Βουρκόλακας


 
    *Αν και σήμερα δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστές, αμέτρητες διηγήσεις περί βρυκολάκων κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα (όπως και στην Ευρώπη ή τα υπόλοιπα Βαλκάνια) για αιώνες ολόκληρους. Στις ελληνικές ιστορίες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα (λίγες εκ των οποίων είναι καταγεγραμμένες σε βιβλία ξενων περιηγητών στη χώρα και Ελλήνων λαογράφων) αναφέρονται συνήθως ως βουρκόλακες ή βουλκόλακες. Η παρακάτω ιστορία είναι εμπνευσμένη από μια εξ αυτών, η οποία περιέγραφε το βρυκολάκιασμα ενός άντρα, που κάπως ξέφυγε της οργής των συντοποιτών του και κατέφυγε σε ένα άλλο μέρος όπου έζησε κι έκανε νέα οικογένεια, μέχρι που τον είδε κάποτε ο αδελφός του και μαθεύτηκε το μυστικό του και κατάφεραν να τον σκοτώσουν.
    Ονόματα προσώπων και τοποθεσιών επιλέχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τυχαία. Επίσης, δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ιδιωματισμοί και η γλώσσα δεν ανταποκρίνεται σίγουρα στα δεδομένα της περιοχής ή της εποχής.




Αγιά Κυριακή
(ξερονήσι απέναντι από το Παντέλι Λέρου)
Αρχές Οκτώβρη, 1862
 

    Έβρεχε τρεις μέρες και τέσσερις νύχτες. Βροχή ποτάμι, είχε πάρει τ' αρμυρίκια στη θάλασσα και λάσπωνε τα μονοπάτια. Γυάλιζαν οι βράχοι σα σκούρα πετράδια κι έπαιρναν οι αγέρηδες με την ορμή τους, χώμα και πέτρες μέχρι μέσα στο νερό.
      Τη δεύτερη μέρα βγήκαν στην επιφάνεια και παρασύρθηκαν πολλά από τα φέρετρα. Πρόχειρα φτιαγμένα, από τα ξύλα που περίσσευαν στα χωριά. Καρφωμένα ολόγυρα και με επιπλέον μεγαλύτερα και παχύτερα καρφιά στις άκρες στο καπάκι, να μη μπορεί να το ανοίξει ούτε γίγαντας. Τα περισσότερα ήταν θαμμένα σε ρηχούς λάκους. Η ΑγιαΚυριακή δεν είχε πολλά μαλακά χώματα και η πανούκλα είχε πάρει πολλούς τον περασμένο Θεριστή· δε χωρούσαν όλοι να τακτοποιηθούν σωστά στο ερημονήσι.
    Όσο πλησίαζε ο χειμώνας και οι Λεριοί πάλευαν να προστατευτούν από τους νεκροζώντανους, πηγαινόερχονταν μέρα-νύχτα με τα καϊκια. Και από φόβο μη δεν προλάβουν να σκάψουν καλούς τάφους πριν τα πτώματα ξυπνήσουν, απλά κάρφωναν τα πάντα διπλά και τρίδιπλα· ακόμα και τα χέρια, τα πόδια και το κεφάλι των πεθαμένων μέσα στο φέρετρο πριν το κλείσουν. Πολλές φορές πατούσαν κι ένα χοντρό, μυτερό ξύλο στην καρδιά τους, όπως έκαναν και οι ξένοι με τους δικούς τους καταραμένους.

    “Οι Βουρκόλακες γεννιούνται από την αμαρτία” έλεγαν οι έμποροι που έφταναν στο νησί και είχαν επαφές με τους Μολδοβλάχους, που ήξεραν καλά τους απέθαντους από παλιότερα χρόνια. “Όλοι οι άπιστοι και οι άψαλτοι, οι μαγεμένοι από παρθένα μάγισσα και αυτοί που πήραν τη δικιά τους ζωή από τα χέρια του Θεού. Και τα αβάπτιστα μωρά. Α, και όσοι έφαγαν κρέας κλεμμένο από δόντια λύκου, αλλά εσείς εδώ δεν έχετε τέτοιο φόβο. Και βέβαια όσους πήρε ο μαύρος θάνατος, χωρίς να προλάβουν να προσευχηθούν. Αυτοί γυρνάνε από τους νεκρούς, δε μπορουν να μπουν στον παράδεισο ούτε ο 'ξαποδώ τους θέλει στα τσιφλίκια του και ξεμένουν στη μέση, να βασανίζουν τους ζωντανούς. Να τους πατάτε με καρφιά, να μη μπορούν να κουνηθούν. Και στα μάτια, μη λησμονείτε τα μάτια. Ακόμα κι αν βγουν, να μη βλέπουν. Να τους θάβετε μακριά από τα χωριά, ακόμα και μακριά από το νησί αν ίσως μπορείτε. Στα ξερονήσια εδώ γύρω να τους πηγαίνετε. Κι αν βγουν, να μη μπορούν να φεύγουν. Κι αν φύγουν, να τους παίρνει το κύμα και να τους στέλνει στους Τούρκους απέναντι. Να 'χουν αυτοί βάσανα και δαιμόνια, που τ'αξίζουν.”
    Τα ‘μαθαν αυτά οι Λεριοί και τα 'χαν σαν ευαγγέλιο εδώ και πολλές γενιές, ακόμα και μόνο με την υποψία ότι κάποιος δε θα έμενε νεκρός. Πόσοι δυστυχείς αθώοι έφυγαν άκλαφτοι χωρίς λόγο, πόσοι μπήκαν στο χώμα ζωντανοί και ύστερα ούρλιαζαν κι έκλαιγαν χωρίς να τους ακούει ψυχή - κι αν τους άκουγε, τους καταριόταν όπως τους έπρεπε νομίζοντάς τους ήδη απέθαντους - πόσοι κοιμούνταν για μέρες, χλωμοί και κουρασμένοι από τις αρρώστιες και τους περνούσαν κι αυτούς για νεκρούς και τους έστελναν στην ΑγιαΚυριακή χωρίς καν να τους αεροσταυρώσουν από μακριά, μη και είχαν κάνει λάθος.
    Άδειασαν τα κανονικά νεκροταφεία δίπλα στις εκκλησιές από το φόβο των βουρκολάκων, που φαινόταν να έπαιρνε πια περισσότερους απ'όσους έκλεβαν οι πανούκλες που εμφανίζονταν ακόμα ανά καιρούς.

    Ο Αλέκος κατάφερε να σπάσει το καπάκι από το φέρετρό του και να βγει, λίγο πριν τον πάρουν μαζί τους τα αφρισμένα κύματα. Ούτε σαράντα χρονών· είχε πεθάνει μια βδομάδα πριν, τη νύχτα ενός γάμου στο Παντέλι. Πήγαν και τον πέταξαν στο ξερονήσι κακήν κακώς και κρυφά, για να γυρίσουν γρήγορα στο γλέντι και να μην χαλάσουν την τύχη των νιόπαντρων. Ούτε καρφιά στα μάτια ούτε ξύλα στην καρδιά. Μέχρι και να τον κάψουν στη Λέρο σκέφτηκαν, να γλιτώσουν τη διαδρομή γιατί δεν ήθελαν να βγουν στ'ανοιχτά με τον καιρό που έβλεπαν να κλείνει. Αλλά τους απέτρεψε ο παπάς γιατί έτσι, έλεγε, θα σας βρει η κατάρα των απέθαντων στο δόξα πατρί.
    Αδυνατισμένος και κάτασπρος, σύρθηκε έξω από το κουτί κι έμεινε ξαπλωμένος να βρέχεται και να λασπώνεται, προσπαθώντας να δει πέρα από τα σύννεφα· να πιάσουν τα μάτια του τ'άστρα, το φεγγάρι ή ένα πουλί. Κάτι να κινείται πέρα από τη βροχή - τόσο πυκνή που έμοιαζε σα νερουλή κουρτίνα - κάτι να πιάνεται με το βλέμμα και να το ταξιδεύει, κάτι που να τον σιγουρέψει ότι ήταν στον κόσμο των ζωντανών κι όχι σε κάποια σκοτεινή, υγρή κόλαση.

    Όσο ήταν άρρωστος στο Παντέλι, δε μπορούσε να καταλάβει πού βρισκόταν και πού πατούσε - όταν μπορούσε ακόμα να περπατήσει. Μόλις καταρρακώθηκε στο κρεβάτι και η αρρώστεια άρχισε να παίρνει και το μυαλό του, όλα φαίνονταν να παγώνουν συχνά γύρω του, θολωμένα από μια αραιά ομίχλη. Νόμιζε πως έβλεπε απλά ακίνητες εικόνες να αλλάζουν κάθε τόσο, σα ζωγραφιές σε βιβλίο. Κι αυτό ήταν αβάσταχτο και του σπάραζε τα σωθικά, περισσότερο κι από τον σωματικό πόνο.
    Όταν κατάλαβε πως θα πεθάνει συντομα, χαμογέλασε πλατιά. Τι άλλο του 'μενε απ'το θάνατο; Η Αννέζα ήταν νεκρή εδώ και χρόνια. Όχι ότι θα την αγαπούσε ακόμα, με όσα είχαν γίνει μεταξύ τους. Αλλά θα ήταν μια συντροφιά για εκείνον τον κακορίζικο· καταραμένη κι εκείνη, που είχε χαράξει την ομορφάδα της και είχε κόψει το λαιμό της με ένα στομωμένο μαχαίρι μέσα στο κελάρι. Ίσως, αν πίστευε και τις ιστορίες για τους απέθαντους, θα τριγυρνούσαν μαζί σε ένα σκοτεινό για πάντα και θα 'τρωγαν ο ένας τις σάρκες του άλλου σιγά σιγά, όπως έκαναν όλοι οι βουρκόλακες όταν δεν έβρισκαν άλλο φαϊ.
    Και τα παιδιά του τον είχαν εγκαταλείψει λίγα χρόνια πριν, μόλις κατάφεραν να ταϊσουν τους εαυτούς τους με δικές τους δουλειές. Δεν είχε τολμήσει να τους πει την αλήθεια για τη μάνα τους και νόμιζαν τον πατέρα τους μοναδικό υπεύθυνο για την ορφάνια τους. Κανείς δεν ήξερε τι είχε γίνει· μόνο εκείνος και η παραμάνα, που είχε βρει την Αννέζα μέσα στο αίμα. Πώς να τολμούσε και τι να τους πει; Ποια παιδιά ήθελαν να ξέρουν πως η μάνα τους είχε αποτρελαθεί και ήθελε να τα σκοτώσει μαζί της γιατί δεν της βγήκαν πανώρια όπως πάντα ονειρευόταν, μα πήραν τα στραβόδοντα και τη χοντρή μύτη και το μισερό παράστημα του πεθερού της;
    Κι όσο περνούσε ο καιρός μετά το θάνατό της, φούντωναν και τα λόγια του κόσμου και τα βλέμματα συννέφιαζαν μόλις έπεφταν πάνω του. Κι ας ήταν καλόκαρδος και ευγενικός, λυγερός και όμορφος ο Αλέκος· κι ας είχε το μισό Παντέλι στην καλή του δούλεψη. Όλοι τον ψιθύριζαν τρελαμένο με μαυρισμένη καρδιά ή ακόμα και κακότυχο από τη γέννα του, γιατί πώς αλλιώς τέτοιος άντρας ν' αφήσει τέτοια νεράιδα γυναίκα να πεθάνει; Μην την σκότωσε κι ο ίδιος; Κι αν όχι με τα χέρια του, μην την έκλεισε στο κελάρι από ζήλεια και την άφησε να σβήσει μακριά από τα παιδιά της; Όπως κόντεψε να φάει τη μάνα του καθώς έβγαινε από την κοιλιά της, έτσι κατάφερε τώρα να κάνει την Αννεζούλα στοιχειό που ουρλιάζει τις νύχτες; Κρίμα, κρίμα, τέτοιο ζευγάρι ταιριασμένο στην ομορφάδα από τους ίδιους τους αγγέλους.

    Τις πρώτες μέρες πάνω στην ΑγιαΚυριακή, προσπαθούσε ο καημένος να καταλάβει τι του συνέβαινε. Ο ήλιος ανέτειλε και έδυε και του πονούσε το δέρμα και τα μάτια - και δόξαζε το Θεό για τ'αρμυρίκια που είχαν απομείνει στο ξερονήσι και χωνόταν μέσα τους και ανακουφιζόταν έστω και λίγο. Το φεγγάρι πήγαινε κι ερχόταν και του ζωντάνευε τη διάθεση, έβλεπε καθαρά τα φώτα της Λέρου στο βάθος σα να'ταν δίπλα του. Η μυρωδιά της θάλασσας ανέδυε ξαφνικά μυριάδες άλλες μυρωδιές κι άκουγε τους παφλασμούς των ψαριών στην επιφάνεια του νερού και τ' ανοιχτά κύματα σαν τραγούδια και λέξεις.
    Ύστερα ήρθε η περίεργη, η στοιχειωμένη πείνα. Άντεξε μόνο τρεις μέρες, πριν αρχίσει να ανοίγει τα άλλα φέρετρα που είχαν ξεθαφτεί. Άντεξε άλλη μια μέρα, προτιμώντας να πονάει σε όλο του το σώμα και να ξερνάει από την αηδία, παρά να καταπιεί τη σαπίλα των πτωμάτων. Το δεύτερο βράδυ όμως, τα μάτια του μάτωσαν και γυάλισαν και τυφλώθηκε από κάποιο περίεργο μείγμα εξάντλησης και ανάγκης επιβίωσης. Ούρλιαξε απελπισμένος καθώς τα δόντια του έλιωναν πάνω στις ρίζες τους, έκαιγαν τα ούλα και έβγαιναν και σκλήραιναν πάλι, μεταμορφωμένα σε κατάλευκα, μυτερά και κοφτερά λεπίδια. Ξέσκισε δυο πεθαμένους σε λίγα λεπτά και συνέχισε σα λυσσασμένος μέχρι το πρωί, ανικανοποίητος από το χαλασμένο κρέας και το πηγμένο αίμα, που απλά τον κρατούσαν ζωντανό. Και σίγουρα όχι για πολύ. Ακολούθησαν μέρες και νύχτες με νέους εμετούς, από το ακατάλληλο φαγητό αυτή τη φορά. Σφάδαζε και σερνόταν, φώναζε τη μάνα του, τα παιδιά του· ακόμα και την Αννέζα καλούσε, που είχε θαφτεί κι αυτή κάπου στην ΑγιαΚυριακή πριν χρόνια και ίσως είχε ξυπνήσει σαν εκείνον και είχε ξαναπεθάνει όπως σύντομα κι εκείνος, χωρίς ελπίδα ούτε για παράδεισο ούτε για δεύτερη ανάσταση αυτή τη φορά.
    Κανείς δεν ερχόταν τώρα με νέους νεκρούς και τα φώτα απέναντι στο Παντέλι όλο και λιγόστευαν, καθώς ερχόταν το κρύο. Οι χωριανοί έβγαζαν τις βάρκες στη στεριά και ανέβαιναν στις στάνες και τις καλύβες γύρω από το κάστρο, για να περάσουν το χειμώνα. Όποιος πέθαινε τώρα, θα τον κρατούσαν αναγκαστικά στο νησί· άταφο και λουσμένο με αγιασμό, πάνω σε ευλογημένο χώμα. Αυτές οι μαγγανείες των παπάδων έκαναν τους ανθρώπους να αισθάνονται κάπως ασφαλείς, μέχρι να γαληνέψουν και να ζεστάνουν πάλι τα νερά την άνοιξη.
    Ο Αλέκος κοίταξε τη θάλασσα βλοσυρός. Χωρίς φρέσκο, ζωντανό άνθρωπο να τον θρέψει όπως του έπρεπε ως βουρκόλακα πια, δε θα γλίτωνε και τον δεύτερο, τον οριστικό χαμό έτσι όπως φαινόταν. Αλλά δεν ήθελε να σαπίσει πάνω στο ξερονήσι και να τον βρουν μετά από καιρό ανάμεσα σε αυτούς τους αθώους, τους κανονικούς νεκρούς που είχε μαγαρίσει με την κατάρα του. Μπορούσε τουλάχιστον να πεθάνει όπως θα διάλεγε εκείνος τώρα – και ίσως, αν του ‘χε μείνει στάλα τύχης, να ξέπλενε πριν χαθεί για πάντα τη ντροπή της ανθρωποφαγίας από πάνω του.
Μπήκε αργά στο νερό. Κολύμπησε μέχρι να ξεφύγει από τα ρεύματα που θα τον έβγαζαν πάλι στη στεριά. Ύστερα χαλάρωσε το σώμα του και κοίταξε τα αστέρια. Έβγαλε από μέσα του μια βαθιά ανάσα και άφησε το σώμα του να βουλιάξει.

    Ταξίδεψε για εβδομάδες κάτω από τα κύματα. Στριφογυρνούσε και θαλασσοδερνόταν, το κύμα τον εβγαλε κοντά στην Τουρκία και μετά τον γύρισε πίσω στην Κω και ύστερα πάλι βόρεια. Πνιγόταν και πέθαινε και ζωντάνευε ξανά. Το δέρμα του φούσκωνε και έσκαγε, ξεφλούδιζε και ζάρωνε σα σταφίδα και εκείνος κοιμόταν και ξυπνούσε, λιποθυμούσε και συνερχόταν, βασανιζόταν χειρότερα κι απ'όταν αργόσβηνε η πρώτη του ζωή, πάνω στο ζεστό του κρεβάτι.
Πώς πίστεψες καημένε ότι αυτό θα ήταν καλύτερο; Ότι, επιτέλους, θα σε ξεχνούσαν διαβόλοι και αγγέλοι και θα σε κατάπινε το θαλασσινό σκοτάδι με την ευλογημένη ησυχία του;
 


Κάλυμνος
Μέσα Νοέμβρη, 1862


    Όταν ξαναζωντάνεψε και ξύπνησε πάλι, χίλιες φορές μετά την πρώτη, ένιωσε στεγνός και κουρνιασμένος στα μαλακά.
Αποτρελάθηκα, σίγουρα.
Τα πρησμένα του μάτια δεν άνοιγαν καλά, τα χείλη του είχαν σχεδόν κολλήσει μεταξύ τους και δεν ένιωθε τα άκρα του. Αλλά ήταν στεγνός και ζεστός.
Θεέ μου, ξέρω δε με θέλεις κοντά σου αλλά...είναι δυνατόν να χάλασαν οι αισθήσεις μου, ένα βήμα πριν το τέλος; Είναι δυνατόν να με λυπήθηκες έστω και λίγο τελικά και να μου χαρίσεις σύντομα τον υπέροχο, παντοτινό θάνατο;
Τα ρουθούνια είχαν υποστεί μάλλον τη χειρότερη ζημιά, γιατί ήταν σίγουρος πως μύριζε αχνιστή σούπα. Με ψάρι και πατάτες, κρεμμύδι και πολύ πιπέρι. Του ήρθαν δάκρυα συγκίνησης και αναγούλα ταυτόχρονα. Το σώμα του τραντάχτηκε ανεπαίσθητα και του ξέφυγε ένας πνιχτός ήχος.
    Καρέκλες σύρθηκαν απότομα. Παιδιά ήταν αυτά που κλαψούρισαν πίσω του;
"Δε μπορώ ακόμα να σε ταϊσω" άκουσε μια γυναικεία φωνή δίπλα του. "Το στόμα σου δεν ανοίγει και ο Εβραίος μου 'πε να περιμένω να στεγνώσει κι άλλο το δέρμα, να το κόψει χωρίς να σου κάνει κι άλλη ζημιά. Οι άλλοι από το χωριό είπαν ότι έχεις αερικό μέσα σου και να σου φέρουμε παπά να σε διαβάσει. Είπαν και να σε πετάξουμε πάλι μέσα στα νερά, ότι είσαι δαιμόνιο που προσπάθησε να φορέσει άνθρωπο και δεν του βγήκαν τα μέτρα" είπε η γυναίκα και γύρισε στα παιδιά. "Μην κλαίτε, μη φοβάστε" τα συμβούλεψε γλυκά. "Άρρωστος είναι από τη θάλασσα, δε σας το 'πα; Σας το 'πα ότι είναι ζωντανός."
Η φωνή της στράφηκε πάλι στον Αλέκο.
"Μην ανησυχείς, δεν τους πιστεύω εγώ τους χωριανούς, όλα τα φορτώνουν στο Θεό και το Διάβολο. Αλλά εγώ εμπιστεύομαι τον Εβραίο, είναι καλός. Έχει μάθει γιατρός, κανονικός γιατρός στην Πάδοβα, όταν ακόμα τραβούσε η Επανάσταση εδώ. Τους κοίταζε όλους σαν αγρίμι όταν είπαν να σε κλείσουμε σε φέρετρο και να σε στείλουμε στην ΆγιαΚυριακή με τους άλλους καταραμένους νεκρούς."
Ο πατέρας του Αλέκου είχε ζήσει στην Πάδοβα, για λίγα χρόνια όταν ήταν νέος. Τους μνημόνευε τους γιατρούς της στις καλύτερες προσευχές του.
"Κρατήσου, σε παρακαλώ" είπε πάλι η γυναίκα. "Κρατήσου λίγο ακόμα. Είσαι ζωντανός, τα κατάφερες, είσαι ζωντανός. Δεν έχεις πυρετό και είσαι ζωντανός, κρατήσου· είμαι εδώ."
Γύρισε με κόπο το κεφάλι του μακριά από τη φωνή, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δόντια του πίσω από το κολλημένο δέρμα, που τον τσιμπούσαν συνεχόμενα μόλις οι αισθήσεις του έπιασαν τη θερμότητα και τη φρεσκάδα του αίματός της.
    Ο γιατρός τού άνοιξε το στόμα δυο μέρες μετά. Η γυναίκα τον τάισε άμεσα αλλά φειδωλά, με χλιαρό σουπόζουμο και λίγη πατάτα. Η γλώσσα του καταλάβαινε τη νοστιμάδα για λίγες μόνο στιγμές κι ύστερα το στομάχι του έκαιγε και πονούσε, σα να κατάπινε κάρβουνα. Δεν τολμούσε να της πει την αλήθεια.
    Για μέρες τον σκούπιζε απαλά με φρέσκα, μυρωδάτα λινά σε όλο του το σώμα και τραβούσε το σκασμένο δέρμα μουρμουρίζοντας συνέχεια "συγγνώμη". Τα χέρια της ήταν ζεστά και δυνατά, το άγγιγμά της προσεκτικό αλλά σίγουρο. Τα βράδια σηκωνόταν κάθε τόσο από το κρεβάτι της και τον γύριζε πλευρό για να μην ανοίξει η σάρκα του πάλι από την ακινησία. Πού να'ξερε η καημένη ότι τον βασάνιζε χειρότερα και από τον καιρό του στη θάλασσα, με τη ζωντάνια και το αίμα που κελάρυζε στις φλέβες της;
Τα πρωινά, του τραγουδούσε και του έλεγε τα νέα του νησιού. Σύντομα, μπορούσε να καταλάβει και δυο μικρά παλικαράκια, που κάθονταν και τραγουδούσαν δειλά δίπλα της.
Ο Αλέκος ευχόταν να πεθάνει και να ζήσει την ίδια στιγμή.
    Όταν άνοιξαν και ξεθόλωσαν και τα μάτια του, γύρισε το κεφάλι του και την είδε να καθαρίζει γονατισμένη μπροστά στον ξυλόφουρνο.  Κάτω από την καρβουνόσκονη και τη στάχτη ξεπρόβαλλε λαμπερό, μπρούτζινο δέρμα, μεγάλα, σκούρα μάτια και ένας χείμαρρος μαύρων μαλλιών, πιασμένων πρόχειρα σε δυο χοντρές πλεξούδες, τυλιγμένος σε ένα χρωματιστό μαντήλι.
"Πού είμαι...;" της ψιθύρισε.
Πετάχτηκε δίπλα του. "Στην Κάλυμνο, πάνω απο τ' Αργινώντα. Θες νερό; Φαϊ; Σε ποιο ναυάγιο ήσουν, πού να στείλω μαντάτα για σένα;"
"Διψάω...δε μπορώ άλλο, διψάω..."
"Νερό, νερό" μουρμούρισε εκείνη· σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού. "Νικόλα, Αστέρη! Καθαρό νερό και γρήγορα!"
Λαμπερός ήλιος φώτισε το σπίτι. Ο Αλέκος σκεπάστηκε με τη φλοκάτη μέχρι το κεφάλι και ζάρωσε από το φόβο του. Όταν ήρθε το νερό και προσπάθησε να τον βοηθήσει να ανασηκωθεί για να πιει, εκείνος την έσπρωξε μακριά.
"Δε θέλω νερό. Διψ-διψάω γι' άλλο πράμα..."
    Τον κοίταξε μπερδεμένη για λίγο. Κι ύστερα γούρλωσε τα μάτια της και πισωπάτησε. Ξεροκατάπιε, ανήμπορη να κουνηθεί παραπάνω.
"Είσαι-είσαι...ξέρω τι είσαι..."
Εκείνος σηκώθηκε με κόπο και στηρίχτηκε στους αγκώνες του.
"Πώς σε λένε;" τη ρώτησε ήρεμα, σφίγγοντας ολόκληρο το σώμα του για να συγκρατηθεί.
"Ρήγω. Ρήγω με λένε, σε παρακαλώ μη-"
"-δεν πρόκειται να σε πειράξω Ρήγω" την έκοψε αποκαμωμένος. "Ό,τι έχει απομείνει εκεί που ήταν κάποτε η καρδιά μου, το πήρες και το γυάλισες σαν κόσμημα με τη φροντίδα σου. Ούτε τους γιους σου θ'αγγίξω."
"Το καλό που σου θέλω!" άλλαξε ο τόνος της ξαφνικά. "Δεν είναι δικά μου, ορφανά είναι, ορφανά που-που στείλαν τους γονείς τους στην ΑγιαΚυριακή μόλις πεθάναν πριν χρόνια" έκανε μια δρασκελιά στο τραπέζι και άρπαξε ένα μαχαίρι. "Δεν τα 'θελε κανας άλλος και θα-θα ψοφούσαν μόνα τους, μόνα τους σαν άρρωστα σκυλιά, ήθελα να ‘ξερα πώς-πώς τους βάσταξε να αφήσουν παιδιά να ψοφ-ψοφήσουν" μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της. "Το καλό που σου θέλω. Μην-μην κάνεις βήμα προς την πόρτα και τα παιδιά έξω. Ό,τι θες-ό,τι θες να λογαριάσουμε, θα το κάνουμε εγώ κι εσύ."
    Τα στοιβαρά χέρια που τον είχαν κάνει να μοιάζει πάλι με κάτι σαν άνθρωπο, τώρα έτρεμαν γύρω από τη λαβή του μαχαιριού. Η φωνή που είχε μαζέψει και κολλήσει την ψυχή του μέσα σε λίγες μέρες - όπως κανείς δε μπόρεσε σε τριανταοκτώ χρόνια - τώρα έβγαινε η ίδια ραγισμένη. Κι όμως, του φάνηκε πιο γενναία από οποιονδήποτε άλλον είχε γνωρίσει, έτσι όπως πήρε τον ξαφνικό της τρόμο και τον έκανε τείχος ανάμεσα σ’εκείνον και τα παιδιά.
"Ποιος να μου το 'λεγε και να τον πίστευα, πως ένας άγγελος του Θεού θα ζούσε πάνω στη γη και θα καταδεχόταν να μιλήσει σ'εμένα, τον καταραμένο;" μονολόγησε χαμηλόφωνα κοιτώντας την με δέος.
Η Ρήγω άρχισε να κλαίει βουβά αλλά δεν πήρε στιγμή το βλέμμα της - και το μαχαίρι - από πάνω του.
Κι ο Αλέκος αναστέναξε.
"Θα 'πεφτα πάλι στο νερό και θα 'μενα εκεί μέχρι το τέλος του χρόνου για να μην πειράξω κανέναν σας Ρήγω" της είπε με παράπονο και απόλυτη ειλικρίνεια. "Αλλά διψάω κι ούτε να σταθώ δε μπορώ. Τα φαγιά που με ταϊζεις, μέρες τώρα, θα 'ταν βάλσαμο αν-αν ήμουν κανονικός άνθρωπος, στ' ορκίζομαι. Βόηθα με να σταθώ στα πόδια μου, δώσε μου χρόνο να μάθω πώς να ζω μ'αυτό που είμαι πια και, μάρτυς μου ο Θεός ή ό,τι είναι που με βαστάει ακόμα σ'αυτή τη γη, δε θα με ξαναδείτε ούτε από μακριά."
Εκείνη τον κοίταξε ανέκφραστη και ακούνητη για λίγο. Κι ύστερα, όρθωσε καλύτερα το σώμα της και χαμήλωσε τα χέρια. Περπάτησε αργά και βγήκε από το σπίτι. Την άκουσε να φωνάζει πάλι τα αγόρια. Δεν ξαναμπήκε.
Εκείνος ξάπλωσε πάλι και έκλεισε τα μάτια του, σίγουρος πως μέχρι το επόμενο πρωί θα 'σβηνε για πάντα.
    Όμως μετά από ώρα, άνοιξε πάλι η πόρτα και άκουσε έναν γδούπο στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι. Τα ρουθούνια του τέντωσαν και το κεφάλι του γύρισε απότομα και αφύσικα γρήγορα. Ένας νεκρός λαγός πότιζε με το αίμα του το πάτωμα.
"Άμα δεν ήθελε ο Θεός, να μη σε άφηνε να ξυπνήσεις από το θάνατό σου" άκουσε τη φωνή της Ρήγως πίσω του. "Άμα ήθελες, θα με είχες σκοτώσει κι εμένα και τ'αγόρια μου, ακόμα κι αν δε μπορούσες να σταθείς· τόσες μέρες κάθομαι ακίνητη δίπλα σου" είπε και πέταξε κι άλλο λαγό πάνω στον πρώτο. "Κι εγώ έχω σκοτώσει δυο ανθρώπους, που προσπάθησαν να μου πνίξουν τα παιδιά γιατί θαρρούσαν πως ήταν σπόροι καταραμένων. Ποιος απ' όλους μας είναι το χειρότερο δαιμόνι, το πιο καταραμένο αερικό;”
"Ρήγω..."
"Προτιμώ έναν βουρκόλακα που άντεξε τα πάντα για να μην πειράξει άνθρωπο, παρά τους θεοσεβούμενους που δε διστάζουν να τα βάλουν ακόμα και με παιδιά."
"Σ' ευχαριστώ."
"Εδώ μέσα όμως, δε μπορείς να μείνεις. Να μη βασανίζεται κανείς μας."
"Ναι."
"Είχε μια στάνη ο πατέρας μου, πάνω στο βουνό. Είναι χαλασμένη, αλλά η μισή στέκει ακόμα. Έχει χαρουπιές ολόγυρα."
"Θα τη βρω."
"Έχει πολλά άγρια μικρά ζώα το βουνό και όλο το νησί. Αν αγγίξεις άνθρωπο, οποιονδήποτε άνθρωπο-"
"-δε θ'αγγίξω κανέναν. Τα ζώα θα μου φτάσουν. Κι όταν σταθώ κι ανοίξει ο καιρός, θα φύγω· στο υπόσχομαι."
"Και μέχρι να φύγεις, θα μου προσέχεις τα παιδιά. Όταν φεύγουν μακριά από το σπίτι. Οι χωριανοί δεν πλησιάζουν την αυλή μου, με νομίζουν μάγισσα και δεν τολμάνε ούτε να με κοιτάξουν στα μάτια όταν κατεβαίνω στην αγορά. Αλλά τ' αγόρια μεγαλώνουν και θέλουν να φεύγουν όλο και πιο πολύ. Δε μπορώ να 'μαι πάντα μαζί τους πια και σύντομα θ'αρχίσουν να λαχταράνε κι άλλα πράματα. Και κανείς δε θ'αφήσει την κόρη του ούτε να τα χαιρετήσει. Μόλις καταφέρω, σύντομα δηλαδή, θα τα στείλω αλλού αλλά-"
"-μην πεις άλλη λέξη. Θα τα προσέχω σα δικά μου παιδιά."
"Είχες δικά σου παιδιά; Όταν ήσουν...ζωντανός;"
"Δεν έχει σημασία τι είχα και ποιος ήμουν πριν, Ρήγω. Η ζωή μου τώρα είναι δικιά σου."
"Αν μάθω ότι πείραξες άνθρωπο, θα σου καρφώσω με τα χέρια μου το παλούκι στο στήθος. Και τα αγόρια μου-"
"-αν νιώσω ότι δεν αντέχω να μην πειράξω άνθρωπο, μόνος μου θα'ρθω με το παλούκι στην πόρτα σου. Αν καταλάβω ότι γίνεται αυτό με τα παιδιά σου, θα το καρφώσω εγώ πάνω μου."
"Να προσέχεις και το γιατρό. Εκείνος σ'έσωσε πριν από 'μένα. Δεν τον πειράζουν οι χωριανοί τα τελευταία χρόνια γιατί έχει σώσει πολλά μωρά, όταν οι μαμές κατέληγαν μόνο να τα αεροσταυρώνουν και να τα λούζουν με αγιασμό στην εκκλησία. Αλλά δεν ξέρεις ποτέ."
"Μόνο να μου τον δείξεις και θα τον τιμώ σαν πατέρα μου."
"Θα πάρω τ'αγόρια στη θάλασσα, μέχρι να φας και να φύγεις. Ο ήλιος ήδη κατηφορίζει."
"Σ'ευχαριστώ" μουρμούρισε πάλι μαζεμένος.
"Και να 'ρχεσαι πού και πού. Να μιλάμε, ν' αλλάζουμε καμιά κουβέντα."
    Την κοίταξε έκπληκτος. Εκείνη απεφυγε τώρα το βλέμμα του και ανασήκωσε δήθεν αδιάφορα τους ώμους της.
"Βουρκόλακας ξε-βουρκόλακας, εκτός από το γιατρό και τη μακαρίτισσα τη μάνα μου, δεν έχω ματαδεί καλόν άνθρωπο σαν εσένα. Και η μοναξιά τους τρώει όλους, αργά ή γρήγορα. Δε θέλω ανακατέματα με τους χωριανούς αλλά δε μ'αρέσει που περνούν μέρες και μέρες χωρίς να πω τίποτα άλλο, παρά απαντήσεις σε ό,τι ρωτάνε τα παιδιά."
"Θα 'ρχομαι" χαμογέλασε πλατιά κι αμέσως έκρυψε το στόμα με το χέρι του, συνειδητοποιώντας το θέαμα που θα ‘φτανε στα μάτια της και συνέχισε με μπουκωμένη τη φωνή του γιατί δε μπορούσε να σταματήσει να χαμογελά. "Θα μιλούμε για όλα. Έχω κάνει ταξίδια, θα σου λέω και γι'αυτά. Κι όταν θα 'ρχομαι, θα ΄ναι οι πιο ευτυχισμένες ώρες της ζωής μου. Και της προηγούμενης και αυτηνής."
Είδε τους ώμους της να τρέμουν ανεπαίσθητα. "Κι εμένα αν μ'αγγίξεις, είτε να με φας είτε να με-"
"-ψέμματα δε θα σου πω ποτέ Ρήγω" την έκοψε και το χέρι που σκέπαζε το στόμα έπεσε πάνω στη φλοκάτη. Ήταν απολύτως σοβαρός τώρα. "Είσαι πλούσια σε ομορφιά, όσο και σε καλοσύνη και θάρρητα. Αν σε είχα γνωρίσει πριν…θα 'μουν τώρα γονατιστός στο κατώφλι σου, να σου προσφέρω δώρο ολάκερο το βιος μου κι εμένα δούλο σου. Αλλά σε γνώρισα τώρα" αναστέναξε πάλι. "Και ξέρω τι είμαι και ότι κάνω την καρδιά σου να χτυπά νευρικά από φόβο και όχι να σκιρτά από έρωτα. Στο 'πα και πριν· η ζωή μου είναι δικιά σου και την ορίζεις όπως θέλεις."
    Τον κοίταξε πάλι αμίλητη και ανέκφραστη, για περισσότερη ώρα τώρα. Κι εκείνος βάσταξε σαν ήρωας το βλέμμα της, αγνοώντας το καινούριο του, κατάλληλο γεύμα που όσο περνούσαν οι στιγμές κρύωνε και χαλούσε.
"Εσενα πώς σε λένε;" τον ρώτησε τελικά.
"Αλέκο."
"Αλέκο, άκου να σου πω. Δε θέλω βιος ούτε δούλο. Τριανταπέντε χρόνια τώρα, μια χαρά τα καταφέρνω κι ας είμαι μονάχη από στεφάνι στο σπίτι μου. Γεροντοκόρη μάγισσα με τα όλα μου" γέλασε στραβά. "Δε θελω δούλο. Έναν άνθρωπο θέλω, να μιλάω· μια συντροφιά."
Το στομάχι του σφίχτηκε· κι όχι από την πείνα.
"Άντρας δεν υπάρχει να σε φτάσει εσένα Ρήγω" της είπε σαν υπνωτισμένος. "Γι'αυτό είσαι μονάχη κι όχι γιατί είσαι μάγισσα. Ανεράδα είσαι, πέρα από αυτόν τον κόσμο κι όσα γράφει στο κούτελο των ανθρώπων όταν γεννιούνται. Όλη την Επανάσταση θα μπορούσες να σύρεις στους ώμους σου ενώ οι καλύτεροι καπεταναραίοι θα έπεφταν γονατιστοί και απελπισμένοι, ακόμα και στη σκέψη των βουρκολάκων."
Εκείνη γύρισε το πρόσωπό της απ'την άλλη, αλλά ο Αλέκος άκουσε το αίμα να κυλά και να στριμώχνεται στα μάγουλά της.
"Άντε, πάρε τα παιδιά και φύγε. Μέχρι να βγει το φεγγάρι, θα 'χω εξαφανιστεί."

    Όλο το χειμώνα έβγαλε ο Αλέκος στην Κάλυμνο. Φίλος και προστάτης. Το δέρμα του χλώμιασε κι άλλο, σα να 'χε ζήσει μια ζωή μέσα σε ένα κελάρι. Τα μάτια του έμοιαζαν ξενυχτισμένα για μέρες, τα τελευταία ανθρώπινα δόντια εξαφανίστηκαν και βγήκαν κι άλλα ακονισμένα στη θέση τους. Το σώμα του παρέμεινε λιγνό αλλά έδεσε από τα συνεχή κυνήγια και αν ήταν ακόμα ζωντανός και μπορούσε να ζει ανάμεσα στους υπόλοιπους, θα έβαζε κάτω όλους τους σφουγγαράδες του νησιού με τις αντοχές του.
    Κοιμόταν τις μέρες κι έβγαινε τις νύχτες. Είχε γυρίσει όλη την Κάλυμνο δέκα και είκοσι φορές, άλλοτε περπατώντας αργά θαυμάζοντας τις ομορφιές της φύσης άλλοτε τρέχοντας και πηδώντας από βράχο σε βράχο, σαν κυνηγημένο κατσίκι.
    Όλα τα μοιράστηκαν με τη Ρήγω, δεν έκρυψε τίποτα ο ένας από τον άλλον· από τις πρώτες αναμνήσεις της ζωής τους μέχρι τα πιο βαθιά τους μυστικά. Πολλές φορές το μήνα, όταν κοιμούνταν τα παιδιά, έβγαιναν μαζί στο κρύο. Εκείνη τυλιγμένη σε διπλή προβιά, εκείνος χαλαρός με το παντελόνι και το πουκάμισο που του είχε δώσει ο γιατρός - που νόμιζε πως απλά είχε ζήσει ο ξένος και έμενε πια μαζί με τη νεαρή γυναίκα, δεν ασχολιόταν παραπάνω και δεν έβγαινε από το σπίτι του με τα κρύα, παρά μόνο για επείγοντα - και τραβούσαν μέχρι τη θάλασσα. Εκεί, στριμώχνονταν πάνω στα βράχια ή στην αμμουδιά ανάμεσα στις βάρκες των ψαράδων, μην και κατέβαινε κανάς μεθυσμένος και τους έβλεπε· και μιλούσαν, μέχρι που άλλαζε ξανά το χρώμα τ'ουρανού από μαύρο κατράμι σε βαθύ μπλε. Κι ύστερα εκείνη αποκοιμιόταν κι εκείνος την κουβαλούσε μέχρι την καλύβα της. Την άφηνε στο κρεβάτι, κρέμαγε την προβιά να στεγνώσει από την υγρασία και χανόταν πριν γίνει το μπλε, γαλάζιο. Αυτούς τους λίγους μήνες, ο Αλέκος ένιωσε όλη την ευτυχία που είχε φανταστεί ποτέ κι ας μην έλεγε κουβέντα σε άλλον άνθρωπο. Και προσπαθούσε να καταπιεί όλον τον πόνο, που θα 'πρεπε να τ' αφήσει όλα αυτά μόλις θ' άνοιγε ο καιρός.
    Είχε σταθεί στα πόδια του, είχε μάθει να συντηρείται και να προστατεύεται από τον ήλιο και τους ανθρώπους. Της είχε ορκιστεί πως δε θα τον ξανάβλεπε μετά από αυτό. Έλιωνε μέσα του και θρηνούσε, που θα 'πρεπε να ξημερώνει και να βραδιάζει χωρίς τη μυρωδιά της κοντά του. Όμως είχε προλάβει και της είχε ορκιστεί, όταν ακόμα ήθελε να την καθησυχάσει για τις προσθέσεις του. Κι αν δεν τον ένοιαζαν, τον ήδη καταραμένο, τα ιερά και τα όσια που είχε επικαλεστεί για να τον πιστέψει, τον κατέτρωγε που είχε υποσχεθεί πως δε θα της έλεγε ποτέ ψέμματα. Έπρεπε να φύγει.

    Αυτό σκεφτόταν, ξανά και ξανά, καθώς τριγυρνούσε στα δρομάκια του χωριού κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι. Είχε πάρει θάρρος τώρα τελευταία. Το μισό χωριό ήταν άρρωστο με σύντομους πυρετούς και γρήγορους θανάτους και λίγοι έβγαιναν μες στη μέρα, πόσο μάλλον μετά τη δύση. Κι ο Αλέκος ήταν πια έμπειρος, κάθε γωνιά και σκιά τα ήξερε σα να τα περπατούσε από παιδί και μπορούσε να βυθίζεται μέσα τους σε μια στιγμή, σα να 'ταν σκιά κι αυτός. Μα από βαθιά αγάπη δεν είχε ιδέα· δεν υποψιαζόταν καν ότι έκανε ακόμα και τα ένστικτα των βουρκολάκων να θολώνουν, όπως οι καρδιές των ζωντανών έχαναν τη σταθερότητα των χτύπων τους.
Και δεν πρόλαβε να κρυφτεί όταν ένας άντρας βγήκε μεθυσμένος από ένα σπίτι, τραγουδώντας και παραπατώντας κι έπεσε πάνω του.
"Συγ-συγγνώμη ζευκαλή μου! Κι εγώ από γλλλέντι φεύγω, σπάνιοπράματώρα μέσ-μέσα στα θανατικά, συμπάθα με!" είπε ο άνδρας με μια ανάσα.
Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν στο ημίφως και κοκκάλωσαν και οι δυο.
    Δώδεκα χρόνια. Τόσο είχε να δει ο Αλέκος τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Παύλο. Είχε φύγει πικραμένος από τη Λέρο για την ελεύθερη Ελλάδα, μόλις ο πατέρας τους πέθανε και έμαθαν πως είχε προλάβει να αφήσει όλη την περιουσία στον μικρό, γιατί ο μεγάλος ήταν μπλεγμένος με ύποπτα νταραβέρια και χρέη, ακόμα και στους Τούρκους.
"Είσ-είσαι...Παναγιά μου βοήθεια, βοήθεια, είσαι-Αλέκο εσύ...; Εσύ είσαι νεκρός, Παναγιάμου!"
Σάστισε. Πώς τον είχε αναγνωρίσει; Είχε περάσει τόσος καιρός. Ήταν τριάντα ο Αλέκος, ακόμα ξανθός και ροδαλός, όταν έφυγε ο Παύλος. Είχε αλλάξει τόσο, μετά το θάνατο και την ανάστασή του. Από κοντά, νόμιζε πως δεν έμοιαζε καν με άνθρωπο, νεκρό ή ζωντανό.
"Λάθος..." μουρμούρισε και γύρισε να φύγει.
"Πέθανες. Σε πήγαν-σε πήγαν στην ΑγιαΚυριακή, τα 'μαθα τα νέα σου! Θεέ μου, δίκιο είχαν πως θα σηκωνόσουν. Σηκώθηκες και θα μας βουρκολακιάσεις όλους!"
    Άρπαξε τον αδελφό του από το γιακά του παλτού, τον σήκωσε ψηλά και τον κόλλησε στον τοίχο.
"Δεν ξέρεις τι λες!"
"Δε σε φοβάμαι" είπε πνιχτά ο Παύλος, που είχε ήδη κατουρηθεί επάνω του. "Τώρα όλα είναι δικά μου, πέθανες και όλα είναι δικά μου! Οι γιοι σου δε θέλουν να έχουν τίποτα δικό σου, όλα μου τα 'δωσαν, μόνο τα μεσοφόρια της μάνας τους ήρθαν να πάρουν και τα κοσμήματά της, που έκρυβες στο κελάρι! Φύγε από μπροστά μου δούλε του Σατανά, όλα είναι δικά μου τώρα!" φώναξε και προσπάθησε να τον κλωτσήσει στην κοιλιά.
Ο Αλέκος τον ξαναχτύπησε στον τοίχο, τόσο δυνατά που νόμισε για μια στιγμή πως του 'σπασε την πλάτη.
"Πάρτα όλα και στον τάφο σου, δε με νοιάζει!" του απάντησε μέσα από τα τρομερά του δόντια, γρύλισε και άφρισε σα λυσσασμένο ζώο. Τον άφησε να πέσει και βούτηξε στις σκιές και χάθηκε, την ώρα που ο Παύλος ούρλιαζε ξανά βοήθεια και χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού απ'όπου βγήκε.
 
    Ούτε μια μέρα δεν τους πήρε στο χωριό να τα ταιριάξουν όλα. Τον άγνωστο άνδρα που είχε βγει λίγους μήνες πριν στη στεριά και όλοι τον είχαν περάσει για δαιμόνι. Την περιγραφή του Παύλου για τον αδελφό του - που δεν έμοιαζε βέβαια με το πρησμένο, ξεφλουδισμένο πλάσμα που είχαν δει οι χωριανοί να ξεβράζεται δίπλα στις βάρκες τους, αλλά που αναγνώρισε λίγο ο Εβραίος, που τον είχε γιατροπορέψει στο σπίτι της μάγισσας και τον είχε δει ξεφουσκωμένο και με φρέσκο δέρμα. Τους αποκάλυψε πως είχε αναρρώσει και ζούσε μαζί της στην καλύβα. Ο καημένος ο γιατρός που, παρά τα σπουδαγματά του, έτρεμε κι εκείνος λίγο μέσα του τα στοιχειά και τις κατάρες και τους βουρκόλακες, τα 'πε όλα όσα ήξερε και είχε δει. Όχι από κακία αλλά από έγνοια για τη Ρήγω, που είχε να τη δει καιρό, απ' όταν της πήγε τα ρούχα για τον άγνωστο.
Και οι λίγοι άντρες που δεν ήταν άρρωστοι ή ετοιμοθάνατοι, ξεσηκώθηκαν να σφάξουν τον καταραμένο.

    Ο Αλέκος στεκόταν έξω από την καλύβα και περίμενε τη Ρήγω να βγει.
Τα αγόρια, ευτυχώς, είχαν φύγει ένα πρωινό λίγες εβδομάδες πριν, φυγαδευμένα στο αμπάρι ενός μεγάλου Ροδίτικου εμπορικού. Εκείνη τα 'χε φιλήσει, τα 'χε σφίξει στην αγκαλιά της, είχε κουμπώσει μέχρι πάνω τα φραγκοφτιαγμένα μάλλινα παλτά τους - με δυο χρυσά φλουριά ραμμένα στη φόδρα του καθενός από τα δικά της χέρια - και είχε μείνει ακούνητη στο λιμάνι του μεγάλου οικισμού στην άλλη πλευρά του βουνού, μέχρι που βγήκε το φεγγάρι και ήρθε εκείνος και την πήρε στην αγκαλιά του και την πήγε βόλτα σε όλες τις θάλασσες του νησιού, μέχρι που σταμάτησε να κλαίει και αποκοιμήθηκε πάνω του.
    Η ζεστή της κάπα έκανε το δέρμα του να δυσφορεί, αλλά η μυρωδιά των δακρύων της φούντωνε και στριφογύριζε μια επιθυμία που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ μέσα του. Δεν τον ένοιαζε να καίγεται για πάντα στις φωτιές της Κόλασης, ακόμα και μετά τη Δευτέρα Παρουσία, αν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι εκείνη δε θα έκλαιγε ποτέ ξανά.
    Και τώρα κινδύνευε εξαιτίας του. Είχε δει, κρυμμένος στις σκιές έξω από τα σπίτια του χωριού, τον αδελφό του να μαζεύει τα κομμάτια της ιστορίας από τους άλλους και να τα συνδέει ένα-ένα, καταλήγοντας στην πόρτα του γιατρού. Είχε φύγει για την καλύβα πριν ραγίσει το σκοτάδι και δεν ήξερε τι ακριβώς έγινε μετά. Αλλά όλα θα τελείωναν σύντομα.
    Της είχε εξηγήσει τι είχε συμβεί με τον Παύλο· της ζήτησε χίλιες φορές συγγνώμη γονατιστός που έσπασε την υπόσχεσή του και είχε μπλεχτεί με άλλον άνθρωπο, ειδικά αυτόν τον άνθρωπο.
Τον συγχώρεσε με την πρώτη.
Την παρακάλεσε να φύγει, φίλησε τα χέρια και τα πόδια της. Έκοψε το δάχτυλό του χεριού του μπροστά της και έβγαλε κάτω από το δέρμα, το χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα του. Το μόνο πράμα που άφησαν πάνω του όταν πέθανε και που είχε ενσωματωθεί στη νέα σάρκα μετά την αποσύνθεση στη θάλασσα και την ανάρρωσή του. Της το ‘δωσε να πάρει το επόμενο πλοίο για τη Ρόδο, όπου θα έβρισκε τα αγόρια της και θα ζούσε καλή ζωή, ασφαλής.
Αρνήθηκε να τον αφήσει μόνο.
    Όταν βγήκε η Ρήγω στο κατώφλι, του έκοψε την ανάσα. Τα μαλλιά της ήταν λυτά και σπαρμένα με λουλάδες. Φορούσε μόνο ένα μάλλινο, πορφυρό μεσοφόρι. Στο δεξί της χέρι, φορούσε το δαχτυλίδι του.
"Πρέπει να φύγεις Ρήγω μου, σε παρακαλώ. Ήδη βγήκαν από το χωριό και ανεβαίνουν, τους ακούω να σκαρφαλώνουν την πλαγιά."
"Κι εγώ σου 'πα πως δε σ' αφήνω."
"Μη σε νοιάζει για μένα. Ξεδίψασα χθες από μια μεγάλη γουρούνα, μπορώ να-"
"-τι θα κάνεις; Θα τους σφάξεις όλους;"
"Όχι! Θα τρέξω, θα τους ξεφύγω. Στ'ορκίστηκα, δε θα ξαναπλησιάσω άλλον άνθρωπο. Πάτησα μια φορά τον όρκο μου, δεν το ξανακάνω."
"Τον αδελφό σου δεν τον πείραξες επειδή είσαι βουρκόλακας. Και ζωντανός να ήσουν, το ίδιο θα τον άρπαζες. Κι εγώ στη θέση σου το ίδιο θα 'κανα."
"Μη μου το κάνεις αυτό, δε μπορώ να σ' έχω έγνοια αν έρθουν."
"Δε θα μ' έχεις έγνοια, μη φοβάσαι. Έχω πάρει ισχυρό δηλητήριο, βοτάνι βαρύ. Σε λίγη ώρα θα πεθάνω ήρεμα, σα να με παίρνει ο ύπνος."
"Τι έκανες Ρήγω!; Γιατί!;"
    Το αριστερό της χέρι αποκαλύφθηκε πίσω από την πλάτη. Κρατούσε έναν κοντό πάσσαλο.
"Εγώ ορίζω τη ζωή σου, θυμάσαι; Δεν έχει πλοίο για εβδομάδες, για να ξεφύγουμε και οι δυο. Δεν έχει μέρος να κρυφτεί κανείς μας τώρα πια, που θα μας μάθει όλο το νησί. Και δε θ' αφήσω αυτούς να σε σφάξουν σαν κανένα άμυαλο, άκαρδο τέρας. Μαζί θα φύγουμε, σα σωστό ζευγάρι, αγαπημένο κάτω από τα μάτια του ουρανού."
"Ζευγάρι...;"
"Για να γενώ κυρά σου δε μου το 'δωσες αυτό;" του έδειξε το δαχτυλίδι. "Δέχομαι λοιπόν" είπε χαμογελώντας.
    Όρμηξε και την άρπαξε στα χέρια του, της φίλησε το λαιμό και τα μάτια και τα χείλη. Εκείνη έπλεξε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του και γέλασε σα μικρό παιδί. Ο Αλέκος σήκωσε τον πάσσαλο και ακούμπησε την αιχμή πάνω στο στηθος του, αλλά ξαφνικά σταμάτησε και σοβάρεψε.
"Θα σε πάνε στην ΑγιαΚυριακή ψυχή μου, μόλις μας βρουν. Κι αν ξυπνήσεις σαν εμένα; Δεν το βαστάω να σε σκέφτομαι να βασανίζεσαι."
"Τίποτα δε θα βρουν αγαπημένε μου. Το 'χω φροντίσει κι αυτό, σαν καλή γεροντοκόρη μάγισσα" γέλασε ξανά και τον φίλησε πάλι. "Είσαι έτοιμος; Νομίζω νυστάζω λίγο."
    Δεν της απάντησε. Τη στήριξε στα χέρια του κι έγυραν απαλά μαζί στο έδαφος. Άπλωσε το κορμί του πάνω στο δικό της αγνοώντας το μυτερό ξύλο που στόχευε κατευθείαν στην καρδιά του κι έσκυψε να τη φιλήσει πάλι, καθώς εκείνη ψιθύριζε άγνωστες λέξεις και τεντώθηκε για να συναντηθούν τα χείλη τους. Το χέρι της δεν υποχώρησε και ο πάσσαλος έσκισε το πουκάμισο και χώθηκε αργά στη χλωμή του σάρκα.

    Όταν έφτασαν οι χωρικοί μαζί με τον Παύλο, στάθηκαν σα χαμένοι μπροστά στην καλύβα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, κανείς δε φαινόταν μέσα. Κανείς δε μιλούσε, μόνο τα τσιτσιρίσματα των δαυλών έσπαγαν τη σιωπή. Μπροστά στο κατώφλι είδαν ένα μισοκαμμένο, πορφυρό μεσοφόρι, παραδίπλα ένα χρυσό δαχτυλίδι και πάνω στο ύφασμα μια τρυπημένη, ανθρώπινη καρδιά.



Α. Γάρδα

*Photo: Βρυκόλακες στην Ελλάδα
  Photo credit: from truestory.gr

Comments

  1. Απόλυτη συγκίνηση! Ανατρίχιασα με την τραγική ιστορία τους! Πόσο όμορφο και λυρικο! Υπέροχο, πραγματικά!

    ReplyDelete
    Replies
    1. Christy τώρα είδα τυχαία το σχόλιο σου, δε μου ήρθε ποτέ ειδοποίηση!
      Σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια!

      Delete

Post a Comment

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση