Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 18

Όταν ξύπνησε ο Τσανγιόλ, η Μάριαμ στεκόταν από πάνω του κρατώντας το μπαστούνι του. «Θέλεις να πάμε μια βόλτα;» του είπε γλυκά. Για κάποιον λόγο, δεν της είπε ότι ήταν η πρώτη φορά στις τόσες δεκαετίες εκεί μέσα, που η μέση του δεν τον πονούσε. Ανασηκώθηκε, άπλωσε το χέρι του και το πήρε. Στηρίχτηκε πάνω του και στάθηκε όρθιος. «Σου έχω ετοιμάσει για να πλυθείς. Έφερα φρέσκο νερό από τη λίμνη» συνέχισε εκείνη, προσπαθώντας να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της. «Δε χρειαζόταν, θα το έκανα μόνος μου.» «Ανοησίες· και βέβαια χρειαζόταν. Αν το έκανες μόνος σου, θα κουραζόσουν πριν ακόμα βγούμε και δε θα ευχαριστιόσουν τη βόλτα μας. Θέλω να ευχαριστηθείς τη βόλτα μας, τόσος κόσμος θα σε δει» του απάντησε και αμέσως μαζεύτηκε. «Δεν εννοώ... δηλαδή, αν θες, πάμε και βόλτα προς τους λόφους, δεν είναι ανάγκη να πάμε προς τη λίμνη.» Ο Τσανγιόλ μειδίασε. «Η Φαλάκ;» «Έχει πάει με τον Ρέο στον πύργο.» «Δέχτηκε να τους δει απόψε;» «Ναι» του χαμογέλασε πλατιά....