Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 3





    Ο μάγος Μάτου ήπιε μια γουλιά από το τσάι του και έμεινε για λίγο ακίνητος, με κλειστά τα μάτια, προσπαθώντας να συνηθίσει την καινούρια ησυχία της έπαυλής του.
    Δεν είχε βέβαια ποτέ φασαρία εδώ μέσα· δεν είχε ποτέ παραπάνω από δέκα εργαζόμενους στη δούλεψή του, μέσα στις δεκαετίες και τους αιώνες. Όλοι άνθρωποι προσεκτικά διαλεγμένοι απ’όλο τον κόσμο – πριν ακόμα, βέβαια, ο τωρινός αυτοκράτορας κλείσει τα σύνορα και πριν αρχίσει ο πόλεμος με τις γείτονες χώρες που τραβούσε σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα και η φτώχεια και ανέχεια του λαού της δικής τους χώρας, με τον παρανοϊκό εγωπαθή που είχαν μπλέξει, αλλά δεν έχει σημασία, τώρα τις σκέψεις του τις δικαιούνταν οι αγαπημένοι του εργαζόμενοι και συγκάτοικοι, έπρεπε να ηρεμήσει, πού ήταν, α ναι – ώριμοι και γλυκομίλητοι άνθρωποι, απολύτως εχέμυθοι και ψύχραιμοι· όπως θα ήταν αναμενόμενο, για εκείνους και εκείνες που δούλευαν για έναν φημισμένα ισχυρότατο μάγο.
    Αλλά ακόμα και μόνο δέκα άνθρωποι, ακόμα και σκορπισμένοι μέσα στο τεράστιο σπίτι, ακόμα κι αν ήταν πάντα αμίλητοι – που δεν ήταν, ευτυχώς – πότιζαν καθημερινά με την ύπαρξή τους τον αέρα που κυκλοφορούσε σε δωμάτια και διαδρόμους, γέμιζαν τη φαινομενική σιωπή με τις ανάσες και τα χαμόγελά τους, στόλιζαν με τις μυρωδιές τους κάθε κόκκο σκόνης που αιωρούταν και ταξίδευε από τα πατώματα στα ταβάνια.
    Τους είχε αγαπήσει όλους βαθιά και με μια αίσθηση τόσο γήινη και εύθραυστη, που νόμιζε πως είχε πια ξεχάσει μετά από δυόμισι αιώνες υπερφυσικής ζωής, εμποτισμένης τόσο πολύ από τη μαγεία και την απόσταση από την καθημερινότητα και το χάος του υπόλοιπου κόσμου. Μα τώρα, που είχαν φύγει για πάντα, δακρυσμένοι και ευγνώμονες για μια καλή συνεργασία και μια γαλήνια ζωή, ο Μάτου ένιωθε πιο πολύ από ποτέ τη δική του ευγνωμοσύνη να βαραίνει πάνω στο σβέρκο του.

    «Πώς είσαι;» άκουσε μια νεαρή, γυναικεία φωνή πίσω του.
«Χμ» καθάρισε τον λαιμό του για να διαλύσει τη συγκίνηση των αναμνήσεων. «Δε θα πάρει πολύ ακόμα. Ίσως μερικές εβδομάδες. Ίσως.»
«Θες να σου φτιάξω κάτι να φας;»
«Όχι, Ζούρι· λατρεμένο μου κορίτσι. Θέλω να κάτσεις εδώ λίγο, μαζί μου.»
«Πρέπει να συνεχίσω να μαζεύω τα πράγματα» η γυναίκα γύρισε να φύγει.
«Λίγο μόνο. Σε παρακαλώ» προσπάθησε να την πιάσει από το χέρι.
Μα το σώμα του δεν υπάκουγε πια· ήταν κουρασμένο και ετοιμοθάνατο.
Εκείνη όμως τον είδε. Αναστέναξε και έκατσε σε μια πολυθρόνα δίπλα του.
«Ζούρι... συγγνώμη που μου πήρε τόσους μήνες να σε ελευθερώσω.»
«Πατέρα, είμαι εδώ και είμαι καλά· μη μου ζητάς άλλο συγγνώμη.»
«Έκανα τόσες θυσίες για να μη μάθει κανείς την ύπαρξή σου· για να μη σε χρησιμοποιήσουν θέλοντας να φτάσουν σε εμένα. Υποσχέθηκα στη μητέρα σου την πιο σοβαρή μου υπόσχεση, λίγο πριν πεθάνει. Όλες οι θυσίες και η υπόσχεση... μάταια όλα.»
«Γιατί μάταια;»
«Γιατί τα κατάφεραν να σε πάρουν.»
    Η Ζούρι κούνησε υποτιμητικά το χέρι της στον αέρα. «Ήταν μόνο θέμα χρόνου. Δεν έκρυψες ποτέ πόσο ισχυρός είσαι, αλλά δεν ανακατευόσουν στα της κοινωνίας όπως άλλοι μάγοι. Δεν ήσουν τρομακτικός και απαθής, αλλά παρέμενες σε ασφαλή απόσταση απ’όλους. Για κάποιους, αυτό είναι απλά μια ιδιαιτερότητα· για ανθρώπους όπως ο Αυτοκράτορας... ήταν προκλητικό. Κάπου βαθιά μέσα σας, το ξέρατε κι εσύ και η μητέρα ότι ήταν θέμα χρόνου και συνθηκών, κάποιος να κάνει ή να ανακαλύψει τα πάντα για να σε γονατίσει και να σε χρησιμοποιήσει. Δε θα ζούσαμε σαν ξένοι αλλιώς, μακριά ο ένας από τον άλλον, αν δε θέλατε να ελαχιστοποιήσετε αυτήν την περίπτωση. Μα τώρα είμαι καλά και ασφαλής πάλι, κοντά σου.»
«Έκανα κι εγώ τα πάντα, για να σε βρω και να σε ελευθερώσω.»
«Το ξέρω πατέρα.»
«Το κάθαρμα είχε πει πως θα σε ελευθέρωνε όταν ο Τσανγιόλ θα ήταν νεκρός.»
«Δεν περίμενα ποτέ να κρατήσει τη συμφωνία σας. Νομίζω πως ούτε κι εσύ το περίμενες στ’αλήθεια.»
«Το ήλπισα όμως. Έχοντας μόνο τη ζωή σου στο μυαλό μου, το ήλπισα. Και στέρησα τον λαό από κάποιον που θα μπορούσε να τους οδηγήσει σ’ένα ελεύθερο ξημέρωμα.»
«Όμως επειδή τον σκότωσες, ο Αυτοκράτορας με κράτησε τουλάχιστον ζωντανή – ακόμα κι αν παρέμεινα φυλακισμένη. Και γι’ αυτό, εγώ θα είμαι πάντα ευγνώμων στον Τσανγιόλ και τη μνήμη του.»
«Έκανα τα πάντα, Ζούρι μου» είπε ξανά και τα μάτια του θόλωσαν από δάκρυα. «Έκανα τα πάντα για να σε βρω και να σε ελευθερώσω και να σε κρύψω πάλι από όλα τα αδιάκριτα μάτια.»
«Το ξέρω» του χάιδεψε το χέρι.
«Και τώρα δε μου’χει μείνει ούτε ένα φεγγάρι ζωής· κι ούτε μια στάλα μαγεία...»
«Δεν έχει σημασία πατέρα μου» όρμηξε εκείνη στην αγκαλιά του. «Θα είμαι μαζί σου μέχρι την τελευταία στιγμή.»
«Τι έκανα Ζούρι μου, τι έκανα; Σκότωσα έναν άνθρωπο...» τα δάκρυα κύλησαν στα ρυτιδιασμένα μάγουλά του.
«Δεν έχει σημασία τώρα πια, μην το σκέφτεσαι» άρχισε να κλαίει κι εκείνη.
«Δεν περίμενα να χαθεί όλη η μαγεία μου· δε σκεφτόμουν καθαρά, ήθελα μόνο να σε σώσω. Και τώρα τον σκότωσα. Αλήθεια τον σκότωσα· δε μου ‘μεινε ούτε στάλα μαγείας και τώρα τον σκότωσα στ’αλήθεια...» έγυρε το σώμα του πάνω της και έκλαψε βουβά.
    Η μαντεμένια τσαγιέρα, καθισμένη πάνω στο υπερυψωμένο κέντρο του ξυλόγλυπτου τραπεζιού και φυλακισμένη για πάντα στην κρυσταλλινη θήκη της, έμοιαζε ξαφνικά σα βαμμένη πορφυρή, καθώς ο ήλιος χαμήλωνε στον ορίζοντα και το σκούρο φως του ξεχύθηκε σε όλο το σπίτι μέσα από τα μισοσφραγισμένα παράθυρα.

***

    «Εδώ λέει ότι οι άνδρες του Τσανγιόλ βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης και αιχμαλωτίστηκαν, λίγο μετά την αποτυχημένη επιδρομή των επαναστατών στο παλάτι. Οι φήμες έλεγαν ότι η επιδρομή ήταν να γίνει αρκετές μέρες μετά, αλλά ο χαμός του Στρατηγού επέσπευσε τα σχέδια των επαναστατών... περίμενε... οι επαναστάτες σκορπίστηκαν στην πρωτεύουσα μετά την αποτυχημένη επιδρομή και έγινε χαμός, μάχες παντού» είπε η Γκιούλι, ξεφυλλίζοντας πιο προσεκτικά το έντυπο καθώς τριγυρνούσαν στο μισογκρεμισμένο, φαινομενικά έρημο σπίτι, του οποίου οι ανοιχτόχρωμοι τοίχοι αντανακλούσαν υπέροχα το φεγγαρόφωτο. «Δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ αν οι άνδρες του Τσανγιόλ ήταν με τους επαναστάτες ή αν αντιστάθηκαν μόνο και μόνο γιατί απλά δεν ήθελαν να πιαστούν χωρίς αποδείξεις, ξέροντας ότι ο Αυτοκράτορας τους είχε άχτι για χρόνια.»
«Μμμ» μουρμούρισε η Φαλάκ χωρίς να προσέχει τη φίλη της, προσπαθώντας να βρει δρόμο για να περάσει ανάμεσα στους σωρούς από πεσμένα υλικά και αντικείμενα. «Το ακούς αυτό;» σταμάτησε ξαφνικά.
Η Γκιούλι έγυρε το κεφάλι της. «Είναι... βόμβος;»
«Ναι, μπράβο! Σα βόμβος ακούγεται.»
«Ναι, αλλά από πού;»
«Γιορτή σε κάποια κοντινή έπαυλη;» η Φαλάκ ανασήκωσε τους ώμους της.
«Όταν έλεγα πριν ότι είμαστε στη μέση του πουθενά, δεν υπερέβαλα» απάντησε η Γκιούλι. «Δεν υπάρχει τίποτα γύρω μας, σε απόσταση τουλάχιστον μιας ώρας.»
«Μιας ώρας με δικό μου περπάτημα ή δικό σου;» χασκογέλασε η Φαλάκ.
«Μιας ώρας με άμαξα, αγαπητή μου» χαμογέλασε συγκαταβατικά η Γκιούλι.
«Α, ωραία.»
«Ω, ναι.»
«Φάντασμα;»
«Ή Δαίμονας;»
«Ή μαγικό αντικείμενο; Είμαστε άλλωστε σε σπίτι μάγου.»
«Αν έχει μείνει οτιδήποτε αξίας – πόσο μάλλον μαγικό – σε αυτό το σπίτι μετά από εκατό χρόνια, θα εκπλαγώ τρομερά.»
«Θα ανοίξω το μάτι μου· αν δεν είναι μαγικό αντικείμενο, να είμαστε προετοιμασμένες. Θες να ανοίξεις ξανά κι εσύ το δικό σου;»
«Δε μπορώ, δεν έχει περάσει αρκετή ώρα.»
«Θες να βλέπεις από εμένα;»
Η Γκιούλι ένευσε καταφατικά – αν και με κάποιο δισταγμό στο βλέμμα.
    Η Φαλάκ ένευσε κι εκείνη υποστηρικτικά. Στήριξε για λίγο το μπαστούνι πάνω στο σώμα της. Έσφιξε, με το δεξί καλό της χέρι, τις ζώνες που κρατούσαν το ψεύτικο αριστερό και τους εσωτερικούς μοχλούς του στη θέση τους και ύστερα έβαλε το μπαστούνι στο αριστερό χέρι και κλείδωσε τα ξύλινα δάχτυλα γύρω του. Έκλεισε το αριστερό της μάτι, σκεπάζοντας το δεξί με το καλό της χέρι. Σφύριξε τον ίδιο σκοπό που είχε σφυρίξει πριν και η Γκιούλι και μετά άνοιξε το αριστερό μάτι, κρατώντας ακόμα σκεπασμένο το δεξί. Η σκούρα ίριδα είχε γίνει λευκή και ο κόσμος πίσω από τον κόσμο εμφανίστηκε μπροστά της.
«Βλέπεις κάτι κοντά μας;»
«Όχι. Είσαι έτοιμη;»
«Ναι.»
Η Φαλάκ πήρε μια βαθιά ανάσα· ξεσκέπασε και άνοιξε και το δεξί της μάτι.
    Η Γκιούλι πισωπάτησε για μια στιγμή καθώς η ίριδα του δικού της δεξιού ματιού φάνηκε να χάνει πάλι το καφέ της χρώμα. Αλλά δεν έγινε λευκή όπως πριν, όταν είχαν πρωτοφτάσει εδώ. Έμεινε ένα περίεργο, χλωμό χρώμα, σα σκούρο τσάι με γάλα.
Ο κόσμος πίσω από τον κόσμο εμφανίστηκε και σε εκείνη, αν και πιο θολός· σα να τον κοιτούσε πίσω από μια ημιδιάφανη κουρτίνα.
«Είσαι εντάξει;» ρώτησε η Φαλάκ.
«Είμαι καλά» η Γκιούλι σήκωσε καθησυχαστικά το χέρι της. «Απλά, είχαμε καιρό να το κάνουμε αυτό.»
«Να προχωρήσουμε;»
«Έχεις δέσει καλά το αριστερό σου χέρι; Κρατάς καλά το μπαστούνι; Δεν είμαι σε κατάσταση να σκύβω και να σε μαζεύω, τώρα που βλέπω τα φυσικά με το ένα μάτι και τα υπερφυσικά με το άλλο.»
«Προχώρα βρε καημένη, που νομίζεις πως θα μαζεύεις εσύ εμένα» γέλασε η Φαλάκ και ξεκίνησε να περπατά ακόμα πιο βαθιά στο σπίτι, ακολουθώντας τον βόμβο.
Δεν πρόλαβαν να κάνουν τριάντα βήματα και ο ήχος ξαφνικά δυνάμωσε.
«Εδώ, στα δεξιά μας ακούγεται. Βλέπεις; Είναι ξεχωριστό δωμάτιο» είπε η Γκιούλι.
    Η Φαλάκ έγυρε λίγο κάτω από τη σαπισμένη κάσα και κοίταξε. «Οι νεκρομαϊμούδες έχουν στήσει πολύ λίγα νεκρόκλαδα εδώ μέσα. Νομίζω... έχει μια μεγάλη βιβλιοθήκη στο βάθος. Φαίνεται να πιάνει όλον τον τοίχο απέναντί μας, αλλά πρέπει να μπω μέσα για να δω καλά» είπε κι έκανε δυο βήματα και μπήκε.
«Βιβλιοθήκη σε σπίτι μάγου και περίεργος ήχος και οι νεκρομαϊμούδες να μένουν μακριά...» μονολόγησε η Γκιούλι, ακολουθώντας τη φίλη της επιφυλακτικά. «Να είναι τελικά μαγικό αντικείμενο ή μαγικό βιβλίο και να γλίτωσε, τόσα χρόνια, από κλέφτες και εξερευνητές ή ακόμα και τους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού;»
«Δεν είναι σίγουρα μαγικό αντικείμενο» απάντησε η Φαλάκ, χαμένη μέσα στο σκοτάδι του δωματίου – που είχε κρατήσει το ταβάνι του σε αντίθεση με τους προηγούμενους χώρους και, προφανώς, δε μοιραζόταν τους ίδιους ανοιχτόχρωμους τοίχους με το υπόλοιπο σπίτι.
«Και τι να είναι;»
«Δαίμονας.»
«Ξέρω ότι το είπαμε πριν σαν πιθανότητα, αλλά ξέρεις κι εσύ ότι θα ήταν αδύνατον-» ξεκίνησε να λέει καθώς μπήκε κι εκείνη στο δωμάτιο και έφτασε τη φίλη της και κοίταξε προς την κατεύθυνση που κοιτούσε κι εκείνη – και σταμάτησε και πάγωσε και το στόμα της κρέμασε.
«Δεν ξέρω αν θα ήταν αδύνατον» είπε χαμηλόφωνα η Φαλάκ. «Αλλά, αυτός εκεί πέρα είναι ξεκάθαρα Δαίμονας.»
    Λίγα βήματα μακριά τους, στεκόταν ένας ψηλός, νέος, όμορφος άνδρας με ανοιχτόχρωμα, μακριά μαλλιά, περίτεχνα πλεγμένα, ντυμένος με πολύχρωμες, αιθέριες ρόμπες και διάφορα ριχτά ρούχα. Το χλωμό του πρόσωπο ήταν ζωγραφισμένο με πολύπλοκα αστρονομικά και ενεργειακά σχέδια και σύμβολα. Η έκφρασή του ήταν το ίδιο έκπληκτη με τη δική τους.
«Ένα Αληθινόματο...» ψιθύρισε ξαφνικά· και η σαγρή φωνή του τις έκανε να ανατριχιάσουν. «Ένα Αληθινόματο!» είπε ξανά, με πιο ενθουσιώδες ύφος, και έτρεξε καταπάνω τους.
Οι δύο γυναίκες έπεσαν η μία πάνω στην άλλη για να προστατευτούν και η Φαλάκ σήκωσε το μπαστούνι της και άρχισε να το κουνάει μπροστά τους, στα τυφλά.
«Τελειώσατε με τον περίεργο χορό σας;» άκουσαν ξανά τη φωνή του άνδρα – τώρα εύθυμη και... παιχνιδιάρικη;
Η Γκιούλι τόλμησε μια κλεφτή ματιά μέσα από την αγκαλιά της φίλης της.
«Φαλάκ. Στέκεται απλά και μας κοιτάει» ψιθύρισε. «Δε μας επιτίθεται.»
«Γιατί να σας επιτεθώ; Ήθελα απλά να δω το Αληθινόματο.»
«Ποιο αληθινόματο;» ρώτησε η Φαλάκ, μαζεύοντας το μπαστούνι της και όσο θάρρος είχε μέσα της για να τον κοιτάξει ευθέως.
«Αυτό» έδειξε, χαμογελώντας πλατιά, το αριστερό της μάτι.
«Α, αληθινόματο» αναστέναξε η Γκιούλι, προσπαθώντας να σταματήσει να τρέμει ολόκληρη. «Εννοεί αληθινό μάτι. Εννοεί το μαγικό σου μάτι.»
«Κατάλαβα τι εννοεί» είπε η Φαλάκ, απομακρύνοντας μαλακά τη φίλη της από πάνω της και στρώνοντας αμήχανα τα ρούχα της.
«Είπα να το εξηγήσω, δε φάνηκες να καταλαβαίνεις πριν» έκανε κι εκείνη πως φρόντιζε τις πτυχές του παλτού της, μέχρι να σταματήσει το ρημάδι το τρέμουλο.
«Πού το βρήκες;» ρώτησε ο άνδρας. «Δεν είσαι δικιά μας ούτε είσαι μάγισσα από μόνη σου.»
«Αντίθετα...» ξεφύσηξε η Φαλάκ. «Αντίθετα με αυτό που φάνηκε ίσως από την αρχική μας αντίδραση... δεν είμαστε άσχετες, κύριε, με τον κόσμο σας» έχωσε το καλό της χέρι στην τσέπη του δικού της παλτού για να σταματήσει το δικό της τρέμουλο και χτύπησε το μπαστούνι της στο πάτωμα, για να ανακτήσει έναν ελάχιστο έλεγχο της κατάστασης. «Γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε αναγκασμένες να σας απαντήσουμε σε οτιδήποτε και δεν έχετε καμία επιρροή επάνω μας.»
Ο άνδρας χαμογέλασε πάλι. «Ω, είσαι υπέροχη αγαπητή μου, σε λατρεύω!»
«Παρακαλώ;»
«Έχω να δω Αληθινόματο αιώνες και αιώνες. Και πάνω σε απλή θνητή; Δεν έχω δει ποτέ! Είσαι από τα πιο διασκεδαστικά πλάσματα που έχω γνωρίσει! Και έχω γνωρίσει χιλιάδες, σε διαβεβαιώ! Σε εκλιπαρώ να μου πεις πού το βρήκες!»
«Μα μόλις τώρα είπα πως δεν είμαστε αναγκασμένες-»
«-ναι, ναι, δεν είστε, έχεις δίκιο. Αλλά πεθαίνω να μάθω!»
«Μα δε θέλω να σας πω.»
«Πφφφ, δεν είσαι και τόσο διασκεδαστική τελικά» είπε απογοητευμένος. «Είχα να δω άνθρωπο εδώ και δεκαετίες, νόμιζα πως όλοι είχαν πεθάνει. Και να έρχεται επιτέλους κάποια σαν εσένα εδώ αλλά να είναι τόσο ξινή...»
«Ξινή; Χα! Επειδή δε θέλω να μοιραστώ προσωπικές πληροφορίες με έναν Δαίμονα, τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιήσει εναντίον μου!;»
«Μμμ... ναι. Σε άλλη περίπτωση, θα μπορούσα» παραδέχτηκε εκείνος. «Αλλά τώρα, δεν είναι άλλη περίπτωση.»
«Ποια είναι η άλλη περίπτωση, που δεν ισχύει τώρα;» ρώτησε η Γκιούλι.
«Να ήμουν άστεγος Δαίμονας.»
«Άστεγος;»
«Ναι. Να τριγυρνώ τον κόσμο χωρίς τίποτα δικό μου, να εξαρτώμαι από τις τυχαίες συναντήσεις μου με θνητούς για να παίρνω ζωή και υπόσταση. Αν ήμουν άστεγος, οποιαδήποτε προσωπική πληροφορία για οποιονδήποτε, θα μου έδινε πάτημα να χρησιμοποιήσω την ανυπέρβλητη γοητεία και πειθώ μου για να... πάρω αυτά που χρειάζομαι.»
«Για να κλέψεις τη συνείδηση και τη ζωή τους, εννοείς.»
«Να κλέψω;» πισωπάτησε προσβεβλημένος. «Μπορείς να κατηγορήσεις έναν πεινασμένο λύκο, ότι κλέβει τη ζωή ενός ελαφιού; Δεν το κάνει από ευχαρίστηση, είναι αυτό που πρέπει να κάνει για να επιβιώσει! Και, για να είμαστε ειλικρινείς, ένας άστεγος Δαίμονας δεν είναι καν σαν πεινασμένος λύκος. Αντιθέτως, εκείνος θα προσφέρει και χειροπιαστά ανταλλάγματα για όσα πάρει από τον θνητό, δε θα του αφαιρέσει απλά τη ζωή. Και δε θα αναγκάσει ποτέ κανέναν θνητό να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του. Δηλαδή, μην τα βλέπουμε όλα μονόπλευρα, ε;»
«Δε θα τον αναγκάσει» είπε η Φαλάκ. «Αλλά θα τον πείσει. Θα τον ξεγελάσει.»
«Μεταξύ μας αγαπητή μου, δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν άνθρωπο που δεν ήθελε να ξεγελαστεί.»
«Μπορεί να μην ήθελε αλλά να ήταν ένας άνθρωπος απελπισμένος.»
«Και πάλι· θα πάρει την απόφαση μόνος του. Οι συνθήκες δε μας απασχολούν, αλλά η ρητή συναίνεση είναι απαραίτητη για να κάνουμε οτιδήποτε.»
«Πόσο μεγαλόψυχο από μέρους σας.»
«Καθόλου, σε διαβεβαιώ. Απλά, έτσι είναι τα πράγματα.»
«Για τους άστεγους. Είπες ότι εσύ δεν είσαι άστεγος. Τι σημαίνει αυτό;»
    Η Γκιούλι την σκούντηξε και χτύπησε ελαφρά το μέτωπό της, σαν να είχε μόλις θυμηθεί κάτι. «Ήταν τελικά μαγικό αντικείμενο ο βόμβος. Είναι δεμένος με ένα αντικείμενο εδώ μέσα.»
Η Φαλάκ γούρλωσε τα μάτια της. «Μα, ναι· πώς δεν το σκέφτηκα...; Ο Μάτου σε αιχμαλώτισε μέσα σε ένα αντικείμενο;»
«Σε παρακαλώ πολύ! Κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να αιχμαλωτίσει κάποιον του βεληνεκούς μου!»
«Δηλαδή δεν είσαι δεμένος με κάποιο αντικείμενο εδώ μέσα;»
«Σαφώς και είμαι. Αλλά με τη θέλησή μου.»
«Δέχτηκες συνειδητά να περιοριστείς και να μην έχεις επιρροή πάνω σε θνητούς που συναντάς;»
«Το κάνεις και ακούγεται σαν φυλακή.»
«Δεν είναι;»
«Αχ... αγαπητά μου κορίτσια...»
«Ε, όχι και κορίτσια, σαράντα χρονών γυναίκες!» φώναξε η Γκιούλι τινάζοντας στον αέρα τα χέρια της, που πάντα εκνευριζόταν με όσους την αντιμετώπιζαν ως λιγότερη σε όλα λόγω του φύλου της.
«Γλυκιά μου...» την κοίταξε συμπονετικά η Φαλάκ και της έσφιξε το χέρι. «Θεωρείς ότι είναι καλή στιγμή να προσβληθείς για τις προκαταλήψεις της ανθρώπινης κοινωνίας μας, όταν έχουμε απέναντί μας έναν Δαίμονα, πιθανότατα με τα δεκαπλά μας χρόνια...;»
«Εκατονταπλά» απάντησε εκείνος.
«Κορίτσια, ναι, ό,τι πεις» είπε η Γκιούλι κοιτάζοντάς τον απολογητικά και έχωσε πάλι τα χέρια της στις τσέπες του παλτού.
«Πού ήμουν λοιπόν...;» συνέχισε εκείνος. «Α, ναι. Εγώ και ο Μάτου... εγώ και ο Μάτου φτιάξαμε κάτι υπέροχο και μοναδικό. Εκείνος μου χάρισε μια ζωή χωρίς άγχος για τον επόμενο θνητό μου· μια ζωή δίχως τη μοναξιά του έρημου δρόμου, μια καθημερινότητα με φίλους και γιορτές και χρώματα· μια ασφαλή και πλούσια ζωή, πλήρως αντάξια κάποιου όπως εγώ.»
«Κι εσύ; Με τι αντάλλαξες όλη αυτή την φοβερή ζωή;»
Ο Δαίμονας ρουθούνισε αυτάρεσκα. Έκανε ένα βήμα στο πλάι και τέντωσε το χέρι του προς τη βιβλιοθήκη. «Εγώ, αγαπητή μου, του χάρισα το όνειρο» είπε και ένα αχνό φως κύλησε από τα δάχτυλά του και έπεσε λαμπερό επάνω στο παχύ, καιρισμένο ξύλο.
Ένα από τα άδεια ράφια τραντάχτηκε ελαφρά και μια κρυφή πόρτα άνοιξε στο βάθος του. Και πίσω από την κρυφή πόρτα-
    Η Φαλάκ μισόκλεισε τα μάτια της για να δει καλύτερα. Και ύστερα, τα άνοιξε διάπλατα, σε μια έκφραση πλήρους θαυμασμού όσο και δυσπιστίας.
«Δεν είναι δυνατόν...» ψιθύρισε.
«Τι;» ρώτησε η Γκιούλι και ακολούθησε το βλέμμα της. «Βλέπω μόνο μια τσαγιέρα. Τον έδεσαν σε μια τσαγιέρα;»
«Είναι η Μαντεμένια Τσαγιέρα.»
«Ποια μαντεμένια τσαγιέρα;»
«Η Μαντεμένια Τσαγιέρα του Μάτου! Μία Μαντεμένια Τσαγιέρα ξέρουμε κι εγώ κι εσύ, που θα μπορούσε να μου προκαλέσει αυτό το ύφος που έχω τώρα!»
«Αυτή που μας έλεγε ο πατέρας σου; Αυτή είναι παραμύθι, μας την έλεγε ως παραμύθι.»
«Σου φαίνομαι για παραμύθι, αγαπητή μου;» ρώτησε ο Δαίμονας.
«Εσύ όχι. Αλλά, κάποιος του βεληνεκούς σου... μέσα σε μια τσαγιέρα; Δηλαδή, το παραμύθι έλεγε ότι είναι μαγική, αλλά υποθέτω αυτός ο χαρακτηρισμός αναφερόταν τελικά σε εσένα. Τι κάνεις εκεί μέσα μόνος σου;»
«Ποιος είπε ότι είμαι εκεί μέσα μόνος μου;» ο Δαίμονας χαμογέλασε και πάλι.


συνεχίζεται

Artwork: 'Young Woman with an Otsue Demon Dressed as an Itinerant Priest' by Kitagawa Utamaro (ca. 1804)

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση