The Silent Suppers: The Third
Ο Μπρέντον μπήκε στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα πίσω του και κατέρρευσε αργά στο πάτωμα, προσέχοντας μόνο να μην αναποδογυρίσει το φανάρι του από τη γιορτή του Σάουιν. Κοίταξε το στρωμένο τραπέζι γι’απόψε, που είχε έρθει και του είχε ετοιμάσει η αδελφή του πριν φύγει πάλι για το δικό της χωριό και το δικό της σπίτι. Τον είχε καλέσει να φάει μαζί τους, αλλά ο Μπρέντον δεν ήθελε. Προτιμούσε να μείνει μόνος με τη Ντέρβιλα.
Σηκώθηκε και περπάτησε με σιγουριά μέσα στο σκοτεινό σπίτι. Έφτασε στο τζάκι και άναψε τη φωτιά με την ιερή φλόγα από τη γιορτή. Ο χώρος, σαν άδειο κουφάρι πριν, γέμισε έπιπλα και αντικείμενα, σκιές που τρεμόπαιζαν γύρω του, αναμνήσεις που όρμησαν καταπάνω του.
Το ζωγραφισμένο βρυσάκι πάνω από την πέτρινη γούρνα στην κουζίνα. Οι κεντημένες πετσέτες της δίπλα στον ξυλόφουρνο. Το μπουκαλάκι με το λάδι της λεβάντας, που άπλωνε στο σώμα της μετά το μπάνιο. Το κρεβάτι τους παραπέρα, καλυμμένο με το χοντρό πάπλωμα που της είχε φτιάξει, δώρο για τα τελευταία της γενέθλια. Το πορτραίτο του, ζωγραφισμένο πάνω σε ένα κομμάτι παλιάς πόρτας, που του είχε κάνει δώρο εκείνη, για τα δικά του προηγούμενα γενέθλια. Οι χοντρές τους κάλτσες, αγκαλιασμένες μπροστά από το τζάκι, παλιές και μισολιωμένες, που όλο του έλεγε η Ντέρβιλα να τις μαντάρει κι όλο εκείνος το απέφευγε. Οι χοντρές τους μπότες για το χωράφι, στοιβαγμένες δίπλα στην εξώπορτα, φθαρμένες και λασπωμένες, που όλο της έλεγε να τις καθαρίσει και να βάλει καινούριες σόλες κι όλο το απέφευγε εκείνη.
Ο Μπρέντον γύρισε ξανά στη φωτιά και άφησε τα μάτια του να κολλήσουν πάνω της. Πού αλλού να κοιτάξει, πού αλλού μπορούσε να ξεκουράσει το μυαλό του;
Κούνησε το κεφάλι του. Η αγαπημένη του τον περίμενε, να φάνε μαζί. Ανάγκασε το σώμα του να πάει μέχρι το τραπέζι και να κάτσει στην καρέκλα.
Η αδελφή του τα είχε φροντίσει όλα. Τίποτα δεν έλειπε, δε θα χρειαζόταν να σηκωθεί και να πατήσει πάλι, εκεί που πατούσαν οι μεγάλες πατούσες της Ντέρβιλα. Χαμογέλασε.
Έκλεισε τα μάτια του και άπλωσε το χέρι του προς το σερβίτσιο της. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, παρά μόνο η μικρή πηρούνα της. Σίγουρα θα είχε ήδη ξεκινήσει να τρώει με το κουτάλι η γλυκιά του λαίμαργη. Άπλωσε το πόδι του προς την καρέκλα της. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, παρά μόνο το φαγωμένο μαξιλάρι που είχαν για τη γάτα. Σίγουρα θα είχε μαζέψει τα πόδια της απόψε η καλή του, γιατί το τετράποδο ήταν πολύ κακοδιάθετο τώρα τελευταία και την τάραζε στις γρατζουνιές.
Αλήθεια, πού ήταν η γάτα;
Έφαγε μια μπουκιά από το φαί του και άφησε τον εαυτό του, μόνο για μια στιγμή, να το απολαύσει. Σέρβιρε μια μπουκιά στο πιάτο της Ντέρβιλα, έκλεισε πάλι τα μάτια του και περίμενε να ακούσει και τη δική της άποψη. Η μαγειρική της αδελφής του της άρεσε κι εκείνης πάντα, όσο κι αν την απέφευγε γιατί πείραζε το ευαίσθητο στομάχι της.
Πόση ώρα είχε περάσει; Πόση ώρα είχε μείνει ακίνητος, με το δείπνο και το σπίτι και την καρδιά του να κρυώνουν;
Ξαφνικά, η φωτιά στο τζάκι φούντωσε για λίγο, καθώς τα ξύλα άνοιξαν και άρπαξαν τα από κάτω. Του Μπρέντον του φάνηκε πως άκουσε την πόρτα να ανοίγει και τη γάτα να νιαουρίζει, μα δε γύρισε να κοιτάξει. Περίμενε να ακούσει τη Ντέρβιλα για το φαί. Θα περίμενε για πάντα, μέχρι να ακούσει τη Ντέρβιλα.
Άπλωσε ξανά το τρεμάμενο χέρι του. Άπλωσε ξανά το παγωμένο πόδι του. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί.
Κι όμως, ήρθε ένα άλλο χέρι, από την άλλη πλευρά του τραπεζιού και τον άρπαξε σφιχτά. Ο Μπρέντον δάκρυσε, μα δεν τόλμησε να κουνηθεί. Το ‘ξερε. Όλο το σπίτι μύρισε λεβάντα.
Κι έμεινε έτσι για πάντα – έμοιαζε με πάντα. Με τη Ντέρβιλα στην καρδιά, τη γάτα κουρνιασμένη στα πόδια και την αδελφή του να του κρατάει σφιχτά το χέρι.
Σηκώθηκε και περπάτησε με σιγουριά μέσα στο σκοτεινό σπίτι. Έφτασε στο τζάκι και άναψε τη φωτιά με την ιερή φλόγα από τη γιορτή. Ο χώρος, σαν άδειο κουφάρι πριν, γέμισε έπιπλα και αντικείμενα, σκιές που τρεμόπαιζαν γύρω του, αναμνήσεις που όρμησαν καταπάνω του.
Το ζωγραφισμένο βρυσάκι πάνω από την πέτρινη γούρνα στην κουζίνα. Οι κεντημένες πετσέτες της δίπλα στον ξυλόφουρνο. Το μπουκαλάκι με το λάδι της λεβάντας, που άπλωνε στο σώμα της μετά το μπάνιο. Το κρεβάτι τους παραπέρα, καλυμμένο με το χοντρό πάπλωμα που της είχε φτιάξει, δώρο για τα τελευταία της γενέθλια. Το πορτραίτο του, ζωγραφισμένο πάνω σε ένα κομμάτι παλιάς πόρτας, που του είχε κάνει δώρο εκείνη, για τα δικά του προηγούμενα γενέθλια. Οι χοντρές τους κάλτσες, αγκαλιασμένες μπροστά από το τζάκι, παλιές και μισολιωμένες, που όλο του έλεγε η Ντέρβιλα να τις μαντάρει κι όλο εκείνος το απέφευγε. Οι χοντρές τους μπότες για το χωράφι, στοιβαγμένες δίπλα στην εξώπορτα, φθαρμένες και λασπωμένες, που όλο της έλεγε να τις καθαρίσει και να βάλει καινούριες σόλες κι όλο το απέφευγε εκείνη.
Ο Μπρέντον γύρισε ξανά στη φωτιά και άφησε τα μάτια του να κολλήσουν πάνω της. Πού αλλού να κοιτάξει, πού αλλού μπορούσε να ξεκουράσει το μυαλό του;
Κούνησε το κεφάλι του. Η αγαπημένη του τον περίμενε, να φάνε μαζί. Ανάγκασε το σώμα του να πάει μέχρι το τραπέζι και να κάτσει στην καρέκλα.
Η αδελφή του τα είχε φροντίσει όλα. Τίποτα δεν έλειπε, δε θα χρειαζόταν να σηκωθεί και να πατήσει πάλι, εκεί που πατούσαν οι μεγάλες πατούσες της Ντέρβιλα. Χαμογέλασε.
Έκλεισε τα μάτια του και άπλωσε το χέρι του προς το σερβίτσιο της. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, παρά μόνο η μικρή πηρούνα της. Σίγουρα θα είχε ήδη ξεκινήσει να τρώει με το κουτάλι η γλυκιά του λαίμαργη. Άπλωσε το πόδι του προς την καρέκλα της. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, παρά μόνο το φαγωμένο μαξιλάρι που είχαν για τη γάτα. Σίγουρα θα είχε μαζέψει τα πόδια της απόψε η καλή του, γιατί το τετράποδο ήταν πολύ κακοδιάθετο τώρα τελευταία και την τάραζε στις γρατζουνιές.
Αλήθεια, πού ήταν η γάτα;
Έφαγε μια μπουκιά από το φαί του και άφησε τον εαυτό του, μόνο για μια στιγμή, να το απολαύσει. Σέρβιρε μια μπουκιά στο πιάτο της Ντέρβιλα, έκλεισε πάλι τα μάτια του και περίμενε να ακούσει και τη δική της άποψη. Η μαγειρική της αδελφής του της άρεσε κι εκείνης πάντα, όσο κι αν την απέφευγε γιατί πείραζε το ευαίσθητο στομάχι της.
Πόση ώρα είχε περάσει; Πόση ώρα είχε μείνει ακίνητος, με το δείπνο και το σπίτι και την καρδιά του να κρυώνουν;
Ξαφνικά, η φωτιά στο τζάκι φούντωσε για λίγο, καθώς τα ξύλα άνοιξαν και άρπαξαν τα από κάτω. Του Μπρέντον του φάνηκε πως άκουσε την πόρτα να ανοίγει και τη γάτα να νιαουρίζει, μα δε γύρισε να κοιτάξει. Περίμενε να ακούσει τη Ντέρβιλα για το φαί. Θα περίμενε για πάντα, μέχρι να ακούσει τη Ντέρβιλα.
Άπλωσε ξανά το τρεμάμενο χέρι του. Άπλωσε ξανά το παγωμένο πόδι του. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί.
Κι όμως, ήρθε ένα άλλο χέρι, από την άλλη πλευρά του τραπεζιού και τον άρπαξε σφιχτά. Ο Μπρέντον δάκρυσε, μα δεν τόλμησε να κουνηθεί. Το ‘ξερε. Όλο το σπίτι μύρισε λεβάντα.
Κι έμεινε έτσι για πάντα – έμοιαζε με πάντα. Με τη Ντέρβιλα στην καρδιά, τη γάτα κουρνιασμένη στα πόδια και την αδελφή του να του κρατάει σφιχτά το χέρι.
Α. Γάρδα
Comments
Post a Comment