Πρωτοχρονιά




Τόλβικ, 1702 μ.Χ.


Παραμονή Πρωτοχρονιάς

    Ο πολύ, πολύ μικρόσωμος γέρος έκατσε για λίγο στην άκρη της πιο απότομης πλαγιάς του μεγαλύτερου βουνού της περιοχής και επιθεώρησε το λεκανοπέδιο που απλωνόταν μπροστά του. Ο χειμώνας είχε βάψει τα πάντα γύρω του λευκά. Το μεγάλο ποτάμι στο βάθος γυάλιζε σαν υγρό ασήμι στο ημίφως του φεγγαριού, που πάλευε να αποκαλυφθεί πίσω από τρεχάτα σύννεφα στον ουρανό.
Απόλαυσε για λίγο τη σιωπή και τη γαλήνη. Εισέπνευσε βαθιά τον ξερό, κρύο αέρα που έκανε – περιέργως – τα μέσα του να ζεσταίνονται.
Έστρωσε τα παλιά αλλά καλοδιατηρημένα και φρεσκοπλυμμένα – και αφύσικα ελαφριά για την εποχή – γκρίζα ρούχα του και επιθεώρησε με προσοχή τα νύχια των χεριών και των γυμνών ποδιών του.
Πεντακάθαρα, σκέφτηκε περήφανος.
Όμως αμέσως το βλέμμα του ξίνισε στη θέα της λευκής, μακριάς γενειάδας του, που σερνόταν πολλά μέτρα πίσω από το σημείο που βρισκόταν. Θα ήθελε πολύ να ήταν το ίδιο πεντακάθαρη· την είχε πλύνει με καυτό νερό και την είχε αρωματίσει με τα καλύτερα βοτάνια. Αλλά οι τρίχες είχαν μεγαλώσει πολύ και δε συμμαζεύονταν εύκολα και τώρα έμοιαζαν με γούνα προβάτου που μόλις είχε κυλιστεί στις λάσπες για να ξύσει την πλάτη του.
Δεν έχει σημασία. Έχω δουλειά να κάνω, ανάγκασε τον εαυτό του να κουνηθεί.
Μάζεψε τη γενειάδα βιαστικά. Την τύλιξε γύρω από τον λαιμό του, κοιτώντας για μια στιγμή με λύπηση τα πρώην πεντακάθαρα ρούχα και νύχια του.
Και ύστερα πήδηξε στο κενό.
    Κατέβηκε την πλαγιά πηδώντας σαν αγριοκάτσικο, χωρίς να νιώθει στο παραμικρό τη βραδινή παγωνιά που είχε σκεπάσει την περιοχή με ένα λεπτό πέπλο ομίχλης. Έκοψε ταχύτητα μόνο όταν έφτασε στους πρόποδες του βουνού και μπήκε αμέσως στο μικρό δάσος, που ρίζωνε εδώ και αιώνες δίπλα στα βράχια.

***

    Τώρα περπατούσε αργά ανάμεσα στα γυμνά δέντρα και έπλεκε υπομονετικά τη γενειάδα, που είχε ήδη ξετυλιχτεί κατά την κατάβαση και σερνόταν πάλι βαριά πάλι πίσω του. Ξέπλενε συχνά τα χέρια και τα ρούχα του στο φρέσκο χιόνι, αποφασισμένος να αγνοήσει τους λεκέδες που δεν έφευγαν – και να κουρέψει αρκετά τις τρίχες του μόλις θα επέστρεφε σπίτι.
Μουρμουρούσε χαμηλόφωνα συνοδεύοντας τον άνεμο που τραγουδούσε γύρω του και κοντοστεκόταν για λίγο, κάθε φορά που οι φυλλωσιές των λιγοστών αειθαλών θρόιζαν στο ρυθμό του σα μακρινά, ορμητικά νερά. Ένευσε πολλές φορές με ικανοποίηση για τη μουσική της φύσης. Κανένας λεκές δε μπορούσε να σκεπάσει την έκσταση της μουσικής της φύσης.
    Όταν τελείωσε τις πλεξούδες και τις ένωσε σε μία μεγάλη, σταμάτησε και τη χάιδεψε αυτάρεσκα. Ήταν όμορφα πολύπλοκη και πρακτικά σφιχτή, παρά το εντυπωσιακό της μήκος και, ακόμα περισσότερο, παρά το διόλου εντυπωσιακό του ανάστημα.
Τώρα σίγουρα θα σταθεί καλύτερα στη θέση της, δήλωσε μέσα στο μυαλό του και, με μια θεατρική κίνηση, την τύλιξε πάλι γύρω από τον λαιμό και συνέχισε την πορεία του.
Όμως αυτή συνέχισε να ξετυλίγεται και να σέρνεται στο υγρό έδαφος και να του τραβά το δέρμα, κάθε φορά που μπλεκόταν σε χόρτα ή ρίζες.
Τουλάχιστον δεν ανακατεύονται σκόρπιες τούφες στα πόδια μου, σκέφτηκε, προσπαθώντας να μην υποκύψει στην αναστάτωση της συνεχούς αποτυχίας. Θα την ξαναφτιάξω και καλύτερη, μόλις φτάσω.

***

    Λίγη ώρα μετά, βγήκε από το δάσος και κοντοστάθηκε πάλι. Μπροστά του, φάνηκε επιτέλους καθαρά το Τόλβικ – κρυμμένο μέχρι τώρα από το πυκνό χιόνι και τις συχνές αντανακλάσεις του νερού. Ένα απομονωμένο χωριό, σε λίγο χαμηλότερο υψόμετρο από το δάσος, βουτηγμένο στην καρδιά μιας αρχαίας καθίζησης που έφτανε μέχρι το ποτάμι.  
Σχεδόν όλος ο οικισμός ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι και όλα φαίνονταν ήρεμα.
“Εκτός από εσάς...” μουρμούρισε, κοιτάζοντας βλοσυρός τον ουρανό. “Γιατί είστε εσείς εδώ; Και τώρα που το σκέφτομαι...γιατί δεν είναι φωτισμένο όλο το χωριό και οι άνθρωποι δεν είναι στην εκκλησία τους να τραγουδούν για την πρωτοχρονιά τους;”
“Τώωωρα...τη γιορτάσαμε την πρωτοχρονιά” άκουσε μια αέρινη, παιδική φωνή δίπλα του.
Γύρισε έκπληκτος και είδε την ημιδιάφανη μορφή ενός κοριτσιού· ήταν κοκκαλιάρικο αλλά ακουγόταν καλοδιάθετο, είχε σκαμένα μάγουλα αλλά λαμπερό βλέμμα.
“Τι κάνεις εσύ εδώ; Πώς σε λένε; Πότε πέθανες;”
“Με λένε Άιλα Πέντερσεν” του χαμογέλασε πλατιά. “Είμαι δέκα” σταμάτησε για λίγο, κουνώντας τα ακροδάχτυλά της. “Και δύο μηνών”  συμπλήρωσε. “Νομίζω...έχω μια-δυο μέρες που πέθανα, νομίζω. Το σώμα μου είναι ακόμα μέσα στο δάσος, αλλά δεν είναι θαμμένο και το γαργάλησε η γενειάδα σου καθώς περνούσες. Ήταν τόσο απαλή και ζεστή και αρωματισμένη, που ξύπνησες το πνεύμα μου αμέσως” είπε εύθυμα. “Ή κάτι τέτοιο, νομίζω.”
Απαλή, ζεστή και αρωματισμένη; σκέφτηκε εκείνος, αγγίζοντας ανεπαίσθητα πάλι τη λασπωμένη του πλεξούδα, επιτρέποντας στον εαυτό του ένα αυτάρεσκο μειδίασμα. Κοίτα να δεις.
Αλλά αμέσως σοβάρεψε. “Δε σε ψάχνει κανείς Άιλα;” ρώτησε ανήσυχος.
“Κάποιοι με έψαξαν για λίγο. Αλλά δεν ήταν κι εύκολο να με βρουν, εκεί που έπεσα. Όλα είναι σκοτεινά σχεδόν όλη την ημέρα, τέτοια εποχή. Και παγωμένα. Τα παράτησαν σύντομα. Δεν είχα γονείς ή άλλη οικογένεια, για να επιμείνουν. Όταν ζούσα, με τάιζαν στην εκκλησία. Αλλά πέθαναν διάφοροι γονείς τον προηγούμενο χρόνο και έμειναν παραπάνω παιδιά να ταϊζει η εκκλησία. Ένα λιγότερο θα ήταν σίγουρα ανακούφιση. Δεν έχω πρόβλημα δηλαδή· είχαμε πολλά μωράκια, καλύτερα να φάνε τα μωράκια τη μερίδα μου. Κι εγώ δεν πρόσεχα, ήξερα ότι δεν έπρεπε να βγω ούτε να πάω στο δάσος.”
Ο γέρος αναστέναξε. “Είμαι ο Νίσσε” είπε συμπονετικά. “Τι είπες πριν για την Πρωτοχρονιά;”
“Είπα ότι τη γιορτάσαμε.”
“Πώς γίνεται αυτό; Αφού σήμερα ήταν η παραμονή.”
“Η παλιά παραμονή είναι σήμερα-ήταν σήμερα» διόρθωσε τον εαυτό της. “Η καινούρια είναι έντεκα μέρες πριν-ήταν έντεκα μέρες πριν” ξαναδιόρθωσε τον εαυτό της και κούνησε μπερδεμένη το κεφάλι της. “Τέλος πάντων, τώρα ξημερώνει η εντεκάτη μέρα του Ιανουαρίου.”
“Ποια ενδεκάτη; Πώς το κάνατε αυτό; Τώρα το κάνατε αυτό;”
“Όχι χαζούλη” γέλασε η Άιλα. “Ο ιερέας είπε ότι έγινε πρόπερσι. Από το βασιλιά ή άλλους ιερείς, δε θυμάμαι ακριβώς...τέλος πάντων, πέρσι κατάφεραν να ενημερώσουν όοοολα τα χωριά της χώρας και φέτος μόνο, κατάφερε ο ιερέας να ακολουθήσουν όλοι οι κάτοικοι το νέο ημερολόγιο χωρίς φασαρίες.”
“Νέο ημερολόγιο; Άλλαξαν όλες τις ημέρες του χρόνου; Πώς το έκαναν αυτό;”
“Άλλαξαν τον τρόπο που τις μετράμε. Και όλες οι προηγούμενες μέρες κουνήθηκαν από τη θέση τους και πήραν άλλη θέση. Και κάποιες μέρες χάθηκαν με το κούνημα.”
Ξεφύσηξε εκνευρισμένος. Δεν τις καταλάβαινε ποτέ αυτές τις ανθρώπινες αλλαγές, αλλά δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ και να προσπαθήσει.
“Εσύ γιατί ήρθες εδώ; Είσαι έμπορος;” ρώτησε η μικρή.

***

    Ο Νίσσε ήταν ένας μόνο, από αμέτρητους αδελφούς και αδελφές με το ίδιο όνομα. Όχι ακριβώς όνομα, περισσότερο επώνυμο. Ούτε επώνυμο ακριβώς δηλαδή, περισσότερο το όνομα της γενιάς τους. Στην ουσία ήταν ένας από πολλούς αθανάτους, που προστάτευαν διάφορα μέρη σε όλο τον κόσμο κατά τη διάρκεια του δεκαημέρου μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Τότε που οι νύχτες άρχιζαν να μικραίνουν – ασυναίσθητα εδώ στον μακρινό και συχνά ημισκότεινο για πολλά φεγγάρια βορρά, αλλά μίκραιναν σίγουρα – και η γη άνοιγε μικροσκοπικές σχισμές και μονοπάτια στα σπλάχνα της, για να σκάσουν και να σκαρφαλώσουν λίγο παραπάνω οι μίσχοι των φρέσκων φυτών, που θα άνθιζαν μερικούς μήνες μετά.
    Τότε, που και τα πλάσματα του Σκότους έβρισκαν ευκαιρία και χρησιμοποιούσαν αυτές τις σχισμές, για να πεταχτούν στην επιφάνεια.

***

    “Σου φαίνομαι για έμπορος; Ποιος έμπορος ταξιδεύει σε αυτά τα μέρη, τέτοια εποχή, μέσα από το δάσος και χωρίς εμπόρευμα;” άνοιξε τις άδειες παλάμες του.
Το κορίτσι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.
“Ήρθα εδώ, γι' αυτό” της έδειξε τον ουρανό και εκείνη έστρεψε το βλέμμα της ψηλά.
Το φεγγάρι έβγαινε και χανόταν πάλι πίσω από τα φουσκωμένα σύννεφα. Η Άιλα μπορούσε να μυρίσει το καινούριο χιόνι που φούντωνε μέσα τους και, μόλις κόπαζε ο άνεμος, θα έπεφτε βαρύ.
“Ποιο αυτό; Τον καιρό εννοείς;” τον ρώτησε πάλι αθώα.
Το δάχτυλο του Νίσσε επέμεινε να δείχνει το ίδιο σημείο και η μικρή κοίταξε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, περισσότερο για να τον περιπαίξει πάλι παρά γιατί πίστευε ότι θα δει κάτι άλλο.
Κι όμως, μερικές στιγμές μετά, τα μάτια της γούρλωσαν από έκπληξη.
“Αυτό εκεί πάνω” ψιθύρισε “είναι...σκούπα;”
“Αυτό εκεί πάνω μικρή μου” ψιθύρισε κι εκείνος γέρνοντας – ελάχιστα ομολογουμένως – προς το αυτί της “...είναι μια μάγισσα με σκούπα.”
    Όταν το βλέμμα της Άιλα συνήθισε την κίνηση της ιπτάμενης μάγισσας, μέσα και έξω από τα σύννεφα, τότε κατάφερε να διακρίνει κι άλλες.
Δυο, τρεις. Όχι, πέντε. Όχι, επτά. Ή οκτώ;
“Εννιά” της είπε, σα να είχε μαντέψει – ή είχε ακούσει κάπως; – αυτό που σκεφτόταν. “Εννιά μάγισσες, που κατάφεραν ήδη να βγουν από τη γη, να μπουν στα σπίτια και να βρουν μεγάλες, γερές σκούπες. Εγώ και οι δικοί μου νομίζαμε πως το φετινό δεκαήμερο μετά το λιοστάσι, πέρασε ήρεμα και χωρίς απρόοπτα. Πάντα περνάει το δεκαήμερο ήρεμα και απρόοπτα σε αυτά τα απομακρυσμένα μέρη. Εδώ, στις ερημιές...” αναστέναξε προβληματισμένος “...όσο κι αν άλλαζαν οι θεοί, υπήρχε πάντα το βάρος της φύσης να ορίζει τις συνήθειες των Ανθρώπων. Όλα γίνονταν σωστά, χωρίς να το σκέφτεστε καν. Ειδικά στο Τόλβικ, μικρή...ουφ, ούτε εγώ δε θυμάμαι· αλλά πάνε πολλές γενιές – φαντάσου, εννοώ δικές μας γενιές, όχι δικές σας – από τότε που χρειάστηκε να έρθει κάποιος από εμάς στο Τόλβικ.”
“Θυμάμαι!” είπε εκείνη ξαφνικά. “Θυμάμαι, που καταστρέφαμε τις σκούπες. Τις καίγαμε στη μεγάλη φωτιά στο λιμάνι.”
“Μ-χμ” συμφώνησε ο Νίσσε. “Στην ιερή φωτιά, τη νύχτα του χειμερινού ηλιοστασίου. Δέκα μέρες πριν.”
“Καταστρέφαμε όλες τις σκούπες” επανέλαβε εκείνη, σα να μην τον είχε ακούσει. “Και τις μικρές και τις μεγάλες, ακόμα και τα χορτάρινα δεμάτια που χρησιμοποιούσαμε για να καθαρίζουμε τα τζάκια.”
“Μόνο οι μεγάλες βέβαια, αυτές με τα ξύλινα κοντάρια, χρησιμεύουν στις μάγισσες. Όσο πιο συμπαγές και καλολαδωμένο το κοντάρι, τόσο πιο πολύ τις προκαλεί να το κλέψουν. Σας το είχαμε πει πολλές φορές στο μακρινό παρελθόν, δε χρειαζόταν να τις καίτε όλες. Αλλά εσείς οι Άνθρωποι πάντα υπερβάλλατε, λίγο ή πολύ. Και, τέλος πάντων, δεν ήταν κάτι κακό που το κάνατε· απλά εσείς ταλαιπωριόσασταν λίγο παραπάνω, μέχρι να τελειώσει το δεκαήμερο και να είστε ελεύθεροι να φτιάξετε καινούριες.”
“Νόμιζα ότι ήταν κάποιο παλιό περίεργο έθιμο λόγω των ημερών. Κάτι σαν έξω τα παλιά, μέσα τα καινούρια ή κάτι τέτοιο."
Είναι έθιμο και είναι λόγω των ημερών· αλλά όχι για τα μέσα κι έξω ή ό,τι άλλο είπες. Είναι πανάρχαιο έθιμο, από πολύ πριν έρθει ο νέος θεός σε αυτά τα μέρη, από πολύ πριν οι Άνθρωποι αρχίσουν να μετρούν το πέρασμα του χρόνου με δικούς τους, διάφορους τρόπους, έξω από τον δρόμο της φύσης. Είναι για προστασία από τις μάγισσες. Από τη νύχτα του ηλιοστασίου και δέκα νύχτες μετά, μπορούν να βγουν από τα βάθη της γης – από τα βασίλεια της λάβας και της πίσσας, όπου μένουν – στην επιφάνεια, μέσα από τα μονοπάτια που ανοίγουν για τα μελλοντικά ανοιξιάτικα φυτά. Βγαίνουν κουρασμένες και βρωμερές και δε μπορούν, σε αυτήν την κατάσταση, να πειράξουν τους ανθρώπους. Αλλά αν βρουν καλή σκούπα για να τις βαστάξει και πετάξουν στον ουρανό...” άφησε τη φωνή του να σβήσει μ’ένα δραματικό ύφος.
“...τότε τι;” ρώτησε το κορίτσι με δέος.
Ο Νίσσε δεν απάντησε. “Αλλά” αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα “ακόμα κι αν μετράτε με καινούριο τρόπο τις μέρες σας, αφού καταστρέψατε τις σκούπες στο ηλιοστάσιο, πώς κατάφεραν ήδη εννιά από δαύτες να βρούνε άλλα τόσα γερά ξύλα για να πετάξουν;”
“Δεν τις καταστρέψαμε.”
“ΤΙ;” ρωτησε θυμωμένος ξαφνικά.
Η Άιλα πισωπάτησε.
“Στο είπα και πριν” του είπε διστακτικά. “Φέτος ήταν η πρώτη χρονιά, που δεν είχαμε φασαρίες μεταξύ του ιερέα και των περισσότερων χωριανών που ακολουθούσαν τις αρχαίες συνήθειες του τόπου μαζί με τις συνήθειες του Χριστούλη.”
“Μα είπες ότι θυμάσαι που τις καίγατε στη φωτιά στο λιμάνι!”
“Ναι. Άλλες χρονιές. Αλλά φέτος, πρώτη φορά, δεν ανάψαμε υπαίθρια φωτιά στο λιοστάσι· ούτε καμία άλλη φωτιά στους δρόμους. Γιατί εκείνη τη νύχτα γιορτάσαμε την καινούρια Πρωτοχρονιά. Και δε γίνεται βέβαια” το ύφος της άλλαξε, σα να μιμούνταν κάποιον μεγάλο “να γυρνάμε σα δαιμονισμένοι γύρω από φωτιές που δοξάζουν την κακιά μαγεία!” είπε και μετά αναστέναξε. “Έτσι, εφέτο, δεν είχαμε χαρούμενους σκοπούς και χορούς γύρω από τη φωτιά· μόνο χαμηλόφωνα τραγούδια μέσα στην εκκλησία, για να μας ακούσει ο Χριστούλης που είναι αυτές τις μέρες ξανά μωράκι. Δεν έχω πρόβλημα βέβαια, τα αγαπάω τα μωράκια· αλλά μου άρεσαν περισσότερο οι χοροί γύρω από τη μεγάλη φωτιά” παραδέχτηκε επιφυλακτικά. “Και, όπως καταλαβαίνεις, αν δεν είχε φωτιά στο λιοστάσι, δεν καταστράφηκαν και οι σκούπες. Γιατί, είπε ο ιερέας, αυτά είναι του Σατανά και είναι αμαρτίες και έπρεπε να κρατήσουμε τις σκούπες μας και να έχουμε τα σπίτια μας καθαρά, για τη νέα χρονιά που ερχόταν. Την καινούρια νέα χρονιά δηλαδή. Μεταξύ μας...” τον κοίταξε συνωμοτικά “...νομίζω πως ποτέ δεν του άρεσαν του ιερέα οι παλιές συνήθειες αλλά δεν επέμενε και πολύ. Αλλά τώρα...τώρα οι παλιές συνήθειες έπεφταν μαζί με τον Χριστούλη. Τώρα πάτησε κάτω το πόδι του και δεν το κουνούσε στο όνομα του Μεγαλοδύναμου Κυρίου!” φώναξε τα τελευταία λόγια προσποιούμενη πάλι την ίδια φωνή με πριν. “Το όνομα του Μεγαλοδύναμου Κυρίου δεν το πιάνεις εύκολα στο στόμα σου αν δεν είναι για κάτι πραγματικά σοβαρό, ξέρεις. Και τώρα που έπεφταν όλα μαζί, τι θα διαλέγαμε; Άλλο οι παλιές συνήθειες, άλλο ο Θεός που θα σε καίει για πάντα στην Κόλαση αν δεν τον ακούς. Ε...ήταν η πρώτη χρονιά που κανείς δεν παραπονέθηκε και όλοι σχεδόν ακολούθησαν τις εντολές του ιερέα κατά λέξη. Πάει και το λιοστάσι, πάνε και οι σκούπες-δηλαδή, δεν πάνε, μια χαρά είναι, αλλά κατάλαβες τι εννοώ-κατάλαβες τι εννοώ;”
    Ο Νίσσε την κοιτούσε αποσβωλομένος, αλλά η Άιλα δε φάνηκε να αντιλαμβάνεται την κατάπληξή του για όσα του είχε πει.
“Τι γίνεται τελικά αν πετάξουν με τις σκούπες τους;” τον ρώτησε. “Κάναμε πολύ λάθος που δεν τις κάψαμε;”
Έκλεισε τα μάτια του και έσφιξε τα χείλη του· κρατήθηκε με πολύ κόπο για να μην αρχίσει να φωνάζει και να βρίζει, για να μην την τρομάξει. Ξεφύσηξε μια και δυο και τρεις φορές.
“Τίποτα, αν πετάξουν λιγότερες από δέκα” είπε μέσα από τα δόντια του. “Όσο παραμένουν λιγότερες, την τελευταία αυγή του δεκαημέρου μετά το ηλιοστάσιο – δηλαδή αύριο το πρωί – πεθαίνουν. Εξαφανίζονται κι αυτές και οι σκούπες. Οι άνθρωποι δεν τις καταλαβαίνουν καν. Δεν έρχονται όλες μαζί, ξέρεις. Βγαίνει η πρώτη κάπου, όπου βρει δρόμο από τη γη, κοντά σε σημείο που θα έχει μυρίσει από πριν Ανθρώπους...αν βρει σκούπες εκεί που θα βγει, ειδοποιεί και τις υπόλοιπες. Και έρχονται, μία κάθε νύχτα· από το λιοστάσι μέχρι την πρωτοχρονιά σας – την παλιά πρωτοχρονιά σας δηλαδή. Μέχρι δέκα το σύνολο· τα μάγια τους δεν αντέχουν για παραπάνω. Αλλά δέκα είναι αρκετές.”
“Και αν γίνουν δέκα και πετάξουν με τις σκούπες;”
“Πρώτα καθαρίζονται μέσα στα σύννεφα. Πλένονται με όλη την υγρασία που μαζεύεται εκεί. Τα σώματά τους ξανανιώνουν από τον κόπο του ταξιδιού. Και ύστερα...”
“...και ύστερα...;” ζάρωσε η μικρή εκεί που στεκόταν.
“Ρουφάνε φως από το φεγγάρι και επανέρχονται τα μάγια τους.”
“Αν δεν έχει φεγγάρι;”
“Σπάνια και τυχερή νύχτα αυτή, από τις τυχερότερες. Ακόμα κι αν γίνουν όλα λάθος από τους Ανθρώπους, χωρίς φεγγάρι δεν έχουν ξόρκια οι μάγισσες. Και μοιραία, θα ξημερώσει η τελευταία αυγή και πάλι θα πεθάνουν. Όμως απόψε δεν είναι τέτοια νύχτα.”
“Δεν είναι τέτοια νύχτα” επανέλαβε η Άιλα σαν υπνωτισμένη. “Τι γίνεται λοιπόν, αν έχει φεγγάρι και επανέρθουν τα μάγια τους;”
“Προσγειώνονται την τελευταία αυγή. Και μένουν κοντά στους Ανθρώπους.”
“Μένουν με τους ανθρώπους; Δε μας σκοτώνουν όλους; Νόμιζα ότι θα μας σκότωναν όλους, έτσι που μου τα έλεγες.”
Ο Νίσσε ρουθούνισε.
“Μένουν κοντά στους Ανθρώπους” είπε πάλι. “Αόρατες στα μάτια και τις άλλες αισθήσεις, όπως και τώρα. Ανεπαίσθητες σκιές. Αδιάφοροι καπνοί. Μπαίνουν σαν αρρώστειες στα σώματα σας και τα σαπίζουν από μέσα. Αργά. Τρώνε το κρέας και τα όργανα και το αίμα και σας αφήνουν νεκρά κουφάρια. Και όταν τελειώσουν, προχωράνε στους επόμενους. Και στους επόμενους. Όσους βρουν. Μέχρι να μπει για τα καλά η άνοιξη, που θα έχει σπάσει για τα καλά η γη από τις πολλές ρίζες των καινούριων φυτών και θα μπορούν να κυλήσουν πάλι στα βάθη της χωρίς κόπο. Χορτασμένες και τροφαντές, θα φτάσουν στα απρόσιτα λαγούμια τους μέσα στην πίσσα, για να ταϊσουν με την ίδια τους τη μαγική, παχιά σάρκα τις άλλες μάγισσες, που δεν είχαν καταφέρει να βγουν και όλα τα παιδιά της φατρίας τους. Και μετά, όταν έρθει το επόμενο δεκαήμερο, θα έρθουν οι άλλες, οι χορτάτες και ούτω καθεξής. Ποτέ δε βγαίνουν οι ίδιες από το ένα χειμερινό λιοστάσι στο άλλο.”
Η Άιλα είχε απομείνει να τον κοιτά, ακούνητη και ανέκφραστη, όπως εκείνος πριν.
“Αν...” κατάφερε να ψελλίσει “...αν τα είχαμε κάνει όλα σωστά; Όπως και πριν; Θεέ μου, αυτοί που πέθαναν πέρσι...τα είχαμε κάνει όλα σωστά πέρσι. Οι περισσότεροι δηλαδή. Δεν τα είχαμε κάνει όλοι όμως σωστά, όπως έπρεπε. Γι'αυτό πέθαναν όσοι πέθαναν;”
“Πέρσι ήταν απλά αρρώστειες των θνητών, αλλιώς εγώ θα είχα ξανάρθει” της απάντησε ενοχλημένος, σα να ήταν προφανές.
“Αν είχες ξανάρθει θα σε βλέπαμε; Δεν είσαι κι εσύ μαγικός και αόρατος στους ανθρώπους, όπως κι αυτές; Δε μου φαίνεσαι καθόλου να είσαι από αυτόν τον κόσμο και νομίζω πως, αν δεν ήμουν κι εγώ-” δίστασε “-αν δεν ήμουν έτσι” έδειξε υποτιμητικά τον ημιδιάφανο εαυτό της “δε θα σε έβλεπα και δε θα σε άκουγα.”
Την κοίταξε εντυπωσιασμένος. “Σωστή παρατήρηση μικρή μου. Έχεις δίκιο· κανονικά δε θα με έβλεπες, δε θα με άκουγες. Οι Νίσσε συνήθως έρχονται κρυφά κοντά στους Ανθρώπους για να μοιράσουν καλές ευχές, μα αυτό γίνεται αμέσως μετά το δεκαήμερο. Μόνο όπου υπάρχει πρόβλημα με μάγισσες ερχόμαστε νωρίτερα. Κι όταν ερχόμαστε νωρίτερα, οι Άνθρωποι μας καταλαβαίνουν, ακόμα κι αν δε μας βλέπουν.”
“Μα πώς; Τι εννοείς;”
“Θα δεις πολύ σύντομα. Αλλά όχι, πέρσι δεν έφταιγε κάτι που κάνατε λάθος εσείς. Όσο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μιας κοινωνίας ακολουθεί τις παλιές συνήθειες, ακόμα κι αν βγει η πρώτη μάγισσα κοντά τους, θα ειδοποιήσει τις υπόλοιπες να ψάξουν σε άλλο μονοπάτι, για άλλο οικισμό ή χωριό ή πόλη. Η μία θα πεθάνει σαφώς μονάχη της, αλλά θα έχει σώσει τις υπόλοιπες. Κι αυτές, αιωνόβιες και οι ίδιες, ξέρουν από πριν μερικά μονοπάτια που θα οδηγήσουν σε μέρη που είναι κατάλληλα για το φαϊ τους· όπως ξέρουν και μέρη σαν το Τόλβικ που δεν αξίζει ούτε να το πλησιάσουν, γιατί ακολουθεί πιστά και αέναα τις παλιές συνήθειες.”
“Ακολουθούσε.”
“Σωστά μικρή, ακολουθούσε ” ο Νίσσε συμφώνησε απρόθυμα. “Υπάρχουν αμέτρητα μέρη στον κόσμο, που εδώ και αιώνες έχουν αφήσει τους παλιούς τρόπους μόνο στις λέξεις των παραμυθιών τους. Αλλά όχι εδώ. Ποτέ πριν εδώ. Θα πρέπει να βγήκε καταλάθος φέτος εδώ κάποια νεαρή από δαύτες και ανακάλυψε κενό στις αρχαίες συνήθειες. Οι υπόλοιπες θα την ακολούθησαν σα λυσσασμένες, ακούγοντας πως το Τόλβικ ήταν ξαφνικά απροστάτευτο. Ούτε εμείς το περιμέναμε, όπως κατάλαβες. Κανείς μας δεν τριγυρνούσε προληπτικά εδώ, όπως σε άλλα μέρη. Και μέχρι να τις μυριστούμε στον ουρανό, έφτασαν να γίνουν εννιά.”
“Και τώρα τι θα κάνεις;”
“Αν προλάβω την τελευταία, θα τις διώξω.”
“Θα τις κατεβάσεις και θα τις διώξεις; Ωραία!” χειροκρότησε ξαφνικά η Άιλα, ξαναβρίσκοντας πάλι τον παιδικό της ενθουσιασμό.
“Δε θα κατεβάσω τίποτα” της έκανε μια χειρονομία να ηρεμήσει. “Αν η μάγισσα πετάξει, δεν κατεβαίνει πριν την ώρα της.”
“Και τότε, τι να σε κάνουμε;”       
    Ο Νίσσε σήκωσε προσεκτικά τα μανίκια της λεπτής του μπλούζας και ξεκίνησε να τακτοποιεί πάλι την τεράστια πλεξούδα γύρω από το λαιμό του. Και όταν η άκρη έφτασε στο χέρι του, την τύλιξε γύρω από την παλάμη του.
“Θα με κάνετε” επανέλαβε ειρωνικά “να προλάβω την τελευταία, πριν βρει κι αυτή σκούπα.”
“Υπέροχα!” χειροκρότησε ξανά η Άιλα.
“Καθόλου. Τόσοι σκοτεινοί δρόμοι και σπίτια και σκιές για να κινηθεί ελεύθερα, τόσες σκούπες σε όλο το χωριό...κι αυτή η δέκατη, ξέρεις, έχει ήδη βγει στην επιφάνεια. Βλέπεις τις άλλες εκεί πάνω, πώς κοιτάνε επίμονα στο έδαφος με τα φαφούτικα στόματά τους, τεντωμένα σε αηδιαστικές εκφράσεις;”
“Όχι” απάντησε η Άιλα, ζαρώνοντας όσο πιο πολύ μπορούσε τα μάτια της.
“Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία· η τελευταία έχει βγει.”
“Τι να κάνω για να βοηθήσω;”
“Να μείνεις εδώ” της είπε και ξεκίνησε να περπατάει προς το χωριό.

***

    “Τι θα της κάνεις, αν καταφέρεις να την πιάσεις την τελευταία; Θα τη χώσεις πάλι στο έδαφος;”
Ο Νίσσε τινάχτηκε ανεπαίσθητα, καταλαβαίνοντας ότι το κορίτσι τον είχε αγνοήσει και τον είχε ακολουθήσει.
“Δε σου είπα να μείνεις πίσω;”
“Γιατί, τι θα μου κάνει;” στριφογύρισε εκείνη ανέμελη.
Ο θάνατος είχε αρχίσει να σβήνει τις μνήμες των συναισθημάτων της· για την ίδια, για τους άλλους, για όσα συνέβαιναν και επρόκειτο να συμβούν. Ο φόβος που είχε δει στο πρόσωπό της όταν της πρωτοείπε για τις μάγισσες λίγο πριν, μάλλον ήταν το τελευταίο ίχνος ανθρωπιάς, η τελευταία σύνδεση με την προηγούμενη ζωή της.
“Τίποτα” απάντησε παραιτημένος και τέντωσε τα ρουθούνια του.
Η βρώμα της δέκατης, του φαινόταν πως ερχόταν από την άλλη άκρη του χωριού.
“Όταν την πιάσεις, θα τη χώσεις πάλι στο έδαφος;” ρώτησε πάλι η Άιλα, καθώς χοροπηδούσε γύρω του όσο περπατούσαν γρήγορα.
“Όταν την πιάσω, θα στραγγίξω το αίμα της στο χώμα όσο οι άλλες με βλέπουν. Πρέπει να με βλέπουν. Ύστερα θα την κόψω κομμάτια και θα τα απλώσω στη σκεπή κάθε σπιτιού. Με ό,τι μείνει, θα ολοκληρώσω ένα ξόρκι γύρω από το χωριό, για να ξέρουν να μην ξανάρθουν τουλάχιστον για δέκα-δεκαπέντε ηλιοστάσια ακόμα.”
    Το κορίτσι κοκκάλωσε ξαφνικά και τον κοίταξε με μια έκφραση τρόμου και αηδίας. Τα μάτια της γυάλισαν, σα να θυμούνταν ακόμα πώς είναι να βουρκώνουν. Ο Νίσσε έβρισε μέσα του· δεν είχε χαθεί ακόμα το τελευταίο ίχνος ανθρωπιάς κι εκείνος – ανυπόμονος για το κυνήγι – είχε αποτύχει να την παρατηρήσει σωστά.
“Με συγχωρείς” έσκυψε δίπλα της και τέντωσε το πιο γλυκό του χαμόγελο. “Συγγνώμη, δεν το ήθελα, μου ξέφυγε. Ξέχνα ό,τι είπα· να θυμάσαι μόνο ότι θα προσπαθήσω να τη σταματήσω και όλα θα πάνε καλά.”
Στάθηκε πάλι στο – ομολογουμένως λειψό, παρ’όλ’αυτά άκρως βολικό και χρήσιμο – ύψος του και πήρε μια βαθιά ανάσα. “Πέρα από αυτό” συνέχισε να περπατά “κι αν συνεχίσουν οι άνθρωποι να μην ακολουθούν τα έθιμα, δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα μπορούμε να προστατεύουμε το Τόλβικ. Οι δεσμοί των αρχαίων συμφωνιών θα κοπούν, όπως έγινε και με άλλα μέρη που δε μπορούμε πια να ανακατευτούμε· σαν τις μεγάλες πόλεις.”
Την κοίταξε κλεφτά. Φαινόταν να επανέρχεται στην απάθεια του θανάτου και να χορεύει πάλι, προσπαθώντας να προλαβαίνει το βήμα του.
    Έστρεψε πάλι το βλέμμα του στον ουρανό. Οι μάγισσες είχαν μειώσει την ταχύτητα της πτήσης τους στο ελάχιστο. Κοιτούσαν, εδώ και ώρα, με φλογισμένα μάτια το έδαφος. Δεν είχαν καταλάβει μόνο την τελευταία που σερνόταν ακόμα στις σκιές στης γης· είχαν καταλάβει κι εκείνον, που ερχόταν για να την πιάσει.  Συγκρατούσαν με κόπο τον θυμό τους που θα καθυστερούσε την αδελφή τους από το να τις συναντήσει ανάμεσα στα σύννεφα και που κινδύνευαν να χαθούν για πάντα ενώ είχαν φτάσει τόσο κοντά στην επιτυχία και που δε μπορούσαν να κάνουν απολύτως τίποτα για τον εμποδίσουν.
Αν η μάγισσα πετάξει, δεν κατεβαίνει πριν την ώρα της· και αυτό δεν ήταν κατ'επιλογή. Το να πατήσουν στο έδαφος πριν πάρουν τα μάγια τους απ'το φεγγάρι, θα ήταν το ίδιο τραγικό με την τωρινή, πιθανή αποτυχία της δέκατης να συμπληρώσει τον κύκλο τους στον ουρανό.
    Ο Νίσσε πέρασε τα πρώτα σπίτια, κοντοστάθηκε πάλι για να προσανατολιστεί και ύστερα, άρχισε να τρέχει.

***

    Λίγη ώρα μετά, βρέθηκε στριμωγμένος σε μια εσοχή του εξωτερικού τοίχου ενός σπιτιού. Τα σκούρα μάτια του – γυαλιστερά σα χάντρες, με δεκάδες χρώματα να χορεύουν στιγμιαία μέσα τους – ήταν καρφωμένα μπροστά· στο μεγάλο, πέτρινο κτίριο απέναντί του.
    Κυνήγησε τη μάγισσα σε όλο το χωριό. Μπήκαν και βγήκαν από σπίτια και κελάρια και στάβλους και υπόστεγα· αναστάτωσαν όλα τα ζώα και προκάλεσαν ζημιές που δε θα περνούσαν διόλου απαρατήρητες την επόμενη μέρα. Ήδη, κάποιοι άνθρωποι ξυπνούσαν και κοιτούσαν τρομαγμένοι πίσω από τις πόρτες και έξω από τα παράθυρα και αναρωτούνταν για τους ανατριχιαστικούς ήχους που έρχονταν από τα σκοτάδια. Και τελικά, σε μια στιγμή απολύτως απρόσμενης τύχης, εκείνη μπήκε κακήν-κακώς στο μεγάλο πέτρινο κτίριο από ένα μισάνοιχτο παράθυρο, που έκλεισε πίσω της και φράκαρε. Κατέληξε εγκλωβισμένη εκεί. Και ο Νίσσε έκατσε απ'έξω και περίμενε· εν μέρει για να ξεκουραστεί, κυρίως για να οργανωθεί.
    Είχε ξοδέψει εξευτελιστικά πολύ χρόνο γι' αυτήν την καταδίωξη. Την είχε αποτρέψει προφανώς από το να αγγίξει οποιαδήποτε σκούπα, αλλά δεν είχε καταφέρει να την αιχμαλωτίσει, ούτε προσωρινά.
Έπρεπε να είναι ήδη ξαπλωμένος μπροστά στο δικό του τζάκι και να ψήνει τα εντυπωσιακά μεγάλα και σαρκώδη μανιτάρια, που είχε μαζέψει πριν κατηφορίσει το βουνό· και που τώρα είχαν πατικωθεί μέσα στις τσέπες του φαρδιού παντελονιού του και μούσκευαν το ύφασμα μέχρι τα πατζάκια.
Η μακριά του γενειάδα είχε τυλιχτεί και ξετυλιχτεί πολλές φορές κατά το κυνήγι – τόσο κατά τύχη όσο και σκοπίμως – και είχε συρθεί πάνω στο χιόνι και δίπλα από τζάκια γεμάτα στάχτη και μέσα σε κατώγια με πιθάρια φαλαινόλαδου· και τώρα έσταζε κι αυτή πάνω του, κάνοντας τον να μοιάζει ολόκληρος με γκαφατζή καλικάντζαρο μετά από επιδρομή σε χοιροστάσιο.
Η μάγισσα ήταν πολύ νέα και ευέλικτη.
Ή εγώ πολύ γέρος πια, σκέφτηκε νιώθοντας το σώμα του μουδιασμένο.
“Άντε, τελείωνε! Πάμε να την πιάσουμε!” φώναξε ενθουσιασμένη η Άιλα δίπλα του, που δεν είχε σωπάσει ούτε στιγμή σε όλη τη διάρκεια του κυνηγιού.
Δεν την προέτρεψε να σωπάσει ή να κρυφτεί ή οτιδήποτε άλλο θα έλεγε σε οποιαδήποτε άλλη βρισκόταν μαζί του μια τέτοια ώρα.
Σε οποιαδήποτε άλλη ζωντανή δηλαδή.
Κανείς, ούτε η μάγισσα, δε μπορούσε να αντιληφθεί την Άιλα εκτός από εκείνον. Και η μικρή, σύντομα θα έσβηνε και ως φάντασμα. Δεν τον βοηθούσε καθόλου να τακτοποιήσει τις σκέψεις του και να τελειώσει γρήγορα τη δουλειά που είχε έρθει να κάνει, αλλά δε θα άντεχε ποτέ να καταπιέσει τη γνήσια, αθώα ευθυμία της.
    Ήταν ένας Νίσσε. Οι άνθρωποι τον είχαν για προστάτη τους, ως αυτόν που τους μοίραζε μαγικές ευχές για τις μέρες που ακολουθούσαν τον χειμώνα. Και σαφώς ήταν προστάτης, αλλά μόνο για χατήρι των μικρών παιδιών τους· αυτών των φωτεινών πλασμάτων, που εξέπεμπαν όλη την αγνότητα και την ομορφιά της ζωής και της φύσης. Οι ευχές ήταν, πρώτα απ’όλα, για εκείνα. Και η Άιλα δε θα τις λάμβανε πια. Δε μπορούσε να τη βοηθήσει με κανέναν άλλον τρόπο τώρα, εκτός από το να την αφήσει να απολαύσει ανενόχλητη όσο λίγο της απέμενε πριν χαθεί στην ανυπαρξία.
“Θα κάτσεις εδώ να περιμένεις για να μπω μέσα;” έκανε μια τελευταία απόπειρα να προστατέψει το παιδικό της μυαλό – όσο είχε απομείνει.
“Όχι, όχι.”
“Δε χρειάζεται να κάτσεις εδώ ακριβώς. Μπορείς να πας όπου θέλεις για να με περιμένεις. Είπαμε· δε σε βλέπει κανείς, δε θα τρομάξεις κανέναν.”
“Όχι, όχι” επέμεινε εκείνη. “Θέλω να μπω μαζί σου” έδειξε το κτίριο.
“Έχεις μπει; Ξέρεις αν έχει σκούπες; Φαίνεται έρημο, εγκαταλελειμένο.”
“Ω, σίγουρα έχει απ'όλα εκεί μέσα. Είναι κλειδωμένα στο κατώγι βέβαια, με βαριές αλυσίδες. Θα δυσκολευτεί πολύ να μπει να πάρει σκούπα.”
“Αυτό είναι καλό” σηκώθηκε εκείνος αναθαρρώντας, σκεπτόμενος πως θα έπιανε εύκολα τη μάγισσα τώρα, όσο εκείνη θα είχε την προσοχή της στραμμένη στην κλειδωμένη πόρτα. “Τι είναι εκεί; Η αποθήκη του χωριού;”
“Νίσσε;” ρώτησε κι εκείνη, σα να τον αγνόησε ή να μην τον είχε ακούσει.
“Πες μου” απάντησε καθώς στράγγιζε τη γενειάδα του και την έστρωνε εξαρχής για να είναι έτοιμος για τον νέο γύρο μάχης.
“Η μάγισσα δεν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους τώρα, που δεν έχει ακόμα τη σκούπα και τα μάγια της. Σωστά;”
“Σωστά” την κοίταξε ύποπτα. “Γιατί ρωτάς; Είναι κάποιος εκεί μέσα; Γι' αυτό θες να μπεις μαζί μου;”
“Τα παιδιά” ψιθύρισε.
“Ποια παιδιά;”
“Τα υπόλοιπα χωρίς γονείς. Εκεί μένουμε όλοι μαζί.”
Έγειρε το κεφάλι του μπερδεμένος. “Μένουν εκεί μέσα παιδιά; Αυτό είναι αχούρι!”
“Υπάρχει και άλλο, καλύτερο σπίτι· δίπλα στην εκκλησία. Αλλά εκεί μένουν μόνο όσα πέρασαν τη δοκιμασία του Θεού.”
“Ποια δοκιμασία;” το ύφος του συννέφιασε.
Η Άιλα σηκώθηκε δίπλα του και άρχισε να απαγγέλει σοβαρά, σα δασκάλα.
“Τα παιδιά τα ορφανά, δοκιμάζονται από τον Θεό. Οι γονείς τους πεθαίνουν και οι αμαρτίες τους τώρα βαραίνουν τα παιδιά. Πρέπει να αποδείξουν την αφοσίωσή τους στον Θεό και το Χριστούλη. Πρέπει να μείνουν μόνα με τον Θεό, μακριά από τις απολαύσεις της ζωής, μέχρι να είναι έτοιμα να υπο-” σκέφτηκε για λίγο τη σωστή λέξη. “Υπο-τα-χθούν στο θέλημά του. Αυτό σημαίνει να κάνουν ότι θέλει ο Θεός και ο Χριστούλης, δεν ξέρω αν το ξέρεις.”
“Και πώς ακριβώς θα ετοιμαστούν για αυτήν την υποταγή;” ρώτησε μέσα από τα δόντια του, νιώθοντας κάτι να φουντώνει μέσα του.
Η μικρή απαρίθμησε τους τρόπους, κοφτά, μετρώντας με τα δάχτυλά της.
“Νηστεία· μόνο τα απαραίτητα, μέχρι να μη ζητάμε το φαϊ και το νερό αλλά να είμαστε ευγνώμονες όταν μας τα δίνουν. Εργασία για το καλό· όχι, όχι-το κοινό καλό. Φτιάχνουμε και διορθώνουμε πολλά πράγματα για το χωριό. Εργαλεία και ρούχα· και σκούπες” του χαμογέλασε διστακτικά. “Τα μεγαλύτερα παιδιά τα κάνουν αυτά δηλαδή. Τα μικρότερα βοηθάμε και μαθαίνουμε. Μετά...προσευχή και απονόμωσ-απονόμ-αποΜόνωση. Μένουμε μακριά από τους άλλους χωριανούς δηλαδή. Βγαίνουμε μόνο τα χαράματα για την εκκλησία, πριν απ'όλους. Και αφού κοιμηθούν όλοι, ξανά στην εκκλησία. Για να εξολομογηθούμε.”
“Εξομολογηθείτε.”
“Ναι, αυτό. Να μιλήσουμε με τον ιερέα και τους χωριανούς που τον βοηθούν.”
“Τι ακριβώς να πείτε δηλαδή;”
“Τις αμαρτίες των γονιών μας. Τις αμαρτίες τις δικές μας.”
“Τι είναι αυτές οι αμαρτίες;”
“Πολλά πράγματα. Αυτοί μας ρωτάνε διάφορα κι εμείς απαντάμε. Κι εκείνοι μας λένε αν είναι καλά ή άσχημα.”
    Ο Νίσσε γύρισε και κοίταξε πάλι το κτίριο, για να μη δει η Άιλα τα βουρκωμένα μάτια του.
“Και αν κάνετε όλα αυτά τα...άσχημα” σφίχτηκε ολόκληρος για να συγκρατηθεί. “Τι γίνεται τότε;”
“Ε, μας βάζουν διάφορες τιμωρίες. Για να αποδείξουμε την πίστη μας στον Θεό και ότι θέλουμε να κάνουμε ό,τι λέει ο Θεός, καταλαβαίνεις;”
“Καταλαβαίνω. Και οι μεγάλοι; Δε λένε τίποτα; Συμφωνούν με τις τιμωρίες;”
“Κάποιοι δε συμφωνούσαν, παλιά. Μετά τους έβαλαν κι αυτούς τιμωρίες και τώρα συμφωνούν. Και γιατί να μη συμφωνούν; Ο ιερέας είναι η φωνή του Θεού, οπότε ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουμε τον τρόπο του...ο Θεός μάς τα κάνει όλα αυτά για να διορθωθούμε γιατί μας αγαπάει, έτσι δεν είναι; Έχουμε τόσες αμαρτίες επάνω μας. Καλή ώρα, πέθαναν τόσοι άνθρωποι πέρσι πριν την ώρα τους, πριν γεράσουν δηλαδή, κατάλαβες; Και είπες ότι δεν ήταν από τις μάγισσες. Άρα πέθαναν επειδή δεν αγκάλιασαν τον πραγματικό Θεό και πίστευαν σε ψεύτικα, φτιαγμένα πράματα ή έκαναν άσχημες σκέψεις ή δεν προσέφεραν στην εκκλησία. Και ένιωσαν τη δίκαιη οργή του Θεού. Αν δε διορθωθούμε κι εμείς, θα κολλήσουμε και τους άλλους την αρρώστεια της ψυχής μας και θα κινδυνεύει όλο το χωριό.”
    Ξαφνικά, ακούστηκαν αλυσίδες να χτυπάνε δυνατά και απόκοσμες τσιρίδες μέσα από το κτίριο. Και κάπου ανάμεσά τους, τα ευαίσθητα αυτιά του διέκριναν τρομαγμένες, ανθρώπινες κραυγές.
“Πάμε, πάμε!” η Άιλα χοροπήδησε μπροστά του.
“Μην ανησυχείς, δε μπορεί να τα πειράξει. Και δεν την βλέπουν. Απλά θα τρομάξουν.”
“Δε θέλω να τρομάξουν! Θα κλαίνε αν τρομάξουν! Και θα ξυπνήσει ο ιερέας. Θα έρθει και δε θα τους πιστέψει, θα νομίζει ότι κλαίνε από μόνα τους γιατί δε θέλουν να διορθωθούν!”
Ο Νίσσε μούγκρισε κάτι απροσδιόριστο και ξεκίνησε να περπατά γρήγορα προς το παράθυρο, απ'όπου είχε μπει η μάγισσα.
Όμως, λίγα βήματα πριν, σταμάτησε απότομα.
“Γιατί έφυγες Άιλα;” ρώτησε θλιμμένα. “Είπες ότι έφυγες και πήγες στο δάσος ενώ ήξερες ότι έκανε κρύο και κινδύνευες να πεθάνεις.”
Το βλέμμα της έπεσε στο έδαφος.  
“Δε-δε μπορούσα...δε γινόταν να διορθωθώ” ψιθύρισε εκείνη. “Δεν ήμουν δυνατή” ανέβασε αμέσως τον τόνο της. “Αλλά δεν ήθελα να κινδυνεύσουν κι άλλο οι φίλοι μου. Όλα τα παιδιά και όλο το χωριό δηλαδή. Κι έφυγα. Αν ήμουν μακριά, σίγουρα δε θα έπιαναν πια στους άλλους, οι αμαρτίες των γονιών μου και οι δικές μου. Σωστά;”
Έσκυψε μπροστά της και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.
“Είσαι τέλεια, ακριβώς όπως είσαι μικρή” της είπε αυστηρά. “Ακούς;”
“Ακούω.”
“Δεν έχεις τίποτα, απολύτως τίποτα μέσα σου, που να χρειάζεται τέτοιες τιμωρίες για να διορθωθεί. Κανένα παιδί δεν έχει τίποτα τέτοιο.”
Θα ορκιζόταν πως την άκουσε να ξεφυσά ανακουφισμένη, παρ'όλο που η διάφανη μορφή της, πάντα δίπλα του, δεν κουνήθηκε σπιθαμή.
“Και τώρα θα πας πίσω, εκεί που γνωριστήκαμε” συμπλήρωσε, καθώς κάλυψε την απόσταση μέχρι το παράθυρο.
“Μα-”
“-δε μπορείς να με βοηθήσεις εδώ.”
“Εντάξει” μουρμούρισε απογοητευμένη.
“Μπορείς όμως, να με βοηθήσεις με κάτι άλλο” έβγαλε τα πολτοποιημένα μανιτάρια από τις τσέπες του. “Λες να μπορέσεις να βρεις κι άλλα τέτοια; Για να πάρω πριν φύγω;”
“Ναι” του απάντησε, λίγο πιο πρόθυμα.
“Ωραία. Στηρίζομαι πάνω σου, είναι τα αγαπημένα μου.”
“Μην ανησυχείς Νίσσε!” φώναξε πάλι, ξανά ενθουσιασμένη. “Θα χρειαστείς το μεγαλύτερο καλάθι για να κουβαλήσεις όσα σου βρω!”
“Υποθέτω ότι φτιάχνετε και καλάθια εκεί μέσα;” τη ρώτησε με ένα συμπονετικό χαμόγελο.
“Θα τα βρεις στο κατώγι, στο βάθος δεξιά. Τα καλύτερα στο Τόλβικ και όλα τα χωριά που περνάει το ποταμόπλοιο!”
“Εξαιρετικά” είπε απογοητευμένος, προσπαθώντας να καταπιεί τον κόμπο στο λαιμό του. “Πήγαινε τώρα. Άντε, γρήγορα!” ψιθύρισε δήθεν συνωμοτικά και με πλατύ χαμόγελο τα τελευταία λόγια.
Η μορφή της απομακρύνθηκε χοροπηδηχτά και ύστερα χάθηκε αναμεσα στα άλλα σπίτια.
    Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. Το πρόσωπό του άρχισε να κοκκινίζει επικίνδυνα· όσα είχε ακούσει από την Άιλα, τον είχαν αναστατώσει περισσότερο απ'όσο θα κατάφερνε να διαχειριστεί πολύ σύντομα, μπορούσε να το αισθανθεί.
Προσπάθησε να ξεφρακάρει την κάσα του παραθύρου. Τα κατάφερε χωρίς ιδιαίτερο κόπο, αλλά δεν το άνοιξε αμέσως. Κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι και ερεύνησε το σκοτεινό ισόγειο με το υπερφυσικό του βλέμμα.
    Την είδε στο βάθος του χώρου, στ’ αριστερά. Το γυμνό, διαστρεβλωμένο κορμί, τα μπλεγμένα σε κόμπους μαλλιά που σκέπαζαν την πλάτη της σα γούνα, τα μακριά, μισοσπασμένα νύχια που έγδερναν την πόρτα για το κατώγι, τα κοκκαλιάρικα χέρια που τραβούσαν τις αλυσίδες μανιασμένα.
Με την άκρη του ματιού του έπιασε κίνηση και στη σκάλα. Ένα παιδί – δεν ήταν σίγουρος αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, αλλά το ύψος φανέρωνε ένα από τα μεγαλύτερα σε ηλικία – κατέβαινε δειλά τη σκάλα. Κρατούσε στο ένα χέρι ένα κομμάτι ξύλο, σα σανίδα από κρεβάτι· και είχε τυλίξει το άλλο του χέρι με ένα χοντρό πανί – ίσως για να το καλύψει, χτυπώντας με τη μπουνιά του τον τρομακτικό εισβολέα; Ο Νίσσε καταλάβαινε το φόβο του παιδιού στα φρέσκα ούρα που είχαν μουσκέψει το παντελόνι του και τη γενναιότητά του στα κλαψουρίσματα των υπολοίπων παιδιών κάπου στον όροφο.
Και κάτι μέσα του, έσπασε.
    Μια θολή, απαγορευμένη σκέψη από το πολύ, πολύ μακρινό παρελθόν, πετάχτηκε στην επιφάνεια του μυαλού του· και, μόνο λίγες στιγμές μετά, διαμορφώθηκε ξεκάθαρη και έκανε τον Νίσσε να ορθωθεί περήφανος και τρομερός, με νέα όρεξη και σκοτεινό βλέμμα.
Κοίταξε τις φουρκισμένες μάγισσες στον ουρανό. “Η αποψινή, ίσως και να είναι η τυχερότερη νύχτα ολόκληρης της ζωής σας” μονολόγησε χαμηλόφωνα και σήκωσε το παράθυρο.

***

Το αγόρι κοκκάλωσε στη μέση της σκάλας.
Το παράθυρο του ισογείου, αριστερά από την εξώπορτα, είχε μόλις σηκωθεί.
Μόνο του.
Τι άλλο ετοιμάζεται να μπει εδώ μέσα; σκέφτηκε, κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού του το ανείπωτα τρομακτικό κάτι – κρυμμένο στο σκοτάδι – που ήδη κοπανούσε, εδώ και ώρα, την πόρτα του κατωγιού, τραβώντας τις αλυσίδες και γρυλίζοντας από τα βάθη των σωθικών του.
Τι σου έχουμε κάνει Θεέ μου και μας βασανίζεις έτσι; αναρωτήθηκε απελπισμένο και έσφιξε το σαγρό ξύλο στο χέρι του – προσπαθώντας να αγνοήσει τις σκλήθρες που τρυπούσαν το ταλαιπωρημένο δέρμα. Το παντελόνι του βράχηκε εκ νέου.
    Έκανε ένα βήμα πίσω και ανέβηκε στο προηγούμενο σκαλί. Μήπως να άφηνε τα τέρατα να κάνουν ό,τι θέλουν; Τι δουλειά είχε να υπερασπιστεί το κατώγι, όπου ίδρωναν και ξόδευαν όλες τις μέρες – και πολλές νύχτες – των παιδικών τους χρόνων, εκείνος και οι υπόλοιποι; Θα μπορούσε να τρέξει πάλι πάνω, να κλειδωθούν στη σοφίτα και να περιμένουν εκεί. Αν έφταναν τα τέρατα εκεί πάνω, θα τα πολεμούσε με ό,τι είχε και δεν είχε· αλλιώς, προτεραιότητά του ήταν τα υπόλοιπα παιδιά και όχι όλα αυτά τα άψυχα αντικείμενα που έφτιαχναν κλαίγοντας κάθε μέρα και στιγμή, για να πλουτίζει ο ιερέας και να παριστάνει τον ενάρετο απεσταλμένο του Θεού στο υπόλοιπο Τόλβικ, που κι αυτοί παρίσταναν πως δεν ήξεραν για τα βασανιστήρια των ορφανών.
Πήγαινε να αλλάξεις παιδί μου..., άκουσε ξαφνικά μια στοιχειωμένη φωνή μέσα στο μυαλό του. Κι όλα θα πάνε καλά.
Τα γόνατά του παιδιού λύγισαν και άρπαξε την κουπαστή της σκάλας για να σταθεί.
Θεέ μου...επιτέλους άκουσες τα παρακάλια μας;
σκέφτηκε πάλι.
Ο Νίσσε αναστέναξε και ξετύλιξε τη γενειάδα του. Μην ασχολείσαι με θεούς και δαιμόνους αγόρι μου· πήγαινε να αλλάξεις και να κλειδωθείτε κάπου και να μη βγάλετε άχνα και να μην κουνηθείτε ό,τι κι αν ακούσετε.
Το αγόρι δεν κατάφερε να συγκρατήσει έναν λυγμό. Κι όλα θα πάνε καλά; σκέφτηκε ξανά.
Κι όλα θα πάνε καλά, γλύκανε ο Νίσσε. Κι απ’αύριο ακόμα καλύτερα.
Απ’αύριο; Τι θα γίνει αύριο;
Πήγαινε γρήγορα.
Σ’ευχαριστώ! Σ’ευχαριστούμε!
Να ευχαριστείτε την Άιλα, που δε σας ξέχασε ούτε όταν κόντευε να ξεχάσει τον ίδιο της τον εαυτό.
Την Άιλα; Αλήθεια, είναι καλά η Άιλα!;
Ο Νίσσε κατάπιε τον δικό του λυγμό. Πήγαινε, είπε μια τελευταία φορά.
    Το αγόρι άκουσε το κοφτό, διαπεραστικό χτύπημα ενός μαστιγίου να έρχεται από τη βάση της σκάλας και το τέρας που κοπανούσε την πόρτα τσίριξε τρομαγμένο. Ο πρώτος ήχος του θύμισε τις απειλές του ιερέα· ο δεύτερος, τα κλάμματα των παιδιών όταν ξεστομίζονταν αυτές οι απειλές.
Ανατρίχιασε ολόκληρο. Γύρισε και ανέβηκε, τρέχοντας και παραπατώντας, τα σκαλιά για τον πάνω όροφο.

***

    Λίγο πριν το φεγγάρι ξεκινήσει την κάθοδό του στον βραδινό ουρανό, οι μάγισσες ούρλιαξαν φάλτσα όλες μαζί· και οι φωνές τους αντήχησαν παντού γύρω και αναστάτωσαν πάλι τα ζώα και τάραξαν τα χώματα και τα νερά και ανακάτεψαν τις πιο μικρές κλωστές της ουσίας του κόσμου, πέρα από τα αυτιά των ανθρώπων.
    Ο Νίσσε είχε βγει από το πέτρινο κτίριο. Στο δεξί του χέρι κρατούσε το αναίσθητο σώμα της δέκατης αδελφής τους από το σβέρκο και την έσερνε αργά, ματωμένη και γδαρμένη και τυλιγμένη στη γενειάδα του. Με τα πόδια του μετακινούσε, κλωτσώντας ελαφρά, μια από τις καλύτερες σκούπες που είχε φτιάξει ποτέ ανθρώπινο χέρι.
Ο αριστερός του δείκτης, υψωμένος, στριφογύριζε σταθερά σχηματίζοντας ένα τεράστιο, αιθέριο βούκινο, που έφτανε στα σύννεφα. Μερικές στιγμές μετά, πλησίασε το δάχτυλο – και το χείλος της ανεμένιας χοάνης – στο στόμα του.
Μίλησε σιγά· τόσο σιγά, που ούτε ο ίδιος άκουγε τη φωνή του ανάμεσα στις δικές τους.
Θα σας δώσω το Τόλβικ.
Οι μάγισσες σώπασαν σε μια στιγμή.
Υπό έναν όρο.
Οι μάγισσες έγειραν προς το άυλο, στροβιλίζον χωνί που κατέληγε δίπλα τους και τέντωσαν τ’αυτιά τους.

Πρωτοχρονιά

    Ο ιερέας του Τόλβικ στεκόταν στην είσοδο της εκκλησίας και παρατηρούσε τους χωριανούς που καθάριζαν τους δρόμους, μετά τη σύντομη – αλλά βαριά – χιονόπτωση της προηγούμενης νύχτας. Ο πρωινός ήλιος έπεφτε χλωμός πάνω στην περιοχή, κρυμμένος πίσω από πυκνά σύννεφα.
“Πότε φεύγεις;” ρώτησε χαμηλόφωνα τον πολύ, πολύ μικρόσωμο γέρο, που καθόταν οκλαδόν στο έδαφος δίπλα του, προσπαθώντας να καθαρίσει με φρέσκο χιόνι την πλεγμένη, μακριά του γενειάδα.
“Μόλις καταφέρω να ξεμπλέξω αυτό το πράγμα” είπε ο γέρος συγχυσμένος, δείχνοντας την άκρη της γενειάδας που είχε κοκκαλώσει από τη λάσπη και τη στάχτη και την παγωνιά. “Αν δεν είναι λυτή και σχετικά καθαρή, δε μπορώ να ξεκλειδώσω τον δρόμο για το σπίτι μου.”
“Αυτό που έκανες, Νίσσε...” αναστέναξε ο ιερέας – και ένα περίεργο, τσιριχτό γρέζι ακούστηκε μέσα στη βαθιά, αυστηρή του φωνή· μια περίεργη, αχόρταγη σκοτεινιά έβαψε τα γαλάζια του μάτια. “Αυτό που έκανες, θα αλλάξει το Τόλβικ για πάντα.”
“Κανένα Τόλβικ δεν αξίζει να παραμένει όπως πριν, όταν στα σπλάχνα του βασανίζονται και υποφέρουν παιδιά.”
“Συνεργάστηκες με μάγισσες. Μας προσέφερες δεκάδες ανθρώπινα σώματα, να κατοικήσουμε και να φάμε, χωρίς δεύτερη σκέψη.”
“Πόσες σκέψεις χρειάζονται, όταν βασανίζονται και υποφέρουν παιδιά;”
“Δε γνωρίζω” είπε αδιάφορα ο ιερέας και κοίταξε στο εσωτερικό του ναού.
    Εκεί όπου κάθονταν εικοσιεπτά ανήλικα κορίτσια και αγόρια και έτρωγαν – σχεδόν μανιασμένα – τα φαγητά που τους είχε προσφέρει λίγο μετά το ξημέρωμα, από τις προμήθειες της εκκλησίας.
“Θα σε τιμωρήσουν πικρά” γύρισε πάλι μπροστά και συνέχισε. “Πόσοι αιώνες πάνε από τότε που κάποια ή κάποιος Νίσσε ανακατεύτηκε στις δουλειές των Ανθρώπων, εκτός από το να τους προστατεύει από εμάς;”
“Δε σε αφορά τι θα μου κάνουν εμένα. Εσύ φρόντισε να κρατήσεις την υπόσχεσή σου.”
“Δεν έχω να φροντίσω κάτι. Δώσαμε όρκο· με αίμα και το φως του φεγγαριού, την τελευταία νύχτα του δεκαημέρου. Κι αυτό δεν πατιέται, ακόμα κι αν ήθελα εγώ και οι αδελφές μου να σε ξεγελάσουμε.”
“Δε θέλετε δηλαδή;”
“Γιατί να θέλουμε; Ούτε εμείς, οι τόσο εξαρτημένες από τα ένστικτά μας, δε βασανίζουμε σκόπιμα και με τόσο μίσος τα παιδιά της φυλής μας.”
Ο Νίσσε κάγχασε παραιτημένα. Κοίτα να δεις.
“Δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτα” συνέχισε ο ιερέας. “Μέχρι την άνοιξη, που θα φύγουμε για τα λαγούμια μας, όλα τα παιδιά θα έχουν μάθει να αυτοσυντηρούνται και να φροντίζουν το ένα το άλλο. Όλοι οι ενήλικες που θα κατοικήσουμε, θα τους μάθουν τα πάντα πριν λιώσουν στα στομάχια μας. Και οι δικοί μου δε θα πλησιάσουν ποτέ ξανά το χωριό.”
“Ωραία.”
“Το ξέρεις ότι δεν είναι το μοναδικό μέρος όπου συμβαίνουν όλα αυτά, έτσι; Όπου βασανίζονται παιδιά.”
“Το φαντάζομαι.”
“Ω, Νίσσε. Έχω περάσει πολλούς χειμώνες της αιώνιας ζωής μου στην επιφάνεια. Έχω ζήσει σε όλες τις εποχές των Ανθρώπων. Έχω φάει αμέτρητες σκέψεις και αναμνήσεις τους και στο λέω με σιγουριά· δε φαντάζεσαι.”
“Δε μπορώ να τους σώσω όλους.”
“Σίγουρα. Απλά λέω. Ίσως και άλλοι δικοί σου να θέλουν να σώσουν κι άλλα παιδιά, σε άλλα μέρη.”
“Πολύ θα σας βόλευε αυτό κι εσάς, ε;”
“Σαφώς.”
“Δεν πρόκειται να παρασύρω τους δικούς μου να κάνουν ό,τι έκανα εγώ” είπε κοφτά και τα χέρια του τινάχτηκαν, καθώς η πλεξούδα μαλάκωσε από τον πάγο και τις βρωμιές και άρχισε να λύνεται.
“Να κάνουν τι; Να σώσουν τα παιδιά, που από την αρχή των θρύλων έχετε ορκιστεί να προστατεύετε;”
“Με τις καλές μας ευχές. Τα προστατεύουμε με τις καλές μας ευχές. Όχι με όρκους με αίμα και το φως του φεγγαριού.”
“Πφφφχαχαχα” χασκογέλασε στριγκά ο ιερέας αλλά αμέσως μαζεύτηκε – μερικοί από τους χωριανούς που φτυάριζαν κοντά στην εκκλησία γύρισαν να τον κοιτάξουν απορημένοι.
“Κανόνισε να περάσουν το σώμα που φοράς για τρελό, έτσι που φαίνεται να μιλάει μόνος του· και να τον διώξουν από το χωριό πριν καταφέρεις όσα συμφωνήσαμε” μούγκρισε ο Νίσσε.
“Οι αδελφές μου έχουν ήδη κατοικήσει όλους τους σημαντικούς του χωριού” απάντησε ο ιερέας αυτάρεσκα. “Αυτός εδώ ο τύπος που έπιασα εγώ πρώτη” έδειξε διακριτικά τον εαυτό του “τους ξέρει όλους· κι από την καλή και από την ανάποδη.”
    Ο Νίσσε γύρισε ξαφνικά το κεφάλι του και παρατήρησε κάτι στην άλλη πλευρά του χωριού, στην άκρη του δάσους.
“Πρέπει να φύγω” είπε ανέκφραστα και σηκώθηκε.
“Όσο κι αν προσπαθείτε Νίσσε, δεν πιάνουν οι περισσότερες ευχές σας. Όχι ενάντια στις μαυρισμένες καρδιές των Ανθρώπων.”
“Δεν είναι όλες οι καρδιές μαυρισμένες” είπε ο γέρος, δείχνοντας τα παιδιά μέσα στην εκκλησία και όσα άλλα έπαιζαν στους δρόμους.
“Και δε θα μαυρίσουν, ακριβώς επειδή έκανες κάτι πέρα από τις ευχές. Αλλιώς θα σάπιζαν πιο γρήγορα κι απ’όσο λιώνουμε εμείς τα ανθρώπινα σωθικά.”
Ο γέρος δεν απάντησε. Μάζεψε για ακόμα μια φορά τη γενειάδα του και την τύλιξε γύρω από τον λαιμό του.
“Αν μείνεις ζωντανός μετά την τιμωρία των δικών σου” είπε ο ιερέας “έλα την άνοιξη κλεφτά, να δεις τι θα έχουμε καταφέρει εγώ και οι αδελφές μου. Πόσο όμορφα και ομαλά θα έχουμε πραγματοποιήσει την επιθυμία σου για ένα καινούριο Τόλβικ.”
“Δε θέλω να σας ξαναδώ ποτέ” μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και ξεκίνησε να τρέχει.

***

    Βρήκε την Άιλα στην άκρη του δάσους, να χειροκροτά ενθουσιασμένη.
“Νίσσε, Νίσσε! Έλα επιτέλους! Σου βρήκα τα πιο όμορφα μανιτάρια όλου του κόσμου!”
Της χαμογέλασε θλιμμένα. “Σ’ευχαριστώ μικρή μου. Πάμε να μου δείξεις.”
“Πάμε, πάμε!”
“Και μην ανησυχείς για τους φίλους σου· είναι όλοι ασφαλείς.”
“Ποιοι;”
“Οι φίλοι σου, στο χωριό.”
Το κορίτσι έμεινε για λίγο ακίνητο και ύστερα κοίταξε γύρω της μπερδεμένη.
“Μα δεν έχει μανιτάρια στο χωριό χαζούλη! Έλα, έλα να σου δείξω πού είναι!” φώναξε τελικά.
Άρχισε να χοροπηδάει προς το βάθος του δάσους.
Και μόλις λίγα βήματα μακριά του, η αιθέρια μορφή της έσβησε αργά.
Και χάθηκε για πάντα.
    Τα μάτια του Νίσσε γέμισαν πάλι δάκρυα. Άφησε ένα μόνο να κυλήσει· κι εκείνο πάγωσε αμέσως, ξεκόλλησε από το μάγουλό του και αιωρήθηκε μπροστά στο πρόσωπό του.
“Έχουμε να βρούμε και να θάψουμε ένα πτώμα πριν πάμε σπίτι” είπε στο δάκρυ και το φύσηξε μακριά του.
Αυτό κύλησε και στροβιλίστηκε για λίγες στιγμές στο σημείο που έσβησε η Άιλα· και ύστερα άρχισε να χοροπηδάει προς το βάθος του δάσους.
Ο Νίσσε χαμογέλασε ξανά.
“Καλή χρονιά μικρή μου” ψιθύρισε.
Και ακολούθησε το δάκρυ· προσθέτοντας μετά από λίγο στο βαρύ, πένθιμό του βήμα, ένα κοφτό, διακριτικό χοροπηδητό.

Α. Γάρδα

Artwork: wallpaperbetter.com

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση