Το Γιοφύρι (2ο μέρος)
*συνέχεια από το προηγούμενο Δυο μέρες μετά, ο Κυρούσης μπήκε στο μαγαζί του βιαστικά, έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Τράβηξε μια καρέκλα πίσω από τον πάγκο και έκατσε, προσπαθώντας να πιάσει την αναπνοή του. Δυο παιδιά...ο Αργύρης του Γούλα και ο Τριαντάφυλλος, ο μεγάλος της Ζαφείρως της χήρας...τα 'ξερε και τα δύο, δεκατρία χρονώ, ερχόνταν και στο μαγαζί μετά τα μποστάνια. Τα'χε για τα θελήματα και να παγαίνουν διάφορα μαντάτα κρυφά από τους Τούρκους. Θεέ μου, δυο παιδιά νεκρά... Δεν ήταν και δύσκολο να βρεθούν τα αγόρια στο γιοφύρι. Τόσον καιρό ήταν σχεδόν εγκαταλελειμμένο, με μικρά διαλείματα εργασίας όταν ο ζουρλός καιρός το επέτρεπε. Και για τα παιδιά τέτοια μέρη ήταν και παιχνίδι, πρόκληση. Όπως οι παλιές βρύσες που 'χαν παρασυρθεί από το έδαφος κι έπρεπε να κινδυνεύσεις πραγματικά για μια γουλιά νερό ή οι έρημες στάνες πάνω σε κατσάβραχα και τα παλιά, στοιχειωμένα κάστρα...