Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 2

     

 

    «Κάπου και κάποτε... με περιμένει ένα χωριό. Ένα ελεύθερο χωριό με πήλινες στέγες. Δίπλα σε μια ροδακινένια λίμνη που θα μυρίζει ορχιδέες και θα στάζει γλυκιά στο ποτήρι μου. Εκεί και τότε μόνο...εκεί και τότε μόνο, θα κοιτάζω το στομωμένο μου σπαθί και κάτω από τον χρυσό ήλιο και τον γαλάζιο ουρανό... θα βρω τη γαλήνη που δεν ελπίζω ούτε στον θάνατό μου.»
Ο μάγος Μάτου γύρισε έκπληκτος και κοίταξε τον καλεσμένο του, που μόλις είχε πιει μια γουλιά από το Ντα Χονγκ Πάο.
«Τσανγιόλ...» ψέλλισε, σχεδόν έντρομος ξαφνικά. «Τι... τι όμορφα λόγια. Είναι κάποιο ποίημα;»
«Είναι κάποιο όνειρο…» απάντησε νοσταλγικά ο πολεμιστής.
«Είσαι σίγουρος πως δεν είχες ξαναδοκιμάσει;» ο Μάτου έδειξε την κούπα που κρατούσε στα χέρια του ο πολεμιστής. Και αμέσως μάζεψε γρήγορα το χέρι του που έτρεμε ανεπαίσθητα. «Ακούγονται πολύ... πολύ συγκεκριμένα λόγια για να τα σκέφτηκες τώρα μόλις, αμέσως μετά την πρώτη σου γουλιά.»
«Είμαι σίγουρος πως η γεύση του δεν είχε πλησιάσει ποτέ τη γλώσσα μου μέχρι τώρα. Κι όμως, θα ορκιζόμουν πως οι αισθήσεις του με πλημμύρισαν έναν χρόνο πριν, μέσα σε μια πορφυρή, μεταξωτή αγκαλιά.»
«Τι εννοείς;»
«Ούτε κι εγώ ξέρω ακριβώς» χαμογέλασε αμήχανα. «Αλλά, πίνοντάς το τώρα, με την ανάμνησή μου να ανθίζει ξανά, δεν έχω αμφιβολία πως κάπως έτσι μοιάζει η ζωή που εύχομαι να είχα ζήσει» είπε. Και ύστερα προσέθεσε ενοχικά «πόσο τραγικό, να χρωματίζει το όνειρό μου ένα ανούσιο ζουμί που σκότωσε δεκάδες άλλους για να το έχω τώρα εγώ στην κούπα μου...»¨
«Είσαι νέος ακόμα» ξερόβηξε ο μάγος. «Μπορείς να ζήσεις τη ζωή που ονειρεύεσαι» προσπάθησε να ακουστεί πειστικός.
«Μπορώ αλήθεια; Απαλλαγμένος από τους εφιάλτες όσων έχω σκοτώσει με τη λεπίδα μου ή και με μια γουλιά από αυτό το πανάκριβο ρόφημα;»
«Γιατί όχι;» επέμεινε – διστακτικά – ο μάγος.
Ο Τσανγιόλ τον κοίταξε σοβαρός. «Γιατί με κάλεσες εδώ Μάτου;»
«Χρειάζομαι λόγο για να καλέσω έναν συμπαθή μου γνωστό για τσάι;»
«Έχουμε συναντήσει ο ένας τον άλλον σε ελάχιστες κοινωνικές εκδηλώσεις· δεν είμαστε γνωστοί.»
«Ίσως να ήθελα να δω αν ο άνδρας στον πίνακα του Αυτοκράτορα είναι τόσο αφόρητα σαγηνευτικός και από κοντά.»
«Αφόρητα σαγηνευτικός!; Μα με είχες δει και πριν από τον πίνακα!»
«Κι όμως, αυτόν που αντίκρυσα στον πίνακα... δεν τον είχα δει ποτέ ξανά.»
«Σιχαίνομαι αυτόν τον πίνακα.»
«Δε θα ‘πρεπε.»
    Ο Τσανγιόλ γύρισε το βλέμμα του αλλού. «Σιχαίνομαι την αλήθεια που βγήκε από τα πινέλα του ζωγράφου του βασιλιά» είπε μέσα από τα δόντια του. «Σιχαίνομαι το άγριο ζώο, το λεκιασμένο από τον πόλεμο και τον θάνατο, που αποτυπώθηκε πάνω στο ριζόχαρτο και περιφέρεται σα θλιβερό αξιοθέατο.»
«Καθόλου θλιβερό, αν μου επιτρέπεις. Ακόμα και ο Αυτοκράτορας ξέρει πια ότι, με αυτό το έργο, αντί να σε εξευτελίσει όπως επιθυμούσε, μπορεί και να σε έκανε το νέο σύμβολο της Επανάστασης· εκτός από το αρχικό, της τσαγιέρας δηλαδή.»
«Δεν ήξερα ότι μιλάς με τον Αυτοκράτορα. Η αντιπάθειά σου προς εκείνον είναι πιο φημισμένη και από τις μαγικές σου ικανότητες.»
«Οι φήμη αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή. Αλλά κάποιος σαν εμένα δε χρειάζεται να περιφέρεται στα ιδιαίτερα του πολυχρονεμένου ηγεμόνα μας» είπε ειρωνικά «για να ξέρει τι ξεστομίζει και τι φοβάται» κοίταξε με νόημα τον Τσανγιόλ.
«Εμένα; Φοβάται εμένα;»
«Νομίζει τώρα πια, πως είσαι κάποιο δαιμονικό πνεύμα που στάλθηκε από τους εχθρούς του για να τον βασανίσει και, τελικά, να τον σκοτώσει.»
«Χα!»
«Και αποφάσισε να σε σκοτώσει εκείνος πρώτος.»
«Χα...» επανέλαβε, πιο χαμηλόφωνα ο πολεμιστής. «Άρα... είμαι εδώ για να με σκοτώσεις;»
«Μου ζήτησε να σε σκοτώσω, ναι.»
«Κι εσύ δέχτηκες!;»
«Δυστυχώς, δεν είχα άλλη επιλογή» αναστέναξε ο Μάτου.
Ο Τσανγιόλ τον παρατήρησε για λίγο. «Σε εκβιάζει με κάτι;»
Ο μάγος ένευσε καταφατικά.
«Πρέπει να είναι πολύ σοβαρό, για να ανακατέψει εσένα που δεν ασχολείσαι σχεδόν καθόλου με τα εγκόσμια και δεν σε αφορούν κανενός είδους πολιτικά παιχνίδια.»
Ο μάγος ένευσε πάλι.
«Και είπες να με κεράσεις το ακριβότερο τσάι του κόσμου, πριν με σκοτώσεις;»
    Ο Μάτου γύρισε το βλέμμα του προς τη μαντεμένια τσαγιέρα, που βρισκόταν στο υπερυψωμένο κέντρο του ξυλόγλυπτου τραπεζιού, κλεισμένη μέσα σε μια κρυστάλλινη θήκη.
«Εύχομαι να μπορούσα να σου φτιάξω το Ντα Χονγκ Πάο σε αυτό το δοχείο και όχι στο απλό πήλινο που χρησιμοποίησα τώρα. Ω, ήταν αξεπέραστο το Ντα Χονγκ Πάο σε αυτό το δοχείο.»
«Η μαντεμένια χάλασε;» ρώτησε ο Τσανγιόλ, κοιτάζοντας κι εκείνος τη διάσημη τσαγιέρα ερευνητικά.
«Καθόλου!» αναφώνησε ο Μάτου. «Αλλά δεν είναι πια αυτή η δουλειά της, εδώ και δυο αιώνες σχεδόν. Ποτέ δεν ήταν αυτή η δουλειά της βέβαια, δεν την έφτιαξα γι’αυτό. Αλλά την είχα χρησιμοποιήσει, από περιέργεια, για να φτιάξω τσάι στην αρχή· και είχε αποδειχθεί εξαιρετική στο να να αναδεικνύει τα αρώματα και τις κρυμμένες γεύσεις των πιο ιδιαίτερων ποικιλιών. Δε θα το φανταζόμουν, με τόσο αταίριαστα υλικά κατασκευής. Κρίμα.»
«Η δουλειά μιας τσαγιέρας δεν ήταν να φτιάχνει τσάι;» ρώτησε πάλι ο Τσανγιόλ, ακόμα πιο δύσπιστα· αλλά αμέσως, κούνησε το κεφάλι του. «Δεν έχει σημασία... καλά θα κάνω λοιπόν, να καθυστερήσω να αδειάσω την κούπα μου» στραβογέλασε.
«Δεν πρόκειται να με πείσεις να μην υπακούσω στην εντολή του» είπε ο Μάτου.
«Το κατανοώ.»
«Εσύ γιατί νόμισες ότι σε κάλεσα εδώ;»
«Δεν είχα ιδέα. Ήξερα απλά ότι όταν ο Μέγας Μάτου σε καλεί στο σπίτι του, δεν αρνείσαι για κανέναν λόγο.»
«Μέγας Μάτου!;» ήταν η σειρά του μάγου να γελάσει. «Έτσι με αποκαλεί ο λαός;»
«Έτσι σε αποκαλούν όλοι· πίσω από την πλάτη σου βέβαια.»
«Βέβαια!»
«Όμως το ότι θες να με σκοτώσεις... ομολογώ πως δε μου πέρασε από το μυαλό. Ακόμα κι αν ασχολιόσουν με τα εγκόσμια κατ'αυτόν τον τρόπο, πίστευα πως θα μπορούσες να σκοτώσεις όποιον θα ήθελες, από απόσταση.»
«Όχι όποιον θα ήθελα ακριβώς. Κανένα ξόρκι δε λειτουργεί έτσι. Αλλά εσένα, που δεν έχεις μαγεία και σε είχα γνωρίσει και από κοντά... ναι, θα μπορούσα.»
«Άρα... γιατί είμαι εδώ; Γιατί είμαι αφόρητα σαγηνευτικός;» χασκογέλασε ο Τσανγιόλ.
«Αρχικά, ναι.»
«Αλήθεια;» ξεροκατάπιε έκπληκτος.
«Αλήθεια.»
«Γιατί; Ήθελες απλά να δεις το αξιοθέατο πριν πεθάνει;»
«Όχι ακριβώς. Αλλά ναι, ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα, πριν εξαφανιστείς από τον κόσμο. Μου είχε κινήσει τρομερά την περιέργεια, εδώ και χρόνια, τόσο η λατρεία του λαού όσο και το μίσος του Αυτοκράτορα προς το πρόσωπό σου. Ήξερα ότι, πέρα από τις μάχες – ίσως και κατά τη διάρκεια αυτών, τώρα που σκέφτομαι καλύτερα όσα ξέρω πια για εσένα – είσαι ένας καλόκαρδος άνθρωπος. Σιχαίνομαι τους στρατιωτικούς, αλλά ήσουν αρκετά ιδιαίτερη περίπτωση για να σου δώσω λίγο από τον χρόνο μου, έστω και τώρα. Και αφού μου εκμυστηρεύτηκες και αυτό το περίεργο όνειρό σου... αρχίζω να πιστεύω πως ίσως και να ήταν μοιραίο το να βρεθούμε εμείς οι δύο σήμερα, εδώ.»
«Μοιραίο; Γιατί;»
    «Δε φοβάσαι Τσανγιόλ;» άλλαξε ξαφνικά τη συζήτηση ο Μάτου. «Το ότι δε θα υπάρχεις πια στον κόσμο;»
«Μετά από τόσα χρόνια πολέμων; Τι περιμένεις να σου απαντήσω;»
«Ο Αυτοκράτορας πιστεύει ότι εμπλέκεσαι άμεσα στην Επανάσταση.»
«Δεν υπάρχει καμία απόδειξη γι’αυτό και, προφανώς, δε μπορώ να κάνω τίποτα για να του αλλάξω γνώμη, όταν πιστεύει ήδη και ότι είμαι κάποιο σκοτεινό πνεύμα.»
«Και οι άνδρες σου; Δε φοβάσαι γι’αυτούς; Όταν εσύ εξαφανιστείς, πιθανότατα θα σκοτώσει και αυτούς.»
«Θα μπορούσε να μας έχει εκτελέσει όλους, εδώ και πολύ καιρό. Παραμένω Στρατηγός του και εκείνοι στρατιώτες του. Καταλαβαίνω τώρα, ότι δεν το έκανε ίσως γιατί πίστευε σε σκοτεινές μαγείες από μέρους μου.»
«Και ας μην ξεχνάμε ότι, σκοτεινά πνεύματα ή όχι, του κερδίζατε μάχες και εκστρατείες σε ακραίες τοποθεσίες και συνθήκες, με τις λιγότερες απώλειες και πόρους διαβίωσης. Κοστίζουν οι πόλεμοι, Τσανγιόλ· και αυτό το κόστος είναι, για πολλούς, πιο τρομακτικό από οποιοδήποτε ξόρκι.»
«Ζούσαμε όλοι με δανεικό χρόνο, απ’ότι φαίνεται· πέραν της τύχης που χρειάζονται και οι πιο ικανοί σε μια μάχη για να επιβιώσουν» παραδέχτηκε θλιμμένα.
«Λυπάσαι που δε θα μπορέσεις να τους προειδοποιήσεις, ότι θα γίνουν κι εκείνοι στόχοι ως ύποπτοι επαναστάτες;»
«Οι άνδρες μου είναι ενήλικες, έμπειροι πολεμιστές, με δική τους συνείδηση. Είμαι σίγουρος πως, όταν δεν επιστρέψω κοντά τους απόψε, θα καταλάβουν ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Και θα πάρουν τις δικές τους αποφάσεις. Λυπάμαι μόνο που δε θα μπορέσω να τους χαιρετήσω» είπε και κοίταξε σκεπτικός το κενό. «Εγώ κι εσύ, Μάτου, είμαστε μια ευτυχής συγκυρία μέσα σ’ένα αρρωστημένο μυαλό. Δυο άνθρωποι που δε θέλησαν ποτέ την προσοχή του Αυτοκράτορα· και την έλαβαν σα να την αποζητούσαν σπαρακτικά.»
«Αν δεν είχες αναγκαστεί, ως παιδί, να πιάσεις το σπαθί για να επιβιώσεις αγαπητέ μου, θα είχες εξελιχθεί σε έναν υπέροχο ποιητή. Δεν έχω καμία αμφιβολία πια, για το μοιραίο της συνάντησής μας.»
    Ο πολεμιστής άδειασε την κούπα του με μια γουλιά και σηκώθηκε.
«Λοιπόν» είπε αποφασιστικά. «Πώς έχεις σχεδιάσει να με σκοτώσεις;»
Ο μάγος άδειασε κι εκείνος τη δική του κούπα και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Δε θέλω να σε σκοτώσω Τσανγιόλ.»
«Το κατάλαβα αυτό. Δεν πειράζει, σε συγχωρώ· αυτό θες να ακούσεις;»
«Θέλω να σου προσφέρω το όνειρο.»
«Τι;»
 
***

    Η Γκιούλι στάθηκε ανέκφραστη μπροστά στην εγκαταλελειμμένη έπαυλη του μάγου Μάτου, όσο η Φαλάκ περπατούσε ακόμα, μερικά βήματα πίσω, προσπαθώντας να βρει στεγνό χώμα για να στερεώνει καλά το μπαστούνι της.
«Έπρεπε να έρθουμε αύριο-μεθαύριο» είπε στη φίλη της, καθώς παρατηρούσε με λύπηση το εντυπωσιακό οικοδόμημα, που σάπιζε και έλιωνε και διαλυόταν, ξεχασμένο απ’όλους, καταχωνιασμένο στα βάθη τoυ άγριου δάσους. «Όλα είναι ακόμα λασπωμένα από τη χθεσινή βροχή και έχεις ήδη κουραστεί. Θα νυχτώσει για τα καλά μέχρι να ξαναβγούμε στο σημείο που μας περιμένει η άμαξα.»
«Με ακούς να παραπονιέμαι;» είπε η Φαλάκ.
«Σε ακούω να αγκομαχάς.»
«Συγγνώμη που δεν έχω δυο κανονικά πόδια για να χοροπηδάω με άνεση πάνω στις λάσπες και τις πέτρες όπως εσύ.»
«Εσύ ζήτησες να έρθουμε άμεσα εδώ, όχι εγώ. Και δεν ήθελες να σε βοηθήσω με τις πέτρες και τις λάσπες.»
«Σταμάτα να γκρινιάζεις» απάντησε η Φαλάκ τη στιγμή που την έφτασε και ακούμπησε το ξύλινο χέρι της πάνω στον ώμο της φίλης της. «Βλέπεις... τίποτα;» ρώτησε λαχανιασμένη.
«Δεν έχω κοιτάξει ακόμα· έλεγα, θα ήθελες να δεις με το δικό σου μάτι.»
«Θα ήθελα πρώτα να καταφέρω να πάρω μια κανονική ανάσα. Δες εσύ πρώτα» είπε και έπιασε το μέτωπό της, σαν να πονούσε.
«Είσαι καλά;»
«Ναι, ναι. Δες.»
    Η Γκιούλι σκέπασε το αριστερό της μάτι με την παλάμη της και έκλεισε το δεξί. Σφύριξε έναν περίεργο σκοπό και ύστερα άνοιξε πάλι το δεξί, κρατώντας το αριστερό σκεπασμένο. Η σκούρα ίριδα είχε χαθεί και μια λευκή είχε εμφανιστεί στη θέση της.
«Το δάσος είναι γεμάτο πνεύματα, όπως είναι αναμενόμενο» είπε, πολύ πιο χαμηλόφωνα ξαφνικά.
Η Φαλάκ απλά ένευσε, καθώς έπινε νερό από το δερμάτινο παγούρι της.
«Μια γυναίκα με χαιρετάει· κι ένα πλάσμα, σα μεγάλη χιονόμπαλα.»
«Α, τα έχω δει αυτά και αλλού· αλλά είναι πολύ κακότροπα συνήθως. Είσαι σίγουρη ότι απλά σε χαιρετάει και δεν προετοιμάζεται να μας ορμήξει;»
«Χοροπηδάει σα χαρούμενο παιδάκι.»
«Απλά χαιρετάει» επιβεβαίωσε εντυπωσιασμένη η Φαλάκ.
«Τα υπόλοιπα που βλέπω δε μου δίνουν καμία σημασία. Όλα φαίνονται ελεύθερα και ήρεμα. Δεν υπάρχει κατάρα ή κάποια άλλη εκκρεμότητα, γύρω από το σπίτι τουλάχιστον. Το ίδιο το σπίτι... δε μπορώ να δω καθαρά. Είναι γεμάτο από νεκροπιθήκους και τα νεκροκλαδιά τους.»
Η Φαλάκ χασκογέλασε. «Τέτοια σπιταρόνα και άδεια από ζωή; Θα μου φαινόταν παράξενο αν οι νεκροπίθηκοι δεν την είχαν καταλάβει πλήρως» είπε εύθυμα και ύστερα έψαξε τη βαθιά τσέπη του παλτού της.
    Έβγαλε από μέσα ένα ολιγοσέλιγο έντυπο. ‘Ο τελευταίος, μεγάλος μάγος και η Επανάσταση της Τσαγιέρας: μια έρευνα’ ο καλλιγραφικός τίτλος πάνω στο παχύ εξώφυλλό του – φτιαγμένο από πολλές στρώσεις φτηνού μεταξιού. Στήριξε τον αγκώνα του κανονικού της χεριού πάνω στο μπαστούνι, άνοιξε το έντυπο πάνω στο ξύλινο χέρι της και γύρισε αργά τις πρώτες σελίδες.
«Είδες τι ωραία που τυπώνουν τα καινούρια μηχανήματα;» ρώτησε η Γκιούλι, που είχε κλείσει εντωμεταξύ το μαγικό της μάτι και σκούπιζε τα δάκρυα που είχαν κυλήσει ακούσια μετά τη μεταμόρφωση.
«Ναι...» απάντησε αδιάφορα η Φαλάκ, περνώντας τα ακροδάχτυλά της πάνω από τα όμορφα γράμματα της πρώτης σελίδας.
«Και όλα, αυτόματα! Δεν τα αγγίζει σχεδόν καθόλου ανθρώπινο χέρι από την ώρα που θα ξεκινήσουν μέχρι τη στιγμή που θα βγουν τελειωμένες και ζεστές οι σελίδες!» συνέχισε η Γκιούλι. «Άκουσες τι είπε ο κύριος στο κατάστημα του Μουσείου; Ακόμα κι αν δεν υπήρχε έτοιμο αντίτυπο του έργου που θέλαμε, θα μπορούσαμε να το παραγγείλουμε εκείνη τη στιγμή και να το έχουμε έτοιμο και απολύτως στεγνό και έτοιμο για χρήση μέσα σε μερικές ώρες!»
«Ο πατέρας σου θα τρελαινόταν από τη χαρά του αν τα έβλεπε» είπε νοσταλγικά η Φαλάκ.
    Η Γκιούλι έμεινε αμίλητη για λίγο – και σκούπισε διακριτικά και το άλλο της μάτι, που ουδεμία σχέση είχε με τη μαγεία.
«Ναι... δε θα μπορούσαμε να τον ξεκολλήσουμε από το Εθνικό Τυπογραφείο! Αν ζούσε τώρα, δε θα είχα περιουσία· θα την είχε ήδη ξοδέψει όλη για να αντικαταστήσει τις δικές του παλιατζούρες!» γέλασε – μ’ένα γέλιο που έκανε τις καρδιές και των δύο να πονέσουν για μια στιγμή.
«Τι λέει;» ρώτησε βιαστικά, καθαρίζοντας τον λαιμό της και κοιτάζοντας αμήχανα γύρω τους. «Για διάβασε τι λέει.»
«Λοιπόν...» η Φαλάκ ξεκίνησε, αφού ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια της και έτριψε τους κροτάφους της. «Ο Μάτου έζησε κοντά διακόσια πενήντα χρόνια, σύμφωνα με τις φήμες... έφτιαξε την έπαυλή του εδώ όταν ήταν πολύ νέος... όταν την πρωτοέφτιαξε, η πρωτεύουσα της χώρας δεν είχε μεταφερθεί ακόμα εδώ...»
«Τα ξέρουμε αυτά, όλοι τα ξέρουν.»
«Το ξέρω ότι τα ξέρουμε, ψάχνω να βρω το σημείο που μας ενδιαφέρει. Θες να διαβάσεις εσύ;»
«Όχι, συνέχισε.»
«Ευχαριστώ. Για να δούμε... κανείς άλλος δεν έμενε κοντά του... είχε δηλώσει επανειλημμένα και σε όποιον άκουγε, ότι δεν του άρεσε που έμενε τόσο κοντά στην πρωτεύουσα-»
«-τι τόσο κοντά, μας πήρε τόση ώρα για να φτάσουμε εδώ, στο πουθενά! Μέχρι και τα άλογα της άμαξας κόντεψαν να χρειαστούν ξεκούραση από τις ανηφόρες!»
«Γκιούλι.»
«Ναι, συγγνώμη, συνέχισε.»
«Δεν του άρεσε που έμενε τόσο κοντά στην πρωτεύουσα, αλλά το μέρος εδώ είχε πολύ ισχυρή ενέργεια όσο πουθενά αλλού στη χώρα. Ναι, κατανοητό. Λοιπόν...» η Φαλάκ γύρισε τις σελίδες διαβάζοντας βιαστικά. «Α, να, εδώ. Σε αυτό το σπίτι εθεάθη για τελευταία φορά ζωντανός, ο Τσόι Τσανγιόλ, λαοφιλής ήρωας του εικοσαετούς πολέμου και, σύμφωνα με τις φήμες της εποχής, κρυφός σύμμαχος των αγωνιστών της Επανάστασης της Τσαγιέρας. Οι δύο άνδρες γνωρίζονταν από παλιά, αν και μόνο τυπικά. Μετά την εξαφάνισή του και την αποτυχία της επιδρομής των επαναστατών της πρωτεύουσας στο παλάτι, η πλειοψηφία του λαού ήταν πεπεισμένοι πως ο Μάτου σκότωσε τον Τσανγιόλ, υπό τις οδηγίες του Αυτοκράτορα. Υπήρχαν όμως και άλλες δυνατές φωνές που εξέφρασαν ισχυρές αμφιβολίες, καθώς ο Μάτου ήταν πασίγνωστος για την άρνησή του να ανακατεύεται, άμεσα τουλάχιστον και ειδικά με τόσο άξεστους τρόπους, σε οποιεσδήποτε πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις· και ήταν επίσης πασίγνωστος για την άκαμπτη αντιπάθειά του, τόσο προς τον τελευταίο Αυτοκράτορα συγκεκριμένα όσο και προς την ιδέα της μοναρχίας καθεαυτής γενικά.»
«Άρα εξέφρασαν αμφιβολίες για το αν τον σκότωσε υπό τις οδηγίες του Αυτοκράτορα· όχι αν τον σκότωσε γενικά.»
«Άνθρωποι του εσώτερου κύκλου του στέμματος» συνέχισε η Φαλάκ, κοιτώντας τη φίλη της πλάγια «επιβεβαίωσαν, κατά τη διάρκεια ανακρίσεων μετά την κατάργηση της μοναρχίας, μια άλλη φήμη που κυκλοφορούσε κυρίως εντός του παλατιού για χρόνια, που ήθελε τον Αυτοκράτορα να πιστεύει πως ο Τσανγιόλ ήταν κάποιο σκοτεινό πνεύμα που είχε σταλεί από τους εχθρούς του, εκτός και εντός της χώρας, για να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει τον θρόνο του ή ακόμα και να τον σκοτώσει... ο Αυτοκράτορας ζήτησε επανειλημμένα τη βοήθεια του Μάτου αλλά ο μάγος, προφανώς, αρνήθηκε... αντάλλαζαν θυμωμένες επιστολές για περισσότερους από δύο μήνες... κάποια στιγμή, εκβίασε τον Μάτου με κάτι εξαιρετικά σοβαρό και προσωπικό... και, τελικά, λίγες μέρες μετά την τελευταία επιστολή του ηγεμόνα προς τον μάγο, το σπαθί του Τσανγιόλ κατέφθασε στα χρυσοποίκιλτα ιδιαίτερα διαμερίσματα, τυλιγμένο στη ματωμένη του κάπα και δεμένο με μια τούφα από τα μακριά μαλλιά του. Οι μάγοι του Αυτοκράτορα επιβεβαίωσαν, με συγκεκριμένα ξόρκια, πως ο Στρατηγός δεν υπήρχε πια σε αυτόν τον κόσμο.»
    Η Φαλάκ σταμάτησε να διαβάζει και έτριψε πάλι τους κροτάφους της. «Χμ... άρα τον σκότωσε, αλλά εξαναγκάστηκε» μονολόγησε.
«Δε λέει κάτι άλλο;»
«Μμμ, περίμενε... η παρουσία του Τσανγιόλ εδώ, εκείνη τη μοιραία μέρα, είχε επιβεβαιωθεί από τους εργαζόμενους στην έπαυλη του Μάτου, τους οποίους και έδιωξε αμέσως μετά την άφιξη του πολεμιστή. Μετά τον θάνατο του Στρατηγού, ο Μάτου έζησε για λίγους μήνες απομονωμένος, σχεδόν κρυμμένος – για προφανείς λόγους – στην έπαυλη. Και ύστερα... εδώ λέει πως έδιωξε τους εργαζόμενους του, αυτή τη φορά για τα καλά, αφού τους προσέφερε σημαντικά χρηματικά ποσά· και δεν εθεάθη και ο ίδιος ποτέ ξανά.»
«Πέθανε εδώ δηλαδή;»
«Κανείς δεν ξέρει. Αλλά γράφει ότι πτώμα εδώ, δε βρέθηκε.»
«Καλά, δε μου φαίνεται περίεργο αυτό για έναν τέτοιο μάγο. Θα μπορούσε να έχει κανονίσει να συμβούν διάφορα στο πτώμα του μετά τον θάνατό του. Ειδικά αφού, προφανώς, αυτοκτόνησε.»
«Λες;»
«Γιατί να τους διώξει όλους έτσι ξαφνικά;»
«Σωστά...»
«Αχ, καημένε Τσανγιόλ...» μουρμούρισε η Γκιούλι. «Και καημένε Μάτου... δυο τόσο σημαντικοί άνθρωποι, χαμένοι από τα παιχνίδια ενός καθάρματος» αναστέναξε.
    Η Φαλάκ έκλεισε το έντυπο, το έχωσε πάλι μέσα στην τσέπη του παλτού της και έπιασε ξανά το μπαστούνι της κανονικά για να περπατήσει.
«Εεεε, που πας ακριβώς;» ρώτησε η Γκιούλι.
«Θέλω να μπούμε μέσα» έδειξε την έπαυλη.
«Δεν είσαι καθόλου καλά μου φαίνεται. Αυτό θα πέσει τελείως με την επόμενη βροχή!»
«Όσο οι νεκρομαϊμούδες δεν έχουν ξεστήσει τα νεκροκλαδιά τους και βολτάρουν χαλαρά, δε θα πέσει τίποτα.»
«Ήθελες να μάθεις και να δεις πού και πώς πέθανε ο Τσανγιόλ· ήρθαμε, μάθαμε και είδαμε. Τι άλλο θέλεις εδώ, μέσα στην ερημιά; Τι σε έχει πιάσει;»
«Δεν ξέρω» είπε κοφτά η Φαλάκ και ξεκίνησε να περπατά βιαστικά, τσαλαπατώντας στις λάσπες.
Δεν ξέρω.
«Πόσο νομίζεις θα μας περιμένει η άμαξα!;» φώναξε η Γκιούλι και σήκωσε το φόρεμά της για να την ακολουθήσει.
Δε μ’ενδιαφέρει.
«Έχεις πληρώσει τον οδηγό για μέχρι αύριο το πρωί, σωστά;» ρώτησε η Φαλάκ.
Και δεν ξέρω γιατί δε μ’ενδιαφέρει.
«Ναι, αλλά δεν περίμενα να θέλεις πράγματι να μείνουμε μέχρι αύριο το πρωί!» απάντησε η Γκιούλι. «Υπέθετα πως του αφήνω τόσα λεφτά για φιλοδώρημα που τον τραβολογήσαμε στα κατσάβραχα!»
«Δε θέλω να μείνουμε μέχρι αύριο το πρωί» είπε η Φαλάκ.
Θέλω να βγει αυτός ο άνδρας από το κεφάλι μου. Έχει κολλήσει εκεί από το πρωί, μπροστά και πάνω απ’όλες τις σκέψεις· και δε λέει να φύγει.
«Απλά πρέπει να ελέγξω και το σπίτι» συμπλήρωσε, ψάχνοντας την είσοδο πίσω από τα αναρριχώμενα φυτά.
«Ναι, αλλά γιατί;» ρώτησε η Γκιούλι τη στιγμή που την έφτασε και τη βοήθησε να τραβήξει τα φυτά.
Για να πάψει να με κοιτάει μέσα από τον πίνακα, σαν εξαγριωμένο φυλακισμένο ζώο που περιμένει εμένα να ξεκλειδώσω την πόρτα του κλουβιού του.
«Φαλάκ, σταμάτα λίγο. Τι συμβαίνει;»
«Δεν ξέρω.»
Δεν ξέρω, αλήθεια.

***

    Ο νεαρός άνδρας σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει την εξώπορτα του δίπατου σπιτιού, όμως δεν πρόλαβε· η πόρτα άνοιξε με ορμή μπροστά του.
«Σάγια!» είπε χαμογελώντας πλατιά. «Μόλις ετοιμαζόμουν να χτυπήσω.»
«Αν θες τον Τσανγιόλ, δεν έχει σηκωθεί ακόμα.»
«Μα, κοντεύει να βραδιάσει!»
«Και δε νομίζω να σηκωθεί μέχρι αύριο. Ίσως και ποτέ πια.»
«Μήπως... να μπω...;»
«Γιατί προσπαθείς ακόμα;»
«Δε μπορώ να σταματήσω να προσπαθώ.»
Ο Σάγια ανασήκωσε τους ώμους του. «Κάνε ό,τι θες. Εγώ προειδοποίησα. Πρέπει να φύγω» είπε και προσπέρασε, σχεδόν τρέχοντας, τον νεαρό άνδρα.
«Ναι, ναι, καλά να περάσεις...» μουρμούρισε ο άνδρας.
    Έκανε ένα διστακτικό βήμα να περάσει το κατώφλι, όταν ένιωσε την καρδιά του να χτυπά λίγο πιο γρήγορα, τον αέρα γύρω του να γίνεται λίγο πιο αραιός· και το φως του ήλιου που βασίλευε, να γίνεται λίγο πιο πορφυρό απ’ότι συνήθως.
Κοίταξε γύρω του, μπερδεμένος.
Ξένη μαγεία; Μετά από τόσον καιρό;
Έκλεισε ξανά την εξώπορτα· κι άρχισε να τρέχει κι εκείνος, προς τα βόρεια του χωριού.

συνεχίζεται
 
Artwork: 'Zhou You Wang: a foolish ruler with horrifically wrong priorities'
                 from the collection "One hundred portraits of Chinese Emperors" by Lu Yan Guang  

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση