2. Σάουιν: Η Ενάτη

*Η παρακάτω ιστορία είναι βασισμένη στις φήμες περί μυστηριώδους εξαφάνισης της θρυλικής Ενάτης Ρωμαϊκής Λεγεώνας (περ. 5400 άνδρες), γνωστής και ως “Ισπανικής” (IX Legio “Hispana”), στα εδάφη της Βρεταννίας (Britannia) κατά τον 2ο αι. μ.Χ.
*Μέχρι το 2015, η τελευταία καταγεγραμμένη παρουσία της Λεγεώνας ήταν στο Εμποράκουμ (σημ. Γιορκ) το 108 μ.Χ., όπου και συμμετείχαν στην κατασκευή του γνωστού οχυρού της πόλης. Με αφορμή την ταραγμένη ακόμα εποχή και περιοχή στη Βρεταννία, η ξαφνική εξαφάνιση της Λεγεώνας από τα μελλοντικά αρχεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποδίδετο σε κάποια άγνωστη επίθεση Κελτών, μεταξύ 108 και 120 μ.Χ. (πιθανώς Βριγάντων) και λεγόταν πως το Τείχος του Αδριανού (Hadrian’s Wall / latin: Vallum Aelium) ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 122 μ.Χ. λόγω αυτής της ήττας, που απέδειξε πως τα βόρεια φύλα των Κελτών ήταν αδύνατον να κατακτηθούν οπότε θα έπρεπε να περιοριστούν.
*Το 2015, η ανακάλυψη μιας ακόμα καταγραφής, που ανέφερε την παρουσία της Ενάτης στα εδάφη της μελλοντικής Ολλανδίας (Nijmegen) από το 120 μ.Χ. και μετά, ακύρωσε εν μέρει τη θεωρία της εξαφάνισης στη Βρεταννία. Παρ’όλ’αυτά, αναφέρθηκε από τους ερευνητές πως η Ενάτη ίσως είχε χωριστεί και στην Ολλανδία βρισκόταν μόνο ένα μέρος της προσωρινά.
*Μια τελευταία θεωρία, θέλει την Ενάτη (ή το μέρος της που παρέμεινε στη Βρεταννία) να εξαφανίζεται μεταξύ 108 και 120 μ.Χ., ενώ βρισκόταν σε μια κρυφή εκστρατεία (πέραν των τριών γνωστών του Ρωμαϊκού στρατού και μεταξύ δεύτερης και τρίτης) στα βάθη της Καληδονίας (σημ. Σκωτίας). Μαρτυρίες αιχμαλώτων των Ρωμαίων από φυλές Καληδόνων, ανέφεραν πως τέσσερις χιλιάδες άνδρες της Ενάτης πέρασαν από το σημερινό Ντανμπλέιν (επαρχία Στέρλινγκ, βόρεια της Γλασκώβης) και δε φάνηκαν ποτέ ξανά. Παρ’όλ’αυτά, δεν υπάρχει καμία γνωστή μάχη ή οποιαδήποτε άλλη καταγραφή Ρωμαίων ή Καληδόνων, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάλογο συμπέρασμα εκείνη την εποχή.
*Παρ’όλο που η πλήρης εξαφάνιση της Ενάτης στη Βρεταννία θεωρείται η πιο αδύναμη, καμία από τις παραπάνω θεωρίες δεν έχει εγκαταληφθεί ή επιβεβαιωθεί, λόγω έλλειψης στοιχείων.
Πομόνα (λατιν. Pomona) = η ρωμαϊκή θεότητα των καρπών, της συγκομιδής αλλά και της γητειάς / συχνά απεικονιζόταν με μήλα, το φρούτο που συνδέεται με μυστηριακές μεθόδους αλλά και τον κόσμο της μαγείας (το μήλο ως σύνδεσμος με τον Αλλόκοσμο υπήρχε και στην κουλτούρα των Κελτών και των Δρυίδων) / η γιορτή της Πομόνα ήταν την 1η Νοεμβρίου
Πίκτες (λατιν. Picti) = υποτιμητική λέξη των Ρωμαίων προς τους Κέλτες και τους Καληδόνες γενικά, σημαίνει Ζωγραφιστοί (τη λέξη υιοθέτησαν ως τιμητική και πολλές από τις ίδιες τις φυλές των Κελτών)
Γκάλια Μπέλγκικα (λατιν. Gallia Belgica) = επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που περιελάμβανε τις σημερινές χώρες Γαλλία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο και κομμάτια της Γερμανίας και της Ολλανδίας
Λεγκάτους (λατιν. Legatus) = διοικητής Λεγεώνας
Κουίντους Πομπέιους Φάλκο (λατιν. Quintus Pompeius Falco) = κυβερνήτης της Βρεταννίας (118-122 μ.Χ.)
Αδριανός (λατιν. Hadrianus) = αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (117-138 μ.Χ.)
*οι Ρωμαίοι έκαναν εκστρατείες μόνο το καλοκαίρι


Βόρειο μέρος της περιοχής Στρίλαϊ (σημ. Στέρλιν), Καληδόνα, 121 μ.Χ.

Ξημέρωμα 29ης Οκτωβρίου


     Ο Μπλάντους ξύπνησε καταϊδρωμένος. Οι υπόλοιποι στη σκηνή κοιμούνταν και έξω, η νύχτα ήταν ακόμη βαθιά. Ντύθηκε και τυλίχτηκε με την κάπα του και βγήκε έξω. Το στρατόπεδο είχε τυλιχτεί από μια παχιά ομίχλη.
“Αυτή η καταραμένη χώρα και οι ομίχλες της θα με τρελάνουν σύντομα” άκουσε μια φωνή πίσω του, καθώς περπατούσε ακόμα μισοκοιμισμένος.
“Καέσο. Γιατί είσαι ξύπνιος, έχεις βάρδια;”
“Ναι. Άλλαξα τελευταία στιγμή με τον Μάνιους, για να πάρει εκείνος τη βραδινή, την παραμονή της Πομόνα. Θέλω να είμαι φρέσκος για τους εορτασμούς και το φαγοπότι” χαμογέλασε παιχνιδιάρικα ο νεαρός άνδρας, με το χλωμό δέρμα και τα κατάμαυρα μαλλιά.
“Α, ναι, σε τέσσερις μέρες.”
“Κοιμάσαι ακόμα και το ξέχασες;”
Ο Μπλάντους ξεφύσηξε κουρασμένα. “Από τότε που περάσαμε στην Καληδόνα δεν κοιμάμαι σχεδόν καθόλου” συνέχισε να περπατάει.
“Καταραμένα μέρη” είπε πάλι ο Καέσο και περπάτησε με τον φίλο του. “Υπάρχει λόγος που οι εκστρατείες γίνονται καλοκαίρι και όχι με αυτήν την σιχαμένη υγρασία του φθινοπώρου και στη μέση του πουθενά.”
“Δεν είμαστε στη μέση του πουθενά. Εδώ είναι τα στρατόπεδα που πρωτοέστησαν οι δικοί μας, σαράντα έτη πριν. Στα βορειοανατολικά, η αλυσίδα των οχυρωμάτων και των παρατηρητηρίων από τις προηγούμενες εκστρατείες του Αγκρικόλα. Πολεμιστές της ίδιας Λεγεώνας πατούσαν εδώ που πατάμε τώρα εμείς. Ξέρουμε πολύ καλά πού είμαστε” είπε αργά και καθαρά, σα να απήγγειλε ποίημα και η ιστορία του τόπου να τον είχε φρεσκάρει ξαφνικά.
“Ναι, ναι, εδώ πατούσαν οι Πολεμιστές της προηγούμενης γενιάς της Λεγεώνας μας. Και εδώ σέρνονταν αγουροξυπνημένοι και κόντεψαν να σφαγιαστούν εντελώς, όταν οι Καληδόνες επιτέθηκαν μια νύχτα σαν κι αυτή.”
“Όχι μια νύχτα σαν κι αυτή. Όσο εμείς δεν κουνιόμαστε συνήθως εκτός καλοκαιριού, άλλο τόσο και οι Καληδόνες κουρνιάζουν στις φωλιές τους τέτοια εποχή. Και τώρα έχουν και τις δικές τους γιορτές για το φθινόπωρο. Δεν πολεμούν τέτοιον καιρό.”
“Και τους νεκρούς” ανατρίχιασε ο Καέσο. “Γιορτάζουν και τους νεκρούς και όχι όπως εμείς. Έχεις δει τις γιορτές τους για τους νεκρούς;”
“Όχι. Γιατί, έχεις δει εσύ; Νόμιζα, είναι κρυφές και σίγουρα απαγορεύονται οι Ρωμαίοι σε αυτές” τον κοίταξε ύποπτα ο Μπλάντους.
“Είχα μια γλύκα κοκκινομάλλα στο κρεβάτι μου για μερικούς μήνες. Όλα μου τα’πε, όλα. Τρομακτικά και σιχαμένα.”
“Και κάποιες δικές μας γιορτές ίσως φαίνονται τρομακτικές για όσους δεν ξέρουν.”
“Δε συγκρίνεται σου λεω, μην επιμένεις.”
“Καλά, δεν επιμένω. Τέλος πάντων...είναι κακή η εκστρατεία το φθινόπωρο, αλλά αυτή η συγκεκριμένη ίσως μας προσφέρει την πολυπόθητη και μόνιμη νίκη επί των Πικτών.”
“Ναι, αλλά δεν είναι και πολύ τιμητικό που επιχειρούμε σε μέρες γιορτών, δικές μας και δικές τους. Νόμιζα, εμείς δεν είχαμε ανάγκη τέτοιες σκιώδεις τακτικές για να υπερισχύσουμε των εχθρών μας.”
“Η μόνη τιμή, είναι να πάρουμε επιτέλους την Καληδόνα.”
“Και είμαστε εδώ κρυφά απ’όλους, Μπλάντους. Αν συμβεί οτιδήποτε...δεν έχει ενισχύσεις, όπως είχε στείλει ο Αγκρικόλα πριν σαράντα έτη. Αν κάτι πάει στραβά, θα είναι το τέλος για την Ενάτη.”
“Χίλιοι τριακόσιοι δικοί μας είναι ήδη στη Γκάλια Μπέλγκικα. Η Ενάτη θα επιβιώσει.”
Ο Καέσο αναστέναξε. “Ελπίζω κι εμείς μαζί της” είπε χαμηλόφωνα.

Απόγευμα 29ης Οκτωβρίου:

     “Είπαν, θα μέναμε μέχρι τη δευτέρα του Νοβέμπερ. Είπαν, θα γιορτάζαμε την Πομόνα και μετά θα φεύγαμε βορειοανατολικά” γρύλισε ο Καέσο μέσα από το κράνος και τα υφάσματα που ζέσταιναν τον λαιμό και το κεφάλι του, καθώς βάδιζαν κάτω από τον χλωμό ήλιο, ήδη μακριά από το στρατόπεδο.
“Δεν υπάρχει ψυχή στην περιοχή και μέχρι τη ζώνη των παλιών οχυρώσεων” του είπε χαμηλόφωνα ο Μάνιους. “Ήταν ευκαιρία να φύγουμε τώρα και να ταξιδέψουμε και νύχτα, για να είμαστε στα παρατηρητήρια μέχρι αύριο και να κάνουμε ό,τι επισκευές θα χρειαστούν.”
“Τον άκουσα κι εγώ τον Λεγκάτο, ευχαριστώ. Αχ, πάει η γιορτή της Πομόνα...”
“Γιατί πάει; Μια χαρά θα γιορτάσουμε.”
“Άπαξ και στήσουμε στα παρατηρητήρια” τους έκοψε ο Μπλάντους, που περπατούσε στην πίσω σειρά “δεν ανάβουμε φωτιές και δεν φωνάζουμε. Τι είστε, παιδιά; Δε ντρέπεστε να λέγεστε Λεγεωνάριοι της Ενάτης με τέτοιες χαζομάρες;”
“Την ημέρα, μια χαρά ανάβουμε φωτιές. Και φωνάζουμε και τραγουδάμε” είπε ο Καέσο. “Αν είναι να πεθάνω, θέλω να πάω ευχαριστημένος.”
Αυτή δεν είναι μια οποιαδήποτε εκστρατεία. Δε θέλουμε ούτε να φανούμε ούτε να ακουστούμε. Οι Καληδόνες ζουν βόρεια από εκεί που πάμε. Θα δουν τους καπνούς μας την ημέρα όσο και τις φωτιές μας τη νύχτα.”
“Μήπως προτείνεις να πεθάνουμε και από το κρύο;”
“Προτείνω να σοβαρευτείς. Και να θυμηθείς όσα σου είχε πει η γλύκα κοκκινομάλλα σου για τη γιορτή που κάνουν τώρα. Αν τα πεις στον Λεγκάτο και βοηθήσεις έτσι στον καλύτερο σχεδιασμό της ενέδρας μας, νομίζω θα σου κάνει μεγαλύτερη γιορτή από της Πομόνα, όταν επιστρέψουμε στο Εμποράκουμ.”
Ο φίλος του γύρισε πλάγια και τον κοίταξε, με γουρλωμένα μάτια. “Δεν το είχα σκεφτεί αυτό!” ψιθύρισε. “Η μικρή μού είχε πει πολλά...μου ‘χε πει και ότι η δικιά τους γιορτή πέφτει το βράδυ πριν τη μέρα της Πομόνα, αλλά δεν την είχα πιστέψει – λες να είναι αλήθεια; Κι έπειτα...ποιος άλλος θεός μπορεί να είναι τόσο θρασύς ώστε να γιορτάζει μαζί με την Καρποφόρα;”
“Αλήθεια, Καέσο, απορώ που είσαι ακόμα ζωντανός.”
“Άλλο οι σκέψεις, άλλο οι ικανότητές μου με το σπαθί.”
“Πράγματι...” χαμογέλασε ειρωνικά ο Μπλάντους.

Ξημέρωμα 30ης Οκτωβρίου:

     Ο Μάνιους ήρθε και τους βρήκε μέσα στο παρατηρητήριο που είχαν αναλάβει σκοπιά. Η μύτη του έτρεχε μύξες και έβηχε βαριά από το προηγούμενο μεσημέρι, αλλά φαινόταν ενθουσιασμένος.
“Καέσο! Είχες δίκιο! Ήξεραν κι άλλοι για τη γιορτή αυτή και επιβεβαίωσαν όσα είπες στον Λεγκάτο. Μόλις επέστρεψαν οι ιχνηλάτες – οι Καληδόνες στήνουν τα τελετουργικά τους σε έναν από τους λόφους απέναντι, μισή μέρα από ‘δω, είναι από την άλλη πλευρά γι’αυτό δε φαίνονται. Είναι όλοι εκεί, έχουν κατασκηνώσει στους γυρω λόφους. Όχι περισσότεροι από εμάς, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά.”
“Είναι και οι Δρυίδες…;” ρώτησε εκείνος, λίγο διστακτικά.
“Δε φάνηκαν ακόμα. Ένας από τους εκατόνταρχους είπε ότι μάλλον έρχονται το βράδυ, κάνουν τελετουργίες πρώτα στα δικά τους μέρη, κρυφά απ’όλους.”
“Να τους προσέχουμε τους Δρυίδες. Έχουν γητειές που δεν έχει ματαδεί κανείς” είπε και ανατρίχιασε ολόκληρος.
“Τι έπαθες ξαφνικά;” τον ρώτησε ο Μπλάντους. “Ακόμα είσαι γκρινιάρης που σου χαλάμε τη μέρα της Πομόνα;”
Ο Καέσο κούνησε το κεφάλι του μπερδεμένος. “Αυτή η ομίχλη είναι παντού τώρα, δεν καθαρίζει ούτε όταν φυσάει. Να την προσέχουμε και την ομίχλη.”
Ο Μπλάντους γέλασε. “Έτσι όπως πάμε φίλε μου, ακόμα και αυτή η σιχαμένη ομίχλη θα καταλήξει σύμμαχός μας!”

Απόγευμα 31ης Οκτωβρίου:


     “Ο Μάνιους και άλλοι πενήντα περίπου θα μείνουν πίσω. Είναι πολύ άρρωστοι για να πολεμήσουν” είπε ο Μπλάντους, καθώς φορούσε τον εξοπλισμό του.
“Η ομίχλη άλλαξε γεύση...” ψιθύρισε ο Καέσο.
“Αρρώστησες κι εσύ;”
Έμεινε για λίγο ακίνητος, κοιτώντας τους λόφους στο βορρά. Μπορούσαν να διακρίνουν την αχνή λάμψη από πολλές, μικρές φωτιές στην άλλη πλευρά τους.
“Όχι...όχι, είμαι καλά. Μπλάντους;”
“Τι;”
“Δε νιώθεις καθόλου...περίεργα;”
“Πώς περίεργα δηλαδή;” ρώτησε αδιάφορα, μη θέλοντας να δείξει ή να πει για το παράξενο βάρος που ένιωθε στο στήθος του από χθες.
“Η κοκκινομάλα μου, μού είχε πει ότι τα σύνορα των κόσμων εξαφανίζονται το βράδυ της γιορτής τους. Πνεύματα και τέρατα τριγυρνάνε ανάμεσα στους ζωντανούς. Τα είπα και στον Λεγκάτο.”
“Μύθοι για τις γυναίκες και τα παιδιά. Προκαταλήψεις. Ύβρεις.”
“Αυτό είπε κι εκείνος. Μα οι Δρυίδες-”
“-θες να κάτσεις εδώ να τρέμεις ή θες να πάμε και να διαλύσουμε την πρώτη μας φυλή Καληδόνων;”
“Ο Λεγκάτος είπε ότι θα νικήσουμε απόψε και ύστερα θα προχωρήσουμε στα Υψίπεδα.”
“Ναι, τον άκουσα. Πράγματι, είναι ιδανική ευκαιρία να προωθηθούμε χωρίς να μας περιμένει κανείς.”
“Και χωρίς να μας ενισχύει κανείς.”
“Ο Λεγκάτος είπε επίσης, ότι οταν ξημερώσουμε, θα στείλει κατευθείαν μήνυμα στο Εμποράκουμ.”
“Είχες πει όμως ότι θα γυρίσουμε και θα μου κάνετε γιορτή...” περισσότερο μονολόγησε ο Καέσο παρά παραπονιόταν, κοιτάζοντας ξανά το βορρά και την ομίχλη που θόλωνε τη νύχτα.
Ο Μπλάντους χαμογέλασε στραβά. Έβγαλε από το πουγκί του ένα μήλο, μεγάλο και κατακόκκινο.
“Το βρήκα πίσω από τα οχυρώματα, έχει πολλά δέντρα. Είχα πει να στο δώσω μετά τη νίκη, κάτι σαν δείγμα για τη γιορτή προς τιμήν σου όταν γυρίσουμε. Ακόμα κι αν αργήσουμε λίγο, θα γυρίσουμε.”
Το πέταξε μαλακά στον αέρα και ο φίλος του το έπιασε και το περιεργάστηκε, σα να ήταν κομμάτι από χρυσό.
Τα μήλα, έλεγε η κοκκινομάλλα μου, ανοίγουν τις πόρτες της γητειάς και του Αλλόκοσμου” ψιθύρισε.
Ο Μπλάντους στριφογύρισε τα μάτια του, εκνευρισμένος, του πήρε το μήλο από το χέρι και άνοιξε την πόρτα για να φύγουν. “Αυτό” το σήκωσε δίπλα στο πρόσωπό του “θα το πάρεις ξανά όταν σοβαρευτείς” είπε και κατέβηκε τη σκάλα.

Νύχτα 31ης Οκτωβρίου:

     Έφτασαν κοντά στον λόφο, την ώρα που οι Καληδόνες συγκεντρώνονταν στην κορφή του.
Δυόμιση χιλιάδες άνδρες, κρυμμένοι μέσα στη βλάστηση της πεδιάδας και την ομίχλη. Χίλιοι τοξότες, χωρισμένοι σε δύο ομάδες, αριστερά και δεξιά του πεζικού. Σχεδόν πεντακόσιοι ιππείς, αρκετά πίσω από το πεζικό, για να μην αναστατωθούν τα άλογα και προδώσουν την παρουσία τους.
     Ο Μπλάντους και ο Καέσο είχαν σκύψει πίσω από έναν φουντωμένο θάμνο και περίμεναν την εντολή, όταν ξαφνικά άκουσαν τυμπανισμούς να σπάνε τη σιωπή και να διαλύουν τον βόμβο από τις χαμηλόφωνες συνομιλίες του εχθρού.
Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν με γουρλωμένα μάτια.
“Οι Δρυίδες” ψιθύρισε ο Καέσο. “Παίζουν τα τύμπανα όταν έρχονται, μου είχε πει-”
“-ωρ-ωραία” τον έκοψε ψελλίζοντας ο Μπλάντους και κούνησε το κεφάλι του για να συγκεντρωθεί.
Του φάνηκε πως είδε μια γυναίκα με λευκά μαλλιά, να τριγυρνάει ανάμεσα στους λεγεωνάριους.
“Τι ήταν αυτό;” έγειρε πίσω ο φίλος του.
“Ποιο;” σφίχτηκε εκείνος.
“Νόμιζα...νόμιζα...”
“Καέσο” τον άρπαξε από τους ώμους. “Συγκεντρώσου” γρύλισε, μα αμέσως ένιωσε τη ραχοκοκκαλιά του να παγώνει, βλέποντας ένα λευκό άτι να έρχεται καταπάνω τους και να εξαφανίζεται λίγο πριν τους ποδοπατήσει.
“Μπλ-Μπλάντ-εκεί, εκεί!” έδειξε ο άλλος κατάχλωμος πίσω τους, την ομίχλη να ιριδίζει σε ένα σημείο με χίλια χρώματα.
Δεκάδες κερασφόρα πλάσματα, όρθια στα δυο πόδια, εμφανίστηκαν στο σημείο σα να περνούσαν από κάποια πύλη και απλώθηκαν στην πεδιάδα, χοροπηδώντας σαν αγριοκάτσικα.
“Ομολογώ πως είχα καιρό να δω τους Άιζ-Σίι να παίρνουν τέτοιες μορφές, τόσο νωρίς στο Σάουιν” ακούστηκε μια μπάσα, βραχνή φωνή από την άλλη πλευρά του θάμνου.
     Οι δύο άντρες πετάχτηκαν και έπεσαν πίσω. Ένας τρίτος άντρας στεκόταν από πάνω τους και τους κοιτούσε-όχι, τους κάρφωνε κυριολεκτικά με το βλέμμα του. Ένιωσαν τους θώρακες της πανοπλίας τους να σφίγγουν πάνω στο σώμα τους.
Ήταν πανύψηλος – ή φαινόταν έτσι; – και αποστεωμένος. Φορούσε σκούρα ρούχα και μια ξασμένη κάπα. Τα μαλλιά του ήταν ξυρισμένα στα πλάγια του κεφαλιού και όσα έμεναν, πιασμένα στην κορφή του κεφαλιού του και μπερδεμένα με κλαδιά. Όλο του το πρόσωπο – πώς φαινόταν τόσο καθαρά μπροστά τους, μέσα στο σκοτάδι και την ομίχλη; – ήταν ζωγραφισμένο με περίεργα σύμβολα. 
“Τι είσαι;” ψιθύρισε έντρομος ο Μπλάντους.
“Τι σας κυρίευσε και πιστέψατε πως μπορούσατε να επιτεθείτε στους δικούς μας, ειδικά μια τέτοια νύχτα;” χαμογέλασε. “Νόμιζα πως οι Ρωμαίοι σέβονταν τις γιορτές, ειδικά αυτές που περιλαμβάνουν νεκρούς” γέλασε μέσα από τα ακονισμένα δόντια του.
“Είμαστε απλοί-απλοί λεγωνε-λεγενω-λεγ-” τραύλισε ο Κάεσο. “Τι θες από-από εμ-εμάς;”
“Λε-γε-ω-νά-ρι-οι” τον διόρθωσε ο άντρας. “Και δε θέλω τίποτα από εσάς συγκεκριμένα. Γι’αυτό και δε μιλώ μόνο σε εσάς” έδειξε γύρω τους.
     Είδαν κι άλλους, να έχουν γονατίσει ή να έχουν πέσει τελείως στο έδαφος και να κλαψουρίζουν κοιτώντας το κενό. Τα άλογα των ιππέων μακριά τους, ακούγονταν να χλιμιντρίζουν ασταμάτητα, σα να πέθαιναν.
“Είσ-είσαι πνεύμα;” ρώτησε ο Μπλάντους, προσπαθώντας να λύσει τον θώρακά του για να αναπνεύσει κανονικά.
Αιθέριες μορφές γυναικών πέταξαν από πάνω του, τραγουδώντας μελωδίες που του πάγωναν το αίμα.
“Δεν θα εξουσιάσετε την Καληδόνα. Γιατί την εξουσιάζω εγώ” άπλωσε τα χέρια του, αναδεικνύοντας τον εαυτό του. “Οι Δρυίδες ήταν πάντα η δύναμη αυτού του τόπου, αλλά εσείς, οι πολιτισμένοι Ρωμαίοι” έφτυσε τις λέξεις, χτυπώντας με το αποστεωμένο δάχτυλό του το μέτωπο του Μπλάντους “μας θεωρείτε πιο βάρβαρους και βρώμικους και από τον λαό εκεί πάνω...” έδειξε τον λόφο. “Και πώς τους λέτε; Πίκτες; Αυτό είναι για εσάς οι ένδοξοι πολεμιστές μου. Ζωγραφισμένοι αγριάνθρωποι. Κι εμείς, μερικοί μισότρελοι που τριγυρνάνε στα δάση και μιλάνε με τα πουλιά και τις πέτρες.”
Ο Καέσο έβγαλε μια στριγγλιά, βλέποντας ένα τεράστιο άσπρο άτι με έναν σκοτεινό καβαλάρη, να διασχίζουν τον ουρανό. Και έχασε τις αισθήσεις του.
     Όλη η πεδιάδα γέμισε ουρλιαχτά και ο Μπλάντους δε μπορούσε να καταλάβει αν ήταν από πνεύματα ή τους συμπολεμιστές του. Είχε κοκκαλώσει και δε μπορούσε να κάνει ή να σκεφτεί τίποτα.
“Μέχρι να ξεψυχήσει και ο τελευταίος Δρυίδης, η Καληδόνα δε θα γίνει ποτέ δική σας, όσο κι αν έρχεστε εδώ, όσο κι αν κάθεστε και χτίζετε τα σπιτάκια και τα τειχάκια σας. Και θα είναι υπέροχα διασκεδαστικό, να δούμε πόσους αιώνες θα πάρει στους Ρωμαίους να το καταλάβουν” είπε και ορθώθηκε πάλι, περήφανος, με το φως από τις φλόγες στο λόφο να πυρώνει τον ουρανό πίσω του.
Ο Μπλάντους ξάπλωσε πίσω, πλήρως παραιτημένος. Τα σύννεφα έμοιαζαν να εκρήγνυνται από πάνω του, μέσα σε κυανόχρυσες λάμψεις. Έκλεισε τα μάτια του.
Αυτό ήταν, σκέφτηκε.
“Θα είναι ένα υπέροχο Σάουιν το φετινό, θρεμμένο από τη θυσία τόσων χιλιάδων!” φώναξε ο άνδρας και η πεδιάδα λούστηκε στο αίμα.


Α. Γάρδα

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση