Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 7

    
    
    Περπάτησαν για ώρα. Κατέβηκαν τον λόφο και, λίγο πριν μπουν στο χωριό, έστριψαν σε ένα θεόστενο μονοπάτι που χωνόταν ανάμεσα σε ψηλούς, φουντωμένους θάμνους.
«Πού πάμε;» ρώτησε τελικά η Φαλάκ.
Ο Ρέο τινάχτηκε ανεπαίσθητα· νόμιζε ότι κοιμόταν.
«Στο σπίτι μιας φίλης.»
«Έπρεπε να μου πεις ότι δε θα μπορούσες να μεταφέρεις τα άκρα και το μπαστούνι μου. Έπρεπε να μου το πεις από πριν. Δε μου αρέσει να με κουβαλάνε.»
«Έχεις δίκιο. Αν και δεν ήμουν σίγουρος. Έχω ξαναμεταφέρει άψυχα αντικείμενα, απλά όχι πάντα με επιτυχία. Αλλά και πάλι... δεν ήμουν σίγουρος· και έπρεπε να στο είχα πει. Ζητώ συγγνώμη.»
«Θα μου κοστίσει ακριβά να τα φτιάξω.»
«Σου είπα πως θα προσπαθήσω να τα φτιάξουμε εδώ.»
Τον κοίταξε, ακόμα δύσπιστη. «Δε θα είναι όπως πρέπει. Δε θα είναι όπως θα μου τα έφτιαχναν οι έμπειροι τεχνίτες στον δικό μου κόσμο.»
«Πιθανώς, ναι.»
«Και θα αναγκαστώ να τα επισκευάσω εκ νέου, όταν φύγω από εδώ.»
«Πιθανώς, ναι.»
«Τώρα που το σκέφτομαι» είπε εμφανώς ανήσυχη «δε θα μπορέσω να τα πάρω μαζί μου όταν φύγω!»
«Νομίζω, έχουμε επιβεβαιώσει ότι μπορείς να τα πάρεις – αν και όχι άθικτα» χαμογέλασε νευρικά εκείνος.
«Δεν είναι ένα κόσμημα ή κάποιο ανούσιο αντικείμενο. Είναι τα άκρα μου. Τα χρειάζομαι!»
«Το ξέρω» ο Ρέο αναστέναξε. «Έχεις δίκιο. Πάνω στον ενθουσιασμό μου, που δέχτηκες να έρθεις μαζί μου, δε σκέφτηκα αυτές τις πρακτικές λεπτομέρειες.»
    Η Φαλάκ αναστέναξε κι εκείνη. «Ξέρω κι εγώ να ενθουσιάζομαι και να μη δίνω σημασία στις πρακτικές λεπτομέρειες...» είπε χαμηλόφωνα, σκεπτόμενη τις φωνές της Γκιούλι όταν θα λάμβαναν τον λογαριασμό για την επισκευή, από κάποιον αδιαμφισβήτητα πανάκριβο τεχνίτη της πρωτεύουσας.
«Δε μου είχε ξανατύχει βέβαια να μεταφέρω άνθρωπο με τεχνητά μέλη» συνέχισε ο Ρέο και την κοίταξε επίμονα.
«Τι;» τον κοίταξε κι αυτή.
Ξεφύσηξε απογοητευμένος. «Θεώρησα πως ήταν μια πολύ διακριτική και πετυχημένη απόπειρα να ρωτήσω για τα άκρα σου. Πώς απέμεινες με ένα χέρι και ένα πόδι.»
«Καθόλου επιτυχημένη, σε διαβεβαιώ. Και δεν απέμεινα με αυτά. Γεννήθηκα έτσι.»
«Τι θλιβερό!»
«Δε νομίζω. Δεν ξέρω πώς είναι αλλιώς. Πιστεύω θα ήταν πιο θλιβερό να είχα μάθει με δυο χέρια και δυο πόδια και ύστερα να αναγκαζόμουν να μάθω πάλι όλη μου τη ζωή από την αρχή.»
«Παραμένει δύσκολο όμως. Να κοπιάζεις διπλά και τρίδιπλα για να κάνεις πράγματα που άλλοι κάνουν χωρίς δεύτερη σκέψη.»
«Είναι απλά κάτι που κάνω κι εγώ χωρίς σκέψη, εδώ και δεκαετίες.»
«Και να χρειάζεσαι πάντα βοήθεια, ακόμα και για να ξεκινήσεις την ημέρα σου, φορώντας τα τεχνητά σου άκρα.»
«Δεν τα φοράω πάντα. Άλλωστε, έζησα χωρίς αυτά τα πρώτα μου χρόνια. Είχα μόνο δυο άχρηστα γλυπτά ξύλα και το μπαστούνι μου· όχι τα καταπληκτικά μηχανήματα που φοράω τώρα. Απλά και μόνο για να μπορώ να στέκομαι και να μην αντιμετωπίζω μόνιμα την αμηχανία των γύρω μου.»
«Κατάλαβα.»
«Μπορώ να κάνω κάποια πράγματα και χωρίς αυτά ή μόνο με το μπαστούνι μου. Δεν είναι πάντα ευχάριστο για εμένα ή τους άλλους· αλλά μπορώ.»
«Παρ’όλ’αυτά, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη χρειαστεί να μείνεις πολύ χωρίς αυτά εδώ μέσα. Ή εκεί έξω.»
«Ευχαριστώ» του απάντησε, ακόμα δύσπιστη.
«Δεν υπάρχει λόγος να με ευχαριστείς. Η ευθύνη είναι δική μου.»
«Και δεν έχεις να μου δώσεις χρήματα ή κάτι άλλο αληθινό και πολύτιμο; Αν δεν τα φτιάξεις;»
«Όχι βέβαια» την κοίταξε εκείνος τώρα με δυσπιστία.
«Άρα... εφόσον ξεστόμισες την ευθύνη σου για την κατάστασή μου, αν δεν τα φτιάξεις...» έμεινε για λίγο σκεπτική, σα να υπολόγιζε κάτι. «Θα μου χρωστάς χάρη. Σωστά;» του χαμογέλασε αυτάρεσκα.
    Ο Ρέο σταμάτησε να περπατά. Το χλωμό του πρόσωπο και τα περίεργα, μακρόστενα αυτιά του κοκκίνισαν σε μια στιγμή.
Η Φαλάκ σταμάτησε να χαμογελά. Έμεινε απολύτως ακίνητη και ετοιμάστηκε για... δεν ήξερε και η ίδια στ’αλήθεια για τι ετοιμάστηκε – αλλά σίγουρα θα ήταν τρομερό, τώρα που είχε προφανώς προκαλέσει την οργή του.
Και ξαφνικά, ο Ρέο τινάχτηκε σχεδόν αφύσικα προς τα πίσω.
Τα χέρια του τεντώθηκαν σχεδόν αφύσικα για να παραμείνουν στη θέση τους και να συγκρατήσουν το σώμα της για να μην πέσει.
Και ύστερα... γέλασε.
Γέλασε δυνατά.
«Σωστά! Ω, Άρχοντες του Ουρανού και της Αβύσσου! Μου φαίνεται καλόμαθα εδώ μέσα τόσους αιώνες!» γέλασε πάλι και το σώμα του επανήλθε στην αρχική του θέση· και ύστερα σταμάτησε και απέμεινε να αγναντεύει – κάπως θλιμμένα ή της φάνηκε; – τη ροδακινένια λίμνη. «Καλόμαθα, στ’αλήθεια, μακριά από τους ανθρώπους για τόσον καιρό... και άφησα ένα σαραντάχρονο κορίτσι να με ξεγελάσει τόσο εύκολα. Σωστά, αγαπητή Φαλάκ. Θα σου χρωστάω μια χάρη» την κοίταξε πάλι. «Μπράβο, συγχαρητήρια» συμπλήρωσε, εμφανώς απρόθυμα.
«Ευχαριστώ...;» ψέλλισε εκείνη.
«Αλήθεια, μπράβο. Τώρα βέβαια, όπως καταλαβαίνεις, θα κάνω κυριολεκτικά τα πάντα για να μη σου χρωστάω· αλλά αν δεν τα καταφέρω – πράγμα απίθανο, αλλά λέμε τώρα – έτσι θα είναι τα πράγματα» συμπλήρωσε καθώς συνέχισε να περπατάει και βγήκαν από τους θάμνους, σε ένα σημείο στα βόρεια του χωριού. «Απλά... απλά καλόμαθα. Δεν υπάρχει θέμα» είπε ξανά αμήχανα. «Α! Να, φτάσαμε!» φώναξε πάλι ανακουφισμένα, προσπαθώντας να ακουστεί αληθινά καλοδιάθετος.

***

    Η Φαλάκ δεν είχε ξαναδεί Κλαίουσα Γυναίκα από κοντά. Είχε συναντήσει τρεις στα διάφορα ταξίδια της με τη Γκιούλι, αλλά πάντα έμεναν μακριά. Αυτά τα πνεύματα  δεν ήταν από μόνα τους βίαια αλλά, καθώς είχαν υποφέρει πολύ στις προηγούμενες ζωές τους, ήταν πολύ απρόβλεπτα· και οι θνητοί που είχαν την ατυχία να τις πετύχουν σε σημεία, που περνούσαν από τον έναν κόσμο στον άλλον και ήταν ορατές σε όλους, ήταν πολύ πιθανό να υποκύψουν στα στοιχειώματά τους και να αποτρελαθούν από τις φωνές τους και τις μνήμες που τις είχαν οδηγήσει σε βασανιστικούς θανάτους.
    Και τώρα, καθισμένη πάνω σε έναν σωρό από μαλακά, μεταξωτά μαξιλάρια, προσπαθούσε πολύ να φαίνεται άνετη και ψύχραιμη, παρατηρώντας τη μαυρομαλλούσα με τα σκούρα ρούχα, που στεκόταν δίπλα σε μια ξυλόσομπα. Πάνω της, άχνιζε ένα μεγάλο σκεύος με νερό. Όλος ο χώρος μύριζε ορχιδέες.
«Γιατί τη βλέπω χωρίς το μαγικό μου μάτι;» ρώτησε τον Ρέο. «Και τώρα που το σκέφτομαι, γιατί βλέπω κι εσένα χωρίς το μαγικό μου μάτι;»
«Γιατί είσαι εδώ μέσα. Εδώ μέσα είναι ένας άλλος κόσμος, όπως έχουμε καταστήσει σαφές» της απάντησε εκείνος συγκαταβατικά.
«Αλήθεια, νομίζω δε θα συνηθίσω ποτέ όλα αυτά που βλέπω... είμαστε λοιπόν στον δικό σου κόσμο; Πίσω από τον δικό μου;»
Ο Ρέο ξεκούρασε το σαγόνι του πάνω στα ακροδάχτυλά του.
«Μμμ, όχι. Είμαστε κάπου ανάμεσα. Εγώ και ο Μάτου φτιάξαμε ένα ανάμεσα. Άλλωστε, όπως ξέρεις πια, επισκεπτόταν συχνά την τσαγιέρα. Έπρεπε να μπορεί να υπάρχει εδώ μέσα, όπως εμείς.»
«Πιάνω πράγματα και τα νιώθω» η Φαλάκ έσφιξε τα μαξιλάρια και χάιδεψε το ξύλινο πάτωμα.
«Σε κουβάλησα στην αγκαλιά μου. Ετοιμάζεσαι να κάνεις μπάνιο και να πιεις τσάι. Μόλις τώρα συνειδητοποίησες ότι πιάνεις πράγματα;» χασκογέλασε εκείνος.
«Χαίρομαι που σου φαίνεται αστεία η κατάστασή μου. Ο Μάτου το είχε δημιουργήσει όλο αυτό, ήξερε τι να περιμένει. Εγώ η ανόητη δεν είχα καταλάβει τίποτα...» κοίταζε γύρω της ακόμα σα χαμένη. «Η Γκιούλι θα πεθαινε από τα γέλια αν μπορούσε να δει τη φάτσα μου τώρα. Πρέπει να μοιάζω με τρομαγμένο ζώο.»
«Μοιάζεις όπως θα έμοιαζε κάθε ζωντανός που θα έμπαινε στην τσαγιέρα» είπε ο Ρέο νοσταλγικά. «Ζητώ συγγνώμη, δεν έπρεπε να σε κοροιδέψω για όσα νιώθεις. Δε μπορώ να νιώσω όσα νιώθεις, αλλά είμαι αρκετά έμπειρος για να τα κατανοήσω.»
«Έμπειρος; Έχεις ξαναδεί τέτοια αντίδραση; Ήταν και ο Μάτου έτσι όταν πρωτοήρθε εδώ;»
Ο δαίμονας μειδίασε.
«Καθόλου» απάντησε ξαφνικά η γυναίκα.
    Η Φαλάκ τινάχτηκε στη θέση της. «Μιλάς.»
«Πράγματι» ρουθούνισε η γυναίκα.
«Συγγνώμη. Νόμιζα πως απλά-»
«-θα έκλαιγα; Όπως όλες του είδους μου;»
«Ναι» απάντησε διστακτικά. «Όχι βέβαια, πως είχα γνωρίσει καμία από όσες έχω συναντήσει· αλλά δε φαίνονταν να μπορούν να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Με συγχωρείς, δεν ήξερα ότι εσύ μιλάς. Και επίσης... είναι αλήθεια αυτό που είπε ο Ρέο πριν; Όταν μπήκαμε στο σπίτι; Κλαίουσα; Αλήθεια, το όνομά σου είναι Κλαίουσα; Έτσι σε φωνάζουν δηλαδή;»
«Ναι, αλλά όχι ακριβώς» πετάχτηκε ο Ρέο. «Γράφεται διαφορετικά. ΚλΈουσα» είπε, συλλαβίζοντας τη σωστή ορθογραφία της λέξης στον αέρα, με τα δάχτυλά του να αφήνουν μια αμυδρή, ιριδίζουσα λάμψη καθώς κινούνταν – για να μπορέσει η Φαλάκ να δει τι εννοούσε.
«Μην της φέρεσαι σα να είναι μωρό» επενέβη κοφτά η γυναίκα και γύρισε να κοιτάξει τη Φαλάκ. «Αν γράφεται διαφορετικά από αυτό που ξέρουν όλοι αλλά ακούγεται το ίδιο, υπάρχει μόνο μία επιλογή στην αλλαγή της ορθογραφίας. Και το κατάλαβε αμέσως. Έτσι δεν είναι, κορίτσι;»
    Οι δύο άδειες, θεοσκότεινες, αμυγδαλωτές κόγχες της γυναίκας, παρατηρούσαν ξαφνικά κι εκείνες με μια ένταση τη Φαλάκ – ενώ μέχρι τώρα δεν της είχαν ρίξει ούτε μια ματιά – που ανασηκώθηκε νευρικά πάνω στα μαξιλάρια και έμοιαζε σα να την περπατούσαν μυρμήγκια.
«Ναι, με λένε Κλέουσα» συνέχισε η γυναίκα με τη σαγρή φωνή της. «Ιδέα του κυρίου από εδώ» έδειξε υποτιμητικά τον δαίμονα. «Γιατί δε θυμόμουν το κανονικό μου όνομα.»
«Πρωτότυπη ιδέα» μονολόγησε χαμογελώντας εκείνος.
«Χαζή ιδέα» ανταπάντησε εκείνη.
«Εμένα μου άρεσε» παραπονέθηκε εκείνος.
«Κι εμένα μου έμεινε» παραπονέθηκε κι εκείνη.
«Η Κλέουσα είναι η αυθεντική Κλαίουσα Γυναίκα, στο είπα αυτό Φαλάκ;» άλλαξε ο Ρέο τη συζήτηση. «Είναι πολύ, πολύ διαφορετική απ’όλες τις άλλες. Γνωριστήκαμε όταν ήμουν νέος. Ούτε χιλίων ετών δεν ήμουν. Πριν από εκείνη, ο κόσμος πίσω από τον κόσμο σου, δεν ήξερε πόση δύναμη και μαγεία έκρυβε ο θρήνος μιας βασανισμένης θνητής. Τόση, που ύστερα απλώθηκε παντού κι έφτιαξε κι άλλες μέσα στο χρόνο.»
«Λυπάμαι τόσο πολύ» είπε πνιχτά η Φαλάκ· ένας κόμπος είχε κάτσει στο λαιμό της. «Για ό,τι σου συνέβη όταν-όταν ήσουν ζωντανή. Για όσα σε έκαναν αυτό που είσαι τώρα. Λυπάμαι τόσο πολύ.»
    Η Κλέουσα κατέβασε το σκεύος από τη σόμπα. «Πήγαινέ το στον λουτήρα» είπε στον Ρέο. «Με προσοχή, ε;»
Εκείνος έκανε μια μικρή υπόκλιση· σήκωσε με ευκολία και με το ένα χέρι το καυτό σκεύος και, περπατώντας αργά, κάπως τελετουργικά, απομακρύνθηκε προς τα πίσω δωμάτια του σπιτιού.
Και μόλις η μορφή του χάθηκε στον διάδρομο, η γυναίκα ήρθε και κάθισε δίπλα στην Φαλάκ.
Και η Φαλάκ ανατρίχιασε ολόκληρη από τρόμο· και ύστερα κοκκίνισε ολόκληρη από ντροπή. Προσπάθησε – και απέτυχε θεαματικά – να απλώσει το σώμα της αβίαστα στα μαξιλάρια, να εμφανιστεί πλήρως ατάραχη.
Η ζώνη του ψεύτικου ποδιού της σκίστηκε τελείως· το ξύλινο άκρο γύρισε ανάποδα, κύλησε γρήγορα και χτύπησε πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Ο ήχος της έκοψε την ανάσα.
«Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με αυτό» είπε η Κλέουσα, διόλου αναστατωμένη από τον ήχο ή το θέαμα.
«Ναι. Ναι, παρακαλώ. Ευχαριστώ» η Φαλάκ απάντησε κοφτά, χωρίς να τολμά να κουνηθεί ούτε σπιθαμή παραπάνω. «Με συγχωρείς πάλι. Ξέρω ότι δε θα μου κάνεις κακό και δε θα έπρεπε να σε φοβάμαι αλλά-»
«-δεν έχω καμία μνήμη πια, απ’όσα μου συνέβησαν» την αγνόησε η Κλέουσα. «Καμία μνήμη απ’όσα μου έκαναν. Αλλά σε ευχαριστώ κορίτσι· για τα συμπονετικά σου λόγια» αναστέναξε.
«Παρακαλώ...» είπε η Φαλάκ και έριξε αμήχανα το βλέμμα της. «Το φόρεμά μου!» φώναξε ξαφνικά. «Είναι μέσα στις λάσπες και έχω κάνει το σπίτι σου χάλια, συγγνώμη!»
«Πάψε να ζητάς συγγνώμη, θα τα καθαρίσει όλα ο Ρέο με τη μαγεία του. Θες κάτι να φας;»
«Μπορώ να φάω εδώ μέσα!;» το σαγόνι της κρέμασε πάλι.
«Κάθεσαι σε μαξιλάρια, θα πλυθείς σε λίγο σε λουτήρα, θα πιεις τσάι σε κούπα. Όπως έκανε και ο ζωντανός Μάτου, τόσες δεκαετίες πριν. Τα συζητούσατε και πριν. Το φαί σε εξέπληξε τώρα;»
«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω, όλα μου φαίνονται σαν όνειρο ακόμα.»
«Όταν ήρθατε, ο Ρέο είπε κάτι για μια φίλη σου, ότι πρέπει να την ειδοποιήσεις ότι είσαι καλά.»
«Ναι, θα το κάνω. Όταν θα είμαι λίγο πιο ήρεμη. Είπε ότι, καλύτερα να μην το κάνω όταν δεν είμαι ήρεμη.»
«Έχει δίκιο. Τα Αληθινόματα πάντα θέλουν προσοχή και καλή κατάσταση του μυαλού, αλλιώς κινδυνεύετε εσείς οι θνητοί να καταλήξετε λιπόθυμοι και άρρωστοι για μέρες· ή τρελαμένοι ή ακόμα και νεκροί.»
«Σου είπε για τα μάτια μας;»
«Μην ανησυχείς, το μυστικό σας είναι ασφαλές.»
«Δεν ανησυχώ» είπε ψέμματα η Φαλάκ, για να μην την προσβάλλει. «Το ξέρω ότι θέλουν προσοχή. Ζω με αυτό από μικρό παιδί. Δεν ήμουν σε θέση να πω και πολλά όταν βγήκα από το χώμα, πάνω στον λόφο· αλλά το ξέρω. Όποτε ανοίγω το μάτι μου, είμαι σα φάρος για οντότητες σαν εσένα ή άλλα πλάσματα του κόσμου σου. Είμαι ανοιχτή σε συναισθήματα και μνήμες που στάζουν χαοτικά από τις αιθέριες μορφές σας. Κι άλλωστε, ποιος ξέρει πώς θα αντιδράσει ο καθένας σας, βλέποντας μια θνητή με μάτι που ανήκε κάποτε σε κάποιον δικό σας.»
«Εδώ μέσα, κανείς από εμάς δε θα αντιδράσει άσχημα. Ίσως τους φανεί τρομερά ενδιαφέρον ότι μια θνητή χωρίς δική της μαγεία, όπως εσύ, έχει Αληθινόματο· αλλά τίποτε παραπάνω. Δεν υπάρχουν κακότροποι ή βίαιοι δικοί μας εδώ μέσα, ο Ρέο έχει φροντίσει γι’αυτό.»
«Και βέβαια έχω φροντίσει» απάντησε αυτάρεσκα εκείνος, που είχε επιστρέψει και στεκόταν, γερμένος χαλαρά, στην είσοδο του διαδρόμου. «Τι είμαι, κανένας τυχαίος;»
«Δυστυχώς όχι» είπε η Κλέουσα. «Αλλιώς δε θα με έπρηζες τόσες χιλιετίες.»
«Και τόσες χιλιετίες, η ξινίλα σου δε μ’έχει πτοήσει ολωσδιόλου» κάγχασε εκείνος και αμέσως την κοίταξε μ’ένα γλυκό βλέμμα. «Γιατί κι εσύ δεν είσαι τυχαία· και σε αγαπώ πολύ για να σε αφήσω στην ησυχία σου.»
    Η Κλέουσα δεν αντέδρασε καθόλου στα τελευταία του λόγια. Μόνο σηκώθηκε και επέστρεψε στην ξυλόσομπα.
«Χρειαζόμαστε κι άλλο νερό» είπε ψυχρά κι έδειξε το άδειο σκεύος στα πόδια του.
«Αμέσως!» απάντησε εκείνος με ενθουσιασμό.
Άρπαξε το σκεύος και σχεδόν έτρεξε τώρα προς την εξώπορτα.
«Και χρειαζόμαστε να κάνουμε κάτι με το πόδι και το χέρι της!» του φώναξε θυμωμένα.
Μα, την ίδια στιγμή, ένα πλατύ – αν και κούφιο – χαμόγελο στόλισε το αφύσικα λευκό πρόσωπό της.

***

    Η Γκιούλι είχε δει πολλά πράγματα και πλάσματα στη ζωή της, που άλλοι δε θα πιστευαν καν ότι υπάρχουν. Το μαγικό της μάτι – και πολλές φορές σε συνεργασία με το αντίστοιχο της Φαλάκ – της είχε αποκαλύψει έναν ολόκληρο κόσμο που υπήρχε πίσω από την πραγματικότητά της· ή, πιο σωστά, παράλληλα με αυτήν. Στα σαράντα της χρόνια, δεν υπήρχαν πια πολλά που μπορούσαν να την εκπλήξουν.
    Κι όμως τώρα, έβλεπε το χέρι της αδελφικής της φίλης να γράφει με κάρβουνο πάνω σε έναν σοβατισμένο τοίχο, ενός σπιτιού στους πρόποδες ενός λόφου, στα βόρεια ενός χωριού, στις όχθες μιας λίμνης, στο εσωτερικό της τσαγιέρας πάνω στο τραπεζάκι του δωματίου της, σε ένα πανδοχείο της πρωτεύουσας.

Είμαι καλά. Όλα είναι απίστευτα εδώ μέσα. Δεν υπάρχουν λόγια να τα περιγράψω
,

έγραφε η Φαλάκ και κοιτούσε συχνά έξω από το παράθυρο του λουτρού, για να δείξει στην Γκιούλι όσα δε θα πίστευε ποτέ αν δεν τα έβλεπε· και ίσως, σκέφτηκε η Γκιούλι, ίσως όχι, ακόμα και τότε.
    Κι όμως, ήταν όλα εκεί. Το μυθικό εσωτερικό φίλτρο από γαλάζιο νεφρίτη, τέλεια σκαλισμένο στο χέρι για να θυμίζει πλέγμα από σύννεφα και ουράνιες φλόγες, λαμποκοπούσε σαν καλοκαιρινός ουρανός. Και τα φύλλα που ξεχείλιζαν από μέσα του – αυτά τα ακόμα πιο σπάνια, σκούρα και μακρόστενα φύλλα


Αυτά είναι φύλλα Ντα Χονγκ Πάο, έγραψε και η Γκιούλι – με τρεμάμενο χέρι – με την πένα της πάνω σε ένα καθαρό φύλλο χαρτί. Έτσι δεν είναι; Τα αρχαία φύλλα, από τους αυθεντικούς θάμνους. Ακόμα και από τόσο μακριά, βλέπω το χαρακτηριστικό ζάρωμά τους, αφότου έχουν μουλιάσει σε ζεστό νερό. Το δείχνουν ξεκάθαρα όλα τα σχετικά βιβλία. Το βλέπω ξεκάθαρα με τα μάτια μου. Αυτά δεν είναι;

Όλα εδώ μυρίζουν ορχιδέες, απάντησε η Φαλάκ – που έβλεπε κι εκείνη μέσα από το μάτι της φίλης της. Αυτό είναι το τελευταίο αυθεντικό Ντα Χονγκ Πάο που έφτιαξε ο Μάτου σε αυτήν την τσαγιέρα. Η λίμνη είναι τσάι, Γκιούλι. Τσάι. Το χωράει ο νους σου;

Φαλάκ, έγραψε και πήρε μερικές ανάσες, προσπαθώντας να σταματήσει το τρέμουλο στο χέρι της. Βλέπω ένα λευκό χωριό με πήλινες στέγες, δίπλα σε μια ροδακινένια λίμνη που μυρίζει ορχιδέες. Βλέπω την Ευχή του Πολεμιστή· το Όνειρο του Τσανγιόλ. Πώς γίνεται να βλέπω το Όνειρο του Τσανγιόλ;

Από την πρώτη στιγμή που έφτασα εδώ μέσα και το μυαλό μου συνέδεσε την εικόνα μπροστά μου με όσα ήξερα... νόμιζα πως έχω παραισθήσεις στην αρχή. Αλλά, έτσι δεν είναι; Το βλέπεις κι εσύ, δεν έχω τρελαθεί.

Το βλέπω. Αλλά πώς;

Δεν ξέρω.


Ο Τσανγιόλ περιέγραψε αυτό το μέρος πριν πεθάνει, μόνο ως αποκύημα της φαντασίας του. Και, σύμφωνα με τον Ρέο, η τσαγιέρα και ο κόσμος της φτιάχτηκαν δυο αιώνες πριν τον θάνατό του. Πώς γίνεται αυτό;

Δεν ξέρω
, έγραψε πάλι η Φαλάκ και άρχισε να τρέμει και το δικό της χέρι. Ακόμα προσπαθώ να συνειδητοποιήσω ότι είμαι εδώ μέσα. Έχω λίγη ζαλάδα ακόμα. Κάποιες σκέψεις μπαίνουν σε σειρά κι άλλες μου ξεφεύγουν. Είναι κάπως μπερδεμένα ακόμα μέσα στο κεφάλι μου. Αλλά γενικά είμαι καλά.

Είσαι σίγουρη;

Είμαι ασφαλής. Δεν κινδυνεύω με τον Ρέο και την Κλέουσα.

Ποια Κλέουσα;


Θα σου πω μόλις γυρίσω, έγραψε η Φαλάκ και κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο, τις πήλινες στέγες που ψήνονταν κάτω από το λαμπερό φως και τη λίμνη που γυάλιζε σαν πετράδι. Η όρασή της θόλωσε από δάκρυα. Είναι τόσο γαλήνια εδώ. Όλα τα νιώθω μπερδεμένα εκτός από αυτό. Εδώ είναι το όνειρο, στ’αλήθεια.

Η Γκιούλι πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να γράφει.

Φαλάκ, ίσως ο Μάτου είχε ακούσει αυτά τα λόγια του Τσανγιόλ από κάποιον. Και συγκινήθηκε κι αυτός και άλλαξε τη μορφή του αρχικού κόσμου της τσαγιέρας σύμφωνα με αυτά.

Δε μπορώ καν να φανταστώ, τι είδους πανίσχυρη μαγεία χρειάστηκε για να φτιαχτεί η τσαγιέρα και ο κόσμος της εξαρχής. Δεν είναι ένα απλό δωμάτιο που του αλλάζεις διακόσμηση όποτε θες. Αλλά, ίσως και να έγινε κάτι τέτοιο. Θα ρωτήσω τον Ρέο.


    Η Γκιούλι σήκωσε το δικό της βλέμμα από το χαρτί και κοίταξε έξω από το δικό της παράθυρο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από ανθρώπους και άμαξες – και τα μικρά, μηχανικά τροχήλατα που είχαν παρουσιαστεί στην προπέρσινη Έκθεση και ήδη παράγονταν κατά δεκάδες για το ευρύ κοινό.
    Κοντά στο πανδοχείο, ένας ταχυδακτυλουργός είχε στήσει τη μικρή εξέδρα του. Τον άκουγε που φώναζε “Τώρα με βλέπετε... τώρα όχι! Είναι σαν να μην υπάρχω· κι όμως, είμαι ακόμα εδώ, μπροστά σας!”
    Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Το δικό της σώμα δεν είχε μπλέξει στην πρωτόγνωρη, χαώδη διαδρομή από το δωμάτιό τους στην τσαγιέρα. Το δικό της μυαλό δεν είχε ζαλιστεί, οι δικές της σκέψεις δεν είχαν μπερδευτεί από την πρωτόγνωρη μαγεία του μαντεμένιου αντικειμένου και του δαίμονα. Ήταν ακόμα καλά ριζωμένες στη δική της πραγματικότητα, όσο αληθινά κι αν ήταν όσα αντίκρυζε μέσα από τη Φαλάκ· ήταν ακόμα καλά πλεγμένες μεταξύ τους και έμπαιναν σε σειρά πολύ πιο εύκολα.

Φαλάκ;
 
Τι;

Χρειάζεται να συγκεντρωθείς λίγο.

Θα προσπαθήσω.

Λοιπόν. Όπως κι αν έγιναν τα πράγματα με την τσαγιέρα, ξέρεις τι σημαίνει αυτό, σωστά; Δηλαδή, δε μπορούμε να είμαστε σίγουρες. Αλλά βλέπω την Ευχή του Πολεμιστή μπροστά στα μάτια μου. Και δε βρέθηκε ποτέ το πτώμα του Μάτου. Και ο Μάτου δεν ήθελε στα αλήθεια να σκοτώσει τον Τσανγιόλ αλλά αναγκάστηκε. Και εσύ είσαι τώρα εκεί μέσα. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;


    Μετά από λίγο, η Φαλάκ άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα του λουτρού.
«Όλα καλά;» ρώτησε ο Ρέο. «Καθάρισα τα μεσοφόρια και τα ρούχα σου, θα τα αφήσω εδώ απ’έξω.»
«Μπορείς να μπεις.»
«Σε διαβεβαιώ πως δεν έχω καμία ανθρώπινη αντίδραση στο γυμνό σώμα, μα δε χρειάζεται να-»
«-μπες» του είπε, δυνατά και αυστηρά.
Ο δαίμονας άνοιξε αργά την πόρτα και τρύπωσε το κεφάλι του.
«Χρειάζεσαι βοήθεια να σηκωθείς από τον λουτήρα;» είπε διστακτικά. «Να πω στην Κλέουσα να σερβίρει το τσάι;»
   
    Είδε τη Φαλάκ, καθισμένη στο πάτωμα, γερμένη σε έναν από τους τοίχους του δωματίου, τυλιγμένη με ένα μεγάλο, λινό ύφασμα που της είχαν αφήσει για να σκουπιστεί. Τα μακριά μαλλιά της έσταζαν πάνω στο καιρισμένο ξύλο του πατώματος. Ο τοίχος ήταν γεμάτος λέξεις, γραμμένες με κάρβουνο.
«Α. Βλέπω, επικοινώνησες με την αγαπητή Γκιούλι. Είναι καλά; Ηρέμησε τώρα που ξέρει ότι είσαι εσύ καλά;»
«Ο Μάτου και ο Τσανγιόλ είναι εδώ μέσα;»
«Παρακαλώ;»
«Ο Μέγας Μάτου και ο Τσόι Τσανγιόλ είναι εδώ μέσα. Ζωντανοί. Έτσι δεν είναι;»
Έμεινε για λίγες στιγμές ακίνητος, σα να είχε παγώσει. Και ύστερα, τα φρύδια του ανασηκώθηκαν αργά και τα μάτια του ανοιγόκλεισαν νευρικά.
«Πώς είπατε;» ψέλλισε.
«Ω θεέ μου, τους έχεις εδώ μέσα ζωντανούς και φυλακισμένους...» μουρμούρισε η Φαλάκ και χτύπησε το μέτωπό της με την άκρη του λειψού της χεριού.
    Ο Ρέο μπήκε στο λουτρό και την πλησίασε. Έκατσε δίπλα της και αναστέναξε.
«Δεν έχω ιδέα πώς ξέρεις εσύ τον Τσανγιόλ και πώς έφτασες σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, αλλά-»
«-ήταν ο πιο γνωστός πολεμιστής της εποχής του, Ρέο! Όλοι τον ξέρουν στον κόσμο μου, ακόμα και σήμερα! Και όλοι ξέρουν ότι ήταν στο σπίτι του Μάτου πριν εξαφανιστεί! Και όλοι ξέρουν ότι δε βρέθηκε ποτέ το πτώμα του Μάτου!»
«Σε διαβεβαιώ ότι τα πράγματα δεν είναι-»
«-η Γκιούλι είχε δίκιο. Είχε δίκιο, θεέ μου, κι εγώ η ηλίθια σε πίστεψα και νόμιζα πως είχα κάποια περίεργη πρόσβαση στην αλήθεια όσων έλεγες...»
«Φαλάκ, ηρέμησε» της είπε χαμηλόφωνα.
«Θα με κρατήσεις κι εμένα εδώ μέσα;»
«Ξέρεις για τον κόσμο μου Φαλάκ. Ξέρεις ότι μια ζωντανή δεν έχει καμία χρησιμότητα για έναν δαίμονα.»
«Μπορεί να θες να με σκοτώσεις.»
«Ακούς τι λες; Ένας δαίμονας δε μπορεί να σκοτώσει κανέναν.»
«Όχι άμεσα, αλλά έμμεσα και-»
«-Φαλάκ» την έπιασε από τους ώμους και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. «Δε θέλω να σε σκοτώσω. Δε θέλω να μείνεις φυλακισμένη εδώ μέσα. Σε έφερα μόνο για μια επίσκεψη στον κόσμο μου. Είχα να δω κάποιον ζωντανό για έναν αιώνα. Μου κάνατε εντύπωση με τα Αληθινόματά σας και ήθελα απλά να σας πείσω να με πάρετε από εκείνο το ερείπιο και να βρεθώ πάλι ανάμεσα στους ανθρώπους. Και μετά, ήθελα απλά να περηφανευτώ για όσα φτιάξαμε εδώ μέσα και να σας πείσω να μην ξανακλείσετε την τσαγιέρα σε κάποιο σκοτεινό, ξεχασμένο ντουλάπι.»
Έμοιαζε πάλι με τρομαγμένο ζώο μπροστά του.
«Ακούς τι σου λέω;» της είπε και απομάκρυνε τα χέρια του από τους ώμους της.
«Είσαι ένας δαίμονας τεσσάρων χιλιάδων ετών» μαζεύτηκε εκείνη στη θέση της και ύστερα σύρθηκε μακριά του. «Πώς φαντάστηκα, έστω για μια στιγμή, ότι μπορούσα να σε εμπιστευτώ και να συμφωνήσω οτιδήποτε μαζί σου, ως ίση προς ίσο; Πώς φαντάστηκα, θεέ μου, ότι κατάφερα ακόμα και να σε ξεγελάσω να μου χρωστάς χάρη;» κάγχασε φοβισμένη η Φαλάκ.
«Αν θες, μπορείς να φύγεις τώρα. Στ’ορκίζομαι. Φόρα τα ρούχα σου και πάμε» της απάντησε και σηκώθηκε.
Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή.
«Τους έχεις εδώ μέσα ζωντανούς. Έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε πάλι τελικά.
Εκείνος την κοίταξε θλιμμένα και αναστέναξε πάλι.
«Κλέουσα!» φώναξε ξαφνικά, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της. «Παράτα το τσάι και πήγαινε στο υπόγειο! Θα χρειαστούμε τουλάχιστον ένα μπουκάλι από το καλό μπράντυ!»


συνεχίζεται

Artwork: Shiihashi Kazuko - Orchid (natural, mineral pigments on Japanese, handmade paper spread on wood panels)

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση