις; Σου βγάζουν καθόλου νόημα οι λέξεις μου;»
«Τσανγιόλ, θέλεις να κάτσεις;» είπε ανήσυχος ξαφνικά ο Ρέο, που τον είδε να χλωμιάζει και να πισωπατά απρόσεκτα. 
Η Φαλάκ άπλωσε, ενστικτωδώς, το μισερό χέρι της για να τον σταματήσει.
«Δεν είμαι μάγισσα Τσανγιόλ» είπε βιαστικά. «Δεν ξέρω πώς συνέβη όλο αυτό κι αν είναι όλο μέσα στο δικό μου μυαλό. Δεν είναι μόνο στο δικό μου μυαλό, σωστά;»
Απομακρύνθηκε κι άλλο από κοντά της.
«Νομίζω ότι μπορώ να σε βοηθήσω να βγεις από εδώ μέσα» επέμεινε εκείνη.
«Εσύ να με βοηθήσεις να βγω; Εσύ είσαι ο λόγος που δέχτηκα να μείνω εδώ μέσα εξαρχής!» φώναξε εκείνος και έφυγε τρέχοντας μέσα στα σοκάκια του χωριού.


συνεχίζεται

Artwork: "Goblins" by Brian Froud, from his "Brian Froud Deluxe Hardcover Sketchbook" (2019)

Comments

Popular posts from this blog

The Silent Suppers: The First

The Silent Suppers: The Third

Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 18