Η Eπανάσταση της Tσαγιέρας: Πρόλογος


Κάπου στην άκρη του κόσμου υπάρχει μια τσαγιέρα, που δε μοιάζει με καμιά άλλη.


    Δηλαδή, όχι ακριβώς στην άκρη του κόσμου· απλά είναι σε μια πολύ, πολύ μακρινή χώρα. Δηλαδή τόσο πολύ μακρινή, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στην άκρη του κόσμου. Και ας μη χάνουμε χρόνο θίγοντας το γεγονός ότι δεν υπάρχει «άκρη» του κόσμου – αφήστε λίγο τον εαυτό σας να απολαύσει τη ζεστή αγκαλιά των συγγραφικών υπερβολών. Και, τέλος πάντων, δεν είναι εκεί το θέμα μας.
Το θέμα μας είναι ότι αυτή η τσαγιέρα υπάρχει.
    Καταχωνιασμένη στο βάθος μιας μεγάλης βιβλιοθήκης, καταχωνιασμένης στο βάθος μιας μεγάλης αίθουσας, καταχωνιασμένης στο βάθος μιας εγκαταλελειμμένης σπιταρόνας, καταχωνιασμένης στα γαλήνια, δασώδη περίχωρα της ασφυκτικά γεμάτης και ανυπόφορα θορυβώδους πρωτεύουσας της πολύ, πολύ μακρινής χώρας που λέγαμε παραπάνω.

Και γιατί μας νοιάζει αυτή η τσαγιέρα;

    Γιατί μας νοιάζει κάτι τόσο ασήμαντα μικρό μπροστά στην τρομακτική απεραντοσύνη της φύσης; Κάτι τόσο τρομακτικά αδιάφορο απέναντι σε πραγματικά θαύματα της ανθρώπινης τεχνογνωσίας; Κάτι τόσο αδιαμφισβήτητα ανούσιο μπροστά στις δαιδαλώδεις αναζητήσεις της σκέψης και της φιλοσοφίας;

Γιατί, αλήθεια;

    Κάποιος θα απαντούσε «σαφώς, τα περίτεχνα σκαλισμένα και πολύχρωμα αστρονομικά σύμβολα και ενεργειακά σχέδια πάνω στο μαντεμένιο της σώμα – συνδυασμός που δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ πριν και δε δοκιμάστηκε ποτέ μετά».
    Κάποια θα αντέτεινε «οπωσδήποτε, το εσωτερικό της φίλτρο, φτιαγμένο από σπάνιο γαλάζιο νεφρίτη, τέλεια σκαλισμένο στο χέρι για να θυμίζει πλέγμα από σύννεφα και ουράνιες φλόγες – σύνθεση που δεν είχε φτιαχτεί ποτέ πριν και δε φτιάχτηκε ποτέ μετά».
    Κάποιος τρίτος θα πεταγόταν αναστατωμένος «μα όχι – αδιαμφισβήτητα είναι το γυάλινό της καπάκι, σκαλισμένο από κομμάτι που προέκυψε φυσικά από χτύπημα κεραυνού στην άμμο και ξεθάφτηκε πεντακάθαρο και λαμπερό στο χρώμα του ήλιου, σα να είχε επεξεργαστεί και τριφτεί για μήνες και μήνες – δώρο της φύσης που δεν είχε βρεθεί ποτέ πριν και δε βρέθηκε ποτέ μετά».
Και οι τρεις θα είχαν δίκιο· και άδικο μαζί. Η τσαγιέρα ήταν πράγματι μοναδική, από τη στιγμή της δημιουργίας της, εξαιτίας των παραπάνω χαρακτηριστικών· ξέχωρα και μαζί.
Ήταν όμως αυτά που έκαναν τη μικρή, ξεχασμένη, καταχωνιασμένη τσαγιέρα να μη μοιάζει με καμιά άλλη;
    Σίγουρα κάποιοι θα προσπάθησαν να την αντιγράψουν. Ω, αγαπητές και αγαπητοί, σίγουρα τα πρώτα της χρόνια – όταν ο μάγος Μάτου την επιδείκνυε με περηφάνια σε καλεσμένους, γείτονες και περαστικούς – κάποιοι θα πέτυχαν να φτιάξουν κάτι που θα θύμιζε ανατριχιαστικά τη μορφή και τα χρώματα και τα σχέδιά της.
    Σίγουρα, αν κάποιος την έβαζε δίπλα στα αντίγραφα εκείνα τα πρώτα χρόνια – πριν ο μάγος Μάτου την αποσύρει για πάντα από τα εγκόσμια και την καταδικάσει στη θλιβερή αχρηστία ενός απλού, οικιακού διακοσμητικού – ένα άπειρο μάτι να μην έπιανε τις τεχνικές ιδιαιτερότητες της αυθεντικής τσαγιέρας· ειδικά αν δε γνώριζαν και την ιστορία των υλικών της. Τώρα που το σκέφτομαι, ακόμα και μετά την απόσυρσή της, ένα άπειρο μάτι θα ξεγελιόταν πανεύκολα.
Ένα άπειρο αυτί όμως... μετά την απόσυρση, ακόμα κι ένα απολύτως άπειρο αυτί θα αποκάλυπτε σχεδόν αμέσως αυτό που έκανε την τσαγιέρα να μη μοιάζει σαφώς, οπωσδήποτε και αδιαμφισβήτητα με καμία άλλη.

Η μικρή, ξεχασμένη, καταχωνιασμένη τσαγιέρα.

    Που φτιάχτηκε πριν δυο εκατοντάδες χρόνια – ειδική παραγγελία παρακαλώ, ειδικότατη, πιο ειδική δεν είχε τότε – από τους τρεις καλύτερους τεχνίτες της εποχής.
    Που μούλιαζαν συχνά μέσα της τα αποξηραμένα φύλλα του πανάκριβου τσαγιού Ντα Χονγκ Πάο – και όχι όποια κι όποια φύλλα, αλλά αυτά από τους έξι εναπομείναντες πανάρχαιους, αυθεντικούς θάμνους.
    Που εκείνα τα πρώτα χρόνια, τις ώρες που δε χρησιμοποιούνταν για να προσφέρει το καλύτερο τσάι της εποχής στους καλεσμένους, άραζε περήφανη στο υπερυψωμένο κέντρο ενός τεράστιου ξυλόγλυπτου τραπεζιού, προστατευμένη μέσα σε κρυστάλλινη θήκη – από τις καλύτερες της Βοημίας – για να τη θαυμάζουν όλοι (και ήταν η ίδια θήκη που έγινε η φυλακή της, μετά την απόσυρση).
    Που τη χάζευαν σα μαγεμένοι μέχρι και οι απανταχού βασιλιάδες και αυτοκράτορες· και πολλοί είχαν προσφέρει – μάταια – κιλά και κιλά χρυσάφια και πολύτιμους λίθους και μπαχαρικά για να την αποκτήσουν.
    Και που ο μάγος Μάτου, λίγο πριν πεθάνει, την έβγαλε προσεκτικά από τη θήκη και αντί να την προσφέρει ή να την πουλήσει σε κάποιον που θα τη χρησιμοποιούσε και πάλι – όπως ίσως θα ήλπιζε η τσαγιέρα, αν οι τσαγιέρες είχαν συνείδηση και ελπίδες και δεν ήταν άψυχα αντικείμενα – τη στρίμωξε στο βάθος της βιβλιοθήκης, στο βάθος της αίθουσας, στο βάθος της σπιταρόνας του, στα περίχωρα της πρωτεύουσας της πολύ, πολύ μακρινής χώρας.
Για να μην τη βρει κανείς και ποτέ.
Αλλά γιατί;

Γιατί, αλήθεια;

    Γιατί ο ισχυρότερος μάγος εκείνη την εποχή, διάλεξε να στερήσει την πλάση από ένα τόσο υπέροχο κομψοτέχνημα ακόμα και μετά τον θάνατό του, για το οποίο είχε πληρώσει τόσο με νομίσματα όσο και με χάρες και υποχρεώσεις, ανθρώπινες και μαγικές;
    Και πιο πριν, γιατί το είχε καταδικάσει να μαραζώνει μόνιμα σε αχρηστία μέσα στην κρυστάλλινη θήκη, μόλις λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του – αυτό το υπέροχο απ’όλες τις απόψεις δοχείο, που θα έκανε το τσάι Ντα Χονγκ Πάο να ανατριχιάζει από ανείπωτη και αξεπέραστη ευχαρίστηση κάθε φορά που μούλιαζε στο εσωτερικό του φίλτρο, αν τα φύλλα τσαγιού είχαν συνείδηση και αισθητήρια κέντρα και δεν ήταν άψυχα αντικείμενα;
Ή μήπως η σημαντικότερη – αν και φαινομενικά άσχετη – ερώτηση είναι:
Γιατί την έφτιαξε εξαρχής;
    Άλλωστε, όπως έγραψα στην αρχή, το θέμα μας δεν είναι ότι η τσαγιέρα φυλακίστηκε σε μια κρυστάλλινη θήκη ή κρύφτηκε σε μια μεγάλη βιβλιοθήκη από ένα ζευγάρι χλωμά, ρυτιδιασμένα χέρια· τουλάχιστον όχι τώρα.
Το βασικό θέμα μας παραμένει
· η τσαγιέρα υπάρχει.

Κάπου στην άκρη του κόσμου υπάρχει μια καημένη, ταλαίπωρη τσαγιέρα, που δε μοιάζει με καμιά άλλη.

Και αυτή, είναι η ιστορία της καταστροφής της.


συνεχίζεται
 
Artwork: promotional photo for Tea Ceremony Exhibit (2019) by artless+asahiyaki

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση