The Silent Suppers: The Second

     Η Άσλινγκ επιθεώρησε με περηφάνια το τραπέζι που είχε ετοιμάσει για το δείπνο. Το σερβίτσιο του μπαμπά στην κορυφή του τραπεζιού και της μαμάς στα δεξιά του. Το δικό της στ’αριστερά του και του Μπρίαν απέναντί του. Η μεγαλύτερη κανάτα του σπιτιού ήταν γεμάτη ζεστό ζύθο. Η πιατέλα με τα παστά κρέατα βρισκόταν φορτωμένη στο κέντρο και γύρω της μικρές γαβάθες με διάφορα συνοδευτικά. Μία με βραστές πατάτες, καλοβουτυρωμένες και ξινές, όπως άρεσαν του Μπρίαν. Μία με ψητά, πικάντικα φασόλια, λιωμένα σε παχύρευστο χυλό, για τη μαμά. Μια τρίτη για το μπαμπά, με άγριο ρύζι και κουκουνάρι. Άλλη μία, με δυο-τρία αχνιστά κάστανα, που λάτρευαν οι γονείς της και που είχε βρει πανάκριβα από έναν έμπορο, περαστικό από το χωριό – και είχε ξοδέψει όλες της τις οικονομίες για να τα αγοράσει, μήπως και τους έκανε λίγο να χαμογελάσουν. Και τέλος, μια άδεια γαβάθα στην άκρη του τραπεζιού· για τα άγρια ραπανάκια που είχε υποσχεθεί να της φέρει ο μπαμπάς από την αγορά της πόλης, πριν γυρίσει από τη δουλειά – που τόσο της άρεσαν και της είχαν λείψει, γιατί δεν τα έφερναν συχνά στην αγορά του χωριού.
    Η Άσλινγκ κοίταξε με ανυπομονησία την πόρτα. Σε λίγο θα ερχόταν η μαμά από τη γιορτή του Σάουιν, με την ιερή φλόγα στα χέρια της και το πνεύμα του Μπρίαν στο κατόπι της. Σε λίγο θα επέστρεφε και ο μπαμπάς από τη δουλειά και την πόλη, με τα ραπανάκια. 
    Τακτοποίησε λίγο καλύτερα τις καρέκλες γύρω από το τραπέζι. Παρατήρησε πως σε εκείνη του Μπρίαν είχαν χαλαρώσει λίγο τα σχοινιά από το πίσω πόδι και κουνιόταν ανεπαίσθητα. Την αντάλλαξε με τη δική της και ένευσε ικανοποιημένη. Κοίταξε κλεφτά την άδεια γαβάθα, που περίμενε τα ραπανάκια.
    Η μαμά μπήκε σπίτι λίγη ώρα μετά. Τα μάτια της ήταν σκαμμένα από το κλάμα – όπως κάθε μέρα εδώ και μήνες, από τότε που έχασαν τον Μπρίαν – και έσερνε τα βήματά της σα να μην ήξερε πώς να περπατάει πια· μα κρατούσε το φανάρι από στομαχόδερμα, με την ιερή φλόγα από τη γιορτή του Σάουιν, πιο προσεκτικά και από τον Μπρίαν όταν ήταν μωρό.
    Η Άσλινγκ ανασήκωσε τα φρύδια της και προσπάθησε να χαμογελάσει. Σήκωσε τα χέρια της και έδειξε το στρωμένο τραπέζι, μα αμέσως τα κατέβασε αργά, βλέποντας τη μαμά να μην της ρίχνει ούτε ένα βλέμμα. Έκανε πως έστρωσε λίγο καλύτερα το τραπεζομάντηλο για μια στιγμή και έτρεξε να τη βοηθήσει με το φανάρι.
    Η μαμά το τράβηξε απότομα και το έσφιξε στην αγκαλιά της – τόσο σφιχτά, φάνηκε της Άσλινγκ, που κόντεψε να σκάσει και να πετάξει σπίθες παντού. Κι ύστερα, χαλάρωσε· προσπέρασε το κορίτσι και άναψε το τζάκι του σπιτιού με την ιερή φλόγα. Κι έμεινε να κοιτά τη φωτιά σα μαγεμένη, κουνώντας νευρικά τα χέρια της μήπως και κατάφερνε, κάπως, να τη χαιδέψει.
    Η Άσλινγκ πήρε μια βαθιά ανάσα. Έκατσε στο πάτωμα, δίπλα στη μαμά και έγειρε απαλά πάνω στην πλάτη της και αφέθηκε να κουνηθεί μαζί της, χωρίς να την ενοχλεί.
    Ο μπαμπάς ήρθε σπίτι λίγο αργότερα. Η Άσλινγκ γύρισε και χαμογέλασε, αλλά μαζεύτηκε βλέποντας τα χέρια του άδεια. Σηκώθηκε και τον βοήθησε να βγάλει το παλτό του, χουφτώνοντας διακριτικά τις τσέπες μήπως και είχε χώσει τα ραπανάκια εκεί για να μην τα κουβαλάει με τέτοιο κρύο. Κι όταν όλο το παλτό ψάχτηκε και διπλώθηκε δυο και τρεις φορές, η Άσλινγκ το κοίταξε ανέκφραστη για λίγες στιγμές. Τα φρύδια της πήγαν να σμίξουν και τα σαγόνια της σφίχτηκαν· αλλά πήρε μια βαθιά ανάσα και τα ξέχασε όλα, για χάρη του Μπρίαν.
Ο μπαμπάς την προσπέρασε χωρίς να την κοιτάξει και έκατσε δίπλα στη μαμά, μπροστά στο τζάκι.
    Όταν αποφάσισαν να κάτσουν στο τραπέζι, ήταν η πρώτη φορά που την κοίταξαν. Μόνο για λίγο· μόνο για να της κάνουν νόημα να σερβίρει. Κι ύστερα έριξαν πάλι το βλέμμα τους ο καθένας στο πιάτο του, δίχως αντίδραση για το μυρωδάτο κρέας ή τα φροντισμένα συνοδευτικά. Η μαμά μόνο άφησε να της ξεφύγει ένας λυγμός στη φρέσκια θέα της άδειας καρέκλας του Μπρίαν. Πήρε την άδεια γαβάθα που προοριζόταν για τα ραπανάκια και σκέπασε το γεμάτο δικό του, για να μην το βλέπει. Η Άσλινγκ έκανε να σηκώσει το χέρι της για να τη σταματήσει, μα δεν πρόλαβε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στο καπακωμένο πιάτο· κι έμοιαζε, πίσω από τα βουρκωμένα της μάτια, να είναι το γεμάτο που πατούσε το άδειο κι όχι όπως ήταν πραγματικά.
    Η μαμά και ο μπαμπάς έτρωγαν μικροσκοπικές μπουκιές, ανάμεσα στα ρουφήγματα της μύτης τους και τα σκουπίσματα των ματιών τους. Μα η Άσλινγκ έφαγε το σκέτο της κρέας γρήγορα και λαίμαργα, σαν να ήταν αυτό το μοναδικό που της είχε απομείνει στον κόσμο για να τη γεμίσει.
    Στην τελευταία μπουκιά, ένιωσε να πνίγεται. Πάλεψε να πάρει ανάσα και άρχισε να βήχει. Ο μπαμπάς έσπρωξε την κανάτα προς το μέρος της και η μαμά της έδειξε το ποτήρι της· και συνέχισαν να τρώνε, κοιτώντας την άδεια θέση με ελπίδα. Η Άσλινγκ συνέχισε να πνίγεται μόνη.
Η καρέκλα της τραντάχτηκε.
Τα σχοινιά του ποδιού έσπασαν.
Βρέθηκε να πέφτει προς τα πίσω.
    Ήταν μια φορά, πριν μερικά χρόνια, που βρέθηκε με τον Μπρίαν σε μια πλαγιά. Οι δυο τους κατέβαιναν τις χαλικαριές και τα χορτάρια, γελώντας και τραγουδώντας. Μα η Άσλινγκ έχασε κάποια στιγμή το βήμα της και βρέθηκε να σέρνεται και να κυλά με την πλάτη. Ο Μπρίαν, ο θεόρατος, παντοδύναμος, καλός της αδελφός, πρόλαβε και την άρπαξε και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Γύρισε το σώμα του για να την προστατέψει και κύλησαν μαζί μέχρι το τέλος της πλαγιάς. Λίγη ώρα μετά, όταν την κουβαλούσε στην πλάτη του πηγαίνοντας προς το σπίτι, το εκτεθειμμένο δέρμα του μέσα από τα σκισμένα του ρούχα, μύριζε αίμα και λάσπη και μούχλα από τα χορτάρια.
    Πώς της φάνηκε της Άσλινγκ, όταν έσπασε η καρέκλα και άρχισε να πέφτει προς τα πίσω, πως όλο το σπίτι μύρισε αίμα και λάσπη και μούχλα από τα δροσερά χορτάρια του φθινοπώρου. Πώς της φάνηκε σαν να φύσηξε κάποιος μαγικός άνεμος πίσω από την καρέκλα και να της έκοψε τη φόρα, ακουμπώντας την στο ξύλινο πάτωμα μαλακά.
    Ανασήκωσε το κεφάλι της έντρομη. Η μαμά και ο μπαμπάς την κοιτούσαν έκπληκτοι, μα κανείς τους δεν κουνήθηκε. Μόλις συνειδητοποίησαν πως ήταν καλά, έστρεψαν και πάλι όλη τους την προσοχή στην άδεια θέση. Η μαμά άρχισε να κλαίει πάλι. Ο μπαμπάς της έσφιξε το χέρι και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
    Η Άσλινγκ σηκώθηκε, έσπρωξε τα κομμάτια της σπασμένης καρέκλας και άπλωσε το χέρι της να πιάσει την άλλη, του Μπρίαν, για να κάτσει.
Η μαμά γούρλωσε τα μάτια της και άφησε άλλον έναν λυγμό.
Ο μπαμπάς σηκώθηκε απότομα και τέντωσε το χέρι του μπροστά της.
Η Άσλινγκ πήρε μια βαθιά ανάσα.
Και έμεινε όρθια μέχρι το υπόλοιπο του δείπνου, να κλαίει μόνη, σιωπηλά, με την απουσία του θεόρατου, παντοδύναμου, καλού της αδελφού· να κλαίει μόνη, σιωπηλά για τα άγρια ραπανάκια.
Να κλαίει μόνη.


Α. Γάρδα

Comments

Popular posts from this blog

The Silent Suppers: The First

Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 18

The Silent Suppers: The Third