The Silent Suppers: The First
Ο Μπέρτλα έβγαλε, πολύ προσεκτικά, το φαρδύ, ξύλινο κύπελο από το ντουλάπι. Το κουβάλησε, πολύ προσεκτικά μέχρι το κέντρο του μονόχωρου σπιτιού. Το ακούμπησε πολύ προσεκτικά πάνω στο στρωμένο τραπέζι· μπροστά στη θέση δεξιά από τη δική του. Το στριφογύρισε λίγο, μέχρι που είδε το παιδικό σχέδιο, που είχε χαράξει επάνω του πριν χρόνια· και έμεινε για λίγο να το κοιτάζει, σα χαμένος. Σήκωσε το χέρι του αργά και πλησίασε τα ακροδάχτυλά του στο χείλος του κύπελου, στο σημείο που το ξύλο είχε φαγωθεί – κυριολεκτικά – από εκατοντάδες, επαναλαμβανόμενα, νευρικά δαγκώματα. Χάιδεψε το σημείο και το χέρι του άρχισε να τρέμει, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και μακρινές, χαμένες πια εικόνες.
Ένα σύρσιμο ακούστηκε από την άλλη πλευρά, εκεί που βρίσκονταν τα κρεβάτια. Ο Μπέρτλα μάζεψε το χέρι του γρήγορα, χτυπώντας το καταλάθος στο τραπέζι. Το έχωσε βιαστικά στη τσέπη του μάλλινου γιλέκου του και κατάπιε τον ξαφνικό πόνο χωρίς κόπο, χωρίς καν να το σκεφτεί. Σχεδόν γρύλισε, ακούγοντας τον πατέρα να σηκώνεται· μα κατάπιε και τον θυμό μαζί με τον πόνο.
Ο μικρόσωμος, μυώδης άντρας πέρασε από το σκοτάδι της κρύας νύχτας που κάλυπτε το μισό μέρος του δωματίου, στο ημίφως της μικρής εστίας που ζέσταινε το άλλο μισό. Στάθηκε μπροστά από το τραπέζι κι επιθεώρησε βλοσυρός. Ο Μπέρτλα μαλάκωσε την έκφρασή του, όπως έκανε πάντα μπροστά στον πατέρα, κι ας μην το ‘θελε. Κάθε φορά που ήθελε να τον κοιτάξει όπως ένιωθε, το πρόσωπό του έμοιαζε να μην τον ακούει. Τα φρύδια του ξέσμιγαν και τα μάτια του άνοιγαν γλυκά και τα χείλη του τεντώνονταν σε ένα ήρεμο χαμόγελο. Σα να χαλούσε ο δρόμος που έπαιρναν οι σκέψεις του ή ο τρόπος που ταξίδευαν, μπροστά στον πατέρα. Και έβγαιναν στο πρόσωπό του αντίθετες απ’ότι ήταν στ’αλήθεια· και φαινόταν να νοιάζεται τον πατέρα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.
Ο άντρας κοίταξε τον γιο του για μια στιγμή. Ένευσε κοφτά· ο Μπέρτλα τον ευχαρίστησε μ’ένα σύντομο δικό του. Κι ύστερα, οι δυο τους έκατσαν στο τραπέζι, ο ένας απέναντι από τον άλλον, δεξιά και αριστερά της τρίτης, κενής θέσης.
Το χέρι του πατέρα τινάχτηκε ανεπαίσθητα· ο Μπέρτλα πρόλαβε να το παρατηρήσει. Το βλέμμα του είχε μόλις καρφωθεί στο παλιό, φαρδύ, φαγωμένο κύπελο με το παιδικό σχέδιο. Έδειξε νευρικά τα άλλα δύο, τα δικά τους κύπελλα, τα τελείως διαφορετικά· ολοκαίνουρια και φρεσκολαδωμένα. Χτύπησε αυστηρά το δάχτυλό του στο τραπέζι κι ύστερα, το τέντωσε κι έδειξε πάνω στον πάγκο της κουζίνας, ένα τρίτο ολοκαίνουριο. Έσπρωξε το παλιό κύπελο στην άκρη του τραπεζιού και χτύπησε το πόδι του στο πάτωμα.
Ο Μπέρτλα σφίχτηκε ολόκληρος και έσκυψε το κεφάλι του. Μα, την ίδια στιγμή, η ιερή φλόγα της εστίας τρεμόπαιξε κι ας ήταν η πόρτα κι όλα τα παράθυρα κλειστά. Τα ρουθούνια του γέμισαν ξαφνικά με τη μυρωδιά του ιδρωμένου κόρφου της, όταν γύριζε στο σπίτι από το χωράφι και τον τύλιγε σφιχτά στην αγκαλιά της· απ’όταν ήταν μωρό μέχρι και μερικούς μήνες πριν, όταν έφυγε για πάντα από κοντά του.
Έσυρε αργά την καρέκλα του προς τα πίσω και σηκώθηκε. Κοίταξε πάλι τον πατέρα – πάλι με αυτή τη σιχαμένη, γλυκερή έκφραση που δε μπορούσε να σταματήσει. Ο άντρας έγυρε στην καρέκλα του ικανοποιημένος και τον προέτρεψε ξανά να φέρει το καινούριο κύπελο για την κενή θέση. Μα ο Μπέρτλα, τεντώθηκε και έπιασε το παλιό κύπελο, λίγο πριν γύρει και πέσει από το τραπέζι. Το έφερε μπροστά του και έκατσε ξανά, όσο τα μάτια του πατέρα γούρλωναν σχεδόν αφύσικα. Τράβηξε ένα μεγάλο κομμάτι από το ζεστό ψωμί, το έκανε κομμάτακια και τα έριξε μέσα στο καιρισμένο ξύλο. Τα μούλιασε με μια μεγάλη κουταλιά ζεστή σούπα. Κι ύστερα, έβγαλε ένα μικρό κρεμμύδι από την τσέπη του γιλέκου του, το έσπασε μέσα στις χούφτες του και το άπλωσε από πάνω, αφήνοντας τον αχνό της σούπας να μεταφέρει τη μυρωδιά του ολόγυρά τους.
Παρατήρησε το γεμάτο κύπελο ικανοποιημένος· ήταν όπως ακριβώς της άρεσε. Ύστερα γύρισε το βλέμμα του στην κενή θέση, γεμάτος ελπίδα. Κάτι τον τσίμπησε ελαφρά στο μάγουλο, όπως κάποτε τα ταλαιπωρημένα χείλη της – χτυπημένα και σκισμένα και προχειρο-ραμμένα σε διάφορα σημεία ανά τα χρόνια – όταν τον φιλούσε με περηφάνια, βλέποντάς τον να μαθαίνει σωστά τα γράμματά του. Το τοποθέτησε και πάλι, πολύ προσεκτικά, μπροστά στην κενή θέση, γέμισε το δικό του κύπελο με σκέτη σούπα και πολύ πιπέρι και προέτρεψε τον πατέρα, σα να’ταν όλα φυσιολογικά, να σερβιριστεί κι εκείνος.
Ο μικρόσωμος, μυώδης άντρας έσφιξε τα χέρια του σε μπουνιές και έμεινε άλλο λίγο ακίνητος – όπως ήταν τόσην ώρα, όσο ο Μπέρτλα είχε μεταμορφωθεί σε κάποιον που μπορούσε να τον αψηφά. Κι ύστερα, πήρε μια βαθιά ανάσα, χαλάρωσε τα δάχτυλά του και τράβηξε μια γεμάτη κουταλιά από τη γαβάθα στο κέντρο του τραπεζιού. Έβαλε περισσότερη σούπα στο δικό του κύπελο, με περισσότερο πιπέρι· και ξεκίνησε να τρώει χωρίς να τη φυσά, καταπίνοντας το κάψιμο στη γλώσσα του μαζί με το ζουμί, κοιτώντας προκλητικά τον δεκαπεντάχρονο γιο του.
Ρουφούσαν αθόρυβα τη σούπα, ρίχνοντας πλάγια βλέμματα· ο πατέρας στον Μπέρτλα και ο Μπέρτλα στην κενή θέση. Κι όσο ρουφούσαν κι άδειαζαν τα κύπελα και τη γαβάθα, τόσο φούντωνε και κοκκίνιζε ο πατέρας από τη δύναμη της άδειας θέσης· κι άλλο τόσο ορθονώταν η ψυχή του Μπέρτλα από τις αναμνήσεις της.
Κι όταν τέλειωσαν, ο πατέρας πέταξε ένα κομμάτι ψωμί στο γιο του. Κι ο Μπέρτλα τον αντίκρυσε μια τελευταία φορά με το πρόσωπο που μισούσε – ποιος από τους δύο αλήθεια; – όσο ένιωθε τα δάχτυλά του να πλέκονται με τα ξεφλουδισμένα δικά της και το απαλό του δέρμα να ματώνει από τα αφρόντιστα νύχια της. Ο πατέρας σηκώθηκε πετώντας την καρέκλα πίσω του. Κοίταξε γύρω του νευρικά, τις θεόρατες σκιές που έφτιαχνε στους τοίχους το μικρό κορμί του. Μειδίασε αυτάρεσκα, έκανε δυο δρασκελιές στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, σήκωσε το χέρι του και το προσγείωσε στο μάγουλο του Μπέρτλα, με όλη του τη δύναμη.
Το αγόρι δεν κουνήθηκε. Το σώμα του έμεινε όπως στρεβλώθηκε από το χτύπημα.
Ο πατέρας όρμηξε στην τρίτη πλευρά του τραπεζιού, άρπαξε το γεμάτο κύπελο και το πέταξε στην αναμμένη εστία. Το λαρδί της σούπας τσιτσίρισε μέσα στις φλόγες και το σπίτι βρώμισε μίσος και απέχθεια. Ο πατέρας χαμογέλασε πλατιά. Κι ύστερα, επέστρεψε στο κρεβάτι του.
Ο Μπέρτλα στάθηκε και πάλι σωστά, με τα δακρυσμένα του μάτια καρφωμένα στην άδεια θέση. Σύρθηκε από την καρέκλα του και γονάτισε στο πάτωμα, ακουμπώντας το κεφάλι του στην καρέκλα της. Ένα θερμό αεράκι ανακάτεψε τα μαλλιά του και τα ‘στρωσε στο πλάι, όπως έκανε εκείνη και τον εκνεύριζε, γιατί εκείνος τα ήθελε στη μέση. Έτριψε το πονεμένο του μάγουλο στο κρύο ξύλο και αναστέναξε, τη στιγμή που τελείωνε και επισήμως το γεύμα.
«Μαμά» ψιθύρισε και άρχισε να κλαίει βουβά, ρουφώντας τον ιδρωμένο της κόρφο, μήπως και του κρατούσε για μια ολόκληρη ζωή.
Ένα σύρσιμο ακούστηκε από την άλλη πλευρά, εκεί που βρίσκονταν τα κρεβάτια. Ο Μπέρτλα μάζεψε το χέρι του γρήγορα, χτυπώντας το καταλάθος στο τραπέζι. Το έχωσε βιαστικά στη τσέπη του μάλλινου γιλέκου του και κατάπιε τον ξαφνικό πόνο χωρίς κόπο, χωρίς καν να το σκεφτεί. Σχεδόν γρύλισε, ακούγοντας τον πατέρα να σηκώνεται· μα κατάπιε και τον θυμό μαζί με τον πόνο.
Ο μικρόσωμος, μυώδης άντρας πέρασε από το σκοτάδι της κρύας νύχτας που κάλυπτε το μισό μέρος του δωματίου, στο ημίφως της μικρής εστίας που ζέσταινε το άλλο μισό. Στάθηκε μπροστά από το τραπέζι κι επιθεώρησε βλοσυρός. Ο Μπέρτλα μαλάκωσε την έκφρασή του, όπως έκανε πάντα μπροστά στον πατέρα, κι ας μην το ‘θελε. Κάθε φορά που ήθελε να τον κοιτάξει όπως ένιωθε, το πρόσωπό του έμοιαζε να μην τον ακούει. Τα φρύδια του ξέσμιγαν και τα μάτια του άνοιγαν γλυκά και τα χείλη του τεντώνονταν σε ένα ήρεμο χαμόγελο. Σα να χαλούσε ο δρόμος που έπαιρναν οι σκέψεις του ή ο τρόπος που ταξίδευαν, μπροστά στον πατέρα. Και έβγαιναν στο πρόσωπό του αντίθετες απ’ότι ήταν στ’αλήθεια· και φαινόταν να νοιάζεται τον πατέρα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.
Ο άντρας κοίταξε τον γιο του για μια στιγμή. Ένευσε κοφτά· ο Μπέρτλα τον ευχαρίστησε μ’ένα σύντομο δικό του. Κι ύστερα, οι δυο τους έκατσαν στο τραπέζι, ο ένας απέναντι από τον άλλον, δεξιά και αριστερά της τρίτης, κενής θέσης.
Το χέρι του πατέρα τινάχτηκε ανεπαίσθητα· ο Μπέρτλα πρόλαβε να το παρατηρήσει. Το βλέμμα του είχε μόλις καρφωθεί στο παλιό, φαρδύ, φαγωμένο κύπελο με το παιδικό σχέδιο. Έδειξε νευρικά τα άλλα δύο, τα δικά τους κύπελλα, τα τελείως διαφορετικά· ολοκαίνουρια και φρεσκολαδωμένα. Χτύπησε αυστηρά το δάχτυλό του στο τραπέζι κι ύστερα, το τέντωσε κι έδειξε πάνω στον πάγκο της κουζίνας, ένα τρίτο ολοκαίνουριο. Έσπρωξε το παλιό κύπελο στην άκρη του τραπεζιού και χτύπησε το πόδι του στο πάτωμα.
Ο Μπέρτλα σφίχτηκε ολόκληρος και έσκυψε το κεφάλι του. Μα, την ίδια στιγμή, η ιερή φλόγα της εστίας τρεμόπαιξε κι ας ήταν η πόρτα κι όλα τα παράθυρα κλειστά. Τα ρουθούνια του γέμισαν ξαφνικά με τη μυρωδιά του ιδρωμένου κόρφου της, όταν γύριζε στο σπίτι από το χωράφι και τον τύλιγε σφιχτά στην αγκαλιά της· απ’όταν ήταν μωρό μέχρι και μερικούς μήνες πριν, όταν έφυγε για πάντα από κοντά του.
Έσυρε αργά την καρέκλα του προς τα πίσω και σηκώθηκε. Κοίταξε πάλι τον πατέρα – πάλι με αυτή τη σιχαμένη, γλυκερή έκφραση που δε μπορούσε να σταματήσει. Ο άντρας έγυρε στην καρέκλα του ικανοποιημένος και τον προέτρεψε ξανά να φέρει το καινούριο κύπελο για την κενή θέση. Μα ο Μπέρτλα, τεντώθηκε και έπιασε το παλιό κύπελο, λίγο πριν γύρει και πέσει από το τραπέζι. Το έφερε μπροστά του και έκατσε ξανά, όσο τα μάτια του πατέρα γούρλωναν σχεδόν αφύσικα. Τράβηξε ένα μεγάλο κομμάτι από το ζεστό ψωμί, το έκανε κομμάτακια και τα έριξε μέσα στο καιρισμένο ξύλο. Τα μούλιασε με μια μεγάλη κουταλιά ζεστή σούπα. Κι ύστερα, έβγαλε ένα μικρό κρεμμύδι από την τσέπη του γιλέκου του, το έσπασε μέσα στις χούφτες του και το άπλωσε από πάνω, αφήνοντας τον αχνό της σούπας να μεταφέρει τη μυρωδιά του ολόγυρά τους.
Παρατήρησε το γεμάτο κύπελο ικανοποιημένος· ήταν όπως ακριβώς της άρεσε. Ύστερα γύρισε το βλέμμα του στην κενή θέση, γεμάτος ελπίδα. Κάτι τον τσίμπησε ελαφρά στο μάγουλο, όπως κάποτε τα ταλαιπωρημένα χείλη της – χτυπημένα και σκισμένα και προχειρο-ραμμένα σε διάφορα σημεία ανά τα χρόνια – όταν τον φιλούσε με περηφάνια, βλέποντάς τον να μαθαίνει σωστά τα γράμματά του. Το τοποθέτησε και πάλι, πολύ προσεκτικά, μπροστά στην κενή θέση, γέμισε το δικό του κύπελο με σκέτη σούπα και πολύ πιπέρι και προέτρεψε τον πατέρα, σα να’ταν όλα φυσιολογικά, να σερβιριστεί κι εκείνος.
Ο μικρόσωμος, μυώδης άντρας έσφιξε τα χέρια του σε μπουνιές και έμεινε άλλο λίγο ακίνητος – όπως ήταν τόσην ώρα, όσο ο Μπέρτλα είχε μεταμορφωθεί σε κάποιον που μπορούσε να τον αψηφά. Κι ύστερα, πήρε μια βαθιά ανάσα, χαλάρωσε τα δάχτυλά του και τράβηξε μια γεμάτη κουταλιά από τη γαβάθα στο κέντρο του τραπεζιού. Έβαλε περισσότερη σούπα στο δικό του κύπελο, με περισσότερο πιπέρι· και ξεκίνησε να τρώει χωρίς να τη φυσά, καταπίνοντας το κάψιμο στη γλώσσα του μαζί με το ζουμί, κοιτώντας προκλητικά τον δεκαπεντάχρονο γιο του.
Ρουφούσαν αθόρυβα τη σούπα, ρίχνοντας πλάγια βλέμματα· ο πατέρας στον Μπέρτλα και ο Μπέρτλα στην κενή θέση. Κι όσο ρουφούσαν κι άδειαζαν τα κύπελα και τη γαβάθα, τόσο φούντωνε και κοκκίνιζε ο πατέρας από τη δύναμη της άδειας θέσης· κι άλλο τόσο ορθονώταν η ψυχή του Μπέρτλα από τις αναμνήσεις της.
Κι όταν τέλειωσαν, ο πατέρας πέταξε ένα κομμάτι ψωμί στο γιο του. Κι ο Μπέρτλα τον αντίκρυσε μια τελευταία φορά με το πρόσωπο που μισούσε – ποιος από τους δύο αλήθεια; – όσο ένιωθε τα δάχτυλά του να πλέκονται με τα ξεφλουδισμένα δικά της και το απαλό του δέρμα να ματώνει από τα αφρόντιστα νύχια της. Ο πατέρας σηκώθηκε πετώντας την καρέκλα πίσω του. Κοίταξε γύρω του νευρικά, τις θεόρατες σκιές που έφτιαχνε στους τοίχους το μικρό κορμί του. Μειδίασε αυτάρεσκα, έκανε δυο δρασκελιές στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, σήκωσε το χέρι του και το προσγείωσε στο μάγουλο του Μπέρτλα, με όλη του τη δύναμη.
Το αγόρι δεν κουνήθηκε. Το σώμα του έμεινε όπως στρεβλώθηκε από το χτύπημα.
Ο πατέρας όρμηξε στην τρίτη πλευρά του τραπεζιού, άρπαξε το γεμάτο κύπελο και το πέταξε στην αναμμένη εστία. Το λαρδί της σούπας τσιτσίρισε μέσα στις φλόγες και το σπίτι βρώμισε μίσος και απέχθεια. Ο πατέρας χαμογέλασε πλατιά. Κι ύστερα, επέστρεψε στο κρεβάτι του.
Ο Μπέρτλα στάθηκε και πάλι σωστά, με τα δακρυσμένα του μάτια καρφωμένα στην άδεια θέση. Σύρθηκε από την καρέκλα του και γονάτισε στο πάτωμα, ακουμπώντας το κεφάλι του στην καρέκλα της. Ένα θερμό αεράκι ανακάτεψε τα μαλλιά του και τα ‘στρωσε στο πλάι, όπως έκανε εκείνη και τον εκνεύριζε, γιατί εκείνος τα ήθελε στη μέση. Έτριψε το πονεμένο του μάγουλο στο κρύο ξύλο και αναστέναξε, τη στιγμή που τελείωνε και επισήμως το γεύμα.
«Μαμά» ψιθύρισε και άρχισε να κλαίει βουβά, ρουφώντας τον ιδρωμένο της κόρφο, μήπως και του κρατούσε για μια ολόκληρη ζωή.
Α. Γάρδα
Comments
Post a Comment