Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 9

    


    «Μάλιστα. Αυτό ήταν... απρόσμενο» μουρμούρισε ο Ρέο, όταν η Φαλάκ τελείωσε την αφήγηση όσων γεγονότων και επιλογών οδήγησαν εκείνη και τη Γκιούλι στην έπαυλη του Μάτου.
«Το Αληθινόματό της είναι σίγουρα» είπε η Κλέουσα. «Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Το κορίτσι δεν έχει τίποτε άλλο υπερφυσικό επάνω του, που να εξηγεί-»
«-που να εξηγεί τι;» την έκοψε ο δαίμονας. «Κάποια περίεργη σύνδεση με έναν άγνωστό της άνδρα από άλλη εποχή, που ζει μέσα σε μια μαγική τσαγιέρα; Πώς στο καλό το έκανε αυτό, ένα απλό Αληθινόματο;»
«Ένα απλό Αληθινόματο;» ρώτησε έκπληκτη η Κλέουσα, καθώς τέντωσε το χέρι της και το σκελετωμένο δαχτυλό της βρέθηκε πολύ – πολύ – κοντά στο μάτι της Φαλάκ. «Δεν της επιτρέπει απλά να βλέπει τον κόσμο μας πίσω από τον κόσμο της. Δεν είναι απλά ένα μάτσο σάρκες και αίμα. Είναι μια πύλη. Όταν το ανοίγει, μπορεί να ακούει τα πλάσματα και τα φαντάσματα, μπορεί να επικοινωνεί μαζί τους, να μεταφέρεται κυριολεκτικά και να ισορροπεί στη λεπτή γραμμή που χωρίζει τους δύο κόσμους.»
«Σαφώς» συμφώνησε αδιάφορα ο Ρέο. «Αλλά τι σχέση έχει αυτό με τον Τσανγιόλ; Δεν είναι πλάσμα του κόσμου μας λατρεμένη μου, δεν είναι καν νεκρός! Ακόμα κι αν ήταν, πώς στο καλό δέθηκε μαζί του μέσω ενός πίνακα; Προφανώς δεν έχουν καμία άλλη κοινωνική σχέση μεταξύ τους και ο Τσανγιόλ δεν είχε καμία άλλη οικογένεια πέραν των γονιών του, για να ελπίσουμε σε κάποια κληρονομική σύνδεση πέρα από τον χώρο και τον χρόνο.»
    Η Κλέουσα πήγε να απαντήσει αλλά έμεινε με το στόμα μισάνοιχτο. Μάζεψε αργά το χέρι και το σκελετωμένο δάχτυλό της. Ανασήκωσε τους ώμους της και κοίταξε τη Φαλάκ.
«Ποιανού ήταν το Αληθινόματό σου και της φίλης σου;» τη ρώτησε. «Αυτά πράγματι συνδέονται μεταξύ τους, άρα τα πήρατε από το ίδιο πλάσμα. Τι πλάσμα ήταν;»
«Κλέουσα, είπαμε πως δε μπορεί να έχει σχέση το Αληθινόματο. Και αυτό που θες να μάθεις είναι μια πολύ προσωπική ιστορία και θα τη μοιραστεί μαζί μας αν και όταν το θέλει.»
«Μα δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να εξηγεί-»
«-τίποτε άλλο που να ξέρουμε. Τίποτε άλλο που να ξέρουμε ακόμα. Μην υποκύπτεις στη μοιρολατρία, λατρεμένη μου, τη σιχαίνεσαι όσο κι εγώ. Όλο αυτό δεν είναι κάποιο περίεργο παιχνίδι κάποιας ανώτερης μοίρας που συμβαίνει παρά τη θέληση όλων των εμπλεκομένων. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Μόνο πλάσματα όπως εγώ μπορούν να επηρεάσουν – κι αυτό εν μέρει – τις επιλογές των ανθρώπων· και η αγαπητή επισκέπτριά μας, δε φέρει ούτε ίχνος δαιμονικής παρουσίας γύρω της. Άλλωστε, ποιον λόγο θα είχε οποιοσδήποτε δαίμονας να ανακατέψει τις μοίρες δυο τόσο διαφορετικών ανθρώπων; Και κανένας δαίμονας δεν έχει ιδέα ότι η τσαγιέρα υπάρχει καν, πόσο μάλλον να γνωρίζει για τον Τσανγιόλ ή να ενδιαφέρεται για την ελευθερία του!»
«Μα δε σου φαίνονται κι εσένα περίεργα όσα συνέβησαν και την έφεραν εδώ μέσα;»
«Σαφώς. Περίεργα. Όχι όμως ανεξήγητα ή ως το αποτέλεσμα του σχεδίου μιας ανώτερης συνείδησης ή κάποιας υπερδιαστασιακής συμπαντικής πλεγκτάνης. Είμαι σίγουρος πως απλά δε μπορούμε ακόμα να τα εξηγήσουμε, λόγω έλλειψης στοιχείων.»
«Έχεις άλλη εξήγηση για αυτό που της συνέβη με τον πίνακα;»
«Όχι. Όχι ακόμα.»
«Γιόν-τεν» είπε ξαφνικά η Φαλάκ.
«Τι;» ρώτησαν ο Ρέο και η Κλέουσα ταυτόχρονα.
«Έτσι έλεγαν το πλάσμα που μας έδωσε τα Αληθινόματά μας.»
«Αγαπητή μου, είπαμε πως δεν-»
«-αντιπαθώ σφοδρά τη μοιρολατρία κι εγώ. Μα είναι προφανές πια ότι κάτι μας συνδέει με τον Τσανγιόλ. Κι αν μπορέσουμε να εξηγήσουμε λογικά τι είναι αυτό, πέρα από οτιδήποτε υπερφυσικό που ίσως παραβιάζει τη θέλησή μας-»
«-δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα» επέμεινε ο Ρέο.
«Συμφωνώ» είπε η Φαλάκ. «Αλλά κάτι υπάρχει. Και χρειαζόμαστε όσες πληροφορίες μπορούμε να μοιραστούμε για να το αποκαλύψουμε. Σωστά;»
«Και ίσως να βρούμε και τρόπο να ελευθερώσουμε τον Τσανγιόλ;» ρώτησε δειλά η Κλέουσα.
Ο Ρέο την κοίταξε αυστηρά.
«Λογικό τρόπο» συνέχισε εκείνη, κοιτώντας τον παρακλητικά. «Δεν αναρωτιέσαι κι εσύ γιατί ένα τυχαίο, θνητό κορίτσι να είναι εδώ, έτσι ξαφνικά, μετά από τόσα χρόνια;»
«Γιατί εγώ κι εσύ γνωριστήκαμε, έτσι ξαφνικά, πριν από τόσες χιλιετίες;» ρώτησε γλυκά ο Ρέο, χαιδεύοντας απαλά το παραμορφωμένο πρόσωπό της. «Γιατί έτσι έτυχε, είναι η απάντηση. Ακόμα κι αν η συνάντησή μας δεν ήταν τυχαία, σε ανάγκασε κάποιος να με αγαπήσεις; Με ανάγκασε κάποιος να σε αγαπήσω κι εγώ, πέρα από οτιδήποτε και οποιονδήποτε άλλον έχω συναντήσει ποτέ, στην αιώνια ζωή μου;»
Η Κλέουσα μαζεύτηκε αμήχανα.
«Λατρεμένη μου, ακόμα κι αν κάποιος ή κάτι έφερε σκόπιμα εδώ τη Φαλάκ – και θυμίζω, αυτό προϋποθέτει ότι κάποιος ή κάτι γνωρίζει για την τσαγιέρα, γνωρίζει για τον Μάτου και τον Τσανγιόλ και θέλει να λύσει το πρόβλημα ενός ασήμαντου θνητού χωρίς να ανακατευτεί καθόλου ο ίδιος και χωρίς να λάβει κανενός είδους εύσημα ή δόξα – δε μπορεί να αναγκάσει τη Φαλάκ να κάνει οτιδήποτε πέραν αυτού. Αν μπορούσε, δε θα καθόμασταν οι τρεις μας εδώ να βασανιζόμαστε να βρούμε εξηγήσεις, αδειάζοντας το μπουκάλι με το υπέροχο μπράντυ μας. Δε συμφωνείς;»
    Η Κλέουσα δεν του απάντησε. Ήπιε μια γερή γουλιά από το, σχεδόν άδειο, μπουκάλι και γύρισε πάλι στη Φαλάκ.
«Γιόν-τεν τον έλεγαν, είπες;» ρώτησε. «Τι πλάσμα ήταν;»
«Δεν ξέρω. Δεν έχω συναντήσει άλλον σαν εκείνον από τότε» αναστέναξε εκείνη. «Τον βρήκαμε ξαπλωμένο σε ένα τρίστρατο κοντά στα σπίτια μας, όταν είμασταν παιδιά· μόλις που θα μας έλεγε κάποιος νεαρά κορίτσια. Ήταν καλοκαίρι. Στον ουρανό, βασίλευε η δεύτερη πανσέληνος σε έναν μήνα και σε όλη την περιοχή είχε απλωθεί μια πυκνή, υγρή ομίχλη από το περασμένο πρωί.»
Τα μακρύτριχα φρύδια της Κλέουσας ανασηκώθηκαν αργά.
«Α, ναι» είπε ο Ρέο με δασκαλίστικο ύφος. «Οι Διάφανες Νύχτες. Όταν η υγρασία του αέρα φτάνει στο απώγειό της, σε συνδυασμό με δεύτερη πανσέληνο σε έναν μήνα. Ειδικά το καλοκαίρι, αποτελεί εξαιρετική συνταγή για να εξαφανιστούν σχεδόν τα σύνορα που χωρίζουν τους κόσμους μας.»
«Ομολογουμένως» συμφώνησε εντυπωσιασμένη η Κλέουσα.
«Αρκετά σπάνιο φαινόμενο» συνέχισε εκείνος.
«Σπανιότατο» τόνισε εκείνη.
«Το έχεις δει αυτοπροσώπως, λατρεμένη μου;»
«Κανα-δυο φορές.»
«Υπέροχο, δεν είναι;»
Η Κλέουσα κούνησε το κεφάλι της και ύστερα τον διέταξε να σωπάσει με μια κίνηση του χεριού της. «Για πες» γύρισε στη Φαλάκ. «Τι έγινε μετά;»
«Εμφανισιακά, έμοιαζε με άνθρωπο» σχεδόν μονολόγησε νοσταλγικά εκείνη. «Παιδί, σαν εμάς· ίσως λίγο μικρότερος. Ήταν καλυμμένος ολόκληρος με κάτι που έμοιαζε με πίσσα και άχνιζε.»
«Άχνιζε;»
«Ναι. Σα να είχε βγει από φωτιά ή κάτι τέτοιο. Τρέξαμε δίπλα του, φαινόταν αναίσθητος. Η Γκιούλι δηλαδή έτρεξε δίπλα του. Τον έλεγξε από πάνω μέχρι κάτω, δε μπορούσε να βρει πληγή. Μέχρι να τη φτάσω με το παλιό, άγαρμπο, ξύλινό μου πόδι, τον είχε ταρακουνήσει ελαφρά μήπως και ξυπνούσε, του φώναξε δυο-τρεις φορές ‘αγόρι, αγόρι, ξύπνα!’. Ο Γιόν-τεν έμοιαζε να ανοίγει για λίγο τα μάτια του, αλλά να μην καταλαβαίνει πού είναι και τι του συνέβαινε και ύστερα τα ξανάκλεινε. ‘Μείνε μαζί του, θα φέρω βοήθεια’ είπε σε εμένα καθώς τον τραβούσε στην άκρη του δρόμου. Κι εγώ την ακολούθησα και έκατσα δίπλα του στο έδαφος και τον τράβηξα στην αγκαλιά μου. Μα, πριν προλάβει η Γκιούλι να φύγει, ακούσαμε γρυλίσματα κοντά μας.»
«Γρυλίσματα;»
«Ένας σκύλος εμφανίστηκε κοντά μας. Ήταν κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο. Ήταν καλυμμένος με την ίδια πίσσα και άχνιζε κι εκείνος. Ήταν... ήταν μεγαλόσωμος. Πολύ. Αν στεκόμασταν δίπλα του, τα κεφάλια μας θα έφταναν με το ζόρι το δικό του. Μας πλησίαζε αργά, ήταν φανερό ότι ήθελε να σκοτώσει τον Γιόν-τεν.»
«Κάποιο ινουγκάμι;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Ρέο την Κλέουσα.
Εκείνη συμφώνησε διστακτικά με ένα νεύμα.
«Νομίζω ότι, μέσα στο χάος της στιγμής, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ακόμα ότι είχαμε μπλεχτεί σε κάτι υπερφυσικό» συνέχισε η Φαλάκ. «Η Γκιούλι έβγαλε από την τσάντα της όσα φαγητά είχαμε μαζί μας και τα πέταξε μακριά, για να τον δελεάσει. Ο σκύλος φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο αλλά γύρισε και πάλι σε εμάς. Εκείνη τη στιγμή, η ομίχλη άρχισε να διαλύεται.»
«Τα σύνορα των κόσμων υψώνονταν και πάλι» είπε χαμηλόφωνα τώρα η Κλέουσα στον Ρέο.
Συμφώνησε κι εκείνος με ένα νεύμα.
«Ήταν μόνο ένα μικρό παιδί» η φωνή της Φαλάκ τρεμόπαιξε για λίγο. «Τι να είχε κάνει σε αυτόν τον σκύλο; Τι να είχε συμβεί και είχε βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση, εκεί, μέσα στη νύχτα, στη μέση του πουθενά;»
«Εσείς οι δύο τι κάνατε εκεί;» τη ρώτησε ο Ρέο.
Αλλά εκείνη δεν του απάντησε. «Κοιταχτήκαμε με τη Γκιούλι» συνέχισε, σαν να μην τον είχε ακούσει καν. «Έσκυψε βιαστικά δίπλα μου και έλυσε το ξύλινό μου χέρι όσο εγώ έλυνα το πόδι μου. Άρπαξε το πόδι και στάθηκε αμυντικά απέναντι στον σκύλο, κουνώντας το χοντρό ξύλο στον αέρα καθώς έκανε ένα-δυο μικρά βήματα μπροστά. Η ομίχλη είχε σχεδόν διαλυθεί. Ο σκύλος πισωπάτησε.»
«Έπρεπε να φύγει, αλλιώς θα παγιδευόταν για πάντα στον κόσμο σας» συμπέρανε ο Ρέο.
«Εμείς όμως δεν το ξέραμε αυτό τότε» του απάντησε η Φαλάκ, δείχνοντας για πρώτη φορά ότι τον παρακολουθούσε. «Νομίζαμε ότι μας φοβήθηκε και πήραμε θάρρος. Η Γκιούλι συνέχισε να περπατά μπροστά με περισσότερη σιγουριά τώρα· κι εγώ έπιασα το χέρι μου και του το πέταξα φωνάζοντας ‘δε θα τον πάρεις, τον προστατεύουμε εμείς!’» είπε τα τελευταία λόγια με δήθεν πομπώδες ύφος και ύστερα κάγχασε θλιμμένα. «Πόσο ανόητες... δυο νεαρά κορίτσια, άμαθα από τις νύχτες στη μέση του πουθενά, από τα τρίστρατα πέρα από τη φασαρία και τα φώτα των πόλεων, ενάντια σε ένα υπερφυσικό πλάσμα. Και νομίζαμε πως είμασταν ξαφνικά οι γενναίες ηρωίδες κάποιου περιπετειώδους παραμυθιού!» σχεδόν φώναξε τις τελευταίες λέξεις και τα μάτια της βούρκωσαν. «Πόση τύχη μαζεμένη έσταξε από τις ρωγμές του χάους της ύπαρξής μας και ξοδεύτηκε πάνω μας εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που ο σκύλος έφυγε τρέχοντας για να προλάβει να μπει ξανά στον κόσμο του και εμείς φουσκώσαμε από περηφάνια νομίζοντας πως είχαμε νικήσει ένα τέτοιο πλάσμα με δυο καιρισμένα, ξύλινα άκρα και την τσιριχτή, έφηβη φωνή μου... σου έχει ξανατύχει τέτοιο μέγεθος ανοησίας Ρέο;»
«Αστειεύεσαι αγαπητή μου. Μιλάμε για τους ανθρώπους, σωστά; Και αναρωτιέσαι αν εσείς οι δύο είστε οι πιο ανόητες που έχω συναντήσει;»
    Η Φαλάκ μειδίασε και σκούπισε τα μάτια της. «Όταν ο σκύλος εξαφανίστηκε και σιγουρευτήκαμε πως δε θα επέστρεφε, στρέψαμε την προσοχή μας στο αγόρι. Είχε ανοίξει πάλι τα μάτια του και χαμογελούσε. Είμασταν τόσο χαρούμενες, που βάλαμε τα κλάμματα. Η Γκιούλι γονάτισε δίπλα μας και του χάιδεψε τα μαλλιά, όσο εγώ τον έσφιξα στην αγκαλιά μου και ψιθύριζα ευχαριστώ, ευχαριστώ. ‘Μου σώσατε τη ζωή’ είπε εκείνος πνιχτά. Η φωνή του ήταν πολύ πιο βαθιά και ώριμη από αυτή ενός αγοριού της ηλικίας του. ‘Είμαι ο Γιόν-τεν. Σας ευχαριστώ που με ζεστάνατε και με νοιαστήκατε. Που μου δώσατε χρόνο να ξυπνήσω, που με προστατέψατε και με υπερασπιστήκατε όταν δεν ξέρατε τίποτα για μένα. Που με είδατε πραγματικά ως κάποιον που είχε την ανάγκη σας κι όχι ως κάτι τρομακτικό στη μέση του δρόμου. Πρέπει να φύγω τώρα, πριν χωριστούν πάλι οι κόσμοι και ξεμείνω εδώ’ είπε και ανασηκώθηκε. ‘Θα είσαι καλά;’ τον ρώτησε η Γκιούλι, ακόμα κι αν δεν καταλάβαινε – όπως κι εγώ – λέξη απ’όσα μας έλεγε. ‘Θα είμαι για πάντα ευγνώμων’ απάντησε εκείνος. ‘Και εσείς θα μπορείτε πάντα να βλέπετε πραγματικά’ συμπλήρωσε και, λίγο πριν εξαφανιστεί για πάντα από μπροστά μας, τα μάτια του έλαμψαν σα φάροι για μια στιγμή μέσα στη νύχτα.»
    Η Φαλάκ πήρε το μπουκάλι από την Κλέουσα και ήπιε την προτελευταία γουλιά.
«Λίγες μέρες μετά, ανακαλύψαμε τα Αληθινόματά μας. Όταν άνοιξαν για πρώτη φορά, ήταν χωρίς τη θέλησή μας. Είδαμε το φάντασμα της μητέρας μου, ένα σκοτεινό βροχερό μεσημέρι, να κάθεται δίπλα στο τζάκι και να χαζεύει τον πατέρα μου, που κοιμόταν λίγο παραπέρα. Με τη βοήθειά της και τη βοήθεια άλλων πλασμάτων του κόσμου σας, που ήξεραν για τα Αληθινόματα, μάθαμε να τα ελέγχουμε και να τα συνδέουμε. Δε μάθαμε τίποτε παραπάνω για τον Γιόν-τεν· και κανείς δεν ήξερε να μας πει ποιος ή τι ήταν.»
Ο Ρέο πήρε το μπουκάλι από τη Φαλάκ και ήπιε την τελευταία γουλιά.
«Μάλιστα» μονολόγησε, κάπως απογοητευμένα, η Κλέουσα. «Πολύ συγκινητική ιστορία.»
«Αλλά δεν αποκαλύπτει κάποιον απώτερο σκοπό για την παρουσία της Φαλάκ εδώ, σωστά λατρεμένη μου;» ο δαίμονας την κοίταξε περιπαιχτικά, αλλά αμέσως σοβάρεψε. «Αν και το όνομα Γιόν-τεν, κάτι μου θυμίζει» μουρμούρισε.
«Παριστάνεις ότι όλα συνδέονται για να με κοροϊδέψεις;» ανταπέδωσε η Κλέουσα το προηγούμενο βλέμμα του.
«Όχι, αλήθεια, κάτι μου θυμίζει. Άλλωστε η διαφωνία μας δεν είναι ότι πολλά πράγματα συνδέονται, αλλά ότι δε συνδέονται σκόπιμα.»
«Ένας πολυχιλιετής δαίμονας σαν εσένα...» είπε η Φαλάκ. «Δεν είναι απίθανο να τον ξέρεις τον Γιόν-τεν. Ή να ξέρεις γι’αυτόν.»
«Διόλου απίθανο» συμφώνησε ο Ρέο. «Ξέρω χιλιάδες πλάσματα. Ξέρω για πολλά περισσότερα.»
«Αυτό βέβαια σημαίνει ότι έχεις μυριάδες πληροφορίες και σκέψεις στριμωγμένες εκεί μέσα» είπε η Κλέουσα.
«Και δεν είναι εύκολο να ανακτήσω κάποια από αυτές, ειδικά όταν πρόκειται για κάποιον ή κάτι που συνάντησα ή που άκουσα γι’αυτούς μια φορά, κάποτε. Κι αν αυτό το κάποτε είναι πολύ μακρινό ή θολό...» συμφώνησε πάλι ο Ρέο.
«Αν όμως αυτός ο Γιόν-τεν ήταν σημαντικός θα τον θυμόσουν πιο εύκολα, σωστά;» επέμεινε η Φαλάκ. «Που σημαίνει ότι μάλλον δεν είναι.»
«Μάλλον. Αν και, όλοι και όλες όσοι θυμάμαι είναι σημαντικοί. Το μυαλό μου δεν ασχολείται με μη σημαντικούς. Αν το όνομα ταράζει κάτι μέσα μου, τότε σίγουρα ήταν κάποιος του οποίου η μνήμη άξιζε να παραμείνει εδώ μέσα» έδειξε το κεφάλι του. «Ίσως είναι πολύ παλιά η μνήμη ή πολύ σύντομη. Αλλά άξιζε.»
«Τότε... υπάρχει ελπίδα;» τον ρώτησε η Κλέουσα.
«Να τον θυμηθώ; Σαφώς λατρεμένη μου. Είναι μόνο θέμα χρόνου. Παρ’όλ’αυτά, δε νομίζω ότι εννοούσες αυτό. Και η απάντησή μου σε αυτό που εννοούσες είναι πως όχι, δε νομίζω ότι ο Γιόν-τεν είναι διόλου σημαντικός για την απελευθέρωση του Τσανγιόλ. Ακόμα κι αν, προφανώς, είναι σημαντικός με άλλον τρόπο για εμένα ή τη Φαλάκ.»
«Α.»
«Λυπάμαι. Ξέρω πόσο τον συμπαθείς και θέλεις να τον βοηθήσεις.»
«Μου φαίνεται πως είμαι η μόνη.»
«Αυτό είναι άδικο και το ξέρεις.»
«Είπες πριν, Κλέουσα» τους διέκοψε η Φαλάκ «ότι προσπαθούν περίπου να τον βοηθήσουν ακόμα, ο Ρέο και ο Μάτου. Αυτό εννοούσες με το περίπου; Ότι έχουν σταματήσει και ότι είσαι η μόνη που προσπαθεί ακόμα;»
«Όχι, δεν εννοεί αυτό. Κι εγώ και ο Μάτου θέλουμε πάντα και ειλικρινά να ελευθερωθεί ο Τσανγιόλ. Απλά...»
«Απλά, τι;»
Ο Ρέο δίστασε για λίγο.
«Ο Μάτου κουράστηκε» είπε η Κλέουσα. «Δεν έχουν βρει κανέναν τρόπο τόσον καιρό και ο Μάτου κουράστηκε να είναι εδώ μέσα, άρρωστος αλλά απέθαντος. Και ο Τσανγιόλ δε θέλει ούτε να τον βλέπει, εδώ και πολύ καιρό. Ούτε και τον Ρέο θέλει να βλέπει, για να λέμε την αλήθεια, αλλά δεν έχει και πολλές επιλογές· ο Ρέο δεν κουράζεται ποτέ.»
«Ποτέ» προσέθεσε ο δαίμονας περήφανα. «Όταν βάζω κάτι στο μυαλ-» ξεκίνησε να λέει, αλλά σταμάτησε γιατί χτύπησε η πόρτα.
«Ρέο! Τι κάνεις εκεί μέσα!;»
«Α! Ήρθε!»
«Ποιος ήρθε;» ρώτησε η Φαλάκ.
«Τι κάνει εδώ πέρα ο Όλαφ;» ρώτησε η Κλέουσα.
«Όλαφ, δώσε μας λίγο χρόνο! Ντύσου αγαπητή μου.»
«Ποιος είναι ο Όλαφ;»
«Γιατί τον έφερες εδώ;»
«Ήθελα να μου φέρει κάτι.»
«Τι να σου φέρει; Μου λείπει κάποιο έπιπλο και δεν το ξέρω;»
Ο Ρέο αγνόησε την Κλέουσα. «Ντύσου αγαπητή μου» επανέλαβε προς τη Φαλάκ.
«Τι ανοησία σκέφτηκες πάλι;»
«Θα τη βοηθήσεις να ντυθεί ή θα την αφήσεις να πουντιάσει και τον Όλαφ να περιμένει;» ρώτησε δήθεν αθώα ο δαίμονας. «Η κοπέλα είναι χωρίς χέρι και πόδι και εκείνος δε φημίζεται για την υπομονή του, εκτός απ’όταν φτιάχνει τα έπιπλά του.»
Η Κλέουσα τον κοίταξε βλοσυρή. Εκείνος πετάχτηκε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Σε λατρεύω δίχως τέλος και αύριο» είπε βιαστικά και έφυγε.

    Λίγα λεπτά μετά, η Φαλάκ βγήκε από το μπάνιο ντυμένη, υποστηριζόμενη από την Κλέουσα. Στο κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού, πάνω στα μαξιλάρια, καθόταν ο Ρέο με έναν άλλον άνδρα, εξαιρετικά ψηλό, με μυώδη χέρια και εντυπωσιακά μακριά δάχτυλα.
Δίπλα στην εξώπορτα, βρισκόταν μια ξύλινη καρέκλα με ρόδες.
Ο άνδρας σηκώθηκε και έκανε μια βαθιά υπόκλιση.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Φαλάκ, ανταποδίδοντας ταυτόχρονα τον χαιρετισμό του άνδρα με μια σύντομη κίνηση του κεφαλιού της
«Νομίζω ότι ξέρεις αγαπητή μου.»
«Εννοώ, τι το θέλουμε; Είπες ότι θα προσπαθήσεις τουλάχιστον, να φτιάξεις τα άκρα μου.»
«Τα άκρα σου είναι έτοιμα.»
«Αλήθεια;» το στόμα της Φαλάκ κρέμασε.
«Θέλουν λίγη ώρα ακόμα βέβαια, να στεγνώσει το βερνίκι. Και έλεγα μήπως, όσο περιμένουμε, ήθελες να κάνουμε μια βόλτα στο χωριό.»
«Αλήθεια;»
«Γιατί όχι;»
«Είναι η πρώτη μου φορά εδώ. Μετά από όσα έμαθα εγώ για εσάς κι εσείς για εμένα, έλεγα μήπως χριεαζόμασταν όλοι λίγο χρόνο. Να συνειδητοποιήσουμε όλα όσα συμβαίνουν. Έλεγα πως ίσως θα αφήναμε την ξενάγηση στο χωριό ή την υπόλοιπη τσαγιέρα για μια άλλη φορά.»
«Θα υπάρξει άλλη φορά;»
«Γιατί όχι;»
«Τόσο γρήγορα ξέχασες την εμπειρία του ταξιδιού σου εδώ μέσα;»

***

Μικρή παρένθεση, αναγνώστες. Πολύ μικρή. Την ανοίγω τώρα, να ‘τη.
(Η αλήθεια είναι πως, ναι· η Φαλάκ είχε ξεχάσει την εμπειρία του ταξιδιού της. Για λίγο, αλλά την είχε ξεχάσει. Και βέβαια, υπολογίζοντας πόσα επιπλέον θαυμαστά και απίθανα πράγματα είχε μάθει και είχε συζητήσει με τον Ρέο και την Κλέουσα μέσα στο μπάνιο, γιατί να μην την ξεχάσει, έστω και για λίγο; Ολόκληρη η μέρα της μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων, ένα χαοτικό σύμπλεγμα αισθήσεων και σκέψεων. Ποιος από εμάς δε θα ξεχνούσε, έστω και για λίγο, έναν παρ’όλίγο στραγγαλισμό μέσα σε ένα όνειρο;
Κλείνει η παρένθεση. Να ‘τη, έκλεισε. )

***

«Όχι, δεν την ξέχασα» είπε ψέμματα η Φαλάκ.
«Άρα, όταν σε είδα και σε άκουσα αμέσως μετά από αυτήν την εμπειρία, γιατί να μη θέλω να προλάβεις να δεις και να ακούσεις όσα περισσότερα γίνεται πριν φύγεις, ίσως για πάντα;»
«Έχεις δίκιο να το θέλεις αυτό. Ειλικρινά όμως, νομίζω πως θα υπάρξει κι άλλη φορά.»
«Πόσο σίγουρη είσαι;»
«Θες να σου υποσχεθώ;»
«Οι υποσχέσεις των ανθρώπων δε μετράνε και πολύ για εμένα.»
«Νόμιζα πως θεωρούσες τις αγνές μου προθέσεις και την καλή μου καρδιά δεδομένες» έδειξε το ανενεργό της Αληθινόματο.
«Πολλές υποσχέσεις έχουν δοθεί με αγνές προθέσεις και καλή καρδιά.»
«Και έσβησαν ανεκπλήρωτες, με το πέρασμα του θνητού χρόνου και τα απρόοπτα της ανθρώπινης ζωής» συμπλήρωσε η Φαλάκ.
«Πράγματι» συμφώνησε ο Ρέο.
«Δε μπορώ να σου υποσχεθώ.»
«Νομίζω ότι κατέστησα προφανές πως δε θα ήθελα κι εγώ κάτι τέτοιο.»
«Παρ’όλ’αυτά, νομίζω ότι το πιο πιθανό είναι πως θα θέλω και θα ξανάρθω, ακόμα και με το βάρος της ανάμνησης της τρομακτικής μου πρώτης εμπειρίας.»
«Δε διαφωνώ.»
«Άρα;»
«Άρα... τι;»
«Γιατί επιμένεις;» ρώτησε αλλά αμέσως τα μάτια της γούρλωσαν σε μια ξαφνική συνειδητοποίηση. «Σου χάλασα την έκπληξη» είπε χαμηλόφωνα.
«Ποια έκπληξη;» ρώτησε εκείνος δήθεν αθώα.
«Δεν περίμενες να συμπεράνω πως ο Μάτου και ο Τσανγιόλ είναι εδώ μέσα, ζωντανοί. Δε με έφερες εδώ μέσα μόνο για να μου δείξεις τον κόσμο σου. Με έφερες για να τους δω. Με έφερες για να με πείσεις να σας βοηθήσω.»
Ο Ρέο μειδίασε ικανοποιημένος.
«Κι όχι μόνο αυτό» η Φαλάκ συνέχισε, ενθουσιασμένη. «Με έφερες για να με δουν κι εκείνοι. Γιατί ήθελες να αναπτερώσεις τις ελπίδες τους, πραγματικά για πρώτη φορά μετά από τόσες δεκαετίες!»
«Πάνε πάνω από ενενήντα χρόνια, από τότε που είδα το χαμόγελο του Τσανγιόλ τελευταία φορά.»
«Και το χαμόγελο του Μάτου;»
«Πάνε σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε που έχω να δω τον Μάτου ολόκληρο, από κοντά. Αν χαμογελά κι εκείνος ακόμα, δεν είναι προς εμένα.»
    Ήταν η στιγμή που η Φαλάκ κατάλαβε στα βάθη της καρδιάς της, τι σήμαινε για δύο ζωντανούς ανθρώπους να βρίσκονται εκεί μέσα, με πλήρη αίσθηση του χρόνου και όσων άφησαν πίσω τους. Πόσο ανούσιο ήταν το όνειρο της τσαγιέρας γι’ αυτούς, πόσο έμοιαζε περισσότερο με εφιάλτη, εδώ και πολλά χρόνια· πολλά, πολλά περισσότερα από τη ζωή της ολόκληρη.
«Πάμε» είπε αποφασιστικά και τράβηξε την Κλέουσα προς την καρέκλα με τις ρόδες.

***

    Βγήκαν από το θεόστενο μονοπάτι ανάμεσα στους φουντωμένους θάμνους και συνέχισαν να κατεβαίνουν το υπόλοιπο του λόφου, μέχρι το χωριό. Μπροστά η Φαλάκ, καθισμένη στην τροχήλατη καρέκλα, με τον Ρέο να την οδηγεί και πίσω τους η Κλέουσα, γερμένη στο μπράτσο του Όλαφ.
«Άλλη μια λακούβα, έξι βήματα μπροστά» μουρμούρισε ο εξαιρετικά ψηλός άνδρας.
«Την είδα.»
«Αφού δε στρίβεις. Πας καταπάνω της, σαν την πέτρα προηγουμένως και την άλλη λακούβα πιο προηγουμένως από αυτό.»
«Θα στρίψω σε λίγο.»
«Σε λίγο θα είναι αργά» είπε βιαστικά και άπλωσε το χέρι του.
    Ο Ρέο έστριψε – λίγο απότομα, ομολογουμένως – την καρέκλα για να αποφύγει την επέμβαση του Όλαφ. Η Φαλάκ πρόλαβε και κρατήθηκε για να μη γύρει ο κορμός της επικίνδυνα και πέσει.
«Στο είπα ότι ήταν αργά» είπε ο Όλαφ μέσα από τα δόντια του.
«Κι εγώ στο είπα ότι θα έστριβα σε λίγο.»
«Η δεσποινίς θα μπορούσε να είχε χτυπήσει.»
«Η δεσποινίς είναι μια χαρά.»
Η Κλέουσα έκανε και τους δύο στην άκρη και πήρε τα χερούλια χειρισμού της καρέκλας στα χέρια της.
«Η δεσποινίς θα ήθελε την ησυχία της» είπε υποτιμητικά. «Της έχετε κάνει το κεφάλι καζάνι με τις φλυαρίες και τις διαφωνίες σας και δεν έχουμε περπατήσει ούτε διακόσια βήματα από το σπίτι.»
Η Φαλάκ χαμογέλασε ικανοποιημένη.
«Συγγνώμη» της είπε η Κλέουσα. «Δεν έχουμε περπατο-τσουλήσει ούτε διακόσια βήματα.»
«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα» απάντησε εύθυμα η Φαλάκ και γύρισε και προς τους άνδρες. «Κανένα πρόβλημα, αλήθεια.»
«Με αυτούς τους δύο; Καλά, περίμενε λίγο ακόμα και θα παρακαλάς να φύγεις από’δω μέσα, μόνο και μόνο για να μην τους ακούς.»
    Πέρασαν τα πρώτα σπίτια στα βόρεια του χωριού, λίγη ώρα αργότερα. Ο χωμάτινος δρόμος έγινε πλακόστρωτος και η ταχύτητά τους αυξήθηκε σημαντικά.
«Να οδηγήσω τώρα εγώ την καρέκλα;» την παρακάλεσε ο Ρέο. «Τώρα δεν έχει λακούβες και αδέσποτες πέτρες, άρα ο Όλαφ θα παραμείνει σιωπηλός, δε θα έχουμε πρόβλημα.»
Η Κλέουσα τον κοίταξε ανέκφραστη.
«Ναι, μάλιστα» απολογήθηκε εκείνος. «Το χωριό!» φώναξε αμέσως μετά με ενθουσιασμό. «Πώς σου φαίνεται το χωριό μας από κοντά, αγαπητή Φαλάκ;»
«Δεν έχω προλάβει να δω τίποτα ακόμα.»
«Ναι, βέβαια, βέβαια, είμαστε ακόμα στην αρχή, έχεις δίκιο.»
«Αλλά μου φαίνεται... έρημο.»
«Καθόλου, δε διαβεβαιώ. Εδώ κατοικούν χίλιοι επτακόσιοι τριανταδύο άνθρωποι!»
«Ψυχές» τον διόρθωσε η Φαλάκ.
«Ναι. Αλλά ως άνθρωποι. Κάνουν δηλαδή, καθημερινά πράγματα ανθρώπων.»
«Και πού τα κάνουν όλα αυτά τώρα; Δεν ακούω τίποτα. Και στο δικό μου το χωριό έχει ησυχία όσο πλησιάζει το μεσημέρι, αλλά όχι έτσι.»
«Τώρα είναι όλοι μαζεμένοι στη μεγάλη πλατεία. Όλα είναι έτοιμα για τη Γιορτή του Τσαγιού που ξεκινάει απόψε και τώρα θα κάνουν τις πρόβες τους οι μουσικοί και οι χορευτές και όλοι οι καλλιτέχνες. Τρώμε όλοι μαζί, στη μεγάλη πλατεία και τα σπίτια γύρω της, και απολαμβάνουμε τις πρόβες.»
«Κάθεστε και ακούτε αυτά που θα ακούσετε ξανά στη Γιορτή;»
«Ναι αλλά όχι ακριβώς. Στις πρόβες δεν παίζουν όλα όσα θα απολαύσουμε στη Γιορτή. Τελειοποιούν το στήσιμό και τα κουρδίσματά τους στις διάφορες σκηνές, σημειώνουν όσα πρέπει να διορθωθούν μέχρι τις επίσημες παραστάσεις τους. Μετά το φαϊ τραγουδάμε όλοι μαζί. Είναι πολύ όμορφα.»
Η Φαλάκ κοίταξε την Κλέουσα.
«Δε θα δεχόμουν να σε τραβολογάνε αυτοί οι δύο στον χωματόδρομο αν δεν άξιζε τον κόπο» επιβεβαίωσε η γυναίκα.
«Τραβολογιόμαστε όλοι, αρχικά για χάρη του Μάτου και του Τσανγιόλ. Δεν τρέφω αυταπάτες.»
«Μόνο του Τσανγιόλ, προς το παρόν. Ο Μάτου δε βγαίνει από τον πύργο του όταν είναι ξύπνιος ο Τσανγιόλ» είπε η Κλέουσα και έδειξε το μακρόστενο οικοδόμημα στη μέση της λίμνης.
«Όταν είναι ξύπνιος; Δηλαδή, κάθε μέρα;»
«Όχι ακριβώς. Όταν ο Τσανγιόλ αποδέχτηκε ότι δε μπορούσε να βγει από ‘δω μέσα χωρίς τη βοήθεια του Μάτου και ότι ο Μάτου δεν είχε πια ούτε ίχνος μαγείας – δηλαδή, περίπου έναν χρόνο μετά την άφιξή του εδώ μέσα – ζήτησε από τον Ρέο να τον σκοτώσει.»
«Εγώ όμως δεν τα κάνω αυτά. Δηλαδή, δε μπορώ να τα κάνω αλλά και να μπορούσα, δε θα τα έκανα. Δεν είμαι κανένας παρανοϊκός εγκληματίας.»
«Ο Ρέο ως δαίμονας, δε μπορεί να σκοτώσει άνθρωπο με τον... παραδοσιακό τρόπο» συνέχισε η Κλέουσα. «Αλλά και ως δαίμονας, δεν είναι από αυτούς που πείθουν ανθρώπους να τελειώσουν τη ζωή τους μόνοι τους.»
«Και βέβαια δεν είμαι από αυτούς. Αυτοί είναι βάρβαροι. Ανώριμοι και αμόρφωτοι του είδους μας.»
«Το μόνο που μπορούσε να κάνει – και αυτό με πολλή προσπάθεια και κόπο και μόνο εδώ μέσα, ως άρχοντας του κόσμου της τσαγιέρας – ήταν να τον κοιμήσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα.»
«Μέρες;» ρώτησε διστακτικά η Φαλάκ.
«Στην αρχή, μήνες.»
«Μήνες!;»
«Και μετά, όταν ο Τσανγιόλ ξύπνησε και ακόμα δεν ήθελε να φτιάξει μια νέα ζωή εδώ μέσα – όχι ότι τον κατηγορώ γι’αυτό, σαφώς – ο Ρέο τον κοίμιζε για χρόνια.»
«Χρόνια!;»
Η Κλέουσα ένευσε καταφατικά.
«Κοιμόταν για χρόνια και ξυπνούσε για μερικούς μήνες. Ο Ρέο δε μπορούσε να καταφέρει κάτι παραπάνω και, όταν ξυπνούσε ο Τσανγιόλ, έπρεπε να μένει ξύπνιος για κάμποσο καιρό μέχρι να μπορεί ο Ρέο να επηρρεάσει το σώμα και το μυαλό του για να τον κοιμίσει πάλι.»
«Ναι, αλλά ήταν και αυτή η φορά» πετάχτηκε ο Όλαφ «που έμεινε ξύπνιος για δυο χρόνια σχεδόν.»
«Όταν γνώρισε τη Σατζίν, έχεις δίκιο φίλε μου!» αναφώνησε ο Ρέο.
«Σατζίν;» ρώτησε η Φαλάκ.
Η Κλέουσα αναστέναξε. «Ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, ο έρωτας βρίσκει πάντα δρόμο να ανθίσει» μονολόγησε και το κεφάλι της έγυρε ανεπαίσθητα προς τον δαίμονα. «Όταν ο Τσανγιόλ γνώρισε τη Σατζίν, περίπου πενήντα χρόνια πριν, ξέχασε για λίγο την απελπισία της κατάστασής του.»
«Η Σατζίν είναι προφανώς ψυχή που ζει εδώ μέσα» είπε η Φαλάκ.
«Ναι.»
«Άρα, εμείς οι ζωντανοί μπορούμε να αγγίζουμε και τις ψυχές εδώ μέσα, όπως αγγίζω εγώ εσάς τους δύο ή εσείς εμένα;»
«Ναι. Είναι λίγο διαφορετικό – η αίσθηση της επαφής με τις ψυχές δηλαδή, σε σχέση με κάποιους σαν τον Ρέο ή εμένα, που έχω υπόσταση και παρουσία πέραν της τσαγιέρας, ως πλάσμα του κόσμου πίσω από τον κόσμο των ανθρώπων – αλλά γίνεται.»
    Ο Όλαφ έκανε ένα μεγάλο βήμα και βρέθηκε δίπλα τους ξαφνικά. Άπλωσε το χέρι του προς τη Φαλάκ, όσο συνέχισε να περπατά, πιο μαζεμένα ξανά. Εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη αλλά συνειδητοποίησε σχεδόν αμέσως.
«Εσύ είσαι ψυχή;» τον ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.
«Όλαφ Χάγκεν, δεσποινίς. Στις υπηρεσίες σας» είπε ανέκφραστα και κούνησε το χέρι του, προτρέποντάς την πάλι να τον αγγίξει.
Η Φαλάκ άπλωσε το δικό της χέρι. Τα ακροδάχτυλά του φάνηκαν να θολώνουν για λίγο, στην επαφή με τα δικά της. Όμως η αίσθηση της επαφής ήταν εκεί. Η Φαλάκ ένιωσε την τραχύτητα του δέρματός του και ένα περίεργο γαργαλητό στο κέντρο της παλάμης της.
«Απίστευτο...» ψιθύρισε.
«Σε σύγκριση με όλα τα υπόλοιπα πιστευτά που βλέπεις εδώ μέσα;» χασκογέλασε η Κλέουσα.
Η Φαλάκ μάζεψε το χέρι της γρήγορα και ο Όλαφ έκανε μια σύντομη υπόκλιση πριν πισωπατήσει και πάρει και πάλι τη θέση του δίπλα στον Ρέο.
«Ευχαριστώ» του είπε βιαστικά, προσπαθώντας να γυρίσει να τον κοιτάξει.
«Κανένα πρόβλημα δεσποινίς. Όταν θελήσετε να με αγγίξετε και πάλι σε οποιοδήποτε σημείο, είμαι στη διάθεσή σας» απάντησε εκείνος ανέκφραστα.
Ο Ρέο κάγχασε και οι γυναίκες έπνιξαν ένα γέλιο, μα η Κλέουσα σοβάρεψε ξαφνικά.
«Και αυτός είναι ο λόγος που, όσο κι αν ερωτεύτηκαν ο Τσανγιόλ και η Σατζίν, ήταν μόνο για λίγο. Οι ψυχές είναι πράγματι περίπου σαν άνθρωποι εδώ μέσα.»
«Περίπου» είπε η Φαλάκ.
«Ακριβώς» επιβεβαίωσε η Κλέουσα.
«Η θολούρα που προκαλεί ο Ρέο.»
«Ο έρωτας τρυπώνει παντού, όπως είπα και πριν. Είναι εύκολο να ανθίσει και να σκεπάσει τα πάντα. Θολώνει τον κόσμο γύρω μας και μέσα μας, όπως και ο Ρέο. Χωρίς ανθεκτικές μνήμες όμως, χωρίς ρίζες να μεγαλώνουν με το πέρασμα του χρόνου και να τον κρατούν στη θέση του, μαραζώνει και σβήνει. Η Σατζίν αγάπησε τον Τσανγιόλ με όλη την ειλικρίνεια και την ένταση που της επέτρεπε ο φρέσκος αλλά επιφανειακός, ο σύντομος έρωτας του κόσμου της τσαγιέρας. Κι εκείνος την αγάπησε με όλη την ειλικρίνεια και την ένταση που του επέτρεπε η απελπισία του. Και συνέχισε να προσπαθεί να ριζωθεί μέσα της, να φτιάξει μια κοινή ζωή μαζί της, όσο εκείνη – αναπόφευκτα – ξεχνούσε τον έρωτά τους με το πέρασμα του χρόνου. Κι όταν αποδέχτηκε τη ματαιότητα της επιμονής του, τη φίλησε για τελευταία φορά και ζήτησε να κοιμηθεί και πάλι. Η καρδιά του σφιγγόταν πολλές φορές, τις επόμενες φορές που ξυπνούσε και την έβλεπε. Μα ο χρόνος πέρασε και για εκείνον· και μπορεί πια να την αγαπά γι’αυτό που είναι και γι’αυτά που έζησαν ήδη, χωρίς επιθυμία ή προσμονή για οτιδήποτε παραπάνω.»
«Δεν ξέρω αν αυτή η ιστορία είναι γλυκόπικρα όμορφη ή αβάσταχτα λυπητερή.»
«Είναι αυτό που είναι, χωρίς χαρακτηρισμούς.»
«Δεν ξέρω αν θα άντεχα όσο έχουν αντέξει ο Τσανγιόλ ή ο Μάτου εδώ μέσα. Εκατό χρόνια περιορισμένης και απαράλλαχτης ζωής, χωρίς ελπίδα για αγάπη ή συντροφικότητα, φιλία ή οικογένεια... η σκέψη και μόνο είναι βασανιστήριο.»
«Υπάρχουν αυτά τα πράγματα εδώ μέσα» διαμαρτυρήθηκε ο Ρέο. «Απλά είναι λίγο διαφορετικά.»
«Δε θα διαφωνήσω» του είπε η Κλεουσα. «Αλλά αυτό το λέμε εμείς» τον κοίταξε επικριτικά. «Αν συμφωνούσε και ο Τσανγιόλ, δε θα κοιμόταν τον περισσότερο καιρό.»
Ο Ρέο μαζεύτηκε και πάλι στη θέση του, σαν παιδί που μόλις το είχαν μαλώσει.
«Και ο Μάτου;» ρώτησε η Φαλάκ. «Κοιμάται κι εκείνος ανά διαστήματα;»
«Α, όχι. Εκείνος, ακόμα κι όταν ζούσε στον έξω κόσμο, ήταν ήδη υπεραιωνόβιος και για πολύ καιρό αποκομμένος από τις συχνές εναλλαγές και περιπέτειες της κοινωνίας των ανθρώπων. Και έχει ήδη τη γυναίκα του και κάποιους στενούς φίλους και γνωστούς, ως ψυχές εδώ μέσα. Η θολούρα του Ρέο δεν επηρρεάζει τη δική τους σχέση το ίδιο, γιατί τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν πριν τον θάνατό τους.»
Η Φαλάκ κούνησε απογοητευμένη το κεφάλι της.
«Είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να προσφέρουμε έστω και μια υποψία ελπίδας, σε έναν άνθρωπο που βρίσκεται πέρα από τα όρια της απελπισίας, όταν δεν έχουμε ιδέα αν κι αυτή η υποψία ελπίδας είναι αληθινή;»
«Ο Μάτου ξέρει πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα» προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Ρέο.
«Για τον Τσανγιόλ λέει» είπε κοφτά η Κλέουσα. «Και, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, όχι. Δεν είμαστε σίγουροι. Όμως, αυτή η υποψία ελπίδας είναι αληθινή. Η κόρη του Μάτου μπορεί να μην κληρονόμησε τη μαγεία των γονιών της.»
«Αλλά η κόρη του μπορεί να έκανε οικογένεια» συμπλήρωσε η Φαλάκ.
«Ακριβώς» είπε ο Ρέο. «Και τέτοια μαγεία, όπως αυτή, δε σβήνει. Ποτέ.»
«Ελπίζουμε ότι θα βρούμε κάποιον απόγονο με μαγεία.»
«Ελπίζουμε ότι θα βρούμε κάποιον απόγονο, τελεία» διόρθωσε ο Ρέο. «Ακόμα κι αν δεν εκδηλώθηκε ξανά από τότε, τέτοια μαγεία κουβαλιέται κρυμμένη μέσα στα τρίσβαθα των σωμάτων των απογόνων.»
«Τι να κάνετε οποιονδήποτε απόγονο, αν δεν έχει εκδηλωθεί η μαγεία του;»
«Δε χρειάζεται να ανησυχείς γι’αυτό.»
«Θα κάνεις κάτι εσύ για να εκδηλωθεί αυτή η μαγεία;»
«Έχω τους τρόπους μου» χαμογέλασε εκείνος αυτάρεσκα.
«Θα κάνεις κάτι ενάντια στη θέλησή τους, για να εκδηλώσεις αυτή τη μαγεία;»
«Ελπίζω πως όχι.»
«Δε νομίζω ότι μου αρέσει αυτή η απάντηση» είπε η Φαλάκ σκεπτική.
«Δε σκοπεύω να τους καταδικάσω σε μια ζωή συνεχούς μαγείας αν δεν το θέλουν· αν αυτό σε ανησυχεί, δε θα το έκανα ποτέ αυτό. Άλλωστε, δε μπορώ και να το κάνω.»
«Όμως... μπορείς να επηρρεάσεις τις σκέψεις και τις επιιθυμίες τους.»
«Όπως σου είπα και όταν γνωριστήκαμε, μπορώ μόνο να φέρω στην επιφάνεια ό,τι υπάρχει ήδη στα βάθη.»
«Και πάλι, ασκείς επιρροή. Δεν ξέρω αν θέλω να συμμετάσχω σε κάτι τέτοιο. Συνεχώς μου διαφεύγει ποιος είσαι πραγματικά και τι είσαι ικανός να κάνεις. Νομίζω ότι έχει αρχίσει και με μπερδεύει αυτό το μέρος.»
«Δεν αποκλείεται» είπε η Κλέουσα και ξεκίνησε να τσουλάει πάλι την καρέκλα. «Είναι η πρώτη σου φορά εδώ και δεν έχεις μαγεία. Και το ανθρώπινο μυαλό είναι ανεξήγητα εύθραυστο όσο και ανθεκτικό.»
«Ναι, έχεις δίκιο.»
«Αν και το πιθανότερο είναι να φταίει η χαζοχαρούμενη φύση του Ρέο.»
«Εεεε!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
«Τι ε;» είπε η Κλέουσα αδιάφορα. «Έχεις διαλέξει το παρουσιαστικό ενός βασανιστικά γοητευτικού, νεαρού άνδρα και συνήθως κάνεις σαν άμαθο παιδάκι που ενθουσιάζεται με τα πάντα. Για πόση ώρα να πιστέψει το μυαλό ενός κοριτσιού, ότι είσαι ένα από τα φοβερότερα, εμπειρότερα και πιο ηλικιωμένα πλάσματα που έχουν υπάρξει ποτέ;»
Άνοιξε το στόμα του να διαμαρτυρηθεί, αλλά αμέσως το ξανάκλεισε σκεπτικός και συνέχισε να περπατά πίσω της.
«Ευχαριστώ για το κοριτσιού» μουρμούρισε εύθυμα η Φαλάκ.
«Παρακαλώ» αποκρίθηκε κοφτά η Κλέουσα.
«Κι εγώ ευχαριστώ για το βασανιστικά γοητευτικός, νεαρός άνδρας» είπε εύθυμα ο Ρέο.
«Παραείσαι ωραίος για τα γούστα μου» τον κοίταξε πλάγια – και ξινισμένα – η Κλέουσα.
«Πώς αλλιώς θα ταίριαζα με τη δική σου ανυπέρβλητη ομορφιά;» αναρωτήθηκε εκείνος με απόλυτη σοβαρότητα.
    Η Φαλάκ ζάρωσε τα φρύδια της και προσπάθησε να βρει τις σωστές λέξεις γι’αυτό που ήθελε να πει.
«Είναι η μορφή σου όσο ήσουν ζωντανή, που γνωρίζει και ταιριάζει με την τωρινή δική του; Ή είναι η πραγματική δική του, που συγκρίνει με την τωρινή δική σου;» γύρισε και ρώτησε χαμηλόφωνα την Κλέουσα, δίχως ίχνος ειρωνείας.
«Και τα δύο» απάντησε εκείνη και το ξαφνικό, πλατύ, κούφιο χαμόγελό της έμοιαζε να λάμπει από αγάπη, σα γεμάτο χιλιάδες αστέρια.
    
***

    Η Φαλάκ πίστευε – και δεν ήταν υπερβολική η εκτίμησή της – πως είχε εγκλιματιστεί ικανοποιητικά στον κόσμο της τσαγιέρας, έστω και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ήδη από το σπίτι της Κλέουσας, είχε σταματήσει να κοιτά γύρω της με στόμα που έχασκε και γουρλωμένα μάτια· απλά θαύμαζε το χωριό και τη φύση γύρω του, όσο περπατούσαν στα έρημα σοκάκια, με συγκρατημένο ενθουσιασμό και μάζευε όσες λέξεις ήξερε σε όσες γλώσσες ήξερε, για να μπορέσει να περιγράψει στην Γκιούλι όλα αυτά που ζούσε.
Κι όμως, καμία λέξη σε καμία γλώσσα δε θα μπορούσε να προετοιμάσει και την ίδια, για τα συναισθήματά της, τη στιγμή που βγήκαν από το τελευταίο σοκάκι και αντίκρυσαν τη μεγάλη πλατεία.
    Όλος ο τεράστιος χώρος ήταν γεμάτος με πάγκους και ξύλινα τραπέζια, καλυμμένα με λινά και διάφορα σερβίτσια για φαγητά και ποτά. Στις άκρες, χαμηλές εξέδρες, στολισμένες με ζωγραφιστά φανάρια και λουλούδια. Δίπλα στις εξέδρες, μικρές σκηνές από τις οποίες μπαινόβγαιναν άνθρωποι με μουσικά όργανα και κοστούμια. Ανάμεσα στα τραπέζια, μικρές εστίες φωτιάς κι άλλοι πάγκοι, φορτωμένοι με παντός είδους μαγειρικά σκεύη και καζάνια και καλάθια με λαχανικά και φρούτα. Παντού κυκλοφορούσε κόσμος. Πηγαινοέρχονταν και φώναζαν σε άλλους μακριά ή μιλούσαν και γελούσαν μεταξύ τους, κούρδιζαν τα όργανα στις εξέδρες ή τελειοποιούσαν σκηνικά ή έβαφαν τα πρόσωπα και τα σώματά τους, γέμιζαν τα καζάνια με νερό ή προετοίμαζαν υλικά για μαγείρεμα.
Λίγα μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους, κρέμονταν λεπτά, πολύχρωμα υφάσματα, δεμένα στα μπαλκόνια των γύρω κτιρίων, που σκόρπιζαν το ζεστό, εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού σε χίλιες αποχρώσεις και τόνους. Κι άλλα πολύχρωμα φανάρια, κι άλλα λουλούδια, κρέμονταν από τα υφάσματα.
Όλος ο τεράστιος χώρος ήταν μια έκρηξη αισθήσεων, σε αντίθεση με τη λιτή ομοιομορφία του υπόλοιπου χωριού.
    «Ένας κόσμος μέσα στον κόσμο μέσα στον κόσμο...» ψιθύρισε εκστασιασμένη η Φαλάκ και άπλωσε μηχανικά το χέρι της προς την Κλέουσα.
Η γυναίκα κατάλαβε αμέσως και τη στήριξε για να σηκωθεί στο ένα της πόδι.
«Δεν έχω ιδέα πώς να το περιγράψω αυτό στη Γκιούλι...» είπε πάλι η Φαλάκ, περισσότερο μονολογώντας.
«Θα έχεις χρόνο να βρεις τις λέξεις αργότερα» της απάντησε βιαστικά ο Ρέο και τις προσπέρασε για να ανέβει σε έναν από τους πάγκους, κοιτώντας κάπου στο βάθος. «Τσανγιόλ!» φώναξε ενθουσιασμένος. «Τσανγιόλ! Εδώ!»
Η Φαλάκ ακολούθησε το βλέμμα του, μέχρι που και το δικό της στάθηκε πάνω στον άνδρα που είχε δει για πρώτη φορά στον πίνακα του μουσείου.
Ένας δυνατός άνεμος φύσηξε σαν από το πουθενά και το πορφυρό, μεταξωτό της φόρεμα χόρεψε μαζί του. Η ανάσα της δυσκόλεψε, η καρδιά της έσφιξε, στη θέα του απολύτως ζωντανού και βλοσυρού προσώπου, που είχε αποτυπωθεί, εκατό χρόνια πριν, πάνω στον άψυχο καμβά και που τώρα την πλησίαζε σχεδόν τρέχοντας μέσα στον κόσμο και τα βαριά, ξύλινα έπιπλα.
«Δεν του αρέσουν καθόλου οι εκπλήξεις» χασκογέλασε ο Ρέο συνωμοτικά. «Αλλά μόλις καταλάβει τι είσαι, ποια είσαι και πώς θα μας βοηθήσεις... ω, δε θα μπορέσει να συγκρατήσει τη χαρά που πνίγει τόσες δεκαετίες!»
Ο Τσανγιόλ τούς είχε σχεδόν φτάσει. Η Φαλάκ μπορούσε να διακρίνει καλύτερα τα ρούχα του – φαίνονταν ίδια με αυτά του πίνακα – και τις σκόρπιες τούφες μαλλιών που είχαν ξεφύγει από την κορδέλα που έδενε τα μακριά μαλλιά του.
    Ένας περίεργος τρόμος την κατέκλυσε. Ήταν εκεί, μπροστά της, ερχόταν κοντά της. Θα μάθαινε ποια είναι και πώς μπορούσε να τον βοηθήσει. Θα της χαμογελούσε με ελπίδα, θα στήριζε επάνω της όλη του την ύπαρξη. Πώς μπορούσε να τον βοηθήσει;
Αν μπορούσε να τον βοηθήσει. Πώς στο καλό είχε δεχτεί να αναλάβει μια τόσο τεράστια ευθύνη; Πώς στο καλό είχε δεχτεί να παίξει με την ήδη βασανισμένη μοίρα ενός ανθρώπου, μόνο και μόνο επειδή της έκανε εντύπωση ένας πίνακας σε ένα μουσείο;
Το σώμα της έγυρε. Η Κλέουσα τη συγκράτησε.
    Ο Ρέο κατέβηκε από τον πάγκο και χτύπησε δυο παλαμάκια. Ο Τσανγιόλ τον είχε φτάσει.
«Επιτέλους! Σου αρέσει η έκπληξή μου; Να σου συστήσω-» ξεκίνησε να λέει αλλά σταμάτησε.
Ο πολεμιστής τον προσπέρασε χωρίς καν να τον κοιτάξει.
Όρμηξε στη Φαλάκ και την άρπαξε από το πέτο του φορέματός της.
«Τι κάνει αυτή η μάγισσα εδώ!;» σχεδόν ούρλιαξε στο πρόσωπό της. «Πού τη βρήκες και γιατί έφερες αυτή την καταραμένη μάγισσα εδώ!!!;»

συνεχίζεται


Artwork: Traditional Chinese Peking Opera paper face mask
Source: https://www.freepik.com/premium-photo/paper-art-traditional-chinese-art-peking-opera-face-mask_45799174.htm

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση