The Silent Suppers: The Sixth
Ο Φέιλαν στηρίχτηκε στο σκαλιστό μπαστούνι του και περπάτησε αργά προς την εξώπορτα. Ύστερα, γύρισε και επιθεώρησε – υπό το φως ενός μεγάλου, μοναδικού κεριού, το μεγάλο τραπέζι στη μέση του σπιτιού, στρωμένο για το δείπνο του Σάουιν. Δεν ήταν και πολύ σίγουρος όταν οργάνωνε τη μάζωξη, μα απ’ότι φαινόταν, θα κάθονταν άνετα όλοι οι καλεσμένοι του, μαζί με τους νεκρούς. Χαμογέλασε αυτάρεσκα· κάτι άξιζαν ακόμα αυτά τα ροζιασμένα χέρια, κάτι μπορούσε να καταφέρει ακόμα, αυτός ο ξεμωραμένος ηλικιωμένος που έβλεπε κάθε μέρα στον καθρέπτη του. Και ειδικά για χάρη του Γκρέγκορ, μπορούσε να καταφέρει τα πάντα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η μεγάλη φωτιά της γιορτής στην κορυφή του λόφου απέναντι, φαινόταν να σβήνει σιγά-σιγά. Σύντομα ο κόσμος θα κατέβαινε. Σύντομα θα ξεκινούσε το δείπνο. Σύντομα ο Φέιλαν θα αποχαιρετούσε τον Γκρέγκορ, όπως του έπρεπε. Μέχρι να τον ξαναβρεί στον Αλλόκοσμο· σύντομα κι εκείνος μάλλον, αν έκρινε από τους πόνους σε όλο του το σώμα και αυτόν τον επίμονο βήχα