Το Γιοφύρι (2ο μέρος)


 
 
 
*συνέχεια από το προηγούμενο 
 
  
     Δυο μέρες μετά, ο Κυρούσης μπήκε στο μαγαζί του βιαστικά, έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Τράβηξε μια καρέκλα πίσω από τον πάγκο και έκατσε, προσπαθώντας να πιάσει την αναπνοή του.
Δυο παιδιά...ο Αργύρης του Γούλα και ο Τριαντάφυλλος, ο μεγάλος της Ζαφείρως της χήρας...τα 'ξερε και τα δύο, δεκατρία χρονώ, ερχόνταν και στο μαγαζί μετά τα μποστάνια. Τα'χε για τα θελήματα και να παγαίνουν διάφορα μαντάτα κρυφά από τους Τούρκους. Θεέ μου, δυο παιδιά νεκρά...
     Δεν ήταν και δύσκολο να βρεθούν τα αγόρια στο γιοφύρι. Τόσον καιρό ήταν σχεδόν εγκαταλελειμμένο, με μικρά διαλείματα εργασίας όταν ο ζουρλός καιρός το επέτρεπε. Και για τα παιδιά τέτοια μέρη ήταν και παιχνίδι, πρόκληση. Όπως οι παλιές βρύσες που 'χαν παρασυρθεί από το έδαφος κι έπρεπε να κινδυνεύσεις πραγματικά για μια γουλιά νερό ή οι έρημες στάνες πάνω σε κατσάβραχα και τα παλιά, στοιχειωμένα κάστρα. 
     Μα ήταν και περίεργο, ό,τι είχε συμβεί. Γιατί αυτά τα αγόρια ήξεραν να βόσκουν τα ζώα στα πιο δύσκολα σημεία, να τα απλώνουν και να τα μαζεύουν και χωρίς σκλιά. Κι όταν πάγαιναν τα μαντάτα που τους έστελνε ο Κυρούσης, πηδούσαν και σκαρφάλωναν από σκεπή σε σκεπή και είχαν φτιάξει και ξέχωρα τσαρούχια, που δε γλυστρούσαν εύκολα στα λασποβρόχια και στα πρασινόχορτα που φύτρωναν με την υγρασία. Δεν ήταν τίποτις μωρά, να μην ξέρουν. Ήταν ξύπνια και πονηρά, γι'αυτό τα 'χε διαλέξει κι ο έμπορος, για να ξεφεύγουν εύκολα από τους Τούρκους. Κι άμαν ήθελαν να κατακτήσουν το γιοφύρι, δε θα το 'καναν μες στη νύχτα με βροχή αλλά ίσως κανά πρωινό, όταν θα έκοβε το νερό και θα 'βλεπαν πιότερο - και θα τους έβλεπαν κι άλλοι να μαρτυρούν τον άθλο. Κι έπειτα...τόσες βδομάδες κυνηγούσαν τα άλλα, τα μικρότερα, να μην το πλησιάζουν. Τι τα 'χε πιάσει τώρα...;
     Ο Γούλας έλειπε στην Αλβανία, για παζάρια. Η Γούλαινα και η Ζαφείρω, μόνες ξεμαλλιάζονταν και έκλαιγαν πάνω από τα πτώματα των γιων τους, στα λειψά θεμέλια της μεγάλης καμάρας. Και μετά ήρθαν ξανά οι φωνές των άλλων. Καταραμένο 'ναι, καταραμένο 'ναι, να το ρίξουμε για θα μας φάει ούλους!
Το πλήθος κλώτσαγε και έσπρωχνε τις πέτρες που 'ταν για σκάλισμα, πέταγαν τα σφυριά και τα καλέμια στο ποτάμι, ούρλιαζαν σα ζώα. Καταραμένο 'ναι!
     Κάποιος απ'έξω, τράβηξε το σχοινοκούδουνο του μαγαζιού. Ο έμπορος τινάχτηκε και νόμισε πως θα πέθαινε από την τρομάρα. Άνοιξε ίσα να δει ποιος ήταν, κατάχλωμος και στεγνός σα στοιχειό.
Δεν ήταν κανείς. Μοναχά ένα μικρό κομμάτι χαρτί, τυλιγμένο και δεμένο με ένα σκωροφαγωμένο ύφασμα.
     Έσκυψε να το πιάσει και του ξέφυγε ένας κοφτός λυγμός. Δεν ήταν τυχαίο ύφασμα αυτό. Μετάξι ήταν, κεντημένο με πορφυρά λουλούδια και μαύρα πουλιά. Είχε σαπίσει κι άλλος δε θα καταλάβαινε τα σπασμένα σχέδια, αλλά ο Κυρούσης ήξερε. Καθόταν δίπλα στη γυναίκα του, κάθε νύχτα όσο το κεντούσε, για να ντύσουν μες στο φέρετρο το πρώτο παιδί που τους είχε χαρίσει ο Θεός πριν πολλά χρόνια. Και που τους το 'χε πάρει η αρρώστεια, πριν κλείσει τα δύο.
     Γούρλωσε τα μάτια του και κοίταξε πέρα-δώθε σα χαμένος, καθώς το άγγιζε με τρεμάμενα χέρια για να λύσει τον κόμπο.
Ποιος κακορίζικος έκανε τέτοιο πράμα, να ανοίξει τον τάφο ενός μωρού; Τόσο με μισούν, που απλά ήθελα να φτιάξω το γιοφύρι; Τι φταίω ο μαύρος, που όλα παν' στραβά; Τι φταίω που πεθάναν αυτά τα παιδιά τώρα;
     Ξαφνικά, ζάρωσε τα φρύδια του, επανερχόμενος για λίγο στα λογικά του.
Η Τσιέβω μας πέθανε πριν χρόνια ολάκερα, τι να'χει μείνει τώρα πια από δαύτη, ούτε τα κόκκαλα. Πού βρέθηκε αυτό το ύφασμα και ποιος πρόλαβε να θέλει εκδίκηση για τα καημένα τα παιδιά μέσα σε λίγη ώρα, χαλώντας την ψυχή του δικού μου; Ποιος σιχτιριασμένος πρόλαβε κι έκατσε να βρει τον τάφο, να ξεθάψει το κορίτσι μου και να κάνει τέτοιο κακό;
Ο κόμπος λύθηκε. Ο Κυρούσης διάβασε τις λίγες λέξεις που ήταν γραμμένες πάνω στο χαρτί, πορφυρές και παχιές - και μύριζαν, δίχως αμφιβολία, αίμα και κατσικίλα.

"Του πρωτομάστορα η κυρά θα φτιάξει την κατάρα. Το αίμα της στην ξερολιθιά, η σάρκα της στην καμάρα. Όσο αργεί να έρχεται, θα κλαίτε μαύρο δάκρυ. Σαν πέσει στα θεμέλια, τα θανατικά θα πάψουν. Και το γιοφύρι θα σταθεί, μια και καλή, για πάντα."

     "Ήρθε και σε 'σένα το δαιμόνι Κυρούση;" σήκωσε το βλέμμα του και είδε τη σπιτονοικοκυρά του μαστρο-Φίλιου.
"Τι εννοείς Γιώργαινα;" τσαλάκωσε το χαρτί και το ύφασμα και τα έβαλε βιαστικά στην τσέπη του πουκαμίσου του.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της θλιμμένα. "Έχεις στο δόξα πατρί σου το σημάδι του, φρέσκο-φρέσκο. Το 'φερε και ο ξένος μέσα στο σπίτι μου το σημάδι, Κυρούση. Και τον κάνει και παραμιλάει τα βράδια στον ύπνο του. Να σφαχτεί η Ευγενία, λέει, για να κάτσει το γιοφύρι στα καλά του. Ποια είναι η Ευγενία; Ξές, δεν ξές;"
     Ο έμπορος θυμήθηκε το μήνυμα του Φίλιππου, που θα έφευγε με το επόμενο καραβάνι. Είχε βρει έναν περιπλανώμενο Σαρακατσάνο, που θα άφηνε την πόλη σε δέκα μέρες και τον είχε ειδοποιήσει - και διπλοχρυσώσει - για να βγει από το δρόμο του και να παραδώσει το κάλεσμα στη σύζυγο του μαστόρου. Θαρρούσε πως ο νέος είχε θλίψη με όλα όσα συνέβαιναν και είχε ανάγκη την καλή του, να του δώσει κουράγιο και υπομονή, να του ζεστάνει το κρεβάτι και την καρδιά, μπας και βρει λύση στα προβλήματα της κατασκευής.
     Κοίταξε ξανά τη βάβω, σκέφτηκε τα ματωμένα λόγια στον κόρφο του. Φώναξε τον νεαρό που φυλούσε τα κελάρια του.  
Θα τα μαζέψεις και θα φύγεις απόψε κιόλες με το καλύτερο άλογο, του ψιθύρισε, να φέρεις τη γυναίκα του πρωτομάστορα. Θα σου πω πού να πας ακριβώς. Δέκα φλουριά θα πάρεις, ολόδικά σου. Να της πας μαντάτο ότι ο κύρης της κινδυνεύει, να μη σταματήσετε πουθενά, να είστε εδώ πριν ξαναχαλάσει ο καιρός, το καλό που σου θέλω, για θα σε σφάξω στο πόδι. Τρεις φορές τον όρκισε και τον φοβέρισε, όσο θα καθυστερείς, όποιος πεθαίνει εδώ, στη δική σου γκλάβα θα φορτώνεται.

     Πέντε μέρες μετά, ο Φίλιππος λύση δεν είχε βρει. Και άλλοι τρεις θάνατοι είχαν ξεδιπλωθεί κάτω από το γιοφύρι, όλα παιδιά αμούστακα κι ένα κορίτσι. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να τα σταματήσει όλα μεμιάς, μα δεν του βάσταγε να θυσιάσει τη γυναίκα του.  Ακόμα. 
Ο άγνωστος μια χαρά του τα 'χε αραδιάσει. Δε ζήτησε τη Λούσιω, που βάραινε στην καρδιά του Φίλιππου πιότερο από τον κόσμο όλο αλλά την Ευγενία, που σύντομα θα φαινόταν αδιάφορα αυτονόητο ακόμα και στον άνδρα της, να πεθάνει εκείνη προκειμένου να σωθούν οι άλλοι.
     Δεν είχε βγει από το σπίτι, από τότε που βρέθηκαν τα δυο αγόρια. Η βάβω τού μετέφερε τα νέα και για τους υπόλοιπους νεκρούς και τον κοιτούσε βλοσυρή, κάθε φορά που έμπαινε στο δωμάτιο για να του αφήσει λίγο φαϊ. Και του φαινόταν πως, κάθε μέρα, όλο και περισσότεροι διαβάτες έριχναν μισητά βλέμματα στο παραθύρι του καθώς περνούσαν απ'έξω. Ο Κυρούσης δεν τον είχε επισκεφθεί, δεν του είχε γράψει καν. Όλη η πόλη είχε συννεφιάσει από τις ρίζες της, περισσότερο τώρα που έλαμπε ο ήλιος στον ουρανό.
     Ο Σαρακατσάνος που θα μετέφερε το μήνυμά του δεν είχε φύγει ακόμα για τα βόρεια. Πόσοι ακόμα θα χάνονταν, μέχρι να πατήσει η Ευγενία το πόδι της κοντά του; Πόσους ακόμα μπορούσε να αντέξει η συνείδησή του;
"Λούσιω..." του ξέφυγε ένας ψίθυρος και δάκρυσε αμέσως, ξέροντας πως είχε πάρει την απόφασή του από την αρχή και απλά καθυστερούσε, μη θέλοντας να πιστέψει σε δαιμόνια και κατάρες. Μη θέλοντας να πιστέψει την ανακούφιση που είχε νιώσει, όταν ο άγνωστος του προσέφερε μια λύση στο πρόβλημα της ζωής του. Κι από την άλλη, πώς τολμούσε να σκέφτεται να ξεφορτωθεί με τέτοιο τρόπο, τη γυναίκα που ο ίδιος είχε δέσει χειροπόδαρα στη δική του μοίρα;
     Και τότε, ακούστηκαν οι φωνές από το δρόμο και οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν προς την είσοδο της πόλης, ενθουσιασμένοι. Οι γυναίκες έλυναν τα κεφαλομάντηλα, οι άντρες πετούσαν τα τσαρούχια και βαρούσαν με τα κουμπούρια τους στον αέρα.
Ο Φίλιππος άνοιξε μια σπιθαμή το παράθυρο.  
"Ήρθε, ήρθε, σωθήκαμε! Στο γιοφύρι, χτίστε τη στο γιοφύρι, να σωθούμε!" το μυαλό του ένωσε τα σκόρπια λόγια από τους περαστικούς και δεν κατάλαβε πότε βγήκε από το σπίτι κι άρχισε να τρέχει μέσα στο πλήθος.

     Μέχρι να βγει το φεγγάρι, ο κόσμος είχε διαλυθεί.
Ώρες πριν, όλοι είχαν στριμωχτεί γύρω από τη γέφυρα, πάνω στο δρόμο μέχρι και κάτω στις όχθες του ποταμού, ακόμα και οι Τούρκοι και οι Εβραίοι - ο Διοικητής και οι στρατιώτες τα’βλεπαν από μακριά. Όλοι είχαν παρακολουθήσει την Ευγενία του μαστρο-Φίλιου, να σέρνεται από τα χέρια και τα μαλλιά, από δυο εργάτες. Όλοι είχαν σωπάσει σταδιακά, καθώς τους κοιτούσε έντρομη και παρακάλαγε και κλώτσαγε, ζητώντας τον άντρα της - που δε φαινόταν και δεν ακουγόταν πουθενά, ακόμα κι όταν όλα τα στόματα σφάλισαν. Όλοι είχαν τιναχτεί στιγμιαία, όταν την πέταξαν από πάνω στα θεμέλια της κεντρικής καμάρας και ακούστηκε ο κοφτός ήχος των οστών που έσπασαν. Όλοι παρέμειναν ακίνητοι και αμίλητοι, όταν φάνηκε πως η δόλια δεν είχε πεθάνει και έβγαζε λυγμούς και υπόκωφους ήχους, που έμοιαζαν με λέξεις, καθώς πνιγόταν στο αίμα της. 
     Και ύστερα, σώπασε κι εκείνη. Οι εργάτες κατέβηκαν και ξεκίνησαν να τη σκεπάζουν με πέτρες και κονίαμα, σκίζοντας κι άλλη σάρκα, ραγίζοντας κι άλλα κόκκαλα. Έσπρωχναν και τακτοποιούσαν, αγνοώντας το σώμα που διαστρεβλωνόταν πέρα από κάθε όριο, μέχρι που το σκέπασαν και το χάρισαν για πάντα στο γιοφύρι.
     Τώρα πια, μόνο μερικά παιδιά χάζευαν ακόμα τα φρεσκοστρωμένα θεμέλια και πετούσαν βότσαλα στο σκοτεινό νερό. Οι μυρολογίστρες των νεκρών που δεν είχαν φύγει ούτε λεπτό, εδώ και μέρες, τώρα έφτυναν στον κόρφο τους και ύστερα στο κενό, με πρόσωπα ζαρωμένα από αηδία. Και όχι από αυτό που είχαν δει, αλλά από αυτό που σκέφτονταν. Ποιος ξέρει τι είχε κάνει η κακορίζικη και τη ζήτησε το γιοφύρι για να μας λυπηθεί.
     Ύστερα έφυγαν κι αυτές. Οι πόρτες και τα παράθυρα έκλεισαν και κλείδωσαν και όλη η πόλη ερήμωσε. Ο Κυρούσης μόνο έμεινε, καθισμένος με την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου, ακίνητος σαν άγαλμα, να θωρεί το νέο θεμέλιο από μακριά, σα να μην είχε καταλάβει πώς τα 'χε σχεδιάσει - ήρεμα και κρυφά, με το βάρος του θανάτου να πέφτει στη δική του πλάτη και τα δικά του χέρια και δεν τον ένοιαζε, αρκεί να μην πέθαιναν άλλα παιδιά - και πώς έγιναν όλα τόσο αλλιώτικα. 
Η βάβω. Σε αυτήν τα 'χε πει μόνο. Αυτή μίλησε σ'όλους, η κακούργα. Κι έγινε ο θάνατος της κοπέλας βασανιστήριο και ντροπή και σφάχτηκε χειρότερα κι από λυσσασμένο ζώο, σα να 'ταν καμιά μαυρόψυχη διαβολογυναίκα.
Η βάβω δε θα ζήσει να δει το νέο φεγγάρι, αποφάσισε ο Κυρούσης. Κι ύστερα, η καρδιά του σα να σταμάτησε από τον πόνο, καθώς είδε κίνηση κάτω στις πέτρες στο ποτάμι και αναγνώρισε την κορμοστασιά του πρωτομάστορα.
     Ο Φίλιππος βρήκε ευκαιρία, βγήκε από την κρυψώνα του και σύρθηκε κοντά της. Βούτηξε στο ποτάμι και πιανόταν απ'οπου έβρισκε για να μην παρασυρθεί και έφτασε στο σημείο που είχε γίνει ο τάφος της, λίγο πριν λιποθυμίσει από την παγωνιά - αν και δεν το 'νιωθε ο ίδιος. Δεν ένιωθε τίποτα.
     Αρπάχτηκε από τις πέτρες, βγήκε και έκατσε στην κορφή του, κοντόχοντρου ακόμα, στύλου που θα στήριζε τη νέα καμάρα. Χάιδευε τις πέτρες και έστρωνε το κονίαμα όπου είχε ξεφύγει, με προσοχή και απαλές κινήσεις για να μη χαλάσει. Ίσα που έβλεπε τι έκανε στο ημίφως, ίσα που ανέπνεε για να μην κάνει απότομες κινήσεις και αναστατώσει τη θυσία της.
     "Κι έλεγα, πότε θα σε πάρει ο πόνος να σε φέρει κατά 'δω."
Ο άγνωστος στεκόταν δίπλα του, κρυμμένος από κάποια αδικαιολόγητη σκιά.
"Εδώ ήμουν, από την αρχή" ψιθύρισε.
"Το ξέρω. Εννοούσα, να σε φέρει δίπλα της."
"Να μην πεθάνει μόνη..."
"Ω, δεν πέθανε καθόλου μόνη. Ολόκληρο πλήθος είχε γύρω της, εδώ δεν ήσουν;" κάγχασε ο άγνωστος.
Ο Φίλιππος τον κοίταξε θυμωμένος.
"Και ήμουν κι εγώ εδώ, να της κρατώ το χέρι" σοβαρεύτηκε ο άνδρας.
"Αλήθεια;" απόρησε ειλικρινά ο πρωτομάστορας.
"Αν την είχες φέρει γρήγορα και αθόρυβα, θα μπορούσες να τη σκοτώσεις το ίδιο. Δε θα καταλάβαινε καν τι είχε συμβεί, δε θα υπέφερε, θα έφευγε με 'σενα για τελευταία της εικόνα. Τώρα, έτσι όπως έγιναν τα πράματα...είχε αρχίσει να μουρμουράει νέες, δικές της κατάρες πριν σβήσει. Να πέφτει το γιοφύρι και οι διαβάτες σαν τα φύλλα...δε μπορούσα να το αφήσω αυτό έτσι, καταλαβαίνεις. Τα δαιμόνια μου θα έμεναν εδώ κι άλλο. Ούρλιαζαν και χτυπιούνταν απελπισμένα. Της μίλησα, τι να 'καμα; Της θύμισα τον μικραδελφό που 'χει στην ξενιτιά και είναι έμπορος γνωστός, με καραβάνια στη δούλεψή του και οικογένεια δικιά του. Και πως, σίγουρα, θα τον έφερνε ο δρόμος του εδώ κάποια στιγμή, μια που η αδελφή της έχει καλοπαντρευτεί κοντά στην πόλη. Τις πήρε πίσω τις κατάρες της, γοργά όπως τις ξεστόμισε. Έδωσε ευχές, να μείνει στητό το γιοφύρι όπως τα βουνά. Ήταν καλή γυναίκα η Ευγενία σου, μαστρο-Φίλιο. Αν της έλεγες τι έπρεπε να γίνει, ίσως και να 'πεφτε μόνη της στα θεμέλια και να τραγουδούσε καθώς τη σκέπαζαν οι πέτρες."
"Δε μπορούσα...δε μπορούσα..."
"Δε μπορούσες ακόμα. Αλλά είχες πάρει τόσους στο λαιμό σου ήδη. Κι αν σου βάσταγε εσένα να περιμένεις κι άλλο, εμένα όχι. Ακόμα κι εγώ σφίγγομαι όταν χάνονται παιδιά, ξέρεις."
"Τι έκανα ο μαύρος, τι έκανα..." τράβαγε τα μαλλιά του.
"Τίποτα δεν έκανες εσύ τελικά, μη χτυπιέσαι."
"Ήθελα να προσπαθήσω να τη σώσω...να βρω τρόπο να ξεφύγει..."
"Έμεινες κλεισμένος στο δωμάτιο της βάβως. Δε μίλησες, δε ρώτησες πώς θα μπορούσες να γλιτώσεις την κυρά σου. Δεν ήθελες τρόπο να ξεφύγει, ήθελες να μη λερώσεις εσύ τα χέρια σου."
"Άμα ρώταγα...υπήρχε τρόπος;"
"Όχι. Αλλά τουλάχιστο θα ξαγρύπναγες τα βράδια, ξέροντας ότι πραγματικά δε θέλεις να συμβεί αυτό. Θα πενθούσες για το χαμό της και όχι για τη μαύρη σου ψυχή. Ακόμα και στο τέλος της, κιότεψες να φωνάξεις, να σπρώξεις, να τη χαιρετήσεις."
"Μα-"
"-ναι, ξέρω. Εκείνη την ώρα ίσως να σ' έτρωγε κι εσένα το τρελαμένο πλήθος. Και φοβόσουν. Ξέρω ότι φοβόσουν. Κι επανάσταση που 'θελες να κάμεις με τους φίλους σου όταν επέστρεψες στην πατρίδα, μόνο με τα λεφτά σου ήθελες να την κάμεις. Άλλοι θα τράβαγαν τα γιαταγάνια στον κατακτητή. Καημένε μαστρο-Φίλιο...άιντε. Τράβα τώρα στη Λούσιω σου. Και μη σκιάζεσαι για την Ευγενία. Έκανε μεγάλο καλό, σε όλους μας. Σ' ορκίζομαι πως είναι ήρεμη πια, εκεί στο βάθος τ' ουρανού."
"Πού να πάω ο κακορίζικος, πού να πάω...πώς θα κοιτάξω τη Λούσιω στα μάτια;"
"Όπως την κοίταζες και πριν, που πάγαινες στο κατώι της ζεσταμένος από άλλο κρεβάτι."
"Και τι θα λένε εδώ για μένα;" του ξέφυγε μουρμουρητά κι αμέσως ντράπηκε και μαζεύτηκε πάνω στο θεμέλιο και ψιθύριζε συγγνώμη, συγγνώμη στην Ευγενία.
     Ο άνδρας γέλασε δυνατά, το σώμα του τεντώθηκε προς τα πίσω. Φάνηκε πως το γέλιο του θα ξυπνούσε όλη την πόλη, μα ούτε τα πουλιά στα γύρω δέντρα δεν κουνήθηκαν σπιθαμή.
"Αχ, τι είστε εσείς οι άνθρωποι...η πόλη έχει να καταπιεί τα δικά της βάσανα μαύρε μου. Να ξεχάσουν πώς τραβούσαν τα μαλλιά της, άγνωστής τους, κυράς καθώς σερνόταν δίπλα τους, πώς την καταριόνταν και τη χαστούκιζαν λες και ήταν η ίδια που γκρέμιζε το γιοφύρι τόσον καιρό ή έσπρωξε όλους τους αθώους στο θάνατό τους, κράζοντας σα στοιχειό. Έχουν να χωνέψουν τις δικές τους ενοχές και τη ντροπή που, αντί να την τιμήσουν που θα τους έσωζε όλους, την έσπρωξαν και τη στρίμωξαν σαν παλιόρουχο μέσα στον ασβέστη. Δε μπορούν βέβαια να ξεχάσουν την ιστορία ή να τη σβήσουν από τα μάτια και τ'αυτιά των ξένων, που βρέθηκαν εδώ μια τέτοια μέρα. Αλλά θα τη φτιάξουν, θα την κεντήσουν και θα τη στολίσουν με στίχους και μουσικές. Και θα περάσουν οι γενιές και όλο οι λέξεις θα αλλάζουν κάθε τόσο, τα ονόματα και οι λεπτομέρειες θα σβήνουν από το μυαλό. Οι αλήθειες θα ξεχνιούνται και, χρόνους μετά, θα μείνει μόνο αυτό που έχει σημασία. Η γυναίκα του πρωτομάστορα θεμελιώθηκε στην κεντρική καμάρα, για να σταθεί το γιοφύρι. Μια και καλή. Για πάντα" είπε τραγουδιστά τα τελευταία λόγια. 
"Τι συγγνώμη να της πω ο δόλιος, σαν τη ματαδώ εκεί στον ουρανό;"
"Να μη φοβάσαι διόλου. Δε θα τη ματαδείς. Εσύ, εδώ στη γη θα μείνεις σαν πεθάνεις. Θα σ' έχω δαιμόνι από τα ξέχωρα, θα ξεύρω και τ'όνομά σου, μεγάλη τιμή αυτή" γέλασε ο άνδρας.
     Ένας δυνατός άνεμος φύσηξε ξαφνικά και η μορφή του διαλύθηκε σα σύννεφο, αφήνοντας τον Φίλιππο να χτυπά το κεφάλι του πάνω στις πέτρες και τον Κυρούση να τον κοιτά από μακριά κλαίγοντας. 

Τέλος

Α. Γάρδα

ιδιωματισμοί:

Μποστάνι = μικρό περιβόλι σπιτιού, με σπαρτά και οπωροφόρα δέντρα
Σκλια = σκυλιά
Γούλαινα = η γυναίκα του Γούλα
Για = γιατί, επειδή
Τσιέβω = Παρασκευή στην Ηπειρώτικη διάλεκτο
Γιώργαινα = η γυναίκα του Γιώργου
Δόξα πατρί = το μέτωπο
Ξες = ξέρεις
Γκλάβα = από το γκλαβανή, καταπακτή στη στέγη του σπιτιού – μεταφορικά το κεφάλι
Σφάλισαν = κλείδωσαν, έκλεισαν ερμητικά
Μυρολογίστρες ή μυριολογίστρες = γράφεται λανθασμένα και μοιρολογίστρες (υποτίθεται αυτές που μιλάνε/τραγουδάνε τη μοίρα) αλλά η λέξη προέρχεται από το μύρω, που σημαίνει θρηνώ
Θωρεί = κοιτά
Κιότεψες = δείλιασες
Μαύρε μου = καημένε μου, που έχεις μαύρη/κακή μοίρα
Ματαδώ = ξαναδώ
Ξεύρω = ξέρω

*Photo: Το γιοφύρι της Άρτας, σχέδιο  
Photo credit: from arhiogefirionipirotikon.blogspot.com

Comments

Popular posts from this blog

The Silent Suppers: The First

The Silent Suppers: The Third

Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 18