Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 4

    


    Έχουν υπάρξει και θα υπάρξουν πολλές, σαφώς έμμεσες και περίπου άμεσες μαρτυρίες – γραπτές και προφορικές ή ακόμα και τραγουδιστές – για το πώς πλέχτηκαν οι μοίρες του μάγου Μάτου και του δαίμονα Ρέο και τι ακριβώς συνέβη μεταξύ τους· ασυνήθιστα πολλές για ένα γεγονός που, ούτως ή άλλως, γνώριζαν ελάχιστοι άνθρωποι ή άλλα πλάσματα εξαρχής. Σαφώς δεν ήταν και δε θα είναι ένα θέμα που θα συζητούν οι πολλοί στις γιορτές και τα παζάρια και δε θα είναι ένα συνηθισμένο τρομακτικό παραμύθι, δίπλα στη φωτιά, κάποιο κρύο βράδυ. Αλλά ήταν και θα είναι μια ιστορία που θα ανταλλάσσεται μεταξύ κάποιων μάγων, κάποιων ιδιαίτερα έμπειρων ιστορικών και ανώτερων αξιωματούχων ή μερικών βασιλιάδων, αρχηγών κρατών και μελών διαφόρων εσώτερων κύκλων.
    Οι περισσότερες μαρτυρίες μιλούσαν και θα μιλούν απλά για μια πρωτοφανή μάχη μεταξύ του, τότε, πενηντάχρονου μάγου και του τετράκις χιλιόχρονου δαίμονα. Κάποιες ήταν και θα είναι εμπλουτισμένες με τους λόγους και τις αιτίες αυτής της μάχης· μερικές θα έχουν πετύχει, κατά τύχη, κάποιες λεπτομέρειες της όλης κατάστασης και άλλες θα είναι απλά φουσκωμένες υπερβολές κάποιου ποιήματος, τακτοποιημένες μέσα σε αληθοφανείς λέξεις – ω, ξέρετε πώς είμαστε εμείς οι καλλιτέχνες, ποτέ δε χάνουμε ευκαιρία να ανέβουμε με νύχια και με δόντια στο τραίνο που ταξιδεύει μια συναρπαστική ιστορία στον χώρο και τον χρόνο.
    Και αν η πρωτοφανής αναμέτρηση ενός ισχυρού – ακόμα και τότε – μάγου με έναν από τους μακροβιότερους δαίμονες που υπήρξαν ποτέ δε σας ακούγεται το λιγότερο συναρπαστική, θα πρότεινα να τελειώσετε στα γρήγορα το τσάι σας και να πάτε για ύπνο, δεν αξίζει σε κανέναν μας να παιδεύετε τις συνάψεις των εγκεφαλικών σας νευρώνων.
    
Πάρτε μια ανάσα. Σκεφτείτε αν θα αδειάσετε τελικά την κούπα σας και θα φύγετε· ή αν θα την ξαναγεμίσετε και θα συνεχίσετε· ή ακόμα κι αν θα συνεχίσετε με το στόμα στεγνό γιατί σας έχει φάει η αγωνία.

Είστε ακόμα εδώ;

Ωραία λοιπόν.

    Έχουν υπάρξει και θα υπάρξουν πολλές, σαφώς έμμεσες και περίπου άμεσες, μαρτυρίες – γραπτές και προφορικές ή ακόμα και τραγουδιστές – για το πώς πλέχτηκαν οι μοίρες του μάγου Μάτου και του δαίμονα Ρέο και τι ακριβώς συνέβη μεταξύ τους· ασυνήθιστα πολλές για ένα γεγονός που, ούτως ή άλλως, γνώριζαν ελάχιστοι άνθρωποι ή άλλα πλάσματα εξαρχής.

Και καμιά τους δεν θα φανταζόταν και δε θα υποθέσει ποτέ, ολόκληρη την αλήθεια.

    Εκτός από αυτήν εδώ τη μαρτυρία δηλαδή· τη δική μου. Αυτή, εδώ, είναι η πάσα αλήθεια. Βέβαια κι εγώ είμαι καλλιτέχνης και ναι, ισχύουν γενικά τα νύχια και τα δόντια και τα τραίνα που έλεγα παραπάνω. Αλλά τώρα σταματάμε για λίγο το τραίνο, για να ξεσκάσουν λίγο οι επιβάτες και οι κύστες όσων σιχαίνονται τις κλειστοφοβικές και βρώμικες τουαλέτες του· και κάνουμε μια σοβαρή κουβέντα.
    Δε θα μάθουμε ποτέ, πού και πώς θα καταλήξει αυτός ο συρμός της συγκεκριμένης ιστορίας στο μακρινό μέλλον – άλλωστε όλα τα πρόσωπα για τα οποία διαβάζετε, δε μίλησαν και δε θα μιλήσουν ποτέ σε κανέναν ξένο για όσα αληθινά έζησαν ή έμαθαν· και, μεταξύ μας, αν εσείς τα αποκαλύψετε σε οποιονδήποτε, ποιος στο καλό θα σας πιστέψει. Αλλά, ακόμα κι εμείς οι καλλιτέχνες, έχουμε κάποιες φορές την ανάγκη απλά να καταγράψουμε την αλήθεια, χωρίς υπερβολές και στολισμούς. Γιατί, κάποιες φορές, η αλήθεια είναι τόνους και τόνους πιο συναρπαστική από την πρωτοφανή αναμέτρηση ενός ισχυρού μάγου με έναν από τους μακροβιότερους δαίμονες που υπήρξαν ποτέ.

***

    Ο Ρέο δεν ήταν τυχαία τετράκις χιλιόχρονος. Ήταν πανέξυπνος, προσεκτικός και ψύχραιμος, με καταπληκτικές ικανότητες πειθούς και διπλωματίας, ακόμα και στα νιάτα του. Ήταν εξαιρετικά ανθεκτικός σε ξόρκια και μαγικές παγίδες άλλων, καθώς και εντυπωσιακά ταλαντούχος στο να εφαρμόζει τις πιο επιθετικές μορφές της μαγείας του είδους του, αν χρειαζόταν. Για να είμαι ειλικρινής και χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, θα μπορούσε να είχε διεκδικήσει – και να πάρει, χωρίς ιδιαίτερα αξιόλογο ανταγωνισμό – την ανεπίσημη θέση του ισχυρότερου του είδους του· ίσως και την επίσημη θέση του Βασιλιά των δαιμόνων. Και ο μόνος λόγος που αυτό δεν έγινε ποτέ, ήταν γιατί ο Ρέο, παρ’όλα τα παραπάνω, ήταν επίσης γνωστός στους πνευματο-φαντασματο-πλασματο-δαιμονοκύκλους του αλλά και σε αρκετούς θνητούς, ως ο Χλεχλές.
    Κατανοείτε, σαφώς, ότι αυτό το προσωνύμιο δεν είχε την έγκριση αλλά την ανοχή του· ανοχή που επίσης ενίσχυε το ίδιο το προσωνύμιο, κάνοντας όλη την κατάσταση τόσο μα τόσο κουραστική· κούραση που επίσης ενίσχυε την τάση ανοχής και ούτω καθεξίς και, τέλος πάντων, καθίσταται εμφανές το φαυλοκυκλικό του πράγματος.
    Άλλοι δαίμονες – νεότεροι ή πιο άπειροι ή πιο αδύναμοι – είχαν σαφέστατα πολύ πιο ‘δυνατά’ παρατσούκλια. Ο Εφιάλτης, ο Τρόμος, η Άβυσσος, η Λήθη, η Λεπίδα, το Τσεκούρι, το Θηρίο. Κάποιοι τα είχαν κερδίσει επάξια, κάποιοι είχαν φροντίσει να τα διαρρεύσουν πολύ μεθοδικά και δήθεν προερχόμενα από άλλα στόματα, κάποιοι τα είχαν υιοθετήσει από μόνοι τους ξεδιάντροπα, με την ελπίδα ότι ίσως και να τους έμεναν με αρκετή προσπάθεια ή το πέρασμα αρκετών εκατοντάδων χρόνων.
    Ο Ρέο όμως δεν ήταν όπως οι άλλοι δαίμονες. Δεν τον ενδιέφεραν τα προσωνύμια, ούτε οι υψηλές θέσεις και οι τίτλοι· εντάξει, το Χλεχλές του χτυπούσε στιγμιαία τα μηνίγγια αλλά δε θα έχανε και τον ύπνο του – αν δεν ήταν δαίμονας δηλαδή και μπορούσε να κοιμηθεί. Και δεν τον ενδιέφερε η αδιάκριτη συλλογή ανθρώπινων ψυχών· τουτέστιν, δεν αναζήτησε ποτέ να γίνει γρήγορα ισχυρός. Αντιθέτως, διάλεγε πολύ προσεκτικά – και ακολουθώντας έναν νοητό κατάλογο εξαιρετικά υψηλών προδιαγραφών και προϋποθέσεων – ποιον ή ποιαν θα προσέγγιζε κάθε φορά. Και, κοίτα να δεις· αυτή του η ιδιαιτερότητα και η ποιότητα των ψυχών που κατάφερνε να πάρει, τον έκαναν τελικά, πολύ γρήγορα, ισχυρό.

    Ποιητές και φιλόσοφοι, ζωγράφοι και γλύπτες, συγγραφείς και μουσικοί· παντός είδους λόγιοι και καλλιτέχνες. Ο Ρέο δε μπορούσε να αντισταθεί σε κανέναν και καμία τους. Δεν είχε σημασία αν ήταν αναγνωρισμένοι και βραβευμένοι ή τελείως άγνωστοι και δίχως ελπίδα οποιασδήποτε φήμης· δεν είχε σημασία αν ήταν πλούσιοι ή φτωχοί, νέοι ή ηλικιωμένοι, αν ήταν πολυγραφότατοι ή αν ακόμα δεν είχαν πιάσει την πένα ή το πινέλο τους. Ο Χλεχλές μας, κοιτούσε μόνο όσα άνθιζαν μέσα στο μυαλό και τις σκέψεις τους. Μπορούσε να έχει έχει ένα πλήθος ανθρώπων να τον παρακαλάνε να πάρει τις ψυχές τους κι εκείνος να τους αγνοεί και να ασχολείται, για χρόνια και χρόνια, με έναν και μοναδικό που ζωντάνευε ένα κομμάτι μάρμαρο με το σφυρί και το καλέμι του.
    Κι όταν γράφω ‘ασχολείται’, εννοώ ‘ασχολείται’. Ο Ρέο δεν ήταν κανένας αγροίκος δαίμονας, να πείθει τις ψυχές του με φτηνά κόλπα και μεταμφιεσμένα ψέμματα ή ακόμα και κρυμμένες απειλές – αν και ήταν η συνήθης και πολύ επιτυχημένη τακτική του είδους του. Ξόδευε χρόνο και κόπο και αληθινά, ειλικρινή επιχειρήματα, για να εκφράσει στους θνητούς που τον ενδιέφεραν, πόσο καλύτερα θα ήταν μαζί του παρά στο αιώνιο κενό της ανυπαρξίας. Πόσο περισσότερο χρόνο θα είχαν για να τελειοποιήσουν την τέχνη τους δίπλα του – ακόμα κι αν δεν τους έβλεπε κανείς άλλος, ακόμα κι αν δεν τους θαύμαζε καμία κοινωνία – και πόσο ο ίδιος θα τους εκτιμούσε και θα τους φρόντιζε και θα τους σεβόταν, αν διάλεγαν τη συγκατοίκηση μαζί του. Και, βέβαια, πόσο θα τους βοηθούσε σε ό,τι επιθυμούσαν και εν ζωή – χωρίς να παίζει με τις λέξεις ή τη διατύπωση των ευχών των ανθρώπων – αν συμφωνούσαν από νωρίς να του παραδοθούν μετά θάνατον.
    Πράγματι· δεν ήταν ένας συνηθισμένος, φοβερός και σκοτεινός δαίμονας. Κι όμως, ποιος είχε ορίσει ότι έπρεπε όλοι οι δαίμονες να είναι φοβεροί και σκοτεινοί; Η ουσία δεν ήταν να παίρνουν όσες περισσότερες ψυχές μπορούσαν; Ποιος είχε γράψει νόμο, να βασανίζονται αυτές οι ψυχές εσαεί ή να ευχαριστιούνται όλοι οι δαίμονες αυτά τα βασανιστήρια; Θα σας πω εγώ ποιος, κα-νέ-νας. Ναι, ήταν ο εύθυμος και ευγενικός Χλεχλές· δεν ήταν ο ανυπόμονος Εφιάλτης ή η ευέξαπτη Άβυσσος ή το ανατριχιαστικό Θηρίο. Αλλά ξέρετε κάτι; Καμία, καμία, από τις δικές του ψυχές, δε μετάνιωσε ποτέ την απόφαση να τον ακολουθήσει στο ταξίδι της αιωνιότητας.
    Κι όσο κι αν τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του, ήταν τελικά ο Χλεχλές ο τετράκις χιλιόχρονος, ο πανέξυπνος, προσεκτικός και ψύχραιμος και με καταπληκτικές ικανότητες πειθούς και διπλωματίας, ακόμα και στα νιάτα του. Ήταν ο Χλεχλές ο εξαιρετικά ανθεκτικός σε ξόρκια και μαγικές παγίδες άλλων, καθώς και ο εντυπωσιακά ταλαντούχος στις πιο επιθετικές μορφές της μαγείας του είδους του.
    Οι υπόλοιποι μπορούσαν να κρατήσουν τα ‘δυνατά’ παρατσούκλια και τα θανατηφόρα παιχνίδια τους για τον τίτλο του ισχυρότερου και τους βάρβαρους διαγωνισμούς τους για το ποιος θα γινόταν ο επόμενος Βασιλιάς. Ο Χλεχλές θα τους παρατηρούσε από μακριά, απολαμβάνοντας το τσάι του· και θα φρόντιζε να παραβρεθεί, ακμαίος και χαμογελαστός, στις κηδείες όλων τους.
Ποιος γελάει τώρα, καημένο μου Τσεκούρι, ε; Ε; Ε!;

Συγγνώμη, με συνεπήρε η διήγηση. Συνεχίζουμε.

    Ο Μάτου ήταν από τους μάγους που παρακολουθούσαν τον Ρέο, σχεδόν από τότε που ξύπνησαν οι μαγικές του ικανότητες, λίγο πριν τα δωδέκατά του γενέθλια. Ο δάσκαλός του ήταν ειδήμων στο να φυλακίζει παντός είδους επικίνδυνα πλάσματα και πνεύματα του κόσμου πίσω από τον κόσμο – και φυσικά, δαίμονες· κυρίως όσους ξέφευγαν των συνηθισμένων τους ρυθμών και κατέληγαν να ξεκληρίζουν αδιάκριτα ολόκληρα χωριά και οικισμούς με τα ψέμματα και τα παιχνίδια τους. Τού είχε μιλήσει από πολύ νωρίς γι’αυτόν τον πανίσχυρο δαίμονα, που δε φαινόταν να ευχαριστιέται καθόλου τις συνήθειες και τις τακτικές των υπολοίπων του είδους του· και που φαινόταν να μαγεύεται ολοκληρωτικά και σαν απλός θνητός, από αυτήν την περίεργη, ανθρώπινη ικανότητα που μπορούσε να παράξει ένα όμορφο ποίημα ή ένα μοναδικό κεραμεικό.
    Ο Μάτου ήταν απόλυτα γοητευμένος από τη φήμη του Ρέο. Ακόμα και τη στιγμή που χασκογέλασε μαθαίνοντας το παρατσούκλι που χρησιμοποιούσε ο κόσμος πίσω από τον κόσμο για να τον κοροϊδεύει, συνειδητοποίησε άμεσα πόσοι τόνοι και αιώνες ζήλειας ήταν φορτωμένοι σε αυτό το προσωνύμιο· και πόσο πολύ – μα πόσο πολύ! – θα αφιερωνόταν στο να κάνει τον Χλεχλέ, κρυφά απ’όλους, καλό του φίλο.
    Νομίζω μπορείτε να συμπεράνετε πόσο φιλόδοξος ήταν ο Μάτου, από αυτή του τη σκέψη και μόνο. Άλλωστε, οι μάγοι και οι δαίμονες δεν ήταν ποτέ φίλοι· στις καλύτερες περιπτώσεις, απλά ανέχονταν ο ένας τον άλλον. Μα αυτό δεν είχε σημασία για εκείνον. Ήταν και ο ίδιος ταλαντούχος και ισχυρός αλλά και αφοσιωμένος λάτρης των τεχνών, από παιδί ακόμα· πόσο δύσκολο θα ήταν, με τις γνωριμίες του δασκάλου του αλλά και όσες μάζευε κι αυτός μεγαλώνοντας, να εξασφαλίσει έστω μια συνάντηση με τον Ρέο;
Μμμναι. Του πήρε σχεδόν σαράντα χρόνια, μόνο για να τον βρει.

***

    Βρέθηκαν, για πρώτη φορά ο ένας απέναντι στον άλλον, σε ένα χιονισμένο μονοπάτι έξω από ένα ορεινό χωριό, στα βόρεια μιας γειτονικής χώρας. Έκατσαν οκλαδόν και παρατηρούσαν για ώρες, αμίλητοι, τον πλούσιο νυχτερινό ουρανό πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές του παγωμένου δάσους γύρω τους. Και λίγο πριν φανεί το πρώτο φως του πρωινού στον ορίζοντα, ο Μάτου πήρε μια βαθιά ανάσα, έβγαλε έναν πολυκαιρισμένο πάπυρο από την εσωτερική τσέπη της κάπας του, καλυμμένο με σχέδια και σημειώσεις και έκανε στον Ρέο μια πρόταση, που θα άλλαζε για πάντα τις ζωές και των δύο.

***

    Για να μην τα πολυλογούμε, αγαπητές και αγαπητοί, δεν έγινε ποτέ μάχη μεταξύ τους. Τουλάχιστον όχι η μάχη με ξόρκια και κατάρες, με λεπίδες και κοφτερά δόντια, που εξιστορούσαν οι μαρτυρίες που λέγαμε.
    Αυτό που ξεκίνησε εκείνη τη μοιραία νύχτα, τριακόσια χρόνια πριν, ήταν μια αναμέτρηση πνευμάτων (δηλαδή όχι των κανονικών πνευμάτων, που στοιχειώνουν πηγάδια και πολυθρόνες· εννοώ των πνευμάτων των δύο ατόμων, των υψηλότερων μορφών συνείδησης που είχαν αναπτύξει οι εγκέφαλ-ωωω, τι κάθομαι και το κουράζω, σίγουρα καταλάβατε τι εννοώ – και ναι, ξέρω ότι ο Ρέο δεν ορίζεται ακριβώς ως ‘άτομο’, αλλά καταλάβατε τι εννοώ οπότε μην το κουράζετε κι εσείς). Ένας αγώνας σκέψεων και επιχειρημάτων, συναισθηματικής ισορροπίας και γνώσεων. Ένα νοητικό παιχνίδι αντοχής, ένας μαραθώνιος λογικής. Και αυτή η αναμέτρηση δεν τελείωσε με το πρώτο φως του πρωινού, όπως νόμιζαν οι μαρτυρίες, αλλά συνέχισε για μερικά χρόνια ακόμα. Όπως δεν τελείωσε και με τη θρυλική ισοπαλία των ιστοριών και των τραγουδιών, που τόσο είχε εξυψώσει τις ικανότητες του μάγου όσο και τη μεγαλοψυχία του δαίμονα.

Ναι, ξέρω, τα πολυλογήσαμε τελικά.

Η ουσία είναι ότι, λίγο καιρό μετά από εκείνη τη νύχτα, ο Μάτου έφτιαξε την περιβόητη τσαγιέρα. Η ουσία είναι ότι, μερικά χρόνια μετά, ήταν ο Ρέο που έψαξε να τον βρει και η τσαγιέρα αποσύρθηκε από τα εγκόσμια.

Η ουσία είναι ότι οι δυο τους δημιούργησαν κάτι, που θα έμενε για πάντα στην ιστορία.

Τη δική μας ιστορία εννοώ, αυτήν εδώ· όχι την Ιστορία. Η Ιστορία δε θα έχει ποτέ την τιμή να φιλοξενήσει, στις αιθέριες, χωροχρονικές σελίδες της, αυτό το κάτι.

***

    Η Φαλάκ στηρίχτηκε στο χέρι της Γκιούλι και ανέβηκε γρήγορα στην άμαξα.
Ο οδηγός την κοίταξε πλάγια, παρατηρώντας ερευνητικά τον μπόγο που κρατούσε στο καλό της χέρι.
«Η κάπα της δεσποινίδος έγινε χάλια από τις λάσπες» του είπε απολογητικά η Γκιούλι.
«Ελπίζω να μη μου λερώσετε και τα καθίσματα» μουρμούρισε εκείνος. «Το πρωί έχω πελάτες για την τελευταία μέρα της Έκθεσης.»
Η Φαλάκ έβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο.
«Εκτός από τη γενναιόδωρη, αποψινή σας αμοιβή που ήταν για μέχρι το πρωί και θα την κρατήσετε ως έχει, παρ’ότι η νύχτα είναι ακόμα βαθιά» του απάντησε αυστηρά «θα χαρώ να μου στείλετε το λογαριασμό, αν δείτε οποιονδήποτε λεκέ. Εντάξει;»
«Εντάξει» είπε μέσα από τα δόντια του.
Η Φαλάκ έκατσε πάλι μέσα.
Η Γκιούλι έκατσε απέναντί της.
«Δεν το πιστεύω αυτό που έκανες» της ψιθύρισε και έδειξε διστακτικά τον μπόγο, που η φίλη της κρατούσε τώρα σφιχτά στην αγκαλιά της. «Τι στο καλό θα κάνουμε τώρα;»
«Δεν έχω ιδέα» ψιθύρισε κι εκείνη· κι έσκυψε προστατευτικά πάνω από τη σκεπασμένη τσαγιέρα, απολαμβάνοντας το ανεπαίσθητο άρωμα ορχιδέας που ένιωθε να την κλείνει στη δική του αγκαλιά.

συνεχίζεται

Artwork: Part of illustration by Sapha Yumnam
                 From the cover of the book 'And that is why: Manipuri myths retold' by L. Somi Roy

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση