Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 6

 


    «Α! Το θυμάμαι αυτό το όμορφο, πορφυρό μεταξωτό φόρεμα!» αναφώνησε ο Ρέο, βγαίνοντας από την τσαγιέρα του δυο μέρες μετά και βλέποντας τη Φαλάκ να τον περιμένει. «Το φορούσες και προχθές το βράδυ, όταν γνωριστήκαμε. Φαίνεται μετάξι εξαιρετικής ποιότητας.»
«Ναι» κοιτάχτηκε εκείνη αμήχανα. «Το κληρονόμησα από τη γιαγιά μου κι εκείνη από τη μητέρα της. Θεώρησα ότι δεν είναι κακή επιλογή· ίσως να κουβαλάει λίγη από την τύχη που μας έφερε κοντά.»
«Το καλό που του θέλω» μουρμούρησε η Γκιούλι, μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι της φίλης της. «Ξέρεις πόσα πληρώσαμε για να μας καθαρίσουν ένα τέτοιο κειμήλιο; Ξέρεις πόσο ακριβή έχει γίνει η πρωτεύουσα;»
«Πολύ φοβάμαι, αγαπητή μου, πως ούτε ξέρω ούτε με ενδιαφέρει. Είσαι σίγουρη ότι εσύ δε θέλεις να έρθεις στην τσαγιέρα μου; Έχεις ιδέα τι καταπληκτική εμπειρία θα χάσεις;»
«Πολύ φοβάμαι, αγαπητέ μου, ότι ούτε έχω ιδέα ούτε με ενδιαφέρει» απάντησε εκείνη κοροϊδευτικά. «Άλλωστε, κάποιος πρέπει να μείνει εδώ· να προσέχει μη μπει κανείς να καθαρίσει το δωμάτιο νομίζοντας ότι λείπουμε· και να περιμένει απάντηση από τον κύριο Κιαμπάνγκ.»
«Κιαμπάνγκ;»
«Για έναν συνεργάτη μας λέει.»
«Πιθανό συνεργάτη μας» τη διόρθωσε η Γκιούλι. «Που αν στείλει επιστολή για συνεργασία τελικά και δε λάβει άμεσα απάντηση-»
«-δε θα λείψουμε παρά μόνο για μερικές ώρες!»
«Δεν έχουμε ιδέα για πόσο θα λείπαμε στ’αλήθεια, αν ερχόμουν κι εγώ μαζί σας» είπε η Γκιούλι, κοιτώντας τον Ρέο ακόμα με υποψία. «Ακόμα χειρότερα, φαντάζεσαι να έρθει ο άνθρωπος εδώ, στο πανδοχείο, να μας δώσει την απάντησή του αυτοπροσώπως!;»
«Απολύτως απίθανο.»
«Όπως και να ‘χει, κάποια πρέπει να μείνει εδώ. Αν κινδυνεύσεις-»
«-μα δε θα κινδυνεύσει!» διαμαρτυρήθηκε ο Ρέο.
«Άγνωστος δαίμονας!» φώναξε η Γκιούλι. «Άγνωστο μαγικό αντικείμενο! Άσχετη γυναίκα» έδειξε τη Φαλάκ «που νομίζει πως όλα είναι καταπληκτικά!»
«Αν θυμάμαι καλά, εσύ είχες πει στον κύριο Κιαμπάνγκ ότι όλα είναι καταπληκτικά.»
«Μιλούσα για τη δουλειά σου, όχι για-ωωω, σταμάτα επιτέλους και τελείωνε με αυτή την επίσκεψη, να πάμε σπίτι μας.»
«Σπίτι σας; Α, ναι βέβαια, δε μένετε στην πρωτεύουσα!» ο Ρέο χτύπησε μερικά κοφτά, ενθουσιώδη παλαμάκια. «Θα ταξιδέψω κιόλας, μετά από τόσον καιρό! Για πείτε, αγαπητή Φαλάκ, μένετε μακριά;»
«Α, ναι· ξέχασα πως μάλλον θα τον πάρουμε μαζί μας» μονολόγησε η Γκιούλι.
«Μάλλον;» η Φαλάκ ανασήκωσε το φρύδι της. «Να αφήσω τη θρυλική Μαντεμένια Τσαγιέρα του Μάτου στη μοίρα της; Ο πατέρας μου θα επέστρεφε από την αιώνια ανυπαρξία και θα με στοίχειωνε μέχρι να πεθάνω!»
«Νομίζω, η θρυλική Μαντεμένια Τσαγιέρα θα ήταν καλύτερα στα χέρια κάποιου ή κάποιας με μαγεία.»
«Διαφωνώ οριζοντίως και καθέτως» είπε ο Ρέο.
«Διαφώνησε και διαγωνίως και περιμετρικώς» ανταπάντησε η Γκιούλι. «Δεν αλλάζει το γεγονός ότι κάποιος ή κάποια με μαγεία, θα μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα όλο... αυτό» κούνησε το χέρι της στο αέρα, δείχνοντάς τον ολόκληρο.
«Γκιούλι» η Φαλάκ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μιλάμε για το διασημότερο μαγικό αντικείμενο της χώρας. Κι αν υπάρχει κάποια που να εκτιμά και να χειρίζεται μαγικά αντικείμενα όπως τους αξίζει, αυτή είμαι εγώ – ακόμα κι αν δεν έχω δική μου μαγεία. Σωστά; Αν δεν το πιστεύεις αυτό, τότε περάσαμε δυο ώρες και πληρώσαμε ένα πανάκριβο πλήρες γεύμα για τρία άτομα, με δυο ορεκτικά και τρία κυρίως πιάτα, γλυκό, φρούτο και ποτό, για να αραδιάσουμε στον κύριο Κιαμπάνγκ ένα σωρό αρλούμπες για τις ικανότητές μου.»
«Και βέβαια το πιστεύω αυτό και το ξέρεις» η έκφραση της Γκιούλι μαλάκωσε.
«Το ξέρω» είπε ήρεμα η Φαλάκ. «Πάμε;» γύρισε στον δαίμονα.
«Είσαι έτοιμη;» την κοίταξε εκείνος σοβαρά.
«Πώς να είναι έτοιμη;» τον ρώτησε η Γκιούλι. «Δε μας έχεις πει τι πρόκειται να της κάνεις για να καταφέρει να χωρέσει εκεί μέσα.»
«Θες να σου πω;» δεν πήρε το βλέμμα του από τη Φαλάκ.
Εκείνη το σκέφτηκε για λίγο. «Όχι» είπε τελικά. «Κάνε ό,τι είναι να κάνεις πριν αλλάξω γνώμη.»
Η Γκιούλι ανασηκώθηκε για να διαμαρτυρηθεί κι άλλο – περισσότερο από άγχος παρά γιατί είχε κάτι ουσιαστικό να πει. Όμως δεν πρόλαβε.
    Ο Ρέο αγκάλιασε ξαφνικά τη Φαλάκ. Η μορφή της φάνηκε να θολώνει καθώς τα αιθέρια ρούχα του τυλίχτηκαν γύρω της αργά.
Μέχρι που άρχισαν να τη σφίγγουν.
Η Γκιούλι είδε τη φίλη της να ανοίγει διάπλατα τα μάτια της και να αγγίζει το λαιμό της, σα να πνιγόταν.
«Ρέο, σταμάτα» είπε χαμηλόφωνα, παγωμένη από το θέαμα.
Τα ρούχα και το σώμα του δαίμονα συνέχισαν να σφίγγουν και να σφίγγουν τη Φαλάκ κι εκείνη συνέχισε να παλεύει και να τινάζεται, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Έμοιαζαν και οι δυο τους να ζαρώνουν και να διαστρεβλώνονται – και να μικραίνουν;
«Ρέο, σταμάτα!» φώναξε η Γκιούλι.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έτρεξε καταπάνω τους.
Κατέληξε να χτυπήσει με ορμή στο μικρό τραπέζι του δωματίου, πάνω στο οποίο ήταν η τσαγιέρα.
Ο Ρέο και η Φαλάκ είχαν εξαφανιστεί.

***

    Σε αυτό το σημείο, νιώθω πως πρέπει να κάνουμε ένα σύντομο διάλειμμα (συντομότατο, το ορκίζομαι) και να συζητήσουμε ένα σοβαρό θέμα.
    Ο μόνος λόγος, που όλη αυτή η κατάσταση δε θα καταλήξει στον βασανιστικό θάνατο της Αληθινόματης Φαλάκ από στραγγαλισμό (μαγικό και εντυπωσιακό θάνατο και από τα χέρια του, ούτε καν αναγνωρισμένου ανεπίσημα αλλά ομολογουμένως, ισχυρότερου δαίμονα – αλλά και πάλι, θάνατο) είναι η τύχη.
Ναι, ναι, αγαπητές και αγαπητοί. Η τύχη.
Μα όχι! θα σκεφτείτε. Αφού, με κάποιον περίεργο και επίσης μαγικό τρόπο – ή ίσως κάποιο παιχνίδι της μοίρας – η ίδια γνώριζε πως ο Ρέο της έλεγε την αλήθεια! Δε θα της έκανε κακό! Δε θα πέθαινε κατά τη μεταφορά της μέσα στην τσαγιέρα!
    Σωστά θα το σκεφτείτε. Εσείς. Από την ασφάλεια του σπιτιού σας ή όπου άλλου βρίσκεστε και διαβάζετε το παρόν. Με την ασφάλεια που σας προσφέρει η ιδιότητα του αναγνώστη και η μορφή αυτής της ιστορίας, που ξεδιπλώνει παράλληλα τις οπτικές και τις σκέψεις πολλών πρωταγωνιστών.
    Εσείς ξέρετε ότι ο Ρέο απεχθάνεται τα απροκάλυπτα ψέμματα. Εσείς ξέρετε πια, ότι κάτι περίεργο και μοιραίο συμβαίνει μεταξύ της Φαλάκ και του Τσανγιόλ και όλων των υπολοίπων που έχουν εμφανιστεί μέχρι τώρα στις σελίδες που γυρίζουν μπροστά σας (ή από κάτω σας αν διαβάζετε μπρούμυτα – καθόλου βολικό για παρατεταμένη ανάγνωση· ή από πάνω σας, αν διαβάζετε τελείως ξαπλωμένοι – εσάς δε θέλω καν να σας ξέρω και δεν έχω ιδέα πώς στο καλό πορεύεστε στη ζωή με τέτοιες προτιμήσεις). Και έχετε συμπεράνει, ελπίζω, πως κι άλλα περίεργα και μοιραία πρόκειται να συμβούν· τίποτε απ’όσα έχουν γραφτεί μέχρι τώρα, δε σας έχει προϊδεάσει για κάποιο άμεσα επερχόμενο τέλος της ιστορίας.
    Η Φαλάκ όμως, δεν τα ξέρει όλα αυτά. Εννοώ, στ’αλήθεια, δεν τα ξέρει. Η αίσθησή της πως ξέρει ότι ο Ρέο δεν της λέει ψέμματα, θα μπορούσε να είναι η δική του δαιμόνική επίδραση πάνω στο θνητό της μυαλό. Η διαίσθησή της πως κάτι περίεργο συνέβη με το πορτραίτο του νεκρού Τσανγιόλ και ότι έπρεπε να κυνηγήσει περισσότερο το θέμα της εξαφάνισης ενός προ πολλού νεκρού, θα μπορούσε να είναι απλά μια λανθασμένη εντύπωση, όπως τόσες και τόσες ανθρώπινες, λανθασμένες εντυπώσεις. Η διαίσθησή της ότι θα επιβιώσει ενός μαγικού ταξιδιού από τον κόσμο της μέσα σε μία τσαγιέρα, θα μπορούσε να είναι απλά μια έντονη, ψεύτικη ελπίδα, όπως τόσες και τόσες ανθρώπινες, έντονες και ψεύτικες ελπίδες.
    Αυτό που θέλω να πω είναι: ακόμα κι αν είστε έμπειροι με τον κόσμο πίσω από τον κόσμο, ακόμα κι αν έχετε δικά σας Αληθινόματα που σας βοηθούν να βλέπετε όσα δε βλέπουν οι άλλοι, αν είσασταν εσείς μέσα σε αυτό το δωμάτιο και έπρεπε να αποφασίσετε αν θα υποστείτε ένα τέτοιο βασανιστήριο – έστω και σύντομο – βασίζοντας την απόφασή σας σε μια σειρά διαισθήσεων που δε σας είχαν ξανατύχει ποτέ πριν... θα είσασταν η Φαλάκ ή η Γκιούλι;

Απλά λέω. Καλές και χρήσιμες οι διαισθήσεις. Αλλά λαμβάνουν αυτούς τους χαρακτηρισμούς μόνο αν, με τη ‘βοήθεια’ της τύχης, αποδειχθούν αληθινές.

Γενικά, αν σας τύχει κατάσταση με άγνωστό σας και τετράκις χιλιόχρονο δαίμονα, να το ξέρετε αυτό.

***

    Θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι η Φαλάκ να ξεστομίσει, σε άλλον άνθρωπο ή πλάσμα οποιουδήποτε είδους, αυτό που έζησε κατά το πέρασμά της στην Τσαγιέρα. Μόλις εβδομήντα δύο δευτερόλεπτα· αλλά εβδομήντα δύο δευτερόλεπτα καθαρού τρόμου και αβάσταχτης απελπισίας.
    Ακόμα κι όταν θα μιλούσε επιτέλους σε κάποιον γι’αυτήν την εμπειρία, όλες οι λέξεις σε όλες τις γλώσσες που ήξερε, θα ήταν τόσο λίγες για να περιγράψουν τις πενήντα εννέα στιγμές κλειστοφοβίας, αναπόφευκτου πνιγμού, επερχόμενου θανάτου, πλήρους άρνησης και σιωπηλής μετάνοιας, καθώς η μορφή του Ρέο απλωνόταν και διαστρεβλωνόταν γύρω της, σαν ημιδιάφανο φέρετρο. Μέχρι που όλα σκοτείνιασαν. Κι όταν, επιτέλους, ήρθε η πολυπόθητη αποδοχή της βλακείας που είχε κάνει και του αιώνιου κενού που την περίμενε... ήρθαν τα υπόλοιπα δεκατρία δευτερόλεπτα. Στο πρώτο από τα οποία κατάφερε να πάρει μια κλεφτή ανάσα, πριν συνειδητοποιήσει το υγρό έδαφος που έκλεινε γύρω της και απειλούσε να την πνίξει εκ νέου. Το παγωμένο – και αρωματισμένο; – χώμα γέμισε το στόμα της κατά την εισπνοή· μπούκωσε και βράχνιασε το ουρλιαχτό της κατά την εκπνοή. Και αμέσως μετά, δυο στιβαρά χέρια την έπιασαν από τις μασχάλες και την τράβηξαν με δύναμη προς τα πάνω.
    Όταν βγήκε από το έδαφος – όταν την έβγαλε ο Ρέο δηλαδή – έμεινε ξαπλωμένη και χωμένη στην αγκαλιά του σα μικρό παιδί, για πάνω από μία ώρα. Το ξύλινο, αριστερό της χέρι είχε ραγίσει κατά το υπερφυσικό πέρασμα και κάποια εσωτερικά του γρανάζια είχαν φύγει από τη θέση τους· το ξύλινο, δεξί της πόδι φαινόταν μια χαρά, αλλά μία από τις ζώνες που το κρατούσαν στερεωμένο είχε σκιστεί – και αν σηκωνόταν να περπατήσει, δε θα μπορούσε να στηρίξει το βάρος της για πολύ.
    Πρώτα έκλαψε με λυγμούς· μετά τον χτύπησε με την καλή της μπουνιά στο στήθος και τον χαστούκισε επανειλημμένα· στο τέλος έκατσε ακίνητη, ανήμπορη ακόμα και για την πιο απλή σκέψη ή κίνηση.
«Θέλω να φύγω» ψιθύρισε τελικά.
«Μα μόλις ήρθες» της απάντησε εκείνος συμπονετικά.
Τινάχτηκε μακριά του και τον κοίταξε οργισμένη.
«Θα είναι το ίδιο όταν επιστρέψω!;» φώναξε.
«Όχι.»
Αναστέναξε ανακουφισμένη.
«Τότε θέλω να φύγω. Τώρα» είπε πάλι και κατέρρευσε πάλι επάνω του.
«Θα ήθελες να ρίξεις μια ματιά πρώτα;»
«Δεν πάω πουθενά.»
«Δε χρειάζεται να πας πουθενά» ψιθύρισε εκείνος τώρα και γύρισε απαλά το πρόσωπό της προς τ’αριστερά. «Απλά... μια ματιά.»
Κι εκείνη του έκανε τη χάρη. Σκούπισε τη λάσπη από τα βλέφαρά της, σήκωσε το βλέμμα της· και έριξε μια ματιά.
    Βρίσκονταν στην κορυφή ενός ψηλού λόφου, γεμάτου θάμνους και λουλούδια. Το πρωινό φως έπεφτε ζεστό παντού – από πού έρχεται τόσο φως; αναρωτήθηκε για μια στιγμή η Φαλάκ. Στους πρόποδες απλωνόταν ένα μεγάλο χωριό, με λευκά σοβατισμένα σπίτια και πήλινες στέγες, δίπλα σε μια ακόμα πιο μεγάλη λίμνη, με έντονο ροδακινένιο χρώμα. Στο κέντρο της λίμνης, ένας μοναχικός, πανύψηλος πύργος υψωνόταν σε ένα απίστευτο ύψος, με την κορυφή του να χάνεται μέσα σε μια τεράστια, πλεχτή κατασκευή από γαλάζιο νεφρίτη, ξεχειλισμένη από υπερμεγέθη, μακρόστενα φύλλα. Το χρώμα του νεφρίτη έλαμπε σαν καθαρός, καλοκαιρινός ουρανός.
    Στην άλλη πλευρά της λίμνης, αχνοφαινόταν ένα σκούρο δάσος· σε άλλα σημεία στις όχθες της, μπορούσε να διακρίνει κι άλλα σπίτια, σκόρπια ή συγκεντρωμένα σε μικρούς οικισμούς. Ένας υπέροχος άνεμος φυσούσε αργά ολόγυρά τους, γεμίζοντας τα ρουθούνια της φρέσκιες ορχιδέες.
«Δεν... δεν...» κατάφερε να ψελλίσει.
Ο Ρέο χαμογέλασε ικανοποιημένος από την απολύτως έκπληκτη έκφρασή της.
«Καλωσήρθες στο όνειρο» της είπε χαμηλόφωνα. «Θες ακόμα να φύγεις;»
«Δεν... δε μπορώ να περπατήσω...» απάντησε εκείνη τελικά, με τις λέξεις της να βγαίνουν λίγο αλλοιωμένες από το στόμα της που έχασκε. «Το πόδι μου, νομίζω έχει σπάσει η ζώνη...» αναστέναξε. «Και το χέρι μου. Και το μπαστούνι μου... πού είναι το μπαστούνι μου...;»
«Ίσως να έσπασε κατά τη μεταφορά» παραδέχτηκε εκείνος. «Ή έμεινε μέσα στο έδαφος, εδώ πέρα. Δεν είμαι και πολύ έμπειρος στο να μεταφέρω άψυχα αντικείμενα· να σου πω την αλήθεια, δεν ήμουν καθόλου σίγουρος και για τα ξύλινα άκρα σου.»
«Δε θυμάμαι να μου το είπες αυτό από πριν» μουρμούρισε μηχανικά η Φαλάκ, κοιτώντας ακόμα σα χαμένη το θέαμα που ξεδιπλωνόταν μπροστά της.
«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα» τη διαβεβαίωσε, κάπως αγχωμένα. «Θα δούμε τι θα κάνουμε· θα βρούμε τρόπο να ευχαριστηθείς την επίσκεψή σου» έμεινε σκεπτικός για λίγο. «Ίσως έχουμε και τρόπο να διορθώσουμε τα άκρα σου και να φτιάξουμε καινούριο μπαστούνι.»
    Ήταν αυτές οι τελευταίες λέξεις, που βοήθησαν τη Φαλάκ να βάλει, για λίγο, σε μια σειρά τις σκέψεις της. Γύρισε και τον κοίταξε μπερδεμένη.
«Τι εννοείς, έχετε τρόπο να φτιάξετε τα άκρα μου και μπαστούνι; Εδώ μέσα έχεις μόνο τις συνειδήσεις πεθαμένων.»
Εκείνος την κοίταξε επίσης μπερδεμένος.
«Αγαπητή μου... ποιος ο λόγος να δεχτώ την προσφορά του Μάτου και να φτιάξουμε έναν ολόκληρο κόσμο έξω από τη δική μου συνείδηση, αν ήταν μόνο να περιφέρονται οι πεθαμένοι, ανίκανοι να κάνουν οτιδήποτε; Τι νομίζεις ότι είναι όλα αυτά;» έδειξε γύρω τους. «Άχρηστα διακοσμητικά;»
«Δεν... δεν ξέρω τι βλέπω. Δεν καταλαβαίνω τι μου λες» εκείνη γύρισε πάλι το βλέμμα της μακριά του. «Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται...»
«Νομίζω πως χρειάζεσαι ένα ζεστό μπάνιο κι ένα ζεστό τσάι» της είπε αποφασιστικά και τη σήκωσε στα χέρια του με ευκολία.
«Πρέπει να ειδοποιήσω τη Γκιούλι ότι είμαι καλά» είπε εκείνη, ακόμα χαμένη σε όσα της συνέβαιναν· και ετοιμάστηκε να ανοίξει το μαγικό της μάτι.
«Βέβαια· αλλά μόλις ηρεμήσεις λίγο. Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να χρησιμοποιήσεις το Αληθινόματό σου όταν είσαι τόσο αναστατωμένη. Μόλις βρεθούμε σε ασφαλές μέρος, μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί της. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι» είπε εκείνη χαμηλόφωνα και έγυρε ξανά πάνω του, ανήμπορη να διαχειριστεί ακόμα όλα όσα ζούσε.

***

    Ο καλικάντζαρος Οφν άνοιξε με δύναμη την πόρτα και μπήκε χοροπηδηχτά στο μισοσκότεινο δωμάτιο.
Ο Μάτου καθόταν, ως συνήθως, δίπλα στο θεόστενο παράθυρο, που προσέφερε ελάχιστο, χλωμό, γαλάζιο φως στον χώρο.
«Ακόμα δεν κοιμήθηκες;» ρώτησε ο Οφν. «Κοντεύει μεσημέρι και ήσουν έξω όλη τη νύχτα.»
«Τώρα που ξύπνησε πάλι ο Τσανγιόλ, μου λείπει η μέρα.»
«Πφφφ, κάθε φορά που ξυπνάει, έχουμε τα ίδια. Αν δεν τα’χες κάνει ρημάδια, δε θα σου έλειπε τίποτα.»
Ο Μάτου γύρισε και τον κοίταξε με την άκρη του ματιού του. «Δε βαρέθηκες να με προκαλείς κάθε φορά;»
Ο Οφν γύρισε και τον κοίταξε ευθέως. «Δε βαρέθηκες να παραπονιέσαι κάθε φορά; Άλλος είναι που υποφέρει, ξέρεις.»
«Ξέρω.»
«Ναι, όλα τα ξέρεις. Να βρεις λύση δεν ξέρεις.»
«Νόμιζα ότι, μετά από έναν αιώνα, θα ήταν πια ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει λύση.»
«Κι εγώ νόμιζα ότι, μετά από τόσον καιρό, θα σου ήταν πια ξεκάθαρο πόσο αδιάφοροι μού είναι οι χρόνοι και τα μετρήματά σας. Τι σημαίνει έναν αιώνα; Τι σημαίνει ο οποιοσδήποτε χρόνος, όταν κάποιος υποφέρει;»
Ο Μάτου ξεφύσηξε εκνευρισμένα. «Η ουσία είναι ότι δεν υπάρχει λύση.»
«Μάτου» είπε αυστηρά ο Οφν. «Μην κοιτάς που είμαι φυλακισμένος εδώ μέσα και δε μπορώ να μιλήσω σε άλλους.»
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς» απάντησε ο μάγος.
«Χα! Δεν καταλαβαίνει ο γερο-μπισμπίκης!» διαμαρτυρήθηκε ο καλικάντζαρος και έφυγε χοροπηδώντας από το δωμάτιο.

συνεχίζεται

Artwork: Dokkaebi (or Tokkaebi, also known as Korean Goblin) patterned tiles from Oe-ri, Byueo, dating back to the Baekje period

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση