2. Σάουιν: Η Ενάτη
Βόρειο μέρος της περιοχής Στρίλαϊ (σημ. Στέρλιν), Καληδόνα, 121 μ.Χ.
Ξημέρωμα 29ης Οκτωβρίου
Ο Μπλάντους ξύπνησε καταϊδρωμένος. Οι υπόλοιποι στη σκηνή κοιμούνταν και έξω, η νύχτα ήταν ακόμη βαθιά. Ντύθηκε και τυλίχτηκε με την κάπα του και βγήκε έξω. Το στρατόπεδο είχε τυλιχτεί από μια παχιά ομίχλη.
“Αυτή η καταραμένη χώρα και οι ομίχλες της θα με τρελάνουν σύντομα” άκουσε μια φωνή πίσω του, καθώς περπατούσε ακόμα μισοκοιμισμένος.
“Καέσο. Γιατί είσαι ξύπνιος, έχεις βάρδια;”
“Ναι. Άλλαξα τελευταία στιγμή με τον Μάνιους, για να πάρει εκείνος τη βραδινή, την παραμονή της Πομόνα. Θέλω να είμαι φρέσκος για τους εορτασμούς και το φαγοπότι” χαμογέλασε παιχνιδιάρικα ο νεαρός άνδρας, με το χλωμό δέρμα και τα κατάμαυρα μαλλιά.
“Α, ναι, σε τέσσερις μέρες.”
“Κοιμάσαι ακόμα και το ξέχασες;”
Ο Μπλάντους ξεφύσηξε κουρασμένα. “Από τότε που περάσαμε στην Καληδόνα δεν κοιμάμαι σχεδόν καθόλου” συνέχισε να περπατάει.
“Καταραμένα μέρη” είπε πάλι ο Καέσο και περπάτησε με τον φίλο του. “Υπάρχει λόγος που οι εκστρατείες γίνονται καλοκαίρι και όχι με αυτήν την σιχαμένη υγρασία του φθινοπώρου και στη μέση του πουθενά.”
“Δεν είμαστε στη μέση του πουθενά. Εδώ είναι τα στρατόπεδα που πρωτοέστησαν οι δικοί μας, σαράντα έτη πριν. Στα βορειοανατολικά, η αλυσίδα των οχυρωμάτων και των παρατηρητηρίων από τις προηγούμενες εκστρατείες του Αγκρικόλα. Πολεμιστές της ίδιας Λεγεώνας πατούσαν εδώ που πατάμε τώρα εμείς. Ξέρουμε πολύ καλά πού είμαστε” είπε αργά και καθαρά, σα να απήγγειλε ποίημα και η ιστορία του τόπου να τον είχε φρεσκάρει ξαφνικά.
“Ναι, ναι, εδώ πατούσαν οι Πολεμιστές της προηγούμενης γενιάς της Λεγεώνας μας. Και εδώ σέρνονταν αγουροξυπνημένοι και κόντεψαν να σφαγιαστούν εντελώς, όταν οι Καληδόνες επιτέθηκαν μια νύχτα σαν κι αυτή.”
“Όχι μια νύχτα σαν κι αυτή. Όσο εμείς δεν κουνιόμαστε συνήθως εκτός καλοκαιριού, άλλο τόσο και οι Καληδόνες κουρνιάζουν στις φωλιές τους τέτοια εποχή. Και τώρα έχουν και τις δικές τους γιορτές για το φθινόπωρο. Δεν πολεμούν τέτοιον καιρό.”
“Και τους νεκρούς” ανατρίχιασε ο Καέσο. “Γιορτάζουν και τους νεκρούς και όχι όπως εμείς. Έχεις δει τις γιορτές τους για τους νεκρούς;”
“Όχι. Γιατί, έχεις δει εσύ; Νόμιζα, είναι κρυφές και σίγουρα απαγορεύονται οι Ρωμαίοι σε αυτές” τον κοίταξε ύποπτα ο Μπλάντους.
“Είχα μια γλύκα κοκκινομάλλα στο κρεβάτι μου για μερικούς μήνες. Όλα μου τα’πε, όλα. Τρομακτικά και σιχαμένα.”
“Και κάποιες δικές μας γιορτές ίσως φαίνονται τρομακτικές για όσους δεν ξέρουν.”
“Δε συγκρίνεται σου λεω, μην επιμένεις.”
“Καλά, δεν επιμένω. Τέλος πάντων...είναι κακή η εκστρατεία το φθινόπωρο, αλλά αυτή η συγκεκριμένη ίσως μας προσφέρει την πολυπόθητη και μόνιμη νίκη επί των Πικτών.”
“Ναι, αλλά δεν είναι και πολύ τιμητικό που επιχειρούμε σε μέρες γιορτών, δικές μας και δικές τους. Νόμιζα, εμείς δεν είχαμε ανάγκη τέτοιες σκιώδεις τακτικές για να υπερισχύσουμε των εχθρών μας.”
“Η μόνη τιμή, είναι να πάρουμε επιτέλους την Καληδόνα.”
“Και είμαστε εδώ κρυφά απ’όλους, Μπλάντους. Αν συμβεί οτιδήποτε...δεν έχει ενισχύσεις, όπως είχε στείλει ο Αγκρικόλα πριν σαράντα έτη. Αν κάτι πάει στραβά, θα είναι το τέλος για την Ενάτη.”
“Χίλιοι τριακόσιοι δικοί μας είναι ήδη στη Γκάλια Μπέλγκικα. Η Ενάτη θα επιβιώσει.”
Ο Καέσο αναστέναξε. “Ελπίζω κι εμείς μαζί της” είπε χαμηλόφωνα.
Απόγευμα 29ης Οκτωβρίου:
“Είπαν, θα μέναμε μέχρι τη δευτέρα του Νοβέμπερ. Είπαν, θα γιορτάζαμε την Πομόνα και μετά θα φεύγαμε βορειοανατολικά” γρύλισε ο Καέσο μέσα από το κράνος και τα υφάσματα που ζέσταιναν τον λαιμό και το κεφάλι του, καθώς βάδιζαν κάτω από τον χλωμό ήλιο, ήδη μακριά από το στρατόπεδο.
“Δεν υπάρχει ψυχή στην περιοχή και μέχρι τη ζώνη των παλιών οχυρώσεων” του είπε χαμηλόφωνα ο Μάνιους. “Ήταν ευκαιρία να φύγουμε τώρα και να ταξιδέψουμε και νύχτα, για να είμαστε στα παρατηρητήρια μέχρι αύριο και να κάνουμε ό,τι επισκευές θα χρειαστούν.”
“Τον άκουσα κι εγώ τον Λεγκάτο, ευχαριστώ. Αχ, πάει η γιορτή της Πομόνα...”
“Γιατί πάει; Μια χαρά θα γιορτάσουμε.”
“Άπαξ και στήσουμε στα παρατηρητήρια” τους έκοψε ο Μπλάντους, που περπατούσε στην πίσω σειρά “δεν ανάβουμε φωτιές και δεν φωνάζουμε. Τι είστε, παιδιά; Δε ντρέπεστε να λέγεστε Λεγεωνάριοι της Ενάτης με τέτοιες χαζομάρες;”
“Την ημέρα, μια χαρά ανάβουμε φωτιές. Και φωνάζουμε και τραγουδάμε” είπε ο Καέσο. “Αν είναι να πεθάνω, θέλω να πάω ευχαριστημένος.”
“Αυτή δεν είναι μια οποιαδήποτε εκστρατεία. Δε θέλουμε ούτε να φανούμε ούτε να ακουστούμε. Οι Καληδόνες ζουν βόρεια από εκεί που πάμε. Θα δουν τους καπνούς μας την ημέρα όσο και τις φωτιές μας τη νύχτα.”
“Μήπως προτείνεις να πεθάνουμε και από το κρύο;”
“Προτείνω να σοβαρευτείς. Και να θυμηθείς όσα σου είχε πει η γλύκα κοκκινομάλλα σου για τη γιορτή που κάνουν τώρα. Αν τα πεις στον Λεγκάτο και βοηθήσεις έτσι στον καλύτερο σχεδιασμό της ενέδρας μας, νομίζω θα σου κάνει μεγαλύτερη γιορτή από της Πομόνα, όταν επιστρέψουμε στο Εμποράκουμ.”
Ο φίλος του γύρισε πλάγια και τον κοίταξε, με γουρλωμένα μάτια. “Δεν το είχα σκεφτεί αυτό!” ψιθύρισε. “Η μικρή μού είχε πει πολλά...μου ‘χε πει και ότι η δικιά τους γιορτή πέφτει το βράδυ πριν τη μέρα της Πομόνα, αλλά δεν την είχα πιστέψει – λες να είναι αλήθεια; Κι έπειτα...ποιος άλλος θεός μπορεί να είναι τόσο θρασύς ώστε να γιορτάζει μαζί με την Καρποφόρα;”
“Αλήθεια, Καέσο, απορώ που είσαι ακόμα ζωντανός.”
“Άλλο οι σκέψεις, άλλο οι ικανότητές μου με το σπαθί.”
“Πράγματι...” χαμογέλασε ειρωνικά ο Μπλάντους.
Ξημέρωμα 30ης Οκτωβρίου:
Ο Μάνιους ήρθε και τους βρήκε μέσα στο παρατηρητήριο που είχαν αναλάβει σκοπιά. Η μύτη του έτρεχε μύξες και έβηχε βαριά από το προηγούμενο μεσημέρι, αλλά φαινόταν ενθουσιασμένος.
“Καέσο! Είχες δίκιο! Ήξεραν κι άλλοι για τη γιορτή αυτή και επιβεβαίωσαν όσα είπες στον Λεγκάτο. Μόλις επέστρεψαν οι ιχνηλάτες – οι Καληδόνες στήνουν τα τελετουργικά τους σε έναν από τους λόφους απέναντι, μισή μέρα από ‘δω, είναι από την άλλη πλευρά γι’αυτό δε φαίνονται. Είναι όλοι εκεί, έχουν κατασκηνώσει στους γυρω λόφους. Όχι περισσότεροι από εμάς, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά.”
“Είναι και οι Δρυίδες…;” ρώτησε εκείνος, λίγο διστακτικά.
“Δε φάνηκαν ακόμα. Ένας από τους εκατόνταρχους είπε ότι μάλλον έρχονται το βράδυ, κάνουν τελετουργίες πρώτα στα δικά τους μέρη, κρυφά απ’όλους.”
“Να τους προσέχουμε τους Δρυίδες. Έχουν γητειές που δεν έχει ματαδεί κανείς” είπε και ανατρίχιασε ολόκληρος.
“Τι έπαθες ξαφνικά;” τον ρώτησε ο Μπλάντους. “Ακόμα είσαι γκρινιάρης που σου χαλάμε τη μέρα της Πομόνα;”
Ο Καέσο κούνησε το κεφάλι του μπερδεμένος. “Αυτή η ομίχλη είναι παντού τώρα, δεν καθαρίζει ούτε όταν φυσάει. Να την προσέχουμε και την ομίχλη.”
Ο Μπλάντους γέλασε. “Έτσι όπως πάμε φίλε μου, ακόμα και αυτή η σιχαμένη ομίχλη θα καταλήξει σύμμαχός μας!”
Απόγευμα 31ης Οκτωβρίου:
“Ο Μάνιους και άλλοι πενήντα περίπου θα μείνουν πίσω. Είναι πολύ άρρωστοι για να πολεμήσουν” είπε ο Μπλάντους, καθώς φορούσε τον εξοπλισμό του.
“Η ομίχλη άλλαξε γεύση...” ψιθύρισε ο Καέσο.
“Αρρώστησες κι εσύ;”
Έμεινε για λίγο ακίνητος, κοιτώντας τους λόφους στο βορρά. Μπορούσαν να διακρίνουν την αχνή λάμψη από πολλές, μικρές φωτιές στην άλλη πλευρά τους.
“Όχι...όχι, είμαι καλά. Μπλάντους;”
“Τι;”
“Δε νιώθεις καθόλου...περίεργα;”
“Πώς περίεργα δηλαδή;” ρώτησε αδιάφορα, μη θέλοντας να δείξει ή να πει για το παράξενο βάρος που ένιωθε στο στήθος του από χθες.
“Η κοκκινομάλα μου, μού είχε πει ότι τα σύνορα των κόσμων εξαφανίζονται το βράδυ της γιορτής τους. Πνεύματα και τέρατα τριγυρνάνε ανάμεσα στους ζωντανούς. Τα είπα και στον Λεγκάτο.”
“Μύθοι για τις γυναίκες και τα παιδιά. Προκαταλήψεις. Ύβρεις.”
“Αυτό είπε κι εκείνος. Μα οι Δρυίδες-”
“-θες να κάτσεις εδώ να τρέμεις ή θες να πάμε και να διαλύσουμε την πρώτη μας φυλή Καληδόνων;”
“Ο Λεγκάτος είπε ότι θα νικήσουμε απόψε και ύστερα θα προχωρήσουμε στα Υψίπεδα.”
“Ναι, τον άκουσα. Πράγματι, είναι ιδανική ευκαιρία να προωθηθούμε χωρίς να μας περιμένει κανείς.”
“Και χωρίς να μας ενισχύει κανείς.”
“Ο Λεγκάτος είπε επίσης, ότι οταν ξημερώσουμε, θα στείλει κατευθείαν μήνυμα στο Εμποράκουμ.”
“Είχες πει όμως ότι θα γυρίσουμε και θα μου κάνετε γιορτή...” περισσότερο μονολόγησε ο Καέσο παρά παραπονιόταν, κοιτάζοντας ξανά το βορρά και την ομίχλη που θόλωνε τη νύχτα.
Ο Μπλάντους χαμογέλασε στραβά. Έβγαλε από το πουγκί του ένα μήλο, μεγάλο και κατακόκκινο.
“Το βρήκα πίσω από τα οχυρώματα, έχει πολλά δέντρα. Είχα πει να στο δώσω μετά τη νίκη, κάτι σαν δείγμα για τη γιορτή προς τιμήν σου όταν γυρίσουμε. Ακόμα κι αν αργήσουμε λίγο, θα γυρίσουμε.”
Το πέταξε μαλακά στον αέρα και ο φίλος του το έπιασε και το περιεργάστηκε, σα να ήταν κομμάτι από χρυσό. “Τα μήλα, έλεγε η κοκκινομάλλα μου, ανοίγουν τις πόρτες της γητειάς και του Αλλόκοσμου” ψιθύρισε.
Ο Μπλάντους στριφογύρισε τα μάτια του, εκνευρισμένος, του πήρε το μήλο από το χέρι και άνοιξε την πόρτα για να φύγουν. “Αυτό” το σήκωσε δίπλα στο πρόσωπό του “θα το πάρεις ξανά όταν σοβαρευτείς” είπε και κατέβηκε τη σκάλα.
Comments
Post a Comment