Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 14



Να σας πω, αγαπητές και αγαπητοί αναγνώστες· με την ταχύτητα που συνέβαιναν όλα, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να σκεφτεί ολοκληρωτικά και σφαιρικά, οποιοσδήποτε ενεπλάκη σε όλη αυτή την ιστορία από οποιαδήποτε πλευρά, τι ακριβώς συνέβαινε. Και τι οφέλη ή επιπτώσεις μπορούσε να έχει κάθε λέξη και κίνηση, κάθε σκέψη και αμφιβολία, κάθε υπόθεση και συμπέρασμα.
    Ένα όμως ξέρω με σιγουριά. Αν δεν ήταν η Φαλάκ και η Γκιούλι στο κέντρο όλης αυτής της κατάστασης, αν δεν ήταν αυτές οι συγκεκριμένες δύο θνητές, με τις πολύ συγκεκριμένες ιδιότητες και τους πολύ συγκεκριμένους χαρακτήρες, με την πολύ συγκεκριμένη φήμη στον κόσμο τον δικό τους αλλά και αυτόν πίσω από τον δικό τους και με τους πολύ συγκεκριμένους φίλους και γνωστούς και στους δύο κόσμους, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί αδιανόητα πολύ χειρότερα, για όλους.
    Και μην παρεξηγηθώ· δεν αναφέρομαι πλαγίως σε προσχεδιασμένα παιχνίδια της μοίρας, αλλά στα απρόβλεπτα αεροπατήματα της τύχης. Άλλοτε ελαφρά και ακίνδυνα, άλλοτε βαριά και αβάσταχτα, πότε στραβά και πότε ευθεία· ταξιδεύουν και μπλέκουν τις ζωές, ενώνουν και χωρίζουν τα πλάσματα, χτίζουν και γκρεμίζουν, γεννούν και ορφανεύουν· αιθέρια, ασυνείδητα βήματα ενός αέναου χορού, που μας παίρνει και μας σηκώνει με τις στροφές του. Και δε μας κάνει ό,τι θέλει ακριβώς – γιατί εξαρτάται κι από εμάς πώς θα προσγειωθούμε – αλλά είναι καλό να τύχει να μη μας έχει ζαλίσει πολύ ή να τύχει να είναι κι άλλοι μαζί μας, για να μας βοηθήσουν να συνέλθουμε το συντομότερο δυνατόν και με τις λιγότερες απώλειες.
    Δε βγάζω νόημα, σας ακούω να σκέφτεστε. Κι όμως, βαθιά μέσα σας, ξέρετε πολύ καλά τι θέλω να πω. Πόσες φορές η τύχη έχει χαλάσει τα πιο υπέροχα οργανωμένα σχέδιά σας; Πόσες φορές η τύχη έχει πραγματώσει τις πιο απελπισμένες και απίθανες ευχές σας; Και πόσες φορές η τύχη, σε οποιαδήποτε περίπτωση, άφησε ή εμφάνισε τα κατάλληλα πλάσματα δίπλα σας, για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα ή τη λιγότερη δυνατή απώλεια;
    Ζούμε τη ζωή μας χέρι-χέρι με την τύχη μας, αγαπητές και αγαπητοί. Σε κάθε κόσμο, σε κάθε εποχή. Σα δεύτερη σκιά, ισορροπεί πάνω από το κεφάλι μας. Πότε πέφτει μπροστά και μας κλείνει τον δρόμο, πότε γέρνει πίσω και τραβάει το βλέμμα μας στον θαυμαστό, απέραντο ουρανό.

    Και βασικά, αυτό στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι ότι, η τύχη έφερε τη Φαλάκ και τη Γκιούλι στον δρόμο της Τσαγιέρας. Που είχαν τα Μάτια-Που-Βλέπουν και καλή φήμη στον κόσμο πίσω από τον κόσμο. Και που ήταν προσωπικές και αγαπημένες φίλες της Ντουίν και της Μαγκού.
Τουτέστιν, όσο κι αν υπήρχαν βαριές υποψίες για τη συνάντηση της Γκιούλι με τη Ντόνι, οι δύο θνητές αφέθηκαν στην ησυχία τους για λίγο. Και οι υποψίες δε μεταδώθηκαν παραπέρα, μέχρι να δοθεί οποιαδήποτε εντολή από τις Δίδυμες.
Τουτέστιν, ταξίδεψαν με ηρεμία πίσω στο σπίτι τους, χωρίς κατασκόπους στις πλάτες τους και με την Τσαγιέρα ασφαλή στην αγκαλιά τους.

    Μου πήρε πολλή ώρα και πολλές γραμμές φιλοσοφίας, για να πω αυτό που ήθελα να πω εξαρχής; Σαφώς. Αλλά, τι είμαστε εμείς οι καλλιτέχνες αν όχι και φιλόσοφοι; Πώς να τολμήσουμε να πούμε οποιαδήποτε ιστορία, αν δεν την έχουμε ωριμάσει και ξεδιαλύνει πρώτα μέσα μας, αν δεν την έχουμε κρίνει άξια να μοιραστεί στον κόσμο έξω από το κεφάλι μας; Και ποια ιστορία μπορεί να χαρακτηριστεί έστω και ελάχιστα άξια να ειπωθεί, αν δεν έχει περαστεί πρώτα από το κόσκινο της φιλοσοφίας;

Ναι, ναι, ξέρω. Σταματάω.

***

    Η Φαλάκ στάθηκε στην εξώπορτα και σήκωσε τα μανίκια της. Κοίταξε το δίχωρο εργαστήρι που απλωνόταν μπροστά της, σε όλο το μεγαλόπρεπό του – και τρομακτικό – χάος.
    Το ταξίδι της επιστροφής είχε πάρει τελικά, σχεδόν τέσσερις μέρες. Οι βροχές σε όλο το κεντρικό και βόρειο τμήμα της χώρας είχαν αυξηθεί λόγω της εποχής· και είχαν αναγκαστεί να σταματήσουν πολλές φορές, για να ξεκουραστούν τα άλογα ή για να ελευθερωθεί κάποια ρόδα από τα πολλά βουλιαγμένα και λασπωμένα σημεία του δρόμου.
    Και τώρα, κοντά στο μεσημέρι της πέμπτης μέρας, μόνο δυο μέρες πριν την πιθανή άφιξη της πιθανής πελάτισσας, έπρεπε να κάνει το χάος να μοιάζει με κάτι που θα θύμιζε ένα μέρος ικανό να δεχθεί επισκέπτες.
Συνήθως, της έπαιρνε παραπάνω από δυο μέρες.
Συνήθως, θα έπρεπε να μπορούσε να σκεφτεί ότι θα αυξάνονταν οι βροχές και το ταξίδι θα έπαιρνε περισσότερο.
Συνήθως όμως, δεν προσπαθούσε να ισορροπήσει τη διαύγεια του μυαλού της ανάμεσα σε μια θρυλική, μαγική τσαγιέρα, μια πιθανή ρήξη με τον κόσμο πίσω από τον κόσμο και μια επαγγελματική συμφωνία, που θα εξασφάλιζε προσωπική άνεση για το υπόλοιπο της ζωής της.

    «Δε θα χρειαστεί να ανησυχήσεις ποτέ ξανά για καινούρια πόδια και χέρια» είπε χαμηλόφωνα η Γκιούλι, πίσω της.
«Αλήθεια, πιστεύεις ότι θα έρθει η πελάτισσα του Κιαμπάνγκ;» ρώτησε η Φαλάκ χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.
«Δε θα σε νοιάζει αν σάπισαν ή ράγισαν ή έσπασαν και πόσο θα κοστίσει η επισκευή» απάντησε η φίλη της εύθυμα. «Δε θα σε νοιάζει να παίρνεις καινούρια κάθε χρόνο. Μη σου πω ότι θα μπορέσεις σύντομα να αγοράσεις και αυτά τα καινούρια που ακούσαμε ότι κατασκευάζουν για πρώτη φορά· αυτά τα μεταλλικά εννοώ.»
«Κατάλαβα ποια εννοείς. Αλλά, αλήθεια πιστεύεις ότι θα έρθει;»
«Αν δεν έρθει, εκείνη θα χάσει.»
«Εκείνη μπορεί να έχει αυτό που θέλει και με κάποιον άλλον σαν εμένα. Εγώ είμαι που θα συνεχίσω να ανησυχώ για το αν και πότε θα εμφανιστεί ο επόμενος πελάτης. Εγώ είμαι που θα γίνω ρεζίλι σε πελάτες και συναδέλφους γιατί κατέστρεψα μια φανταστική συμφωνία, εγώ είμαι που δε θα ξέρω αν θα μπορέσω να επιβιώσω όσο γερνάω.»
«Εσύ έχεις εμένα.»
«Έχει καταντήσει αηδία αυτό το παιχνιδάκι. Δε θέλω τα λεφτά σου.»
«Όταν θα τελειώσουν τα δικά σου, θα τα πάρεις» χασκογέλασε η Γκιούλι.
«Και θα στα επιστρέψω, όπως έκανα και με τα δανεικά του πατέρα σου.»
«Ούτε του πατέρα μου ήταν δανεικά. Και όσα του επέστρεψες, τα έχω φυλαγμένα για όταν θα τα χρειαστείς.»
«Δε θα τα χρειαστώ.»
«Μπα; Και πού ξέρεις αν και πότε θα εμφανιστεί ο επόμενος πελάτης;»
«Ξέρω τι κάνεις Γκιούλι.»
«Τι κάνω;»
Η Φαλάκ αναστέναξε παραιτημένη.
«Η πελάτισσα του Κιαμπάνγκ θα έρθει» μονολόγησε.
«Ακριβώς» συμφώνησε η Γκιούλι αποφασιστικά. «Σε δυο μέρες. Και καλό θα είναι να μην καθυστερούμε με αυτό το αχούρι που αποκαλείς εργαστήρι. Αλλιώς θα γίνουμε πραγματικά ρεζίλι.»
«Εγώ θα γίνω ρεζίλι.»
Η Γκιούλι έσκυψε μπροστά και την κοίταξε.
«Με προσβάλλεις!» είπε με προσποιητή έκπληξη. «Όλοι ξέρουν ότι είμαστε καλύτερα και από οικογένεια, Φαλάκ! Είναι δυνατόν μια γυναίκα της καλής κοινωνίας της μικρής μας πόλης όπως εγώ, να αφήνει την καημένη ανάπηρη που έχει σαν αδελφή της όπως λένε, να ξημεροβραδιάζεται και να δέχεται κόσμο μέσα σε αυτόν τον χαμό!;» συμπλήρωσε με περίσσιο θεατρινισμό.
«Αυτός ο χαμός υπάρχει εδώ και χρόνια. Αν ήταν να μας συζητάνε γι’αυτό...»
«Τώρα θα ανοίξεις τις πόρτες σου στους ανώτερους των ανωτέρων. Έλα, πάμε» είπε και την χτύπησε ελαφρά στον ώμο. «Βέντα, Λάουρι!» φώναξε πίσω της. «Ξεκινάμε το καθάρισμα, ελάτε!»

***

    «Τι εννοείς, είναι εδώ ο Ρέο;» ρώτησε πνιχτά ο Μάτου, καθώς σηκώθηκε βιαστικά από την πολυθρόνα του.
«Τι λες να εννοώ;» αντιρώτησε ο Οφν εκνευρισμένος.
«Αποκλείεται. Έχει χρόνια να έρθει εδώ πάνω.»
«Σταμάτα να λες ανοησίες, είναι στην εξώπορτα και περιμένει. Τον είδα από ψηλά.»
«Τι περιμένει;»
«Ε... να τον δεχτείς;»
«Άστον να περιμένει. Θα βαρεθεί και θα φύγει.»
«Δε θες να μάθεις γιατί ήρθε εδώ μετά από τόσον καιρό;»
«Μπορώ να φανταστώ γιατί ήρθε. Ο Τσανγιόλ έκανε πάλι άνω κάτω την Τσαγιέρα, θέλοντας να ελευθερωθεί. Η Γιορτή του Τσαγιού αναβλήθηκε για πρώτη φορά στα εκατό χρόνια της, για χάρη του. Και ο Ρέο θα ήρθε πάλι, για να προσποιηθούμε πως ξανασκεφτόμαστε λύσεις που δεν υπάρχουν.»
Ο Οφν τέντωσε τα σκασμένα του χείλη σ’ένα μυστήριο χαμόγελο.
«Αυτό, που επιμένεις ότι δεν υπάρχει λύση, το έχεις πει τόσες φορές που το πιστεύεις πραγματικά;»
«Θες να με εκνευρίσεις τόσο πολύ, για να σε κάνω να μη μπορείς να μιλήσεις ούτε σε εμένα;»
Ο Οφν ξεφύσηξε και περπάτησε για λίγο πέρα-δώθε, προσπαθώντας να κρύψει τον τρόμο του, στη σκέψη αυτής της απειλής.
«Δε θες να μάθεις αν είχα δίκιο, που σου έλεγα ότι κάτι ετοιμάζει και ότι κάτι είναι διαφορετικό στον αέρα;» είπε τελικά, με λίγο πιο παρακλητικό ύφος.
Ο Μάτου απέφυγε το βλέμμα του καλικάντζαρου.
«Είχες δίκιο;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα.
«Η Τσαγιέρα δεν είναι πια στην έπαυλη» είπε γρήγορα ο Οφν και γύρισε να φύγει βιαστικά.
«Σταμάτα εκεί που είσαι, Οφν Μίριου του Νότιου Φαραγγιού της Εοκατάριον» τον διέταξε ο Μάτου.
Και ο Οφν πάγωσε στη θέση του, παρά τη θέλησή του.
«Πού το έμαθες αυτό;»
«Πάνε μέρες που, κάπως, φύγαμε από το ερείπιό σου» απάντησε πνιχτά ο καλικάντζαρος. «Μέχρι και οι νεκροπίθηκοι το κατάλαβαν και το συζητάνε. Μην κοιτάς που εσύ είσαι μίζερος και δεν ακούς τίποτα πέρα από τις ασυναρτησίες της κυρά-Αμπούγια.»
Ο Μάτου βγήκε στον διάδρομο και περπάτησε αργά προς την εξώπορτα του πύργου.
«Η Αμπούγια θα κοιμάται μέχρι το βράδυ» είπε στον Οφν καθώς απομακρυνόταν. «Αλλά πήγαινε να κλειδώσεις την πόρτα της καλού κακού. Μη φέρεις ποτό ούτε φαγητό. Και απομακρύνσου από αυτό το δωμάτιο, αρκετά για να μη μπορείς να διακρίνεις ούτε λέξη απ’όσες θα ανταλλάξουμε εδώ μέσα. Τώρα μπορείς να κουνηθείς.»
Και ο Οφν ξεκίνησε να χοροπηδάει προς τις σκάλες του πύργου, μουρμουρίζοντας άχρηστες κατάρες και πρωτοφανείς βρισιές.

    Λίγο αργότερα, η πόρτα του μισοσκότεινου δωματίου άνοιξε πάλι· και οι δύο άντρες μπήκαν μέσα στο μικρό γραφείο με το θεόστενο παράθυρο, που προσέφερε λιγοστό γαλάζιο φως.
«Πού είμαστε; Που είναι η Τσαγιέρα; Τι έκανες;» ρώτησε ο Μάτου, καθώς βυθίστηκε και πάλι στην πολυθρόνα του, προσπαθώντας πολύ να μην ρίξει ούτε μια πλάγια ματιά στον δαίμονα.
«Ο Οφν πού είναι;» ρώτησε ο Ρέο. «Δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να με προϋπαντήσει με τις περίφημες βωμολοχίες του.»
«Βοηθάει την Αμπούγια με τα κεντήματά της.»
«Μα ερχόταν πάντα όταν ερχόμουν.»
«Έχεις να έρθεις πολύ καιρό. Και ο Οφν ξέρει πόσο άσχημα τσακωθήκαμε την τελευταία φορά. Ένα πλάσμα που αγαπά τόσο πολύ εμένα και την Αμπούγια, προφανώς δε θα θέλει να δει εσένα που μας πίκρανες τόσο πολύ.»
Ο Ρέο χασκογέλασε.
«Όπως θέλεις Μάτου. Στα είπε λοιπόν ο μικρός σου καλικάντζαρος; Ότι φύγαμε από την έπαυλη;»
«Μέχρι και οι νεκροπίθηκοι έξω από τα παράθυρά μου το συζητάνε» απάντησε αυτάρεσκα ο μάγος.
Ο Ρέο έμεινε αμίλητος και ανέκφραστος για μερικές στιγμές· όμως τα πέπλα της φορεσιάς του κινήθηκαν ανεπαίσθητα, χαϊδεύοντας το πάτωμα. Αν η Κλέουσα ήταν μαζί του, θα συνειδητοποιούσε αμέσως πως κάτι στα τελευταία λόγια του μάγου, είχε κινήσει την περιέργειά του.
«Δε θα φέρεις κάτι να πιούμε;» ρώτησε τελικά, χωρίς να θίξει αυτό το κάτι.
«Τι έκανες;» επέμεινε ο Μάτου.
«Άκου με· θα χρειαστείς κάτι να πιεις» επέμεινε και ο δαίμονας.
«Τι έκανες!;» ο Μάτου χτύπησε το χέρι του στο μπράτσο της πολυθρόνας.
«Πολύ καλά. Όπως θες. Περίπου ένα δεκαήμερο πριν, ήρθαν στην έπαυλη δύο γυναίκες...» ξεκίνησε να λέει ο Ρέο· και συνέχισε, χωρίς να σταματήσει ούτε για να πάρει ανάσα.
    Εικοσιδύο λεπτά μετά, ο Οφν – κρυμμένος σε κάποια μακρινή γωνιά του κεντρικού διαδρόμου – είδε τον Μάτου να βγαίνει από το γραφείο του και να χάνεται στα σκοτάδια της αντίθετης κατεύθυνσης. Και ύστερα να εμφανίζεται πάλι, με ένα μπουκάλι ποτό στα χέρια του, το οποίο είχε ήδη ανοίξει και έπινε νευρικά. Μπήκε ξανά στο γραφείο και κοπάνησε την πόρτα πίσω του.
Ο γεροξεκούτης σίγουρα θα ξύπνησε την κυρά-Αμπούγια, σκέφτηκε χαμογελώντας ο καλικάντζαρος.
Αλλά αμέσως γούρλωσε τα μάτια του και ένιωσε το σώμα του να τραβιέται ακόμα πιο μακριά από το μικρό δωμάτιο, καθώς ο Μάτου άρχισε να φωνάζει.
    
***

    Η Κλέουσα περπατούσε αργά μαζί με τον Σάγια σε ένα από τα σοκάκια του χωριού, όταν συνάντησαν τον Ρέο σε μια διασταύρωση.
«Α! Εδώ είσαι αγαπημένη μου» είπε ο δαίμονας χαμογελώντας πλατιά. «Πού πάτε;»
«Μίλησες με τον Μάτου;» ρώτησε εκείνη αποφεύγοντας να του απαντήσει, κάνοντας νόημα στον Σάγια να προχωρήσει αρκετά μπροστά τους.
Μόλις ο νεαρός άνδρας απομακρύνθηκε, η Κλέουσα τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον αγκώνα του Ρέο και μείωσαν ακόμα περισσότερο το βήμα τους.
«Λοιπόν; Μίλησατε;»
«Ας πούμε, ναι.»
«Τι εννοείς, ας πούμε ναι; Δέχτηκε να σε δει;»
«Ε, ναι.»
«Μωρέ, μπράβο! Και γιατί δεν είσαι ικανοποιημένος;»
«Ε... δε μιλήσαμε ακριβώς. Εγώ του μιλούσα, εκείνος μου φώναζε...» απάντησε εκείνος κουνώντας ψευτο-δραματικά τα χέρια του.
«Πφ. Αναμενόμενο. Αλλά ξέρει τι έχει συμβεί;»
«Ξέρει.»
«Και δέχτηκε να γνωρίσει τη Φαλάκ;»
«Δέχτηκε. Σαφώς, δε θα της το πω αμέσως.»
«Σαφώς.»
«Θα περιμένω να περάσουν οι μέρες που συμφωνήσαμε να μην επικοινωνούμε καθόλου, για να μη μας πάρουν χαμπάρι οι Δίδυμες ή κανά άλλο Σοφό Πλάσμα» αναστέναξε και έγειρε το κεφάλι του πάνω στο δικό της. «Αρκετός κόπος είναι να κρατάω κάθε μέρα την ένταση της παρουσίας της Τσαγιέρας όσο πιο χαμηλά γίνεται.»
«Ίσως χρειαστεί να την ξανακρύψεις τελείως πάλι. Αλλά, απ’ότι κατάλαβα, η περιοχή που μένουν η Φαλάκ και η φίλη της, είναι αρκετά απομονωμένη από ανώτερης συνείδησης πνεύματα και πλάσματα του κόσμου μας.»
«Ναι, πράγματι. Αλλά καλό είναι να είμαστε σε εγρήγορση.»
«Ναι, ναι. Άρα, όλα πήγαν σχετικά καλά.»
«Μμμ, ναι.»
«Τότε; Γιατί δεν είσαι χαρούμενος; Έλα, λέγε, έχουμε κι άλλες δουλειές.»
Ο Ρεό φάνηκε να διστάζει για λίγο να της απαντήσει.
«Δεν είδα καθόλου τον Οφν» είπε τελικά.
«Ναι. Και;»
«Όταν πήγαινα στον πύργο, πάντα ερχόταν να ανταλλάξουμε προσβολές.»
«Ε, είναι γνωστό πόσο αγαπούσε πάντα τον Μάτου και την Αμπούγια. Εφόσον τσακώθηκες με τον Μάτου, δεν είναι καθόλου περίεργο και ειδικά για έναν καλικάντζαρο, να κράτησε και να έκανε δικό του τον θυμό του μάγου προς εσένα.»
«Τώρα που το σκέφτομαι, δεν τον έχω δει καθόλου έξω από τον πύργο όλα αυτά τα χρόνια.»
«Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά ο Οφν με τον κόσμο της Τσαγιέρας, δεν τον βλέπαμε συχνά ούτε στα καλά τα χρόνια, πριν τσακωθείς με τον Μάτου.»
«Δεν τον έχω δει ούτε στις βραδινές βόλτες του Μάτου, όταν είναι ξύπνιος ο Τσανγιόλ.»
«Ακόμα τον παρακολουθείς στις βραδινές του βόλτες;»
«Απλά... τον βλέπω.»
«Μμμ, ναι καλά. Τι έπαθες με τον Οφν τώρα; Πες μου τι είπες με τον Μάτου, αυτό μας καίει.»
«Είχε νεκροπιθήκους γύρω από τον πύργο. Έχουν στήσει ολόκληρες φωλιές ακριβώς έξω από τα παράθυρα» είπε ο Ρέο και την κοίταξε με νόημα.
«Αποκλείεται» είπε διστακτικά εκείνη.
«Κι όμως.»
«Αδύνατον. Ένας καλικάντζαρος δε θα άφηνε ποτέ νεκροπιθήκους να στήσουν τα σπίτια τους τόσο κοντά του.»
«Κι όμως.»
«Πιστεύεις... πιστεύεις ότι κάτι του συνέβη; Ότι δεν είναι πια-»
«-είναι ζωντανός» την έκοψε ο Ρέο. «Θα το είχα καταλάβει αμέσως αν δεν ήταν. Είμαστε στον δικό μου κόσμο άλλωστε» προσπάθησε να χαμογελάσει αλλά σοβάρεψε ξανά αμέσως. «Πιστεύω όμως ότι κάτι του συνέβη.»
«Ο Μάτου δεν είπε τίποτα;»
«Είπε μόνο ότι δε θα τον έβλεπα, γιατί βοηθούσε την Αμπούγια με τα κεντήματά της.
»
«Τουτέστιν... ο Οφν δεν είναι άρρωστος ή αναίσθητος. Ακούει τους νεκροπιθήκους και, προφανώς, τους άκουσε και πρόσφατα, όταν μιλούσαν για την Τσαγιέρα. Αλλά δε μπορεί να τους διώξει από κοντά του.»
«Και οι φωλιές που είδα εγώ από το παράθυρο του γραφείου του Μάτου, ήταν πολλές και μεγάλες. Σίγουρα πάνω από δέκα ετών.»
«Άρα η παρουσία του Οφν δεν τους φοβίζει. Γιατί όμως; Γιατί δε μπορεί να τους φωνάξει ή να τους επιτεθεί για να τους διώξει;»
«Γιατί, αλήθεια...;» αναρωτήθηκε με δήθεν δραματικό ύφος ο Ρέο.
«Δε μπορεί να του έκανε κάτι ο Μάτου. Δεν έχει πια μαγεία.»
«Ναι, ναι... μαγεία δεν έχει...» επανέλαβε με δήθεν αθώο ύφος ο Ρέο.
«Α!» φώναξε ξαφνικά η Κλέουσα, ανοίγοντας διάπλατα το κούφιο στόμα της. «Οι Διαταγές! Ο Μάτου ξέρει το αληθινό όνομα του Οφν, άρα μπορεί να του επιβάλλει τις Διαταγές! Οι Διαταγές δεν είναι μαγεία!»
«Πολύ, πολύ σωστά, λατρεμένη μου!»
Γύρισε και τον κοίταξε ενοχλημένη.
«Ήθελες να δεις αν θα το καταλάβω;»
«Ήθελα να δω αυτήν την πανέμορφη έκφρασή σου, όταν συνειδητοποιείς κάτι που δεν είναι απροκάλυπτα εμφανές, κάτι που κρύβεται ακριβώς κάτω από όσα ξέρεις ήδη.»
«Είσαι ανόητος» τον χτύπησε ελαφρά με την αποστεωμένη μπουνιά της.
«Είσαι υπέροχη» την φίλησε πεταχτά στον λαιμό.
«Τελείωνε, γιατί έχουμε κι άλλες δουλειές. Τον Διέταξε ο Μάτου να μη μπορεί να μιλήσει, αυτό νομίζεις ότι του συνέβη;»
«Νομίζω ότι ο Οφν δε μπορεί να μιλήσει σε κανέναν άλλον εκτός του Μάτου και, πιθανότατα, της Αμπούγια. Και νομίζω ότι δε μπορεί να βγει καν από τον πύργο, αλλιώς δε μπορεί· κάπου θα τον είχα πετύχει στην Τσαγιέρα τόσες δεκαετίες. Γι’αυτό νομίζω, δε μπορεί να διώξει και τους νεκροπιθήκους, ακόμα κι αν δε μπορεί να τους φωνάξει. Και ότι γι’αυτό δεν ήθελε ο Μάτου να τον δω. Για να μην καταλάβω ότι δε μπορεί να μιλήσει σε άλλον.»
«Νομίζεις ότι κάτι ξέρει ο Οφν, που ο Μάτου δε θέλει να ξέρει κανένας άλλος.»
«Ο τελευταίος μας τσακωμός με τον Μάτου...» αναστέναξε ο Ρέο «... ήταν γιατί πίστευε ότι έπρεπε να τα παρατήσω και να αποδεχτώ ότι δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα του Τσανγιόλ. Και δεν είχαμε ξαναμιλήσει από τότε.»
«Νομίζεις... ότι είναι κάτι για τον Τσανγιόλ;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα η Κλέουσα.
«Αν συνδέσω τις πληροφορίες που έχω τώρα πια... πιστεύεις ότι είμαι υπερβολικός; Πιστεύεις ότι, επειδή αναπτερώθηκαν οι ελπίδες μου για την απελευθέρωσή του, συμπεραίνω όπως με βολεύει;»
    Εκείνη δεν πρόλαβε να του απαντήσει. Μόλις είχαν βγει σε μια δεύτερη διασταύρωση και στα δεξιά τους ήταν ο δρόμος που έμενε ο Τσανγιόλ.
Και ήταν γεμάτος από ένα πλήθος πνευμάτων, που στέκονταν σιωπηλά και κοιτούσαν το σπίτι του.
Πρόλαβαν να δουν για μια στιγμή τον Σάγια μπροστά τους, πριν χαθεί μέσα στον κόσμο.
«Α, ναι. Θυμάσαι που σου είπα πριν ότι έχουμε κι άλλες δουλειές;» είπε η Κλέουσα θλιμμένα.

***

    «Πρέπει να πας για λίγο έξω» είπε ο Σάγια χαμηλόφωνα στον Τσανγιόλ, κλείνοντας την πόρτα του δωματίου του πολεμιστή πίσω του.
Η Μάριαμ ήταν ήδη στο δωμάτιο και καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, χαϊδεύοντας τρυφερά τα πόδια του.
«Δεν πρέπει να κάνω τίποτα. Θέλω να κοιμηθώ» απάντησε ο Τσανγιόλ.
Η βαθιά, καθολική παραίτηση στη φωνή του, τόσο ξένη και μακρινή από τον συνηθισμένο θυμό ή τη βαρεμάρα του, έκανε τα γόνατα του Σάγια να λυγίσουν για μια στιγμή.
«Έχει μαζευτεί τόσος κόσμος έξω, αγόρι μου» είπε η Μάριαμ θλιμμένα. «Σε περιμένουν για να γίνει η Γιορτή. Δε θα ξεκινήσουν τίποτα και δε θα μαζέψουν τίποτα, αν δεν έρθεις εσύ.»
«Δεν τους ζήτησα να αναβάλλουν τη Γιορτή για χάρη μου.»
«Κι όμως, χωρίς εσένα, τι νόημα έχει; Το δικό σου χειροκρότημα και τα δικά σου γέλια, θα αντηχούν πάντα πιο δυνατά και ολοκληρωτικά για εμάς από οποιουδήποτε άλλου. Η δική σου παρουσία, όταν ξυπνάς και όσο μένεις ξύπνιος, μας ξυπνά κι εμάς από τη λήθη. Όσα καινούρια και όμορφα φτιάχνουμε εδώ, γίνονται αδημονώντας για τη δική σου ικανοποίηση και χαρά.»
Ο Τσανγιόλ ανασηκώθηκε και την κοίταξε ανέκφραστος. Η μορφή της έμοιαζε με πραγματικό φάντασμα, πίσω από τα βουρκωμένα του μάτια.
«Είστε νεκροί, Μάριαμ» της απάντησε πικραμένα. «Είστε όλοι αναμνήσεις αυτού που ήσασταν κάποτε. Κι εγώ είμαι μόνο μια καταραμένη μαριονέτα, δεμένη στη μαγεία αυτής της Τσαγιέρας. Κουνιέμαι και μιλάω και υπάρχω, μόνο για να σας θυμίζω πώς ήταν η πραγματική ζωή· μόνο για να σας μπλέκω στις κλωστές μου και να χορεύουμε όλοι μαζί. Για να παριστάνουν ο Ρέο και ο Μάτου, ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι απλά ένας καλοφτιαγμένος τάφος.»
Ο Σάγια έμεινε ακίνητος στη θέση του, έκπληκτος από τα σκληρά λόγια του πολεμιστή.
Η Μάριαμ κοίταξε τον Τσανγιόλ το ίδιο ανέκφραστη. Αν την είχε πληγώσει με αυτές τις τελευταίες λέξεις – και ο Σάγια ήταν σίγουρος πως η αιθέρια καρδιά της είχε μόλις γίνει κομμάτια – δεν το έδειξε.
«Δεν είναι δίκαιο αυτό που λες αγόρι μου» του είπε τελικά. «Αυτές τις τελευταίες μέρες, ο Ρέο έχει κάνει τόση προσπάθεια, μου τα είπαν όλα ο Σάγια και η Κλέουσα. Κάνει ό,τι μπορεί για να σε ελευθερώσει, από τη στιγμή που παρουσιάστηκε αυτή η νέα ευκαιρία με τις δύο γυναίκες του έξω κόσμου.»
Ο Τσανγιόλ χασκογέλασε.
«Γιατί να με ελευθερώσει Μάριαμ; Για να γυρίσετε πίσω στην εποχή, που απλά υπήρχατε εδώ μέσα και απλά παριστάνατε τους ζωντανούς; Για να χάσετε αυτή την υπέροχή μου παρουσία...» είπε ειρωνικά «... που σας έκανε όλους τόσο δημιουργικούς; Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι ο καλύτερος ηθοποιός εδώ μέσα δεν είναι ο Σάγια; Ξύπνησες ποτέ αρκετά από τη λήθη σου για να συνειδητοποιήσεις ότι ο Ρέο μπορεί να μας κοροϊδεύει όλους; Δεν είναι δικός του ο κόσμος της Τσαγιέρας άλλωστε; Δε μπορεί να κάνει ό,τι θέλει εδώ μέσα; Σκέφτηκες ποτέ ότι ο Μάτου δε ζει πια με όλους μας, όχι γιατί δε θέλει, αλλά γιατί δε μπορεί; Ίσως γιατί είναι και ο ίδιος φυλακισμένος, γιατί ξέρει περισσότερα απ΄όσα θα ‘πρεπε; Ίσως γιατί ξέρει πώς να ελευθερωθώ και ο Ρέο δεν τον αφήνει να μιλήσει σε κανέναν;»
«Τσανγιόλ, τώρα λες απλά ασυναρτησίες» πετάχτηκε ο Σάγια, βλέποντας τη μορφή της Μάριαμ να τρεμοπαίζει σα φλόγα που θα έσβηνε σε λίγες στιγμές.
Μα η γυναίκα σήκωσε τα χέρια της, κάνοντας νόημα και στους δύο πως δε χρειάζονταν άλλα λόγια.
Σηκώθηκε αργά, έστρωσε το φόρεμά της· και έφυγε από το δωμάτιο.

***

    Έξω από το σπίτι, το πλήθος μεγάλωνε. Ο Ρέο και η Κλέουσα παρατηρούσαν από μακριά αμίλητοι, όταν είδαν την εξώπορτα να ανοίγει και πάλι.
    Η Μάριαμ βγήκε βιαστικά και πέρασε σχεδόν σπρώχνοντας τους υπολοίπους, για να βρει ένα κομμάτι άδειου δρόμου.
    Όταν είδε τον δαίμονα και τη σύντροφό του, το βλέμμα της φώτισε· κατευθύνθηκε προς το μέρος του.
«Ο Τσανγιόλ πρέπει να ελευθερωθεί» είπε αυστηρά, πριν ακόμα τους φτάσει.
«Κάνω ό,τι μπορώ, το ξέρεις» απάντησε εκείνος απολογητικά.
«Κι όταν ελευθερωθεί, η Τσαγιέρα δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.»
«Το ξέρω. Αλλά-»
«-θα είμαστε πάλι όπως και πριν έρθει» τον έκοψε. «Μίζερες αναμνήσεις.»
«Δεν ήσασταν ποτέ μίζερες αναμνήσεις, Μάριαμ. Μπορεί ο Τσανγιόλ να ενίσχυσε, ας το πούμε, τη δημιουργικότητά σας· αλλά, όλοι εδώ μέσα...» αναστέναξε. «Οι ζωές σας ήταν μίζερες, όχι το μετά· όχι το εδώ μέσα. Ξέρεις ότι μέσα στην Τσαγιέρα, ακόμα και πριν τον Τσανγιόλ, υπήρξες πιο ελεύθερη και δημιουργική από οποιαδήποτε στιγμή της προηγούμενης ζωής σου. Προσπάθησα να σας δώσω τις ζωές που δεν είχατε, προσπάθησα να αναγνωρίσω όσα δεν αναγνώρισαν σε εσάς οι άνθρωποι όταν ήσασταν πραγματικά ζωντανοί. Και τα καταφέραμε, όλοι μαζί. Δεν ήσασταν ποτέ μίζερες αναμνήσεις για εμένα. Ήσασταν πάντα η εξέλιξη, η φωτεινότερη εξέλιξη μίζερων ζωών. Όλοι εδώ μέσα είσαστε διαλεγμένοι ένας-ένας, για να ζήσετε δικαιωματικά όσα σας έκλεψε ή δε σας προσέφερε ποτέ ο κόσμος εκεί έξω. Το ξέρεις αυτό. Σωστά;»
Η Μάριαμ κούνησε το κεφάλι της, σα να ξυπνούσε από κάποιο άσχημο όνειρο.
«Ποιος σου είπε ότι είστε μίζερες αναμνήσεις; Ο Τσανγιόλ το είπε αυτό; Είναι δυνατόν να το είπε αυτό, όταν σας ξέρει τόσο καλά όλους;»
«Απλά...» συνέχισε η Μάριαμ, λίγο πιο διστακτικά. «Νομίζει ότι ξέρεις πώς να τον ελευθερώσεις αλλα δε θες, γιατί κάνει τόσο καλό σε όλους μας.»
«Μα πώς είναι δυνατόν να το πιστεύει αυτό;»
«Και νομίζει ότι και ο Μάτου ξέρει πώς μπορεί να ελευθερωθεί, αλλά παριστάνεις ότι έχετε τσακωθεί ενώ τον έχεις φυλακίσει στον πύργο και του έχεις κάνει κάτι για να μη μπορεί να το αποκαλύψει.»
«Μα δεν τον έχω φυλακίσει στον πύργο! Ο Μάτου βγαίνει όποτε θέλει από τον πύργο, απλά δεν το κάνει όταν είναι ξύπνιος ο Τσανγιόλ!»
Η Μάριαμ ανασήκωσε τους ώμους της.
«Ρέο.»
«Ναι;»
«Μου λες αλήθεια; Για όλα; Μας λες αλήθεια;»
«Είναι πρακτικά αδύνατον να πω ψέμματα.»
«Το ξέρω. Αλλά, ως δαίμονας, μπορείς να... στρεβλώσεις τις απαντήσεις σου, όπως σε βολεύει.»
«Αν ήθελα να κρατήσω τον Τσανγιόλ φυλακισμένο στην Τσαγιέρα, θα διακινδύνευα να αποκαλύψω την παρουσία μου σε ζωντανούς; Θα έφερνα μια γυναίκα με Αληθινόματο από τον έξω κόσμο;»
«Σταμάτα να δραματοποιείς τα πάντα» του είπε η Κλέουσα συμπονετικά. «Σου έκανε μια ευθεία ερώτηση και δικαιούται μια ευθεία απάντηση.»
Ο Ρέο την κοίταξε έκπληκτος αλλά αμέσως ανταπέδωσε το βλέμμα της. Στάθηκε περήφανος και σοβαρός.
«Ναι, Μάριαμ. Σας λέω αλήθεια. Για όλα.»
Η ηλικιωμένη γυναίκα ξεφύσηξε ανακουφισμένη.
«Είναι τόσο απελπισμένος...» είπε χαμηλόφωνα. «Θέλει να κοιμηθεί και να μην ξυπνήσει ποτέ ξανά.»
«Δε μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Και δε θέλω να κάνω κάτι τέτοιο, ειδικά όταν έχουμε μια τόσο μοναδική ευκαιρία και ελπίδα να τον ελευθερώσουμε. Θα βρω τον τρόπο.»
«Κανείς δεν κουνιέται από εκεί» η Μάριαμ έδειξε το πλήθος έξω από το σπίτι. «Και δε θα κουνηθούν όσο ο Τσανγιόλ βυθίζεται στο σκοτάδι, για πρώτη φορά τόσο ανεπίστρεπτα. Είναι ήδη τόσο δεμένοι μαζί του. Η πρωτοφανής θλίψη του, θα μας παρασύρει όλους. Ήδη μας ακινητοποιεί. Όσο θυμωμένος ή στεναχωρημένος κι αν ήταν πριν, ποτέ δεν τα είχε παρατήσει πλήρως. Ποτέ δεν είχε χάσει Γιορτή όσο ήταν ξύπνιος, ποτέ δεν είχε αγνοήσει εμάς τόσο εμφανώς.»
«Να παραιτείται τόσο ακραία τώρα, που η ελπίδα της απελευθέρωσής του αναπτερώθηκε μετά από έναν αιώνα... μου φαίνεται αδιανόητο» της είπε ο Ρέο. «Το να είναι τόσο σκληρός μαζί σου... δεν καταλαβαίνω. Γιατί;»
«Μπορείς να τον ρωτήσεις» είπε η Κλέουσα.
«Σίγουρα δε θα θέλει να δει εμένα τώρα.»
«Χα! Και πότε σε εμπόδισε αυτό;»
«Μίλησέ του Ρέο» είπε η Μάριαμ και έσφιξε το χέρι του στις παλάμες της. «Αλλιώς, σύντομα, τίποτα δε θα μπορεί να λειτουργήσει εδώ μέσα. Και το όμορφο, καλόκαρδο αγόρι που αγαπώ σαν παιδί μου, θα μαραζώσει και θα σαπίσει χειρότερα κι από αληθινό πτώμα.
«Αχ, γλυκιά μου» την τράβηξε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Κι εκείνη άρχισε να κλαίει.
«Βοήθησέ τον να φύγει από ‘δω μέσα, σε παρακαλώ. Δε με νοιάζει τι θα γίνει μετά» είπε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Δε νοιάζει κανέναν μας τι θα γίνει μετά. Όσο κι αν η παρουσία του μας αγαλλιάζει και μας ανθίζει, θα ξαναβρούμε τη δημιουργικότητά μας, θα ξαναβρούμε τον δρόμο μας μετά, μην ανησυχείς. Απλά, βοήθησε τον Τσανγιόλ μου, να μη χάσει τον δικό του δρόμο. Σε παρακαλώ.»

***

    Ο Οφν μπήκε στο μικρό γραφείο του Μάτου, αρκετή ώρα αφού εκείνος είχε φύγει από τον πύργο για τη βραδινή του βόλτα.

    Ο μάγος τον είχε φυλακίσει μέσα σε αυτό το πέτρινο μαυσωλείο και του είχε κλέψει τη φωνή και τα λόγια του προς οποιονδήποτε άλλον, εκτός από τον ίδιο και την κυρά-Αμπούγια· μα, παραδόξως, δεν τον είχε περιορίσει ποτέ στις μεταξύ τους συνδιαλέξεις ή κινήσεις. Αν χρειαζόταν και δεν ήταν μόνο οι τρεις τους στον πύργο – όπως κατά την επίσκεψη του Ρέο – μουρμούριζε μια καινούρια Διαταγή, κουμπωμένη στο αληθινό του όνομα· μα ύστερα, την έπαιρνε πίσω. Και ο μικρόσωμος καλικάντζαρος ήταν πάλι ελεύθερος – τι αστεία λέξη, αλήθεια – να τριγυρνά και να κλαψουρίζει όπου και όταν ήθελε.
    Παρ’όλο που η σχέση τους είχε χτιστεί, αργά και σταθερά, πάνω στα αγνότερα συναισθήματα φροντίδας, αφοσίωσης και ευγνωμοσύνης – όταν ακόμα ζούσαν και οι δύο στον έξω κόσμο και η Τσαγιέρα δεν υπήρχε καν ως σκέψη – τώρα είχε καταλήξει απλά να συντηρείται, βρωμερή και πικρή, μέσα από το μίσος, τη λύπηση και τις ενοχές του ενός για τον άλλον.
    
    Ο Οφν στάθηκε για λίγο μπροστά από το θεόστενο παράθυρο. Οι νεκροπίθηκοι είχαν πάει για ύπνο μέσα στις φωλιές τους, τις στριμωγμένες μέσα στη ζούγκλα των τεϊόφυλλων του Ντα Χονγκ-Πάο. Κι όμως, ακόμα και τώρα, η παρουσία τους τόσο κοντά του, ήταν αβάσταχτη.
    Άρπαξε, μουγκρίζοντας, ένα χειρόγραφο του μάγου και προσπάθησε να το πετάξει προς το ανοιχτό παράθυρο. Το χέρι του στριφογύρισε δυο και τρεις φορές κι όμως, τα δάχτυλά του αρνούνταν να ελευθερώσουν το λεπτό βιβλίο. Ο καημένος ο καλικάντζαρος άφησε το χειρόγραφο να πέσει στο πάτωμα, έκλεισε το στόμα του και με τα δυο του χέρια και ούρλιαξε οργισμένα.
Και, μετά από λίγο, σταμάτησε. Έμεινε ακίνητος στο γαλάζιο, νυχτερινό ημίφως του νεφρίτη· ένα μικρόσωμο, δυστυχισμένο άγαλμα.
    Ξαφνικά, η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ο Οφν γούρλωσε τα μάτια του και πετάχτηκε αμέσως για να κρυφτεί πίσω από την πολυθρόνα.
Το πρόσωπο της Αμπούγια ξεπρόβαλλε πίσω από την πόρτα.
«Μάτου, αγάπη μου;»
Ο Οφν ξεφύσηξε ανακουφισμένος και σηκώθηκε ξανά.
«Έχει πάει βόλτα κυρά-Αμπούγια.»
«Οφν, καλό μου πλάσμα. Τι κάνεις ξύπνιος τέτοια ώρα;»
«Απλά... τακτοποιώ το γραφείο κυρά-Αμπούγια» είπε και μάζεψε το χειρόγραφο από το πάτωμα.
«Αχ, Οφν. Πόσο μας αγαπάς και μας φροντίζεις» χαμογέλασε θερμά εκείνη.
Ο καλικάντζαρος χασκογέλασε.
«Πήγαινε να συνεχίσεις τα κεντήματά σου κυρά-Αμπούγια.»
«Γιατί δεν αφήνεις κι εσύ τις δουλειές, να πας μια βόλτα με τον Μάτου;»
«Άσε με κυρά-Αμπούγια, να χαρείς.»
«Πάνε πέντε μέρες που δεν έχεις βγει από τον πύργο και σ’έχω έννοια.»
«Πέντε μέρες!;» κάγχασε εκείνος. «Μάλλον θες να πεις πέντε δεκαετίες!»
«Δεκαετίες...;» αναρωτήθηκε εκείνη και έπιασε το κεφάλι της, σα να ζαλιζόταν. «Τι λες μωρέ, άρχισες πάλι τα αστεία σου;»
«Πήγαινε στα κεντήματα κυρά-Αμπούγια» επανέλαβε πάλι ο Οφν παραιτημένα, νιώθοντας τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα – για πρώτη φορά μπροστά της, απ’όταν η ψυχή της μπήκε στην Τσαγιέρα. «Κι άσε με εμένα και τα αστεία μου.»
    Εκείνη γούρλωσε τα μάτια της, μπήκε γρήγορα στο γραφείο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Γιατί μού στεναχωριέσαι καλό μου πλάσμα; Μη μου στεναχωριέσαι! Ο Μάτου μού υποσχέθηκε πως, σε λίγες μέρες, θα αγοράσει τα καλύτερα φρούτα από την αγορά! Τι θες να του πω να φέρει και για εσένα; Πες μου τι θες για να μη στεναχωριέσαι κι εγώ θα του πω να στο φέρει!»
Ο Οφν έκλεισε τα δικά του μάτια και τα στριμωγμένα δάκρυα κύλησαν ελεύθερα πάνω στα γκρίζα μαγουλά του. Χαλάρωσε το σώμα του πάνω στον θώρακά της και αφέθηκε στην ξαφνική ζεστασιά της τρυφερότητάς της, που είχε χρόνια να ζήσει· απ’όταν ήταν ακόμα ζωντανή.
«Δε θέλω τίποτα» γουργούρισε γαλήνια. «Δε με νοιάζει-» ξεκίνησε να λέει αλλά σταμάτησε αμέσως και τεντώθηκε πάλι για να την κοιτάξει. «Γιατί να πάρει τα καλύτερα φρούτα σε λίγες μέρες;»
«Μα... θα έχουμε επισκέπτες. Δε στο είπε;»
Η καρδιά του άρχισε να χτυπά γρήγορα.
«Ναι...» ψέλλισε. «Ναι. Αλλά δεν το θυμόμουν. Και δε θυμάμαι και ποιος είπε ότι θα έρθει.»
Η Αμπούγια γέλασε εύθυμα και τσίμπησε μαλακά τη μακρόστενη μύτη του.
«Χαζούλη! Περνάνε τα χρόνια! Μου φαίνεται έχεις αρχίσει και γερνάς και τα χάνεις!»
«Χα... χα... ναι. Ναι κυρά-Αμπούγια, τα χάνω μου φαίνεται» επανέλαβε εκείνος και ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό του. «Αλλά είμαι τόσο...» ξεροκατάπιε «... τόσο χαρούμενος που εσύ θυμάσαι τα πάντα ξαφνικά.»
«Τι εννοείς ξαφνικά μωρέ;»
«Τίποτα, μη μου δίνεις σημασία. Πες μου για τους επισκέπτες.»
«Καλά, μη φανταστείς κάτι τρομερό. Ο Ρέο θα είναι· με κάποια φίλη του, επισκέπτρια από τον έξω κόσμο.»
Το κορίτσι που έλεγαν οι νεκροπίθηκοι, με το Αληθινόματο!
«Αχ, τι κρίμα που θα λείπεις εκείνη την ημέρα Οφν μου.»
«Γιατί να λείπω;»
«Ο Μάτου είπε πως έχεις δουλειά όλη την ημέρα και δε θα εμφανιστείς καθόλου.»
«Α, έτσι είπε.»
«Λάθος έκανε;»
«Όχι, ο καταραμένος, δεν έκανε λάθος.»
«Ξέρω ότι δε μπορείς να συγκρατήσεις τις βωμολοχίες σου Οφν μου, αλλά προσπάθησε, για τον Μάτου που αγαπάς τόσο πολύ.»
«Θα προσπαθήσω» απάντησε εκείνος μέσα από τα δόντια του.  «Και, για πες, γιατί θα έρθουν εδώ, κυρά-Αμπούγια;»
«Η φίλη του Ρέο θέλει να γνωρίσει τον Μάτου μου. Παραμένει τόσο διάσημος και αγαπητός στον έξω κόσμο, ακόμα και μετά τον θάνατό του ο αγαπημένος μου... νομίζω θα μείνει στα χείλη όλων, ακόμα κι αν περάσουν εκατό χρόνια!»
«Όχι, όχι κυρά-Αμπούγια, μη μου χάνεσαι τώρα!»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της μπερδεμένη. Πισωπάτησε μερικά βήματα και ύστερα τον κοίταξε συμπονετικά.
«Θέλεις βοήθεια Οφν μου; Τι κάνεις εδώ βραδιάτικα; Γιατί δεν πας μια βόλτα;»
Η καρδιά του σφίχτηκε.
«Δε θέλω τίποτα» μουρμούρισε. «Πήγαινε στα κεντήματα κυρά-Αμπούγια.»
«Α! Τα κεντήματα!» φώναξε εκείνη και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο.
Ο καημένος ο Οφν έκλεισε πάλι το στόμα του και με τα δυο του χέρια και ούρλιαξε οργισμένα.

***

    Ο Ρέο στάθηκε στην πόρτα του δωματίου του Τσανγιόλ. Ο πολεμιστής ήταν ξαπλωμένος και καλυμμένος ολόκληρος με το σεντόνι του.
«Μίλησα με τον Μάτου. Σε λίγες μέρες θα έρθει πάλι η Φαλάκ· και θα πάμε να τον γνωρίσει. Δέχτηκε να τη δει.»
Σιωπή.
«Θα μάθουμε πού είχε κρύψει τη Ζούρι· θα βρούμε τους απογόνους του.»
Τίποτα.
«Δεν υπάρχει περίπτωση, έστω ένας ή μία από αυτούς να μην έχουν μαγεία. Είναι θέμα χρόνου να σπάσουμε τη σφραγίδα. Σύντομα θα είσαι-»
«-μην τολμήσεις να πεις ελεύθερος» γρύλισε ο Τσανγιόλ.
«Έξω έχει κλείσει ο δρόμος.»
«Το ξέρω.»
«Η Γιορτή αναβλήθηκε.»
«Το ξέρω.»
«Είσαι κλεισμένος εδώ μέσα πέντε μέρες και εκεί έξω, όλα έχουν γίνει άνω κάτω.»
Ο Τσανγιόλ ξεσκεπάστηκε και ανασηκώθηκε.
«Όχι. Είμαι κλεισμένος εδώ μέσα εκατό χρόνια και εκεί έξω, όλα μού είναι ξένα και όλα συνεχίζουν χωρίς εμένα.»
    Οι δύο άντρες έμειναν να κοιτάζονται, αμίλητοι και ανέκφραστοι. Μετά από λίγο, ο Ρέο άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, μα το μετάνιωσε.
«Να ελπίζω; Αυτό θα έλεγες;»
«Δεν έχει σημασία τι θα έλεγα.»
«Έχεις ιδέα τι είναι η ελπίδα Ρέο;»
«Μα και βέβαια, τι εννοείς;»
«Έχεις βρεθεί ποτέ στην πιο απελπιστική κατάσταση που θα μπορούσες να φανταστείς και όλα να δουλεύουν εναντίον σου και όλα να προδιαγράφουν το χειρότερο πιθανό μέλλον;»
Ο δαίμονας ξεροκατάπιε.
«Νομίζω πως όχι» απάντησε απρόθυμα.
«Τότε δεν έχεις ιδέα πόσος κόπος χρειάζεται να κρατηθεί ολόκληρη η ύπαρξη κάποιου από κάτι τόσο εύθραυστο όπως η ελπίδα. Άσε με να κοιμηθώ. Κάνε με να κοιμηθώ, σε παρακαλώ.»
«Δε μπορώ τόσο σύντομα μετά το τελευταίο ξύπνημά σου. Περίμενε λίγες μέρες. Θα έρθει ξανά η Φαλάκ και-»
«-όταν ένιωσα την αγκαλιά της εκείνη την ημέρα, στο παλάτι...» μονολόγησε ο Τσανγιόλ «... όταν ακόμα νόμιζα πως εκείνη η αίσθηση ήταν ένα παιχνίδι του κατεστραμμένου μου εγωισμού και της ραγισμένης μου καρδιάς... ήμουν σίγουρος τότε, πως κάπως έτσι θα έπρεπε να είναι η αγάπη. Ότι κάπως έτσι την είχε φτιάξει το μυαλό μου μετά από μια ζωή μοναξιάς και πολέμου και την έφερε στην επιφάνεια, τη στιγμή που χρειαζόμουν τη δύναμή της περισσότερο από ποτέ. Μια ζεστή, πορφυρή αγκαλιά από περγαμόντο και γεράνι, μπροστά σε μια λίμνη που μύριζε ορχιδέες.»
«Είσαι σίγουρος πως δεν ήταν ο ζωγράφος του Αυτοκράτορα, που έκαιγε αρωματικά ξύλα για να σε ζαλίσει και να μην τον σφάξεις;» ο Ρέο επιχείρησε ένα αστείο.
Ο Τσανγιόλ μειδίασε.
«Η Φαλάκ μύριζε το ίδιο ακριβώς όταν την άρπαξα στα χέρια μου, πριν λίγες μέρες.»
«Μη μου θυμίζεις τις βλακείες σου.»
«Μια τόσο όμορφη μυρωδιά, ενός αληθινού ανθρώπου που, αθελά της, δέθηκε μαζί μου. Μια τόσο όμορφη μυρωδιά, μέσα σε αυτή τη φυλακή, έφτασε να μου προκαλεί αηδία. Λυπάμαι πολύ γι’αυτό, γιατί καταλαβαίνω πως η Φαλάκ είναι καλή γυναίκα και θέλει αληθινά να βοηθήσει. Κάντε ό,τι θέλετε οι δυο σας. Κι αν βρείτε πραγματικό, χειροπιαστό τρόπο να με ελευθερώσετε, θα ξαναμιλήσουμε. Αλλά, μέχρι τότε, αφήστε με έξω από τα σχέδιά σας και παρατήστε με στην ησυχία μου.»
«Και οι ψυχές έξω; Οι φίλοι σου;»
«Έζησα μια ολόκληρη ζωή Ρέο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη εκατοντάδων ανθρώπων. Έζησα και κι άλλη μια ζωή εδώ μέσα, με την αέναη προσμονή άλλων τόσων για την έγκρισή μου. Δε μετανιώνω καμία από τις δύο. Αλλά δε μπορώ άλλο· ούτε να θυμάμαι την πρώτη ούτε να ζω τη δεύτερη.»
«Δεν κάθονται εκεί έξω γιατί είναι εξαρτημένοι από εσένα. Κάθονται γιατί δε θέλουν να τα παρατήσεις. Γιατί η ελπίδα για την ελευθερία σου είναι πιο σημαντική από την καθημερινότητα της αιωνιότητάς τους.»
Τα μάτια του Τσανγιόλ γυάλισαν από δάκρυα.
«Ας είναι λοιπόν η δική τους ελπίδα που θα μας οδηγήσει όλους για λίγο. Γιατί η δική μου κουράστηκε.»


συνεχίζεται


Artwork: Chiharu Chiota (Japan), 2021 Art Installation, "I hope"


Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση