Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 1
Ο Τσανγιόλ άνοιξε τα μάτια του.
Το χρυσό φως του πρωινού και οι καταγάλανες αποχρώσεις του ουρανού, τρύπωναν πεισματικά μέσα από σχισμές στις τραβηγμένες κουρτίνες του δωματίου του.
Ανασηκώθηκε, στηριζόμενος στον αριστερό του αγκώνα και άπλωσε το δεξί του χέρι· τα ακροδάχτυλά του έπιασαν σφιχτά το μπαστούνι που έγερνε στον τοίχο, ανάμεσα στο κρεβάτι και το κομοδίνο. Στηρίχτηκε με ορμή πάνω του χτυπώντας το δυνατά στο πάτωμα και, με μια μόνο κίνηση, γύρισε όλο του το κορμί και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού.
Και, αμέσως μετά, άνοιξε η πόρτα.
«Ξύπνησες;» ρώτησε ο νεαρός άνδρας που μπήκε. «Ακόμα σε ταλαιπωρεί η μέση;» έδειξε το μπαστούνι.
«Μ-χμ» απάντησε βαριεστημένα ο Τσανγιόλ.
«Τώρα ερχόμουν κι εγώ να γυρίσω τον μοχλό» είπε ο άνδρας και άπλωσε το δικό του χέρι προς ένα δεύτερο πόμολο, στον τοίχο πίσω από την πόρτα.
«Σάγια, όχι. Περίμενε λίγο.»
«Μα, έχει ξημερώσει εδώ και ώρα.»
«Λίγο μόνο, σε παρακαλώ» ο Τσανγιόλ έπιασε το κεφάλι του. «Νιώθω πως θα σπάσει το κρανίο μου, αν ακούσω άλλη μια φορά τα ρημάδια τα γρανάζια.»
«Α, είναι μία από αυτές τις μέρες.»
«Εδώ και πάρα πολύ καιρό, όλες οι μέρες είναι αυτές οι μέρες.»
«Ναι, είναι...» ο Σάγια αναστέναξε. «Θες να πάμε μια βόλτα; Σε λίγες μέρες είναι η Γιορτή του Τσαγιού και όλο το χωριό έχει ήδη στολιστεί· είναι πολύ όμορφα.»
«Όλα είναι πάντα πολύ όμορφα σε αυτό το καταραμένο μέρος» αναστέναξε και ο Τσανγιόλ. «Μου προκαλούν εμετό.»
«Καλά, μείνε εδώ. Θες να σε βοηθήσω να ντυθείς;»
Ο Τσανγιόλ άφησε το μπαστούνι να πέσει και ξάπλωσε πάλι πίσω στο κρεβάτι.
«Όχι» είπε παραιτημένα και σκεπάστηκε ολόκληρος. «Απλά περίμενε να κοιμηθώ πάλι· δε θα πάρει πολύ. Και ύστερα γύρνα τον μοχλό» μουρμούρισε κάτω από το σεντόνι και έκλεισε τα μάτια του σφιχτά.
***
Η Φαλάκ άνοιξε τα μάτια της.
Το χρυσό φως του πρωινού και οι καταγάλανες αποχρώσεις του ουρανού, τρύπωναν πεισματικά μέσα από σχισμές στις τραβηγμένες κουρτίνες του δωματίου της.
Ανασηκώθηκε, στηριζόμενη στον αριστερό της αγκώνα και άπλωσε το δεξί της χέρι· τα ακροδάχτυλά της έπιασαν σφιχτά το μπαστούνι που έγερνε στον τοίχο, ανάμεσα στο κρεβάτι και το κομοδίνο. Στηρίχτηκε με ορμή πάνω του χτυπώντας το δυνατά στο πάτωμα και, με μια μόνο κίνηση, γύρισε όλο της το κορμί και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού.
Και, αμέσως μετά, άνοιξε η μεσόπορτα του δωματίου.
«Ξύπνησες;» ρώτησε η νεαρή γυναίκα που μπήκε.
«Μ-χμ» απάντησε βαριεστημένα η Φαλάκ.
«Καλημέρα αγαπητή μου.»
«Καλημέρα Γκιούλι» χαμογέλασε η Φαλάκ.
«Έλα, να ετοιμαστείς γρήγορα. Έχουν σερβίρει ήδη κάτω στην τραπεζαρία. Πού είναι το πόδι και το χέρι σου;»
«Εκεί, δίπλα στη σόμπα. Έγιναν μούσκεμα με τη χθεσινή μας βόλτα στη βροχή.»
Η Γκιούλι περπάτησε γρήγορα και έπιασε στα χέρια της τα δύο τεχνητά άκρα, φτιαγμένα από δέρμα και ελαφρύ ξύλο.
«Έχουν στεγνώσει πλήρως. Ποιες κάλτσες θα φορέσεις;»
Η Φαλάκ σηκώθηκε, στηριζόμενη στο ένα της πόδι και το μπαστούνι και έκανε μερικά πηδηχτά βήματα μέχρι την ανοιχτή βαλίτσα της. Έσκυψε με τη χάρη χορεύτριας και με το αριστερό της χέρι – ανύπαρκτο από τον αγκώνα και κάτω – έδειξε το σημείο που ήθελε.
Η Γκιούλι πλησίασε και στάθηκε δίπλα της.
«Μμμ... δεν ξέρω. Πες εσύ. Άλλωστε, θα βάλω μπότες· δεν έχουν και τόση σημασία οι κάλτσες.»
«Ποιες μπότες θα βάλεις;»
«Δεν έχει και τόση σημασία, δε θα φαίνονται και τόσο κάτω από το φόρεμα.»
«Α, όχι. Μετά την ξενάγηση, σίγουρα θα μας καλέσουν να κάτσουμε κάπου.»
«Ποσώς με ενδιαφέρει. Διάλεξε όποιες θες.»
«Ποιο φόρεμα θα βάλεις;»
«Γκιούλι.»
«Τι;»
«Διάλεξε όποιο θες.»
«Μμμ... το πορφυρό μεταξωτό. Ταιριάζει εξαιρετικά με τους μελαχροινούς σου τόνους· και θα είναι εύκολο να σε ξεχωρίσουν.»
«Τέλεια» ειρωνεύτηκε η Φαλάκ.
«Θα φορέσεις γάντια σήμερα;»
«Όχι. Δεν έχει και τόσο κρύο.»
«Θα σε πρήξουν με ερωτήσεις για την αναπηρία σου.»
«Από την άλλη, θα είναι ακόμα πιο εύκολο να με ξεχωρίσουν» απάντησε παιχνιδιάρικα η Φαλάκ.
«Είναι πολύ σημαντική μέρα σήμερα, θέλω να περάσουμε όμορφα· όχι να χάνουμε χρόνο με δήθεν συμπονετικούς.»
«Δε θα χάσουμε καθόλου χρόνο με τους συμπονετικούς. Θα τους αγνοώ, ως συνήθως.»
«Ούτε η κόρη μου, ως παιδί, δεν ήταν τόσο κουραστική» είπε η Γκιούλι παραιτημένα.
«Η κόρη σου γεννήθηκε πιο ενήλικη απ’όσο θα είμαστε ποτέ και οι δυο μας.»
«Τι σε έχει πιάσει σήμερα; Έχεις άγχος;»
«Προφανώς.»
«Μα γι’αυτό θα σε πάω για ξενάγηση στο νέο Μουσείο Τέχνης· για να χαλαρώσεις. Και ύστερα θα φάμε στο Θερμοκήπιο της Έκθεσης· δε γίνεται να μην είναι κάποιος ήρεμος ανάμεσα σε τόσα άνθη και καλλίφωνα πτηνά.»
«Νομίζω ότι νομίζεις ότι είμαι κάποια άλλη. Εγώ, ήρεμη, με τα πουλιά να τσιρίζουν πάνω από το κεφάλι μου;»
«Ανοησίες και υπερβολές. Θα επιβιώσεις.»
«Αμφίβολο.»
«Αδιαμφισβήτητο. Σε κάλεσαν στην Έκθεση της πρωτεύουσας, Φαλάκ· χωρίς να έχεις γνωστούς ή να έχεις δωροδοκήσει κάποιον. Η δουλειά σου μίλησε για εσένα και σύντομα θα έχουμε νέες επαγγελματικές συμφωνίες.»
«Δεν είναι σωστό να φουσκώνεις το κεφάλι μου με ανυπόστατες αισιοδοξίες. Το απόθεμα που έχω στην άκρη τελειώνει. Αν εξασφαλίσω μεγάλους πελάτες από εδώ, δε θα ανησυχήσω για λεφτά ποτέ ξανά στη ζωή μου. Αν όχι, τι θα κάνω; Δε μπορώ να στηρίζομαι πια στις μικρο-παραγγελίες που μου έχουν απομείνει, όταν τα καινούρια εργοστάσια φτιάχνουν δεκάδες πράγματα σε μια μέρα.»
Η Γκιούλι την κοίταξε αυστηρά.
«Δε θα ανησυχήσουμε» είπε μετά από λίγο.
«Εσύ, γιατί να ανησυχήσεις; Έχεις την περιουσία του πατέρα σου.»
«Και δεν έχεις καταδεχτεί να πάρεις ούτε ένα νόμισμα, ακόμα κι όταν στα προσέφερα ως δάνειο. Όσο κουβαλάς αυτό το ξεροκέφαλο πάνω στους ώμους σου, θα ανησυχούμε μαζί.»
«Έλα να με βοηθήσεις να δέσω το χέρι και το πόδι μου» άλλαξε τη συζήτηση η Φαλάκ.
«Αμέσως αγαπητή μου» χαμογέλασε αυτάρεσκα η Γκιούλι.
***
Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται, καθώς σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε τον πίνακα στον αριστερό τοίχο της τρίτης αίθουσας του νέου Μουσείου Τέχνης.
«Το τελευταίο και διασημότερο απόκτημα του Μουσείου μας» είπε με δυνατή φωνή ο ξεναγός. «Ο Σύμβουλος Πολιτισμού Ποκ, θυσίασε πολύ χρόνο – αλλά και ένα μεγάλο μέρος της προσωπικής του περιουσίας – για να επιστρέψει στη χώρα μας, λίγο παραπάνω από έναν αιώνα μετά τη δημιουργία του πάνω σε σπάνιο, παχύ ριζόχαρτο, ο πασίγνωστος ‘Πολεμιστής του Αυτοκράτορα’» συμπλήρωσε και στάθηκε για λίγο αμίλητος μπροστά στην ολόσωμη, έγχρωμη απεικόνιση ενός άνδρα, μέσης ηλικίας, με σκούρα, μακριά μαλλιά. «Ο Τσουέ Τσανγιόλ στέκεται μπροστά μας, χωρίς την προστασία της δερμάτινης, πορφυρής πανοπλίας του – μοναδικής κατασκευής ειδικά για εκείνον, από τον καλύτερο τεχνίτη της εποχής – και, ακόμα περισσότερο, ημίγυμνος από τη μέση και πάνω· με όλα τα σημάδια των μαχών στο σώμα του· βρώμικος και απεριποίητος, με τα μαλλιά του πρόχειρα μισοδεμένα, το βλέμμα του σκοτεινό. Και το σπαθί του, μόλις που κρατιέται απελπισμένο από τα ακροδάχτυλά του· σα να έχουμε πιάσει την αποφράδα στιγμή, που ετοιμάζεται να το αφήσει να πέσει με δύναμη και κρότο στο πάτωμα και να καταρρεύσει και ο ίδιος, εκτεθειμμένος και εξαντλημένος.»
«Μα είναι υπέροχος» ψιθύρισε η Γκιούλι, ενθουσιασμένη. «Πόσο όμορφος άνδρας ήταν!»
«Είναι μια ζωγραφιά μόνο» της απάντησε υποτιμητικά η Φαλάκ. «Αλλά φαίνεται τόσο δυστυχισμένος» συμπλήρωσε θλιμμένα.
«Λέγεται πως ο Τσανγιόλ...» η φωνή του ξεναγού αντήχησε και πάλι στην αίθουσα «... γνωστός ήδη ως ήρωας σε όλη τη χώρα μόνο με το μικρό του όνομα, εξαναγκάστηκε από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα να παρουσιαστεί και να στηθεί, για ώρες, σε αυτήν την διόλου κολακευτική στάση, υπό την απειλή θανάτου των συμπολεμιστών του. Ήταν τότε η περίοδος κατά την οποία είχαν ξεκινήσει οι κοινωνικές αναταραχές που θα οδηγούσαν, έναν χρόνο μετά, στην αιματηρή Επανάσταση της Τσαγιέρας· και είχε κυκλοφορήσει η φήμη, πως ο Τσανγιόλ και οι καλύτεροι άνδρες του – σχεδόν τετρακόσια άτομα – στήριζαν κρυφά τον εξαθλιωμένο λαό, που αποφάσισε να ξεσηκωθεί και να απαιτήσει καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας, με αφορμή ένα δυστύχημα και τον θάνατο δεκάδων εργατών στη γραμμή συγκομιδής και παρασκευής του τσαγιού Ντα Χονγκ Πάο.»
«Ήταν αλήθεια η φήμη;» ρώτησε κάποιος από την ομάδα των ανθρώπων που παρακολουθούσαν.
Ο ξεναγός χαμογέλασε αινιγματικά.
«Ποιος ξέρει...;» απάντησε. «Πάντως ήταν αρκετή για να θορυβηθεί ο Αυτοκράτορας. Η αλήθεια είναι πως ο Τσανγιόλ τού καθόταν βαρύς στο στομάχι, για αρκετό καιρό πριν τις αναταραχές. Ήταν άλλωστε παιδί προσφύγων. Ένας ξένος, που απλά έτυχε να γεννηθεί στη χώρα, λίγο αφότου οι γονείς του πέρασαν τα σύνορά μας, αναζητώντας καταφύγιο από τις σφαγές στη δική τους πατρίδα· και αντί να είναι σιωπηλά ευγνώμων που τον άφησε...» είπε τη λέξη εμφανώς ειρωνικά «... να πολεμήσει κάτω από την Αυτοκρατορική σημαία και να ανέλθει στον βαθμό του Στρατηγού μόλις στα τριαντατέσσερά του χρόνια, είχε το θράσος να γίνει αγαπητός στον λαό, γνωστός με το μικρό του όνομα μέχρι και στον τελευταίο χωρικό· αλλά και να υποκλίνεται στον τελευταίο χωρικό, το ίδιο βαθιά όπως και στον ηγεμόνα του. Ε, όχι· αυτό ήταν ανήκουστο για τον καλομαθημένο και επηρμένο Αυτοκράτορα!» σήκωσε δήθεν προσβεβλημένος τον τόνο της φωνής του.
Οι επισκέπτες του Μουσείου γέλασαν. Μα η Φαλάκ ξαφνικά, νόμισε πως πνιγόταν· τα μάτια του άνδρα έμοιαζαν να τρυπούν τον εγκέφαλό της, με μια οργή που δεν είχε τέλος.
«Αυτό το έργο, όπως καταλαβαίνετε...» συνέχισε ο ξεναγός «... ήταν ο τρόπος που διάλεξε ο μονάρχης, για να δείξει σε όλους πως ο Τσανγιόλ δεν ήταν, τελικά, τίποτε παραπάνω από ένας ανώνυμος πολεμιστής υπό τις διαταγές του. Δεν είχαν σημασία τα κατορθώματα και οι νίκες του· δε μετρούσε ούτε στιγμή, απ’όσες ο ίδιος και οι άνδρες του είχαν λυπηθεί αμάχους των αντιπάλων και είχαν σώσει παιδιά, είχαν γλιτώσει σπαρτά από τις φλόγες των μαχών, είχαν ανοικοδομήσει χωριά και οικισμούς, που είχαν βρεθεί στη δίνη των μαχών, με δικά τους έξοδα. Κανενός το όνομα δε μπορούσε να κρέμεται με τόση αγάπη στα χείλη του λαού, εκτός του Αυτοκράτορα.»
«Κι έτσι, τον έγδυσε· κυριολεκτικά και μεταφορικά» μουρμούρισε συμπονετικά ένας άνδρας δίπλα στη Φαλάκ.
«Κι έτσι, τον έγδυσε» επανέλαβε στο ίδιο ύφος και ο ξεναγός. «Νόμισε πως ο Τσανγιόλ ήταν αυτός που ήταν στα μυαλά και τις καρδιές των ανθρώπων, μόνο λόγω της φαινομενικά μεγαλόπρεπης παρουσίας του στους πολέμους. Και πως, αν τον εξευτέλιζε παρουσιάζοντάς τον ως έναν οποιονδήποτε, γδαρμένο και σπιλωμένο από τις μάχες και τον θάνατο γύρω του, θα πατούσε με τα μεταξωτά του υποδήματα το ηθικό τόσο του Στρατηγού όσο και του λαού. ‘Δεν είσαι τίποτα περισσότερο απ’όσα διατάζω εγώ’, είναι σα να του είπε, πριν τον απειλήσει και τον αναγκάσει να φανερώσει τις ουλές του.»
«Όμως νόμισε λάθος!» σχεδόν φώναξε μια ηλικιωμένη κυρία, που παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένη – σα να ξεδιπλωνόταν κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια της η σκηνή, που ο Τσουέ Τσανγιόλ έσφιγγε τα δόντια και έλυνε τα κορδόνια της δερμάτινης, πορφυρής πανοπλίας του, όσο ο ζωγράφος έδενε τα πινέλα και αραίωνε τα μουντά χρώματά του.
Ο ξεναγός μειδίασε ικανοποιημένος.
«Ακριβώς» συμφώνησε. «Η Επανάσταση της Τσαγιέρας μπορεί να απέτυχε· ο Τσανγιόλ και οι άνδρες του μπορεί να εκτελέστηκαν, μαζί με χιλιάδες άλλους επαναστάτες ανά την χώρα – παρ’όλο που δεν υπήρξαν ποτέ αποδείξεις για την δική τους συμμετοχή στις αναταραχές. Όμως αυτό το έργο...» κοίταξε με περηφάνια τον πίνακα «... που ο Αυτοκράτορας είχε περιφέρει απροκάλυπτα σε όλη τη χώρα – απολύτως αποκομμένος από την πραγματικότητα μέσα στο παλάτι του και χαμένος μέσα στις παραισθήσεις μεγαλείου, που έτρεφαν το ανίκανο μυαλό του – ήταν που σήμανε τελικά, λίγα χρόνια αργότερα, και το δικό του τέλος ως ατόμου αλλά και της Αυτοκρατορίας ως πολιτεύματος. Αν ο Τσανγιόλ ήταν ήδη θρυλικός, λατρεμένος ήρωας για τον απλό λαό πριν τον πίνακα... με αυτή την εικόνα διόλου δεν αποκαθηλώθηκε, αλλά αντιθέτως· τους αποκαλύφθηκε και αληθινά ως ένας από αυτούς. Ένας απλός άνθρωπος, μεγαλωμένος χωρίς τίτλους και πλούτο. Ευάλωτος και βασανισμένος όπως κι εκείνοι. Σκαρφαλωμένος στην κορφή των ονείρων τους, με τα βρώμικα και σημαδεμένα του χέρια· χέρια όπως τα δικά τους. Αν τους περίμενε, κάπου και κάποτε, μια ελεύθερη ζωή, θα έφταναν εκεί με τις δικές τους δυνάμεις. Κι αν έπεφταν στον δρόμο, θα ξανασηκώνονταν· όπως ξανασηκώθηκε κι εκείνος, μετά την τελευταία πινελιά αυτού του έργου και μέχρι την τελευταία του πνοή.»
Η Φαλάκ δεν κατάλαβε πότε άρχισε να δακρύζει.
«Είσαι καλά;» την ρώτησε η Γκιούλι.
«Κάπου και κάποτε...» μονολόγησε, αγνοώντας τη φίλη της «... με περιμένει ένα ελεύθερο χωριό, από ασβεστωμένα σπίτια με πήλινες στέγες, δίπλα σε μια ροδακινένια λίμνη, που θα μυρίζει ορχιδέες και θα στάζει γλυκιά στο ποτήρι μου. Εκεί και τότε μόνο, κοιτάζοντας το άχρηστο, στομωμένο μου σπαθί, κάτω από τον χρυσό ήλιο και τον γαλάζιο ουρανό, θα βρω τη γαλήνη που δεν ελπίζω ούτε στον θάνατό μου.»
Όταν τέλειωσε τα λόγια της, πήρε μια βαθιά ανάσα και σκούπισε τα υγρά της μάγουλα. Όλοι γύρω της την κοιτούσαν μαγεμένοι.
«Η Ευχή του Πολεμιστή» είπε χαμηλόφωνα ο ξεναγός – σα να φοβόταν να χαλάσει την κατάνυξη της στιγμής. «Γνωστή και ως-»
«-το Όνειρο του Τσανγιόλ» τον έκοψε η Φαλάκ. «Δεν είχα ιδέα. Ξέρω τις λέξεις από μικρό παιδί και ποτέ δεν το συνέδεσα, δεν ήξερα όλη την ιστορία του...» απολογήθηκε.
«Ο θρύλος λέει, αγαπητή κυρία, πως είπε αυτά τα λόγια, εκστασιασμένος από τη γεύση του αυθεντικού, πανάκριβου τσαγιού Ντα Χονγκ Πάο, που δεν υπάρχει πια – αναφερόμενος στο πλούσιο χρώμα και το ιδιαίτερο άρωμά του. Δε γνωρίζουν όλοι αυτά τα λόγια από μνήμης· κυρίως όσοι ασχολούνται με τα διάφορα επαγγέλματα που σχετίζονται με το τσάι. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, νομίζω πως αυτές οι λέξεις εκφράζουν περισσότερο την απέχθειά του για τον πόλεμο, παρά τον θαυμασμό του για το συγκεκριμένο ρόφημα.»
Η Φαλάκ κούνησε το κεφάλι της, σα να ξυπνούσε από όνειρο.
«Συμφωνώ. Συμφωνώ απολύτως» κοίταξε, με θλίψη και ενοχή, τον νεαρό Στρατηγό πάνω στο παχύ ριζόχαρτο. «Και λυπάμαι βαθιά, που πέρασα τόσα χρόνια νομίζοντας πως αυτές οι λέξεις που χάιδευαν σαν μετάξι την καρδιά μου, αφορούσαν μόνο σε οποιαδήποτε αποξηραμένα φύλλα μέσα σε βραστό νερό.»
Ήταν η ιδέα της ή το βλοσυρό βλέμμα του πίνακα μαλάκωσε για μια στιγμή;
***
Ο Τσανγιόλ ξύπνησε πάλι, ξαφνικά· και αμέσως ακούμπησε την παλάμη του στο ύψος της καρδιάς, που την ένιωσε να ασφυκτιά. Ανάγκασε τον θώρακά του να φουσκώσει με μια βαθιά εισπνοή· και καθώς η μυρωδιά του Ντα Χονγκ Πάο γέμιζε τα ρουθούνια του, η όρασή του θόλωσε και το μυαλό του χάθηκε στο παρελθόν.
Ήταν πάλι στο παλάτι. Ημίγυμνος και ντροπιασμένος, με το σπαθί του να κρέμεται από τα ακροδάχτυλά του και τις ζωές των ανδρών του να κρέμονται από τις σκέψεις του. Ο Αυτοκράτορας είχε μόλις εμφανισθεί απέναντί του, δίπλα στον ζωγράφο, και επιθεωρούσε την αρρωστημένη παραγγελία του πάνω στο παχύ ριζόχαρτο. Ήταν η μοναδική στιγμή, σε όλες τις ώρες και τις μέρες που είχε στηθεί ακίνητος για να εξευτελιστεί για πάντα στα μάτια των ανθρώπων, που σκέφτηκε να τα γκρεμίσει όλα και να βυθίσει τη λεπίδα του στον λαιμό του καθάρματος με τα χρυσοκέντητα, μεταξωτά υποδήματα. Ήταν η στιγμή που είχε σχεδόν υποκύψει.
Ήταν η στιγμή – μία μόνο, φευγαλέα στιγμή – που, σίγουρα από την παραζάλη της οργής, του φάνηκε πως ένα πορφυρό μεταξωτό τον τύλιξε σε μια ζεστή αγκαλιά· και πήρε όλη του τη ζωή μακριά και την άφησε ελεύθερη, δίπλα σε μια ροδακινένια λίμνη που μύριζε ορχιδέες.
συνεχίζεται
Artwork by BelleDeesse from wallpaperup.com
Comments
Post a Comment