6. Σάουιν: Το τέλος

Λούκιους Σεπτίμιους Σέβερους (λατιν. Lucius Septimius Severus) = αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (193-211 μ.Χ.), που ηγήθηκε της τελευταίας εισβολής στην Καληδόνα (σημ. Σκωτία) πέρα από το τείχος του Αντονίνου (κοντά στο “ύψος” του Εδιμβούργου – χτίστηκε πολύ αργότερα και βρισκόταν πολύ βορειότερα από το τείχος του Αδριανού)
*το όνομα Ροθιμέρχους (σκωτ. Rothiemurchus / προφορά: roth-e-mu(e)r-hu(e)s / the h is hard) εμφανίζεται σε γραφές και ιστορίες, από τον 8ο αι. και μετά / χρησιμοποιείται εδώ, χάριν της υπόθεσης και καθώς δεν υπάρχει ξεκάθαρη, παλαιότερη ονομασία
*Το όνομα Λέβαρχαμ (αγγλ. Levarcham) συναντάται σε θρύλους των Πικτών (Πίκτες = ζωγραφιστοί / έτσι έλεγαν υποτιμητικά οι Ρωμαίοι κυρίως τους Καληδόνες)
Καλγκάκους (αγγλ. Calgacus) = ο αρχηγός των Καληδόνων, στη μάχη του Όρους Γράουπιους (Γκρόπιους) το 84 μ.Χ. και αντίπαλος του Αυτοκράτορα Αγκρικόλα
Πομόνα (λατιν. Pomona) = η ρωμαϊκή θεότητα των καρπών, της συγκομιδής αλλά και της γητειάς / συχνά απεικονιζόταν με μήλα, το φρούτο που συνδέεται με μυστηριακές μεθόδους αλλά και τον κόσμο της μαγείας (το μήλο ως σύνδεσμος με τον Αλλόκοσμο υπήρχε και στην κουλτούρα των Κελτών και των Δρυίδων) / η γιορτή της Πομόνα ήταν την 1η Νοεμβρίου
 

Ροθιμέρχους, Καληδόνα, 210 μ.Χ.

     Ο Λούκιους Σεπτίμιους Σέβερους κατέβηκε από το άλογό του και κοίταξε, για μερικές στιγμές, το υπέροχο, μεγαλειώδες δάσος που απλωνόταν μπροστά του, αγκαλιασμένο από τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος.
“Πώς το είπαμε αυτό εδώ το μέρος, Σέρντικ;” ρώτησε τον άνδρα που στεκόταν μαζεμένος δίπλα του.
“Ροτιμάρκους το λένε οι Πίκτες, Αυτοκράτορα” απάντησε εκείνος, κάπως φοβισμένα. “Ή κάπως έτσι.”
“Ή κάπως έτσι...” επανέλαβε ο Σέβερους. “Και πού μας περιμένουν οι δικοί μου;”
“Σε έναν λόφο, εδώ κοντά.”
“Πώς λέγεται αυτός;”
Ο Σέρντικ φάνηκε να δυσφορεί και να ιδρώνει. “Νομίζω...Τουλάκ Ντρι, Αυτοκράτορα.”
“Νομίζεις;”
“Είναι τόσο δύσκολη γλώσσα...”
“Όμως, δε δυσκολεύτηκες καθόλου να παριστάνεις τον αθώο κυνηγημένο όταν ήρθες ανάμεσά τους και ύστερα να τους προδώσεις σε εμένα. Δε σε επιπλήττω για την προδοσία βέβαια, που θα μου χαρίσει τεράστιο πλεονέκτημα στην εκστρατεία μου.”
“Είναι πολύ δύσκολη γλώσσα” μουρμούρισε πάλι ο Σέρντικ.
“Απλά σε συμβουλεύω, σε περίπτωση που αποφασίσεις να επωφεληθείς και μελλοντικά από τον ρόλο του προδότη. Δείχνει επιμέλεια και προσοχή στη λεπτομέρεια, η καλή γνώση της γλώσσας των αντιπάλων σου. Ελαχιστοποιεί και τα λάθη στη μετάφραση, που μπορεί να αποβούν μοιραία για κάποια σχέδια.”
“Μάλιστα.”
“Ας είναι. Θα προλάβουμε σίγουρα κάποιον ζωντανό, για να μας πει τις σωστές ονομασίες.”
“Μάλιστα.”
“Οι εξελισσόμενες γνώσεις μου για τις λέξεις τους θα είναι και δείγμα καλής θέλησης από μέρους μου, για όσους Καληδόνες αποφασίσουν να παραδοθούν χωρίς μάχη και να ενταχθούν στο λαό της Αυτοκρατορίας.”
“Έχετε δίκιο.”
“Σαφώς και έχω δίκιο” ορθώθηκε περήφανος. “Υπέροχη τοποθεσία” αναστέναξε αφήνοντας το βλέμμα του να βυθιστεί στο απέραντο πανάρχαιο δάσος που απλωνόταν μπροστά τους. “Σε υπνωτίζει, μοιάζει να είναι φερμένη από άλλο κόσμο.”
Τα χέρια του Σέρντικ άρχισαν να τρέμουν ελαφρά.
“Τι συμβαίνει;”
“Απλά...τέτοια λόγια, τέτοια νύχτα Αυτοκράτορα...”
“Α, ναι. Η Γιορτή των Νεκρών τους, ε;”
“Περίπου. Όχι ακριβώς. Αλλά περίπου. Γιορτάζουν το τέλος του καλού καιρού και των φωτεινών ημερών. Υποδέχονται τον χειμώνα. Και, τυγχάνει σήμερα, τα πέπλα ανάμεσα στον κόσμο αυτόν, τον κόσμο των Νεκρών και τον κόσμο των Πλασμάτων της Μαγείας και των Θεών τους να είναι πεσμένα. Όχι, όχι πεσμένα. Να είναι σα να μην υπάρχουν. Ή να έχουν τραβηχτεί. Ή-”
“Ναι, κατάλαβα” τον έκοψε εκνευρισμένος. “Είναι προφανές ότι και με τη λατινική γλώσσα έχεις δυσκολία.”
“Μάλιστα.”
“Ας μη χάνουμε χρόνο” ο Σέβερους έκανε νόημα στους λιγοστούς στρατιώτες που κρύβονταν στις σκιές γύρω του να ανάψουν τους δαυλούς και ανέβηκε πάλι στο άλογό του.
Ο Σέντρικ τυλίχτηκε περισσότερο με τη μάλλινη κάπα του και ξεκίνησε να περπατάει προς τα δέντρα.
“Υπέροχο μέρος...” είπε πάλι ο Αυτοκράτορας, καθώς κατέβηκε γρήγορα τον μικρό λόφο και μπήκε στο δάσος.

***

     Βημάτισαν αργά και αμίλητοι για περίπου μία ώρα, μέχρι που το φρεσκοσχηματισμένο μονοπάτι – από τα εκατοντάδες άλογα των υπόλοιπων Ρωμαίων, που είχαν μπει το περασμένο μεσημέρι – άρχισε να ανηφορίζει ελαφρά.
Τα πρώτα πτώματα, φάνηκαν μερικές δεκάδες πόδες μακρύτερα. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά με απλά, χωριάτικα ρούχα. Χωρίς σοβαρά όπλα στα χέρια ή δίπλα τους, πέρα από τα απλά μαχαίρια και δρεπάνια για καθημερινές και γεωργικές εργασίες, ίσως και ελάχιστα ρόπαλα. Κιούπια και μεγάλες, ξύλινες λεκάνες πεταμένες ή σπασμένες ολόγυρά τους, γεμάτα με καρπούς και σπορά, παστό κρέας και φρούτα. Διάφορα μικρόσωμα ζώα, κουνέλια και τρωκτικά, δεμένα πολλά μαζί από τα πόδια.
“Προσφορές για το Σάουιν” ψιθύρισε ο Σέρντικ, με μάτια γουρλωμένα.
“Σε ταλανίζει η πείνα ή η συνειδητοποίηση για όσα προκάλεσες;” ρώτησε ο Σέβερους.
Ο προδότης δεν απάντησε.
“Σάουιν είναι το όνομα της αποψινής τους γιορτής;”
“Μάλιστα” είπε απρόθυμα.
“Γι’ αυτή τη λέξη είσαι σίγουρος ή να τη συμπληρώσω στη λίστα με όσες πρέπει να επιβεβαιώσω;” γέλασε ο Αυτοκράτορας και χτύπησε τα καπούλια του αλόγου του για να φύγει μόνος του μπροστά.
Η μάχη είχε τελείωσει προφανώς – ίσως σφαγή να ήταν πιο σωστό – και δεν κινδύνευε. Οι στρατιώτες που τον προστάτευαν, τον ακολούθησαν αμέσως, αφήνοντας πίσω τον Σέρντικ που είχε γύρει πάνω σε ένα δέντρο και ξερνούσε.

***

     Όσο ανέβαινε ο δρόμος και αραίωναν τα δέντρα, τόσο πλήθαιναν οι νεκροί κι άρχιζαν να εμφανίζονται και μερικοί λεγεωνάριοι ανάμεσά τους. Οι οπλές των αλόγων ήταν ξαφνικά σα να πατούσαν σε λάσπη κι όπως πολύ σύντομα συνειδητοποίησε ο Σέβερους, ήταν αίμα που είχε ποτίσει το χώμα και τα λιγοστά φθινοπωρινά φύλλα μέσα στο αειθαλές δάσος.
Τα πεταμένα όπλα – μεγάλα, σφυρήλατα σπαθιά και αιχμηρά δόρατα – αυξήθηκαν δραματικά και σύντομα είδαν μπροστά τους, εκεί που γύμνωνε ο λόφος στην κορφή του, ζωντανούς στρατιώτες να τριγυρνούν αργά ανάμεσα στα πτώματα και να σιγουρεύονται πως οι νεκροί Καληδόνες θα παρέμεναν έτσι ή να ψάχνουν για ζωντανούς δικούς τους.
Όταν ο Σέβερους βγήκε στο ανοιχτό πεδίο, του κόπηκε η ανάσα.
    Μια τεράστια δρυς ορθωνόταν ακλόνητη μέσα από το σωρό των άψυχων σωμάτων, αιώνια και απόρθητη, βαμμένη στα ιώδη και πορφυρά χρώματα του ηλιοβασιλέματος.
Είχε μαγευτεί τόσο από το υπέροχο και ταυτόχρονα μακάβριο θέαμα, που δεν ανταποκρίθηκε ούτε στο ελάχιστο, όταν οι δικοί του τον πήραν χαμπάρι και ακινητοποιήθηκαν στις θέσεις τους, χαιρετώντας την άφιξή του μετά τη νίκη.
“...αιχμαλώτους!” τον ξύπνησε η βαριά φωνή του Λεγκάτου.
“Τι;”
“Έχουμε αιχμαλώτους Αυτοκράτορα, όπως ζητήσατε! Ένας εξ αυτών πιθανότατα απόγονος του Καλγκάκους!”
“Δρυίδες;”
“Συγγνώμη;”
“Δρυίδες κρατήσατε όπως σας ζήτησα;”
“Μάλιστα. Όλοι παραδόθηκαν αμέσως και αμαχητί” είπε υποτιμητικά ο Λεγκάτος “αγνοώντας εμφανώς τις προειδοποιήσεις των Πολεμιστών να φύγουν για να γλιτώσουν.”
“Θέλω να δω τον επικεφαλής τους.”
“Των Δρυίδων Αυτοκράτορα;”
“Ναι. Αμέσως.”
“Όχι των Πολεμιστών;”
Κοίταξε ψυχρά τον Λεγκάτο και το φως της δύσης τον έκανε να μοιάζει κατακόκκινος από θυμό.
“Μάλιστα Αυτοκράτορα. Την επικεφαλής” γύρισε να φύγει.
Την;”
“Μάλιστα.”
Ο Σέβερους γέλασε δυνατά, όσο ο Λεγκάτος έτρεχε πάνω στα πτώματα, γκαρίζοντας εντολές.
Αφού κλώτσησε μερικούς νεκρούς για να κάνει χώρο, τακτοποιήθηκε πάνω στις υπερμεγέθεις ρίζες της δρυός, απλωμένος και ευθυτενής σαν να καθόταν στο θρόνο του, πίσω στη Ρώμη. Ατένισε και πάλι με περηφάνια το Ροθιμέρχους από αυτήν την πλευρά, που είχε βαφτεί κι αυτό στις αποχρώσεις του λυκόφωτος και ήταν πια ολόδικό του.
“Λούκιους Σεπτίμιους Σέβερους...η Λέβαρχαμ” άκουσε τη φωνή του Λεγκάτου και το βλέμμα του επέστρεψε μερικά βήματα μπροστά του.
     Η γυναίκα που παρουσιάστηκε, στεκόταν το ίδιο ευθυτενής και περήφανη, αν όχι περισσότερο – και αυτό ήταν το πρώτο που έκανε τους μύες του προσώπου του να σφιχτούν στιγμιαία από εξοργιστική αμηχανία. Ήταν ψηλή, με μακριά, σκούρα μαλλιά και σκούρα μάτια. Το πρόσωπό της ήταν βαμμένο με σχέδια και σύμβολα και επιπλέον στολισμένο με ένα ειρωνικό χαμόγελο κιτρινισμένων δοντιών – που όμως, έμοιαζε να μην κλέβει ούτε στάλα από την περίεργη, υπνωτιστική ομορφιά και μεγαλοπρέπειά της. Και αυτό ήταν το δεύτερο.
Ο δαυλός που κρατούσε ο Λεγκάτος την έκανε να μοιάζει με αιθέρια και τρομακτική θεά.
“Πού είναι ο Σέρντικ;” απαίτησε να μάθει από τον επικεφαλής της Λεγεώνας του. “Χρειάζομαι κάποιον για τη γλώσσα, όσο χάλια κι αν τη μιλά.”
“Δε χρειαζόμαστε κανέναν” απάντησε η Λέβαρχαμ, σε άψογα λατινικά.
Και αυτό ήταν το τρίτο.

***

     “Λοιπόν, Αυτοκράτορα των Ρωμαίων;” ρώτησε ήρεμα η Δρυίδης, αφού την έγδυσαν και την έδεσαν στον κορμό, με εντολές του Σέβερους. “Είμαι αρκετά εξευτελισμένη τώρα στα μάτια σου;”
“Δε νιώθεις αρκετά εξευτελισμένη;” τη ρώτησε εκείνος υποτιμητικά.
Ανασήκωσε ελάχιστα τους ώμους της. “Κάποιος ίσως παρατηρήσει πως τώρα στέκομαι ψηλότερα απ’ότι πριν απέναντί σου” χαμογέλασε πάλι.
“Θέλεις να δώσω εντολή να σε ξαναδέσουν, αλλά γονατισμένη;”
“Θέλεις εσύ να δώσεις αυτήν την εντολή και να καταλάβουν την ανασφάλειά σου;”
“Έσφαξα το λαό σου” έδειξε γύρω τους.
“Όχι εσύ αλλά οι στρατιώτες σου. Και, αν θεωρείς κατόρθωμα το ότι σχεδόν χίλιοι πεντακόσιοι λεγεωνάριοι έσφαξαν κάποιες εκατοντάδες αμάχων και μερικές δεκάδες Πολεμιστών ανάμεσά τους...τότε ναι. Τους έσφαξες. Εύγε.”
Τα δόντια του Σέβερους έσφιξαν τόσο πολύ, που ένιωσε να τον τσούζουν τα ούλα του.
“Πώς λέγεται αυτό το μέρος;” άλλαξε το θέμα της συζήτησης.
“Ο λόφος;”
“Ναι.”
“Τούλαχ Ντρου.”
“Και το δάσος;”
“Ροθιμέρχους. Σκοπεύεις να ξοδέψεις τον λιγοστό χρόνο που σου απομένει για να μάθεις τη γλώσσα μας;”
“Θα ήταν σχεδόν ιεροσυλία να προσπαθήσει κάποιος για να μάθει μια τόσο βάρβαρη γλώσσα” είπε και της γύρισε την πλάτη, θεωρώντας πως την είχε προσβάλλει, αλλά σταμάτησε και έγειρε το κεφάλι του. “Τον λιγοστό χρόνο που μου απομένει;”
Η Λέβαρχαμ γέλασε πνιχτά.
“Με τέτοιες αηδίες τρομάζετε, εσείς οι Δρυίδες, τους απλούς ανθρώπους του λαού σας; Άδειες προφητείες και απειλές;” της γρύλισε και την πλησίασε.
Δεν του απάντησε αλλά τον κάρφωσε με τα σκούρα μάτια της και την αντανάκλαση της φλόγας του δαυλού που τρεμόπαιζε μέσα τους.
“Ποιος να με σκοτώσει εδώ;” ανέβασε τον τόνο της φωνής του, για να ξορκίσει το περίεργο συναίσθημα που τον τύλιξε - και να δείξει σε όσους δικούς του παρίσταναν πως δεν τους παρακολουθούσαν στενά, πως διατηρούσε πάντα το πλεονέκτημα σε οτιδήποτε. “Νομίζεις πως δε γνωρίζω ποιοι είναι οι πραγματικοί άρχοντες της Καληδόνας; Άλλοι, πριν από εμένα, στόχευαν πρωτίστως και τυφλά τους Πολεμιστές. Αλλά εγώ...εγώ, σας κατάλαβα καλύτερα απ’όλους. Οι περίφημοι Δρυίδες, με τα λόγια και τις γητειές τους, που ακόμα και οι Αρχηγοί των φυλών γονατίζουν μπροστά σας και υπακούν κάθε οδηγία που δίνετε και κάνουν κάθε θυσία που απαιτείτε. Και, ποια καλύτερη αφορμή για να σας βρω όλους μαζεμένους, από την αποψινή γιορτή του μεγαλύτερου Δρυμού στην περιοχή; Νενίκηκα. Είναι η αρχή του τέλους.”
“Δεν έχεις σκοτώσει όλους τους Δρυίδες.”
“Κι όμως, έχω στα χέρια και το έλεός μου, τους ισχυρότερους. Δε συμφωνείς;”
“Ένας προδότης ανάμεσά μας” συνειδητοποίησε χαμηλόφωνα η Λέβαρχαμ, χωρίς όμως να φαίνεται έκπληκτη.
“Δε φαίνεσαι θυμωμένη.”
“Δεν είμαι.”
“Δεν οργίζεσαι που θα σβήσετε κάτω από τον Ρωμαϊκό Αετό;”
“Δε θα σβήσουμε” απάντησε χαμογελώντας πάλι.
     Ο Σέβερους πήγε να μιλήσει μα κοντοστάθηκε. Του φάνηκε πως είδε μια κατάλευκη φοράδα να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα, στ’αριστερά του. Και, από πού είχαν έρθει αυτά τα σύννεφα που μαζεύονταν ξαφνικά πάνω από την περιοχή;
“Δεν άναψε η ιερή φλόγα του Σάουιν απόψε” ψιθύρισε η Δρυίδης. “Είναι αναστατωμένοι.”
“Ποιοι;”
“Οι Άιζ-Σίι. Και ο Ντον, με τους νεκρούς στην αγκαλιά του.”
“Δε φοβάμαι τα δήθεν σκοτεινά λόγια σου μάγισσα. Νυχτώνει η παραμονή της Πομόνα και οι περίεργοι θεοί σας δε θα μπορούσαν ποτέ να σταθούν δυνατοί μπροστά στη λάμψη της.”
“Θα έπρεπε να φοβάσαι, Λούκιους Σεπτίμιους Σέβερους” είπε αργά και κοφτά το πλήρες όνομά του, σα να το έπλεκε σε ξόρκι. “Και θα φοβάσαι, πολύ σύντομα. Είσαι μακριά, πολύ μακριά από την επικράτεια των δικών σου θεών και των δικών σου νεκρών. Και έπνιξες τη νύχτα του Σάουιν, στο αίμα των δικών της πιστών.”
     Είδε τη φοράδα πιο καθαρά τώρα. Ήταν σα να έτρεχε, κυκλώνοντας τον λόφο με ταχύτητα που τα μάτια του δεν προλάβαιναν να καταγράψουν. Τα σύννεφα άστραψαν από πάνω του – από πού έρχονταν αυτά τα ξαφνικά ουρλιαχτά;
“Εκεί! Πιάστε τον!” φώναξε στους δικούς του, δείχνοντας στην άλλη άκρη του λόφου μια σκοτεινή μορφή, που έμοιαζε να έχει τεράστια κέρατα ελαφιού στο κεφάλι.
Οι στρατιώτες τον κοίταξαν μπερδεμένοι. Ο Λεγκάτος έφτασε άμεσως δίπλα του.
“Πού;” ρώτησε.
“Εκεί! Δεν τον βλέπεις;”
“Όχι Αυτοκράτορα. Αλλά είναι και οι σωροί με τα πτώματα, ίσως τα μπερδεύω-”
“Μα είσαι τυφλός!; Είναι όρθιος ανάμεσα στα πτώματα, είναι πανύψηλος!”
Ο Λέγκατος άνοιξε το στόμα του αλλά δε βγήκε λέξη. Υποκλίθηκε κοφτά και έτρεξε στο σημείο που έδειχνε ο Σέβερους.
“Κι άλλος!” του φώναξε ύστερα από λίγο. “Στην άλλη πλευρά του λόφου, εκεί! Άνδρες, είναι εκεί, προλάβετέ τον!” κοίταξε γύρω του μανιασμένα. “Κι άλλοι δύο, εκεί απ’όπου ήρθαμε! Είναι ακίνητοι, τι κάνετε, γιατί δεν τους πιάνετε!;”
“Καλύτερα να κάτσεις” τον έκοψε η Λέβαρχαμ. “Θα έχεις μια δύσκολη νύχτα.”
“Πάψε μάγισσα! Τι μου έκανες!;” την χαστούκισε.
Εσύ τα έκανες όλα αυτά. Εσύ μαγάρισες το Σάουιν.”
     Πλήθη από μικρά, χλωμά φώτα φάνηκαν ανάμεσα στα δέντρα. Δεκάδες λύκοι άρχισαν να αλυχτούν όλοι μαζί. Τα σύννεφα βόγγηξαν και στριφογύρισαν πάνω από το κεφάλι του. Ζαλίστηκε και γονάτισε. Οι μορφές με τα κέρατα εμφανίστηκαν γύρω του, λίγα μόλις βήματα μακριά του.
“Πιάστε τους! Πιάστε τους!” γκάριξε και έπιασε το κεφάλι του, που το ένιωθε να ραγίζει.
“Θα σκοτώσεις τους ισχυρούς των Δρυίδων” η φωνή της Λέβαρχαμ αντήχησε μέσα στο άδειο του μυαλό. “Θα επιστρέψεις νικητής. Αλλά δε θα μας έχεις σκοτώσει όλους. Σίγουρα δε θα σβήσεις τους θεούς, τους ήρωες και τους νεκρούς μας, που περπατούν δίπλα μας, πίσω από τα πέπλα. Μέχρι το επόμενο Σάουιν, θα πεθάνεις βουλιάζοντας στους εμετούς σου. Και κανένας δικός σου δε θα ξαναπατήσει το πόδι του στην ευλογημένη μας χώρα!”
Ο Λεγκάτος πετάχτηκε δίπλα στον Αυτοκράτορά του, που χτυπιόταν βασανισμένα. Ξεθηκάρωσε το σπαθί του και το βύθισε στο στομάχι της Λέβαρχαμ.
“Είχες απόλ-πόλυτο δίκιο Σ-σέβερ-Σέβερους” ψέλισσε εκείνη, φτύνοντας αίμα. “Είν-είναι. Η αρχή του τέλους.”
 
Α. Γάρδα

*Ο Λούκιους Σεπτίμιους Σέβερους ήταν ο τελευταίος Ρωμαίος Αυτοκράτορας, που επιχείρησε εισβολή και εκστρατεία στην Καληδόνα. Αφού ανέπτυξε επιτυχώς τον στρατό του στα βάθη της χώρας, επέστρεψε άρρωστος στο Εμποράκουμ (σημ. Γιορκ) όπου και πέθανε το 211 μ.Χ. Ο γιος του, Αντωνίνους (γνωστός και ως Καρακάλλα) δε συνέχισε στα βήματά του και απέσυρε μόνιμα τον στρατό. Τα Βρεταννικά εδάφη της Αυτοκρατορίας, παρέμειναν νότια του τείχους του Αδριανού μέχρι και το 410-411 μ.Χ., που οι Ρωμαίοι έφυγαν πλήρως από τη Βρεταννία.

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Το Πηγάδι

Ο ήχος του απείρου

Halloween 2023: Υπόσχεση