Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 12




«Μμμμναι. Αλλά όχι. Οπωσδήποτε όχι» είπε η Φαλάκ, με απόλυτη σοβαρότητα.
    
    Είχε περπατήσει – επιτέλους – με τον Ρέο, μέχρι την είσοδο του χωριού, κοντά στη λίμνη. Και εκεί, βρήκαν τον Όλαφ να τους περιμένει χαμογελαστός, με τα χέρια του να κρατούν σφιχτά τα χαλινάρια μιας μεγάλης, κατάλευκης, άγριας κατσίκας.
Κι όταν σας λέω μεγάλης, αγαπητοί και αγαπητές, εννοώ μεγάλης. Η ράχη της ήταν στο ύψος του κεφαλιού του Όλαφ.

«Τι εννοείς αγαπητή μου;» ρώτησε, με απόλυτη αθωότητα, ο Ρέο. «Είναι απλά μια κατσίκα. Και είναι εκπαιδευμένη, σε διαβεβαιώ. Η δουλειά της είναι να βγάζει τους ζωντανούς από την Τσαγιέρα. Ο Μάτου και η Αμπούγια τη χρησιμοποιούσαν συχνότατα.»
«Πρώτον, αυτό δεν είναι απλά μια κατσίκα.»
«Μην την λες αυτό!» διαμαρτυρήθηκε ο δαίμονας. «Θα σου άρεσε να σε λέω εγώ αυτό; Έχει όνομα. Μουκόντι. Γιατί ανεβοκατεβαίνει τις πλαγιές σαν κανονική χορεύτρια» είπε τα τελευταία λόγια τραγουδιστά.
«Είναι θηλυκή, αλλά έχει τεράστια κέρατα. Είναι θεόρατη.»
«Θεωρώ πως έχεις δει δεκάδες πιο περίεργα πράγματα, όλα τα χρόνια που ανοίγεις το Αληθινόματό σου στον κόσμο μου. Είναι απλά μια κατσίκα.»
«Δεν είναι απλά μια κατσίκα, σταμάτα να το επαναλαμβάνεις! Πόσο καιρό έχεις να δεις φυσιολογικές κατσίκες Ρέο; Και τι σημαίνει το ανεβοκατεβαίνει τις πλαγιές; Εδώ μέσα δεν έχει πλαγιές» είπε η Φαλάκ και κοίταξε αμέσως ανήσυχη γύρω τους.
«Από εκεί που θα βγείτε, είναι σαν πλαγιά» απάντησε εύθυμα ο Ρέο και τέντωσε το χέρι και τον δείκτη του προς το στόμιο της Τσαγιέρας.
Η Φαλάκ γούρλωσε τα μάτια της.
«Σίγουρα και οπωσδήποτε όχι!» φώναξε και πισωπάτησε.
«Θεωρώ πως είσαι υπερβολική.»
«Θεωρώ πως δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει υπερβολή.»
«Το έχει ξανακάνει δεκάδες φορές.»
«Ρέο, έχω δυο ξύλινα άκρα. Μπορώ να κάνω πολλά πράγματα με αυτά αλλά δε μπορώ να χειριστώ ένα ζώο ως αναβάτρια. Δεν τα έχω καταφέρει ούτε με γέρικο άλογο.»
«Δε χρειάζεται να χειριστείς τίποτα. Η Μουκόντι θα τα κάνει όλα μόνη της.»
«Αν δε χρειάζεται να χειριστώ τίποτα, γιατί την κρατάει ο Όλαφ τόσο σφιχτά;»
«Γιατί αγχώνεται όταν είναι κοντά σε νεκρούς. Εκτός από τον Όλαφ δηλαδή.»
«Και τότε γιατί την έφερε εδώ πέρα, τόσο κοντά στο χωριό;»
«Για να γνωριστείτε λίγο, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο, από το οποίο θα ταξιδέψετε οι δυο σας.»
«Θα με αφήσεις να βγω μόνη μου!;»
«Μα δε χωράνε δυο άτομα πάνω στη ράχη της.»
«Όλο το χωριό χωράει πάνω στη ράχη της!»
Ο Ρέο χασκογέλασε.
«Θα είμαι ήδη έξω όταν θα βγεις εσύ, να σε περιμένω μαζί με την αγαπητή Γκιούλι.»
«Αμάν, πρέπει να ειδοποιήσουμε και τη Γκιούλι ότι θα βγω!»
«Μην ανησυχείς· θα το κάνω εγώ, μια και θα βγω πρώτος.»
«Πόση ώρα θα μου πάρει;» ρώτησε η Φαλάκ διστακτικά, κοιτώντας πλάγια το στόμιο της Τσαγιέρας.
«Όχι παραπάνω από τριακόσια-τριακόσια πενήντα μετρήματα. Η Αμπούγια έλεγε πάντα πως τους έπαιρνε δυο μεγάλα τραγούδια» χαμογέλασε νοσταλγικά ο Ρέο.
«Δεν πιστεύω να περιμένεις να τραγουδήσω, όσο σκαρφαλώνει η κατσίκα.»
«Η Μουκόντι» είπε σοβαρά εκείνος.
«Και, τέλος πάντων, η Μουκόντι θα με ανεβάσει εκεί πάνω, μέχρι το άνοιγμα. Πώς στο καλό θα βγω όμως; Πρακτικά δηλαδή; Θα βγει μαζί μου και μετά θα ξαναμπεί στην Τσαγιέρα;»
«Όχι βέβαια. Θα σε πάει μέχρι ένα σημείο και μετά θα αναλάβει η μαγεία.»
«Τι σημαίνει, θα αναλάβει η μαγεία;»
«Δε νομίζω ότι θες να σου εξηγήσω ακριβώς.»
«Θα είναι...» η Φαλάκ ανατρίχιασε. «Θα είναι όπως ήταν η είσοδος;»
«Όχι. Το ξεκαθάρισα αυτό. Καμία σχέση με την είσοδο. Και τα άκρα σου θα παραμείνουν άθικτα. Ακόμα κι αν είχα πάντα πρόβλημα να μεταφέρω άψυχα αντικείμενα εδώ μέσα, παραδόξως δεν είχα ποτέ πρόβλημα να τα βγάλω, όταν τα έβγαζα από το στόμιο, με τη Μουκόντι.»
«Τότε γιατί δε μου λες τι θα γίνει ακριβώς;»
«Γιατί είσαι ήδη τρομαγμένη με την ανάβαση, ενώ σε έχω διαβεβαιώσει ότι θα είσαι μια χαρά.»
«Αλήθεια θα είμαι μια χαρά;»
«Εσύ είσαι που αναγνωρίζεις την ειλικρίνεια των λόγων μου, αγαπητή μου. Τι λες; Θα είσαι μια χαρά;»
Εκείνη τον κοίταξε για λίγο. Εκείνος ανταπέδωσε το αυστηρό βλέμμα της με ένα συμπονετικό δικό του.
Ύστερα από λίγο, εκείνη έκανε ένα νόημα επιβεβαίωσης· κι εκείνος χαμογέλασε γλυκά.
Η Μουκόντι βέλαξε παρατεταμένα.
    Προχώρησαν αμίλητοι κατά μήκος των ακτών της λίμνης κι όταν έφτασαν κάτω από το στόμιο, η Φαλάκ αφέθηκε – αμίλητη και πάλι – να την ανεβάσει ο Όλαφ στη ράχη της κατσίκας.
«Μπορώ να κρατηθώ από τα κέρατά της;» ρώτησε τελικά, με τρεμάμενη φωνή.
«Μπορείτε να κρατηθείτε απ’όπου θέλετε, δεσποινίς· αν και δεν έχει σημασία.»
«Μπορώ να έχω τα μάτια μου κλειστά;»
«Δε θα το συνιστούσα.»
«Κι αν ζαλιστώ και πέσω;»
«Δε θα πέσετε.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Όποιος ανεβαίνει στη ράχη της Μουκόντι, δεν κατεβαίνει αν δεν το θελήσει εκείνη.»
«Αλήθεια;» η Φαλάκ δοκίμασε να κουνήσει τα πόδια της στα πλάγια του ζώου. «Μια χαρά μου φαίνεται πως μπορώ να ξανακατέβω.»
«Δε θα το συνιστούσα» επανέλαβε ο Όλαφ.
«Εκτός κι αν θέλεις να περιμένεις να ξαναφτιάξουμε το πόδι σου, που σίγουρα θα σπάσει κατά την προσπάθειά σου» συμπλήρωσε ο Ρέο.
Η Φαλάκ ξεροκατάπιε.
«Μάλιστα. Δε θα κατέβω αν δεν το θελήσει, το κατάλαβα. Κι αν το θελήσει;»
«Η Μουκόντι ξέρει ήδη ότι είσαι εδώ για να βοηθήσεις τον Τσανγιόλ, αγαπητή μου. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σου κάνει κακό.»
«Ακόμα και η κατσίκα τον αγαπάει;» ρώτησε εντυπωσιασμένη η Φαλάκ.
«Έχουνε κάνει πολλές βόλτες μαζί, στα τοιχώματα της Τσαγιέρας, δεσποινίς» είπε ο Όλαφ. «Είναι ο μόνος που μπορεί – και επιπλέον, δέχεται – να της κάνει παρέα χωρίς να την αναστατώνει, εδώ και χρόνια που ο άλλος ζωντανός δε βγαίνει καν από ‘κει μέσα» έδειξε προς τον πύργο στη μέση της λίμνης.
Η Φαλάκ αναστέναξε.
«Πάμε λοιπόν» είπε απρόθυμα στη Μουκόντι.
«Εγώ θα σε δω έξω» είπε ο Ρέο.
«Θα τα ξαναπούμε Όλαφ.»
«Το ελπίζω δεσποινίς. Θα φροντίσω να σας έχω έτοιμο το πιο υπέροχο κρεβάτι για να κοιμηθείτε, αν μπορέσετε να μείνετε περισσότερο την επόμενη φορά.»
«Κρεβάτι;» ρώτησε εκείνη και έγυρε το κεφάλι της, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει μια ανάμνηση που είχε μόλις αναδυθεί. «Συγγνώμη, είσαι ο Όλαφ Χάγκεν.»
«Μάλιστα, δεσποινίς. Σας είπα το πλήρες όνομά μου πριν, αυτό είναι.»
«Χάγκεν και κρεβάτι... συγγνώμη, είσαι Ο Όλαφ Χάγκεν; Ο διάσημος σε όλον τον κόσμο Όλαφ Χάγκεν!;»
Τα μάτια του θεόρατου άντρα γούρλωσαν ενθουσιασμένα.
«Με γνωρίζετε δεσποινίς!;» ρώτησε ανυπόμονα.
«Αστειεύεσαι!; Υπάρχει κανείς που δε σε γνωρ-!;» του απάντησε, το ίδιο ενθουσιασμένη κι εκείνη, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της.
Η Μουκόντι ξεκίνησε να τρέχει την πορσελάνινη ανηφόρα προς το στόμιο της Τσαγιέρας.

***

    Η Γκιούλι περπατούσε εδώ και ώρα πέρα-δώθε το δωμάτιο της Φαλάκ και κοιτούσε πλάγια την Τσαγιέρα, όταν της φάνηκε πως το βλέμμα της θόλωσε και το σημείο που κοιτούσε έμοιαζε να αλλοιώνεται, σα βυθισμένο στο νερό.
Κοκκάλωσε εκεί που ήταν, πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε το μαγικό της μάτι.
Ο Ρέο εμφανίστηκε μπροστά της.
«Όλα καλά;» τον ρώτησε διστακτικά.
«Περίφημα! Σε λίγο θα είναι και η Φαλάκ στην παρέα μας. Δεν πιστεύω να σε ανησυχήσαμε πολύ, αγαπητή μου;»
«Τι εννοείς, σε λίγο; Γιατί δε βγήκατε μαζί;»
«Η έξοδος είναι διαφορετική από την είσοδο. Θα στα πει και η ίδια σε λίγα λεπτά. Εσύ καλά, αγαπητή μου; Πώς νιώθεις που έμαθες όλα αυτά τα επιπλέον θαυμαστά νέα για την Τσαγιέρα μας και τους κατοίκους της;» την κοίταξε με ένα συνωμοτικό χαμόγελο.
«Καλά» απάντησε κοφτά η Γκιούλι και έκατσε – εμφανώς άγαρμπα – στο κρεβάτι.
Ο Ρέο σοβάρεψε αμέσως.
«Τι συνέβη;» την πλησίασε.
Η Γκιούλι ξανασηκώθηκε και σταύρωσε τα χέρια της, κοιτάζοντάς τον απολογητικά.
«Νομίζω ότι έκανα μια ανοησία» ψέλλισε.
«Τι ανοησία;»
«Μεγάλη ανοησία.»

***

    Δε νομίζω, αγαπητές και αγαπητοί, πως χρειάζεται να σας εξηγήσω και πολλά, για το πώς ήταν η εμπειρία της ανάβασης στο εσωτερικό μιας καμπύλης, πορσελάνινης επιφάνειας και πάνω στη ράχη μιας άγριας κατσίκας.
    Θα σας θυμίσω αρχικά, τη σχεδόν υπερφυσική ικανότητα των φυσιολογικών αγριοκάτσικων, να ταξιδεύουν, να τρώνε και να κοιμούνται στις πιο απίθανα κατακόρυφες και φαινομενικά λείες πλαγιές του κόσμου· πολλώ δε μάλλον της Μουκόντι μας, που είναι πέρα από τα φυσιολογικά. Οι οπλές της γάτζωναν κυριολεκτικά παντού και τα άλματά της ήταν ασταμάτητα αλλά ομαλά, δίχως την παραμικρή υποψία δισταγμού ή αμφιβολίας.
    Θα σας πω επιπροσθέτως, πως η Φαλάκ συνειδητοποίησε σχεδόν αμέσως ότι δε θα έπεφτε από τη ράχη του κατάλευκου ζώου. Και πως, πολύ σύντομα, έπιασε τον εαυτό της να κοιτά τον κόσμο της Τσαγιέρας που απλωνόταν πίσω και κάτω – πολύ, πολύ κάτω – με ένα περίεργα συναρπαστικό χαμόγελο.
    Το οποίο έσβησε βέβαια, όταν έφτασαν στην κορυφή λίγο πριν το άνοιγμα του στομίου, όπου και σταμάτησαν. Ένας αδιανόητα δυνατός άνεμος άρχισε να μαστιγώνει τη Φαλάκ και να την τραβάει μακριά από τη ράχη της Μουκόντι. Το ζώο άρχισε να τινάζεται και κλωτσάει· και η Φαλάκ κατάλαβε πως τώρα ήθελε να κατέβει από πάνω της. Πριν προλάβει να κάνει οποιαδήποτε άλλη κίνηση, ο αέρας τη ρούφηξε και όλα έσβησαν.
    Αν το καλοσκεφτείτε δηλαδή, δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για να τρομάξει η Φαλάκ σε αυτό το τελευταίο στάδιο. Τουτέστιν και στο σύνολό της, η εμπειρία της εξόδου ήταν σαφέστατα και αναμφισβήτητα, πολλάκις καλύτερη από αυτήν της εισόδου. Και αυτό θα κρατήσουμε προχωρώντας.       Η Φαλάκ απλά άνοιξε τα μάτια της λίγο μετά και είδε πως ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα του δωματίου της στο πανδοχείο. Δεν πονούσε πουθενά και δεν είχε καμία αίσθηση του πώς ακριβώς είχε εξέλθει.
    Η Γκιούλι από την άλλη, αντίκρυσε – απολύτως απροετοίμαστη – το σώμα της φίλης της, τσαλακωμένο σαν ύφασμα και τυλιγμένο σε μια ελαστικότατη, γαλακτερή φούσκα, να ξεπετάγεται από το στόμιο του μαγικού σκεύους και να χύνεται – κυριολεκτικά σαν παχύρευστο υγρό – στο πάτωμα. Και αμέσως μετά, η φούσκα έσκασε σε ένα πυκνό σύννεφο καπνού, αφήνοντας τη Φαλάκ ημιλιπόθυμη αλλά σε φυσιολογικό μέγεθος και μορφή.
    Αναμενόμενο, λοιπόν – αν αναλογιστούμε και την προηγούμενη, μη ξεπερασμένη ταραχή της Γκιούλι και από την τρομακτική είσοδο της Φαλάκ στην Τσαγιέρα – το απαυδησμένο ουρλιαχτό της, που ακούστηκε σε όλο το πανδοχείο· πήρε στον Ρέο σχεδόν δυο μέρες να πείσει τους υπόλοιπους θαμώνες πως δεν είχε συμβεί στ’αλήθεια και πως ήταν απλά ένα παιχνίδι των αυτιών τους ή ένα κακό όνειρο.

***

«Θα ήθελες να μου πεις τι συνέβη πριν;»
    Η Κλέουσα πλησίασε το σημείο που καθόταν ο Τσανγιόλ, κρυμμένος στις σκιές ενός στενού σοκακιού ανάμεσα σε δυο σπίτια.
«Όχι» της απάντησε.
«Ωραία. Ας το πω αλλιώς λοιπόν. Θα ήθελες να μου πεις τι συνέβη πριν και φέρθηκες με τέτοιο τρόπο σε μια δική μου καλεσμένη, που επιπλέον θα μας βοηθήσει να προσπαθήσουμε να σε βγάλουμε από ‘δω μέσα, πριν κάνω κατάληψη στα όνειρά σου και μάθω μόνη μου;»
«Έχεις υποσχεθεί να μην το κάνεις ποτέ αυτό.»
«Έχω υποσχεθεί επίσης, να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σε ελευθερώσω από την Τσαγιέρα.»
Τα μάτια του βούρκωσαν. «Έκανα λάθος. Δεν έχει σημασία.»
Η Κλέουσα στριμώχτηκε στο σοκάκι και έκατσε δίπλα του. Τύλιξε τα δάχτυλά της στα δικά του.
«Τσανγιόλ» είπε και τον κοίταξε με συμπόνοια. «Αυτό που συμβαίνει τώρα, μετά από εκατό χρόνια... είναι πολύ σημαντικό. Δεν ξέρω πώς και γιατί. Αλλά το αισθάνομαι. Μπορείς να ελευθερωθείς επιτέλους, το αισθάνομαι. Κι αν πρέπει να πατήσω την υπόσχεσή μου για να προσπεράσω το ξεροκέφαλό σου-»
«-σα να ήμουν μέσα στον πίνακα μαζί σου» την έκοψε εκείνος. «Σα να κατάφερα να πεταχτώ και να σε αγκαλιάσω και να πάρω έστω και λίγο από αυτό το βάρος.»
«Τι;»
«Αυτό είπε πριν η γυναίκα.»
«Η Φαλάκ;»
«Ναι. Αυτό είπε πριν. Και είχε δίκιο.»
«Τι εννοείς;»
«Όταν στεκόμουν για τον πίνακα... ήταν μια στιγμή που δεν άντεχα άλλο. Που ήθελα να σηκώσω το σπαθί μου και να τους σκοτώσω όλους. Δεν άντεχα άλλο. Κι όμως, τότε... κάτι ήρθε και με αγκάλιασε. Κάτι, σα να ένιωσε την οργή μου, σα να έκλεισε τα μάτια μου για μια στιγμή. Μια πορφυρή, μεταξωτή αγκαλιά, υπέροχη και γαλήνια, γεμάτη αγάπη και κατανόηση, σα να με πήρε και να με ταξίδεψε, ελεύθερο και χωρίς έγνοιες, σ’ενα λευκό χωριό με πήλινες στέγες, δίπλα σε μια ροδακινένια λίμνη που μύριζε ορχιδέες. Ήταν μόνο μια στιγμή. Δεν ήταν τίποτα, νόμιζα· μόνο κάτι να με ηρεμήσει και να μου θυμίσει ποιος ήμουν και γιατί έκανα αυτό που έκανα. Ίσως και για να μου δώσει ελπίδα, για ένα μακρινό, ειρηνικό μέλλον μέσα σε ένα όνειρο. Ένα όνειρο που είδα να εμφανίζεται μπροστά μου καιρό μετά, μέσα σε μια μαγική τσαγιέρα.»
Το κενό μέσα στις κόγχες της Κλέουσας έμοιαζε ξαφνικά να αναδεύεται σα μαύρη σούπα.
«Το φόρεμα» ψιθύρισε. «Η Φαλάκ φορούσε ένα πορφυρό, μεταξωτό φόρεμα.»
«Δε φορούσε απλά ένα οποιοδήποτε πορφυρό, μεταξωτό φόρεμα, Κλέουσα. Μου είναι αδύνατον να το εξηγήσω λογικά· αλλά φορούσε το ίδιο φόρεμα με αυτό που με αγκάλιασε τότε. Το κατάλαβα, το ήξερα, με το που την είδα να πλησιάζει στην πλατεία» συνέχισε ο Τσανγιόλ και τα δάκρυα κύλησαν ορμητικά. «Δέχτηκα να μπω εδώ μέσα εξαιτίας εκείνης της στιγμής, εξαιτίας εκείνης της πορφυρής αγκαλιάς. Νόμισα κάπως, πως ήταν κάποια λαμπερή μοίρα που μας έφερε κοντά με τον Μάτου, όταν μου έδειξε τον κόσμο της Τσαγιέρας και ήταν ίδιος με αυτόν που είχα ονειρευτεί, μήνες πριν, μπροστά στον Αυτοκράτορα.»
«Μα μετά, όταν φυλακίστηκες εδώ μέσα...» προσέθεσε εκείνη «...πίστεψες πως ήταν κάποια μαγεία που σε ξεγέλασε για να σε παγιδεύσει.»
«Πίστεψα πως ήταν ο ίδιος ο Μάτου στην αρχή. Που τα οργάνωνε όλα για καιρό. Ύστερα κατάλαβα πως δεν έστεκε και πολύ αυτή η σκέψη. Και ο Μάτου δε φερόταν σα να ήταν όλα δικό του σχέδιο. Αλλά ήμουν σίγουρος πως ήταν μαγεία, ακόμα κι αν ήταν κάποιου άλλου. Δε μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν μάγο, ποτέ ξανά.»
«Δεν τα είπες ποτέ αυτά, τις λεπτομέρειες με εκείνη τη στιγμή. Είπες απλά πως είχες δει τον κόσμο της Τσαγιέρας σε κάποιο όνειρο. Γιατί δεν τα είπες όλα αυτά, όταν κατάλαβες πως δεν ήταν ο Μάτου που σε είχε φυλακίσει σκόπιμα;»
«Τι νόημα θα είχε; Μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι δεν ήταν εκείνος υπεύθυνος, είχε ήδη χάσει τη δική του μαγεία και δε θα μπορούσε να με βοηθήσει σε τίποτα.»
«Γιατί δεν είπες κάτι στον Ρέο;»
«Τι θα μπορούσε να κάνει κι αυτός, περιορισμένος στην έπαυλη;»
«Δεν ξέρω. Αλλά θα είχε πλήρη γνώση του τι σου συνέβη. Δεν έχω ιδέα πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή τη γνώση, αλλά θα την είχε. Πρέπει να του μιλήσεις, να του πεις ό,τι είπες και σ’εμένα.»
Ο Τσανγιόλ αναστέναξε.
«Αλήθεια πιστεύεις ότι αυτή η γυναίκα μπορεί να με βοηθήσει;»
«Το πίστευα από τότε που μας είπε και η ίδια για την εμπειρία της με τον πίνακά σου και το πώς ήρθε στην έπαυλη, να ψάξει τι σου συνέβη. Τώρα που άκουσα και τη δική σου εμπειρία σου από τότε; Τώρα, περισσότερο από ποτέ. Κάτι υπάρχει ανάμεσά σας, κάτι που ίσως είναι το κλειδί για την ελευθερία σου. Κι ας το λέει μοιρολατρία ο Ρέο.»
«Ήρθε στην έπαυλη για εμένα;»
«Ναι. Δεν ξέρει και η ίδια για ποιον λόγο ήρθε ακριβώς ή τι έψαχνε. Δεν έχει καμία σχέση με μαγεία, ο Ρέο σου έλεγε την αλήθεια πριν. Απλά είδε τον πίνακα και μετά-» είπε και αμέσως σταμάτησε.
«Τι είναι;» ρώτησε ο Τσανγιόλ.
«Η Φαλάκ έχει Αληθινόματο.»
«Τι είναι αυτό;»
«Το Αληθινόματο δεν είναι πάντα ενεργό...» μονολόγησε σκεπτική και σηκώθηκε αργά, αγνοώντας τον. «Αλλά είναι πάντα συνδεδεμένο με αυτόν που το έχει και διατηρεί πάντα μια αχνή σύνδεση του πλάσματος που το είχε εξαρχής. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σε ήξερε η ίδια η Φαλάκ· και ξέρουμε ότι το Αληθινόματο από μόνο του, δεν έχει ιδιότητες για να συνδέσει δυο άσχετους ανθρώπους πέρα από τον χώρο και τον χρόνο. Αλλά τώρα που μου είπες τι σου συνέβη κι εσένα, όταν ήσουν στο παλάτι για να φτιαχτεί ο πίνακας... μήπως σε ήξερε το Αληθινόματό της!;» ρώτησε ενθουσιασμένη.
«Δεν έχω ιδέα τι είναι το Αληθινόματο, Κλέουσα.»
«Αν σε ήξερε δηλαδή, αυτός που το είχε πριν το δώσει στη Φαλάκ» περπάτησε νευρικά πέρα-δώθε στο σοκάκι. «Αν αυτό που ένιωσε η Φαλάκ, ήταν απλά η έντονη ανάμνηση αυτού που της έδωσε το Αληθινόματο.»
«Κλέουσα.»
«Γνώρισες ποτέ κάποιο πλάσμα του δικού μου κόσμου, ονόματι Γιόν-τεν;»
«Όχι.»
«Είσαι σίγουρος;»
«Απολύτως.»
«Όμως... ο Γιόν-τεν γνώρισε τη Φαλάκ εκατό χρόνια μετά από εσένα. Πώς εμφάνισε σε εσένα το φόρεμά της;»
«Κλέουσα, σταμάτα.»
«Και το χωριό της Τσαγιέρας; Πώς στο καλό ήξερε για το χωριό;»
«Κλέουσα!»
«Τι;»
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’όσα λες. Ακούω μόνο ανάκατες λέξεις, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς νόημα. Πάμε από την αρχή. Τι είναι το Αληθινόματο;»
Τον κοίταξε για λίγο, ακίνητη και αμίλητη.
Ξαφνικά, το στόμα της κρέμασε.
«Ανακατεμένα, χωρίς αρχή και τέλος...» μουρμούρισε. «Ανακατεμένα... θεοί και δαίμονες και όλα ανάμεσα, πρέπει να βρω τον Ρέο!» φώναξε και βγήκε από το σοκάκι τρέχοντας.

***

    Στο υπόγειο του πανδοχείου, ένα από τα σκοτεινά ανοίγματα των εντοιχισμένων σωλήνων εξαερισμού – λίγο μετά την πόρτα του κεντρικού λεβητοστασίου – φώτισε ξαφνικά για μερικές στιγμές, σαν να είχε μπουκώσει από δεκάδες πυγολαμπίδες.
«Την προσοχή σας παρακαλώ, σημαντική ανακοίνωση!» είπε δυνατά η φωνή, που έμοιαζε να τσιρίζει και να ψιθυρίζει ταυτόχρονα, μέσα από το άνοιγμα.
Τα μικρά τροφαντά τερατάκια με τα πράσινα, χνουδωτά σώματα και τις τεράστιες γλώσσες, που ζούσαν στους τοίχους και έγλειφαν τη μούχλα ανάμεσα στις πέτρες και τα τούβλα, φούσκωσαν σα μπαλόνια από την τρομάρα τους.
Από τα υπόλοιπα ανοίγματα, έλαμψαν κι άλλα φώτα, σε διάφορα χρώματα και εντάσεις.
«Πας καλά!; Θες να ξαναπεθάνω από καρδιά!;» ούρλιαξε το φάντασμα ενός ταξιδευτή, καθώς αναδυόταν από το έδαφος του υπογείου.
Είχε χάσει τη ζωή του όταν η πρωτεύουσα ήταν ακόμα παρθένο και πυκνό δάσος· και τα οστά του είχαν ξεθαφτεί και ανακατευτεί στα θεμέλια του πανδοχείου, χωρίς να το καταλάβει κανείς.
«Μη φωνάζεις αγάπη μου, δεν κάνει να συγχύζεσαι» πετάχτηκε το φάντασμα της συζύγου του ταξιδευτή, ακριβώς δίπλα του. «Είναι σημαντική ανακοίνωση, λέει το Αερικό.»
«Κι επειδή είναι σημαντική ανακοίνωση, πρέπει να χάσω εγώ την απογευματινή μου ξεκούραση;»
«Πήγαινε να ξανακοιμηθείς, θα ακούσω εγώ και θα στα πω μετά.»
«Τι να κοιμηθώ, μπορώ να κοιμηθώ τώρα έτσι που μ’ έκανε;»
«Τελείωσες με τη γκρίνια σου Χερμενεγίλδο;» ρώτησε το Αερικό. «Να συνεχίσω;»
«Μπεαταρίσα, κράτα με, γιατί κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει εδώ μέσα» μουρμούρισε ο ταξιδευτής στη σύζυγό του.
«Έλα αγάπη μου, κάτσε να ακούσουμε.»
«Έλα αγάπη της, πάψε να ακούσετε» χασκογέλασε το Αερικό. «Λοιπόν! Η Σοφή Ντονιάγου Ζουκονκουτάι Γιγινγκίν Γιαόκα, ζήτησε τη βοήθειά μας.»
«Η ποια;» ρώτησε ο ταξιδευτής.
«Για το Σοφό μας Πλάσμα λέει, αγάπη μου.»
«Α.»
«Στο πανδοχείο μας...» συνέχισε το Αερικό «... μένουν το Πρώτο-Μάτι-Που-Βλέπει και το Δεύτερο-Μάτι-Που-Βλέπει.»
«Τα ποια;»
«Οι θνητές με τα μαγικά μάτια, παρακολούθα λίγο αγάπη μου.»
«Και γιατί δεν τις λέει έτσι και μας μπερδεύει;»
«Γιατί έτσι τις λέμε επίσημα. Και τώρα κάνει επίσημη ανακοίνωση.»
«Το Αερικό είπε ότι είναι σημαντική, όχι επίσημη.»
«Είναι ανακοίνωση του Σοφού Πλάσματος της περιοχής μας, πώς να μην είναι επίσημη;»
«Απλά λέω.»
«Σώπασε αγάπη μου.»
«Σώπασε Χερμενεγίλδο, αγάπη της!» φώναξε το Αερικό και αμέσως συνέχισε την ανακοίνωση. «Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι οι δύο θνητές έχουν παρασυρθεί από κάποιον Δαίμονα και ανακατεύονται σε πολύ σοβαρά και απόρρητα θέματα της επικράτειάς μας.»
«Δαίμονα;» ρώτησε ξαφνικά ένα Αερικό από τα άλλα ανοίγματα εξαερισμού. «Δηλαδή, η συνάντηση που ζήτησε η γυναίκα με το Δεύτερο-Μάτι-Που-Βλέπει, ήταν για χάρη ενός Δαίμονα;»
«Ίσως.»
«Τι ζήτησε αυτή η γυναίκα από το Σοφό μας Πλάσμα;» ρώτησε ο ταξιδευτής.
«Το θέμα της συζήτησης δε μας αφορά» απάντησε το πρώτο Αερικό. «Είπαμε, απόρρητα θέματα.»
«Πώς δε μας αφορά δηλαδή; Θα κάνουμε στα τυφλά ό,τι πει η Σοφή Πωςτηνλένε; Ο Δαίμονας δεν είναι αστείο πράμα, κινδυνεύουμε στ’αλήθεια αν υπάρχει Δαίμονας κοντά μας. Ποιες είναι αυτές οι βάσιμες υποψίες για την ανάμειξη του Δαίμονα; Δεν πρέπει να ξέρουμε; Αν δε μάθουμε το θέμα της συζήτησης, πώς θα ξέρουμε;»
«Μπεαταρίσα, μάζεψέ τον, γιατί θα του κλέψω πάλι τη φωνή.»
«Σε παρακαλώ αγάπη μου» είπε η σύζυγος.
«Σε παρακαλούμε αγάπη της!» φώναξαν όλα τα Αερικά μαζί.
«Καλά, σκάω» είπε εκείνος μουτρωμένος. «Αλλά να ξέρεις-»
«-κατά τη συνάντηση της γυναίκας με τη Σοφή μας, ειπώθηκε από τη θνητή η λέξη Αληθινόματο» τον έκοψε το πρώτο Αερικό.
Απόλυτη σιωπή έπεσε ξαφνικά σε όλο το υπόγειο.
«Αληθινόματο;» ψιθύρισε ο ταξιδευτής έντρομος.
«Ναι, Χερμενεγίλδο. Αληθινόματο.»
«Αααα... αυτό αλλάζει τα πράγματα.»
«Τίποτα δεν αλλάζει αγάπη μου» τον κοίταξε αυστηρά η σύζυγός του. «Απλά επιβεβαιώνει αυτό που έλεγε από την αρχή η ανακοίνωση. Άλλο που εσύ δεν ήθελες να ακούσεις και απλά γκρίνιαζες.»
«Παρακαλώ;»
«Εύγε Μπεαταρίσα» είπε το Αερικό. «Θύμισέ μου να σου κάνω ένα καλό δώρο στην επέτειο του θανάτου σου.»
«Και τι πρέπει να κάνουμε εμείς τώρα;» ρώτησε ένα άλλο Αερικό. «Τι θέλει από εμάς η Σοφή;»
«Απλά να παρακολουθήσουμε τις γυναίκες. Να δούμε μήπως ανακαλύψουμε τι συμβαίνει ακριβώς, όσο μένουν στο πανδοχείο μας.»
«Ωραία. Αλλά από απόσταση. Αν εμπλέκεται πράγματι Δαίμονας στην όλη ιστορία, κανείς μας δε θέλει να βρεθεί στον δρόμο του.»
«Σαφώς.»
«Μάλιστα» μονολόγησε ο ταξιδευτής. «Κάναμε ολόκληρο θέμα και δε μπορώ καν να βοηθήσω αφού δε μπορώ να κουνηθώ από ‘δω κάτω.»
«ΚάναΜΕ ολόκληρο θέμα; Αλήθεια Χερμενεγίλδο;» διαμαρτυρήθηκε το Αερικό.
«Ωχ, όλο παράπονα είσαι. Πάω να κοιμηθώ» απάντησε εκείνος και χάθηκε πάλι μέσα στο έδαφος του υπογείου.
Η σύζυγος παρέμεινε για λίγο, για να χαιρετήσει κάθε πλάσμα ξεχωριστά.
«Μπεαταρίσα.»
«Ναι, Αερικό;»
«Πόσα χρόνια τον υπομένεις, είπαμε;»
«Μαζί με την κανονική μας ζωή... σχεδόν τέσσερις αιώνες» αναστέναξε εκείνη.
«Χμ. Θύμισέ μου να σου κάνω ένα εξαιρετικό δώρο στην επέτειο του θανάτου σου.»

***

«Τι στο καλό σκεφτόσουν και συναντήθηκες με το Σοφό Πλάσμα της περιοχής, χωρίς να συνεννοηθούμε πρώτα;»
    Η Φαλάκ καθόταν στο κρεβάτι της, τυλιγμένη με μια χοντρή κάπα, με το Αληθινόματό της ανοιχτό. Το πορφυρό, μεταξωτό της φόρεμα ήταν κρεμασμένο, στον τοίχο δίπλα από το παράθυρο του δωματίου. Το ξύλινο πόδι και χέρι της, ήταν προσεκτικά τοποθετημένα στο κουτί που τα έβαζε όταν δεν τα χρησιμοποιούσε.
«Δε σκεφτόμουν ακριβώς. Το ξέρω. Έκανα χαζομάρα είπαμε, το ξέρω» απάντησε η Γκιούλι, όσο μάζευε τα πράγματά τους. «Προσπαθούσα να σε βοηθήσω.»
Είχε κλείσει το δικό της Αληθινόματο.
Άφησε ένα χειμωνιάτικο πουκάμισο,  ένα κεντητό γιλέκο και μια φαρδιά, μακριά παντελόνα στο κρεβάτι. «Φόρεσε αυτά, είναι καθαρά.»
«Μπορώ να ντυθώ και μόνη μου.»
«Το ξέρω. Αλλά έχεις βγάλει τα άκρα σου και είσαι κουρασμένη από το ταξίδι σου στην Τσαγιέρα και... απλά προσπαθώ να βοηθήσω.»
«Θα μπορούσαμε να μείνουμε πολύ περισσότερο στην πρωτεύουσα. Να μάθουμε πολλά περισσότερα από τους ανθρώπους και τα πλάσματα της περιοχής, χωρίς να τραβήξουμε τόσο πολύ την προσοχή όλων. Τώρα πρέπει να στηριχτούμε μόνο στις ικανότητες του Ρέο.»
Η Γκιούλι κοίταξε το σημείο που στεκόταν ο Δαίμονας, χωρίς να μπορεί να τον δει, ξέροντας ότι είναι εκεί.
«Συγγνώμη» απολογήθηκε απρόθυμα.
«Λέει πως δεν υπάρχει πρόβλημα» είπε η Φαλάκ. «Αλλά ξέρουμε όλοι μας πως υπάρχει πρόβλημα. Τώρα το Σοφό Πλάσμα δε θα μας αφήσει σε ησυχία» συνέχισε και ύστερα γύρισε κι εκείνη προς τον Ρέο. «Τι εννοείς;» ρώτησε το κενό.
«Τι λέει;»
«Άνοιξε το μάτι σου να τον ακούς κι εσύ.»
«Δε-δε θέλω. Έχω να ετοιμάσω τόσα πράγματα, για να φύγουμε το συντομότερο δυνατόν από την πόλη.»
«Θα μπορούσες να σκεπάσεις το καλό σου μάτι με την καλύπτρα σου και να έχεις ελεύθερα τα χέρια σου.»
«Θα μπορούσα.»
«Αλλά δε θα το κάνεις.»
«Δε θα το κάνω» απάντησε ντροπιασμένη η Γκιούλι.
Η Φαλάκ αναστέναξε.
«Και τι θα κάνουμε με τον κύριο Γκιαμπάνγκ; Χρειάζομαι τη δουλειά.»
«Αν θέλει να συνεργαστούμε, ξέρει πού ζούμε. Ίσως κάνουμε και καλύτερη εντύπωση έτσι, να δείξουμε ότι δεν καθόμαστε να τον περιμένουμε, ότι δεν τον έχουμε ανάγκη.»
«Τον έχουμε ανάγκη Γκιούλι.»
«Λεφτά έχουμε.»
«Εσύ τα έχεις.»
«Θα μου πεις τι είπε ο Ρέο τελικά;»
«Λέει ότι δε χρειάζεται να τρομοκρατούμαστε τόσο. Σίγουρα θα είναι καλό να απομακρυνθούμε από την περιοχή όσο πιο γρήγορα γίνεται, αλλά δε χρειάζεται να τρέχουμε. Έχει ήδη κρύψει την ένταση της ενέργειας της Τσαγιέρας, όπως έκρυβε τη δική του όταν έμεναν στην έπαυλη και έβγαινε και τριγυρνούσε ανάμεσα στα πλάσματα του κόσμου του. Αυτό βέβαια δε θα κρατήσει παραπάνω από μια μέρα. Αλλά μας δίνει λίγο χρόνο. Να ετοιμαστούμε με ηρεμία. Να προλάβουμε να ειδοποιήσουμε και τον κύριο Κιαμπάνγκ ότι πρέπει να φύγουμε.»
Η Γκιούλι σταμάτησε να μαζεύει για λίγο.
«Υποθέτω πως... δεν είναι κακό, τουλάχιστον να τον ειδοποιήσουμε.»
«Το σημείωμα που άφησες στην υποδοχή, όταν πήγες στο υπόγειο;»
«Μου το έδωσε ο υπάλληλος, όταν επέστρεψα από το ρολόι της πλατείας.»
«Ωραία. Άρα, κάτσε λίγο να ηρεμήσεις.»
«Δε μπορώ.»
«Γκιούλι. Συγγνώμη. Δεν ήθελα να είμαι τόσο αυστηρή. Ξέρω ότι ήθελες να βοηθήσεις.»
«Δεν έπρεπε να κάνω του κεφαλιού μου. Ποτέ δεν κάνω του κεφαλιού μου.»
«Ομολογουμένως, αυτό είναι δική μου δουλειά.»
Χασκογέλασαν και οι δύο.
«Έλα, σε παρακαλώ. Άνοιξε λίγο το μάτι σου, να μιλήσουμε όλοι μαζί κανονικά. Να οργανωθούμε σωστά» είπε η Φαλάκ, αλλά αμέσως γύρισε πάλι προς τον Ρέο, σα να την είχε διακόψει. «Άκυρο» είπε τελικά. «Πρέπει να μπει ξανά στην Τσαγιέρα, τον θέλει επειγόντως η Κλέουσα.»

***

    Η Σοφή Ντονιάγου Ζουκονκουτάι Γιγινγκίν Γιαόκα επέβλεπε, αμίλητη, τα δικέφαλα πλάσματα με τα έξι χέρια – το καθένα – που μετέφεραν τους δύο ολόσωμους καθρέπτες στο δωμάτιό της.
«Εδώ;» ρώτησε το ένα πλάσμα.
«Ναι, να είναι ακριβώς απέναντι ο ένας στον άλλον. Ευχαριστώ.»
«Δεν κάνει τίποτα, Ντόνι. Αν χρειαστείς κάτι, θα είμαστε ακριβώς απ’έξω» είπε το δεύτερο πλάσμα.
Η Σοφή έκανε μια σύντομη υπόκλιση και τα πλάσματα βγήκαν γρήγορα από το δωμάτιο.
Στάθηκε ανάμεσα στους καθρέπτες και άπλωσε τα χέρια της στα πλάγια· τα ακροδάχτυλά της μόλις που άγγιζαν τις δύο αντανακλάσεις της.
«Ντουίν και Μαγκού» ψιθύρισε.
    Οι αντανακλάσεις θόλωσαν και σκοτείνιασαν και ύστερα από λίγο, φώτισαν πάλι. Το υλικό του κάθε καθρέπτη είχε γίνει τζάμι, αποκαλύπτωντας στην άλλη τους πλευρά, τα πρόσωπα δύο πανομοιότυπων γυναικών, με ολοστρόγγυλα πρόσωπα και ολοστρόγγυλα μάτια· με δέρμα κατακόκκινο σαν το αίμα, στολισμένο με λευκά σχέδια· στόματα χαμογελαστά σα μισοφέγγαρα, με πολύτιμα πετράδια αντί για δόντια.
«Ντόνι. Τι μπορεί να είναι τόσο σημαντικό, ώστε να αγνοήσεις το γεγονός ότι ακόμα θρέφω την τρίτη αδελφή μας;» ρώτησε η Ντουίν.
«Ντόνι. Τι μπορεί να είναι τόσο σημαντικό, ώστε να αγνοήσεις το γεγονός ότι ακόμα προσπαθώ να μείνω έγκυος στην τέταρτη αδελφή μας;» ρώτησε η Μαγκού.
Η Σοφή κατέβασε τα χέρια της αργά.
«Η θνητή με το Δεύτερο-Μάτι-Που-Βλέπει ήρθε σε εμένα.»
«Η Γκιούλικα; Τι έπαθε η Γκιούλικα;» ρώτησε η Ντουίν.
«Τίποτα. Ελπίζω.»
«Τι εννοείς;» ρώτησε η Μαγκού.
«Είχαμε μια συζήτηση.»
«Και;»
«Και ξεστόμισε, εμφανέστατα αφελώς, τη λέξη Αληθινόματο.»
Οι αδελφές έμειναν για λίγο σιωπηλές.
«Είμαι σίγουρη πως δεν υπήρχε τίποτε σκιώδες στις προθέσεις της» τις διαβεβαίωσε η Σοφή.
«Δε θα είχε το Μάτι της αλλιώς» είπαν ταυτόχρονα και οι δύο αδελφές.
«Και, τέλος πάντων, δεν καταλαβαίνω πού είναι το τόσο σοβαρό;» ρώτησε η Ντουίν.
«Τι κι αν ήρθε σε επαφή με Δαίμονα;» ρώτησε η Μαγκού.
«Τι κι αν χρησιμοποιεί το λεξιλόγιό τους, μη γνωρίζοντας τα αυστηρά μας πρωτόκολλα σχετικά με αυτό;» ρώτησαν και οι δύο μαζί.
«Και οι δύο θνητές με τα Μάτια-Που-Βλέπουν, ταξιδεύουν συχνά στον κόσμο μας πίσω από τον δικό τους και είναι πιο έμπειρες από πολλά πλάσματά μας» είπε η Ντουίν.
«Ξέρουν τι πραγματικά πρέπει να προσέχουν με τους Δαίμονες, πέρα από απλές λέξεις και τυπικούς κανόνες, που χρησιμοποιούμε κυρίως για τα πιο ανυπεράσπιστα πλάσματα του κόσμου μας» είπε η Μαγκού.
«Οπωσδήποτε» απάντησε η Σοφή. «Τα συγκεκριμένα πρωτόκολλα δεν έχουν καμία πραγματική δύναμη. Και γνωρίζω την εμπειρία των δύο θνητών γυναικών. Όμως, παραμένουν θνητές, χωρίς καμία μαγική άμυνα. Και η ίδια η χρήση της λέξης δε θα με ανησυχούσε διόλου, αν δεν είχε έρθει μετά από μια πολύ... ύποπτη συζήτηση. Φοβάμαι μήπως, χωρίς να το ξέρουν και πέρα από τις δυνάμεις τους, δεν είναι απλά γνωστές κάποιου Δαίμονα, αλλά έχουν μετατραπεί σε μαριονέτες του.»
«Τι συζήτηση ήταν αυτή-» ξεκίνησε να λέει η Ντουίν.
«-που σε κάνει να φοβάσαι κάτι τέτοιο;» τελείωσε τη φράση η Μαγκού.
«Μου ζήτησε να της βρω τους απογόνους του Μάτου.»
Τα είδωλα των γυναικών μέσα στους καθρέπτες, τρεμόπαιξαν για αρκετή ώρα πριν καθαρίσουν και πάλι.
«Πες μας τι είπατε» απαίτησε αυστηρά η Ντουίν.
«Λέξη προς λέξη» απαίτησε αυστηρά η Μαγκού.


συνεχίζεται

Artwork: Large Western Asiatic Bronze Ibex Figure (cast bronze, 33 cm high)
                 Late 2nd millennium B.C.E - early 1st millennium B.C.E.

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση