Το Γιοφύρι (1ο μέρος)
*Η παρακάτω ιστορία είναι εμπνευσμένη από το θρύλο για το Γέφυρι της Άρτας, στον ποταμό Άραχθο. Μια ιστορία για ανθρωποθυσία, που παραδόξως επέμεινε στη λαϊκή μνήμη και όχι με τόση ντροπή όσο θα φανταζόταν κανείς. Είναι άλλωστε εντυπωσιακό και το δημοτικό τραγούδι που αφηγείται το μύθο, καθώς έχει ένα ιδιαίτερα μακάβριο θέμα αλλά και πολλούς και δύσκολους στίχους, παρ'όλ'αυτά παραμένει ως περήφανη κληρονομιά της παράδοσης του τόπου.
Η αρχική κατασκευή του γεφυριού, τοποθετείται επί εποχής του βασίλια Πύρρου Α' της Ηπείρου, τον 3ο αιώνα π.Χ. Τη σημερινή του μορφή πήρε περίπου το 1602-1606 μ.Χ. και πληροφορίες αναφέρουν ότι τη χρηματοδότησή της κατασκευής, ανέλαβε ένας Αρτινός παντοπώλης, για να διευκολύνει τις εμπορικές του δραστηριότητες.
Κάποιες λεπτομέρειες (εποχές, ονόματα, λεπτομέρειες της κατασκευής κλπ.) και το ένα όνομα που σώζεται (του παντοπώλη) έχουν αλλαχθεί λίγο ή πολύ. Η γλώσσα, οι εκφράσεις και οι ντοπιολαλιές προφανώς δεν ανταποκρίνονται πιστά στις αντίστοιχες της χρονικής περιόδου, ίσως και καθόλου. Οι ιδιωματισμοί είναι Ηπειρώτικοι και σίγουρα κάποιοι χρησιμοποιούνταν από το τέλος του 19ου αι. και μετά, τουλάχιστον στα Γιάννινα και βορειότερα. Πριν από αυτό, δε γνωρίζω και δεν ερεύνησα περαιτέρω καθώς δεν επιζητούσα τόσο τη γλωσσική ακρίβεια. Χρησιμοποίησα κάποιους, μόνο για το γενικότερο ύφος της ιστορίας αλλά και γιατί μου είναι οικείοι, λόγω καταγωγής.
Άρτα, 1606 μ.Χ.
Ο Φίλιππος κοίταζε αμίλητος το γιοφύρι από μακριά. Η κεντρική καμάρα είχε πέσει πάλι. Η προηγούμενη φορά ήταν όταν εκείνος ακόμα βύζαινε από τη λεχώνα φιλινάδα της νεκρής μάνας του. Και η προηγούμενη από αυτήν, όταν ο παππούς του ήταν ακόμα αμούστακος. Κι άλλες, πιο πριν, που χάνονταν στο βάθος του χρόνου.
Τώρα, η ζημιά είχε επεκταθεί και στις μικρότερες καμάρες, που έστεκαν μισές στο κενό και όλοι έλεγαν πως το γιοφύρι ήταν σίγουρα καταραμένο από την αρχική φτιασά του και έπρεπε να χτίσουν αλλού.
"Μαστρο-Φίλιο!" άκουσε μια βροντερή, αντρική φωνή πίσω του.
Χωρίς να γυρίσει, χαιρέτησε τον έμπορο που τον είχε καλέσει να αναλάβει την επισκευή.
"Καλημέρα Κυρούση" απάντησε ήρεμα. Ο έμπορος ήταν κοντά είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του, αλλά τον είχε ορκίσει από την αρχή της γνωριμίας τους, ότι θα μιλούσαν άνετα και ξεκάθαρα, σα φίλοι.
"Τι λες λοιπόν; Θα το ξαναστήσουμε;"
"Θα πάρει πολλά φλουριά."
"Όσα χρειαστεί. Έχω και φλουριά, έχω και τους νέους, ασημένιους παράδες. Όσα πάρει."
"Και χρόνο. Ίσως και να το κάνουμε πάλι από την αρχή, δεν ξέρω ακόμα."
"Εδώ είμαστε. Ο Διοικητής και οι δικοί του δε θα μας ενοχλήσουν, τους βολεύει να δουλεύει το γιοφύρι προφανώς."
"Τους βολεύει τους Τούρκους και που δε θα αδειάσουν τις δικές τους κασέλες" μουρμούρισε θυμωμένα ο Φίλιππος.
"Μη σε νοιάζει και μη σκιάζεσαι με τέτοιες υποθέσεις. Εγώ σ'έφερα για πρωτομάστορα, να το φτιάσεις για εμάς, τι να κάνουμε που θα το πατάνε κι άλλοι; Και σε άλλα τοξοτά που δούλεψες, λόγιζες ποιοι θα περνάνε σύμφωνα με τη αρεσιά σου;"
"Εδώ είναι μεγάλο μέρος, πρώτη πόλη Κυρούση. Εδώ περνάει στρατός των Τούρκων πέρα-δώθε."
"Πέρναγε και πριν μαστρο-Φίλιο μου. Πέρναγε και όταν ήσανε στα ξένα. Μην πιάνεσαι με τέτοιες σκέψεις, δε βγάζουν πουθενά."
Ο Φίλιππος δεν απάντησε και ο έμπορος κοιτούσε γύρω του νευρικά.
"Και τι πλήθος θα έχεις στη δούλεψή σου!" άλλαξε τη συζήτηση για να μην τους ακούσει κανά τεντωμένο αυτί από τους περαστικούς πίσω τους. "Πάνω από δυο κατοστάδες, πετράδες και μαστόροι και μαθητάδες, μαζι με αυτούς που έφερες εσύ μαζί σου. Όλοι πρόθυμοι να αναστήσουν το πέρασμα, το συντομότερο δυνατό. Θα κάνουμε ένα γλέντι μόλις τελειώσει, μα ένα γλέντι!"
"Να χτιστεί από την αρχή...;" μονολόγησε χαμηλόφωνα ο Φίλιππος, σα να μην είχε εντυπωσιαστεί διόλου από τον αριθμό. "Ή να γκρεμίσουμε μόνο τις διπλανές της κεντρικής καμάρας και να τις ξαναφτιάξουμε και να ενισχύσουμε το-"
Το βλέμμα του άστραψε, σα να σκέφτηκε κάτι. Τράβηξε από το γιλέκο του ένα πουγκί. Έβγαλε ένα κομμάτι σκληρό ύφασμα και λίγο κάρβουνο και άρχισε να γράφει βιαστικά.
"Στείλε σε αυτούς τους μαστόρους" έσκισε τη γραμμένη γωνιά του υφάσματος και την έδωσε στον Κυρούση "να είναι αύριο, πριν την ανατολή, εδώ. Όχι, όχι εδώ. Κάτω, δίπλα στο γιοφύρι, να λογαριάσουμε από κοντά το θεριό" συμπλήρωσε και συνέχισε να τραβάει γραμμές με το κάρβουνο.
"Τώρα κιόλας παγαίνω. Πριν τον πετεινό θα τους έχεις πλάι σου. Κάνε εσύ τις ζωγραφιές σου-"
"-τα σχέδια" τον διόρθωσε ο Φίλιππος αδιάφορα.
"Ναι, αυτά."
"Σε ευχαριστώ Κυρούση."
"Τι λόγια είναι αυτά μαστρο-Φίλιο μου; Σα γιο μου σε μελετάω κάθε βράδυ, μπροστά από την εικόνα της Παναγιάς. Σαν ψυχαδελφό σ'έχω από την ώρα που 'ρθες, χωρίς καθυστέρηση, να μας βοηθήσεις με τους καλύτερους μαστόρους κι εργάτες σου. Με 'σένα στην κεφαλή το γιοφύρι θα σταθεί πάλι, μια και καλή. Το 'χα δει σε όνειρο, όταν σε πρωτογνώρισα στα μέρη σου."
"Μη λες μεγάλα λόγια, άσε τα όνειρα και τα οράματα για τις μαυροφορεμένες. Υπάρχει λόγος που δε στάθηκε μέχρι τώρα, μια και καλή" ειρωνεύτηκε. "Κάποιος δεν έκανε καλή δουλειά, δε μέτρησε κάτι σωστά. Κι αν δεν βρω την αιτία, καινούρια πέτρα δε θα ακουμπήσει στα θεμέλια, να το ξέρεις."
"Ό,τι πεις" γύρισε να φύγει ο έμπορος.
"Κυρούση;"
"Ναι;"
"Σε παρακαλώ, άσε αυτό το...μαστρο-Φίλιο" είπε, προσπαθώντας να κρύψει το υποτιμητικό του ύφος. "Φίλιππο με λένε."
Ο έμπορος γέλασε δυνατά, χτυπώντας μαλακά τη μεγάλη κοιλιά του. "Εγώ δεν το'χω σε τίποτα να το αφήσω" απάντησε εύθυμα. "Αλλά όσοι θα μπουν στη δούλεψή σου, να εύχεσαι να σε καλούν με αυτό το όνομα. Πα' να πει πως σε πιστεύουν, πως θα κάνουν το θέλημά σου με χαρά."
"Κανένας από τους δικούς μου δε με λέει έτσι και μια χαρά κάνουν το θέλημά μου. Το σημαντικό είναι να γίνεται σωστά η δουλειά, άμα πιάσουμε τις φιλίες και τα χαϊδέματα των ονομάτων...τέλος πάντων, άμαν ήμανε κανένας άχρηστος αλλά τους φερόμουν καλά, θα κάνανε ζημιές ακόμα κι αν το ξέρανε, γιατί θα ήμανε φίλος τους;"
"Όχι βρε μάνα μου, πώς να στο εξηγήσω...είσαι και σπουδαγμένος χρόνια στην ξενιτιά και τα'χεις αλλιώς..."
"Είμαι τρία χρόνια εδώ Κυρούση."
"Ε, να...κι εμένα, Κυριάκο με έβγαλε ο παπάς από την κολυμπήθρα και Κουράκ με ανεβοκατεβάζουν οι Τούρκοι. Αλλά οι δικοί μας, όσοι μένουν μέσα στην πόλη και έξω στα χωριά, όσους βοηθώ που γονάτισαν στην ανάγκη, που έχουν φάει ψωμί και αλάτι, φρέσκο κρέας και παστό ψάρι από τα κελάρια μου χωρίς να πληρώσουν τίποτις ή να χρωστούν έπειτα...αυτοί με βάφτισαν Κυρούση απ'ευνωμοσύνη κι αγάπη, σα να 'μαι αίμα τους κι ακόμα καλύτερα. Γιατί δεν το'χα υποχρέωση, όσα έκανα. Και το κράτησα κι εγώ για αυτούς που νιώθω κοντά. Σαν εσένα."
"Εμένα θα μου δώσεις φλουριά όμως, δε σου κάνω χάρη" στραβογέλασε ο Φίλιππος.
"Ναι, άλλα άφησες το σπίτι και τη γυναίκα σου για να'ρθεις. Και είσαι ήδη ξακουστός πάνω σε εσάς, δεν περίμενα ότι θα σε φέρω τόσο ευκολα, να σου πω την αμαρτία μου."
"Τέτοια μεγάλη ευκαιρία δε θα την άφηνε κανείς μάστορας στα καλά του" έδειξε το λαβωμένο γιοφύρι. "Θα την ξαναδώ τη γυναίκα μου, δεν είμαστε και τόσο μακριά δα" είπε κάπως νοσταλγικά και θυμήθηκε το κεντητό μαντήλι, που του είχε στείλει η Λούσιω πριν λίγες εβδομάδες, για τα τριακοστά όγδοα γενέθλιά του.
"Με τέτοια δουλειά π' ανοίγουμε, θα περάσει καιρός. Τέλος πάντων, εσύ τα ξέρεις και τα μετράς καλύτερα. Και για τ'άλλο που λέγαμε, δε σου'πα να αλλάξεις το όνομα που σου επέτρεψε ο Θεός, για χάρη του κάθε εργάτη. Αλλά να, πώς να στο πω...μην ξεσυνερίζεσαι αυτούς που στο κολάνε. Για καλό θα'ναι."
Ο Φίλιππος ξεφύσηξε παραιτημένος.
"Ας έχει...πήγαινε γοργά, να προλάβεις και τ' αγγόνι σου πριν κοιμηθεί. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα εδώ, να κάνω υπολογισμούς για την καμάρα."
"Μη σε πάρει η νύχτα όμως, η βάβω που σε φιλοξενεί θα κλειδώσει με τον κατάψυχο."
"Για να μη βρίσκουν ανοιχτά και μπαίνουν τα δαιμόνια" ρουθούνισε αστειευόμενος. "Ξέρω, μου τα 'πε εχθές, πρώτη κουβέντα της όταν με δέχτηκε."
Ο Κυρούσης μαζεύτηκε ανεπαίσθητα και ο Φίλιππος κατάλαβε πως κι ο έμπορος έτρεμε τα σκοτάδια όσο και η γριά, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Καληνυχτίστηκαν με νοήματα και χώρισαν. Εκείνος χάθηκε πάλι στις σκέψεις του και στην καινούρια ιδέα, που του είχε καρφωθεί στο μυαλό λίγο πριν.
Μεγαλύτερη κεντρική καμάρα. Ναι, είναι προφανές. Να μην ξαναστήσουμε τις μικρότερες όπως ήταν, να τις κλείσουμε έτσι, κουτσουρεμένες, να τις αφήσουμε μικρότερες. Η κεντρική δεν είχε αρκετά μεγάλο τόξο. Προφανώς δεν ήθελαν να φαίνεται παράταιρη με τις άλλες, αλλά ήταν ψεύτικη ομορφιά. Άδεια από δύναμη. Βάιζε σιωπηλά με κάθε ορμητικό αγέρι και δυνατή βροχή.
"Συλλογάσαι τη σωτηρία του, μαστρο-Φίλιο;" ήρθε μια άλλη, ξένη φωνή αυτή τη φορά, από τα αριστερά του. Ο ήλιος κατηφόριζε γρήγορα, έμοιαζε να φιλά τα βουνά. Ο ουρανός είχε γεμίσει χρώματα.
"Δε σας ξέρω" είπε στον ηλικιωμένο άντρα, που είχε καθίσει σε ένα βράχο παραπέρα, κρυμμένος στις σκιές των δέντρων. Ακουγόταν πιο μεγάλος και από τον έμπορο.
"Όλη η πόλη σε έχει μάθει από χθες, νεαρέ. Ακόμα κι ο Διοικητής. Θα κάνεις θαύματα λένε. Είσαι σπουδαγμένος στα ξένα."
"Τα θαύματα είναι για τους αγίους. Στα ξένα με έμαθαν να κάνω δουλειά, με μελέτη και προσοχή, όχι να μπλέκομαι με προσευχές και τάμματα. Έχω επισκευάσει τέσσερα γεφύρια ήδη, μικρά και μεγάλα. Στα βόρεια, πέρα από-"
"-ω, δεν το είπα για καλό" τον έκοψε ο ξένος. "Έμαθες μικρός την τέχνη της πέτρας, αλλά αντρώθηκες μακριά από τον τόπο σου. Και αυτό" έδειξε το γιοφύρι με το σαγόνι του "δεν πρόκειται να σταθεί μια και καλή, όσο κι αν ανοίξεις το τόξο."
Τους άκουγε όταν μιλούσαν με τον Κυρούση; Κι έπειτα...είχε μονολογήσει τις τελευταίες σκέψεις του χωρίς να το καταλάβει;
"Είστε από τους μαστόρους που το είχαν ξαναφτιάξει;" ο Φίλιππος κοίταξε πλάγια, τον ήλιο που είχε μισοχαθεί ήδη.
"Οι πρώτες πέτρες μπήκαν τόσο παλιά...πριν ακόμα περπατήσει ο Χριστός σας πάνω στη γη, πολύ πριν" αναστέναξε νοσταλγικά ο ξένος, αγνοώντας την ερώτηση. "Θα ήταν γερό ως το τέλος του κόσμου, τόσο καλά το είχαν υπολογίσει. Δε φταίει η καμάρα, δε φταίει η βροχή ούτε οι μαστόροι του μέσα στο χρόνο. Μη θαρρείς πως ανακάλυψες την αδυναμία του και μην υποτιμάς τις ικανότητες όσων το όρθωσαν και φρόντισαν τα τραύματά του πριν από εσένα. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό θεριό απ'όσα ξέρεις."
"Αλλά...; Τι φταίει δηλαδή;" ρώτησε υποτιμητικά.
"Έχει κατάρα το μέρος. Βαριά και παλιά. Αν δεν ποτίσει αίμα η ξερολιθιά, αν δε βάψει με σαπισμένη σάρκα ο ασβέστης, το γιοφύρι θα πέφτει μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία."
"Πρέπει...να φύγω" κατάφερε να ψελλίσει ο Φίλιππος, νιώθοντας ξαφνικά νευρικός. Έστρωσε το φράγκικο σακάκι του και τέντωσε το γιακά του πουκαμίσου του.
"Ρώτα και τον Κυρούση. Ρώτα όποιον θες. Όλοι ξέρουν για την κατάρα εδώ και γενιές, δεν είναι κάτι νέο. Την ξεχνούσαν βέβαια, κάθε που στηνόταν το γιοφύρι εκ νέου, αλλά την ξέρουν και τη συζητάνε πάλι."
"Τι να μου πουν; Παραμύθια;"
"Καληνύχτα μαστρο-Φίλιο. Τα χαιρετίσματά μου στη γυναίκα σου. Την κανονική γυναίκα. Αυτή που πήρες με παπά και με βλάμη, την Ευγενία του Ντούλα του ταμπάκη απ'την πόλη στα μέρη σου...όχι την άλλη" είπε ο άγνωστος.
Άνοιξε το στόμα του να ζητήσει εξηγήσεις για τα τελευταία λόγια του ξένου, αλλά ήχος δε βγήκε. Τα σωθικά του ανακατεύτηκαν και η ραχοκοκαλιά του άρχισε να τρέμει ξαφνικά. Ο άλλος άνδρας δεν του έδωσε σημασία. Σηκώθηκε και περπάτησε μακριά του και χάθηκε στο σκοτάδι κάτω από τα δέντρα.
Ο Φίλιππος έφυγε σχεδόν τρέχοντας, περισσότερο για να καταπιεί το θυμό του που ένας περίεργος γέρος είχε καταφέρει να τον σκιάσει21 σα να ήταν μικρό παιδί, παρά για να προλάβει τη σπιτονοικοκυρά του πριν κλειδώσει.
Είχε φύγει για την ξενιτιά πριν πατήσει τα είκοσι. Με καραβάνι εβραίου, φίλου του πατέρα του, κρυμμένος σε μια μικρή ντιβανοκασέλα, μέσα στην μεγαλύτερη άμαξα. Και είχε γυρίσει στα τριάντα πέντε του, εύπορος και αναγνωρισμένος μάστορας - μηχανικός, διόρθωνε τον πατέρα του όταν τον σύστηνε καμαρώνοντας.
Θα μπορούσε να μείνει στις Αυστριακές επαρχίες για πάντα, αλλά ο πόνος για την πατρίδα - και κάποιες φήμες για επανάσταση ενάντια στους Τούρκους, τον έφεραν πάλι πίσω. Η επανάσταση δεν έγινε ποτέ, αλλά ο Φίλιος - Φίλιππος πια - δεν πτοήθηκε. Έμεινε να ρουφάει με το βλέμμα και την ψυχή του σα μαγεμένος, τα μέρη που άφησε παιδί.
Πολύ σύντομα και μετά από ένα γρήγορο ταξίδι στην πρωτεύουσα της επαρχίας, έμεινε και μαγεμένος από έρωτα. Είχε γνωρίσει την Ευγενία, τη δεύτερη κόρη του Κίτσου Ντούλα, που 'ταν πρώτο κεφάλι στα βυρσοδεψεία εκεί. Ήταν ψηλή και γιομάτη, χλωμή και χαμηλοβλεπούσα. Ήταν βέβαια πιο λιγομίλητη απ'ότι θα 'θελε, αλλά και τι περίμενε; Η μεγαλύτερη αδελφή της ήταν ακόμα ανύπαντρη κι αν τόλμαγε η Ευγενία να γλυκοκοιτάξει έστω και αρσενικό μωρό, θα τη σιδέρωνε ο πατέρας της σαν ξεραμένο δέρμα.
Αλλά ο Φίλιππος την ήθελε και του καλάρεσε που έπρεπε να επιμείνει για να την έχει. Φρόντισε να ξεκαθαρίσει στον Ντούλα: μόλις ξεμπερδέψεις με την Αγγελική και μου στείλεις γράμμα πως η Ευγενία είναι ελεύθερη να με παντρευτεί, θα λάβεις φλουριά για να σε βγάλουν δυο και τρεις χειμώνες δίχως μια μέρα δουλειά. Του τα άφησε και σε χαρτί, με εγγύηση ένα φρεσκοχτυπημένο, ασημένιο δαχτυλίδι. Ο Ντούλας τράβαγε τα μαλλιά του. Τι τύχη να του προσφέρουν προίκα για την κόρη του! Θα την έδινε εκεί και τώρα, αν δεν φοβόταν το φτύσιμο των φίλων του, που δεν θα ήταν άξιος να παντρέψει τη μεγάλη πριν από τη μικρή.
Και ο Φίλιππος, ήρεμος και αισιόδοξος, έφυγε πίσω στα μέρη του αμέσως, να δουλέψει και να μην παρασύρεται από τις επιθυμίες του.
Πού να 'ξερε ο δόλιος πως η Ευγενία δεν ήταν το γραμμένο του. Και πως, σύντομα και πριν το γάμο του, θα γνώριζε μιαν αγάπη τόσο βαθιά που θα κυλούσε σε όλο του το κορμί και θα τον έφτανε στα πικρά άκρα.
Ξύπνησε ιδρωμένος, έχοντας ακόμα την αίσθηση των χειλιών της Λούσιως πάνω στα δικά του και την εικόνα του προσώπου της να γεμίζει το μυαλό του τόσο, που για αρκετά λεπτά δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν.
Είχαν περάσει σχεδόν εξήντα μέρες και σοβαρή δουλειά δεν είχε γίνει. Είχαν εμφανιστεί κάτι περίεργες βροχές από το πουθενά, ήρεμες χωρίς ανέμους, αλλά συνεχείς και βρωμερές, σα να 'πεφτε γλίτσα από τους ουρανούς. Όλα κατέρρεαν, τα κονιάματα στη βάση δε στέγνωναν και οι πέτρες δεν είχαν χρόνο και ξερό αέρα και ήλιο, να κάτσουν όμορφα η μία πάνω στην άλλη. Τα νερά σταματούσαν, ίσα να αναθαρρήσουν οι εργάτες και οι μαστόροι και να στρώσουν πάλι τα θεμέλια. Και όταν έφταναν στην πρώτη πέτρα της καμάρας, ο καιρός χαλούσε πάλι.
Μετά το πρώτο δεκαήμερο, η πόλη ολόκληρη έφτυνε στον κόρφο της, κάθε φορά που κοιτούσαν το γιοφύρι. Κι αν ο πρωτομάστορας είχε πεισμώσει και γκάριζε διαταγές και παρακάλια και ύστερα ξανά φωνές, όταν άλλαξε ο μήνας τα πηλοφόρια και τα σφυριά, οι γωνιές και τα καλέμια πετάχτηκαν στις όχθες του ποταμού και οι πέτρες απόμειναν μονάχες να βρέχονται και να λασπώνουν.
Μέχρι και οι Τούρκοι βγήκαν να τους μιλήσουν και να προσφέρουν βοήθεια, αλλά κανείς δεν ήθελε να συνεχίσει. Το γιοφύρι ήταν καταραμένο, πάει και τέλειωσε. Και μ'αυτή τη λέξη, ακόμα κι ο Διοικητής κιότεψε. Άλλο θεό προσκύναγε, αλλιώς γονάτιζε και προσευχόταν, αλλά η κατάρα ήταν κατάρα για όλους.
Ο Φίλιππος ντύθηκε πρόχειρα, σκεπάστηκε με μια φαρδιά κάπα με κουκούλα, που του 'χε δώσει η βάβω - του μακαρίτη μου μαστρο-Φίλιο, δυο μέτρα άντρας - και κατέβηκε στον ποταμό. Η ψιχάλα δεν είχε κόψει διόλου και κόντευε βδομάδα.
Έτσι όπως πάμε, θα λιώσουν και οι καμάρες που ακόμα στέκονται, σκέφτηκε.
"Πως κάνεις έτσι, μια απλή βροχή είναι" τον κατατρόμαξε ο ξένος που είχε συναντήσει όταν είχε πρωτοέρθει. Καθόταν πάλι στον ίδιο βράχο. "Θέλει χιλιετίες για να λιώσει η πέτρα από τέτοιο στάξιμο."
"Δε με νοιάζει τι θέλει η πέτρα για να λιώσει."
"Σε νοιάζει όμως, τι θέλει το γιοφύρι για να σταθεί. Μια και καλή."
"Καλό καιρό θέλει και σωστή δουλειά."
"Αίμα θέλει και μάλιστα γρήγορα, μαστρο-Φίλιο. Τα δαιμόνια παγιδεύονται από την κατάρα του πάνω από τρεις αιώνες τώρα. Έχουν μαζευτεί τόσα πολλά που δε θα ξανασταθεί, μόνο και μόνο από το βάρος τους."
"Ακόμα με τα παραμύθια; Τι είσαι, ο ζουρλός της πόλης;"
"Παλιά σωζόταν το πράμα πιο εύκολα" δεν του έδωσε σημασία ο άγνωστος. "Στην αρχή μια κατσίκα, ένας πετεινός...ύστερα το καλύτερο κριάρι ή τέσσερα-πέντε υγιή πουλάρια εκείνης της χρονιάς. Μετά δυσκόλεψαν τα πράματα. Η κατάρα που έπεσε ήταν κατάρα αίματος και από ετοιμοθάνατο, ξέρεις. Κι αυτές φουσκώνουν με τα χρόνια και ζητάνε ολοένα και πιότερα για να ξεδιψάσουν. Κι όλα έπρεπε να είναι δοσμένα από χέρια που έμπλεκαν με το γιοφύρι, όχι από κανάν άσχετο. Ένας πετράς κάποτε, χάρισε την καλύτερη φοράδα του και γύρισε στη χώρα του με τα πόδια, άλλος εργάτης τη μοναδική κατσίκα που του 'χε απομείνει από έναν βαρύ χειμώνα. Όλοι κάτι που 'θελαν, κάτι που θα πονούσε ο χαμός του. Αλλά τώρα γέμισε το κτίσμα με όλα τα δαιμόνια της περιοχής. Και είναι κι αυτά ταλαίπωρα, δε θέλουν να μένουν αποκλεισμένα εκεί. Τώρα...θέλει άλλο πράμα. Μέχρι κι εγώ καταδέχτηκα να 'ρθω, να σιγουρέψω τη δουλειά αυτή τη φορά. Να ξεμπερδεύουμε όλοι. Μια και καλή."
Ο Φίλιππος δε μιλούσε. Είχε μείνει άναυδος απ'όσα άκουγε. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να γελάσει και να φύγει, να κοροϊδέψει και να φωνάξει για να τον αφήσει ο τρελός στην ησυχία του και την έννοια του. Δεν είχε και το μαχαίρι του μαζί, να τον φοβίσει. Κοιτούσε αμίλητος μπροστά, τα ερείπια θολωμένα από τη βροχή και την ομίχλη που αχνοφαινόταν καθώς έσκαγε το χρώμα τ' ουρανού από το σκοτάδι στο ημίφως. Αν τον αγνοούσε αρκετά, ίσως ο άγνωστος κουραζοταν κι έφευγε μόνος του.
"Η Ευγενία πώς είναι;" τον άκουσε να ρωτάει τελικά και το αίμα του πάγωσε. "Άδεια η κοιλιά της ακόμα...δε φταίει εκείνη, ξέρεις. Εσύ δεν έχεις σπόρο, για να φυτρώσει μέσα της."
"Σ' ορκίζομαι, αν συνεχίσεις-" γρύλισε ο Φίλιππος.
"Άλλη νόμισες πως αγαπούσες, άλλη έσφιξε την καρδιά σου τελικά” δεν πτοήθηκε ο ξένος. “Άλλη παντρεύτηκες για να μη σου κρεμάσουν κουδούνια και ρεζιλέψεις και τον πατέρα σου, άλλη ήθελες συντροφιά στο νυφικό κρεβάτι σου, κυρά στο σπίτι σου. Κι έλεγες δεν πειράζει, θα βγει η ζωή έτσι. Η Λούσιω φαίνεται είναι στέρφα, ας μείνει η Ευγενία με το στεφάνι μου στο κεφάλι της, να βγάλω τον γόνο. Έτσι δεν έλεγες τον περασμένο χειμώνα, όταν ετοιμαζόσουν για τον γάμο σου κι όταν η Λούσιω σου ζήτησε κι άλλα, εκτός από τις κλεφτές νύχτες στο κατώι του σπιτιού της; Όταν γυρνούσες στο δικό σου σπίτι και το 'καμες τάμα να μην την ξαναδείς, μέχρι τουλάχιστον να γκαστρωθεί η Ευγενία;"
Τα γόνατα του πρωτομάστορα έτρεμαν τώρα.
"Γόνο δεν έχει λοιπόν, μαστρο-Φίλιο. Κι εδώ που έμπλεξες, σύντομα θα έχεις νεκρούς στο γιοφύρι, τα δαιμόνια πονάνε πιότερο από σένα και ούτε εγώ δε θα μπορέσω να τα συγκρατήσω. Κι αυτοί οι τυχαίοι νεκροί δε θα 'ναι αυτό που θέλει η κατάρα και δε θα φτάνουν να την καταλαγιάσουν και τα αερικά μου απλά θα πληθύνονται."
"Κανείς δεν πλησιάζει τις καμάρες τώρα πια" απάντησε μέσα από τα δόντια του, προσπαθώντας ακόμα να κρατήσει τα λογικά του κι ας ήξερε πως όλα ήταν αλήθεια για τη ζωή και τις πιο προσωπικές του σκέψεις κι αυτός ο ξένος κάπως τα 'ξερε. Κι αν ήταν αλήθεια τα δικά του, ίσως να αλήθευαν και τα υπόλοιπα για το γιοφύρι. "Ποιον να σκοτώσει η κατάρα;"
"Οι άνθρωποι πάντα φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν, νεαρέ μου" άλλαξε τον τόνο του ο άνδρας. Σηκώθηκε και ήταν μια σκιά δυο μέτρα και παραπάνω, το κεφάλι του έμοιαζε να χάνεται στα πρώτα κλαδιά των δέντρων. "Έχεις να πάρεις μιαν απόφαση."
"Εγώ;"
"Είπαμε, χρειάζεται αίμα. Ανθρώπινο, αυτή τη φορά, έλεγα θα το 'πιανες, όπως στο 'φερνα πλάγια. Για να τελειώσει όλο αυτό, μια και καλή."
"Και πρέπει να το δώσω εγώ;"
"Εσένα διάλεξε, αλλά όχι το δικό σου. Στα 'πα και πριν. Θέλει αίμα που να σε πονέσει, όπως και τους άλλους πριν από σένα. Ο πατέρας σου είναι κατάκοιτος πια, θα φύγει μόνος του σύντομα. Τη Λούσιω την αγαπάς τόσο πολύ, που θα άφηνες όλο τον κόσμο να γκρεμιστεί για χάρη της και δε θα σ'ένοιαζε, αρκεί εκείνη να ήταν καλά. Δε με συμφέρει να την ανακατέψω, εγώ θέλω να κάνω τη δουλειά μου, να σώσω τα δαιμόνια μου, όχι να παίξω μαζί σου. Μένει λοιπόν...;"
"...η Ευγενία...;" ψιθύρισε ο Φίλιππος και του ξέφυγε ενας λυγμός.
"Κι εκείνη την αγαπάς. Με άλλο τρόπο βέβαια. Τη σέβεσαι και την εκτιμάς, τη νοιάζεσαι στο φυλλοκάρδι σου, είναι ξύπνια και κρατά το σπίτι και το βιος σου στα δυο χλωμά της χέρια, σαν πραγματική αρχόντισσα. Σίγουρα θα πονέσεις αν τη χάσεις, αρκετά για να λευτερώσεις τους δικούς μου. Παιδί δικό σου δε θα δεις. Η δουλειά σου είναι ό,τι θα μείνει από εσένα. Και ποια καλύτερη κληρονομιά και δόξα, από την επιτυχία σου να στεριώσεις για πάντα τούτο το γιοφύρι;" ρώτησε με στόμφο ο άγνωστος.
"Τι μου ζητάς...; Ξέρεις τι μου ζητάς!;" φώναξε ο Φίλιππος.
"Βεβαίως. Να πάρεις μια απόφαση."
"Είναι δυνατόν να κάνω κάτι τέτοιο!;"
"Δεν είπα ότι είναι εύκολη απόφαση" γύρισε πάλι να φύγει "αλλά είναι δική σου."
"Που να σε κάψει ο Θεός σιχτιριασμένε!"
Ο άνδρας σταμάτησε και γέλασε. "Αχ, καημένε μου, δεν έχει θεούς κι αγγέλους. Η κόλαση κι ο παράδεισος...όλα είναι εδώ, πάνω σε αυτή τη γη. Εγώ και τα δαιμόνια μου είμαστε απλά ό,τι σκοτεινό πετάτε εσείς οι άνθρωποι από μέσα σας, ό,τι πληρώνετε ο ένας στον άλλον. Πότε σας βγαίνουν τα ψυχόφλουρα, πότε όχι. Πότε κάποιος πληρώνει τα δικά του χρέη, πότε άλλος μπλέκεται σε νταλαβέρια ξένα. Δεν έχει δίκαια και άδικα, παρά μόνο στο δικό σας το μυαλό. Έχει ανταλλαγές και χαράτσια, κανείς δεν ξέρει πού θα πέσει η μοιρασιά και πότε."
Ο Φίλιππος δεν είχε καταλάβει ότι έκλαιγε και τα γένια του είχαν ποτίσει και κοκκάλωναν το δέρμα του.
"Και τι νομίζεις" συνέχισε ο άλλος "σάματις δεν ξέρω τα δικά σου σκοτάδια, επειδή δεν έχεις τολμήσει να τα ξεστομίσεις; Αν δεν είχες σκεφτεί από μόνος σου το χαμό της Ευγενίας και πόσο θα σε βόλευε, θα ήμουν εδώ να σου μιλάω; Τι νομίζεις, έτσι τυχαία ζητάμε τις θυσίες, χωρίς να έχουμε ψάξει τις καρδιές για να βρούμε ποια πονάει και ποια είναι ίσως διατεθειμμένη να κάνει ό,τι χρειάζεται; Να η ευκαιρία σου λοιπόν. Να ένας δρόμος προς την ελευθερία και την πεντάμορφη Λούσιω σου."
"Δεν είναι καθαρός δρόμος αυτός" ψιθύρισε, χωρίς να προσπαθεί καν να αρνηθεί οτιδήποτε. "Όσο κι αν μου πέρασε από το μυαλό...ποτέ δε θα έκανα εγώ κάτι τέτοιο."
"Ε, δε γίνεται να εύχεσαι το θάνατο κάποιου και να θες να κάνει άλλος τη βρωμοδουλειά, μαστρο-Φίλιο μου. Αν υπήρχε θεός, ακόμα κι αυτός θα σε περιγελούσε" είπε εύθυμα ο άγνωστος και χάθηκε, λίγο πριν λάμψει το πρώτο φως.
Ο Φίλιππος έμεινε στο ίδιο σημείο, μέχρι που η βροχή σταμάτησε και ο ήλιος φώτισε όλη την πλάση και άρχισαν να πηγαινοέρχονται διάφοροι στο δρόμο πίσω του, αγαλλιασμένοι από την επανεμφάνιση της καλοκαιρίας. Αναστέναξε. Πέρασε από το μαγαζί του Κυρούση και του άφησε σημείωμα κάτω από την πόρτα.
Στείλε μήνυμα στη γυναίκα μου, με το επόμενο καραβάνι που θα φύγει. Να έρθει. Μη βιαστεί. Να ντυθεί, να στολιστεί, να πάρει την άμαξα. Να σταματήσει στο δρόμο για γλυκά κι ασήμια και καινούρια, πλουμιστά χτένια για τους αργαλειούς των ανύπαντρων κοριτσιών, δώρα για όλους στην πόλη. Όποιος πάει να τη βρει, να πάει στην πόρτα της, μη μιλήσει σε εργάτη ή ψυχοκόρη. Ό,τι σου βγει παραπάνω, πάρ' τα από την πληρωμή μου.
Ύστερα γύρισε στο σπίτι, αμίλητος και ακόμα κρυμμένος μέσα στην κάπα. Έπρεπε να βρει τρόπο, μέχρι να 'ρθει η Ευγενία, να ξεφύγει από την κατάρα.
Η αρχική κατασκευή του γεφυριού, τοποθετείται επί εποχής του βασίλια Πύρρου Α' της Ηπείρου, τον 3ο αιώνα π.Χ. Τη σημερινή του μορφή πήρε περίπου το 1602-1606 μ.Χ. και πληροφορίες αναφέρουν ότι τη χρηματοδότησή της κατασκευής, ανέλαβε ένας Αρτινός παντοπώλης, για να διευκολύνει τις εμπορικές του δραστηριότητες.
Κάποιες λεπτομέρειες (εποχές, ονόματα, λεπτομέρειες της κατασκευής κλπ.) και το ένα όνομα που σώζεται (του παντοπώλη) έχουν αλλαχθεί λίγο ή πολύ. Η γλώσσα, οι εκφράσεις και οι ντοπιολαλιές προφανώς δεν ανταποκρίνονται πιστά στις αντίστοιχες της χρονικής περιόδου, ίσως και καθόλου. Οι ιδιωματισμοί είναι Ηπειρώτικοι και σίγουρα κάποιοι χρησιμοποιούνταν από το τέλος του 19ου αι. και μετά, τουλάχιστον στα Γιάννινα και βορειότερα. Πριν από αυτό, δε γνωρίζω και δεν ερεύνησα περαιτέρω καθώς δεν επιζητούσα τόσο τη γλωσσική ακρίβεια. Χρησιμοποίησα κάποιους, μόνο για το γενικότερο ύφος της ιστορίας αλλά και γιατί μου είναι οικείοι, λόγω καταγωγής.
Άρτα, 1606 μ.Χ.
Ο Φίλιππος κοίταζε αμίλητος το γιοφύρι από μακριά. Η κεντρική καμάρα είχε πέσει πάλι. Η προηγούμενη φορά ήταν όταν εκείνος ακόμα βύζαινε από τη λεχώνα φιλινάδα της νεκρής μάνας του. Και η προηγούμενη από αυτήν, όταν ο παππούς του ήταν ακόμα αμούστακος. Κι άλλες, πιο πριν, που χάνονταν στο βάθος του χρόνου.
Τώρα, η ζημιά είχε επεκταθεί και στις μικρότερες καμάρες, που έστεκαν μισές στο κενό και όλοι έλεγαν πως το γιοφύρι ήταν σίγουρα καταραμένο από την αρχική φτιασά του και έπρεπε να χτίσουν αλλού.
"Μαστρο-Φίλιο!" άκουσε μια βροντερή, αντρική φωνή πίσω του.
Χωρίς να γυρίσει, χαιρέτησε τον έμπορο που τον είχε καλέσει να αναλάβει την επισκευή.
"Καλημέρα Κυρούση" απάντησε ήρεμα. Ο έμπορος ήταν κοντά είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του, αλλά τον είχε ορκίσει από την αρχή της γνωριμίας τους, ότι θα μιλούσαν άνετα και ξεκάθαρα, σα φίλοι.
"Τι λες λοιπόν; Θα το ξαναστήσουμε;"
"Θα πάρει πολλά φλουριά."
"Όσα χρειαστεί. Έχω και φλουριά, έχω και τους νέους, ασημένιους παράδες. Όσα πάρει."
"Και χρόνο. Ίσως και να το κάνουμε πάλι από την αρχή, δεν ξέρω ακόμα."
"Εδώ είμαστε. Ο Διοικητής και οι δικοί του δε θα μας ενοχλήσουν, τους βολεύει να δουλεύει το γιοφύρι προφανώς."
"Τους βολεύει τους Τούρκους και που δε θα αδειάσουν τις δικές τους κασέλες" μουρμούρισε θυμωμένα ο Φίλιππος.
"Μη σε νοιάζει και μη σκιάζεσαι με τέτοιες υποθέσεις. Εγώ σ'έφερα για πρωτομάστορα, να το φτιάσεις για εμάς, τι να κάνουμε που θα το πατάνε κι άλλοι; Και σε άλλα τοξοτά που δούλεψες, λόγιζες ποιοι θα περνάνε σύμφωνα με τη αρεσιά σου;"
"Εδώ είναι μεγάλο μέρος, πρώτη πόλη Κυρούση. Εδώ περνάει στρατός των Τούρκων πέρα-δώθε."
"Πέρναγε και πριν μαστρο-Φίλιο μου. Πέρναγε και όταν ήσανε στα ξένα. Μην πιάνεσαι με τέτοιες σκέψεις, δε βγάζουν πουθενά."
Ο Φίλιππος δεν απάντησε και ο έμπορος κοιτούσε γύρω του νευρικά.
"Και τι πλήθος θα έχεις στη δούλεψή σου!" άλλαξε τη συζήτηση για να μην τους ακούσει κανά τεντωμένο αυτί από τους περαστικούς πίσω τους. "Πάνω από δυο κατοστάδες, πετράδες και μαστόροι και μαθητάδες, μαζι με αυτούς που έφερες εσύ μαζί σου. Όλοι πρόθυμοι να αναστήσουν το πέρασμα, το συντομότερο δυνατό. Θα κάνουμε ένα γλέντι μόλις τελειώσει, μα ένα γλέντι!"
"Να χτιστεί από την αρχή...;" μονολόγησε χαμηλόφωνα ο Φίλιππος, σα να μην είχε εντυπωσιαστεί διόλου από τον αριθμό. "Ή να γκρεμίσουμε μόνο τις διπλανές της κεντρικής καμάρας και να τις ξαναφτιάξουμε και να ενισχύσουμε το-"
Το βλέμμα του άστραψε, σα να σκέφτηκε κάτι. Τράβηξε από το γιλέκο του ένα πουγκί. Έβγαλε ένα κομμάτι σκληρό ύφασμα και λίγο κάρβουνο και άρχισε να γράφει βιαστικά.
"Στείλε σε αυτούς τους μαστόρους" έσκισε τη γραμμένη γωνιά του υφάσματος και την έδωσε στον Κυρούση "να είναι αύριο, πριν την ανατολή, εδώ. Όχι, όχι εδώ. Κάτω, δίπλα στο γιοφύρι, να λογαριάσουμε από κοντά το θεριό" συμπλήρωσε και συνέχισε να τραβάει γραμμές με το κάρβουνο.
"Τώρα κιόλας παγαίνω. Πριν τον πετεινό θα τους έχεις πλάι σου. Κάνε εσύ τις ζωγραφιές σου-"
"-τα σχέδια" τον διόρθωσε ο Φίλιππος αδιάφορα.
"Ναι, αυτά."
"Σε ευχαριστώ Κυρούση."
"Τι λόγια είναι αυτά μαστρο-Φίλιο μου; Σα γιο μου σε μελετάω κάθε βράδυ, μπροστά από την εικόνα της Παναγιάς. Σαν ψυχαδελφό σ'έχω από την ώρα που 'ρθες, χωρίς καθυστέρηση, να μας βοηθήσεις με τους καλύτερους μαστόρους κι εργάτες σου. Με 'σένα στην κεφαλή το γιοφύρι θα σταθεί πάλι, μια και καλή. Το 'χα δει σε όνειρο, όταν σε πρωτογνώρισα στα μέρη σου."
"Μη λες μεγάλα λόγια, άσε τα όνειρα και τα οράματα για τις μαυροφορεμένες. Υπάρχει λόγος που δε στάθηκε μέχρι τώρα, μια και καλή" ειρωνεύτηκε. "Κάποιος δεν έκανε καλή δουλειά, δε μέτρησε κάτι σωστά. Κι αν δεν βρω την αιτία, καινούρια πέτρα δε θα ακουμπήσει στα θεμέλια, να το ξέρεις."
"Ό,τι πεις" γύρισε να φύγει ο έμπορος.
"Κυρούση;"
"Ναι;"
"Σε παρακαλώ, άσε αυτό το...μαστρο-Φίλιο" είπε, προσπαθώντας να κρύψει το υποτιμητικό του ύφος. "Φίλιππο με λένε."
Ο έμπορος γέλασε δυνατά, χτυπώντας μαλακά τη μεγάλη κοιλιά του. "Εγώ δεν το'χω σε τίποτα να το αφήσω" απάντησε εύθυμα. "Αλλά όσοι θα μπουν στη δούλεψή σου, να εύχεσαι να σε καλούν με αυτό το όνομα. Πα' να πει πως σε πιστεύουν, πως θα κάνουν το θέλημά σου με χαρά."
"Κανένας από τους δικούς μου δε με λέει έτσι και μια χαρά κάνουν το θέλημά μου. Το σημαντικό είναι να γίνεται σωστά η δουλειά, άμα πιάσουμε τις φιλίες και τα χαϊδέματα των ονομάτων...τέλος πάντων, άμαν ήμανε κανένας άχρηστος αλλά τους φερόμουν καλά, θα κάνανε ζημιές ακόμα κι αν το ξέρανε, γιατί θα ήμανε φίλος τους;"
"Όχι βρε μάνα μου, πώς να στο εξηγήσω...είσαι και σπουδαγμένος χρόνια στην ξενιτιά και τα'χεις αλλιώς..."
"Είμαι τρία χρόνια εδώ Κυρούση."
"Ε, να...κι εμένα, Κυριάκο με έβγαλε ο παπάς από την κολυμπήθρα και Κουράκ με ανεβοκατεβάζουν οι Τούρκοι. Αλλά οι δικοί μας, όσοι μένουν μέσα στην πόλη και έξω στα χωριά, όσους βοηθώ που γονάτισαν στην ανάγκη, που έχουν φάει ψωμί και αλάτι, φρέσκο κρέας και παστό ψάρι από τα κελάρια μου χωρίς να πληρώσουν τίποτις ή να χρωστούν έπειτα...αυτοί με βάφτισαν Κυρούση απ'ευνωμοσύνη κι αγάπη, σα να 'μαι αίμα τους κι ακόμα καλύτερα. Γιατί δεν το'χα υποχρέωση, όσα έκανα. Και το κράτησα κι εγώ για αυτούς που νιώθω κοντά. Σαν εσένα."
"Εμένα θα μου δώσεις φλουριά όμως, δε σου κάνω χάρη" στραβογέλασε ο Φίλιππος.
"Ναι, άλλα άφησες το σπίτι και τη γυναίκα σου για να'ρθεις. Και είσαι ήδη ξακουστός πάνω σε εσάς, δεν περίμενα ότι θα σε φέρω τόσο ευκολα, να σου πω την αμαρτία μου."
"Τέτοια μεγάλη ευκαιρία δε θα την άφηνε κανείς μάστορας στα καλά του" έδειξε το λαβωμένο γιοφύρι. "Θα την ξαναδώ τη γυναίκα μου, δεν είμαστε και τόσο μακριά δα" είπε κάπως νοσταλγικά και θυμήθηκε το κεντητό μαντήλι, που του είχε στείλει η Λούσιω πριν λίγες εβδομάδες, για τα τριακοστά όγδοα γενέθλιά του.
"Με τέτοια δουλειά π' ανοίγουμε, θα περάσει καιρός. Τέλος πάντων, εσύ τα ξέρεις και τα μετράς καλύτερα. Και για τ'άλλο που λέγαμε, δε σου'πα να αλλάξεις το όνομα που σου επέτρεψε ο Θεός, για χάρη του κάθε εργάτη. Αλλά να, πώς να στο πω...μην ξεσυνερίζεσαι αυτούς που στο κολάνε. Για καλό θα'ναι."
Ο Φίλιππος ξεφύσηξε παραιτημένος.
"Ας έχει...πήγαινε γοργά, να προλάβεις και τ' αγγόνι σου πριν κοιμηθεί. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα εδώ, να κάνω υπολογισμούς για την καμάρα."
"Μη σε πάρει η νύχτα όμως, η βάβω που σε φιλοξενεί θα κλειδώσει με τον κατάψυχο."
"Για να μη βρίσκουν ανοιχτά και μπαίνουν τα δαιμόνια" ρουθούνισε αστειευόμενος. "Ξέρω, μου τα 'πε εχθές, πρώτη κουβέντα της όταν με δέχτηκε."
Ο Κυρούσης μαζεύτηκε ανεπαίσθητα και ο Φίλιππος κατάλαβε πως κι ο έμπορος έτρεμε τα σκοτάδια όσο και η γριά, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Καληνυχτίστηκαν με νοήματα και χώρισαν. Εκείνος χάθηκε πάλι στις σκέψεις του και στην καινούρια ιδέα, που του είχε καρφωθεί στο μυαλό λίγο πριν.
Μεγαλύτερη κεντρική καμάρα. Ναι, είναι προφανές. Να μην ξαναστήσουμε τις μικρότερες όπως ήταν, να τις κλείσουμε έτσι, κουτσουρεμένες, να τις αφήσουμε μικρότερες. Η κεντρική δεν είχε αρκετά μεγάλο τόξο. Προφανώς δεν ήθελαν να φαίνεται παράταιρη με τις άλλες, αλλά ήταν ψεύτικη ομορφιά. Άδεια από δύναμη. Βάιζε σιωπηλά με κάθε ορμητικό αγέρι και δυνατή βροχή.
"Συλλογάσαι τη σωτηρία του, μαστρο-Φίλιο;" ήρθε μια άλλη, ξένη φωνή αυτή τη φορά, από τα αριστερά του. Ο ήλιος κατηφόριζε γρήγορα, έμοιαζε να φιλά τα βουνά. Ο ουρανός είχε γεμίσει χρώματα.
"Δε σας ξέρω" είπε στον ηλικιωμένο άντρα, που είχε καθίσει σε ένα βράχο παραπέρα, κρυμμένος στις σκιές των δέντρων. Ακουγόταν πιο μεγάλος και από τον έμπορο.
"Όλη η πόλη σε έχει μάθει από χθες, νεαρέ. Ακόμα κι ο Διοικητής. Θα κάνεις θαύματα λένε. Είσαι σπουδαγμένος στα ξένα."
"Τα θαύματα είναι για τους αγίους. Στα ξένα με έμαθαν να κάνω δουλειά, με μελέτη και προσοχή, όχι να μπλέκομαι με προσευχές και τάμματα. Έχω επισκευάσει τέσσερα γεφύρια ήδη, μικρά και μεγάλα. Στα βόρεια, πέρα από-"
"-ω, δεν το είπα για καλό" τον έκοψε ο ξένος. "Έμαθες μικρός την τέχνη της πέτρας, αλλά αντρώθηκες μακριά από τον τόπο σου. Και αυτό" έδειξε το γιοφύρι με το σαγόνι του "δεν πρόκειται να σταθεί μια και καλή, όσο κι αν ανοίξεις το τόξο."
Τους άκουγε όταν μιλούσαν με τον Κυρούση; Κι έπειτα...είχε μονολογήσει τις τελευταίες σκέψεις του χωρίς να το καταλάβει;
"Είστε από τους μαστόρους που το είχαν ξαναφτιάξει;" ο Φίλιππος κοίταξε πλάγια, τον ήλιο που είχε μισοχαθεί ήδη.
"Οι πρώτες πέτρες μπήκαν τόσο παλιά...πριν ακόμα περπατήσει ο Χριστός σας πάνω στη γη, πολύ πριν" αναστέναξε νοσταλγικά ο ξένος, αγνοώντας την ερώτηση. "Θα ήταν γερό ως το τέλος του κόσμου, τόσο καλά το είχαν υπολογίσει. Δε φταίει η καμάρα, δε φταίει η βροχή ούτε οι μαστόροι του μέσα στο χρόνο. Μη θαρρείς πως ανακάλυψες την αδυναμία του και μην υποτιμάς τις ικανότητες όσων το όρθωσαν και φρόντισαν τα τραύματά του πριν από εσένα. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό θεριό απ'όσα ξέρεις."
"Αλλά...; Τι φταίει δηλαδή;" ρώτησε υποτιμητικά.
"Έχει κατάρα το μέρος. Βαριά και παλιά. Αν δεν ποτίσει αίμα η ξερολιθιά, αν δε βάψει με σαπισμένη σάρκα ο ασβέστης, το γιοφύρι θα πέφτει μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία."
"Πρέπει...να φύγω" κατάφερε να ψελλίσει ο Φίλιππος, νιώθοντας ξαφνικά νευρικός. Έστρωσε το φράγκικο σακάκι του και τέντωσε το γιακά του πουκαμίσου του.
"Ρώτα και τον Κυρούση. Ρώτα όποιον θες. Όλοι ξέρουν για την κατάρα εδώ και γενιές, δεν είναι κάτι νέο. Την ξεχνούσαν βέβαια, κάθε που στηνόταν το γιοφύρι εκ νέου, αλλά την ξέρουν και τη συζητάνε πάλι."
"Τι να μου πουν; Παραμύθια;"
"Καληνύχτα μαστρο-Φίλιο. Τα χαιρετίσματά μου στη γυναίκα σου. Την κανονική γυναίκα. Αυτή που πήρες με παπά και με βλάμη, την Ευγενία του Ντούλα του ταμπάκη απ'την πόλη στα μέρη σου...όχι την άλλη" είπε ο άγνωστος.
Άνοιξε το στόμα του να ζητήσει εξηγήσεις για τα τελευταία λόγια του ξένου, αλλά ήχος δε βγήκε. Τα σωθικά του ανακατεύτηκαν και η ραχοκοκαλιά του άρχισε να τρέμει ξαφνικά. Ο άλλος άνδρας δεν του έδωσε σημασία. Σηκώθηκε και περπάτησε μακριά του και χάθηκε στο σκοτάδι κάτω από τα δέντρα.
Ο Φίλιππος έφυγε σχεδόν τρέχοντας, περισσότερο για να καταπιεί το θυμό του που ένας περίεργος γέρος είχε καταφέρει να τον σκιάσει21 σα να ήταν μικρό παιδί, παρά για να προλάβει τη σπιτονοικοκυρά του πριν κλειδώσει.
Είχε φύγει για την ξενιτιά πριν πατήσει τα είκοσι. Με καραβάνι εβραίου, φίλου του πατέρα του, κρυμμένος σε μια μικρή ντιβανοκασέλα, μέσα στην μεγαλύτερη άμαξα. Και είχε γυρίσει στα τριάντα πέντε του, εύπορος και αναγνωρισμένος μάστορας - μηχανικός, διόρθωνε τον πατέρα του όταν τον σύστηνε καμαρώνοντας.
Θα μπορούσε να μείνει στις Αυστριακές επαρχίες για πάντα, αλλά ο πόνος για την πατρίδα - και κάποιες φήμες για επανάσταση ενάντια στους Τούρκους, τον έφεραν πάλι πίσω. Η επανάσταση δεν έγινε ποτέ, αλλά ο Φίλιος - Φίλιππος πια - δεν πτοήθηκε. Έμεινε να ρουφάει με το βλέμμα και την ψυχή του σα μαγεμένος, τα μέρη που άφησε παιδί.
Πολύ σύντομα και μετά από ένα γρήγορο ταξίδι στην πρωτεύουσα της επαρχίας, έμεινε και μαγεμένος από έρωτα. Είχε γνωρίσει την Ευγενία, τη δεύτερη κόρη του Κίτσου Ντούλα, που 'ταν πρώτο κεφάλι στα βυρσοδεψεία εκεί. Ήταν ψηλή και γιομάτη, χλωμή και χαμηλοβλεπούσα. Ήταν βέβαια πιο λιγομίλητη απ'ότι θα 'θελε, αλλά και τι περίμενε; Η μεγαλύτερη αδελφή της ήταν ακόμα ανύπαντρη κι αν τόλμαγε η Ευγενία να γλυκοκοιτάξει έστω και αρσενικό μωρό, θα τη σιδέρωνε ο πατέρας της σαν ξεραμένο δέρμα.
Αλλά ο Φίλιππος την ήθελε και του καλάρεσε που έπρεπε να επιμείνει για να την έχει. Φρόντισε να ξεκαθαρίσει στον Ντούλα: μόλις ξεμπερδέψεις με την Αγγελική και μου στείλεις γράμμα πως η Ευγενία είναι ελεύθερη να με παντρευτεί, θα λάβεις φλουριά για να σε βγάλουν δυο και τρεις χειμώνες δίχως μια μέρα δουλειά. Του τα άφησε και σε χαρτί, με εγγύηση ένα φρεσκοχτυπημένο, ασημένιο δαχτυλίδι. Ο Ντούλας τράβαγε τα μαλλιά του. Τι τύχη να του προσφέρουν προίκα για την κόρη του! Θα την έδινε εκεί και τώρα, αν δεν φοβόταν το φτύσιμο των φίλων του, που δεν θα ήταν άξιος να παντρέψει τη μεγάλη πριν από τη μικρή.
Και ο Φίλιππος, ήρεμος και αισιόδοξος, έφυγε πίσω στα μέρη του αμέσως, να δουλέψει και να μην παρασύρεται από τις επιθυμίες του.
Πού να 'ξερε ο δόλιος πως η Ευγενία δεν ήταν το γραμμένο του. Και πως, σύντομα και πριν το γάμο του, θα γνώριζε μιαν αγάπη τόσο βαθιά που θα κυλούσε σε όλο του το κορμί και θα τον έφτανε στα πικρά άκρα.
Ξύπνησε ιδρωμένος, έχοντας ακόμα την αίσθηση των χειλιών της Λούσιως πάνω στα δικά του και την εικόνα του προσώπου της να γεμίζει το μυαλό του τόσο, που για αρκετά λεπτά δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν.
Είχαν περάσει σχεδόν εξήντα μέρες και σοβαρή δουλειά δεν είχε γίνει. Είχαν εμφανιστεί κάτι περίεργες βροχές από το πουθενά, ήρεμες χωρίς ανέμους, αλλά συνεχείς και βρωμερές, σα να 'πεφτε γλίτσα από τους ουρανούς. Όλα κατέρρεαν, τα κονιάματα στη βάση δε στέγνωναν και οι πέτρες δεν είχαν χρόνο και ξερό αέρα και ήλιο, να κάτσουν όμορφα η μία πάνω στην άλλη. Τα νερά σταματούσαν, ίσα να αναθαρρήσουν οι εργάτες και οι μαστόροι και να στρώσουν πάλι τα θεμέλια. Και όταν έφταναν στην πρώτη πέτρα της καμάρας, ο καιρός χαλούσε πάλι.
Μετά το πρώτο δεκαήμερο, η πόλη ολόκληρη έφτυνε στον κόρφο της, κάθε φορά που κοιτούσαν το γιοφύρι. Κι αν ο πρωτομάστορας είχε πεισμώσει και γκάριζε διαταγές και παρακάλια και ύστερα ξανά φωνές, όταν άλλαξε ο μήνας τα πηλοφόρια και τα σφυριά, οι γωνιές και τα καλέμια πετάχτηκαν στις όχθες του ποταμού και οι πέτρες απόμειναν μονάχες να βρέχονται και να λασπώνουν.
Μέχρι και οι Τούρκοι βγήκαν να τους μιλήσουν και να προσφέρουν βοήθεια, αλλά κανείς δεν ήθελε να συνεχίσει. Το γιοφύρι ήταν καταραμένο, πάει και τέλειωσε. Και μ'αυτή τη λέξη, ακόμα κι ο Διοικητής κιότεψε. Άλλο θεό προσκύναγε, αλλιώς γονάτιζε και προσευχόταν, αλλά η κατάρα ήταν κατάρα για όλους.
Ο Φίλιππος ντύθηκε πρόχειρα, σκεπάστηκε με μια φαρδιά κάπα με κουκούλα, που του 'χε δώσει η βάβω - του μακαρίτη μου μαστρο-Φίλιο, δυο μέτρα άντρας - και κατέβηκε στον ποταμό. Η ψιχάλα δεν είχε κόψει διόλου και κόντευε βδομάδα.
Έτσι όπως πάμε, θα λιώσουν και οι καμάρες που ακόμα στέκονται, σκέφτηκε.
"Πως κάνεις έτσι, μια απλή βροχή είναι" τον κατατρόμαξε ο ξένος που είχε συναντήσει όταν είχε πρωτοέρθει. Καθόταν πάλι στον ίδιο βράχο. "Θέλει χιλιετίες για να λιώσει η πέτρα από τέτοιο στάξιμο."
"Δε με νοιάζει τι θέλει η πέτρα για να λιώσει."
"Σε νοιάζει όμως, τι θέλει το γιοφύρι για να σταθεί. Μια και καλή."
"Καλό καιρό θέλει και σωστή δουλειά."
"Αίμα θέλει και μάλιστα γρήγορα, μαστρο-Φίλιο. Τα δαιμόνια παγιδεύονται από την κατάρα του πάνω από τρεις αιώνες τώρα. Έχουν μαζευτεί τόσα πολλά που δε θα ξανασταθεί, μόνο και μόνο από το βάρος τους."
"Ακόμα με τα παραμύθια; Τι είσαι, ο ζουρλός της πόλης;"
"Παλιά σωζόταν το πράμα πιο εύκολα" δεν του έδωσε σημασία ο άγνωστος. "Στην αρχή μια κατσίκα, ένας πετεινός...ύστερα το καλύτερο κριάρι ή τέσσερα-πέντε υγιή πουλάρια εκείνης της χρονιάς. Μετά δυσκόλεψαν τα πράματα. Η κατάρα που έπεσε ήταν κατάρα αίματος και από ετοιμοθάνατο, ξέρεις. Κι αυτές φουσκώνουν με τα χρόνια και ζητάνε ολοένα και πιότερα για να ξεδιψάσουν. Κι όλα έπρεπε να είναι δοσμένα από χέρια που έμπλεκαν με το γιοφύρι, όχι από κανάν άσχετο. Ένας πετράς κάποτε, χάρισε την καλύτερη φοράδα του και γύρισε στη χώρα του με τα πόδια, άλλος εργάτης τη μοναδική κατσίκα που του 'χε απομείνει από έναν βαρύ χειμώνα. Όλοι κάτι που 'θελαν, κάτι που θα πονούσε ο χαμός του. Αλλά τώρα γέμισε το κτίσμα με όλα τα δαιμόνια της περιοχής. Και είναι κι αυτά ταλαίπωρα, δε θέλουν να μένουν αποκλεισμένα εκεί. Τώρα...θέλει άλλο πράμα. Μέχρι κι εγώ καταδέχτηκα να 'ρθω, να σιγουρέψω τη δουλειά αυτή τη φορά. Να ξεμπερδεύουμε όλοι. Μια και καλή."
Ο Φίλιππος δε μιλούσε. Είχε μείνει άναυδος απ'όσα άκουγε. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να γελάσει και να φύγει, να κοροϊδέψει και να φωνάξει για να τον αφήσει ο τρελός στην ησυχία του και την έννοια του. Δεν είχε και το μαχαίρι του μαζί, να τον φοβίσει. Κοιτούσε αμίλητος μπροστά, τα ερείπια θολωμένα από τη βροχή και την ομίχλη που αχνοφαινόταν καθώς έσκαγε το χρώμα τ' ουρανού από το σκοτάδι στο ημίφως. Αν τον αγνοούσε αρκετά, ίσως ο άγνωστος κουραζοταν κι έφευγε μόνος του.
"Η Ευγενία πώς είναι;" τον άκουσε να ρωτάει τελικά και το αίμα του πάγωσε. "Άδεια η κοιλιά της ακόμα...δε φταίει εκείνη, ξέρεις. Εσύ δεν έχεις σπόρο, για να φυτρώσει μέσα της."
"Σ' ορκίζομαι, αν συνεχίσεις-" γρύλισε ο Φίλιππος.
"Άλλη νόμισες πως αγαπούσες, άλλη έσφιξε την καρδιά σου τελικά” δεν πτοήθηκε ο ξένος. “Άλλη παντρεύτηκες για να μη σου κρεμάσουν κουδούνια και ρεζιλέψεις και τον πατέρα σου, άλλη ήθελες συντροφιά στο νυφικό κρεβάτι σου, κυρά στο σπίτι σου. Κι έλεγες δεν πειράζει, θα βγει η ζωή έτσι. Η Λούσιω φαίνεται είναι στέρφα, ας μείνει η Ευγενία με το στεφάνι μου στο κεφάλι της, να βγάλω τον γόνο. Έτσι δεν έλεγες τον περασμένο χειμώνα, όταν ετοιμαζόσουν για τον γάμο σου κι όταν η Λούσιω σου ζήτησε κι άλλα, εκτός από τις κλεφτές νύχτες στο κατώι του σπιτιού της; Όταν γυρνούσες στο δικό σου σπίτι και το 'καμες τάμα να μην την ξαναδείς, μέχρι τουλάχιστον να γκαστρωθεί η Ευγενία;"
Τα γόνατα του πρωτομάστορα έτρεμαν τώρα.
"Γόνο δεν έχει λοιπόν, μαστρο-Φίλιο. Κι εδώ που έμπλεξες, σύντομα θα έχεις νεκρούς στο γιοφύρι, τα δαιμόνια πονάνε πιότερο από σένα και ούτε εγώ δε θα μπορέσω να τα συγκρατήσω. Κι αυτοί οι τυχαίοι νεκροί δε θα 'ναι αυτό που θέλει η κατάρα και δε θα φτάνουν να την καταλαγιάσουν και τα αερικά μου απλά θα πληθύνονται."
"Κανείς δεν πλησιάζει τις καμάρες τώρα πια" απάντησε μέσα από τα δόντια του, προσπαθώντας ακόμα να κρατήσει τα λογικά του κι ας ήξερε πως όλα ήταν αλήθεια για τη ζωή και τις πιο προσωπικές του σκέψεις κι αυτός ο ξένος κάπως τα 'ξερε. Κι αν ήταν αλήθεια τα δικά του, ίσως να αλήθευαν και τα υπόλοιπα για το γιοφύρι. "Ποιον να σκοτώσει η κατάρα;"
"Οι άνθρωποι πάντα φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν, νεαρέ μου" άλλαξε τον τόνο του ο άνδρας. Σηκώθηκε και ήταν μια σκιά δυο μέτρα και παραπάνω, το κεφάλι του έμοιαζε να χάνεται στα πρώτα κλαδιά των δέντρων. "Έχεις να πάρεις μιαν απόφαση."
"Εγώ;"
"Είπαμε, χρειάζεται αίμα. Ανθρώπινο, αυτή τη φορά, έλεγα θα το 'πιανες, όπως στο 'φερνα πλάγια. Για να τελειώσει όλο αυτό, μια και καλή."
"Και πρέπει να το δώσω εγώ;"
"Εσένα διάλεξε, αλλά όχι το δικό σου. Στα 'πα και πριν. Θέλει αίμα που να σε πονέσει, όπως και τους άλλους πριν από σένα. Ο πατέρας σου είναι κατάκοιτος πια, θα φύγει μόνος του σύντομα. Τη Λούσιω την αγαπάς τόσο πολύ, που θα άφηνες όλο τον κόσμο να γκρεμιστεί για χάρη της και δε θα σ'ένοιαζε, αρκεί εκείνη να ήταν καλά. Δε με συμφέρει να την ανακατέψω, εγώ θέλω να κάνω τη δουλειά μου, να σώσω τα δαιμόνια μου, όχι να παίξω μαζί σου. Μένει λοιπόν...;"
"...η Ευγενία...;" ψιθύρισε ο Φίλιππος και του ξέφυγε ενας λυγμός.
"Κι εκείνη την αγαπάς. Με άλλο τρόπο βέβαια. Τη σέβεσαι και την εκτιμάς, τη νοιάζεσαι στο φυλλοκάρδι σου, είναι ξύπνια και κρατά το σπίτι και το βιος σου στα δυο χλωμά της χέρια, σαν πραγματική αρχόντισσα. Σίγουρα θα πονέσεις αν τη χάσεις, αρκετά για να λευτερώσεις τους δικούς μου. Παιδί δικό σου δε θα δεις. Η δουλειά σου είναι ό,τι θα μείνει από εσένα. Και ποια καλύτερη κληρονομιά και δόξα, από την επιτυχία σου να στεριώσεις για πάντα τούτο το γιοφύρι;" ρώτησε με στόμφο ο άγνωστος.
"Τι μου ζητάς...; Ξέρεις τι μου ζητάς!;" φώναξε ο Φίλιππος.
"Βεβαίως. Να πάρεις μια απόφαση."
"Είναι δυνατόν να κάνω κάτι τέτοιο!;"
"Δεν είπα ότι είναι εύκολη απόφαση" γύρισε πάλι να φύγει "αλλά είναι δική σου."
"Που να σε κάψει ο Θεός σιχτιριασμένε!"
Ο άνδρας σταμάτησε και γέλασε. "Αχ, καημένε μου, δεν έχει θεούς κι αγγέλους. Η κόλαση κι ο παράδεισος...όλα είναι εδώ, πάνω σε αυτή τη γη. Εγώ και τα δαιμόνια μου είμαστε απλά ό,τι σκοτεινό πετάτε εσείς οι άνθρωποι από μέσα σας, ό,τι πληρώνετε ο ένας στον άλλον. Πότε σας βγαίνουν τα ψυχόφλουρα, πότε όχι. Πότε κάποιος πληρώνει τα δικά του χρέη, πότε άλλος μπλέκεται σε νταλαβέρια ξένα. Δεν έχει δίκαια και άδικα, παρά μόνο στο δικό σας το μυαλό. Έχει ανταλλαγές και χαράτσια, κανείς δεν ξέρει πού θα πέσει η μοιρασιά και πότε."
Ο Φίλιππος δεν είχε καταλάβει ότι έκλαιγε και τα γένια του είχαν ποτίσει και κοκκάλωναν το δέρμα του.
"Και τι νομίζεις" συνέχισε ο άλλος "σάματις δεν ξέρω τα δικά σου σκοτάδια, επειδή δεν έχεις τολμήσει να τα ξεστομίσεις; Αν δεν είχες σκεφτεί από μόνος σου το χαμό της Ευγενίας και πόσο θα σε βόλευε, θα ήμουν εδώ να σου μιλάω; Τι νομίζεις, έτσι τυχαία ζητάμε τις θυσίες, χωρίς να έχουμε ψάξει τις καρδιές για να βρούμε ποια πονάει και ποια είναι ίσως διατεθειμμένη να κάνει ό,τι χρειάζεται; Να η ευκαιρία σου λοιπόν. Να ένας δρόμος προς την ελευθερία και την πεντάμορφη Λούσιω σου."
"Δεν είναι καθαρός δρόμος αυτός" ψιθύρισε, χωρίς να προσπαθεί καν να αρνηθεί οτιδήποτε. "Όσο κι αν μου πέρασε από το μυαλό...ποτέ δε θα έκανα εγώ κάτι τέτοιο."
"Ε, δε γίνεται να εύχεσαι το θάνατο κάποιου και να θες να κάνει άλλος τη βρωμοδουλειά, μαστρο-Φίλιο μου. Αν υπήρχε θεός, ακόμα κι αυτός θα σε περιγελούσε" είπε εύθυμα ο άγνωστος και χάθηκε, λίγο πριν λάμψει το πρώτο φως.
Ο Φίλιππος έμεινε στο ίδιο σημείο, μέχρι που η βροχή σταμάτησε και ο ήλιος φώτισε όλη την πλάση και άρχισαν να πηγαινοέρχονται διάφοροι στο δρόμο πίσω του, αγαλλιασμένοι από την επανεμφάνιση της καλοκαιρίας. Αναστέναξε. Πέρασε από το μαγαζί του Κυρούση και του άφησε σημείωμα κάτω από την πόρτα.
Στείλε μήνυμα στη γυναίκα μου, με το επόμενο καραβάνι που θα φύγει. Να έρθει. Μη βιαστεί. Να ντυθεί, να στολιστεί, να πάρει την άμαξα. Να σταματήσει στο δρόμο για γλυκά κι ασήμια και καινούρια, πλουμιστά χτένια για τους αργαλειούς των ανύπαντρων κοριτσιών, δώρα για όλους στην πόλη. Όποιος πάει να τη βρει, να πάει στην πόρτα της, μη μιλήσει σε εργάτη ή ψυχοκόρη. Ό,τι σου βγει παραπάνω, πάρ' τα από την πληρωμή μου.
Ύστερα γύρισε στο σπίτι, αμίλητος και ακόμα κρυμμένος μέσα στην κάπα. Έπρεπε να βρει τρόπο, μέχρι να 'ρθει η Ευγενία, να ξεφύγει από την κατάρα.
συνεχίζεται
Α. Γάρδα
ιδιωματισμοί:
Φιλινάδα = φιλενάδα
Φτιασά = κατασκευή
Φλουρί = νόμισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον 17ο αι.
Παράς = νόμισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που εισήχθη στην αγορά κατά τα τέλη του 16ου-αρχές του 17ου αι.
Κασέλα = μικρό μπαούλο
Τοξοτά γεφύρια
Λόγιζες = υπολόγιζες
Ήσανε = ήσουνα
Άμαν ήμανε = αν ήμουν
Μάνα μου = χρησιμοποιείται χαϊδευτικά άσχετα από το γένος ή την ηλικία του άλλου, όταν μιλάμε σε κάποιον οικείο ή με οικεία διάθεση
Πάνω σ’εσάς = στα υψηλότερα υψόμετρα – εδώ συγκεκριμένα, στα Ιωάννινα και βορειότερα
Λούσιω = Χαρίκλεια στην Ηπειρώτικη διάλεκτο
Μην ξεσυνερίζεσαι = μην ενοχλείσαι, μην προσβάλεσσαι
Κατάψυχος = η πτώση της θερμοκρασίας μετά τη δύση
Βαϊζω = κουνιέμαι
Συλλογάσαι = σκέφτεσαι
Αντρώθηκες = έγινες άντρας, μεγάλωσες
Ξερολιθιά = τεχνική τελειοποιημένη από τους Ηπειρώτες τέκτονες-μαστόρους, σύμφωνα με την οποία τοποθετούσαν τις πέτρες με τέτοιο τρόπο ώστε να μη χρειάζονται οποιοδήποτε συνεκτικό κονίαμα (συνδετικό υλικό, στόκο κλπ.)
Βλάμης = κουμπάρος, μάρτυρας σε γάμο
Ταμπάκης = βυρσοδέψης
Σκιάζω/σκιάζομαι = τρομάζω κάποιον/τρομάζω εγώ
Ντιβανοκασέλα = μπαούλο που παίρνει στρώμα από πάνω και γίνεται κρεβάτι
Γραμμένο = γραφτό της μοίρας, πεπρωμένο
Βάβω = ηλικιωμένη γυναίκα, χαϊδευτικά η θεία ή η γιαγιά
Πιότερα = περισσότερα
Στέρφα = άγονη, που δε μπορεί να κάνει παιδιά
Κατώι ή κατώγι = υπόγειο ή ημιυπόγειο του σπιτιού ή και χαμηλοτάβανο ισόγειο, ξερό και δροσερό, που χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση τροφίμων
Σάματις = μήπως
*Photo: Το γιοφύρι της Άρτας, σχέδιο
Photo credit: from arhiogefirionipirotikon.blogspot.com
Comments
Post a Comment